Συνεντευξεις

Του Βασιλη Παπαθεοδωρου στον τυπο και στο διαδικτυο 01

Συνέντευξη στην Έλενα Δασκαλάκη, Kid and the city, Τεύχος 8 - Μάιος 2011

Πώς έρχεται η έμπνευση για τη συγγραφή ενός βιβλίου που απευθύνεται σε μικρά ή μεγαλύτερα παιδιά; Πιστεύετε πως είναι πιο απαιτητικοί αναγνώστες συγκριτικά με τους «μεγάλους»;

Καταρχήν να σημειώσω ότι τα μικρά παιδιά και οι έφηβοι/νέοι είναι δύο εντελώς διαφορετικά αναγνωστικά κοινά, συνεπώς τόσο το να γράφεις γι’ αυτού του είδους τους αναγνώστες, όσο και να εμπνέεσαι για ένα βιβλίο που τους αφορά, διαφέρει κατά περίπτωση πάρα πολύ. Τα θέματά μου τα αντλώ τόσο από την επικαιρότητα, από ειδήσεις και νέα που πέρασαν απαρατήρητα πολλές φορές, αλλά εμένα μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση, αλλά και από το τι συμβαίνει γύρω μου. Μια σκηνή στο δρόμο, σε σχολείο, μια αναφορά από γνωστό σε κάτι, μια ιστορία που άκουσα, όλα αυτά μπορούν να φιλτραριστούν και να μετασχηματιστούν σε ένα βιβλίο, προσθέτοντας πάντα την κατάλληλη μυθοπλασία. Οι συγγραφείς οφείλουν να έχουν, και τις περισσότερες φορές έχουν, διαφορετική αντίληψη κι ευαισθησίες γι’ αυτά που συμβαίνουν, άσχετα αν τους αφορούν άμεσα ή όχι. Το κοινό στο οποίο απευθύνονται είναι δύσκολο, ακριβώς γιατί είναι ακόμα σχετικά «απαίδευτο». Ένα κακό βιβλίο, βαρετό κι ανούσιο, με επαναλήψεις και χωρίς δράση, μπορεί να απομακρύνει αναγνώστες. Τα παιδιά πρέπει να τα κερδίσεις, όχι απλά να τα πείσεις ότι πρέπει να διαβάζουν.

Τι κατά τη γνώμη σας προσφέρει στα σημερινά παιδιά η λογοτεχνία; Θα μπορούσε να αποτελεί ένα «παράθυρο» για να ονειρευτούν έναν καλύτερο, πιο ειρηνικό, πιο αισιόδοξο, πιο ασφαλή κόσμο;

Το σημαντικότερο που προσφέρει η λογοτεχνία στα παιδιά γενικά, είναι ανάπτυξη της κριτικής τους ικανότητας, η εξύψωση του αισθητικού τους κριτηρίου. Αυτό βέβαια γίνεται «υπόγεια» και υποσυνείδητα, είναι το τελικό κέρδος. Εννοείται πως πρωταρχικός στόχος ενός βιβλίου είναι να ευχαριστήσει τον αναγνώστη, να νιώθει αυτός κερδισμένος για τις ώρες που ξόδεψε για να το διαβάσει. Πέρα από αυτά, όσον αφορά στα μικρά παιδιά, η λογοτεχνία πρέπει να δίνει αισιοδοξία και ελπίδα, να τα γεμίζει όνειρα και θετικές σκέψεις. Στα μεγαλύτερα παιδιά (σε νέους κι εφήβους) όμως, πρέπει μαζί με τα προηγούμενα να υπάρχει και ο ρεαλισμός, οι κίνδυνοι και οι δυσκολίες της ζωής, η αξία του να αγωνίζεται κανείς, η χαρά της νίκης, αλλά και η υγιής αποδοχή της ήττας. Όλοι οι αναγνώστες διασκεδάζουν, αλλά παράλληλα εκπαιδεύονται από τα βιβλία, μαθαίνουν τρόπους χειρισμού καταστάσεων. Συνεπώς εννοείται πως πρέπει η λογοτεχνία να αποτελεί «παράθυρο» ονείρων κι αισιοδοξίας στον κόσμο, αλλά όχι πάντα σε βάρος της πραγματικότητας. Και αυτόν το δύσκολο συνδυασμό καλείται να εφαρμόσει ο συγγραφέας της παιδικής λογοτεχνίας.

Αποκλειστική συνέντευξη στο www.hellasgr.net - 5 Μαΐου 2011

Που γεννηθήκατε και μεγαλώσατε;

Γεννήθηκα στην Αθήνα, και από το 1979 ζω στη Γλυφάδα. Άρα "θεωρώ" τον εαυτό μου μάλλον ως Γλυφαδιώτη, παρόλο που δεν έχω καθόλου μέσα μου την αίσθηση του τοπικισμού και της ιδιαίτερης πατρίδας.

Πότε και με ποια αφορμή ξεκινήσατε τη συγγραφή βιβλίων;

Το 1995, τελειώνοντας το Ναυτικό και έχοντας ένα ολόκληρο καλοκαίρι μπροστά μου, κάθισα μια μέρα και άρχισα να γράφω μια ιδέα που είχα στο χαρτί. Πείτε πως ξεκίνησα τυχαία, ίσως και από καθαρή πλήξη, χωρίς δηλαδή να με παρακινήσει κάτι πιο σπουδαίο, πιστεύω όμως ότι απλά έβγαλα εκείνη τη στιγμή κάτι που προϋπήρχε μέσα μου.

Πότε και με ποιο βιβλίο έγινε το συγγραφικό σας ντεμπούτο;

Το 1996 έγραψα τη "Σχολική Παράσταση", που εκδόθηκε το 2000. Το 2001 ακολούθησαν το "Άλφα" και το "Μήνυμα", που είχαν γραφτεί το 1998.

Από που "αντλείται" συνήθως έμπνευση για να γράφετε βιβλία;

Από παντού, δεν είναι καθόλου δύσκολο να ακούσεις, να διαβάσεις, να δεις μια είδηση ή κάτι που να σε εντυπωσιάσει και να αποφασίσεις να το εξελίξεις σε ιστορία. Συνήθως, αυτό το "κάτι" στους συγγραφείς είναι ένα γεγονός ή ένα περιστατικό, που στους περισσότερους άλλους περνά απαρατήρητο.

Ποια ήταν η καλύτερη και η χειρότερη στιγμή της καριέρα σας μέχρι σήμερα;

Οι καλύτερες στιγμές είναι πολλές: Είναι τα δύο Κρατικά Βραβεία το 2008 και 2010, είναι αρκετές επισκέψεις σε σχολεία, όπου νιώθεις να σε τιμούνε οι μαθητές, δείχνοντας αγάπη για τα βιβλία σου. Σε σχολεία και βιβλιοπωλεία επίσης έχω ζήσει και αρκετές άβολες στιγμές, όπου υπάρχει κάποιες φορές μια διάχυτη αδιαφορία για το ποιος είσαι και τι έχεις πάει να κάνεις εκεί.

Ποιο είναι το μεγαλύτερο όνειρό σας που δεν έχετε καταφέρει να πραγματοποιήσετε μέχρι σήμερα;

Μμμμ, δύσκολη ερώτηση. Ας πούμε ότι θα ήθελα να δω ένα βιβλίο μου να γίνεται ταινία. Αλλιώς τα όνειρα που είναι απραγματοποίητα είναι πάμπολλα. Ο καθένας πρέπει να τα αξιολογεί και να κυνηγά αυτά που θεωρεί ότι ίσως κάποτε μπορεί και να φτάσει, να κατακτήσει. Και τότε...θα του δημιουργηθούν άλλα όνειρα.

Από όλα τα βραβεία που έχετε πάρει μέχρι σήμερα υπάρχει κάποιο το οποίο για οποιοδήποτε λόγο να ξεχωρίζετε ιδιαίτερα;

Το κάθε ένα έχει την αξία του, και με κάνει να το ζω. Θεωρώ ότι τα Κρατικά Βραβεία και τα Βραβεία του περιοδικού Διαβάζω, μου πρόσφεραν μεγάλη χαρά, ίσως λόγω της επισημότητας και αναγνωρισιμότητάς τους.

Είστε ικανοποιημένος με τον εαυτό σας και τη δουλειά σας; Αν σας δινόταν η ευκαιρία, θα αλλάζατε κάτι;

Είμαι πολύ ικανοποιημένος με την πορεία μου ως συγγραφέας. Ως άνθρωπος έχω βέβαια πολλά να αλλάξω στον εαυτό μου, άλλα ίσως τα καταφέρω κι άλλα όχι, αλλά σα συγγραφέας, είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου, σύμφωνα πάντα με τα δικά μου δεδομένα και ανεξάρτητα αν τα βιβλία μου αρέσουν ή όχι.

Έχετε πρότυπα στη ζωή σας και στη συγγραφική σας καριέρα;

Δε θα το έλεγα, δε θα ανέφερα τη λέξη "πρότυπο". Σίγουρα έχω επηρεαστεί και επηρεάζομαι (είτε θετικά, είτε αρνητικά) από πολλά άτομα, όπως κι όλοι μας άλλωστε. Όπως επίσης θεωρώ δεδομένο ότι έχω επιδράσεις και επιρροές κρυφές, που δεν τις έχω συνειδητοποιήσει κι εγώ ακόμα.

Νομίζετε ότι ο Έλληνας του σήμερα, και ιδίως η νέα γενιά, έχει στενές σχέσεις με το βιβλίο;

Όχι ιδιαίτερα, βλέπετε το να ενεργοποιούνται όλες ή έστω οι περισσότερες αισθήσεις σου, όπως συμβαίνει με ένα βιβλίο, αλλά κυρίως το να ενεργοποιείται το μυαλό και η σκέψη σου, είναι κάτι το οποίο πρέπει ο άλλος να το μαθαίνει από μικρός, να το επιζητά. Οι περισσότεροι προτιμούμε το εύκολο, αυτό που απλά παρακολουθούμε ως θεατές, χωρίς να χρειάζεται να εμβαθύνουμε. Έτσι το βιβλίο είναι για πολλούς από χέρι χαμένο.

Γράφετε εμπειρικά; Αποτελούν τα βιβλία σας προσωπικές εμπειρίες η όχι;

Σε αρκετά βιβλία μου έχουν περάσει σκέψεις, γνώμες, ιδέες και βιώματα δικά μου, τα οποία βέβαια παραλάσσω για να εξυπηρετηθεί η εκάστοτε μυθοπλασία.

Μετανοιώσατε ποτέ που γίνατε συγγραφέας;

Ποτέ!

Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο αυτή τη περίοδο;

Πάντα έχω κάτι στο μυαλό μου και το επεξεργάζομαι, άσχετα αν έχω κρατήσει κάποιες σημειώσεις ή κάτσω κάτω να το γράψω. Το μυαλό είναι πάντα απασχολημένο, έστω και σε επίπεδο συλλογής εικόνων και ιδεών. Με αυτή την έννοια, πάντα έχω κάτι στα σκαριά.

Ποια είναι η συμβουλή που θέλετε να δώσετε στους νέους συγγραφείς;

Να μην απογοητεύονται εύκολα, να μην αποδίδουν στον εαυτό τους το χαρακτηρισμό "συγγραφέας" με το πρώτο ή δεύτερο βιβλίο τους. Το κοινό είναι αυτό που θα κρίνει εντέλει αν είσαι συγγραφέας. Επίσης να αφήνουν ελεύθερη τη φαντασία τους και να μη γράφουν πράγματα που νομίζουν ότι θα αρέσουν στους άλλους. Να γράφουν για να αρέσουν στους ίδιους.

Ποια είναι η γνώμη σας για τον ιστοχώρο μας; (www.hellasgr.net)

Ο ιστοχώρος σας είναι εξαιρετικά ποικίλος και πλούσιος, σίγουρα έχει γίνει πάρα πολλή καλή δουλειά και προσφέρει απεριόριστες δυνατότητες σε αυτούς που θα θελήσουν να πλοηγηθούν στα links του. Μπράβο σας!

Συνέντευξη στην εφημερίδα των εκδόσεων Μεταίχμιο «Παιδιά διάλειμμα» Τεύχος 17 - Άνοιξη 2011

Η μικρή δημοσιογράφος συναντά τον αγαπημένο συγγραφέα των παιδιών Βασίλη Παπαθεοδώρου

Σε ποιον χώρο γράφετε τα βιβλία σας;

Δεν έχω συγκεκριμένη προτίμηση για το πού θα κάτσω να γράψω. Συνήθως στο γραφείο μου ή το καλοκαίρι στο εξοχικό μου. Επειδή έχω την ιδέα στο μυαλό μου ολοκληρωμένη, προτού κάτσω να γράψω, ο χώρος δεν παίζει ιδιαίτερη σημασία για μένα. Μεγαλύτερη βαρύτητα δίνω στον χρόνο, δηλαδή γράφω πάντα το πρωί, όταν το μυαλό είναι εντελώς καθαρό και είμαι ξεκούραστος.

Σε ποια ηλικία ξεκινήσατε να γράφετε βιβλία;

Στα είκοσι οχτώ μου πρωτάρχισα να γράφω. Στην αρχή νόμιζα ότι το ξεκίνησα σε σχετικά μεγάλη ηλικία, μετά όμως κατάλαβα ότι, αν σε ενδιαφέρει και σε τραβά κάτι για να ασχοληθείς μαζί του, τότε δεν υπάρχει ηλικία. Αρκεί που αποφασίζεις να το κάνεις και το πραγματοποιείς. Φαντάζομαι, κάποιο ενδιαφέρον ή κάποια κλίση θα υπήρχαν από παλιά μέσα μου, όμως τότε βγήκαν στην επιφάνεια. Λοιπόν... ποτέ δεν είναι αργά!

Όταν γράφετε, από πού επηρεάζεστε;

Από τα πάντα σχεδόν. Μπορεί να μου κάνει εντύπωση μια ιστορία που θα ακούσω ή μια φωτογραφία που θα δω, μια είδηση που θα διαβάσω, ένα νέο που θα μάθω, ή μια σκηνή στον δρόμο, την οποία θα παρακολουθήσω. Αποκεί και μετά, όλα αυτά μπαίνουν στα «συρταράκια» του μυαλού, μπορεί να κάτσουν εκεί για χρόνια και να δουλευτούν, χωρίς καν να το καταλαβαίνω, και έπειτα από καιρό να βγουν σε μια ιστορία.

Από τα βιβλία που έχετε γράψει ποιο είναι το αγαπημένο σας και γιατί;

Το αγαπημένο μου βιβλίο είναι το "Στη διαπασών", ένα καθαρά νεανικό βιβλίο. Ο ήρωας μιλά στο πρώτο πρόσωπο, και από ένα σημείο και μετά σκέφτεται και μιλά σαν και μένα. Με τον Θανάση, τον πρωταγωνιστή του βιβλίου, έχουμε πάρα πολλά κοινά, στον τρόπο που σκεφτόμαστε κι εκφραζόμαστε, αλλά όχι στις πράξεις που κάνουμε. Πέρα από αυτό, το συγκεκριμένο βιβλίο έχει και αρκετά προσωπικά στοιχεία.

Γιατί θέλατε να γίνετε συγγραφέας;

Αυτή είναι ίσως η πιο δύσκολη ερώτηση. Ούτε κι εγώ ξέρω καλά καλά. Πιστεύω ότι έτσι συνδέομαι ακόμη με ένα κομμάτι της εφηβείας μου, νιώθω πως είμαι νεότερος. Πάνω απ’ όλα όμως αυτό είναι κάτι που με ευχαριστεί, μου δίνει χαρά και αυτοπεποίθηση.

To βιβλίο του Βασίλη Παπαθεοδώρου "Στη διαπασών" κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου 2010.

Βαλεντίνη Ναστούλη (μαθήτρια της ΣΤ΄ Δημοτικού)

Συνέντευξη στη Σάντρα Βούλγαρη, Καθημερινή της Κυριακής, 20 Μαρτίου 2011

Χαοτικός ο χώρος του παιδικού βιβλίου

Δύο γνωστοί και πολυβραβευμένοι συγγραφείς μιλούν στην «Κ»

Μια άνοιξη πολλών νέων τάσεων, ταλέντων και συγγραφέων. Ενας χώρος πολύπλευρος ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί με ραγδαίους ρυθμούς ακολουθώντας τους αντίστοιχους στο εξωτερικό. Αν και σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα έμοιασε να υπερφορτώνεται με ιδέες και προσπάθειες, η ποιότητα και ποσότητα του σύγχρονου παιδικού βιβλίου στην Ελλάδα έχουν ανέβει αισθητά. Ακόμη μια τρανή απόδειξη είναι η εξ ημισείας φετινή βράβευση, με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Βιβλίου 2010, σε δύο από τους καλύτερους εκπροσώπους του χώρου. Από τη μια πλευρά ο δάσκαλος του ελληνικού παιδικού βιβλίου Μάνος Κοντολέων με την τριαντάχρονη πορεία του, ο οποίος βραβεύεται για το βιβλίο «Πολύτιμα Δώρα» (εκδ. Πατάκη), ένα έργο λυρικό, παραμυθένιο, συναισθηματικό. Δίπλα του ο νεώτερος στο τοπίο, Βασίλης Παπαθεοδώρου, πολυβραβευμένος για το ιδιαίτερα δυναμικό, σχεδόν κινηματογραφικό στυλ γραφής του, με θέματα εμπνευσμένα από την επικαιρότητα των νέων, ξαναβραβεύεται, αυτή τη φορά για το βιβλίο του «Στη διαπασών» (εκδ. Καστανιώτη). Μόλις μια ανάσα από την εισβολή της ψηφιακής εποχής του βιβλίου, μέσα στη δίνη της κρίσης, η οποία κυρίως «στο ανθρώπινο επίπεδο της» πρόκειται σύντομα να επηρεάσει τα έργα τους, οι δύο συγγραφείς μίλησαν στην «Κ» για τις «αντιστάσεις» του παιδικού βιβλίου.

Κύριε Παπαθεοδώρου, στα έργα σας παρουσιάζετε μια σκληρή πραγματικότητα. Ποια είναι για σας η λύτρωση και πώς τη δίνετε στους αναγνώστες σας;

Καλό είναι να υπάρχουν πολλές αναγνώσεις και πολλά επίπεδα στο οποιοδήποτε βιβλίο. Η λύτρωση για μένα είναι αρχικά η συνειδητοποίηση των εκάστοτε καταστάσεων, η ελπίδα ότι, όσο δύσκολες και να είναι αυτές, πάντα –ή τουλάχιστον τις περισσότερες φορές– θα υπάρχει λύση. Και η λύση αυτή δεν σημαίνει απαραίτητα και «δράση», άλλες φορές σημαίνει συμφιλίωση και αποδοχή της κατάστασης. Αυτό όμως που δίνω ως στίγμα στα βιβλία μου, είναι η δυνατότητα των ατομικών επιλογών, της προσωπικής ευθύνης, των χειρισμών. Ο καθένας, συνειδητοποιώντας το περιθώριο και τις συνέπειες των πράξεών του, μπορεί να πράξει αναλόγως. Και αυτή η συνειδητοποίηση για μένα είναι μια πρώτη μορφή λύτρωσης κι ελπίδας.

Ο χώρος του παιδικού/εφηβικού βιβλίου στην Ελλάδα μοιάζει σήμερα πολύ πιο πλούσιος αλλά συγχρόνως χαοτικός. Πώς βλέπετε το τοπίο, ποιες είναι οι σκέψεις σας γι’ αυτό;

Ναι, όντως έτσι είναι τα πράγματα: Χώρος πλούσιος, από την υπερπροσφορά βιβλίων, κακογραμμένων πολλές φορές και επαναλαμβανόμενων, εισαγόμενων ή κακομεταφρασμένων, και γι’ αυτό τον λόγο και χαοτικός. Υπάρχουν εξαιρετικά βιβλία, πραγματικά διαμάντια, που χάνονται και αδικούνται πολλές φορές από τον υπερκορεσμό της αγοράς. Πώς να πείσεις έναν έφηβο να διαβάσει, εάν έχει απογοητευθεί από την πρώτη του ανάγνωση, αυτή ενός βαρετού και ανούσιου βιβλίου; Η ποικιλία και ο πλουραλισμός κάνουν καλό στο βιβλίο, αλλά χρειάζεται γερό φιλτράρισμα. Πάντως, και τα κακά βιβλία έχουν την αξία τους, αν μου επιτρέπεται να το πω αυτό. Εξασκούν τον αναγνώστη στο να εκτιμά τα καλά.

Ποιες ιστορίες σας αρέσει να λέτε στα παιδιά; Και στους ενήλικες; Υπάρχει διαχωρισμός;

Ισως φανεί περίεργο, αλλά δεν λέω ιστορίες σε παιδιά. Ούτε σε ενήλικες. Μου αρέσει να λέω ιστορίες, να γράφω, απευθυνόμενος σε εφήβους και νέους. Και μάλιστα να σκέφτομαι και να αναπτύσσω ιδέες και καταστάσεις, που ταιριάζουν περισσότερο στη «λογοτεχνία ενηλίκων», και μετά να τις προσαρμόζω στη νεανική ηλικία. Προσεγγίζω, δηλαδή, το όποιο αναγνωστικό κοινό από μια ενήλικη σκοπιά και θεματολογία, την οποία και επεξεργάζομαι. Και αυτή νομίζω η επεξεργασία είναι ίσως η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ λογοτεχνίας ενηλίκων και νεανικής λογοτεχνίας. Στο εξωτερικό είναι ευρύτατα διαδεδομένος ο όρος «νεαροί ενήλικες», δηλαδή οι έφηβοι εκεί αντιμετωπίζονται περισσότερο σαν ενήλικες, παρά σαν παιδιά.

Επίκαιρος ο Θανάσης

Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου μιλάει για τον ήρωα του ιδιαίτερα επίκαιρου βιβλίου του «Στη διαπασών». «Oντως, ο Θανάσης, ο ήρωας του βιβλίου, είναι μια επίκαιρη αλλά συνάμα και διαχρονική φιγούρα. Eνας λούζερ, χωρίς αυτοπεποίθηση, χωρίς παρέα στην ουσία, μοναχός του, ενώ θέλει να ανήκει σε κάποιο σύνολο, ψάχνει χωρίς να ψάχνεται και καταλήγει στην παραβατικότητα. Είναι θέμα επιλογών και χειρισμών, θα μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Η αδυναμία όμως δεν είναι ψόγος, κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει γι’ αυτό, χωρίς να λάβει υπόψη το περιβάλλον όπου μεγάλωσε, τη βία στην ίδια του τη γειτονιά και στο σπίτι του. Μέχρι που αρχίζει να τρώει τα χαστούκια απανωτά, για να νιώσει ότι πρέπει να δώσει τόπο στην οργή του. Τον Θανάση, σαν ήρωα, τον αγαπώ. Είναι ένας από μας, από όλους μας. Oλοι μας έχουμε υπάρξει "Θανάσης", όλοι μας έχουμε νιώσει λούζερ, για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα».

Δημοσιεύματα - Δηλώσεις μετά την ανακοίνωση των Κρατικών Βραβείων 2010 - 25 Φεβρουαρίου 2011

Το διαχρονικό παιδικό βιβλίο

Το δικό του βραβείο, ο Βασίλης Παπαθεοδώρου, για το βιβλίο «Στη διαπασών» (εκδ. Καστανιώτη) το αφιερώνει «στους χαμένους που θέλουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους».
Ικανοποιημένος ο συγγραφέας από την βράβευση του δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «νιώθω ιδιαίτερη τιμή κυρίως γιατί είναι ένα βιβλίο που έγραψα καταθέτοντας πολλά προσωπικά, βιωματικά στοιχεία».
Το βιβλίο απευθύνεται σε εφήβους και νέους.

Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, 25 Φεβρουαρίου 2011

Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας Παιδικού Βιβλίου... διά δύο

Χαρούμενος και συγκινημένος δηλώνει και ο Βασίλης Παπαθεοδώρου "ειδικά για τη βράβευση αυτού του βιβλίου το οποίο έχει προσωπικά μου βιώματα αλλά και ο ήρωάς μου έχει πολλά δικά μου στοιχεία. Έχω χαρεί πάρα πολύ" συνεχίζει ο συγγραφέας "όταν βρέθηκα σε κάποια σχολεία και άκουσα από εφήβους να μου λένε πως δεν είχαν διαβάσει ούτε ένα βιβλίο στη ζωή τους και μετά την ανάγνωση του "Στη διαπασών" παρακινήθηκαν να συνεχίσουν και με άλλα αναγνώσματα. Πιστεύω ότι μια μεγάλη επιβράβευση αλλά και επιδίωξη για έναν συγγραφέα είναι να κατορθώνει να αγγίξει έστω και ένα άτομο και να το παρακινεί και σε άλλα αναγνώσματα".

Αυγή, 25 Φεβρουαρίου 2011

Από τη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης στην ημερίδα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Η Παιδική Λογοτεχνία σήμερα: Τάσεις και Προοπτικές - 3 Νοεμβρίου 2009

Κι αρχίζω από την πρώτη ερώτηση: Σε ποια ανάγκη σας υπακούει η γραφή; Γιατί γράφετε;

Αυτή η ερώτηση είναι πραγματικά δύσκολη και κατά τη γνώμη μου χρειάζεται να γίνει ένας διαχωρισμός: «Γιατί αρχίσατε να γράφετε» και «Γιατί συνεχίζετε να γράφετε». Οι απαντήσεις θα είναι αρκετά διαφορετικές. Πιστεύω ότι αρχικά γράφει κανείς για να εκφρασθεί, να ξεπεράσει ίσως κάποιες ανασφάλειες, να αυτοεπιβεβαιωθεί. Δηλαδή οι λόγοι είναι κυρίως βαθιά ψυχολογικοί, μια ανάγκη που ωθεί τον άλλον να ασχοληθεί με αυτό. Εγώ π.χ., ασχολούμαι κυρίως με εφηβική και νεανική λογοτεχνία – και όχι τόσο με καθαρά παιδική – ως αποτέλεσμα, ίσως, μιας άνευρης, μοναχικής και συντηρητικής εφηβείας. Η ερώτηση όμως μετά διαφοροποιείται. Ποιος θα ήθελε να δει τα έργα του στο συρτάρι και όχι να εκδοθούν; Ποιος θα ήθελε να εκδοθούν και να μην πουλήσουν κάποια αντίτυπα; Ποιος θα ήθελε να πουλήσει κάποια αντίτυπα και να μην τύχει κάποιας αναγνώρισης; Συνεπώς, όσο προχωρά κανείς με αυτήν την ενασχόληση, αλλάζουν και οι ανάγκες ή οι προσδοκίες του. Έτσι στο τέλος υπάρχει μια σωρεία παραγόντων που ωθεί κάποιον στο γράψιμο: από την καθαρόαιμη ανάγκη έκφρασης και επιβεβαίωσης, την ανάγκη για επικοινωνία, την ανάγκη για νέες συγγραφικές προκλήσεις, έως τη ματαιοδοξία και σε ορισμένους, τα χρήματα. Συνεπώς όλοι αυτοί οι παράγοντες ενυπάρχουν μέσα μας, αρκεί να ισορροπήσουμε τα ποσοστά με τα οποία αυτοί εκδηλώνονται, για να είμαστε κι εμείς περισσότερο ισορροπημένοι και στοχευμένοι σε αυτό που κάνουμε.

Σε ό,τι αφορά τη θεματολογία της παιδικής λογοτεχνίας, διαπιστώνεται ότι αυτή εστιάζει σε σύγχρονα και κοινωνικά κυρίως θέματα. Πώς λειτουργεί αυτό στο συγγραφέα; Δηλαδή αφουγκράζεται ή επιτάσσεται ο δημιουργός στον σύγχρονο προβληματισμό ώστε να είναι επίκαιρος και επ΄αυτού συγγράφει; Καιαυτό πώς συνδέεται με την έμπνευση; Δηλαδή πώς λειτουργεί η έμπνευση στην περίπτωση αυτή; Μόνο σε επίπεδο χαρακτήρων, στησίματος του μύθου; Γράφουν οι συγγραφείς ελεύθερα; Ή με βάση κάποια επιβεβλημένη κατά κάποιο τρόπο θεματολογία, την οποία συχνά επιβάλλουν όχι μόνο οι εποχές αλλά και οι εκδότες, οι οποίοι ζητούν «γράψε ένα μυθιστόρημα γι αυτό το θέμα». Πόσο αυτή η τακτική λειτουργεί εις βάρος της αυθόρμητης λογοτεχνικής σύνθεσης;

Κατά κάποιον τρόπο θα έλεγα ότι γράφω, αφουγκραζόμενος και εμπνεόμενος από την πραγματικότητα, από νέα, ειδήσεις, παράξενα που ακούω και βλέπω, που τα ταξινομώ και τα επεξεργάζομαι σε κάποια δεδομένη στιγμή. Επειδή πιστεύω ότι η γραφή μου έχει κάτι το κινηματογραφικό και βασίζεται κυρίως στο στήσιμο της δράσης, νομίζω ότι η επικαιρότητα μου προσφέρει ένα ευρύ πεδίο έμπνευσης. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι οι εκδότες, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, ζητούν κάποια «παραγγελία», τουλάχιστον αυτό δεν μου έχει τύχει. Το ζήτημα είναι ότι αρκετές φορές οι ίδιοι οι συγγραφείς πέφτουν στην παγίδα του επίκαιρου και μοντέρνου, έτσι ώστε να βγαίνουν σωρηδόν μυθιστορήματα για οικολογία, νευρική ανορεξία, κλπ. Και αυτό βέβαια λειτουργεί σίγουρα σε βάρος του αυθόρμητου.

Το στοιχείο του φανταστικού γοητεύει ιδιαίτερα τους αναγνώστες παιδιά. Τι θέση έχει αυτό στα έργα σας, όταν αναπτύσσετε ένα κοινωνικό ρεαλιστικό θέμα;

Ας ξεκαθαρίσω εδώ ότι οι σπουδές μου είναι πρακτικής κατεύθυνσης, καθώς επίσης κι ότι δε γράφω καθαρόαιμα παιδικά βιβλία, αλλά προτιμώ τα εφηβικά και τα νεανικά. Αυτό ίσως είναι ευχή και κατάρα μαζί. Δεν μπορώ να με φανταστώ να γράφω ιστορία του τύπου «Χάρυ Πότερ» ή «Λυκόφως», γιατί ό,τι γράφω θέλω να συμβαδίζει με τη λογική και την καθημερινότητα. Από την άλλη, το νεανικό κοινό, έλκεται από μυστήριο και αστυνομική δράση, από αινίγματα και ερωτήματα, τα οποία θέλει να απαντήσει με μια λογική διαδικασία σκέψης. Γι’ αυτό το λόγο αισθάνομαι κι εγώ πολύ άνετα σε αυτό το είδος, το οποίο κατά τη γνώμη μου είναι και το δυσκολότερο, επειδή ακροβατεί μεταξύ παιδιού κι ενήλικα κι επειδή δεν πολυδιαβάζεται. Δεν αισθάνομαι βολικά να γράψω κάτι πολύ παιδικό, αλλά νιώθω και μια σχετική ανεπάρκεια να ασχοληθώ με το μυθιστόρημα ενηλίκων.

Πόσο τα κείμενα των παιδικών σας χρόνων μετεγγράφονται στα έργα σας με οποιαδήποτε μορφή (είτε ως τεχνική, ως ήρωες κλπ.). Είναι τα πρώτα εκείνα αναγνώσματα τόσο δυνατά ώστε να σας συντροφεύουν και να σας επηρεάζουν εσαεί;

Πιστεύω πως ναι. Είμαι βαθιά επηρεασμένος από την αγγλοσαξωνική λογοτεχνία (Ο Άρχοντας των Μυγών, Ο Φύλακας στη Σίκαλη, βιβλία του Στάινμπεκ), αλλά και από πάρα πολλούς Έλληνες (Σαρή, Ζέη, αλλά και Ραπτόπουλο, Τατσόπουλο, Φακίνου στα πρώτα τους κυρίως). Προσπαθώ να δημιουργήσω ένα καλό και ει δυνατόν, ρωμαλέο, story-telling, και μετά να το γεμίσω με χαρακτήρες, περιγραφές, βιώματα. Αυτός είναι ο τρόπος της γραφής μου. Δεν ξεχνώ τη νεανικότητα της γραφής των προηγουμένων, αλλά ούτε και τον τρόπο με τον οποίον εντάσσουν το «φανταστικό» στα γραπτά τους. Πιστεύω ότι με έχουν επηρεάσει.

Συνέντευξη στην Τ. Τσιλιμένη

Συνέντευξη στην Όλγα Ζαφείρη για την εφημερίδα εργαζομένων στο ΥΠ.ΠΟ. «Ατάκτως», Στήλη «Επωνύμως» - Ιούλιος 2009

Το βιβλίο «Χνότα στο Τζάμι» του Βασίλη Παπαθεοδώρου, έχει διακριθεί με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου, το Βραβείο του Περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ 2008 στην κατηγορία Λογοτεχνικού Βιβλίου για Μεγάλα Παιδιά και έχει λάβει έπαινο του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου 2008.
Η επιλογή μας να φιλοξενήσουμε τον συγγραφέα προέκυψε –με αφορμή τη βράβευσή του- τόσο λόγω του περιεχομένου του βιβλίου (που μοιάζει να έχει «προβλέψει» τα γεγονότα του Δεκέμβρη), όσο και από το ότι ο συγγραφέας αφιέρωσε το Βραβείο στον Αλέξη και στην Κ. Κούνεβα. αλλά ας δώσουμε το λόγο στο συγγραφέα.

Το τοπίο στο οποίο εκτυλίσσεται η δράση των λογοτεχνικών ηρώων σας πώς συνδέεται με το πραγματικότητα που μας περιβάλλει;

Αν αφαιρέσει κανείς τα δραματουργικά στοιχεία του μυθιστορήματος, καθώς κι αυτά που σχετίζονται με την τεχνολογία, θα διαπιστώσει ότι το τοπίο είναι, ήταν και θα είναι υπαρκτό. Ανέκαθεν η περιστολή ατομικών δικαιωμάτων και το "management" του φόβου υπήρξαν παγκοσμίως κοινή τακτική. Σε κάποιες περιπτώσεις ίσως το βιβλίο είναι ήδη ξεπερασμένο από την πραγματικότητα, άσχετα αν αυτή τη συνειδητοποιεί ο μέσος πολίτης ή όχι. Το Echelon υπάρχει, ο Δούρειος Ίππος ήταν η πρώτη καταγεγραμμένη περίπτωση σκηνοθετημένου γεγονότος. Η διαμόρφωση όμως αυτού του τοπίου διαφέρει από εποχή σε εποχή και από χώρα σε χώρα.

Η επιλογή σας να αφιερώσετε το βραβείο - κατά τη διάρκεια μάλιστα της τελετής απονομής του ΥΠ.ΠΟ.- στον Αλέξη Γρηγορόπουλο και στην Κ. Κούνεβα αποτέλεσε μήνυμα προς πολλούς αποδέκτες. Ποιές σκέψεις υπαγόρευσαν αυτή την αφιέρωση;

Το βιβλίο μιλάει πρωτίστως για την ελευθερία του ατόμου και στο τέλος για το πώς μπορεί ο κάθε άνθρωπος να διαχειριστεί τις επιλογές του. Είναι ένα βιβλίο όπου μέσα από την όποια βία, ανυψώνεται η μη-βία. Θεωρώ ότι ήταν ζήτημα συνέπειας για μένα, για το βιβλίο, για τον όποιον αναγνώστη το διαβάσει, για την επικαιρότητα, να πω δυο κουβέντες παραπάνω, πέρα από τις δεδομένες ευχαριστίες και την τιμή που μου έγινε. Το ότι αναφέρθηκαν η Κούνεβα, ο Πανούσης, ο Γρηγορόπουλος, άσχετα άτομα μεταξύ τους, με διαφορετικές επιθυμίες, επιδιώξεις, ζωές και καταλήξεις, τονίζει το γεγονός ότι η βία είναι ένα φαινόμενο που μπορεί να πλήξει τον καθένα, οποτεδήποτε και παντού. Πέρα από αυτό, στο βιβλίο δολοφονείται ένας αθώος νεαρός. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα γινόταν να αγνοήσω το γεγονός...

Τα γεγονότα του περασμένου Δεκέμβρη θα μπορούσαν να παραλληλιστούν με την στιγμή στο βιβλίο σας που τα παιδιά αποδρούν από τις "φυλακές" τους, κατεβαίνουν στους δρόμους και δεν χρησιμοποιούν πλέον τα χνότα στα τζάμια για να επικοινωνήσουν. Η επιστροφή στο προστατευμένο περιβάλλον των λογοτεχνικών μα και των πραγματικών "ηρώων" είναι αναπόφευκτη και τι συνεπάγεται;

Φαντάζομαι πως είναι αναπόφευκτη, για μένα όμως δεν είναι αυτό το ζήτημα. Το θέμα είναι τι έχει αποκομίσει ο καθένας από τη διεκδίκηση του δίκιου του ή από την έκφραση της άποψής του. Αν δηλαδή έχει κάνει ο καθένας ξεχωριστά ένα βήμα μπροστά ως προσωπικότητα ή αν έχει μείνει στάσιμος. Αν έχει διδαχτεί κάτι από την «απόδραση από τις φυλακές» ή όχι. Πιστεύω ότι πάρα πολλά παιδιά έγιναν το τελευταίο διάστημα πιο συνειδητοποιημένα. Αυτό είναι ένα τεράστιο κέρδος, αυτό δε χάνεται.

FAQ - Αφιέρωμα στο παιδικό βιβλίο, Χριστίνα Δρούζα - 2-8 Απριλίου 2009

Η επιθυμία να γράψω μου δημιουργήθηκε από τις μοναχικές στιγμές μου, την πλήξη και την ανάγκη έκφρασης που ένιωθα. Το ότι άρχισα τη συγγραφική σταδιοδρομία μου με παιδικά βιβλία είναι μάλλον τυχαίο, απλώς η ιδέα που είχα στο μυαλό μου για να γράψω ταίριαζε πιο πολύ σε αυτή την ηλικία. Είδα την προκήρυξη ενός διαγωνισμού, έλαβα μέρος και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.

Μεγάλωσα διαβάζοντας τις παλιές παιδικές εκδόσεις του Αστέρα και του Τοξότη, και κυρίως τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ειδικά αυτά τα τελευταία με σύστησαν σε πολλά αριστουργήματα της λογοτεχνίας. Φοβερά κείμενα, εκπληκτικές εικόνες, τι να πρωτοθυμηθώ;. Δε θα παραλείψω όμως και τα αγαπημένα μου «Αστερίξ» και «Μίκυ-Μάους». Πώς μπορώ άλλωστε;

Τα βιβλία μου τα αρχίζω με βάση μια ιστορία που μου φαίνεται ενδιαφέρουσα και εκεί μέσα τοποθετώ τους ήρωές μου. Ουσιαστικά, δηλαδή, οι ήρωές μου είναι αυτοί που εξυπηρετούν την ιδέα που έχω κι όχι το αντίστροφο. Σαν βιβλίο πάντως μου αρέσουν οι «Εννέα Καίσαρες», γιατί με «παίδεψαν» στην πλοκή τους.

Νοσταλγώ αφάνταστα όλα αυτά που φαντάζουν πληκτικά στα μάτια ενός μικρού παιδιού: μια βαρετή Κυριακή, μετά από το διάβασμα για το σχολείο να βλέπω τηλεόραση μόνο με δύο κανάλια, τις οικογενειακές εκδρομές, το φαγητό τις Κυριακές... Επίσης νοσταλγώ και τη δεκαετία του ’80, όσο κακόγουστη κι αν ήταν.

Συνήθως τις καλύτερες ιδέες για το μεγάλο φινάλε σε κάποιο μυθιστόρημα τις έχουν τα πιτσιρίκια.

Τα παιδιά βιάζονται να μεγαλώσουν γρήγορα, ενώ οι μεγάλοι θέλουν όσο τίποτα να παραμείνουν μικροί. Αυτός είναι ο κανόνας. Ακόμη, μου κάνει εντύπωση το πόσο γρήγορα βαριούνται οι έφηβοι και το πόσο πολύ τους έχει διαποτίσει η νοοτροπία του να γίνουν όλα γρήγορα κι εύκολα.

Μεγαλώνοντας γνωρίζουμε τις απογοητεύσεις της ζωής. Τα βιβλία λοιπόν δρουν ως ένα είδος «εμβολίου» στα παιδιά ενάντια σε μελλοντικές απογοητεύσεις, τους αναπτύσσουν άμυνες. Αυτός είναι ένας πολύ καλός επιπλέον λόγος για να διαβάζει κανείς από μικρός.

Ευθύνη για το αν διαβάζει ένα παιδί φέρει καταρχήν ο γονιός, ο οποίος θα πρέπει να παίρνει στα παιδιά λογοτεχνικά βιβλία κι όχι κάτι ιλουστρασιόν κι εντυπωσιακά «τίποτα» που έχουν κατακλύσει την αγορά. Ωραίες οι χρυσόσκονες και τα ανάγλυφα βιβλία, αλλά καλύτερα να μη μένουμε μόνο εκεί.

Εννοείται πως το βιβλίο δεν έχει «σβήσει», δεν έχει «πεθάνει». Εξάλλου, τη στιγμή που μυρίζεις τα φύλλα του, το πιάνεις, το μεταφέρεις, το ανοίγεις σαν δώρο, ικανοποιείς και τις άλλες αισθήσεις σου. Όλα αυτά δύσκολα θα μπορέσει να τα αντικαταστήσει η τεχνολογία...

Η ανάγνωση βιβλίων είναι μακροπρόθεσμη επένδυση. Αν κάποια παιδιά ντρέπονται να λένε και να παραδέχονται στους φίλους τους ότι διαβάζουν επειδή μπορεί να το θεωρούν ξενέρωτο... ας μην το λένε. Το κέρδος της ανάγνωσης είναι «προίκα» που χαίρεσαι πάντα μετά από μερικά χρόνια.

Συνέντευξη στην Πόλη Κρημνιώτη για την εφημερίδα «Η ΑΥΓΗ» - 31 Μαρτίου 2009

Υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση ευκολίας

Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου εμπνεύστηκε το νεανικό μυθιστόρημά του «Χνότα στο Τζάμι» από τη δολοφονία του νεαρού Βραζιλιάνου στο μετρό του Λονδίνου, τότε που η λογική του Μπους για την τρομοκρατία έπεφτε βαριά στη διεθνή κοινότητα.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε πολύ πριν τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, ωστόσο το θέμα που πραγματεύεται δεν απέχει πολύ από το τραγικό αυτό γεγονός καθώς το κεντρικό του μοτίβο αφορά τη δολοφονία ενός φοιτητή από έναν αστυνομικό. Ο καμβάς επίσης που στήνεται η δράση του βιβλίου δεν διαφέρει από το τοπίο των δυτικών κοινωνιών στις οποίες μεγαλώνουν οι έφηβοι σήμερα. Μιλά για την ασφυξία των νέων που ζουν υπό τη μόνιμη απειλή της τρομοκρατίας, την παρουσία των καμερών που καταγράφουν κάθε ύποπτη κίνηση, την αστυνομοκρατία, την απέχθεια στον μετανάστη, την καταφυγή στο Ίντερνετ. Προφητικό θα μπορούσε να θεωρηθεί το βιβλίο μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου. Γουρλίδικο πάντως για τον συγγραφέα του αφού του χάρισε, εξ΄ημισείας, το Κρατικό Βραβείο Παιδικού, Λογοτεχνικού βιβλίου, το Βραβείο του περιοδικού Διαβάζω και έπαινο του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού βιβλίου. Ωστόσο η Επιτροπή Κρατικών Βραβείων στην εκδήλωση απονομής των βραβείων την περασμένη εβδομάδα, αμφισβήτησε τρόπον τινά την αξία του, επικεντρώνοντας σε αρετές ενός άλλου βιβλίου που για τυπικούς λόγους δεν μπορούσε να βραβευτεί με το συγκεκριμένο βραβείο. Από την άλλη η απόφαση του Βασίλη Παπαθεοδώρου να αφιερώσει το βραβείο για τα «Χνότα στο Τζάμι» στον Αλέξη Γρηγορόπουλο, την Κωνσταντίνα Κούνεβα και τον Γιάννη Πανούση προκάλεσε αντιδράσεις. Για όλα αυτά μας μιλά ο Βασίλης Παπαθεοδώρου, και παράλληλα τοποθετείται σαφώς για τη σχέση λογοτεχνίας και κοινωνίας στις μέρες μας αλλά και τη θέση του συγγραφέα σ’ αυτή τη συνθήκη.

Ένας δολοφονημένος φοιτητής από το όπλο αστυφύλακα γίνεται το επίκεντρο της δράσης του μυθιστορήματός σας ένα χρόνο πριν τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Σατανική σύμπτωση ή η εικόνα της εποχής μας;

Σε μία κοινωνία, όπου επικρατεί παντελής έλλειψη αισθητικής, καταπάτηση των νόμων, χαλαρή ηθική, είναι απορίας άξιον πώς όλα αυτά τα χρόνια δε συνέβη κάτι τέτοιο. Η μόνη σύμπτωση είναι πως το βιβλίο γράφτηκε 1,5 χρόνο μετά τη δολοφονία του Βραζιλιάνου στο μετρό του Λονδίνου και τα γεγονότα στο Παρίσι, και κυκλοφόρησε 1,5 χρόνο πριν από τα γεγονότα της Αθήνας. Εικόνα της εποχής μας λοιπόν, δε μας αρέσει, τι κάνουμε γι’ αυτό;

Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι η Επιτροπή Κρατικών Βραβείων τίμησε το βιβλίο σας αλλά στην τελετή απονομής αμφισβήτησε την αξία του βιβλίου;

Από την ερώτηση φαίνεται ήδη το παράδοξο. Τίμησε-αμφισβήτησε. Εγώ δε θα έλεγα ότι αμφισβητήθηκε το βιβλίο, ίσα-ίσα η εισήγηση και για τα δύο βιβλία ήταν εξαιρετική. Όπως ξέρετε το βραβείο δόθηκε κατά πλειοψηφία και εξ’ ημισείας, συνεπώς κάποιοι διαφώνησαν. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι σε μια βραδιά, όπου τιμάται κυρίως το βραβευμένο βιβλίο και όχι τόσο ο συγγραφέας του, δεν έπρεπε να ειπωθούν οι όποιες ενστάσεις, άλλωστε είναι πολύ εύκολο να αναζητηθούν αυτές στα πρακτικά των επιτροπών. Επειδή αυτό συνέβη και σε άλλες κατηγορίες βράβευσης, το τελικό αποτέλεσμα που βγήκε από αυτό το γεγονός είναι απλά ότι οι συγγραφείς δε χάρηκαν ολοκληρωτικά τη βραδιά, ότι κάπου ένιωσαν άβολα.

Που αποδίδετε την ενόχληση που προκάλεσε η δήλωσή σας να αφιερώσετε τη βράβευση του βιβλίου σας στον Αλέξη Γρηγορόπουλο, την Κωνσταντίνα Κούνεβα και τον Γιάννη Πανούση;

Πολλοί από το ακροατήριο χειροκρότησαν, άλλοι ενδεχομένως ενοχλήθηκαν. Μπορεί να πιστεύουν ότι τέτοιου είδους εκδηλώσεις πρέπει να είναι «ταριχευμένες», να μην έχουν καμία επαφή με την κοινωνία και τις ανησυχίες της, να μη λέγονται πράγματα που ξεφεύγουν από τη λογοτεχνία. Ίσως να νομίζουν ότι και η όλη εκδήλωση ή το μέρος δεν προσφερόταν. Θεωρώ όμως πως στάθηκα συνεπής με το θέμα του βιβλίου μου, θεωρώ ότι δεν πρόδωσα το εφηβικό κοινό στο οποίο απευθύνομαι. Και θεωρώ ότι δεν υπήρξα ανειλικρινής με μένα τον ίδιο. Όμως είναι υποκριτικό από τη μία να λέγεται ότι οι συγγραφείς είναι εξαφανισμένοι, δεν παίρνουν θέση και από την άλλη να υπάρχουν ενοχλήσεις, όταν τελικά αυτοί μιλήσουν. Είμαι ικανοποιημένος που πήρα θέση.

Θεωρείτε ότι στις μέρες μας η λογοτεχνία, η τέχνη συμπορεύεται με τις ανάγκες της κοινωνίας;

Ποιας κοινωνίας ακριβώς; Τζιπ-πισίνα-κότερο είναι τα όνειρα μιας μερίδας, δυο δουλειές και part-time delivery τα Σάββατα είναι η εικόνα μιας άλλης. Και ποιες είναι οι ανάγκες της; Επιβίωση για τους πολλούς, lifestyle γι’ άλλους. Η λογοτεχνία είναι κι αυτή όπως και η κοινωνία μπλεγμένη, αναζητά ίσως κάτι καινούριο, γι’ αυτό και μπορεί να την εκφράσει μερικώς. Είναι όμως αυτό το ζητούμενο; Ευτυχώς όμως υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις λογοτεχνών, που δεν άγονται από την κοινωνία, αλλά προσπαθούν να την τραβήξουν αυτοί με την τέχνη τους.

Πιστεύετε ότι οι νέοι ανταποκρίνονται σε αναγνώσματα που θίγουν τα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας;

Πιστεύω ότι οι νέοι δεν ανταποκρίνονται γενικά σε αναγνώσματα, αν μιλάμε για ηλικίες γυμνασίου και λυκείου. Και πιστεύω επίσης ότι γενικά υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση ευκολίας. Το βιβλίο θεωρείται δύσκολο, ίσως μερικές φορές βαρετή απασχόληση. Για άλλους θεωρείται «ξενέρωμα», ότι δεν είναι «μαγκιά» η ανάγνωση. Είναι ζήτημα γενικότερης παιδείας, αλλά κυρίως είναι ζήτημα ατομικής στάσης και υπευθυνότητας. Πάντως πιστεύω ότι ένα βιβλίο που θίγει ζητήματα της εποχής μας έχει περισσότερες πιθανότητες να προσελκύσει το νεανικό κοινό.

Συνέντευξη στην Σάντρα Βούλγαρη για την Καθημερινή της Κυριακής - 15 Μαρτίου 2009

Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης

«Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης. Υπάρχει, όπως σίγουρα υπάρχουν η αγάπη, η γενναιοδωρία, η στοργή και η τρυφερότητα, που ξέρεις ότι σε περιστοιχίζουν και δίνουν στη ζωή σου ομορφιά και χαρά. Βιρτζίνια, οι φίλοι σου κάνουν λάθος. Έχουν επηρεαστεί από τον σκεπτικισμό της εποχής μας. Δεν πιστεύουν παρά μόνο σε ό,τι βλέπουν». Ένα από τα πιο συγκινητικά και πολυδιαβασμένα άρθρα εφημερίδας διεθνώς, αυτό που έγραψε ο αρχισυντάκτης της «Σαν» Φράντσις Τσερτς στην οκτάχρονη Βιρτζίνια το 1897, ενέπνευσε τον Βασίλη Παπαθεοδώρου να γράψει το βιβλίο του "Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Αγιος Βασίλης!" που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ενα τρυφερό «δώρο» του γνωστού για τα εφηβικά του κυρίως μυθιστορήματα συγγραφέα στο παιδικό του κοινό.

«Το "Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης" το είχα δει σε κινούμενα σχέδια στην τηλεόραση το 1978, όντας μαθητής δημοτικού. Θυμάμαι κάποια καρέ και κάποιες στιγμές της ταινίας, αλλά πάνω απ’ όλα θυμάμαι την επιθυμία μου να είχα πρωτοπεί εγώ αυτή την ιστορία. Τόσο την είχα ζηλέψει. Έκτατε και για τα επόμενα τριάντα πέντε χρόνια, αυτή η υπόθεση είχε καρφωθεί στο μυαλό μου. Ήταν τόσο έντονη η ανάμνηση, που νόμιζα, λανθασμένα, πως η ιστορία ήταν πολύ γνωστή σε όλους. Φέτος κάνω ένα παιδικό όνειρο, μια παλιά επιθυμία, πραγματικότητα», ανέφερε σε συνέντευξή του στην «Κ» ο Βασίλης Παπαθεοδώρου.

Διαφυγή

Εχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας και δύο φορές με το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω» για τα βιβλία του "Χνότα στο τζάμι" και "Στη διαπασών". Ο ίδιος περιγράφει τη συγγραφική του πορεία ως χόμπι, διαφυγή... «Υστερα από χρόνια προσπαθώ να μη χάσω τον αυθορμητισμό μου. Η συγγραφή αρχικά μου πρόσφερε απογοητεύσεις, εκ των υστέρων κατάλαβα πως ήταν απαραίτητες κι έπαιξαν κι αυτές τον ρόλο τους. Υπήρξαν στιγμές πραγματικά συγκινητικές, από συναντήσεις με μαθητές, από κάποια μηνύματα που μου έστειλαν. Τα βραβεία, η όποια αναγνώριση, το γεγονός ότι έχουν ασχοληθεί κάποιοι άνθρωποι μαζί μου, είναι φυσικό και ανθρώπινο να με ικανοποιούν και να μου δίνουν δύναμη να συνεχίσω. Θέλω να είμαι προσγειωμένος και πάνω απ’ όλα να κρατήσω τον αρχικό μου ενθουσιασμό. Κοινώς, προσπαθώ να συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω, γιατί μ’ αρέσει και μ’ ευχαριστεί και όχι γιατί πρέπει».

Συνέντευξη στο περιοδικό InfoΠαιδεία, τεύχος 15 - Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2008

Γιατί επιλέξατε να ασχοληθείτε με το θέμα της τρομοκρατίας;

Ούπς..., αρχίσαμε με τα δύσκολα! Καταρχήν με κεντρίζουν θέματα κάπως ασυνήθιστα ή «τολμηρά», για τα οποία να μην έχουν γραφτεί πολλά πράματα. Επειδή όμως όλα ξεκινούν από τα ερεθίσματα και τα συναισθήματα, θεωρώ εξοργιστικό το ψευδεπίγραφο δίλημμα «ατομική ελευθερία ή ασφάλεια» τη στιγμή που σε μια πολιτισμένη κοινωνία επιβάλλεται να υπάρχουν και τα δύο. Έτσι τα ερεθίσματα που πήρα από το θάνατο του άτυχου Βραζιλιάνου το 2005 στο μετρό του Λονδίνου, επειδή η Αστυνομία τον πέρασε για τρομοκράτη, και κατόπιν τα γεγονότα στο Παρίσι, πάλι το 2005, όπου με πρόσχημα την ασφάλεια, καταργήθηκε σχεδόν κάθε έννοια ιδιωτικότητας, μετατρεπόμενα σε οργή, κατέληξαν τελικά να εκτονωθούν στα «Χνότα στο Τζάμι».

Γιατί γράφετε για παιδιά και νέους;

Φοβάμαι ότι δε θα σας πω κάτι εντυπωσιακό ή έστω κλισέ. Η απάντηση είναι πιο πεζή απ’ ότι ίσως θα έπρεπε. Είχα λάβει μέρος σε διαγωνισμό της Γ.Λ.Σ. το 1996, βραβεύτηκε το χειρόγραφό μου, ξαναπήρα μέρος και από κει και πέρα πήρα μάλλον το «κολλάει», να σκέπτομαι και να γράφω για ένα συγκεκριμένο εύρος ηλικιών. Όμως πιστεύω ότι έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι για δέκα περίπου χρόνια έκανα μαθήματα γερμανικών και άρα δεν έχασα επαφή με τους εφήβους.

Πώς βλέπετε τους σημερινούς εφήβους;

Ξύπνιους αλλά και αποπροσανατολισμένους, με τεράστιο δυναμικό που δεν αξιοποιείται. Δυστυχώς πολλοί έχουν μπει στη νοοτροπία του «γρήγορα και εύκολα» και παύουν να είναι διεκδικητικοί και απαιτητικοί, κυρίως με τους εαυτούς τους. Ξέρετε, το ότι γράφω νεανικά μυθιστορήματα, δε σημαίνει ότι πρέπει να χαϊδεύω και τα αφτιά ενός δυνητικού κοινού μου. Βλέπω και τα καλά και τα κακά.

Ποια η σχέση των εφήβων με τη λογοτεχνία; (Πώς πιστεύετε ότι θα μπορούσε να βελτιωθεί η σχέση αυτή;)

Η σχέση των εφήβων με τη λογοτεχνία είναι κακή. Αυτό το θέμα είναι βέβαια τεράστιο. Δικαιολογίες υπάρχουν πολλές, αλλά το ζήτημα δεν είναι να ανακαλύπτουμε συνέχεια άλλοθι, έτσι δεν είναι; Πέρα από τη συνεισφορά των φορέων (συγγραφείς, σχολεία, εκδότες, κλπ.) τίποτα δε θα αλλάξει, αν δεν περάσει στους έφηβους η νοοτροπία ότι η ανάγνωση κάποιου βιβλίου δεν είναι «ξενέρωμα». Επειδή πιστεύω στην ατομική ευθύνη κι επειδή η εφηβική ηλικία είναι το σημείο όπου ο άνθρωπος ξεκινά να έχει κάποιες πρώτες ευθύνες, πρέπει να κάνουμε τους νέους να συνειδητοποιήσουν ότι η καλλιέργειά τους περνά κατά κύριο λόγο μέσα από αυτούς τους ίδιους, συνεπώς οι ίδιοι πρέπει να επιλέξουν το τι είδους γενική μόρφωση επιθυμούν. Έτσι η πειθώ προς την κατεύθυνση αλλαγής νοοτροπίας είναι κάτι αναγκαίο.

Ποια βιβλία αγαπήσατε ως έφηβος;

Πολλά είναι τα αγαπημένα μου βιβλία. Είχα εντυπωσιαστεί με τον «Άρχοντα των Μυγών» του Γκόλντινγκ και το «Φύλακα στη Σίκαλη» του Σάλιντζερ, με τα βιβλία του Ραπτόπουλου, της Φακίνου, του Τατσόπουλου. Τα βιβλία που διαβάζει κανείς ως έφηβος, πιστεύω, είναι αυτά που τον συνοδεύουν στη ζωή του. Εγώ νιώθω ότι πήρα πολλά πράγματα από τα προηγούμενα βιβλία και συγγραφείς, τόσο σε επίπεδο ευχαρίστησης και προβληματισμού, όσο και σε επίπεδο επιρροών. Ο Στάινμπεκ ήταν επίσης από τους αγαπημένους μου.

Ποιες οι εντυπώσεις σας από την έκθεση παιδικού και εφηβικού βιβλίου και από την επαφή σας με τα παιδιά;

Η παρουσίαση σε παιδιά 3ης Γυμνασίου και 1ης Λυκείου πήγε εξαιρετικά. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που μίλαγα σε αυτές τις ηλικίες και μου άρεσε το ενδιαφέρον τους. Το θέμα της τρομοκρατίας είναι ένα αρκετά δύσκολο θέμα, πιστεύω όμως ότι γενικά πήγε πολύ καλά. Συγχαρητήρια στα παιδιά, συγχαρητήρια όμως και στους ανθρώπους του ΕΚΕΒΙ, που υπερέβαλαν εαυτούς στην οργάνωση και στο μεράκι, όπως και στους εκδοτικούς οίκους και τους ανθρώπους τους, που στήριξαν την έκθεση.

Ετοιμάζετε κάτι νέο αυτή την περίοδο;

Πάντα ετοιμάζω κάτι, τουλάχιστον στο μυαλό μου. Επεξεργάζομαι τις ιδέες, τις αφήνω να εξελιχθούν, και είτε τις προχωρώ, είτε τις εγκαταλείπω. Ανατρέχω επίσης σε βιβλιογραφία και πηγές, αν χρειάζεται. Δεν έχω αρχίσει όμως για την ώρα να γράφω κάτι, αυτό θα γίνει σε περίοδο που θα έχω άνεση χρόνου, όπως σε διακοπές π.χ. Μέχρι τότε όμως το μυαλό είναι... σε εγρήγορση.

Συνέντευξη στο περιοδικό «Διαδρομές», Τεύχος 90 - Καλοκαίρι 2008

Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου απαντά στις ερωτήσεις της Αγγελικής Βαρελλά

Ο κ. Παπαθεοδώρου μας αφηγείται το ξεκίνημά του.

Η αλήθεια είναι ότι η ιστορία για το πώς ξεκίνησα να ασχολούμαι κάπως πιο σοβαρά με το γράψιμο, έχει λίγο πλάκα, αλλά παράλληλα δείχνει και τη σημασία του τυχαίου γεγονότος. Όταν είχα πρωτοπροσληφθεί σε τράπεζα και έκανα έναν εκπαιδευτικό γύρο από διάφορες θέσεις εργασίας, για να δω όλο τον κύκλο της δουλειάς, ήμουν για κάποιο χρονικό διάστημα και στο ταμείο. Έπρεπε να παρακολουθώ την ταμία, ποια πλήκτρα πάταγε, πώς χειριζόταν τις επιταγές, κλπ. Κάποια μέρα πέρασε η Ελένη Δικαίου για μια δουλειά της από εκεί και της έδωσε την προκήρυξη διαγωνισμών της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς για το 1996. Η ταμίας δίπλα μου έβαλε το χαρτί αμέσως στο συρτάρι της, αλλά το ...κακό είχε γίνει. Είχε πάρει το μάτι μου κάτι από την προκήρυξη, ρώτησα, αποφάσισα να γράψω και έστειλα τη «Σχολική Παράσταση» στη Γ.Λ.Σ., η οποία έλαβε και τον έπαινο. Βέβαια το γράψιμο μου άρεσε από πρωτύτερα, είχα απολυθεί από το Ναυτικό και το τελευταίο καλοκαίρι ξενοιασιάς, πριν από τις επαγγελματικές μου υποχρεώσεις, έγραψα ένα μυθιστόρημα, φορτωμένο με τις ατέλειες του πρωτάρη, αλλά και με τις ελπίδες ότι κάποτε στο μέλλον ίσως να μπορέσω να γράψω κάτι καλύτερο. Όπως και να’χει πάντως, όταν βλέπω την Ελένη σε εκδηλώσεις, της θυμίζω ότι ήταν η τυχαία στιγμή που μου άναψε τη σπίθα μέσα μου. Δεν ξέρω βέβαια πώς θα είχαν εξελιχθεί τα πράματα αν δεν είχα βραβευθεί από τη Γ.Λ.Σ., της οποίας νιώθω γέννημα θρέμμα. Η Γ.Λ.Σ. μου έδωσε έπαινο το 1996 και βραβείο το 1998 για το «Άλφα», με έσπρωξε δηλαδή δυο φορές, λέγοντάς μου «προχώρα» και σίγουρα δεν είμαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που παίρνει αυτοπεποίθηση και ώθηση από αυτές τις βραβεύσεις.

Ποιοι ήταν οι στόχοι του; Τι προσπαθούσε;

Όταν γράφει κάποιος πρέπει να έχει στο μυαλό του ότι δε θα πλουτίσει, ούτε βέβαια και θα βιοπορίζεται στην Ελλάδα ως συγγραφέας. Για συγγραφείς της δικιάς μου κατηγορίας, δηλαδή σχετικά άγνωστους και όχι και τόσο ευπώλητους, το γράψιμο είναι και πρέπει να είναι απόλαυση, ανάγκη, πρόκληση. Είναι η χαρά να κάνεις κάτι που σου αρέσει και ο ενθουσιασμός να ανακαλύπτεις ότι αρέσει και σε κάποιους άλλους αυτό, να συναντάς ανθρώπους –μεγάλους και παιδιά- από τους οποίους μπορείς να μάθεις πράματα και να αντλήσεις ιδέες, να πειραματιστείς σε νέες τεχνικές και σε άλλη θεματολογία. Όταν βγαίνει ένα βιβλίο, η ευχή που δίνεται στο συγγραφέα, είναι «καλοτάξιδο». Αυτό σαν ευχή με είχε εντυπωσιάσει όταν το είχα πρωτακούσει, μου είχε φανεί πολύ ποιητικό, φανταζόμουν το κάθε βιβλίο σαν καράβι να αρμενίζει στα πέλαγα. Νόμιζα δε, ότι εγώ θα ήμουν ο καπετάνιος των βιβλίων μου, όμως είχα κάνει ένα μικρό λάθος. Και ο ίδιος ο συγγραφέας είναι τελικά ένας απλός ταξιδιώτης, που επιβιβάζεται σε αυτό το πλοίο και δεν ξέρει πού θα καταλήξει. Το δικό μου το ταξίδι είναι μέχρι στιγμής αρκετά αργό, το πλοίο μου δεν είναι ταχύπλοο, αλλά ιστιοφόρο, αλλά κι εγώ δε βιάζομαι να φτάσω σε κάποιον προορισμό. Απλά απολαμβάνω τις χαρές και τις χάρες του ταξιδιού.

Πώς του φάνηκε το βραβείο του «Διαβάζω»;

Όπως είχα πει και στην απονομή, που έγινε Δευτέρα 12 Μαΐου, το βραβείο αυτό είναι ο πιο καλός τρόπος να ξυπνήσω την επομένη, Τρίτη και 13 και να νιώθω ότι είναι η τυχερή μου μέρα. Πέρα από την τεράστια τιμή, η οποία είναι δεδομένη σε κάθε βραβείο, το γεγονός ότι προσθέτω το όνομά μου στη λίστα που βρίσκονται η Ζέη, η Βαρελλά, η Παπαμόσχου, ο Μπουλώτης, ο Ηλιόπουλος, ο Καλιότσος, η Λοίζου, κλπ, αυτό από μόνο του είναι εξόχως τιμητικό. Παλιά, νέα και ενδιάμεση γενιά σε πλήρη αρμονία... Το γεγονός επίσης ότι αφότου έχασα τη μητέρα μου, το «Χνότα στο Τζάμι» είναι το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψα –και βέβαια της αφιέρωσα- και έχει πάρει το βραβείο του Διαβάζω και τον έπαινο του Κύκλου, αποκτά μια άλλη, πολύ ιδιαίτερη σημασία για μένα. Είναι η ευχή της και η αύρα της αυτό που με συγκινεί ιδιαιτέρως σε αυτές τις βραβεύσεις. Τον τελευταίο καιρό δε, έχω γίνει ιδιαιτέρως ευσυγκίνητος και γι’αυτό χάρηκα επίσης για το βραβείο της Βασιλικής Νευροκοπλή «Αν τ’αγαπάς ξανάρχονται», που πραγματεύεται ένα τέτοιο θέμα. Θέλω και πιστεύω να φανώ αντάξιος αυτών των βραβεύσεων, τουλάχιστον θα το προσπαθήσω...

Ποιες θεωρεί ότι είναι οι διαφορές παλιών και νέων συγγραφέων;

Πιστεύω ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ παλαιών και νέων συγγραφέων και δεν αναφέρομαι βέβαια στην ηλικία, ούτε καν στη θεματολογία και τον τρόπο γραφής. Αναφέρομαι κυρίως στο ήθος και στην ωρίμανση. Κακά τα ψέματα, συγγραφείς με καριέρα είκοσι και τριάντα και σαράντα ετών είναι πιο ολοκληρωμένοι, κυρίως γιατί παλαιά ήταν πολύ πιο δύσκολο να εκδώσει κάποιος ένα βιβλίο, ο κάθε συγγραφέας έπρεπε να αποδείξει πιο σκληρά την αξία του. Και τα βιβλία που εκδίδονταν αποδείκνυαν αυτήν την αξία. Σήμερα εκδίδονται υπερβολικά πολλά βιβλία και υπάρχει τεράστιος αριθμός συγγραφέων, δυσανάλογος με τα μεγέθη του αναγνωστικού κοινού. Συνεπώς οι προαναφερόμενοι συγγραφείς είναι και θα είναι κλασσικοί και αναγνωρίσιμοι, όσα χρόνια και να περάσουν, ενώ εμείς οι νεότεροι... θα δείξει... Πέραν τούτου οι παλαιότεροι συγγραφείς έχουν μια φυσική διαστολή και σεμνότητα, όπως και μια διάθεση να βοηθήσουν τους νεότερους, που αμφιβάλλω αν αυτά τα στοιχεία χαρακτηρίζουν τη νεότερη γενιά. Έχω συναντήσει αλαζονεία και «στυλάκι» από άτομα που δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο βάθος χρόνου, από άτομα που μόλις ξεπετάχτηκαν. Αυτό είναι ενοχλητικό και λυπηρό.

Απόσπασμα από άρθρο-συνέντευξη της Σταυρούλας Παπασπύρου στο ένθετο περιοδικό «7» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας - 08 Ιουνίου 2008

Νέοι που γράφουν για νεότερους

…Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου έστρεψε εξαρχής το ενδιαφέρον του στους εφήβους. Ο φετινός βραβευμένος του «Διαβάζω» για το νεανικό του μυθιστόρημα «Χνότα στο τζάμι« (Κέδρος), σπούδασε μεταλλειολόγος και χημικός μηχανικός στο ΕΜΠ, έκανε μεταπτυχιακό στη διοίκηση επιχειρήσεων κι αφού εργάστηκε για ένα φεγγάρι ως καθηγητής γερμανικών, σήμερα αναλύει κινδύνους σε μεγάλο τραπεζικό ίδρυμα.

«Οι σχολικές μου εκθέσεις ήταν καλές», λέει, «αλλά ποτέ δεν μου είχε περάσει απ' το μυαλό ότι θ' ασχοληθώ συστηματικά με το γράψιμο. Μέχρι που το 1996, βλέποντας τυχαία μια προκήρυξη για διαγωνισμό της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς, αποφάσισα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου. Πού να φανταζόμουν ότι θα έπαιρνα και έπαινο!»

Στο παρθενικό του μυθιστόρημα, «Σχολική παράσταση» («Εστία») έχουν προστεθεί πέντε ακόμη, απ' τα οποία το «Μήνυμα» και οι «Εννέα Καίσαρες» (Καστανιώτης), όπου γίνεται λόγος για την κακή πλευρά του Ιντερνετ, διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου σε μετακπαιδευόμενους δασκάλους.

Σ' όλα τα βιβλία του, ο Βασίλης Παπαθεοδώρου επιδιώκει να αφήνει ένα πολιτικο-κοινωνικό στίγμα, δίνοντας βάρος κυρίως στην πλοκή. Εκείνη του «Χνότα στο τζάμι» έχει στο επίκεντρό της τη μυστηριώδη δολοφονία ενός φοιτητή και εκτυλίσσεται στο κοντικό μέλλον, σε μια μεγαλούπολη που ζει υπό τη μόνιμη απειλή τρομοκρατικών χτυπημάτων.

Οι αρχές παρακολουθούν τους πάντες με κάμερες, οι μετανάστες είναι ανεπιθύμητοι, ένοπλοι περιπολούν και συλλαμβάνουν όποιον παραβιάζει την απαγόρευση της κυκλοφορίας στους δρόμους. Κι οι νέοι, εγκλωβισμένοι στα σπίτια τους, διασκεδάζουν κι επικοινωνούν μόνο ηλεκτρονικά, ώς τη στιγμή που ένα εννιάχρονο κορίτσι θα δώσει στην παρέα της το σύνθημα για να ζήσουν μέσα σ' αυτόν τον αποξενωμένο κόσμο πιο αληθινά, ανατρεπτικά...

Το μυστήριο, η ανθρωπιά και η αγωνία πρωταγωνιστούν και στο πιο πρόσφατο βιβλίο του, το «Μεγάλο ταξίδι της κινέζικης πάπιας» (Καστανιώτης). Ο πυρήνας του είναι εμπνευσμένος από ένα αληθινό περιστατικό: το 1992, ένα τεράστιο φορτίο από πλαστικά παπάκια μπάνιου ξεβράστηκε από εμπορικό πλοίο στ' ανοιχτά της Κίνας και επί δεκαπέντε χρόνια ταξίδευε στους ωκεανούς.

Κι αν οι επιστήμονες παρακολουθούσαν το ταξίδι τους για ν' ανακαλύψουν τα μυστικά των θαλάσσιων ρευμάτων, ο Παπαθεοδώρου βάλθηκε να το ανασυστήσει για να ξεναγήσει τους αναγνώστες από τις οικολογικές καταστροφές μέχρι τις συρράξεις στον Περσικό Κόλπο, κι από την επιστράτευση μικρών παιδιών στους πολέμους της Αφρικής μέχρι το βιομηχανοποιημένο τοπίο της Ευρώπης.

Συνέντευξη στη Μαρία Φωτακέλη-Εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», ένθετο «ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ» (τεύχος 254) - Ιούλιος 2004

Θρίλερ επί της οθόνης (του υπολογιστή)

Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου γοητεύεται από τις νέες τεχνολογίες και τις αφήνει να επηρεάσουν και να χαρακτηρίσουν- το λογοτεχνικό προφίλ του. οι «Εννέα Καίσαρες» (εκδ. Καστανιώτη) είναι ένα μυθιστόρημα που αξίζει να διαβαστεί από εφήβους, νέους και γονείς.

Aν και οι σπουδές σας είναι θετικές, «τεχνοκρατικές» τα βιβλία σας διακρίνονται για την ενδιαφέρουσα πλοκή και την καλή δομή τους. Μάλιστα έχετε βραβευτεί δις από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά. Ποια η σχέση σας με τη λογοτεχνία; Έχετε κάποια πρότυπα;

Καταρχήν σας ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία στο περιοδικό σας. Πιστεύω ότι το οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον παίζει τον κυριότερο ρόλο για να αρχίσει κανείς να ασχολείται με τη λογοτεχνία, τουλάχιστον διαβάζοντας. Πέρα απ'αυτό κάποιες στιγμές μοναχικότητας γέμιζαν κατά κάποιον τρόπο από την ανάγνωση βιβλίων. Κάπως έτσι άρχισε και η ενασχόλησή μου με τη συγγραφή βιβλίων: τυχαία και μοναχικά. Κατά κύριο λόγο μου αρέσει η αγγλοσαξονική λογοτεχνία (Στάινμπεκ, Μπέλοου, Σάλιντζερ) που συνδυάζει δράση, πλοκή και ηθογραφία στο μέτρο που να μην κουράζουν τον αναγνώστη.

Οι «9 Kαίσαρες» είναι ένα αστυνομικό νεανικό μυθιστόρημα που πραγματεύεται την καλή και την κακή χρήση των νέων τεχνολογιών. Ποιο ήταν το έναυσμα για να ασχοληθείτε με το θέμα;

Σε κάθε βιβλίο που γράφω προσπαθώ πάντα να ρίχνω το βάρος στην πλοκή, με τους χαρακτήρες να ξετυλίγονται και να διαμορφώνονται μέσα από τη δράση. Και οι νέες τεχνολογίες προσφέρουν ένα μεγάλο πεδίο δράσης, καθώς είναι ακόμα ένας χώρος γεμάτος μυστήριο για τον πολύ κόσμο, ένα πεδίο σχεδόν ανεξερεύνητο, ένα μέρος όπου συναντάται το «καλό» με το «κακό». Το έναυσμα δόθηκε μέσα από τα δελτία ειδήσεων και όσα κατά καιρούς άκουγα για την σκοτεινή πλευρά του Ιντερνετ και των PC-games, καθώς και για τις όποιες μορφές βίας κρύβονται από πίσω. Μετά από πολύ καιρό συνδυάστηκαν αυτές οι πληροφορίες στο μυαλό μου και έτσι προέκυψαν οι «Εννέα Καίσαρες».

Τι θα θέλατε να μείνει στους νεαρούς αναγνώστες που θα το διαβάσουν;

Κατά κύριο λόγο η ευχαρίστηση της ανάγνωσης, η αγωνία για τη συνέχεια και τη λύση του μυστηρίου. Αν ο αναγνώστης ευχαριστηθεί το βιβλίο, τότε μόνο θα μπει στη διαδικασία να σκεφτεί πάνω στα όποια μηνύματά του, είτε αυτά σχετίζονται με τις «γκρίζες ζώνες» της τεχνολογίας, είτε με τις διακυμάνσεις στις σχέσεις των ανθρώπων, είτε με τις ποικίλες προκαταλήψεις που κυριαρχούν στη ζωή μας. Αν μιλάμε για μήνυμα στο βιβλίο, θεωρώ ότι αυτό δεν είναι μονοσήμαντο. Ο κάθε αναγνώστης μπορεί να εστιάσει σε κάτι διαφορετικό, να πάρει αυτό που θέλει. Συνεπώς αυτό το βιβλίο δεν απευθύνεται μόνο σε αγόρια, λάτρεις της τεχνολογίας, όπως ίσως να φανταζόταν κάποιος, αλλά σε όλους. Ένα μήνυμα όμως που επανέρχεται στα βιβλία μου, είναι ότι πολλές φορές τα πράματα δεν είναι όπως ακριβώς δείχνουν, ο κάθε ένας πρέπει να έχει μια κριτική ματιά απέναντι στα γεγονότα, να είναι κάπως «υποψιασμένος». Εκτός αυτού στους Καίσαρες υπάρχουν και αρκετά ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία.

Κοινό σημείο των δύο τελευταίων σας βιβλίων (Tο Mήνυμα, 9 Kαίσαρες) η χρήση της τεχνολογίας και μάλιστα των υπολογιστών. Ποια η προσωπική σας σχέση μαζί τους;

Ασχολούμαι καθημερινά με τον υπολογιστή μου, είτε δουλεύοντας είτε διασκεδάζοντας σε ένα λογικό μέτρο, όπως ίσως κάνουν οι περισσότεροι από εμάς σήμερα. Προηγουμένως μιλήσατε για θετικές σπουδές, τεχνοκρατικές. Είναι φυσικό λοιπόν να μου αρέσει η χρήση των νέων τεχνολογιών. Αλλά πιο συναρπαστικό για μένα είναι να συνδυάζω αυτή την τεχνοκρατική μου πλευρά με τη λογοτεχνική μου ενασχόληση. Είναι κάτι που με διασκεδάζει, γιατί έτσι οι δύο τάσεις εξισορροπούνται.