παραπομπες σε βιβλιογραφια

Εισηγησεις σε συνεδρια - ημεριδες

Εισήγηση στο συνέδριο «Αναστοχασμοί για την Παιδική Ηλικία», Θεσσαλονίκη 31/10-1/11/2014

«Οι Άρχοντες των Σκουπιδιών, του Βασίλη Παπαθεοδώρου, ή όταν η μυθοπλασία διαχειρίζεται την κρίση»

Την εικόνα των απεγνωσμένων που περιδιαβαίνουν τις γειτονιές των πόλεων και ανασκαλεύουν τα σκουπίδια με ένα γάντζο, ψάχνοντας μέταλλα ή φαγώσιμα, ή των εξαθλιωμένων που σπρώχνουν κάθιδροι ένα καρότσι γεμάτο με ανακυκλώσιμα υλικά την έχουμε συνηθίσει, δυστυχώς. Είναι μια εικόνα που στοιχειώνει τις μέρες μας και ζωντανεύει τους αρχέγονους φόβους μας για τη στιγμή που δε θα εξουσιάζουμε τη ζωή μας, όταν όλα θα δείχνουν να καταρρέουν γύρω μας και μέσα μας. Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου, συντροφιά με τους "κολασμένους" των ημερών μας και τους «άρχοντές» του, ανασκαλεύει την καθημερινή μας δυστοπία με τη μελλοντολογική, μάλλον δυσοίωνα προφητική, μυθοπλασία του. Μεταβαίνει από το πραγματικό στην αναπαράστασή του, διεγείροντας την προσλαμβάνουσα συνείδηση και ματώνοντας το αμήχανο συναίσθημα.
Σαν ένας άλλος Στίβεν Κινγκ στήνει ένα "σκουπιδοκρατούμενο" σκηνικό θρίλερ και τρόμου, εμπλέκοντας τους μοιραίους χαρακτήρες του σε μια πολυπρόσωπη αφήγηση: επιστήμονες κλεισμένους στις ιδέες τους, διεφθαρμένους αστούς και πολιτικούς που αντιμετωπίζουν το λιντσάρισμα από τους ζητιάνους και τους αστέγους των δρόμων, μισθοφόρους που φρουρούν την "άνομη" τάξη και λειτουργούν σαν δολοφονικές μηχανές, τον άβουλο λαό που μετατρέπεται σε όχλο. Σε μια κατάσταση ανεργίας και αναρχίας, χάους και απελπισίας, πείνας και αποκτήνωσης, τα σκουπίδια αναδεικνύονται σε κεντρικούς πρωταγωνιστές και η διαχείρισή τους σε ρυθμιστικό παράγοντα εξουσίας. Με φόντο την αντίστροφη μέτρηση του πολιτισμού, τρεις ιστορίες συμπλέκονται με ευρηματικό τρόπο: αυτή του καθηγητή Πελεγκρίτι και του κόσμου του, η περιπέτεια της οικογένειας του υπουργού Τζέφερσον και η δράση των μισθοφόρων που προσωποποιούν τις κυρίαρχες εξουσιαστικές δομές. Με τη φαντασίωση ενός νέου, καλύτερου κόσμου όλοι αυτοί οι ήρωες κάποια στιγμή συναντιούνται και αλλάζουν, ακολουθώντας ένα «ασιμοφικού τύπου» μοντέλο ιστορικής εξέλιξης που θέλει το ανθρώπινο γένος να πληρώνει στο μέγιστο βαθμό το τίμημα της κρίσης. Αναβιώνοντας με ταχύτητα όλα τα προηγούμενα, ήδη βιωμένα, στάδια της ιστορίας της, η ανθρωπότητα φτάνει στο «απόλυτο μηδέν», στην ολοκληρωτική καταστροφή που ως αναγκαία προϋπόθεση θα σηματοδοτήσει την ανάδυση του καινούργιου. Με την καταληκτική προτροπή: «Πάμε πάλι, ξανά από την αρχή», η μυθοπλασία του Παπαθεοδώρου μάς καλεί να επιστρέψουμε στην κοιτίδα της παιδικής μας ηλικίας και μας παροτρύνει να αναζητήσουμε τη χαμένη αγνότητά μας και τις ηθικές αξίες που θα ξαναχτίσουν τον κόσμο μας από την αρχή.
Οι Άρχοντες των Σκουπιδιών μεταποιούν την καθημερινή εμπειρία της κοινωνικο-οικονομικής κρίσης, της διαρκούς αγωνίας και της ανασφάλειας, μέσα από την ουτοπία της λογοτεχνικής γραφής. Η μυθοπλασία τους, αν και διαχειρίζεται μια απτή εμπειρική πραγματικότητα, δεν υπακούει στη δέσμευση του εκφωνήματος του πραγματικού. Ασφαλώς, η μυθοπλασία δεν είναι έξω από την καθημερινή πραγματικότητά μας, αφού όλες μας οι δραστηριότητες παραπέμπουν σε μυθοπλαστικές κατασκευές που στηρίζονται σε συμβάσεις και ακολουθούν κανόνες. Ωστόσο, η επινοημένη λογοτεχνική αφήγηση δημιουργεί έναν ολόκληρο κόσμο ανάλογο του πραγματικού που τον θέλει να λειτουργεί στο πλαίσιο της αφηγηματικής πράξης με βάση τα δικά του δεδομένα και σύμφωνα με τη δική του λογική. Ο Παπαθεοδώρου δεν ανασυνθέτει απλώς την καθημερινή μικροκλίμακα∙ επικαλούμενος ένα καθορισμένο εύρος της εμπειρίας του παρελθόντος και του παρόντος, την υπερβαίνει διαρρηγνύοντας την αρχική ρεαλιστική προοπτική. Ενσωματώνει μια συγκεκριμένη μόνο εξωτερική πραγματικότητα, εκθέτει κάποια "επίπεδα πραγματικότητας", για να μας προσφέρει ένα σαφές πλαίσιο αναφοράς. Απώτερος στόχος του είναι να συνδέσει την ιδεολογική δραστηριότητά μας ως αναγνωστών με τις απαντήσεις που η μυθοπλασία του επιχειρεί να δώσει σε ένα υπαρκτό κοινωνικό πρόβλημα. Για να μας ενεργοποιήσει περισσότερο, ανοικειώνει λογοτεχνικές συμβάσεις και διαφοροποιεί κοινωνικές νόρμες. Αναιρεί ακόμη και το γνωστό λογοτεχνικό στερεότυπο που θέλει έφηβους ήρωες σε μυθιστορήματα για εφήβους, καθώς και την επακόλουθη ταύτιση των έφηβων-αναγνωστών του με τους ήρωες αυτούς. Αξιοποιώντας πρωταγωνιστές κάθε ηλικίας και επιστρατεύοντας ποικίλες οπτικές γωνίες ή αφηγηματικές δομές, επιτρέπει στην «crossover» μυθοπλασία του να αναδείξει τη δυναμική της σε/με όλους τους αναγνώστες.
Όπως συμβαίνει και με άλλες παρόμοιες μυθοπλαστικές, δηλαδή ουτοπικές, αναπαραστάσεις της πραγματικής δυστοπίας, κάθε αναφορά σε «επινοημένη αφήγηση» θίγει αναπόφευκτα την αντιπαράθεση μυθοπλασίας- «αλήθειας», αναπαράστασης-πραγματικότητας, ενώ ελέγχει την κλασική αντίληψη για τη μιμητική λειτουργία του λογοτεχνικού κειμένου. Και στην περίπτωση των Αρχόντων των Σκουπιδιών του Παπαθεοδώρου, ανεξάρτητα από το βαθμό αναπαράστασης του εμπειρικού μας κόσμου, η οποία δε λειτουργεί ποτέ αναλογικά σε σχέση με την πραγματικότητα (είτε είναι μερική και προϋποθέτει διαδικασία επιλογής είτε είναι σύνθετη και στηρίζεται σε διαδικασία αποκωδικοποίησης), η μυθοπλαστική αφήγηση διεκδικεί τη δική της αλήθεια. Ο τόπος της μυθοπλασίας είναι ένας χώρος ανακατασκευής της πραγματικότητας, όπου το πραγματικό συγχωνεύεται με το φαντασιακό και συνυπάρχει με το επινοημένο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι περιττή κάθε διάκριση ή σύγκριση. Το πώς, όμως, η μυθοπλασία επιβάλλει την "ψευδαίσθηση" και αναστέλλει τη δυσπιστία μας, για να μας συμπαρασύρει στους κόσμους της, είναι κάτι που μας προσδιορίζει απέναντι στην αλήθεια. Η μυθοπλαστική λειτουργία συνίσταται όχι σε «δηλώσεις» πραγματικών αντικειμένων ή γεγονότων αλλά σε «ψευδοδηλώσεις», οι οποίες νομιμοποιούνται κυρίως από τη δυνατότητες που διαθέτουν ως ονοματοθετικές διαδικασίες να μας αποδεσμεύουν από τη συμβατική αντιστοιχία μορφής-περιεχομένου. Έτσι, οι μυθοπλαστικές αφηγήσεις δεν ελέγχονται σύμφωνα με τους κανόνες του μη μυθοπλαστικού λόγου, αφού δεν υπόκεινται στα κριτήρια αλήθειας ή ψεύδους που τον διέπουν, ενώ υιοθετούν συμβάσεις παρόμοιες με αυτές που συνάπτονται ανάμεσα στους συγγραφείς και στους αναγνώστες τους. Συνακόλουθα, τα λογοτεχνικά κείμενα, ως μυθοπλαστικά εκφωνήματα, δεν είναι υποχρεωμένα να λογοδοτούν σε δεδομένες εμπειρικές πραγματικότητες, εφόσον μπορούν να τις αναμορφώνουν ή, ακόμη, και να τις υπερβαίνουν. Χωρίς να καταργούν τη γραμματική των κειμένων, η οποία κάνει δυνατή τη νοηματοδότησή τους, τα εκφωνήματα αυτά αναστατώνουν τον εμπειρικό μας κόσμο, προσφέροντάς μας εναλλακτικούς τρόπους διεύρυνσης της θεώρησης της πραγματικότητας και ενεργοποίησης της βιωμένης εμπειρίας μας. Έτσι, η λογοτεχνική εμπειρία που μας προσφέρει ο Παπαθεοδώρου συσχετίζει αναγνωστικά τη μυθοπλαστική του ουτοπία με την πραγματικότητά μας, προσφέροντάς μας την ευκαιρία να αντιληφθούμε τη συνάντηση της συνείδησής μας με τον κόσμο και να επανερμηνεύσουμε "την παλιά αίσθηση των πραγμάτων", ώστε να διαχειριστούμε δημιουργικά τα εμπειρικά δεδομένα της δυστοπίας μας.

Δημήτρης Πολίτης
Επίκουρος Καθηγητής στο Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η. του Παν/μίου Πατρών

Πέμπτο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2-5 Οκτωβρίου 2014

Σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία για εφήβους: οδεύοντας σε μια αβέβαιη ενηλικίωση(;)

Σε μια προσπάθεια διευκρινήσεων για το τι σημαίνει εφηβική λογοτεχνία, λογοτεχνία για νέους, μυθιστόρημα της εφηβικής ηλικίας ή της εφηβείας κ.λπ. (Κανατσούλη 1996, 183, Allen, 260, Τσιαμπάση 2013, 515-517), θα μπορούσα να αναλώσω όλη την εισήγησή μου. Για να μην απομακρυνθώ όμως από τη στόχευση της παρούσας εργασίας, θα αρκεστώ σε σχεδόν επιγραμματικούς ορισμούς της σύγχρονης εφηβικής λογοτεχνίας και κατ’ επέκταση της σύγχρονης ελληνικής, ακριβώς για να εξασφαλίσουμε κοινούς τόπους κατανόησης και επικοινωνίας.
Για τον προσδιορισμό της, οι Nilsen και Donelson (41993, 20-33) αποδίδουν στην εφηβική λογοτεχνία βασικά χαρακτηριστικά, όπως ότι: α) Oι λογοτεχνικές ιστορίες είναι ιδωμένες μέσα από την οπτική γωνία των εφήβων, που σημαίνει ότι πολύ συχνά οι πρωταγωνιστές έχουν την ηλικία των αναγνωστών τους. β) Φορμουλαϊκό στοιχείο της πλοκής είναι να επιδιώκουν οι έφηβοι-ήρωες την ανεξαρτητοποίησή τους από την γονική (προστατευτική) εξουσία και, ακόμη, να έρχονται σε αντιπαράθεση με τους γονείς τους, για να αποδειχθούν τελικά καλύτεροί τους γ) Αναφορικά με τη θεματολογία της, διαπιστώνεται η τάση να εκτυλίσσονται οι ιστορίες όχι σε ένα εξωραϊσμένο και ρομαντικό περιβάλλον, αλλά στο ρεαλιστικό της σύγχρονης μεγαλούπολης, όπου προβλήματα όπως του διαζυγίου, της πρόωρης εγκυμοσύνης, των εκτρώσεων, του αλκοολισμού κ.λπ. καθορίζουν την εξέλιξη της ιστορίας και επηρεάζουν καθοριστικά την ωρίμανση ή μη ωρίμανση των χαρακτήρων. Η εφηβική λογοτεχνία δείχνει μεγάλη ευαισθησία για τα πάσης φύσεως προβλήματα των εφήβων, ιδιαίτερα αυτών που ανήκουν σε εθνικές ή πολιτισμικές μειονότητες, πολύ περισσότερο όταν αυτές συνυπάρχουν, συνήθως παραγκωνισμένες, στο σύνολο μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας. δ) Αν και η (αμερικανική) εφηβική λογοτεχνία της δεκαετίας του ‘70 χαρακτηριζόταν από έναν έντονο ρεαλισμό, σε βαθμό που να γίνεται πεσιμιστική, στη μετέπειτα περίοδο επισημαίνεται μια τάση να γράφονται βιβλία για εφήβους με πιο αισιόδοξες προοπτικές.
Η Roberta Seelinger Trites έχει συμβάλει σημαντικά στη μελέτη του εφηβικού μυθιστορήματος και αναφέρει χαρακτηριστικά ότι τα λογοτεχνικά αυτά κείμενα έχοντας ως αποδέκτη τον έφηβο, επιδιώκουν να καταστήσουν όσο γίνεται πιο ανώδυνη τη μετάβασή του από τον κόσμο της αθωότητας στον κόσμο της ευθύνης και της αυτονομίας της προσωπικότητας, από την ηλικία της ανωριμότητας στην ωρίμανση (Trites 2000, 9-10). Η Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου απαριθμεί τα βασικά γνωρίσματα της εφηβείας, όπως αυτά άλλωστε διαχέονται και στη σύγχρονη εφηβική λογοτεχνία, βοηθώντας έτσι στην κατανόηση του περιεχομένου της: ο αυτοπροσδιορισμός του εφήβου με την αναζήτηση της ταυτότητάς του, η αμφισβήτηση και η τάση ανατροπής του κοινωνικά αποδεκτού, η γνωριμία με το σώμα του, ο έρωτας και γενικότερα η σχέση του με το άλλο ή το ίδιο φύλο, η τάση για απομόνωση, η ανεξαρτητοποίηση από το γονικό περιβάλλον, οι ιδεολογικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις, η αυτοκαταστροφική διάθεση, η αίσθηση της κοινωνικής ενσωμάτωσης και υπευθυνότητας (Κατσίκη-Γκίβαλου 2010, 21).
Την προσπάθειά μου να ορίσω κατά κάποιον τρόπο τη σύγχρονη εφηβική λογοτεχνία, ακολουθεί η προσπάθειά μου να εξηγήσω τα βασικά ερωτήματα που θέτει ο αρκετά διφορούμενος τίτλος της εισήγησης μου. Δηλαδή: Ποιος οδεύει στην ενηλικίωση; Ο/η έφηβος/η ή η εφηβική λογοτεχνία; Τι μπορεί να σημαίνει στο πλαίσιο της λογοτεχνίας αυτής «ενηλικίωση»; Και γιατί «αβέβαιη ενηλικίωση;». Στα ερωτήματα αυτά, θα προσπαθήσω να καταλήξω με απαντήσεις που ουσιαστικά θα αποτελούν και μια συνοπτική θεώρηση της λογοτεχνίας για εφήβους όπως διαμορφώνεται στην Ελλάδα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.
Προτίμησα να αφήσω απέξω την παλαιότερη εφηβική λογοτεχνία και γιατί απηχεί την επικαιρότητα μιας άλλης εποχής και γιατί έχει ως ένα βαθμό μελετηθεί. Τα ελληνικά εφηβικά μυθιστορήματα που θα «αναγνώσω» αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα γραφής των σύγχρονων σημαντικότερων Ελλήνων συγγραφέων του είδους, αλλά και αντανακλάσεις –ως ένα βαθμό- των ιδεολογικών μετασχηματισμών της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας.
Στην ανάλυσή μου των εφηβικών μυθιστορημάτων, θα προσπαθήσω να δείξω τον τρόπο που δομούνται οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες, την αφηγηματική οπτική που υιοθετείται και ποιες οι ιδεολογικές επιδιώξεις. Στο πλαίσιο αυτό θα συνεξεταστούν παράγοντες όπως π.χ. το φύλο ή η σεξουαλικότητα των λογοτεχνικών χαρακτήρων, αλλά και οι εκάστοτε κοινωνικές –αν και ρευστές- συνθήκες που επικρατούν στο άμεσο και ευρύτερο περιβάλλον τους. Θα οργανώσω το υλικό μου σε ειδολογικές κατηγορίες, ξεκινώντας από τα μυθιστορήματα που με ρεαλιστική, κάποτε κυνική ευκρίνεια αποδίδουν την ελληνική κοινωνία.

Ανάλογη είναι η γονική παρουσία και στο μυθιστόρημα του Βασίλη Παπαθεοδώρου Στη διαπασών (2009), το οποίο οργανώνεται πάνω στον πρωταγωνιστή, το Θανάση, έναν περιθωριοποιημένο έφηβο, ένα «κακό» παιδί που απολαμβάνει το να ζει παραβατικά. Η παραβατικότητά του δικαιολογείται, καθώς το οικογενειακό του περιβάλλον είναι υποβαθμισμένο οικονομικά (ζει στα Καμίνια), είναι συναισθηματικά ατροφικό και άνισο (μια μητέρα που φροντίζει το γιό της και ένας πατριός που τον υποτιμά και τον απεχθάνεται). Η Σοφία Γαβριηλίδου για την αιτιολόγηση της αποκλίνουσας συμπεριφοράς των περιθωριακών εφηβικών χαρακτήρων αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «μέσα από τεχνικές προαναγγελίας ή αναδρομών στην πρότερη οικογενειακή κατάσταση του περιθωριακού χαρακτήρα και στις σχέσεις του με τους γονείς του αναζητείται η αιτιολόγηση παραβατικών συμπεριφορών. Με μορφή κανόνα χωρίς εξαιρέσεις, είναι οι χαλαροί ή και ανύπαρκτοι οικογενειακοί δεσμοί ή οι μη αρμονικές σχέσεις των γονιών που ευθύνονται για την παραβατική συμπεριφορά και την κοινωνική περιθωριοποίηση των χαρακτήρων» (Γαβριηλίδου 2011, 308). Επιπλέον, το γύρω κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον του Θανάση του παρέχει δυνατότητες μόνο μιας υποκουλτούρας, βασισμένης σε διαστρεβλωμένα ιδεολογήματα περί Αρχαίας Ελλάδας, όπως αυτά τα διατυπώνουν οι Ελευθερολάκωνες, προφανώς σε απομίμηση της Χρυσής Αυγής. Ψηφίδες που συμπληρώνουν αυτή την εικόνα της ελληνικής κοινωνίας – όπως βέβαια συγκεκριμενοποιείται στη ζωή του βασικού ήρωα- είναι:
ο χουλιγκανισμός,
«Στο γήπεδο πάω για να εκτονωθώ […] Για να ανέβω στα κάγκελα, για να τρέξω όταν μας κυνηγάνε οι μπάτσοι, για να πλακωθώ με τους βάζελους και τα χανούμια και τους Βουλγάρους. Βάζω το κασκόλ μου […] κι όποιον πάρει ο χάρος» (σελ.16)
ο ρατσισμός,
«Στο σχολείο μου ευτυχώς οι ξένοι είναι ακόμα πιο άχρηστοι και τούβλα από τους Έλληνες και ευτυχώς σε κάποια άλλα είχε επέμβει ο σύλλογος γονέων και είχε απειλήσει με λιντσάρισμα τους διευθυντές, αν έβαζαν ξένο να κρατά τη σημαία (σελ.112)
οι επιτηδευμένες συλλογικές ταυτότητες,
«Κάτι φλώροι κι αυτοί με τα κινητά τους να δείχνουν βιντεάκια ο ένας στον άλλο […] και φυσικά όλες οι γκόμενες είχαν τις κοιλιές έξω και φορούσαν στριγκ, ειδικά αυτές που ήταν πάνω από ογδονταπέντε κιλά, και οι φλώροι όλοι με χαμηλοκάβαλα» (σελ.37).
Ως αντίβαρο στην εικόνα της «άγριας» εφηβείας του, υπάρχει ο έρωτας του Θανάση για τη Λουίζα και η αγάπη του για τη ροκ μουσική. Καθώς μάλιστα η αφηγηματική διαχείριση του πρωταγωνιστή εστιάζει στο δικό του τρόπο θέασης των πραγμάτων, δεν έχουμε μόνο μια πρωτόπροσωπη αφήγηση με τον χαρακτηριστικό κοφτό και υβριστικό λόγο των εφήβων, αλλά στην αρχή κάθε κεφαλαίου υπάρχουν οι αγγλικοί στίχοι ροκ τραγουδιών. Η περιθωριοποίηση του εφήβου, την ευθύνη της οποίας έχουν οι ενήλικοι, ανασχηματίζεται από τα μισά του βιβλίου με την αρχή της μεταστροφής του -ίσως γιατί και στο εφηβικό μυθιστόρημα δεν αποκλείεται μια έντεχνα κρυμμένη δόση διδακτικής πρόθεσης. Ο έρωτας, η βαθιά στοργή του για την άτυχη μητέρα του και τελικά ο θάνατός της, το ήρεμο οικογενειακό σπιτικό των παππούδων στο χωριό, η αποστροφή προς όλους αυτούς που θεωρούσε ιδεολογικούς του φίλους, βγάζουν στην επιφάνεια το καλό κομμάτι του εαυτού του. Και αν και ακόμη η ταυτότητά του είναι ακαταστάλακτη και η πορεία του προς την ωρίμανση γίνεται στραβοπατώντας, όμως όταν μονολογεί: «Άλλαζα; Προς το καλό ή προς το κακό; Ποιος ξέρει τι είναι το ένα και τι είναι το άλλο; Ποιος ξέρει τελικά αν το καλό δεν κρύβει κακό μέσα του ή αν το κακό δεν κρύβει πολύ βαθιά το καλό;» (σελ.252), ο έφηβος αναγνώστης ακούει έναν σκεφτόμενο άνθρωπο.

1. Ανάμιξη ειδολογικών κατηγοριών
Μια πρώτη βασική παρατήρηση που αφορά τα εφηβικά μυθιστορήματα είναι ότι δεν μπορούν να ενταχθούν με βεβαιότητα σε ένα μόνο λογοτεχνικό είδος, αντίθετα επιδιώκεται και επιτυγχάνεται συνδυασμός ειδολογικών κατηγοριών. Έτσι, για παράδειγμα, το ιστορικό μυθιστόρημα συνυπάρχει με το κοινωνικό (Συνέντευξη με το φάντασμα του βάλτου) ή η πλοκή του αστυνομικού μυθιστορήματος αποτελεί το καμβά σε σχολικές ιστορίες που αναδεικνύουν ζητήματα ρατσισμού (Οι Εννέα Καίσαρες). Είναι σαφές ότι με το δια-ειδολογικό παιχνίδι υπογραμμίζεται η εξέλιξη της ελληνικής εφηβικής λογοτεχνίας προς νέες κατευθύνσεις και πειραματισμούς. Ταυτόχρονα αυτό το παιχνίδι διαμόρφωσης μιας δίπολης ή αμφίσημης ειδολογικής ταυτότητας βρίσκεται σε συμφωνία με τη φύση των εφηβικών μυθοπλαστικών χαρακτήρων που και αυτοί μη έχοντας σαφή προορισμό, χωρίς πυξίδα αλλά και χωρίς περιορισμούς, αναζητούν την ταυτότητά τους για να οδηγηθούν ή να μην οδηγηθούν προς τους δικούς τους δρόμους αυτογνωσίας.
2. Καθοριστική η σχέση με γονείς, καθοριστικός ο έρωτας στη ζωή των εφήβων.
Τα εφηβικά μυθιστορήματα που μελετήσαμε, ανεξαρτήτως της ειδολογικής κατηγορίας που ανήκουν, έχουν κυρίαρχο μοτίβο της πλοκής τους τη συνήθως συγκρουσιακή ή και εχθρική σχέση με τους γονείς (Sommers, 266), ενώ αντισταθμιστικά σε αυτήν υπάρχει ο λυτρωτικός, απελευθερωτικός εφηβικός έρωτας. Φυσικά όλα αυτά εντάσσονται σε μια ακολουθία γεγονότων που έχουν δραματικό χαρακτήρα, εξάρσεις της πλοκής και έντονες ψυχολογικές διεργασίες. Έτσι, το πλαίσιο που δημιουργείται μέσα από τις γονικές σχέσεις – με αντίκτυπο και στις ερωτικές- είναι αυτό της κρίσης και είναι αυτές οι περίοδοι κρίσης που καθορίζουν τη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση. Ακριβώς αυτή την κρίση έχουν κατά νου ορισμένοι μελετητές που προσδιόρισαν το εφηβικό μυθιστόρημα με τον όρο «κρισοτοπία» (crisotopia) ή ως μυθιστόρημα κρίσης (Roxborough, 248)
3. Οι κρίσεις, ως συστατικό απαραίτητο των εφηβικών μυθιστορημάτων, οδηγούν στη διαμόρφωση των πρωταγωνιστών σε «άγριους» εφήβους, επαναστάτες με αιτία, που πάντως οδεύουν προς την ωριμότητα, όσο και αν αυτό γίνεται διστακτικά, σε μια πορεία αβεβαιότητας, αμφιβολιών και ανατροπών. Για την Κατερίνα Γεωργοπούλου, ειδοποιός διαφορά του εφηβικού μυθιστορήματος είναι ότι το κεντρικό θέμα πρέπει να αφορά άμεσα τον έφηβο και να σχετίζεται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εφηβικής ηλικίας. Με άλλα λόγια, αν απλώς αναφέρεται σε κοινωνικά προβλήματα που μπορεί να αφορούν την εφηβεία π.χ. ναρκωτικά ή τη βία, δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι μιλάμε για εφηβική λογοτεχνία. Αντίθετα, το βασικό στοιχείο της είναι εάν επικεντρώνεται στην περιγραφή της προσωπικότητας και της ψυχοσύνθεσης του συγκεκριμένου εφήβου (Γεωργοπούλου 2004, 201). Αυτή η έμφαση στις ψυχικές διαδικασίες συχνά δίδεται μέσα από την κατάσταση της αγριότητας, μέσα από τις ακραίες και ενίοτε αντιδραστικές συμπεριφορές των εφήβων, που μάλιστα τονίζονται από το εφηβικό και πολύ συχνά υβριστικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν.
4. Ασθενικές οι αναφορές στο φύλο, στο σώμα και στη σεξουαλικότητα.
Ο Roxborough μιλώντας για την «κρισοτοπία» του εφηβικού μυθιστορήματος διαπιστώνει τις δύο κατηγορίες κρίσεων: τη ρήξη με τις παραδοσιακές αξίες και θεσμούς του ενήλικου κόσμου, δηλαδή οικογένεια, γάμο, συγγένεια και, δεύτερο, την κρίση που αφορά την αυτογνωσία των εφήβων και ιδιαίτερα αυτή που συνδέεται με τη σεξουαλικότητα και το φύλο (Roxborough, 249). Παρόλα αυτά, στην πλειοψηφία των μυθιστορημάτων που μελετήσαμε, διαπιστώνουμε να έχουν υποχωρήσει οι αναφορές στο σώμα και στη διαμόρφωση της ετεροφυλοφιλικής ή ομοφυλοφιλικής σεξουαλικότητας. Οι βλέψεις των συγγραφέων στρέφονται αλλού, δεν φαίνεται να τους πολυαπασχολεί το φύλο και οι προεκτάσεις του. Πιστεύω ότι αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ότι πολλά από τα μυθιστορήματα που εξετάσαμε είναι γραμμένα από άνδρες (Κοντολέων, Μανδηλαράς, Παπαθεοδώρου, Μαργαρίτης). Χωρίς να υποστηρίζω ότι οι άντρες συγγραφείς στην Ελλάδα δεν πραγματεύονται και ζητήματα έμφυλων ταυτοτήτων, όμως τολμώ να διατυπώσω την άποψη ότι αυτά καθίστανται δευτερεύοντα ή δεν υπάρχουν μπροστά σε ζητήματα που κατά την αντίληψή τους έχουν καθολικό ενδιαφέρον3. Και προς επίρρωση της άποψής μου αυτής επικαλούμαι μια παρατήρηση της Σούλας Οικονομίδου για παλαιότερα εφηβικά μυθιστορήματα στα οποία τις απεικονίσεις των έμφυλων ταυτοτήτων συσχετίζει με το γεγονός ότι η πλειοψηφία των κεντρικών χαρακτήρων είναι γυναίκες και όχι άντρες (Οικονομίδου 2004, 285). Φαίνεται πως η ενασχόληση με ζητήματα φύλου και έμφυλης σεξουαλικότητας στα ελληνικά εφηβικά μυθιστορήματα εξακολουθεί να είναι ακόμη γυναικεία υπόθεση.
5. Διακειμενικές νύξεις.
Σε πολλά εφηβικά μυθιστορήματα υπεισέρχονται στοιχεία από άλλα παλαιότερα «κείμενα». Ήδη από τον τίτλο του Μια ιστορία του Φιοντόρ καθίσταται σαφής η σχέση του βιβλίου με το Ντοστογιέφσκι και ειδικότερα με τον Ηλίθιο, αν και επίσης υπάρχουν αναφορές στο Μαγιακόφσκι και στο Ρίτσο. Στο Θα σε σώσω ό,τι κι αν γίνει, η αγάπη του Ντιμίτρι για την απαχθείσα Σόνια εξελίσσεται παράλληλα με την ερωτική ιστορία του Ουγκώ που εμπνέει τους δύο εφήβους, τον Άνθρωπο που γελά. Αλλά και στη Συνέντευξη με το φάντασμα του βάλτου, δηλώνεται από τη συγγραφέα στα παραθέματα η βασική ιστορική πηγή της για το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο στη Λήμνο. Όμως τα διακείμενα μπορεί να προέρχονται και από πηγές εξωλογοτεχνικές: οι στίχοι ροκ τραγουδιών στο Στη διαπασών ή τα τραγούδια της Winehouse στο Η ζωή σαν ασανσέρ δεν συνιστούν μόνο ένα φόντο της ιστορίας πολύ κοντά στο νεανικό αναγνωστικό κοινό, αλλά και ομολογούν την ανανεωτική δυνατότητα των εφηβικών μυθιστορημάτων.
6. Αφηγηματικές εκδοχές και αφηγηματικοί συνδυασμοί
Σε μια πληθώρα μυθιστορημάτων, όπως διαφάνηκε ήδη με τα παραδείγματα που προαναφέρθηκαν, φαίνεται πως όχι μόνο συνηθίζεται αλλά επικυριαρχεί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση: σε πρώτο πρόσωπο μιλούν οι δύο έφηβοι πρωταγωνιστές στο Κάπου ν’ ανήκεις και Ζωή σαν ασανσέρ αντίστοιχα, η Νεφέλη στο Με λένε… σύννεφο, ο Θανάσης Στη διαπασών, η Δήμητρα στη Συνέντευξη με το φάντασμα του βάλτου, η Κωνσταντίνα, επαναστατημένη και εξαρτημένη από ουσίες, στο Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της. Χωρίς άλλο πίσω από τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, πρέπει να ανακαλύψουμε προσωπικότητες που αναρωτιούνται, ψάχνουν, σκέφτονται, κρίνουν, προτάσσουν την άποψή τους και τον εαυτό τους. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αποτελεί ένδειξη κριτικής ικανότητας ή εγωκεντρισμού, αλλά πάντως αποκαλύπτει τη συγγραφική πρόθεση να αναδεικνύονται οι υποκειμενικότητες των λογοτεχνικών προσώπων και η σημασία τους στη διαμόρφωση ταυτότητας. Μια τέτοια αφηγηματική πρόταση βρίσκεται σίγουρα σε πλήρη αντίθεση, όπως ήδη το σχολιάσαμε, με έφηβους «ξένους» που, αν και έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, όμως δεν ομιλούν σε πρώτο πρόσωπο. Ίσως αυτό προέκυψε τυχαία στη λογοτεχνική παραγωγή, όμως ίσως μπορούμε να διαβλέψουμε ότι είναι μια σκόπιμη αφηγηματική επιλογή, ένας εύσχημος τρόπος για να τονισθούν όλα αυτά που παρεμποδίζουν τους εφήβους σε μια ξένη χώρα και κουλτούρα γιανα γίνουν ο εαυτός τους, για να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση και επίγνωση της ατομικότητάς τους.
Από την άλλη, οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις συνδυάζονται συχνά με άλλες αφηγηματικές τεχνικές, καθιστώντας πιο αινιγματική ή πιο συναρπαστική την εξέλιξη της πλοκής.
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση στους Εννέα Καίσαρες του Παπαθεοδώρου συνταιριάζεται με την πολυπρόσωπη δράση των πολλών χαρακτήρων και την περιφορά του αφηγηματικού φακού σε αυτούς.
Οι εφηβικοί λογοτεχνικοί χαρακτήρες που εμψυχώνουν την πλοκή στα εφηβικά μυθιστορήματα παρουσιάζονται μέσα στη δίνη των συναισθημάτων και των γεγονότων που βιώνουν κατά την εφηβεία τους. Ανασφαλείς, στραβοπατώντας αλλά ψάχνοντας, οδεύουν με αβέβαιο τρόπο προς την αναζήτηση της αλήθειάς τους, προς την αναζήτηση της δικής τους ταυτότητας, του εαυτού τους. Η πορεία προς την ωριμότητα περιγράφεται αμφίβολη, με πισωγυρίσματα. Είναι μια αβέβαιη πορεία. Το ελληνικό εφηβικό μυθιστόρημα που παρακολουθεί τους εφηβικούς χαρακτήρες αφουγκράζεται τις δικές τους αμφιταλαντεύσεις και εσωτερικές συγκρούσεις. Μαζί με αυτούς ανιχνεύει και διαμορφώνει αβέβαια –καθώς αναζητά και αναρωτιέται- αλλά σταθερά το περιεχόμενο και την ιδεολογία της σύγχρονης ελληνικής εφηβικής λογοτεχνίας. Η αβέβαιη δική της πορεία μάλλον προδιαγράφει και την ωρίμανσή της.

Μένη Κανατσούλη
Πέμπτο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών
Συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις στον ελληνικό κόσμο (1204-2014):
οικονομία, κοινωνία, ιστορία, λογοτεχνία

Εισήγηση στην ημερίδα "Το Όνειρο, το Γέλιο και η Εξέγερση στην Παιδική και στη Νεανική Λογοτεχνία" που πραγματοποιήθηκε στη Λεμεσό, στις 9 Ιουνίου 2012. Υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου Frederick

Γράφοντας για εφήβους και για νέους:
Ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί χωρίς δίχτυ ασφαλείας.

Αγαπητοί φίλοι και φίλες,
Καταρχήν θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμότατα την οργανωτική επιτροπή της ημερίδας για την τιμή που μου έκανε να με συμπεριλάβει στους καλεσμένους της. Συγχωρείστε μου το όποιο τρακ καθώς είναι η πρώτη φορά που συμμετέχω σε κάτι ανάλογο, όπως επίσης και την έλλειψη επιστημονικής κατάρτισης πάνω στο θέμα. Θα μιλήσω ως συγγραφέας, βάζοντας σε πρώτο πλάνο τους δικούς μου προβληματισμούς γύρω από τη θεματική της ημερίδας, τους τρόπους με τους οποίους χειρίζομαι τα θέματα των ονείρων, της επανάστασης, του χιούμορ καθώς και τις εκάστοτε δυσκολίες που αντιμετωπίζω.
Πιστεύω ότι η θεματολογία των βιβλίων μου διακατέχεται από έντονο πολιτικό στοιχείο. Αυτό προκύπτει στη γραφή μου ακόμα κι όταν δεν το επιδιώκω. Για παράδειγμα στα χριστουγεννιάτικα «Ποιος απήγαγε τον Αϊ-Βασίλη» και ο «Αϊ-Βασίλης στο ραντάρ» ενυπάρχει αντιμιλιταριστικό πνεύμα, που ξεδιπλώνεται παράλληλα με τη μυθοπλασία. Στο μεν πρώτο βιβλίο, ο αγαπημένος Άγιος απάγεται από ένστολους, οι οποίοι τον μεταφέρουν σε στρατιωτική βάση, όπου και γίνονται πειράματα με σκοπό να ανακαλυφθεί το πώς είναι δυνατόν να κινείται με αυτήν την ταχύτητα, να μεταφέρει όλο αυτό το βάρος και να καλύπτει όλη αυτήν την τεράστια έκταση σε μια μόνο νύχτα. Στην κεντρική και ομότιτλη ιστορία του δεύτερου βιβλίου, ιστορία εμπνευσμένη από πραγματικό περιστατικό που συνέβη το 1955 στη στρατιωτική-νατοϊκή βάση του Colorado Springs των Η.Π.Α., η συμπαθής φιγούρα του χαρούμενου γέρου θα συμφιλιώσει δυο πιλότους μαχητικών αεροπλάνων από την Αμερική και την τότε Σοβιετική Ένωση, μεσούντος του ψυχρού πολέμου. Τις περισσότερες, αν όχι όλες τις φορές, το πολιτικό στοιχείο επιδιώκεται να είναι παρόν στη μυθοπλασία, ενίοτε και να αποτελεί βάση της μυθοπλασίας. Τα «Χνότα στο Τζάμι» που αναφέρονται στην κρατική τρομοκρατία προέκυψαν από δυο ανεξάρτητα μεταξύ τους γεγονότα που συνέβησαν αμφότερα το 2005 στη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Πρόκειται για τις ταραχές στα γκέτο του Παρισιού, όπου η αστυνομία είχε το ελεύθερο από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών Σαρκοζί, να εισβάλει, ακόμα και χωρίς ένταλμα στα σπίτια μεταναστών από τη Βόρεια Αφρική, και να κάνει προσαγωγές στην ασφάλεια, βασιζόμενη σε ενδείξεις ή υποψίες, με πρόσχημα την καταστολή των ταραχών και την εσωτερική ηρεμία, ενώ το δεύτερο γεγονός είναι η δολοφονία του βραζιλιάνου Ζαν Τσαρλς ντε Μενέζες, από την αγγλική αστυνομία, μετά από τις επιθέσεις της Αλ-Κάιντα στο μετρό και στο λεωφορείο του Λονδίνου. Ο άτυχος νεαρός ήταν εργάτης των σιδηροδρόμων, ο οποίος, καναδυό μέρες μετά την τρομοκρατική επίθεση, επιθεωρούσε τους συρμούς, ακούγοντας μουσική με ακουστικά, κι έτσι δεν ήταν δυνατό να προσέξει τις προειδοποιήσεις της Σκότλαντ Γιάρντ. Και είναι ακριβώς η επικαιρότητα που μερικές φορές στοιχειώνει το μυαλό των συγγραφέων και τους οδηγεί στο να παίρνουν θέση και να μιλάνε μέσω των βιβλίων τους. Σαν φοιτητής του Πολυτεχνείου ένιωσα μεγάλη λύπη και απόγνωση όταν είδα να καταστρέφεται το ιστορικό κτίριο της Πρυτανείας επί της Πατησίων, φρίκη που τη μετέφερα κάποια χρόνια αργότερα στο «Άλφα», που μιλά για μια κατάληψη –από τις πολλές- του χώρου και τις καταστροφές που ακολούθησαν κατά την εκκένωσή του. Επίσης το μεταναστευτικό είναι ένα ζήτημα που έρχεται κι επανέρχεται στη θεματογραφία, ανάλογα με τις εποχές. Στη «Σχολική Παράσταση», το πρώτο μου βιβλίο, οι μετανάστες είναι Έλληνες στη Γερμανία, οι οποίοι βιώνουν το ρατσισμό από τους εκεί ντόπιους, ενώ στη «Διαπασών» οι εδώ κάτοικοι δείχνουν ρατσιστική συμπεριφορά απέναντι στους ξένους μετανάστες. Στο ενδιάμεσο, κάποιες πινελιές ρατσισμού υπάρχουν και στους «Εννέα Καίσαρες» στο πνεύμα της εποχής, πριν από δέκα χρόνια, όταν το ζήτημα δεν ήταν από τα φλέγοντα στην ελληνική κοινωνία.
Θεωρώ ότι παράλληλα με τη λύτρωση του συγγραφέα είναι δυνατόν να υπάρξει και λύτρωση του αναγνώστη, μέσω της επίκαιρης θεματολογίας. Κατά κύριο λόγο όταν αυτή περιγράφει τους δυο κύριους συντρόφους και συνοδοιπόρους του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου, από τη στιγμή που θα γεννηθεί, μέχρι το θάνατό του: το φόβο και την οργή. Δύο έννοιες οι οποίες έχουν χρησιμοποιηθεί ευρέως σε μυθιστορήματα και παραμύθια. Ο νέος σήμερα νιώθει, και λόγω ηλικίας, αλλά και λόγω της κατάστασης, αυξημένη οργή και συσσωρευμένο φόβο, για το παρόν του, για το μέλλον του. Θέλει να επαναστατήσει, τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, θέλει να συμμετέχει, θέλει να αντιδράσει. Το στοιχείο της επαναστατικότητας φροντίζω να το ενσωματώνω στα βιβλία μου, πιο πολύ βέβαια για προσωπική διέξοδο. Εδώ βοηθά και η θεματολογία της δυστοπίας, την οποία χρησιμοποιώ αρκετά συχνά και η οποία είναι συγγενής με αυτές τις δύο έννοιες. Οι άνθρωποι παρακολουθούνται σε κάθε τους δραστηριότητα στα «Χνότα στο Τζάμι», οι επικοινωνίες τους, το λεξιλόγιό τους, ενώ παράλληλα σκηνοθετούνται «τρομοκρατικές ενέργειες» για να τους φοβίσουν και να τους κλείσουν στα σπίτια τους. Στο νεοεκδοθέν «Οι άρχοντες των σκουπιδιών», συναντάμε τη μίξη στοιχείων και περιστατικών του σήμερα (ανεργία, οικονομική κρίση, αυτοκτονίες, άνθρωποι να ψάχνουν στα σκουπίδια, άστεγοι, λυντσαρίσματα πολιτικών), με στοιχεία δυστοπίας, όταν γίνεται η μεγάλη έκρηξη στην κοινωνία και η ιστορία, η Παγκόσμια Ιστορία, αρχίζει να βαίνει προς τα πίσω (δικτατορία, κομμουνισμός, Παγκόσμιος Πόλεμος, βασιλεία, φεουδαρχία, μεσαίωνας, ρωμαϊκή εποχή, πόλη-κράτος,). Στο «Μήνυμα», μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, το μυστικό του Κράτους είναι η μεταφορά των άρρωστων, ηλικιωμένων και ανήμπορων ανθρώπων σε άλλον πλανήτη. Οι άνθρωποι φοβούνται ότι παρακολουθούνται, κατευθύνονται, ποδηγετούνται. Τα μικρά παιδιά φοβούνται και αγωνιούν μήπως δεν πάρουν τα χριστουγεννιάτικα δώρα τους. Αλλά παράλληλα οι ήρωες αντιδρούν, όσο είναι δυνατόν, στο περιβάλλον που ζουν και κινούνται. Πότε με παιδική αφέλεια, πότε με το να βγουν στους δρόμους (Χνότα στο Τζάμι, Μια αστεία Επιδημία), πότε με το να διαβάζουν και να ονειρεύονται (Ιπτάμενες σελίδες, το οποίο είναι πιο πολύ ένα αλληγορικό αφήγημα πάνω στη δύναμη των βιβλίων και της ανάγνωσης), και πότε μέσω τραγικών περιστατικών, με το να βρουν το δρόμο τους (Στη Διαπασών). Γιατί στην ουσία το ζητούμενο δεν είναι τόσο να αλλάξει ο κόσμος και η κοινωνία, αλλά ο ίδιος ο ήρωας, να ταυτιστεί δηλαδή ο αναγνώστης, όσο είναι δυνατόν, με πρόσωπα και καταστάσεις του βιβλίου και να αρχίσει να συλλογιέται για τη δική του θεώρηση απέναντι στα πράγματα, να υιοθετήσει μια πιο κριτική και ενεργητική στάση.
Τα όνειρα και η επανάσταση στους νέους, έννοιες που αρκετές φορές συμπίπτουν ή κινούνται παράλληλα, πραγματοποιούνται μέσω των επιλογών του ήρωα και του αναγνώστη. Ο Θανάσης της Διαπασών, επαναστατημένος κι εξοργισμένος νέος, με όλους και με όλα, με το σχολείο, την οικογένειά του, την κοινωνία, τους συμμαθητές του, τα κορίτσια, επαναστατεί μέσω των τραγικών περιστατικών που βιώνει, ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό, αποφασίζει να αλλάξει πορεία, να ηρεμήσει. Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, που βρίσκεται με τη Λουΐζα σε μια καφετέρια, όπου και ακούγεται το “What a wonderful world" του Louis Armstrong, εκεί συνειδητοποιεί πως μπορεί να πραγματοποιήσει τα όνειρά του, που δεν είναι άλλα από το να αγαπηθεί και να έχει γύρω του ανθρώπους και φίλους που τον νοιάζονται.
Εκεί όμως που το ονειρικό και το «επαναστατικό» στοιχείο εναλλάσσονται, αλληλοσυμπληρώνονται και ενδεχομένως τονίζουν ότι οι δύο έννοιες μπορεί και να είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, είναι στο «Άλφα». Ο Αλέξης παίρνει μέρος με άλλους τρεις φίλους του στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Τα λίγα βράδια που θα μείνει εντός του χώρου, απομονώνεται στη Σχολή καλών Τεχνών, και σαν μέσα σε ένα όνειρο, συνομιλεί με ένα έργο τέχνης, ένα άγαλμα. Το άγαλμα θα του δείξει το δρόμο προς την ευτυχία και την αυτογνωσία, οι οποίες μπορούν να επιτευχθούν και μέσω της Τέχνης, θα τον ξεναγήσει σε έναν ονειρικό κόσμο, θα τον κάνει να υπερβεί τον εαυτό του. Από τη μια πλευρά ο ήρωας ζει σε ένα βίαιο περιβάλλον, ίσως χωρίς ο ίδιος να είναι φορέας της βίας, σε αντίθεση με τον προαναφερόμενο Θανάση, αλλά τελικά η επανάσταση που έχει στο μυαλό του και στα όνειρά του πραγματοποιείται και σε αυτόν μετά από την προσωπική του αλλαγή.
Σε παρόμοιο μοτίβο κινούνται και οι Ιπτάμενες σελίδες, όπου τα παιδιά, αλλά και ένας ηλικιωμένος αστυνομικός είναι οι φορείς της εξέλιξης. Στη δυστοπική Πανδυσία, τη φανταστική χώρα της ιστορίας, οι κάτοικοι δε διαβάζουν καθόλου, αποθαρρημένοι και από τις αρχές του Κράτους. Όταν ένα παιδί σκίζει και πετά έξω από το παράθυρό του, σελίδες ενός βιβλίου, αυτές κατά τρόπο μαγικό πολλαπλασιάζονται, τρυπώνουν σε κάθε σπίτι και κατά έναν ακόμα πιο μαγικό τρόπο, περιγράφουν τις ζωές, παρόν και μέλλον, αυτών που θα τις διαβάσουν, όσων είναι έτοιμοι και δεκτικοί να διαβάσουν και να ταξιδέψουν μαζί τους. Τα παιδιά της ιστορίας, άλλο άρρωστο, άλλο παιδί των φαναριών, άλλα παιδιά-στρατιώτες, άλλο θύμα κακοποίησης, διαβάζουν τις σελίδες και ζουν μέσω αυτών τις επιθυμίες και τα όνειρά τους, βιώνουν τη φιλία, την ηρεμία, την ειρήνη, την υγεία. Χωρίς να πτοούνται από το απαγορευτικό των αρχών επιδίδονται σε ένα κυνήγι σελίδων που ίπτανται, απλά και μόνο για να συνεχίσουν τα όνειρά τους. Στο τέλος, μετά από πολλά χρόνια αλλάζει η ίδια η κοινωνία, επειδή άλλαξαν οι άνθρωποι.
Τα Χνότα στο Τζάμι όμως θέτουν ίσως πιο έντονα από τα άλλα βιβλία, το ζήτημα των προσωπικών επιλογών, ως επαναστατική πράξη, σε ένα περιβάλλον ακραίο και υπό συνθήκες πίεσης. Οι τρεις ήρωες, διαφορετικών ηλικιών μεταξύ τους, η μικρή Ρόζα, ο φοιτητής αδελφός της Άλεκ και ο εργατικός και πειθήνιος πατέρας τους Νικ, έρχονται αντιμέτωποι με διλήμματα, με καταστάσεις που απαιτούν την ενεργητική συμμετοχή τους σε αυτές. Η μικρή Ρόζα θα είναι αυτή που θα αντιδράσει, θα βγει έξω στο δρόμο να παίξει με τα άλλα παιδιά, κι αυτό γιατί έχει άγνοια κινδύνου. Ο Άλεκ, παρά το επαναστατικό της ηλικίας του και της συγκρότησής του, θα διστάσει στο τέλος να συμφωνήσει τις ιδέες του με τις πράξεις του, ενώ ο πατέρας, παρόλο που του έχουν εγγυηθεί την απόλυτη ασφάλεια για τις όποιες «επαναστατικές» ή «λυτρωτικές» πράξεις του, θα προτιμήσει την ασφάλεια μιας γνωστής και μη ευχάριστης πραγματικότητας, από την ελπίδα και το ενδεχόμενο αλλαγής.
Αναλογιζόμενος τις δυσκολίες που αντιμετώπιζα όλα αυτά τα χρόνια σε σχέση με τη συγγραφή βιβλίων, θα έλεγα ότι κατά κύριο λόγο οφείλονταν σε στεγανά του μυαλού μου, σε κάποια «ταμπού» ίσως ή ακόμα και σε κάποια όρια που δεν ήξερα πώς να θέσω. Καταρχήν η πρώτη δυσκολία ήταν αυτό καθαυτό το θέμα: τι άραγε να ενδιαφέρει έναν έφηβο; Έναν νέο; Πρέπει το θέμα να περιστρέφεται γύρω από τα προβλήματα της ηλικίας; Πρέπει οι πρωταγωνιστές να είναι νέοι ή έφηβοι; Όλα αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα με βασάνιζαν ώσπου να καταλήξω να δώσω μια μορφή στις ιδέες μου, να τις εντάξω τουλάχιστον τοπικά και ηλικιακά κάπου. Νόμιζα ότι το σχολείο θα ήταν το ιδανικό μέρος για να αναπτυχθούν τέτοιες ιστορίες, ή τέλος πάντων τα μαθητικά χρόνια και το μαθητικό περιβάλλον μου φαίνονταν πως θα επιτύγχαναν πιο εύκολα την ταύτιση του αναγνώστη με τους ήρωες. Έτσι αρκετά από τα βιβλία, ιδίως τα πρώτα, αναφέρονται σε μαθητές, φοιτητές ή έστω ήρωες που να έχουν μια σχέση με την εκπαίδευση, ακόμα κι αν αυτή η σχέση δε φάνταζε τόσο δυνατή στο κείμενο και δεν ήταν το πρωτεύον στοιχείο της μυθοπλασίας. Με τον καιρό όμως αποκρυστάλλωσα μια διαφορετική άποψη, δεν ξέρω αν είναι σωστή ή λάθος βέβαια, για το τι είναι νεανικό βιβλίο. Ως νεανικό λοιπόν είδος δε θεωρώ αποκλειστικά αυτό στο οποίο οι πρωταγωνιστές είναι έφηβοι ή νέοι, ούτε αυτό που παρουσιάζει αντίστοιχα προβλήματα ή καταστάσεις. Θεωρώ λοιπόν ως νεανικά στοιχεία σε ένα βιβλίο την όλη δομή του, δηλαδή την πλοκή, την ταχύτητα, το «μοντάρισμα» των κεφαλαίων, το ύφος και το λεξιλόγιο, κλπ. Στο τελευταίο βιβλίο «οι άρχοντες των σκουπιδιών», πέρα από ένα μικρό οχτάχρονο κορίτσι και μια έφηβη κοπέλα, οι υπόλοιποι ήρωες είναι ενήλικες, θεωρώ όμως ότι το είδος του βιβλίου είναι νεανικό. Αυτή η θεώρηση με «απελευθέρωσε» θεματικά. Πλέον η θεματολογία μπορεί να είναι και ενηλίκων, κατάλληλα προσαρμοσμένη στο νεανικό κοινό. Άλλωστε για μένα δεν υπάρχει στην ουσία παιδικό, εφηβικό, νεανικό ή ενήλικο θέμα, αλλά κυρίως άλλη οπτική γωνιά, και πλέον αυτό προσπαθώ να μεταφέρω, μια νεανική οπτική δηλαδή σε πιο ενήλικα θέματα.
Ένα άλλο σημείο προβληματισμού για μένα υπήρξε η βία και η βωμολοχία στα βιβλία. Μέχρι ποιου βαθμού θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω βίαιες σκηνές ή βρισιές στο έργο; Αρχικά, προσπάθησα να ξεπεράσω αυτό το σκόπελο με διάφορα τρικ. Στο «Άλφα» για παράδειγμα, ο παραβατικός ήρωας δε βρίζει, ως αντίδραση και αντίθεση προς τον πατέρα του, ο οποίος περιγράφεται να βρίζει συνέχεια, ως αντίθεση δηλαδή στο οικογενειακό του περιβάλλον, που τον απωθούσε. Εννοείται πως αυτό το τέχνασμα δε θα μπορούσε να επαναληφθεί σε άλλα βιβλία. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τις βιαιοπραγίες, τις οποίες προτιμούσα να περιγράφω εκ του μακρόθεν και αρκετά αποστασιοποιημένα. Επειδή τα δύο αυτά στοιχεία, αρκετές φορές εκφράζουν την επαναστατική διάθεση των νέων, κι ως εκ τούτου είναι βασικά δομικά στοιχεία ενός νεανικού βιβλίου ανάλογης θεματολογίας, προτιμώ πλέον, εδώ και καιρό, να περιγράφω τις βίαιες σκηνές ως έχουν και να ενσωματώνω το αντίστοιχο λεξιλόγιο στον ήρωα. Εδώ βέβαια ελλοχεύει πάντα ένας κίνδυνος για μένα: Μια βρισιά δε λέει κατ’ ουσία τίποτα, ένα βιβλίο γεμάτο από βία και βωμολοχία, περνά εύκολα στο άλλο άκρο, του εύκολου εντυπωσιασμού και του εξυπνακισμού. Συνεπώς τα προαναφερόμενα στοιχεία επαναστατικότητας και οργής, είναι πάντα μια πρόκληση για μένα, καθώς θέλω να εκφράζουν πιστά τον εκάστοτε ήρωα, τη διάθεσή του, τις σκέψεις του και την ιδιοσυγκρασία του. Ο Θανάσης της Διαπασών είναι ο ήρωας που ενσωματώνει κατά κόρον αυτά τα χαρακτηριστικά, βίαιος τόσο λεκτικά όσο και στις πράξεις του, και προφανώς πιο καθημερινός και ανθρώπινος. Άλλωστε είμαι της άποψης ότι τίποτα δεν πρέπει να εξωραΐζεται, ούτε να μακιγιάρεται στη νεανική λογοτεχνία. Ο καθωσπρεπισμός κακώς είχε εδραιωθεί σε αυτό το λογοτεχνικό είδος, κατά τη γνώμη μου οδηγεί σε αντίθετα του επιδιωκόμενου αποτελέσματα.
Παρεμφερώς κινείται και η άποψή μου για την κατάληξη ενός μυθιστορήματος, και συγκεκριμένα για το happy-end. Δε θεωρώ απαραίτητο, ίσα-ίσα, η ιστορία να καταλήγει κάπου, πολύ περισσότερο αν αυτό το κάπου έχει θετική έκβαση. Οι καθημερινοί νέοι μπορεί να επαναστατούν και να μην επαναστατούν, να θέλουν να αντιδράσουν αλλά και να βαριούνται να το πράξουν. Έτσι κρίνεται ως πιο φυσιολογικό να δίνεται τουλάχιστον ένα παράθυρο «ευκαιρίας», μια δυνατότητα επιλογής, ακόμα και από το απόλυτο αδιέξοδο. Είναι πιο σημαντικό ο αναγνώστης να προβληματιστεί για το πώς θα έπραττε ο ίδιος σε ανάλογη περίπτωση, παρά να του προσφέρεται έτοιμη η λύση και η κάθαρση του ήρωα. Τείνω λοιπόν προς μια πιο γενική και ασαφή κατάληξη, ούτως ώστε να μην δίνεται «μασημένη τροφή» στον αναγνώστη. Άλλωστε η ελπίδα γεννιέται μέσα από το αδιέξοδο και την απόγνωση και όχι μέσα από «ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα».
Η μεγαλύτερη όμως δυσκολία με την οποία έχω έρθει αντιμέτωπος είναι το ζήτημα του χιούμορ, αρκετές φορές απαραίτητο στοιχείο ενός βιβλίου, ιδίως μικρότερων ηλικιών. Θεωρώ πως ενώ τα θέματα ονείρων κι επανάστασης έχουν κατά κάποιο τρόπο έναν «οικουμενικό» χαρακτήρα, το χιούμορ είναι εντελώς εξατομικευμένη περίπτωση, που διαφέρει βέβαια από ηλικία σε ηλικία και από άτομο σε άτομο. Στις μικρές ηλικίες πιστεύω πως παίζουν ρόλο περισσότερο τα «οπτικοποιημένα» αστεία, δηλ. κάποιος να πέφτει, να λερώνεται, να μπουγελώνεται, να σκίζεται το ρούχο του. Αντιθέτως, το χιούμορ στην εφηβική-νεανική ηλικία τείνει να γίνει πιο αιχμηρό, σαρκαστικό και «κακό». Όσο δε μεγαλώνει το άτομο, τόσο το χιούμορ γίνεται πιο ατακαδόρικο και έξυπνο. Δεν μπορώ να πως ότι χρησιμοποιώ πολύ χιούμορ στα βιβλία μου, τουλάχιστον συνειδητά. Ενδεχομένως υπάρχουν κάποιες σκόρπιες πινελιές σε κάποια από αυτά. Σε λίγες περιπτώσεις προβληματίστηκα σχετικά με το χειρισμό του και αποφάσισα συνειδητά να το εντάξω στη δομή της μυθοπλασίας. Εκεί βέβαια έπαιξε ρόλο η προαναφερόμενη ηλικιακή διάκριση. Στη Διαπασών ο Θανάσης είναι κυνικός, σαρκαστικός, διεισδυτικός και αρκετές φορές κακός. Στην ανάπτυξη του χαρακτήρα του και του χιουμοριστικού στοιχείου, βοήθησε πολύ το πρωτοπρόσωπο της αφήγησης, οι εσωτερικοί μονόλογοι καθώς και η χρήση της καθομιλουμένης, μαζί με τις βωμολοχίες της. Παρόλα αυτά οι δυσκολίες προκύπτουν με τη χρήση της καθομιλουμένης. Ατάκες, εκφράσεις και λέξεις που είναι της μόδας σήμερα, μπορεί (το πιο πιθανό) να μην είναι αύριο. Για παράδειγμα λέξεις όπως το «μεγάλε», «καράφλιασα», «δικέ μου», κλπ, ηχούν πλέον παλαιομοδίτικες. Συνεπώς εδώ η επιλογή πρέπει να γίνει με άξονα το αν θέλει κανείς το βιβλίο του να αντανακλά επακριβώς την εποχή, ή να λειάνει τις εκφράσεις με κάτι πιο διαχρονικό. Το χιούμορ συνεπώς είναι κάτι επίκαιρο, το οποίο χρήζει αναθεώρησης στα βιβλία, για να μη δίνει τον τόνο της στατικότητας. Στην Αστεία Επιδημία, οι φιγούρες παρουσιάζονται πιο γκροτέσκες, κυρίως οι φορείς της εξουσίας, οι πράξεις τους έχουν την αίσθηση του γελοίου, κάτι που επαναλαμβάνεται σε μικρότερη όμως κλίμακα στις Ιπτάμενες Σελίδες.
Φίλοι και φίλες, επειδή ο χρόνος είναι κατ’ ανάγκην περιορισμένος, κάπου εδώ θα τελειώσω την εισήγησή μου, που βασίστηκε στο πώς αντιμετωπίζω εγώ τα εν λόγω θέματα, τι σημαίνουν για μένα και πώς προσπαθώ να τα ενσωματώσω στη μυθοπλασία και στους ήρωες. Κλείνοντας θα ήθελα να πω ότι όπως η κοινωνία και η καθημερινότητα είναι διαρκώς μεταβαλλόμενη, έτσι και ο συγγραφέας εξελίσσεται δυναμικά. Ως εκ τούτου αυτές οι σκέψεις εκφράζουν τη συγκεκριμένη στιγμή, περίοδο και φάση στην οποία βρίσκομαι, τους τωρινούς τρόπους χειρισμού, με τις υπάρχουσες προσλαμβάνουσες και την υπάρχουσα εμπειρία. Ενδεχομένως με την πάροδο των ετών κάποιοι από τους προαναφερθέντες χειρισμούς ή τις προαναφερόμενες απόψεις να μεταβληθούν. Είναι κι αυτό μια μορφή «επανάστασης», προσωπικής αυτή τη φορά, κι εξέλιξης. Σας ευχαριστώ!

Βασίλης Παπαθεοδώρου

Ημερίδα για την παιδική λογοτεχνία, Frederick University, Διαμάντη Κατερίνα Καρατάσου (Πανεπιστήμιο Frederick), 9 Ιουνίου 2012

Από το όνειρο του Αδάμ στο μυθοπλαστικό όνειρο

Περιπέτειες του λογοτεχνικού ονείρου

… Η μυθοπλασία του ονείρου δεν εκφράζει μόνο τον άνθρωπο που αποζητά νόημα, αλλά ακόμη σκηνοθετεί εσωτερικούς αναδιπλασιασμούς αυτής της λαχτάρας, καθώς εξετάζει τον άνθρωπο ως ονειρευόμενο-επιθυμητικό υποκείμενο (γι’αυτό στη μυθοπλασία του ονείρου το όνειρο ως ρεμβασμός και το νυχτερινό όνειρο επικοινωνούν με δίαυλο την επιθυμία. Βλ. π.χ. Παπαθεοδώρου, Ιπτάμενες σελίδες, 2011) που μέσα από το όνειρο επιτελεί έργα ερμηνευτικά, τυπικής γνώσης, ελέγχου, αυτεπίγνωσης κλπ. Επιχειρεί συνεπώς να κατανοήσει τη θέση και την αξία του δυνατού κόσμου του ονείρου στη ζωή μας, την πλήρωση που διεκδικεί ο άνθρωπος ως ολότητα (σώμα, συναίσθημα, μνήμη και φαντασία) μέσα από τη σοβαρή θεώρησή του, να συλλάβει το συσχετισμό του με την πραγματική πραγματικότητα και να αρδεύσει από τη σοφία του, παράλληλα ή συμπληρωματικά ή σε αντίθεση προς τη γνώση που προσπορίζει η θετική μελέτη της πραγματικής πραγματικότητας. Δεδομένης της μεταφορικής σύνδεσης αφήγησης, ονείρου και επιθυμίας δεν εντυπωσιάζει το γεγονός ότι η μυθοπλασία του ονείρου χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό αυτό-αναφορικότητας…

… Η μελέτη ονείρου συναρτάται με πλήθος κειμένων που ενσωματώνουν, όπως είπαμε, το όνειρο είτε ως αντικείμενο λόγου είτε ως ένθετη εξιστόρηση ονείρου –από τα Μαγικά μαξιλάρια (Τριβιζάς, 2009/1992) και τα Δάκρυα της Περσεφόνης (2010/1984) ως το Άλφα (Παπαθεοδώρου, 2009), το Ως δια μαγείας (Παπαγιάννη, 2006) και τη Μαύρη λίμνη (Καρακώστα, 2007), τη Χώρα των μαγικών ονείρων (Δημοκίδης, 2008) και άλλα πολλά. Η έκταση του ένθετου ονειρικού κειμένου κλιμακώνεται από την αφαιρετική απόδοση ως την αναλυτική έκθεση. Το όνειρο εγγράφεται κειμενικά διατηρώντας ένα σαφές περίγραμμα. εύκολα διακρίνει κανείς, για παράδειγμα, πού αρχίζει και πού τελειώνει το ένθετο όνειρο.

Η συντήρηση της διακριτής ταυτότητας ονειρικού και αφηγηματικού κειμένου δεν συναρτάται με την έκταση της αναφοράς στο όνειρο. Είναι δυνατόν μάλιστα μια ολόκληρη ιστορία να επικεντρώνεται στο όνειρο, όπως συμβαίνει στην αιτιολογική αφήγηση ο Βασιλιάς των ονείρων (Σκορδαλά-Κακατσάκη, 2001), που εξηγεί αφηγηματικά τη διαφορά καλού ονείρου και εφιάλτη, και εντούτοις το όνειρο να μένει αντικείμενο του λόγου. Συναρτάται όμως με την ένθεση της ίδιας της ονειρικής αφήγησης. Βλ. για παράδειγμα την αινιγματική παρουσία της Αγάπης ως ονειρικής και πραγματικής μορφής στο Άλφα (Παπαθεοδώρου, 2009).

Κατερίνα Καρατάσου (Πανεπιστήμιο Frederick)

Ημερίδα για την παιδική λογοτεχνία, Frederick University, Διαμάντη Αναγνωστοπούλου (Πανεπιστήμιο Αιγαίου), 9 Ιουνίου 2012

Ημερίδα για την παιδική λογοτεχνία Frederick University

9 Ιουνίου 2012

Διαμάντη Αναγνωστοπούλου (Πανεπιστήμιο Αιγαίου)

Μορφές της εξέγερσης στο ελληνικό μυθιστόρημα για εφήβους

Το μυθιστόρημα για εφήβους επιλέγει συνήθως να δείχνει τον κόσμο όπως είναι, ανοίγοντας τα μάτια των αναγνωστών του σε ιδιωτικά και δημόσια δράματα, υιοθετώντας συνήθως μια ρεαλιστική προσέγγιση ζητημάτων που αφορούν τον έφηβο και την έφηβη και τον κόσμο που τους περιβάλλει. Το αποτέλεσμα της αληθοφάνειας παράγεται στο εφηβικό μυθιστόρημα μέσα από τεχνικές που προβάλλουν την εσωτερικότητα των μυθιστορηματικών προσώπων, μέσα από μια θεματική που εστιάζει στον έρωτα, στο θάνατο, στις εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις, στη διαχείριση της δύναμης και της εξουσίας από τους έφηβους πρωταγωνιστές, προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα συμβόλαιο επικοινωνίας με τον έφηβο αναγνώστη που θα βασίζεται στο ρεαλισμό, στην αληθοφάνεια και έμμεσα στη διαπαιδαγώγηση. Έτσι, το μυθιστόρημα για εφήβους λειτουργεί σε ένα προβλητικό σταυροδρόμι, όπου στο κείμενο, στα πρόσωπα, στις λογοτεχνικές καταστάσεις και στην ενυπάρχουσα ιδεολογική θέση προβάλλονται ή μπορούν να προβάλλονται ο ενήλικος συγγραφέας, ο έφηβος αναγνώστης αλλά και ο εκάστοτε κριτικός ερμηνευτής του μυθιστορήματος. Ο ρεαλιστικός προσανατολισμός και η διαμορφωτική σκοποθεσία του εφηβικού μυθιστορήματος ενδυναμώνουν την ιδεολογική και πολιτική λειτουργία του παράλληλα με την ποιητική του λειτουργία, δηλαδή τη δυνατότητα και τη φαντασιακή του δύναμη να επινοεί νέους κόσμους, δημιουργώντας μια ποιητική της νεότητας.

…Ένα άλλο είδος εφηβικού μυθιστορήματος μέσα στο οποίο ο συγγραφέας επεξεργάζεται την έννοια της εφηβικής εξέγερσης είναι το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, το οποίο προβάλλει ένα κοινωνικά και πολιτικά δυστοπικό παρόν και μέλλον [1], από το οποίο οι έφηβοι κυρίως ήρωες με τη βοήθεια κάποιων ενηλίκων επιχειρούν να διαφύγουν αλλά και να το αντιστρέψουν. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το Χνότα στο τζάμι του Β. Παπαθεοδώρου[2]. Το μυθιστόρημα αυτό, ενώ φέρει υπότιτλο «νεανικό αστυνομικό μυθιστόρημα», δανείζεται στοιχεία του μυθιστορήματος της επιστημονικής φαντασίας, θαμπώνοντας έτσι τη διάσταση του ανθρώπινου χρόνου της ιστορίας, λειτουργώντας αλληγορικά. Έτσι δημιουργεί μια απόσταση ασφαλείας από το σήμερα, βοηθά στη χωρο-χρονική μετοικεσία του έφηβου αναγνώστη, θολώνει τα σημεία αναφοράς του, προσφέροντάς του την αυταπάτη ότι ταξιδεύει μέσα στις εποχές. Δημιουργεί ένα λόγο έξω από το χρόνο, διαχρονικό και α-χρονικό που καταργεί «το καθοριστικό βάρος της Ιστορίας»[3]. Η δυστοπική κοινωνία την οποία περιγράφει χαρακτηρίζεται από αλλοτρίωση, φόβο, άκρατη φιλοδοξία και ανταγωνισμό, παθητικοποίηση των πολιτών, διαφθορά, ανελευθερία και ανασφάλεια, έκπτωση υπαρξιακή μέσα από την έκπτωση των αξιών. Ο σκοτεινός αυτός κόσμος, που είναι ο κόσμος μιας εξουσίας ενηλίκων και καλεί στη συμμόρφωση, στο φόβο και στο διωγμό της διαφορετικότητας (μετανάστες), βασίζεται στη βία. Η βία που ασκεί όμως, λειτουργεί ταυτόχρονα ως μοχλός αφύπνισης και αλλαγής για το νεαρό Άλεκ[4]. Σ’ αυτό το σκοτεινό, δυστοπικό σύμπαν κυριαρχεί η δυαδική αντίθεση καλό vs κακό και ο Άλεκ, μέσα από συνεργούς (adjuvants)[5] και πολέμιους (opposants), κατά το σημειωτικό μοντέλο του Greimas, επιχειρεί να ανοίξει την πόρτα του καλού για ένα νέο ξεκίνημα, προσπαθώντας να νικήσει τις δυνάμεις του κακού και τα εμπόδια που εγείρουν.

Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάμειξης ειδών, στην οποία προσφεύγουν αρκετά εφηβικά μυθιστορήματα. Ενώ έχει στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος και μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας (αντίστοιχης του 1984 του Όργουελ), δανείζεται στοιχεία μυθιστορήματος διαμόρφωσης, αφού οι έφηβοι ήρωες κάνουν έναν αγώνα από την άγνοια στη γνώση, από την παθητικότητα στην ενεργητικότητα, προσπαθώντας να γνωρίσουν τη δύναμή τους, να την αντιπαραβάλουν με τη δύναμη/εξουσία των ενηλίκων και των θεσμών τους και να αναλάβουν την ευθύνη των πράξεών τους.

Η αφήγηση γίνεται από έναν τριτοπρόσωπο εξωδιηγητικό αφηγητή με εστίαση όμως στις σκέψεις και στα συναισθήματα του έφηβου Άλεκ. Έτσι, μέσα από την τριτοπρόσωπη αφήγηση έχουμε μια πιο σαφή παρέμβαση της ενήλικης θέασης αλλά και μέσα από την εστίαση στον έφηβο ήρωα έχουμε τη δυνατότητα ταύτισης και προβολής από τον έφηβο αναγνώστη και την επίτευξη της διαμόρφωσής του[6]. Επίσης, στοιχείο συνάφειας με τον έφηβο αναγνώστη είναι και η χρήση κωδικής γλώσσας από τους έφηβους ήρωες[7], η οποία λειτουργεί ως μετωνυμία της κωδικής γλώσσας των εφήβων για να συννενοούνται στα πλαίσια της εφηβικής κοινότητας και να διαφοροποιούνται από την κοινότητα των ενηλίκων. Ωστόσο, την ουσιαστική συμβολή στην αισιόδοξη προοπτική για το μέλλον μέσα από τη συλλογικότητα, τη συνεργατικότητα και την αλληλεγγύη, την παρέχει όχι τόσο ο Άλεκ αλλά η μικρή αδελφή του Ρόζα, η οποία ως κατέχουσα την εγγενή παιδική αθωότητα, με τα χνότα της στο τζάμι σχηματίζει μηνύματα, οργανώνοντας τα παιδιά της πόλης αλλά και πολλούς ενήλικες για την ομαδική τους έξοδο στην παιδική χαρά, αλλάζοντας έτσι ριζικά τον τρόπο ζωής τους, σπάζοντας τα δεσμά του δυστοπικού, έγκλειστου σύμπαντος.

Σε τέσσερα σύγχρονα εφηβικά μυθιστορήματα[8], βλέπουμε τον έφηβο να κινείται στο πλαίσιο της κοινότητας ή της ομάδας στην οποία ανήκει και τη διήγηση να προσπαθεί να φωτογραφίσει ή να αποδώσει φωτογραφικά μια στιγμή της εξωτερικής πραγματικότητας. Τα διάφορα φωτογραφικά κάδρα της μυθιστορηματικής διήγησης δίνουν μια συγκεκριμένη αντίληψη γι αυτή την πραγματικότητα, μέσα από την οποία διαχέεται η θέαση για τον έφηβο και τον κόσμο που τον περιβάλλει. Και στα τέσσερα αυτά μυθιστορήματα, το πρόβλημα του ήρωα ή της ηρωίδας γίνεται η πηγή της δράσης. Στα δύο από αυτά (Στη διαπασώνΚάπου ν’ ανήκεις), έχουμε τον αφηγητή έφηβο που λέει «εγώ» (α΄ ενικό) με ένα λόγο έντονα εφηβικό και με στοιχεία προφορικότητας. Σε όλα προβάλλονται τα κατ’ εξοχήν εφηβικά θέματα, όπως η κρίση της εφηβείας, το ενδιαφέρον για το άλλο φύλο, η κριτική για τους ενήλικες, το σχολικό περιβάλλον, η εναγώνια αναζήτηση της ταυτότητας που συνδέεται άμεσα με την ανεξαρτησία από τους γονείς, την αναγνώριση από τους συνομηλίκους και την αναζήτηση τόσο του «αισθήματος του ανήκειν» σε μία ομάδα όσο και μιας αρμονικής εσωτερικής ψυχικής ζωής. Επίσης, και στα τέσσερα ένα βασικό θέμα που τα διαπερνά είναι η βία, όταν λειτουργεί είτε μέσα σε ομάδες εφήβων είτε μέσα στην οικογένεια είτε είναι βία θεσμική. Σε κάθε περίπτωση, κρίνεται ως απευκταία και καταστροφική.

Οι σκηνές βίας στα δύο πρωτοπρόσωπα μυθιστορήματα (Στη διαπασώνΚάπου ν’ ανήκεις), στα οποία οι ήρωες ανήκουν σε ομάδες με έντονη παραβατικότητα, όπως χούλιγκαν και νεοφασιστών, λειτουργούν ως αναμενόμενα ίχνη που δείχνουν τα ήθη των συγκεκριμένων ομάδων και οι στερεοτυπικές αυτές στάσεις αποτελούν «ένα πολιτισμικό κλείσιμο του ματιού» στον έφηβο αναγνώστη, προσφέροντάς του μια διαυγή απεικόνιση, που λειτουργεί προκλητικά για τη σκέψη του. Το στερεότυπο άλλωστε γενικεύει ατομικά χαρακτηριστικά, κατασκευάζει και σχηματοποιεί την κουλτούρα μιας δεδομένης κοινωνικής ομάδας, διαφοροποιεί και έτσι καθησυχάζει αβέβαιες και εύθραυστες ταυτότητες.

Στα δύο αυτά πρωτοπρόσωπα μυθιστορήματα πλοηγός της αφήγησης είναι η νεανική μουσική, ελληνική και ξένη, που «κινεί, κατευθύνει και δίνει ρυθμό» (Στη Διαπασών, σ. 11) τόσο στους ήρωες όσο και στην ίδια τη δράση της ιστορίας που αφηγούνται. Και οι δύο ήρωες, ο Θανάσης στη Διαπασών και ο Γιάννης στο Κάπου ν’ ανήκεις, μπαίνουν σ’ αυτές τις παραβατικές ομάδες για να ανήκουν κάπου, να μην είναι «αόρατοι» (Κάπου ν’ ανήκεις, σ. 50). Η μουσική εξημερώνει και αλλάζει το Γιάννη και «αναγεννά» το Θανάση: «Δεν μπορώ να κάνω χωρίς τη μουσική. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω, αλλά είναι σαν να βυθίζομαι στον πάτο της θάλασσας και ξαφνικά να δίνω έτσι μια με τα χέρια μου και να ξαναβρίσκομαι στον αφρό. Σαν να σβήνω σιγά σιγά και να ξαναγεννιέμαι ακούγοντας κάποιο τραγούδι» (Στη Διαπασών, σ.11). Και τα δύο βιβλία είναι μια διπλή επερώτηση πάνω στη βία των ομάδων και πάνω στην αποδοχή του άλλου. Η εικόνα του εαυτού αλλά και του άλλου κατακτάται μέσα από το πρίσμα του αισθήματος του ανήκειν σε μία ομάδα. Ωστόσο, η διαμόρφωση των δύο ηρώων στα δύο αυτά μυθιστορήματα γίνεται μέσα από τη σχέση τους με το άλλο φύλο, το οποίο λειτουργεί στο Κάπου ν’ ανήκεις ως η άλλη εσωτερική φωνή του ήρωα. Έτσι, δίνουν «τόπο στην οργή» μέσα τους, «αφήνοντάς την να φύγη», όπως καλεί η μάνα του, λίγο πριν ξεψυχήσει, να κάνει ο Θανάσης (Διαπασών, σ. 209). Κατανοώντας την οργή τους, το καλό και το κακό που κρύβουν μέσα τους, αλλάζουν, και κατακτώντας την ταυτότητά τους εξεγείρονται ενάντια στην άλογη βία και απομακρύνονται από τις παραβατικές ομάδες, διεκδικώντας το δικαίωμα σε ένα «wonderful world», όπως λέει το τραγούδι του Louis Armstrong (Διαπασών, σ. 251). Ωστόσο, το μυθιστόρημα Κάπου ν’ ανήκεις «παραβιάζει τον άγραφο νόμο των εφηβικών μυθιστορημάτων, ότι παρά τον ρεαλιστικό χαρακτήρα τους, οφείλουν να προσφέρουν κάποια ελπίδα και να αφήνουν κάποιο θετικό μήνυμα». Ο ήρωας στο τέλος σκοτώνεται από οπαδική αντεκδίκηση από έναν χούλιγκαν αστυνομικό, μετατρέποντας το πρώην παιδί-θύτη, μέλος της ομάδας χούλιγκανς σε παιδί-θύμα. Ο θάνατος αυτός φωτίζει στο τέλος του μυθιστορήματος την πορεία διαμόρφωσης του ήρωα, κινητοποιεί την συμπάθεια του αναγνώστη, αλλά και συμβάλλει, μέσα από το βίαιο και σκληρό τέλος, στη μαθητεία και τη διαπαιδαγώγησή του.

[1] Το δυστοπικό αυτό σύμπαν αποδίδεται, εκτός των άλλων, και από στοιχεία του σκηνικού (setting): η πόλη έχει ανιαρό και μουντό αρχιτεκτονικό στυλ, όλοι οι πολίτες παρακολουθούνται από κάμερες, βουτώντας έτσι τα πρόσωπα του μυθιστορήματος σ’ ένα επιφανειακά καθημερινό αλλά ουσιαστικά άγνωστο, «τεχνοτοπικό» περιβάλλον. Πρβλ επίσης τον απομονωμένο χώρο του δωματίου του κεντρικού ήρωα Άλεκ και την απομόνωση της αδελφής του Ρόζας.

[2] Β. Παπαθεοδώρου, Χνότα στο τζάμι, Αθήνα, Κέδρος, 2007. Οι υπομνηματισμοί σε σελίδες μέσα στο κείμενο αναφέρονται σ’ αυτή την έκδοση.

[3] Βλ. R. Barthes, Mythologies, Παρίσι, Seuil, 1970, σ. 174.

[4] Ο Άλεκ, προσπαθώντας να βιντεοσκοπήσει κρυφά τη συμφοιτήτριά του Σιμόν, για την οποία αισθάνεται έλξη, γίνεται μάρτυρας της εν ψυχρώ δολοφονίας του μετανάστη συμφοιτητή του Πάμπλο, βιντεοσκοπώντας το περιστατικό (σ. 40-44).

[5] Συνεργοί, σύμφωνα με το σημειωτικό μοντέλο του Greimas, είναι η Σιμόν, ηθοποιός και φίλη του Άλεκ, ο Τζορτζ, προϊστάμενος του Νικ, πατέρα του Άλεκ και πολέμιοι είναι ο καθηγητής κύριος Πίτερσον, που ενώ δείχνει ένα προσωπείο προστάτη των πολιτών, ωστόσο είναι πληροφοριοδότης της αστυνομίας και ο Μάικ, συμφοιτητής του Άλεκ, που το σκάει φοβισμένος για τις συνέπειες των αποκαλύψεων. Βλ. A. J. Greimas, «Les actants, les acteurs et les figures», Du Sens II, Παρίσι, Seuil, 1983. Βλ. και ελλ. Μτφ. Από την Κ. Παπουτσά, «Οι συνεργοί, οι τελεστές και τα σχήματα», στον τόμο Θεωρία της αφήγησης, Αθήνα, Εξάντας, 1991, σ. 158-184.

[6] Ο Appleyard, χρησιμοποιώντας τους όρους «involvement» (συμμετοχή) και «identification» (ταύτιση) στα εφηβικά μυθιστορήματα, λέει ότι οι έφηβοι αρέσκονται να αναγνωρίζουν δικά τους χαρακτηριστικά που είναι αληθοφανή, ενισχύοντας έτσι τη συναισθηματική τους ανταπόκριση στην ανάγνωση του κειμένου και στα νοήματα που περιέχει. J. A. Appleyard, Becoming a reader, U.S.A, Cambridge University Press, 1991, σ. 90-111.

[7] Βλ. τα διφορούμενα μηνύματα της Σιμόν και του Άλεκ, οι κεραυνοί των παιδιών στα τζάμια, οι κωδικές ονομασίες των ηθοποιών («φιλικά πρόσωπα»), οι τύποι επικινδυνότητας (κόκκινο, μπλε, πράσινο, κτλ.), εκτός από το να αποτυπώνουν την αίσθηση του μυστηρίου, λειτουργούν ως μετωνυμία της κωδικής γλώσσας των εφήβων για να συννενοούνται μεταξύ τους και να μην τους καταλαβαίνουν οι ενήλικες.

[8] Α) Β. Παπαθεοδώρου, Στη Διαπασών, Αθήνα, Καστανιώτης, 2009. Β) Φ. Μανδηλαράς, Κάπου ν’ ανήκεις, Αθήνα, Πατάκη, 2010. Γ) Μ. Κοντολέων, Ανίσχυρος Άγγελος, Αθήνα, Πατάκη, 2010. Δ) Φ. Μανδηλαράς, Ύαινες, Αθήνα, Πατάκη, 2011. Οι υπομνηματισμοί σε σελίδες μέσα στο κείμενο αναφέρονται σ’ αυτές τις εκδόσεις.

Εισήγηση του Δημήτρη Πολίτη στο συνέδριο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου με θέμα Γυναικείες και ανδρικές αναπαραστάσεις στη λογοτεχνία για παιδιά και νέους, Ρόδος 21 και 22 Οκτωβρίου 2011

EΜΦΥΛΕΣ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ

Δημήτρης Πολίτης Λέκτορας στο Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η.
του Παν/μίου Πατρών

...Από τους Αμερικανούς εισηγητές του σύγχρονου μυθιστορήματος για εφήβους (J.D.Salinger, Robert Cormier) και τους Βρετανούς συνεχιστές τους (Melvin Burgess, Kevin Brooks) μέχρι και τους Έλληνες μυθιστοριογράφους (Μάνο Κοντολέων, Βούλα Μάστορη, Βασίλη Παπαθεοδώρου, κ.ά.) που έχουν συνδέσει άμεσα τη γραφή τους με την "εφηβική ποιητική" και τη σύγχρονη προβληματική της είναι διαπιστωμένο ότι οι έμφυλες αναπαραστάσεις συνυπάρχουν με ιδιαίτερα απαιτητικές αναγνωστικές διαδικασίες στη Λογοτεχνία για Εφήβους σε τέτοιο βαθμό, ώστε η μυθοπλαστική διαχείριση των αναπαραστάσεων αυτών να συνδέεται σχεδόν αιτιακά και να λειτουργεί μάλλον παραπληρωματικά με την αναγνωστική πραγμάτωσή τους. Μια τέτοια διαπίστωση, μάλιστα, επανατονισμένη στο πλαίσιο διευρυμένων (ανα)θεωρήσεων, ύστερα και από το "τέλος" της Φεμινιστικής Κριτικής ή τον έλεγχο της αξιοπιστίας κάποιων Θεωριών του Φύλου (Κανατσούλη, 2008: 219-226), αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον. Υπερβαίνοντας κλασικές συμβολοποιήσεις ή γλωσσικές συμβάσεις, οι αναπαραστάσεις που συγκροτούν την "εφηβική ποιητική" προτάσσουν τη δυναμική της διάδρασης ανάμεσα στη λογοτεχνική παραγωγή για εφήβους και στις κοινωνικές/πολιτισμικές διεργασίες που την υποστασιοποιούν, ανάμεσα στο ενήλικο φαντασιακό και στις εφηβικές πραγματικότητες. ...
...Φαίνεται, πάντως, ότι, αν δεν είναι εμφανής η πρόθεση υπέρβασης ή αναθεώρησης των στερεοτύπων, η μυθοπλαστική τους διαχείριση εξαντλείται στην απλή έκθεση μιας γραφής που δεν μπορεί να υπερβεί τον εαυτό της και, πόσο μάλλον, να πείσει τους αποδέκτες της. Ίσως για το λόγο αυτό η γραφή του Βασίλη Παπαθεοδώρου είναι εξαρχής αιρετική ή μάλλον αναιρετική της ίδιας της δυναμικής της. Ο κόσμος των βιβλίων του, αν και δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανδροκρατούμενος, αποπνέει την αίσθηση μιας γραφής που θέλει να φαίνεται πειραματική, ενώ είναι ουσιαστικά υπερβατική. Η μάλλον προφητική οργουελικού ύφους μυθοπλασία του μυθιστορήματος Χνότα στο Τζάμι (2007), για παράδειγμα, η οποία φτάνει στα όρια της «πολιτικής μυθοπλασίας», γίνεται τόσο σύνθετη που δεν αφήνει περιθώρια για αναφορές σε βιολογικά διαχωρισμένα στερεότυπα. Όλοι οι ήρωές του αγωνίζονται να υπάρξουν μέχρι να ανακαλύψουν ότι το ζητούμενό τους είναι να συνυπάρξουν. Ιδιαίτερα ο κεντρικός ήρωας, ο Άλεκ, προσφέρει περισσότερο από τους άλλους μια θέση στον πραγματικό αναγνώστη που θέλει "να χαθεί" μέσα στη μυθοπλασία, αποδεχόμενος το ρόλο που του επιφυλάσσει ο συγγραφέας. Παρόμοια, ο Θανάσης Στη Διαπασών (2009), σαν ένας άλλος Χόλντεν Κώλφηλντ που αγαπά το μίσος και αναζητά την αγάπη, εκφράζει πολλά εφηβικά θέλω και μπορεί να αγγίξει την ψυχή του αναγνώστη, προσφέροντάς του τρόπους θέασης των μύθων του(ς). Ο Παπαθεοδώρου, ίσως περισσότερο από άλλους, προκαλεί την εποχή του, ενώ ό,τι συνιστά το μικρόκοσμό του προσδιορίζεται κοινωνικά κατά παρέκκλιση του στερεότυπου και του καθιερωμένου που δεν το διαπραγματεύεται, αλλά το υπερβαίνει μαζί με τους αναγνώστες του στην προσπάθειά του να σταθμίσει όρια και να μετρήσει αντοχές, τις δικές τους και της κοινωνίας του.

Εισήγηση του Σπύρου Κιοσσέ στο συνέδριο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου με θέμα Γυναικείες και ανδρικές αναπαραστάσεις στη λογοτεχνία για παιδιά και νέους, Ρόδος 21 και 22 Οκτωβρίου 2011

...Αξιοσημείωτες επίσης είναι οι ομοιότητες και οι διαφορές που φέρουν οι εν λόγω ήρωες και ηρωίδες, ως προς τις προβαλλόμενες γενεσιουργούς αιτίες της συγκεκριμένης συμπεριφοράς τους. Το οικογενειακό περιβάλλον δεν είναι απλώς επιβαρυμένο λόγω της δυσαρμονικής συμβίωσης των γονέων, αλλά συχνά επιρρίπτεται ευδιάκριτη ευθύνη στο πρόσωπο του πατέρα. Ο πατέρας είναι συναισθηματικά ή φυσικά απών, εγκαταλείπει την οικογένειά του, δημιουργεί καινούργια οικογένεια, εξαφανίζεται ή, γενικά, αποποιείται το ρόλο του (λ.χ. Επικίνδυνα παιχνίδια, Άλφα, Στη διαπασών, Πεταλούδα στον ώμο, κλπ.). Στην περίπτωση των αρρένων ηρώων, φαίνεται να συνδυάζονται στο σημείο αυτό ψυχολογικοί και κοινωνικοί – συμβολικοί παράγοντες: οι έφηβοι στερούνται την κυρίαρχη και κυριαρχική πατρική φιγούρα, σημειωτικά συνδεδεμένη, κατά παράδοση, με τη Λογο-κεντρική οργάνωση και νομοτέλεια. Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο διαρρηγνύεται η διαδικασία μετάδοσης κανονι(στι)κών συμπεριφορών, απαραίτητων για την κοινωνικοποίηση των ηρώων, αλλά επιπλέον καλλιεργείται μια έντονη τάση εναντίωσης προς αυτές. Οι ηρωίδες όμως φαίνεται να ερμηνεύουν, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, την απουσία του πατέρα ως απόρριψη προσωπική, η οποία επιδρά ανασταλτικά στην ωρίμασή της. Η έλλειψή του δρα αποπροσανατολιστικά, ενώ θεωρείται ως παράβαση μιας άρρητης σύμβασης μεταξύ τους, η οποία, επιπλέον, τις παρωθεί σε μάταιη αναζήτηση του αισθήματος ασφάλειας σε αμφιλεγόμενα ανδρικά πρόσωπα και καταστροφικές συνήθειες...

Σπύρος Κιοσσές,
«Νεαροί ήρωες με αποκλίνουσα / παραβατική συμπεριφορά στη σύγχρονη λογοτεχνία για εφήβους: από την αφήγηση στη μετάδοση της εμπειρίας» Εισήγηση στο συνέδριο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών "Παιδικό Βιβλίο και Παιδαγωγικό Υλικό" του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Αιγαίου με θέμα Γυναικείες και ανδρικές αναπαραστάσεις στη λογοτεχνία για παιδιά και νέους που έγινε 21 και 22 Οκτωβρίου στη Ρόδο

Εισήγηση της Σούλας Οικονομίδου στο συνέδριο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου με θέμα Γυναικείες και ανδρικές αναπαραστάσεις στη λογοτεχνία για παιδιά και νέους, Ρόδος 21 και 22 Οκτωβρίου 2011

Εισαγωγή: «Κλότσαγα όποιον έβρισκα μπροστά μου κι εγώ, δηλαδή, όπου έβρισκα ελεύθερο μέρος του σώματος να κλοτσήσω. Κλότσαγα με λύσσα, ήθελα να συναγωνιστώ τον Τάσο και τον Παντελή που την είχαν καταβρεί και γέλαγαν. Φώναζαν δυνατά τα καινούργια τους ονόματα, «Σωκλείδας» και «Κλέανδρος», νιώθοντας απίστευτη ηδονή που δεν ήταν πια ο Τάσος και ο Παντελής, αλλά δύο άλλοι, δύο ήρωες.» 116

Η μυθοπλαστική διαπραγμάτευση της βίας αφενός και της λειτουργίας των αμιγώς ανδρικών επιθετικών ομάδων αφετέρου, την οποία αναλαμβάνουν τα μυθιστορήματα Στη Διαπασών του Βασίλη Παπαθεοδώρου και Κάπου ν’ Ανήκεις του Φίλιππου Μανδηλαρά, και τα δύο εκδόσεις του 2010, είναι πρωτοποριακή για την θεματική της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας για νέους. Δεν μπόρεσα να εντοπίσω άλλα ελληνικά μυθιστορήματα τα οποία να επικεντρώνονται σε ήρωα που έστω για κάποιο διάστημα της ζωής του δρα βίαια ή παραβατικά. Για τον ευρωπαϊκό και κυρίως για τον βορειο-αμερικανικό χώρο, βέβαια, η συγκεκριμένη θεματική έχει ήδη πίσω της μία μακρά παράδοση με ονόματα του μεγέθους του Cormier. Όπως θα δείξω μέσα από την ανάλυσή τους, τα συγκεκριμένα ελληνικά έργα φαίνονται να επιδιώκουν τους ίδιους, σε γενικές γραμμές, στόχους με τα παρόμοιας θεματικής ξένα, εφόσον ενδιαφέρονται να δείξουν πώς «τα αγόρια κατανοούν και βαθμιαία απομυθοποιούν τις συμβάσεις του πατριαρχικού ανδρισμού, την εξουσία της επιθετικότητας, και τις τελετουργίες που συντελούν στο δέσιμο ανδρικών σχέσεων». Nodelman,Ways of...9

Ωστόσο, πρέπει να επισημάνω εδώ ότι η αίσθηση που αποκομίζει κανείς με μία πρώτη ανάγνωση των δύο μυθιστορημάτων τα οποία θα αναλύσω είναι ότι δεν πρόκειται για μυθοπλαστικές πραγματείες γύρω από τον ανδρισμό αλλά για κοινωνικά, με την ευρεία έννοια, μυθιστορήματα εφόσον στοχεύουν στην κατάδειξη και καταδίκη σύγχρονων κοινωνικών φαινομένων όπως η οπαδοποίηση των νέων ή η βία των χούλιγκανς ή των φασιστικών οργανώσεων. Πιο συγκεκριμένα το μυθιστόρημα του Μανδηλαρά αποτελεί μία ανάλυση και κριτική του κοινωνικού φαινομένου της ποδοσφαιρικής οπαδοποίησης και της χουλιγκανικής βίας, ενώ το μυθιστόρημα του Παπαθεοδώρου καταδεικνύει τα αδιέξοδα μιας κατηγορίας εφήβων οι οποίοι έχουν ένα συγκεκριμένο κοινωνικό προφίλ: ανήκουν σε μία πολύ χαμηλή κοινωνική τάξη, διαμένουν σε κάποια υποβαθμισμένη περιοχή και μεγαλώνουν σε ένα προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον.

Όπως, όμως, θα δείξω αναλυτικά παρακάτω, και στα δύο αυτά μυθιστορήματα και η κοινωνική κριτική ασκείται με όχημα την βίαιη αγορίστικη εφηβεία αλλά και η προβολή των κοινωνικών οραμάτων των δύο συγγραφέων γίνεται και πάλι με όχημα αναπαραστάσεις ανδρισμού που υπερβαίνουν το μοντέλο του ηγεμονικού, δηλαδή πατριαρχικού ανδρισμού. Η συγκρότηση της ανδρικής ταυτότητας, επομένως, αλλά κυρίως η σχέση της με την βία και την εξουσία αναδεικνύεται, όπως θα δείξω, ως μία θεμελιώδης παράμετρος της πλοκής αυτών των έργων.

Αλλά, πρώτα θα σας διηγηθώ τις ιστορίες αυτών των βίαιων εφήβων.

... Στο Στη Διαπασών, του Παπαθεοδώρου, ο Θανάσης, ο δεκαεπτάχρονος ήρωας, παιδί αγνώστου πατρός, είναι οργισμένος με όλους και με όλα. Με τον μέθυσο, ερωτύλο και χαρτοπαίκτη πατριό του που δέρνει τη μάνα του, με το μίζερο κουτσομπολίστικο περιβάλλον της φτωχογειτονιάς του στα Καμίνια, με τις χαζογκόμενες, με τα "φυτά" στο σχολείο και στο τέλος και με την ομάδα των νέο-φασιστών που του πρόσφερε προσωρινό καταφύγιο. Ο Θανάσης είναι προκλητικός, με λόγια και με έργα, επιθετικός και επιβάλει την κυριαρχία του στους αδύναμους: για παράδειγμα, εκβιάζει εκφοβίζοντας τον απουσιολόγο να του βάζει παρουσίες ή εξευτελίζει τον συμμαθητή του για να τον εκδικηθεί, δέρνει τους βάζελους και τα χανούμια έξω απ’ το γήπεδο και γενικώς, όπως ομολογεί ο ίδιος στην πρωτοπρόσωπη εξομολόγησή του, θέλει να «τα σπάει». Η μουσική που ακούει στη διαπασών είναι ανάλογη αυτής της διάθεσή του. Με όρους έμφυλης ταυτότητας, θα λέγαμε ότι η ανδρική του ταυτότητα δεν αποκλίνει από το πρότυπο του ηγεμονικού ανδρισμού. Οι μόνες ρωγμές στο σκληρό προσωπείο του ήρωα είναι η σχέση του με την ταλαιπωρημένη μάνα του, η οποία τον νοιάζεται με τον παραδοσιακά τρυφερό μητρικό τρόπο, και η σχέση του με την Λουίζα, την κοπέλα του, η οποία του δείχνει εμπιστοσύνη και εκτίμηση και στέκεται δίπλα του μέχρι το τέλος.

Η αίσθηση της αποξένωσης, του ανικανοποίητου και κυρίως της οργής που ο Θανάσης έχει ήδη σωρεύσει μέσα του μοιάζει να βρίσκει προσωρινά διέξοδο στην νέο-φασιστική οργάνωση των Ελευθερολακώνων, ο αρχηγός της οποίας τον ενθαρρύνει: «Μη φοβάσαι να δείξεις την οργή σου, Θανάση. Η οργή είναι κρυμμένη δύναμη. Να το θυμάσαι αυτό.» Ως μέλος της οργάνωσης, ως Βίων, όπως είναι το νέο του Λακωνικό όνομα, ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με μιαν ακραία έκφανση του ηγεμονικού ανδρισμού, όπως αυτή συμπυκνώνεται στην εμφάνιση, την προσωπικότητα και την δράση του αρχηγού των Ελευθερολακώνων, του Κλεομένη. Η υποταγή του στην εξουσία του αρχηγού, η αποδοχή, δηλαδή, της ιεραρχίας είναι η προϋπόθεση για να γίνει και ο ίδιος μέλος αυτής της οργάνωσης. Πρέπει επίσης να περάσει μία διαδικασία μύησης που συνίσταται στο να αρπάξει την τσάντα μιας πλούσιας γυναίκας και να δείρει μαζί με τους άλλους της ομάδας μια παρέα αλλοδαπών μαθητών που έλαβαν μέρος στην παρέλαση. Παρ’ ότι ήδη βίαιος, ο Θανάσης σοκάρεται: διότι η μεν ληστεία στρέφεται από λάθος σε μία ηλικιωμένη συνταξιούχο, η δε επίθεση γίνεται σε βάρος ενός αλλοδαπού μαθητή που αποδεικνύεται ανάπηρος: «Έμεινα να τον κοιτάζω να σπαρταρά από τον πόνο στο δάπεδο του γιαπιού. Προς στιγμήν το πόδι μου έμεινε μετέωρο πάνω από το στήθος του... «Γιατί σ’ άφησαν να πάρεις μέρος στην παρέλαση; Γιατί, γαμώτο μου, βγήκες απ’ το σπίτι σου; Επίτηδες το κάνεις;» Ούρλιαζα σαν μανιακός. «Έλα, Βίωνα! Βγάλε τον πραγματικό σου εαυτό!» ούρλιαζε ο Κλεομένης για με ξεσηκώσει. Έκλεισα τα μάτια μου. Ω Θεέ μου! Αυτός είναι ο πραγματικός μου εαυτός;» 117-18 Η αποστασιοποίηση του ήρωα από την παράλογη βία της νέο-φασιστικής οργάνωσης έχει αρχίσει. Ολοκληρώνεται όταν συνειδητοποιεί ότι ο αρχηγός της οργάνωσης προσπαθεί να τον θέσει υπό τον έλεγχό του, κρύβοντάς του πληροφορίες για τη ζωή του και συγκεκριμένα για την ταυτότητα του βιολογικού του πατέρα: « Ξέρω πιο πολλά για σένα κι απ’ τον ίδιο σου τον εαυτό!» του λέει, και ο Θανάσης επαναστατεί απέναντι σ’ αυτού του είδους την ψυχολογική βία, αποτινάσσει την εξουσία του αρχηγού και αποχωρεί τελικά από την οργάνωση, μένοντας μόνος, προδομένος από τους πρώην κολλητούς του. Το τελειωτικό χτύπημα γι αυτόν έρχεται με την αρρώστια και τον θάνατο της μάνας του. Ο πόνος και ταυτόχρονα αίσθηση ότι μένει απόλυτα μόνος, χωρίς συναισθηματικά αποκούμπια, τον βοηθούν να προχωρήσει προς μία νέα θεώρηση των πραγμάτων και των ανθρώπων. Όταν στο τέλος, ηρεμεί, αρχίζει να ακούει απαλή μουσική, επιστρέφει στο σχολείο και επανασυνδέεται με την κοπέλα του, είναι ένας άλλος άνθρωπος, ένας άλλο άνδρας: όπως ομολογεί, «άρχιζα να βλέπω κι εγώ μια αλλαγή πάνω μου, στη σκέψη μου, στις αντιδράσεις μου, στη μουσική μου. Κι αυτό από μόνο του ήταν καλό γιατί δεν πήγαινε έτσι το πράγμα παραπέρα.»

Το πρώτο σημείο το οποίο θέλω να επισημάνω σε σχέση και με τα δύο έργα είναι ότι όπως φαίνεται από τις πλοκές και τους χαρακτήρες τους μπορούν και τα δύο να διαβαστούν ως μια ιστορία αναζήτησης στην οποία ο νεαρός ήρωας αναζητά τον πραγματικό εαυτό του, με άλλα λόγια αναζητά την ανδρική του ταυτότητα. Ταυτόχρονα, βέβαια, και τα δύο αποτελούν παραδειγματικές περιπτώσεις εφηβικών μυθιστορημάτων τα οποία παρακολουθούν την πορεία του έφηβου ήρωα προς την ωριμότητα.

Ιδιαίτερα στο Στη Διαπασών, η υπαρξιακή αγωνία του ήρωα, το ερώτημα «ποιος είμαι;» επανέρχεται και προβάλλεται συστηματικά μέσα από όλα τα δρώμενα. Η κοπέλα του τον εξωθεί στην αναζήτηση του πραγματικού εαυτού του: «Δεν μπορώ να σε εξαναγκάσω να γίνεις κάτι που δεν είσαι. Μάθε όμως πρώτα τι είσαι, ποιος είναι ο πραγματικός σου εαυτός.» του λέει 121. Η ίδια, στερεοτυπικά διορατική και ευαίσθητη ως γυναίκα, βλέπει πίσω από το σκληρό προσωπείο που ο Θανάσης επιλέγει να φορά: «Δείχνεις έναν τσαμπουκά στους άλλους και μια αδιαφορία γενικά, αλλά εγώ πιστεύω ότι είσαι ακριβώς το αντίθετο», του λέει. 58 Αντίθετα, ο Κλεομένης, επιδιώκει να του αποδώσει την προκατασκευασμένη, μάτσο ταυτότητα ενός δυνατού, αποφασιστικού και βίαιου άνδρα: «[Η κοπέλα σου] ξέρει αυτό που εσύ θέλεις να της δείξεις, αυτό δηλαδή που δεν είσαι», λέει στον Θανάση. «Δεν φαντάζομαι να της έχεις πει αυτά που ξέρουμε εμείς, δηλαδή για το ξύλο στον καθηγητή, για το ξεφτιλίκι του Δημήτρη, για τη γιαγιά που της πήρες την τσάντα, για τις φασαρίες στα γήπεδα... Κατάλαβέ το ...είσαι ένας από μας» 107. Παρ’ ότι ο ήρωας αρχικά πιστεύει ότι είναι πράγματι «ένα κωλόπαιδο, ένα ρεμάλι», πορεύεται προς την διαμόρφωση μίας νέας ταυτότητας, μέσα από καταστάσεις, που, όπως προ-ανάφερα, είναι φυσικά ή ψυχολογικά συγκρουσιακές και βίαιες και στις οποίες είναι ο θύτης αλλά ενίοτε και το θύμα.

...Το δεύτερο στοιχείο, επομένως, που αναδεικνύεται από τα παραπάνω είναι ότι στην αναζήτηση της ταυτότητας και, γενικότερα, στην εξελικτική πορεία και των δύο ηρώων, η σύγκρουση, η βία και η καταπιεστική εξουσία που τους επιβάλλεται είναι, παραδοξως, εκείνες οι δυνάμεις που τους εξωθούν στη διαμόρφωση μίας νέας και εναλλακτικής ανδρικής ταυτότητας. Ισχύει, δηλαδή, η θέση της Judith Butler την οποία επικαλείται και ο Πολίτης μιλώντας για το ζήτημα της εξουσίας στο έργο του Κόρμιερ: ότι, δηλαδή, «η εξουσία, ακόμη κι όταν εξελίσσεται σε ιδιαίτερα καταπιεστική διαδικασία ή συνθλίβει τα άτομα, επιτελεί με έναν τρόπο μάλλον οξύμωρο και μια σχεδόν «λυτρωτική» λειτουργία: τους δίνει οντότητα και τα ενεργοποιεί απέναντι στις δομές της (Butler,1997:13). Αφήνει, δηλαδή, περιθώρια στα άτομα για την υποκειμενικότητα και τη δράση.» Πράγματι και οι δύο ήρωες αποκτούν οντότητα στο τέλος της πορείας τους με το να αναγνωρίζουν πώς ΔΕΝ θα ήθελαν να είναι.

Με όρους έμφυλων ταυτοτήτων θα έλεγα ότι η απόκτηση αυτής της οντότητας, ο τρόπος δηλαδή που συγκροτούν την αίσθηση του ανδρικού «εγώ» τους γίνεται σε αντιπαράθεση με τον βίαιο, ηγεμονικό ανδρισμό. Αυτό είναι ένα τρίτο σημείο το οποίο θέλω να επισημάνω σε σχέση με τα έργα που εξετάζω: ότι και στα δύο οι κεντρικοί ήρωες γνωρίζουν, συναναστρέφονται και στο τέλος έρχονται αντιμέτωποι με άνδρες οι οποίοι απεικονίζουν ένα τέτοιο είδος ανδρισμού. Στο Στη Διαπασών, ο χαρακτήρας που αποτελεί την πιο συστηματική όσο και στερεοτυπική απεικόνιση του μάτσο ανδρισμού είναι εκείνος του Κλεομένη. Διόλου τυχαία, αυτός είναι ο μόνος από τους κεντρικούς χαρακτήρες του έργου για τον οποίο μαθαίνουμε πώς είναι εξωτερικά, πάντα, βέβαια, μέσα από τα μάτια του Θανάση: «Τεράστιος, γύρω στα τριάντα, θα του ταίριαζε να παίξει στους 300, είχε χοντρό σβέρκο, ήταν ντυμένος στρατιωτικά, φορούσε κοντομάνικα αν και χειμώνας, και είχε τατού σε όλο του το σώμα, κάτι τεράστια σχέδια με Δίες, Ποσειδώνες, κεραυνούς και τρίαινες και περικεφαλαίες. Και ήταν κουρεμένος σχεδόν γουλί.» Ο Κλεομένης είναι ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός, ο «Θρύλος». Γύρω του υπάρχουν άνδρες, κτηνώδεις στην εμφάνιση όπως ο ίδιος, αλλά υποταγμένοι στην φυσική και συμβολική του δύναμη.

...Η τελευταία παρατήρηση φέρνει στο προσκήνιο το τέταρτο σημείο που θέλω να επισημάνω σε σχέση με τα δύο έργα που εξετάζω: την λειτουργία αλλά και την σημαντικότητα της αμιγώς ανδρικής ομάδας. Όπως επισημαίνει ο Γιαννακόπουλος, «οι ανδρικές ομόφυλες κοινωνικότητες, όπως το ποδόσφαιρο και ο στρατός, [και, συμπληρώνω εγώ, οι ομάδες των οπαδών ή οι νέο-φασιστικές και άλλες παρακρατικές οργανώσεις] αποτελούν κατεξοχήν χώρους εκμάθησης, μύησης στην άσκηση και στην παραστασιακή επιτέλεση της εξουσίας» (Έμφυλη,2,3) Και οι δύο κεντρικοί ήρωες βρίσκονται για κάποια περίοδο της ζωής του υπό την αρχηγία αλλά και υπό την προστασία των επιβλητικών ανδρών που περιέγραψα παραπάνω, μέλη μιας ομάδας η οποία υποκαθιστά την οικογένεια: «Πείραξαν δικό μας άνθρωπο, κι αυτό δεν θα μείνει έτσι», «εμείς είμαστε η οικογένειά σου», «είσαι δικός μας», «είσαι ένας από μας», είναι τα κλισέ που υποδηλώνουν την παρήγορη θαλπωρή του ανήκειν και την προστασία που προσφέρει η ομάδα. Όπως έδειξα στις περιλήψεις των ιστοριών, οι ομάδες αυτές εξωθούν τους έφηβους ήρωες σε ακραία επιθετικές πράξεις, σ’ αυτό, δηλαδή, που αναφέρει ο Γιαννακόπουλος ως την «παραστασιακή επιτέλεση της εξουσίας». Όμως, το ενδιαφέρον σημείο σύγκλισης των δύο έργων είναι ότι οι ομάδες αυτές παρουσιάζονται όχι μόνον ως χώροι εκμάθησης και μύησης της στερεοτυπικής "μάτσο" συμπεριφοράς αλλά και ως χώροι μέσα στους οποίους μία τέτοια συμπεριφορά απομυθοποιείται και απορρίπτεται εφόσον ο ήρωας έχει ήδη βιώσει την θέση όχι μόνον του θύτη αλλά και του θύματος.

Η πέμπτη παρατήρηση που θα ήθελα να κάνω είναι ότι και οι δύο κεντρικοί ήρωες μέσα από την βία στην οποία τους εξωθούν οι ομάδες και μέσα από την αντιπαράθεση, όπως προ-ανέφερα με τα πρότυπα του ηγεμονικού ανδρισμού φαίνονται να βρίσκουν τον "αληθινό εαυτό" τους ή, εναλλακτικά, να μεταμορφώνονται. Ενδιαφέρουσα στο σημείο αυτό είναι η άποψη του Stephens, 103-104, ο οποίος ονομάζει έργα όπως αυτά που εξετάζω σήμερα «κείμενα εφηβικής μεταμόρφωσης» (adolescent makeover) και υποστηρίζει ότι τέτοια έργα συζεύγουν δύο θεωρίες ταυτότητας οι οποίες κατά κανόνα αντιφάσκουν: από τη μια την συμβατική θεωρία της ωρίμανσης, σύμφωνα με την οποία η ταυτότητα είναι εκεί και περιμένει να ανακαλυφθεί από το άτομο, να δοκιμασθεί, να δειχθούν τα όριά της καθώς το άτομο μεγαλώνει, και από την άλλη η μεταμοντέρνα αναγνώριση ότι η ταυτότητα ξεγλυστράει, είναι ασταθής, πάντοτε υπό κατασκευή και ότι μεταφέρεται μέσα από τις πράξεις του ατόμου.» Στην ανάλυσή μου, συστηματικά απέφυγα να αναφέρω ότι οι ήρωες «βρίσκουν τον αληθινό τους εαυτό». Διότι, συμπορεύομαι με την άποψη ότι ο εαυτός, στην προκειμένη περίπτωση βλέπε "ανδρισμός", φαίνεται να είναι, όπως το διατυπώνει ο Stephens, πάντα «υπό κατασκευή». Οι πράξεις των ατόμων είναι αυτές που κατοχυρώνουν την ταυτότητά τους. Άρα, εάν πρέπει να αναλογιστούμε τι είδους ανδρική ταυτότητα οι έφηβοι ήρωες εδραιώνουν στο τέλος, θα πρέπει να εξετάσουμε τις πράξεις και τις συμπεριφορές που εκδηλώνουν στο τέλος της πορείας τους.

Επιγραμματικά εντελώς αναφέρω: κατ’ αρχήν και οι δύο ήρωες αποκηρύσσουν τη βία, αμφισβητούν την εξουσία των αρχηγών και αποστασιοποιούνται βαθμιαία από τις "απολαύσει" της επιθετικής και βίαιης συμπεριφοράς. Ο Θανάσης, όπως έδειξα ήδη στην περίληψη της ιστορίας, φαίνεται να διαμορφώνει έναν ανδρισμό που εγκολπώνεται την ευαισθησία: τον παρατηρούμε να κοιτάζει, για πρώτη φορά, με κατανόηση και συμπάθεια τους γύρω του: νανουρίζει τη μάνα του στο κρεβάτι του νοσοκομείου και αργότερα, στην κηδεία της παρηγορεί τον πατριό του: «Τον χτύπησα απαλά στην πλάτη. «Θα τα καταφέρουμε» του ψιθύρισα.» Το γεγονός ότι η μουσική που τώρα επιλέγει δεν ακούγεται πια στη διαπασών είναι , πιστεύω, συμβολικό της νέας ανδρικής του ταυτότητας. Καθόλου τυχαία το τραγούδι που τον εκφράζει στο τέλος είναι το αισιόδοξο «What a wonderful world» του Louis Armstrong. «Με ταξίδευε στο μέλλον», ομολογεί, «σε μια άλλη περιοχή, εκεί που οι μέρες θα ήταν ήρεμες και ζεστές, οι φίλοι θα ήταν πραγματικοί και θα βρίσκονταν κοντά σου.» 251 Ο Γιάννης, πάλι, επιλέγει μια ανδρική συμπεριφορά που δεν προκαλεί, δεν είναι στο επίκεντρο, δεν επιβάλλεται. Η επιλογή του να συνεχίζει να παίζει ποδόσφαιρο, ένα ανδρικό και ανταγωνιστικό παιχνίδι, αλλά από την θέση του τερματοφύλακα συμβολίζει , κατά την άποψή μου, το είδος της μη επιθετικής , μη ηγεμονικής ανδρικής ταυτότητας που ασύνειδα επιλέγει : διότι, όπως εξηγεί ο ίδιος «ένας τερματοφύλακας δεν πρέπει ποτέ να προκαλεί με την συμπεριφορά του. Όσο πιο ουδέτερος, όσο πιο μικρός είναι, τόσο πιο καλά για την ομάδα του. Υποκρίνεται πως είναι θηρίο, αυτός που έχει περισσότερες πιθανότητες να γίνει το θύμα παρά ο ήρωας. Επιλογή μου και θα πάλευα γι αυτήν.» Επιπλέον, όπως ο Θανάσης έτσι κι αυτός επιλέγει στο τέλος άλλου είδους μουσική, πιο ήπια, πιο αισιόδοξη, και ανακαλύπτει την καλλιτεχνική, εικαστική του κλίση. Συμπερασματικά, οι πράξεις και οι επιλογές και των δύο εφήβων υποδηλώνουν μία ανδρική ταυτότητα η οποία δεν απορρίπτει αλλά αντίθετα εγκολπώνεται την ευαισθησία, την τρυφερότητα προς τους άλλους, την αποδοχή του γεγονότος ότι είναι φυσικά και ψυχολογικά ευάλωτοι.

Και ο Παπαθεοδώρου και ο Μανδηλαράς ζητούν από τους αναγνώστες τους να θαυμάσουν αυτούς τους ήρωες οι οποίοι στέκονται με αποφασιστικότητα απέναντι στο πλήθος των μάτσο ανδρών και γι' αυτό καταλήγουν απομονωμένοι outsiders. Διότι αυτό που κάνουν απαιτεί δύναμη χαρακτήρα και τόλμη. Οι ήρωές τους, δηλαδή, αποδεικνύονται, και πάλι, "παλληκάρια". Αυτό, είναι ένα ακόμη σημείο στο οποίο θα ήθελα να σταθώ και να υποστηρίξω ότι με αυτού του είδους την "παλληκαριά" των ανδρών ηρώων αναπαρίσταται και πάλι, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Nodelman, μία διαδεδομένη αντιφατική προσδοκία της κοινωνίας μας: προσδοκούμε, δηλαδή, τα αγόρια μας να είναι ταυτόχρονα "δυνατά" αλλά ΚΑΙ "τρυφερά". Περιμένουμε απ’ αυτά να έχουν την δύναμη να τα βγάζουν πέρα με τα "άγρια πράγματα" που βρίσκονται εκεί έξω, όπως ο γνωστός μας ήρωας του Sendak, ο Max, αλλά μετά να γυρίζουν πίσω σ’ αυτούς που τους αγαπούν, να δείχνουν με άλλα λόγια, ότι δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, χωρίς στοργή και τρυφερότητα από τους γύρω τους. Δεν είναι τυχαίο ότι στο τέλος και οι δύο ήρωες αποζητούν την κατανόηση και την τρυφερότητα που τους προσφέρουν οι κοπέλες τους - ο Θανάσης, μάλιστα, αγωνίζεται να επανα-εδραιώσει αυτήν την σχέση που ο ίδιος είχε κάποτε διακόψει. Αλλά από την άλλη, δεν είναι τυχαίο, ότι από την πλευρά τους ΚΑΙ οι κοπέλες τους επιλέγουν να σταθούν με πίστη και αφοσίωση δίπλα τους. Εννοώ ότι ο τύπος του ανδρισμού που αυτοί οι έφηβοι εντέλει απεικονίζουν, μπορεί να μην είναι ο στερεοτυπικός μάτσο ανδρισμός, αλλά ΔΕΝ είναι, επίσης, ένας "θηλυπρεπής/παθητικός" ανδρισμός [χρησιμοποιώ συνειδητά την τρέχουσα στερεότυπη διάκριση]. Είναι ένας εναλλακτικός "ευαίσθητος" αλλά ωστόσο ισχυρός, όπως προανέφερα, ανδρισμός ο οποίος ασκεί γοητεία στις γυναίκες, ένας ανδρισμός, ας πω, ερωτεύσιμος. Μία καλή ένδειξη γι αυτό είναι η όλη στάση της κοπέλας του Γιάννη: τα περισσότερα από τα σχόλια που κάνει, διακόπτοντας κάθε τόσο τον αυτοβιογραφικό μονόλογο εκείνου, είναι σχόλια θαυμαστικά ΚΑΙ του τύπου «τι τρυφερός!», «τι γλυκός!» αλλά ΚΑΙ του τύπου – «Μιλάς σοβαρά; Μπόρεσες και έκανες τέτοιο πράγμα;»

Δύο είναι τα τελικά σχόλια που θα ήθελα να κάνω εν είδει συμπεράσματος, με την επιφύλαξη, βέβαια, ότι η ανάλυση δύο μόνο έργων δεν μας επιτρέπει γενικεύσεις: Το πρώτο είναι η προέκταση του παραπάνω επιχειρήματος για το μοντέλο του ισχυρού αλλά ευαίσθητου άνδρα. Πράγματι, όπως επισημαίνει ο John Stephens είναι χαρακτηριστικό των πρόσφατων λογοτεχνικών έργων για εφήβους και νέους [αναφέρεται φυσικά στον αγγλόφωνο χώρο] να προσπαθούν να παρέμβουν κοινωνικά προβάλλοντας ποικίλες εκδοχές του «ευαίσθητου άνδρα» ή, αλλιώς, του «μεταφεμινιστικού ανδρισμού». Ωστόσο, το σημαντικό στοιχείο της παρατήρησής του είναι το εξής: ότι παρόλο που η εμφάνιση αυτού του «νέου άνδρα» μοιάζει να είναι ένδειξη μίας ιδεολογικής μεταστροφής, θεωρητικοίτης παιδικής λογοτεχνίας, όπως ο Nodelman, η Reynolds, η Mallan και ο McCallum μας προειδοποιούν ότι η σύσταση ενός εναλλακτικού παραδείγματος ηγεμονικού ανδρισμού μπορεί να μην είναι, τελικά, κάτι τόσο "αισιόδοξο" όσο εκ πρώτης φαίνεται: διότι, μπορεί το μόνο που επιτυγχάνεται να είναι η εξιδανίκευση ενός άλλου μοντέλου ανδρισμού.» - ενός ανδρισμού, θα συμπλήρωνα εγώ, όπως αυτός που "συμπτωματικά"(;) αναπαρίσταται στα δύο σύγχρονα ελληνικά μυθιστορήματα που ανέλυσα. (Ways, ibid)

Το δεύτερο σχόλιο είναι το εξής: έχω και στο παρελθόν επισημάνει απεικονίσεις εναλλακτικού ανδρισμού στην ελληνική παιδική λογοτεχνία, μόνο που επρόκειτο για έργα του Μπουλώτη, του Κοντολέων και άλλων τα οποία απευθύνονταν σε μικρότερες ηλικίες. Έχω επίσης επισημάνει το είδος των απεικονίσεων θηλυκότητας που εμφανίζονται σε σύγχρονα ελληνικά κοριτσίστικα έργα. Με βάση τις προηγούμενες μελέτες μου αλλά και με βάση τα όσα σήμερα έδειξα, θα διακινδυνεύσω το συμπέρασμα ότι από την δεκαετία του 90 και εξής, η θηλυκότητα, φαίνεται να εγκλωβίστηκε σε πιο στερεοτυπικές αναπαραστάσεις, όπως παρατηρούμε, στα ευπώλητα ροζ μυθιστορήματα για κορίτσια. Αντίθετα, οι αναπαραστάσεις του ανδρισμού εξελίχθηκαν περισσότερο: διότι κινήθηκαν προς ριζοσπαστικούς συνδυασμούς συμβατικών ανδρικών και θηλυκών χαρακτηριστικών, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο την διαρκή εξέλιξη της έμφυλης, και όχι μόνον, ταυτότητας του υποκειμένου.

Αν μη τι άλλο είναι ένα αντίβαρο στα συμβάλλουν σημαντικά στο να κατανοήσουν τα παιδιά αναγνώστες την σύγκρουση μεταξύ Υπάρχει μία σύγκρουση ανάμεσα σε δύο τάσεις: η μία δείχνει ότι η ηγεμονική κοινωνική δομή είναι δεδομένη και μοιραία. Η άλλη δείχνει ότι υπάρχουν δυνατότητες για να συγκροτηθούν νέες, εναλλακτικές θέσεις υποκειμένου. Ένας εναλλακτικός, ευαίσθητος ανδρισμός είναι κάτι για το οποίο υπάρχουν δυνατότητες, υπάρχει περιθώριο, υπάρχει ελπίδα...

Σούλα Οικονομίδου,
επίκουρη καθηγήτρια Τ.Ε.Ε.Π.Η. Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης: "Βίαια αγόρια: τα αδιέξοδα του ηγεμονικού ανδρισμού σε σύγχρονα ελληνικά εφηβικά μυθιστορήματα"

Εισήγηση στο συνέδριο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών "Παιδικό Βιβλίο και Παιδαγωγικό Υλικό" του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Αιγαίου με θέμα Γυναικείες και ανδρικές αναπαραστάσεις στη λογοτεχνία για παιδιά και νέους

Εισήγηση στη Διημερίδα "Θέματα Παιδικής Λογοτεχνίας" του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας στις 21 και 22 Ιανουαρίου 2011

Εφηβική Ελληνική Λογοτεχνία & Κοινωνικό Περιθώριο

Το σύγχρονο εφηβικό νεοελληνικό μυθιστόρημα

Από τους συγγραφείς που προκρίνονται σήμερα ως πιο αντιπροσωπευτικοί της Ελληνικής Εφηβικής Λογοτεχνίας, ξεχωρίζουμε την Άλκη Ζέη, τη Ζωρζ Σαρή, το Μάνο Κοντολέων, τη Λίτσα Ψαραύτη, τη Βούλα Μάστορη, τη Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, την Ελένη Σαραντίτη τη Νίτσα Τζώρτζογλου, την Τούλα Τίγκα, την Ελένη Δικαίου, την Κίρα Σίνου, το Φίλιππο Μανδηλαρά, το Βασίλη Παπαθεοδώρου και την Ελένη Πριόβολου. Τα ελληνικά εφηβικά μυθιστορήματα – λιγότερα αναλογικά από τα ξένα – διακρίνονται σε διάφορα είδη (φανταστικό, περιπετειώδες, θρίλερ, κοινωνικό) και χαρακτηρίζονται από ποικιλία θεμάτων και αφηγηματικών τεχνικών. Κυρίαρχο ρεύμα ο συναισθηματικός ρεαλισμός, που δεν προκαλεί τον αναγνώστη, καθώς δεν αποκαλύπτει σκληρά συναισθήματα, δεν τονίζει τη βία ή την αυτοκαταστροφικότητα των ηρώων. Ο ρεαλισμός επιτυγχάνεται με τις προσωπικές υφολογικές επιλογές, π.χ. εσωτερικοί μονόλογοι, ημερολογιακή ή επιστολική γραφή, με αποτέλεσμα την προβολή έντονων συναισθηματικών καταστάσεων των έφηβων ηρώων, των εσώτερων ψυχικών διεργασιών τους και των προβληματισμών τους. (Γκίβαλου 2011: 25). Επιπλέον, η χρήση διακειμένων πολλαπλασιάζει τις εμπειρίες και τις σκέψεις των εφήβων για θέματα όπως είναι: ο έρωτας, ο θάνατος, η αποδοχή του διαφορετικού, η μετανάστευση, η τρομοκρατία, τα ναρκωτικά, το AIDS κ.ά.

Ο περιθωριακός κόσμος του μυθιστορήματος

ΙV. Στερεότυπα και αποκλεισμοί

1. Πρόσφυγας – οικονομικός μετανάστης – επαρχιώτης

α. Πρόσφυγες και οικονομικοί μετανάστες

Έλληνα οικονομικό μετανάστη, δευτερεύοντα περιθωριακό ήρωα συναντούμε στο Κρίμα κι άδικο της Σαρή και πρωταγωνιστή στη Σχολική παράσταση του Παπαθεοδώρου...

... Στη Σχολική παράσταση κύριο θέμα αποτελεί η ρατσιστική αντιμετώπιση των οικονομικών μεταναστών. Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται στη Γερμανία με πρωταγωνιστή το Γιώργο Χρονόπουλο, ένα δεκατριάχρονο αγόρι που πηγαίνει στη γερμανική όγδοη τάξη (Β’ Γυμνασίου). Οι γονείς του είναι δάσκαλοι, οι οποίοι ζουν και εργάζονται τρία χρόνια εκεί για να βοηθήσουν οικονομικά τους συγγενείς τους. Κυρίαρχο θέμα του μυθιστορήματος είναι μια σχολική παράσταση για το μαθητικό διαγωνισμό του Βερολίνου, στην οποία θα εκτυλιχτούν τα Πάθη του Χριστού. Ο καθηγητής των παιδιών, κύριος Μικαέλ, επιλέγει το Γιώργο για να υποδυθεί το Χριστό. Όμως, δημιουργούνται αναστατώσεις, γιατί οι υπόλοιποι αντιδρούν και δε θέλουν «ξένο» πρωταγωνιστή. Όταν ο Γιώργος θα σώσει με αυτοθυσία τους κατήγορούς του από την επίθεση σκυλιών, θα θεωρηθεί ήρωας και θα γίνει πλέον αποδεκτός. Ο καθηγητής Μικαέλ αποτελεί αντιρατσιστική φιγούρα και λειτουργεί καταλυτικά στο μυθιστόρημα σε παρεξήγηση ανάμεσα στον μελαμψό Τούρκο μαθητή Τζάφερ και στον Γιώργο, τον καβγά τον οποίο προκάλεσαν στην ουσία οι υπόλοιποι μαθητές, γιατί τους θεωρούσαν ξένους.
Ο ρατσισμός και οι προκαταλήψεις που τον συνοδεύουν απασχολούν τον Παπαθεοδώρου και στο έργο του Στη διαπασών (2009). Εδώ όμως είναι ο 17χρονος έφηβος Θανάσης που μισεί τους ξένους συμμαθητές του και προβαίνει σε ανάρμοστες επιθετικές πράξεις. Η οργή του εστιάζεται, αλλά δεν εξαντλείται αποκλειστικά, στους αλλοδαπούς. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό της βίαιης κακοποίησης Ρώσου συμμαθητή του, ο οποίος θα προσπαθήσει αργότερα να τον βοηθήσει, προκαλώντας έτσι τις τύψεις και την ολική μεταστροφή του ήρωα...

...Μια πολύ ενδιαφέρουσα σύζευξη οικονομικού μετανάστη με μορφές τρομοκρατίας επιχειρείται στο μυθιστόρημα του Παπαθεοδώρου Χνότα στο τζάμι (2007). Συγκροτείται ευρηματικά ο κοινωνικός ιστός μιας μελλοντικής πόλης όπου η αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες κατασκευάζουν τρομοκράτες για να ελέγχουν και να εξουσιάζουν τους φοβισμένους πολίτες. Ως τρομοκράτης, αν και δεν υπήρξε ποτέ, δολοφονείται ο μετανάστης Πολ Πάμπλο, γεγονός που αποκαλύπτεται στο τέλος του μυθιστορήματος, το οποίο διακρίνεται για την αριστοτεχνική του, αστυνομικού τύπου, πλοκή. Ο Πάμπλο, δευτερεύων κατασκευασμένος περιθωριακός ήρωας, απηχεί συμβολικά όλο το κλίμα φόβου και πανικού που αναπαριστά ο συγγραφέας. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συμβάλλουν στην ένταση αυτού του κλίματος ανακοινώνοντας διαρκώς συλλήψεις τρομοκρατών, απελάσεις, εξουδετερώσεις βομβών, απειλές νέων χτυπημάτων. Μετανάστης είναι και ο μελαμψός φίλος της Ρόζας, μικρής αδερφής του πρωταγωνιστή Άλεκ, τον οποίο η Ρόζα αγαπά ως φίλο και δεν το θεωρεί ξένο κομμάτι. Τέλος, με έναν από τους δύο γονείς του «ξένο» παρουσιάζεται και ο καθηγητής Πίτερσον, αρχικά υπέρμαχος του σεβασμού της διαφορετικότητας, ο οποίος όμως αποκαλύπτεται τελικά ως συνεργάτης των αστυνομικών αρχών στη δημιουργία του κλίματος που περιγράψαμε.

V. Το αρνητικό πρόσημο

1. Συμμορίες και ακροδεξιές οργανώσεις

...Η δράση νεοναζιστικής οργάνωσης περιγράφεται και στη Σχολική παράσταση. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Γερμανία με πρωταγωνιστή το δεκατριάχρονο Γιώργο Χρονόπουλο και την ομάδα – παρέα του Κουρτ. Ντυμένοι με μαύρα μπουφάν και παράξενα σήματα ραμμένα πάνω τους, τρομοκρατούν τους κατοίκους της περιοχής και τα παιδιά του σχολείου – ανάμεσα σ’ αυτά και τον έφηβο πρωταγωνιστή. Ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία και προβαίνει σε ιστορική αναδρομή για τους νεοναζί και την έλλειψη αποδοχής που είχαν ανάμεσα στο γερμανικό λαό, λόγω των θηριωδιών τους απέναντι στους ξένους. Οφείλουμε πάντως να παρατηρήσουμε πως η συγκεκριμένη άποψη δεν ευσταθεί ιστορικά, αλλά λειτουργεί μέσα από την καλλιτεχνική της παραμόρφωση – εδώ ωραιοποιημένα.
Ως μέλος ανάλογης οργάνωσης εμφανίζεται και ο δεκαεφτάχρονος έφηβος Θανάσης στο μυθιστόρημα Στη διαπασών. Ζει με την καρδιοπαθή μητέρα του, τον πατριό του και τα ετεροθαλή του αδέρφια. Εκδηλώνει έντονη επιθετικότητα, μισεί του ξένους συμμαθητές του, αλλά τους καθηγητές του. Φανατικός οπαδός του Ολυμπιακού, επιδίδεται συχνά σε βανδαλισμούς στο γήπεδο. Είναι, επίσης, μέλος της εθνικιστικής οργάνωσης των «Ελευθερολακώνων», οι οποίοι πιστεύουν στο δωδεκάθεο και προβαίνουν σε άσχημες και βίαιες πράξεις με πρόφαση τη βελτίωση της κοινωνίας. Επιδιώκουν την εξάλειψη του «σάπιου» νεοελληνικού συστήματος και προφασίζονται πως λειτουργούν όπως τα παιδιά των Σπαρτιατών, στα οποία επιτρεπόταν για παράδειγμα να κλέψουν, αρκεί να μη γίνονταν αντιληπτά. Πίσω από την παραβατική συμπεριφορά ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει το μίσος του ήρωα για τον εαυτό του – αυτοαποκαλείται «looser» που προκύπτει από το διαταραγμένο οικογενειακό του υπόβαθρο. Ο έρωτας του πρωταγωνιστή για τη Λουΐζα είναι αυτός που θα τον βοηθήσει να ωριμάσει και να αλλάξει τρόπο ζωής. Οι περιθωριακοί ήρωες στο έργο ντύνονται με δερμάτινα μαύρα μπουφάν, τα οποία κοσμούν νεκροκεφαλές και ζώνες με καρφιά, ενώ αναλύεται και η αισθητική των δίσκων (cd) που ακούν (νεκροκεφαλές, μακιγιαρισμένα πρόσωπα, κόκκινη γραμματοσειρά που παραπέμπει στο αίμα). Οι «Ελευθερολάκωνες», τα ονόματά τους είναι παρμένα από την αρχαία Σπάρτη, απαρτίζονται από το βίαιο ενήλικο υπόκοσμο. Ο αρχηγός τους, Κλεομένης, έχει χοντρό σβέρκο, το ντύσιμό του είναι στρατιωτικό, έχει αρκετά τατουάζ στο σώμα του και είναι κουρεμένος «γουλί». Τα πρωινά εργάζεται ως μεταφορέας σε εταιρία επίπλων, ενώ το βράδυ οργανώνει το παρκινγκ σε νυχτερινά κέντρα που τον βοηθά και ο Θανάσης. Κρύβονται πίσω από τις περισσότερες φασαρίες της περιοχής και στη συνέχεια αποδίδουν τις ευθύνες στους αλλοδαπούς. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως χτυπούν βίαια και σπάζουν τη μύτη του προέδρου του 15μελούς του σχολείου του Θανάση. Υποστηρίζουν πως οι ξένοι δεν πρέπει να συμμετέχουν στις εθνικές μας εορτές «Κράζουμε όλους τους ξένους που παίρνουν μέρος στην παρέλαση» (110) και «οι ξένοι είναι ακόμη πιο τούβλα, πιο άχρηστοι από τους Έλληνες» (112). Είναι, επίσης, μπλεγμένοι σε διακίνηση ναρκωτικών χαπιών.

Άτυπη περιθωριακή ομάδα συγκροτεί και η παρέα του Αλέξη στο Άλφα, παιδί χωρισμένων γονιών που ζει με τη μητριά και τα ετεροθαλή του αδέρφια. Αυτός και οι φίλοι του αρέσκονται να ζουν επικίνδυνα. Τις Κυριακές συμμετέχουν σε βανδαλισμούς στο γήπεδο επιζητώντας την καταστροφή των πάντων, ενώ προβαίνουν σε καταστροφές και στο χώρο του Πολυτεχνείου. Ο Αλέξης σταδιακά θα συνειδητοποιήσει τη λανθασμένη συμπεριφορά τους και θα αλλάξει ζωή, επιθυμώντας τελικά να σπουδάσει αρχιτέκτονας. Η μεταστροφή προκύπτει μέσα από την ονειρώδη συνομιλία του ήρωα με ένα άγαλμα, την Αγάπη, που αποκτά γι’ αυτόν ανθρώπινη υπόσταση, τον αποτρέπει από τις περιθωριακές ενέργειες, τον συμβουλεύει να ακολουθήσει το όνειρό του και τον οδηγεί στην αυτογνωσία. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ήρωες που απαρτίζουν την περιθωριακή ομάδα είναι άτομα που διανύουν την περίοδο της εφηβείας. Θα ήταν αναμενόμενο να υιοθετούν την κοινωνιόλεκτο της γλώσσας των νέων, αφού η κοινωνική τους βάση προέρχεται από τη νεανική παρέα. Όμως, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική, αφού ο Αλέξης, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας προέρχεται από οικογένεια με χωρισμένους γονείς. Όπως προαναφέρθηκε, ο πατέρας του εκδήλωνε βίαιη συμπεριφορά απέναντι στη μητέρα του Αλέξη καθώς και στον ίδιο. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι τους χτυπούσε και τους έβριζε. Έτσι, ο πρωταγωνιστής αρνήθηκε να υιοθετήσει αυτό το λεξιλόγιο και απέφυγε τη χρήση υβριστικών φράσεων. Με αυτόν τον τρόπο, εκδήλωνε τη δυσαρέσκεια απέναντι στο πατρικό πρότυπο και επαναστατούσε μόνος του. Το μόνο χαρακτηριστικό επιφώνημα που υπάρχει στο λόγο του και συχνά επαναλαμβανόμενο είναι το υβριστικό «ρε». Αυτό το γλωσσικό στοιχείο προσιδιάζει στη γλώσσα των νέων.

2. Αρχαιοκαπηλία – Κλοπή – Αλκοολισμός - Σεξουαλική παρενόχληση, παιδεραστία

...Αλκοολικούς ήρωες συναντούμε σε έργα της Σαρή και του Παπαθεοδώρου...

...Στο έργο Στη διαπασών του Παπαθεοδώρου αλκοολικός και βίαιος απέναντι στη γυναίκα του είναι ο πατριός του έφηβου ήρωα Θανάση.

Συμπερασματικές Παρατηρήσεις

Ι. Γενικές

1. Η γλώσσα ως σύστημα σημείων περικλείει και τις ενδοκοινωνικές εκείνες σχέσεις που ορίζονται ως σχέσεις ιεραρχικές, σχέσεις δηλαδή εξουσίας. Πιο συγκεκριμένα η γλώσσα του περιθωρίου εντάσσεται στα «ιδιώματα της αμφισβήτησης» και χρησιμοποιείται από κοινωνικές ομάδες οι οποίες αρνούνται να ενταχθούν στο θεσμικό πλαίσιο και στους κώδικες συμπεριφοράς της κοινωνίας του. Επιδίωξή τους είναι να δηλωθεί η κοινωνική αμφισβήτηση μέσω μιας ορισμένης γλωσσικής διαφοροποίησης σε λεξιλογικό, γραμματικοσυντακτικό και σημασιακό επίπεδο. Στην ενήλικη λογοτεχνία το μυθιστορηματικό κείμενο αντιμετωπίζεται ως χώρος διαμάχης «αντίπαλων» λόγων στο βαθμό που συγκροτείται από το συμφυρμό διαφορετικών και ιδεολογικά φορτισμένων κοινωνιολέκτων. Σύμφωνα, άλλωστε με τον Bakhtin (1981) στην αντιπαράθεση των γλωσσικών ποικιλιών ελλοχεύει η αντιπαράθεση ανάμεσα στα περιβάλλοντα που αυτές ανακαλούν. Για παράδειγμα η ετερογλωσσία (heteroglossia) μπορεί να εγγράφεται στο λογοτεχνικό πεδίο ως αντίσταση της περιφέρειας προς το κέντρο ή του ετερόχθονου προς τον αυτόχθονα ελληνισμό. Στα περισσότερα μυθιστορήματα Εφηβικής Λογοτεχνίας που μελετήσαμε αυτή η διαπάλη ανιχνεύεται με δυσκολία (σε λίγα έργα κυρίως με ναρκωτικά και ομοφυλοφιλία) και το κείμενο τείνει να εμφανίζεται ως ένα ενιαίο πολιτισμικό μοντέλο που αναπαράγει την κυρίαρχη γλωσσική και κοινωνική διάσταση και μέσα από αυτές παρουσιάζει όχι το λόγο, αλλά το ήθος και τη διάνοια των περιθωριακών ηρώων.

Αν δεχθούμε την άποψη του Jeremy Hawthorn πως μάλλον «δεν υπάρχει μορφή χρήσης της γλώσσας που να είναι από τη φύση της ακατάλληλη για τη λογοτεχνία» (1995: 105) παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον η ερμηνεία της γλωσσικής πρόθεσης του λογοτεχνικού έργου και πιο συγκεκριμένα η λογοκρισία ή μη της αθυροστομίας των ηρώων στα εφηβικά μυθιστορήματα. Είναι φανερό πως η λογοκριτική διαδικασία, η οποία σχετίζεται άμεσα με το ηθικοκοινωνικό πλαίσιο που δραστηριοποιείται όχι μόνο ο συγγραφέας αλλά και ο εκδότης του έργου (και η λογοκριτική αλυσίδα δεν έχει τελειωμό αν προσθέσουμε το μελετητή κριτικό, τον εκπαιδευτικό, το βιβλιοθηκονόμο, ακόμα και το γονέα – αγοραστή, οι οποίοι μεσολαβούν μέχρι να φτάσει το κείμενο στα χέρια του νεαρού, συνήθως, αναγνώστη), εστιάζει σε ζητήματα ιδεολογίας και γλώσσας και «δικαιολογείται» από τους εμπλεκόμενους λόγω της «ανωριμότητας» του αναγνωστικού κοινού στο οποίο απευθύνεται. Την τελευταία δεκαπενταετία είναι συχνότερο το φαινόμενο της αποτύπωσης στα κείμενα της Εφηβικής Λογοτεχνίας αγοραίων εκφράσεων από τους έφηβους και μη ήρωες (Αναγνωστόπουλος 1998: 174, Τσιλιμένη Τ. – Πανάου Π. 2010: 227). Οι ήρωες εκφράζουν έμμεσα την «άρνηση προσαρμογής και την αμφισβήτηση της ιεραρχίας» χρησιμοποιώντας μια «άλλη» γλώσσα (Φραγκουδάκη 1987: 99). Είναι μια μορφή «αντιεξουσίας», μια πρόκληση απέναντι σε κάθε μηχανισμό εξουσίας. Στα συγκεκριμένα μυθιστορήματα αποδίδεται επακριβώς η χρήση της αργκό και η αθυροστομία των νέων και πρέπει να είναι κανείς επαρκής ή τουλάχιστον σκεπτόμενος αναγνώστης για να διαπιστώσει τον κίνδυνο της ψευτοπρωτοπορίας που ελλοχεύει. Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως αρκετοί από τους συγγραφείς είναι επιφυλακτικοί στη χρήση της γλώσσας των νέων, γιατί φοβούνται ότι η παροδικότητά της θα συμπαρασύρει το έργο τους σε ανάλογη πορεία. Την ίδια όμως στιγμή προκύπτει μια σειρά γόνιμων προβληματισμών, καθώς τίθεται το ζήτημα της γλώσσας ως φορέα πολιτιστικών, πολιτισμικών και κοινωνικών στοιχείων της κάθε εποχής που αναπαρίσταται. Στη δική μας μελέτη διαπιστώνεται πως η ποιητική του κάθε συγγραφέα μυθιστορημάτων Εφηβικής Λογοτεχνίας δοκιμάζεται και μέσα από τις επιλογές της χρήσης ή μη της αργκό / αθυροστομίας από τους ήρωές του για να εκφράσουν την ένταση των συναισθημάτων τους, την αμφισβήτηση, την επαναστατικότητα, ακόμα και τη διάθεση ανυπακοής και παραβατικότητας, μέρος της επιθυμίας και της ανάγκης τους να διατρανώσουν τη δική τους ξεχωριστή ταυτότητα. Πρόκειται ουσιαστικά για το πέρασμα από την οικογένεια στην κοινωνία των συνομηλίκων, ταυτότητα που συνδέεται με την αυξημένη χρήση διαλέκτων (Ekert 2000: 4). Ο φόβος της «ιδιοποίησης» της γλώσσας των ηρώων (γλωσσικό πρότυπο) από τους έφηβους αναγνώστες έρχεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της μονοδρομικής χρήσης μιας αποστειρωμένης διαλέκτου. Να επισημάνουμε πως συναντήσαμε και ευρηματικούς χειρισμούς του θέματος, όπως για παράδειγμα στο Άλφα του Παπαθεοδώρου, την περίπτωση που ακριβώς επειδή ο ενήλικος πατέρας βιαιοπραγεί και βωμολοχεί, ο έφηβος γιος του αρνείται να υιοθετήσει έναν παρόμοιο τρόπο συμπεριφοράς και τον ανάλογο γλωσσικό κώδικα (σελ. 20). Θεωρούμε πιο «λογοτεχνικά» και λιγότερο παιδαγωγικά εκείνα από τα έργα που μελετήσαμε, στα οποία ο κάθε ήρωας «μιλά» τη γλώσσα που ταιριάζει στην προσωπικότητά του. Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονούμε πως το σύγχρονο εφηβικό μυθιστόρημα επικεντρώνεται πλέον όχι τόσο στην υπόθεση του έργου, αλλά στους χαρακτήρες του και πως, ενώ η γλώσσα των νέων χρησιμοποιείται με το σκεπτικό να μειωθεί η απόσταση μεταξύ ενήλικου συγγραφέα και έφηβου αναγνώστη, η αντιπαράθεση της γλώσσας του αφηγητή με τη γλώσσα των εφήβων πρωταγωνιστών δυνητικά μπορεί να την αυξήσει.

2. Καταγράψαμε μία μονάχα αναφορά στο ζήτημα της τρομοκρατίας που τα τελευταία χρόνια απασχολεί έντονα την ελληνική κοινωνία με τη συμμετοχή πολλών νέων ανθρώπων σε αντίστοιχες οργανώσεις. Δεν είναι συμπτωματικό πως αυτό συμβαίνει στο πολύ καλό μυθιστόρημα ενός νεότερου πεζογράφου, του Βασίλη Παπαθεοδώρου. Ο συγγραφέας αναδεικνύει την προβληματική του φαινομένου μέσα από ένα συντηρητικό και αστυνομοκρατούμενο καθεστώς που κατασκευάζει φανταστικούς εχθρούς τρομοκράτες με σκοπό να επιτύχει διά του φόβου τον απόλυτο έλεγχο της κριτικής σκέψης των πολιτών του. Φυσικά ούτε λόγος για περιθωριακούς ήρωες που φτάνουν στα όρια της αυτοδικίας, ενώ την ιδεολογική λειτουργία της αντίστασης, της κλοπής για παράδειγμα ως ανάλογης πράξης, απέναντι στο ισχύον πολιτικό σύστημα τη συναντούμε μόνο σε έργα που αναφέρονται στην κατοχική περίοδο ή στα χρόνια της χούντας. Με εχθρούς, δηλαδή, ορατούς και καθολικά αποδεκτούς. Το «δημοκρατικό» καθεστώς της νομιμότητας δεν αμφισβητείται πουθενά. Σε μία συνεξέταση όλων των συγγραφέων, στα έργα των οποίων συναντούμε περιθωριακούς ήρωες, θα ήταν πολύ ενδιαφέρον και σημαντικό να διαπιστωθούν ανάλογες θεματικές «σημαίνουσες απουσίες» ή έστω «ισχνές παρουσίες» στην Εφηβική Λογοτεχνία, που την ίδια χρονική στιγμή απασχολούν έντονα την κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας.

ΙΙ. Ειδικές

Παπαθεοδώρου Βασίλης

Στα βιβλία του Βασίλη Παπαθεοδώρου εντοπίζονται ποικίλοι περιθωριακοί ήρωες, όπως μετανάστες, τρομοκράτες, επαναστάτες νέοι, νεοναζί, χούλιγκανς, ναρκομανείς. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τα πρόσωπα αυτά με ιδιαίτερη προσοχή, αποφεύγοντας τόσο τις γλυκερές ωραιοποιήσεις όσο και τους εύκολους αφορισμούς. Η γραφή του ζωντανή και άμεση προσεγγίζει ρεαλιστικά τα φαινόμενα της κοινωνικής παθογένειας, ενώ το χιούμορ επιστρατεύεται για την αποκλιμάκωση των έντονων φορτίσεων. Στη μυθοπλασία κυριαρχούν οι νέοι οι οποίοι επιθυμούν την ανατροπή του κοινωνικού και πολιτικού κατεστημένου και απογοητεύονται από την αναξιοκρατία που επικρατεί. Προσπαθεί, πάντως και αυτός ο συγγραφέας να δικαιολογήσει την παραβατική τους συμπεριφορά, εντοπίζοντας την απαρχή των αιτιών ανάλογων ενεργειών στο δυσμενές οικογενειακό περιβάλλον. Αντίθετα, οι ενήλικες περιθωριακοί των μυθιστορημάτων του επιλέγουν συνειδητά το συγκεκριμένο τρόπο ζωής, με κύριο σκοπό το κέρδος. Ο συγγραφέας αναδεικνύει ζητήματα που σχετίζονται με τη διαφορετικότητα και τις μειονότητες με στόχο να υπονομεύσει την επικυριαρχία των στερεοτυπικών προκαταλήψεων απέναντί τους και να προβάλει το ιδανικό του σεβασμού στην ανθρώπινη φύση.

Κωτόπουλος Τριαντάφυλλος,
Λέκτορας Ελληνικής & Παιδικής Λογοτεχνίας Π.Τ.Ν. – Π.Δ.Μ.

Γαβάνου Φωτεινή, Δημοπούλου Αναστασία, Ζίγρα Ευανθία, Ντιούδη Αναστασία, Παυλίδου Μαριάννα, Πελέκα Στεργιανή, Σαλτίδου Θεοδώρα, Τζούτζια Όλγα, Χλαπουτάκη Ελισάβετ, Χρήστου Σταύρου – Μεταπτυχιακό Τμήμα Π.Τ.Ν. – Π.Δ.Μ.
(Κατεύθυνση Γλώσσα και Λογοτεχνία)

Εισήγηση στη Διημερίδα Θέματα Παιδικής Λογοτεχνίας που διοργανώθηκε από το Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας

Από τα πρακτικά της διημερίδας «Σύγχρονα κοινωνικά θέματα στην ελληνική παιδική και νεανική λογοτεχνία. Ξεκλειδώνοντας τα μυστικά της σημερινής κοινωνίας», Αλεξάνδρα Ζερβού, Θεσσαλονίκη 2009

Ο σύγχρονος διαφωτισμός: επικαιρότητα και μετουσίωση του διδακτισμού σε ελληνικά και ξένα παιδικά βιβλία του καιρού μας

Η προβολή της Αρνητικής Ουτοπίας

Στο ίδιο είδος γραφής και στην υποκατηγορία της λεγόμενης επιστημονικής φαντασίας αναφέρω το μυθιστόρημα Χνότα στο τζάμι του πολύ νεότερου Βασίλη Παπαθεοδώρου. Η κοινωνική επικαιρότητα των εφημερίδων και των τηλεοπτικών ειδήσεων μεγεθυμένη σε απειλητικές διαστάσεις και προβεβλημένη σ’ ένα εφιαλτικό μέλλον δίνει τον καμβά του μυθιστορήματος. Πραγματικές καταστάσεις όπως η παγκοσμιοποίηση, η βάρβαρη αστυνόμευση, η παρακολούθηση των πάντων για λόγους ασφαλείας, η κατασκευή μιας εικονικής και απατηλής πραγματικότητας με ψεύτικα είδωλα, η επαχθέστατη δικαιολογημένη –υποτίθεται- καχυποψία για τους πάντες, η δολοφονία αθώων από τις αρχές, δίνουν το σκηνικό για την προσωπική ιστορία ενός νεαρού φοιτητή και της οικογένειάς του. Καθένα από τα μέλη της αναζητεί το δικό του τρόπο για να επιβιώσει και κάποτε να αντισταθεί σ’ αυτό το ανελέητο σύστημα. Η στάση ενός μικρού κοριτσιού, της αδερφής του κεντρικού ήρωα εμπνέει ελπίδα κι αισιοδοξία μ’ ένα τρόπο συμβολικό, όπως άλλωστε και η στάση της δασκάλας της.
Είναι φανερή η «αφυπνιστική» διάθεση του μυθιστορήματος που θεματικά δεν βρίσκεται πολύ μακριά από το μυθιστόρημα του R. Ziegler, που αναφέραμε παραπάνω.

Αλεξάνδρα Ζερβού
Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

Εκδόσεις Εργαστηρίου Λόγου και Πολιτισμού
Πανεπιστημίου Θεσαλίας, Βόλος 2009

Aπό τα πρακτικά της διημερίδας «Σύγχρονα κοινωνικά θέματα στην ελληνική παιδική και νεανική λογοτεχνία. Ξεκλειδώνοντας τα μυστικά της σημερινής κοινωνίας», Ευαγγελία Μουλά, Θεσσαλονίκη 2009

Η διαχρονική δεξίωση της έννοιας της εφηβείας
και το Bildungsroman

Το ελληνικό εφηβικό μυθιστόρημα σήμερα

...Το εντελώς αρνητικό αντι-πρότυπο πατέρα (Άλφα) και η αίσθηση μοναξιάς και απόρριψης από την οικογένεια εκθέτουν τους νέους σε κινδύνους, επιπόλαιες επιλογές και απερίσκεπτες αντιδράσεις, που σε βάθος χρόνου όμως μπορεί να μετουσιωθούν σε πρώιμη ωρίμανση και υπευθυνότητα...

...Ο εξιδανικευμένος πνευματικός έρωτας φυσικά δεν απουσιάζει, αλλά αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα, ενώ η φιλία –ομόφυλη ή ετερόφυλη- είναι εξίσου σημαντική (..., Άλφα,...)

...Επιπλέον η βία έχει εισχωρήσει στην καθημερινή πρακτική τους. Συχνά επιλύουν τις διαφορές τους με ξύλο, συσπειρώνονται σε παρέες και εκφράζουν αντιεξουσιαστικές τάσεις (Άλφα,...)

Ευαγγελία Μουλά
Διδ. Παιδικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Εκδόσεις Εργαστηρίου Λόγου και Πολιτισμού
Πανεπιστημίου Θεσαλίας, Βόλος 2009

«Σύγχρονη Εφηβική Λογοτεχνία»- Συνέδριο Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στις 22 και 23 Μαΐου του 2009 (2η εισήγηση)

Το εφηβικό μυθιστόρημα στην ηλεκτρονική εποχή

...Από την άλλη, το εφηβικό βιβλίο που είτε απευθύνεται περισσότερο σε αγόρια είτε έχει πρωταγωνιστές κυρίως αγόρια, δείχνει μια σαφή θεματική προτίμηση για τα ηλεκτρονικά παιχνίδια...

Παρόμοιο και "Οι Εννέα Καίσαρες", που διηγείται την ιστορία δύο γειτονικών ανταγωνιστικών σχολείων, ενός δημοσίου και ενός ιδιωτικού, τα οποία με μικτές ομάδες μαθητών λαμβάνουν μέρος σε ένα διεθνή διαγωνισμό, προκειμένου να διερευνήσουν κάποιες θεματικές, ανάμεσά τους και τη Ρωμαϊκή Ιστορία. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινά μια σειρά από παράξενα γεγονότα, που ενώ αρχικά φαντάζουν συμπτωματικά, στο τέλος αποδεικνύονται μέρος του σκοτεινού σχεδίου ενός αρρωστημένου μυαλού που επιθυμεί να μεταφέρει στην πραγματικότητα τις συνθήκες ενός ηλεκτρονικού παιχνιδιού. Μόνο που πλέον οι χαρακτήρες δεν είναι φιγούρες μιας εικονικής πραγματικότητας αλλά μαθητές Λυκείου, και η αλλαγή πίστας/επιπέδου (level) δεν αποτελεί ανώδυνη διασκέδαση, αλλά θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή. Σε ένα βιβλίο με ισχυρές δόσεις αστυνομικού σασπένς, η ιστορία τελειώνει με την αποκάλυψη του ενόχου και τη χαρακτηριστική εγγραφή GAME OVER, θέτοντας έτσι μια λανθάνουσα παραλληλία ανάμεσα στην πράξη της ανάγνωσης από τη μια και το ηλεκτρονικό παιχνίδι από την άλλη.

...Και στα δύο βιβλία που συζητήθηκαν, κομβικό στοιχείο της πλοκής αποτελεί η σύμμειξη επιπέδων και η μετάβαση από ένα παιχνίδι που παίζεται στον υπολογιστή στην ίδια την πραγματικότητα. Είτε με τρόπο παράδοξο και ανεξήγητο (π.χ. "Το Μαγικό Παιχνίδι") είτε εξαιτίας της πρόθεσης κάποιου ήρωα να αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού και να μεταφέρει τα δικά του δεδομένα εκτός οθόνης (δες "Εννέα Καίσαρες"), τα όρια των μέσων ξεπερνιούνται και η εικονική γίνεται ... πραγματικότητα. Ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σειρά ερωτημάτων, που είναι συγχρόνως αισθητικά αλλά και φιλοσοφικά, αφού παρόμοια μυθιστορήματα, μέσα από παιχνίδια προσομοίωσης και μυθοπλασίας, καταπιάνονται με τα όρια ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, τον κόσμο και την απεικόνισή του...

...Εκείνο όμως που κυρίως χαρακτηρίζει τα διαμεσικά εφηβικά μυθιστορήματα είναι μια αμφισβήτηση ορίων γνωστή και από τα βιβλία στα οποία οι νέες τεχνολογίες είναι απλώς στοιχείο θεματολογίας (π.χ. "Εννέα Καίσαρες") και όχι αφηγηματικός τρόπος. Η κατάρριψη των στεγανών ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα με μια διάρρηξη των πλαισίων όπου η εικονική (virtual) καθίσταται πραγματικότητα (reality), και αντίστροφα, φαίνεται να αποτελεί το κυρίαρχο χαρακτηριστικό των εφηβικών βιβλίων στην ηλεκτρονική μας εποχή.

Αγγελική Γιαννικοπούλου
Aναπληρώτρια Καθηγήτρια Τμήματος Επιστημών
της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού Πανεπιστημίου Αιγαίου

«Σύγχρονη Εφηβική Λογοτεχνία»- Συνέδριο Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στις 22 και 23 Μαΐου του 2009 (1η εισήγηση)

"Αναγκαίες διακρίσεις και θεωρητικές/ιστορικές αναζητήσεις της εφηβικής λογοτεχνίας"

Η ελληνική Εφηβική Λογοτεχνία περιλαμβάνει πληθώρα μυθιστορηματικών ειδών, θεμάτων, αφηγηματικών τρόπων και τεχνικών.
Ως κυρίαρχο ρεύμα των μυθιστορημάτων τους οι Έλληνες συγγραφείς επιλέγουν το «συναισθηματικό» ρεαλισμό, ο οποίος, όμως, δεν προκαλεί ιδιαίτερα τον αναγνώστη, καθώς δεν αποκαλύπτει σκληρά συναισθήματα, δεν τονίζει τη βία ή την αυτοκαταστροφικότητα των ηρώων. Ο ρεαλισμός γίνεται αισθητός και μέσα από υφολογικές επιλογές, π.χ. εσωτερικούς μονολόγους, ημερολογιακή ή επιστολική γραφή, με αποτέλεσμα την προβολή έντονων συναισθηματικών καταστάσεων των εφήβων ηρώων, των εσώτερων ψυχικών διεργασιών τους και των προβληματισμών τους. Επιπλέον, η χρήση διακειμένων πολλαπλασιάζει τις εμπειρίες και τις σκέψεις των εφήβων για θέματα όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η αποδοχή του διαφορετικού, η μετανάστευση, η τρομοκρατία, τα ναρκωτικά, το AIDS, κ.ά.
Αντιπροσωπευτικοί συγγραφείς είναι ο Μάνος Κοντολέων, η Λίτσα Ψαραύτη, η Βούλα Μάστορη, η Άλκη Ζέη, η Ζωρζ Σαρή, η Ελένη Χωρεάνθη, η Λότη Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου, η Ηρώ Παπαμόσχου, η Τούλα Τίγκα, η Ελένη Δικαίου, η Ελένη Μαντέλου, η Κίρα Σίνου, ο Φίλιππος Μανδηλαράς, ο Βασίλης Παπαθεοδώρου, η Ελένη Πριόβολου με τις υπαρκτές και αναγκαίες υφολογικές διαφοροποιήσεις στα κείμενά τους.

Εισήγηση της κας Α. Κατσίκη - Γκίβαλου
στο Συνέδριο που διοργάνωσε το Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (Τ.Ε.Π.Α.Ε.) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
στις 22 και 23 Μαΐου του 2009 με θέμα «Σύγχρονη Εφηβική Λογοτεχνία»

Συνέδριο Πανεπιστημίου Αθηνών 2008

Το Περιπετειώδες Αφήγημα στη Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία για Παιδιά και Εφήβους (Διπλωματική Εργασία)

...Όμως, ο πολυπληθέστερος κλάδος του περιπετειώδους αφηγήματος στην ελληνική, τουλάχιστον, παραγωγή είναι αυτός με έργα αστυνομικής πλοκής. Εδώ ο συγγραφέας στήνει ένα μυστήριο, εισάγει μια εγκληματική πράξη και καλεί τον αναγνώστη να βρει τον ένοχο προτού αυτός ανακαλυφθεί και κατατροπωθεί από τα παιδιά-ήρωες στο τέλος του βιβλίου. Και βέβαια ένας από τους άγραφους νόμους αυτής της κατηγορίας είναι ότι κάθε λεπτομέρεια πρέπει να συνεισφέρει στο σχεδιασμό και επίλυση του αινίγματος και του μυστηρίου... Προσπάθεια επίλυσης κάποιου μυστηρίου έχουμε στο Καλοκαιρινό Μπουρίνι της Β. Ζορμπά-Ραμμοπούλου, Το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού του Γ. Ρεμούνδου, Οι εννέα Καίσαρες του Β. Παπαθεοδώρου.

Η αφήγηση κατά κύριο λόγο ακολουθεί τη χρονολογική σειρά της ιστορίας, με περιορισμένες αναλήψεις και προλήψεις. Σχετικά με τις τελευταίες αξίζει να αναφέρουμε το μυθιστόρημα Οι εννέα Καίσαρες στο οποίο η εξέλιξη της πλοκής βασίζεται σε εγκιβωτισμένα ηλεκτρονικά μηνύματα που λειτουργούν ως προαγγελίες, δίνοντας έτσι μια άλλη διάσταση στο κείμενο και καθιστώντας το πιο ενδιαφέρον.

Μαρία Τσούτσουβα