παραπομπες στην βιβλιογραφια

διπλωματικες εργασιες 02

Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Φύλο και Νέα Εκπαιδευτικά και Εργασιακά Περιβάλλοντα στην Κοινωνία της Πληροφορίας Ακαδημαϊκό Έτος 2013 - 2014

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ
ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
Φύλο και Νέα Εκπαιδευτικά και Εργασιακά Περιβάλλοντα στην Κοινωνία της Πληροφορίας

ΜΑΘΗΜΑ: ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Μεταπτυχιακή φοιτήτρια: Μ. Κ.
Ακαδημαϊκό Έτος 2013-2014

ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΜΕ ΜΙΑ ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ…

Από την διαδικτυακή αναζήτηση μας περισυλλέξαμε και παρουσιάζουμε:
Σύμφωνα και με τον εκδοτικό οίκο Καστανιώτης στην περιληπτική παρουσίαση το βιβλίο «Στη διαπασών είναι ένα νεανικό μυθιστόρημα, μελωδικό όσο και η μουσική, σκληρό όσο και η εφηβεία. Μιλά γι’ αυτούς που αισθάνονται νικητές, ενώ οι άλλοι τούς θεωρούν χαμένους, ή γι’ αυτούς που βλέπουν τον εαυτό τους σαν λούζερ, αλλά θέλουν να γίνουν νικητές. Αφορά τελικά και όλους εκείνους που κάποια στιγμή καταλαβαίνουν ότι το ίδιο πράγμα που τους «αρρωσταίνει» είναι συγχρόνως η ίδια τους η γιατρειά. Κυρίως, όμως, είναι ένα βιβλίο για τους νέους που δεν αρκούνται μόνο στο να φαντάζονται τη ζωή τους μέσα από τα τραγούδια που ακούν, αλλά πατάνε το stop, βγάζουν τα ακουστικά και αποφασίζουν να τη ζήσουν. Ο Θανάσης αγαπά το μίσος. Επίσης τρελαίνεται για τη μουσική, αλλά εκνευρίζεται με τους καθηγητές του, τους ξένους και τ’ αδέλφια του. Δέρνει τους συμμαθητές του, μαλώνει με τον πατριό του, εγκαταλείπει το σπίτι του, μπλέκεται σε ρατσιστικές οργανώσεις. Προτιμά τη βία, και ό,τι κάνει το βρίσκει σωστό. Βγάζει γλώσσα στη ζωή και τη μουντζώνει».
Το βιβλίο μιλάει για έναν ατίθασο δεκαεπτάχρονο μαθητή της Γ΄ Γυμνασίου τρεις φορές στην ίδια τάξη, τον Θανάση, και τη σκληρή εξέλιξη της ζωής του. Ζει με τη χωρισμένη, ράφτρα και καρδιακή μητέρα του, τον μέθυσο, χαρτοπαίχτη και ερωτύλο πατριό του, και τα δυο ετεροθαλή αδέρφια του: την ονειροπόλα Μαίρη και τον μικρό Νικόλα. Ο πατέρας του άφαντος...Είναι "άρρωστος" με τη μουσική και ένα χαρακτηριστικό αυτού του βιβλίου είναι ότι αντί για τίτλους κεφαλαίων έχει ονόματα τραγουδιών, σχετικά με το θέμα του κάθε κεφαλαίου πάντα. Το σχολείο κάνει μαύρα μάτια να τον δει, όπως και τα βιβλία του άλλωστε, μέχρι που τα έφτιαξε με τη Λουίζα, μια όμορφη και αρκετά ώριμη συμμαθήτρια του, και η ζωή του άρχισε να παίρνει ανάποδες στροφές. Βγήκε από μια συμμορία νεοναζί και εμπόρων ναρκωτικών που είχε μπλέξει, οι δυο καλύτεροί του φίλοι τον πρόδωσαν για αυτήν τη συμμορία, η οποία ήξερε τα πάντα για τον πατέρα του και γι΄αυτό τον επέλεξαν ως μέλος. Στη συνέχεια θα πάει ο Θανάσης στο συνεργείο του από περιέργεια για να τον δει, πεθαίνει η μάνα του από καρδιά, και αρχίζει να συνειδητοποιεί πως η ζωή, που μέχρι τότε εκείνος της έβγαζε τη γλώσσα, πέρασε στην αντεπίθεση.
Σύμφωνα με την Οικονομίδου Β. «Το μυθιστόρημα του Παπαθεοδώρου καταδεικνύει τα αδιέξοδα μιας κατηγορίας εφήβων οι οποίοι έχουν ένα συγκεκριμένο κοινωνικό προφίλ: ανήκουν σε μία πολύ χαμηλή κοινωνική τάξη, διαμένουν σε κάποια υποβαθμισμένη περιοχή και μεγαλώνουν σε ένα προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον».
Εκτενώς θα απαντήσουμε στα ακόλουθα δύο ερωτήματα κάνοντας βιβλιογραφικές αναφορές με αποσπάσματα μέσα από το ίδιο το βιβλίο και με βιβλιογραφική τεκμηρίωση.

Απάντηση 1η: ερώτησης:

1. Σε ποιον τύπο ή τύπους αρσενικών ηρώων εντάσσονται ο πρωταγωνιστής έφηβος του μυθιστορήματος και ο πατριός του; Δικαιολογήστε την άποψή σας, αφού αναφερθείτε σε συγκεκριμένα παραδείγματα από το μυθιστόρημα.

Από την ενδελεχή μελέτη μας στο μυθιστόρημα «Στη διαπασών» του Βασίλη Παπαθεοδώρου σχετικά με το αντρικό πρότυπο του πατριού (που ονομάζεται Τάκης) σημειώνουμε τα εξής:
Αρχικά θα επισημάνουμε σύμφωνα και με την Κανατσούλη Μ, (χ.χ.) ότι η Roberta Seelinger Trites, η οποία θεωρεί ότι τα φεμινιστικά υθιστορήματα για παιδιά δείχνουν χαρακτήρες που στρέφονται προς τα μέσα, προς τον εσωτερικό τους εαυτό σε μια αναζήτηση ταυτότητας, καθώς κάποιο είδος πίεσης στο περιβάλλον τους τους ευαισθητοποίησε ως προς το ότι έχουν ενδυθεί έμφυλους ρόλους που δεν έχουν κοινωνική επιδοκιμασία. Η πίεση αυτή μπορεί να προέρχεται από την οικογένεια, από συνομηλίκους, από κοινωνικές ομάδες ή από την εσωτερική αμφιβολία, αλλά αυτό που είναι το σημαντικότερο διακριτό σημείο του φεμινιστικού παιδικού μυθιστορήματος είναι ότι ο χαρακτήρας που ενδοσκοπείται, που αυτοεξετάζεται -διαδικασία που του συμβαίνει για να ξεπεράσει ακριβώς την καταπίεση που υφίσταται- πάντα ξεπερνά εν μέρει αυτό που τον καταπιέζει.
Με όρους έμφυλης ταυτότητας, θα λέγαμε ότι η ανδρική ταυτότητα του πρωταγωνιστή ήρωα Θανάση δεν αποκλίνει από το πρότυπο του ηγεμονικού ανδρισμού. Το πρότυπο αυτό το έχει "διδαχθεί" από τον πατριό του, όπως διαφαίνεται και από τα αποσπάσματα του βιβλίου που ακολουθούν. Oι άνδρες όσο και οι γυναίκες έχουν ενσωματώσει στην αυτοαντίληψή τους τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που εμπεριέχονται στο στερεότυπο του φύλου τους.

1) ΠΑΤΡΙΟΣ ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΗΣ

(Σ. 10) «ο πατέρας μου, συγγνώμη, ο πατριός μου παίζει ιππόδρομο και στους παπατζήδες του Πειραιά..». Άρα ο πατριός και όχι ο πατέρας, όπως αυτοδιορθώνει και ο ίδιος ο έφηβος την ορολογία του, είναι ένα αρνητικό πρότυπο άντρα, σύνηθες όμως: «παίζει…» τυχερά παιχνίδια, άρα τυχοδιώκτης.

2) ΜΕΘΥΣΟΣ ΠΑΤΡΙΟΣ και

3) ΠΑΤΡΙΟΣ ΠΟΥ ΔΕΡΝΕΙ:

Και στη (σ. 10) «…Και όταν δεν παίζει τα λίγα που βγάζει από την οικοδομή τις φορές που τον φωνάζουν για δουλειά, τότε μεθά και είναι ευχαριστημένος από το ποτό. Α, και δέρνει». Εδώ σημειώνουμε ότι ο έφηβος πρωταγωνιστής δεν αναφέρει ποιον ή ποιους δέρνει ο πατριός του. Απ το επιφώνημα «Α» καταλαβαίνουμε ότι του προκαλεί διάφορα ενδόμυχα συναισθήματα αυτή η πράξη του πατριού που δέρνει.
Ο άντρας μέθυσος, ως στερεότυπο αντρικό. Οι άντρες είναι πιο επιρρεπείς και ευερέθιστοι με το ποτό και τις εξαρτησιογόνες ουσίες.
Σ. 15 «…Πάντως, απ’ ό,τι φαίνεται, το ποτό παίζει τον ίδιο ρόλο γι’ αυτόν όπως η μουσική για μένα. Μόνο που εγώ δε σκοτώνω σκυλιά».

EΦΗΒΟΣ («…ΝΑ ΔEΡΝΩ…») ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΟΣ
Ο ίδιος ο έφηβος ξεδιπλώνοντας τις σκέψεις του στην (σ. 11) μας αποκαλύπτει ότι «Η μουσική μου δίνει…. Να κάνω πράγματα…να δείρω, για παράδειγμα.»
Άρα καταλαβαίνουμε ότι έχει υιοθετήσει το αντρικό πρότυπο από τον πατριό του, να δέρνει δηλαδή. Ο άντρας που δέρνει! Το κλασικό στερεότυπο που σχηματοποιεί έναν άντρα να δέρνει και να είναι κυρίαρχος μέσω του τρόμου και του φόβου που προκαλεί στα αδύναμα θύματά του με την λεκτική ή την σωματική βία και τον εκφοβισμό που τους ασκεί. Ο άντρας που θυματοποιεί τα παιδιά του, τα προγόνια του και την γυναίκα, σύντροφο, μητέρα των παιδιών του.
Σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης (Bandura, 1977), η συμπεριφορά του παιδιού διαμορφώνεται από τη συμπεριφορά των άλλων, ιδιαίτερα των γονέων. Αυτή η συμπεριφορά περιλαμβάνει τις διαφορές φύλου στη συμπεριφορά και τις στάσεις. Ο γονείς και άλλα σημαντικά πρόσωπα ενισχύουν συγκεκριμένες συμπεριφορές και αποθαρρύνουν ή αποδοκιμάζουν άλλες. Επιπλέον, τα παιδιά μιμούνται παρατηρώντας τη συμπεριφορά άλλων.

Ο τρόπος που οι πατέρες φέρονται στα παιδιά διέφερε σημαντικά από αυτόν των μητέρων. Βρέθηκε (Siegal, 1987) πως οι πατέρες θεωρούσαν πως τα αγόρια ήταν πιο δυνατά και σκληρά από τα κορίτσια και τα ενθάρρυναν στο σκληρό παιχνίδι ενώ συγχρόνως αντιδρούσαν πιο αρνητικά στο παιχνίδι με κούκλες.

2η ΕΡΩΤΗΣΗ - ΑΠΑΝΤΗΣΗ

2. Εξετάστε από τη σκοπιά του φύλου τους δύο κύριους ανδρικούς χαρακτήρες καθώς και τη σχέση τους με τα άλλα πρόσωπα. [έφηβος-με τον εαυτό του, έφηβος-πατριός, έφηβος-μητέρα, έφηβος-πραγματικός πατέρας, έφηβος-συνομήλικοι, έφηβος-κορίτσι (του), πατριός-έφηβος, πατριός-γυναίκα (του)].

Η γνωστική αναπτυξιακή θεωρία της διαμόρφωσης ρόλου φύλου έχει τις βάσεις της στα κείμενα του Kohlberg. Ο Kohlberg θεωρούσε πως το παιδί είναι ένα ενεργό υποκείμενο που επιδιώκει να δώσει περιεχόμενο και να κατανοήσει το κοινωνικό περιβάλλον. Οι στάσεις και οι πεποιθήσεις του ίδιου του παιδιού για τους ρόλους των δύο φύλων θεωρούνται πρωταρχικής σημασίας γιατί καθοδηγούν τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον. Υποστήριζε πως η αυξανόμενη επίγνωση που έχει το παιδί για την ταυτότητα φύλου του αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την περαιτέρω διαμόρφωση του φύλου. Οι άλλοι λειτουργούν ως πρότυπα για μίμηση αλλά αυτό γίνεται λόγω της αυτοκοινωνικοποίησης, της επίγνωσης δηλαδή πως το άτομο ανήκει σε ένα φύλο και πως τα άτομα που ανήκουν στο ίδιο φύλο κάνουν το ίδιο.

Ο ΕΦΗΒΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ

Σ. 11: «Η μουσική είναι η ζωή μου. …Αλλά εμένα είναι η ζωή μου. [….] Δεν μπορώ να κάνω χωρίς τη μουσική. [….] Σαν να σβήνω σιγά σιγά και και να ξαναγεννιέμαι ακούγοντας κάποιο τραγούδι. Η μουσική μού δίνει ενέργεια., αδρεναλίνη, ορμή. Μάλιστα μου παραδίνει ορμή, πιστεύω ότι με σπρώχνει να κάνω πράγματα. [….] Από το να οδηγήσω γρήγορα το μηχανάκι μέχρι [….] να δείρω, για παράδειγμα.»

Σύμφωνα με τα στερεότυπα του αντρικού του φύλου μπορεί να δείρει, να έχει περισσότερη ενέργεια και να του αυξάνεται η αδρεναλίνη, πιθανόν φράσεις που τις έχει ακούσει στον κοινωνικό και οικογενειακό του περίγυρο.

Σ. 12. «Ενώ εγώ είμαι συνεπής» σε σχέση με τις υποχρεώσεις του.

Σύμφωνα με την Οικονομίδου Σ. (κεντρικοί ήρωες μέσα από την βία στην οποία τους εξωθούν οι ομάδες και μέσα από την αντιπαράθεση, όπως προ-ανέφερα με τα πρότυπα του ηγεμονικού ανδρισμού φαίνονται να βρίσκουν τον "αληθινό εαυτό" τους ή, εναλλακτικά, να μεταμορφώνονται. Ενδιαφέρουσα στο σημείο αυτό είναι η άποψη του Stephens, 103-104, ο οποίος ονομάζει έργα όπως αυτά που εξετάζω σήμερα «κείμενα εφηβικής μεταμόρφωσης» (adolescent makeover) και υποστηρίζει ότι τέτοια έργα συζεύγουν δύο θεωρίες ταυτότητας οι οποίες κατά κανόνα αντιφάσκουν: από τη μια την συμβατική θεωρία της ωρίμανσης, σύμφωνα με την οποία η ταυτότητα είναι εκεί και περιμένει να ανακαλυφθεί από το άτομο, να δοκιμασθεί, να δειχθούν τα όριά της καθώς το άτομο μεγαλώνει, και από την άλλη η μεταμοντέρνα αναγνώριση ότι η ταυτότητα ξεγλιστράει, είναι ασταθής, πάντοτε υπό κατασκευή και ότι μεταφέρεται μέσα από τις πράξεις του ατόμου.»

ΕΦΗΒΟΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΟΣ

Ο ίδιος ο έφηβος ξεδιπλώνοντας τις σκέψεις του στην (σ. 11) μας αποκαλύπτει ότι «Η μουσική μου δίνει…. Να κάνω πράγματα… να δείρω, για παράδειγμα.»
Άρα καταλαβαίνουμε ότι έχει υιοθετήσει το αντρικό πρότυπο από τον πατριό του, να δέρνει δηλαδή. Ο άντρας που δέρνει! Το κλασικό στερεότυπο που σχηματοποιεί έναν άντρα να δέρνει και να είναι κυρίαρχος μέσω του τρόμου και του φόβου που προκαλεί στα αδύναμα θύματά του με την λεκτική ή την σωματική βία και τον εκφοβισμό που τους ασκεί. Ο άντρας που θυματοποιεί τα παιδιά του, τα προγόνια του και την γυναίκα, σύντροφο, μητέρα των παιδιών του.

Η προκατάληψη είχε οριστεί από τον Allport τη δεκαετία του 1950 ως μίσος και αντιπάθεια. Παρόλα αυτά ήδη εκείνη την εποχή είχε διατυπωθεί πως η απουσία αρνητικής στάσης και αντιλήψεων απέναντι σε κάποιον (άτομο ή ομάδα) δε σημαίνει απαραίτητα και απουσία προκατάληψης. Αυτή η παρατήρηση αφορά το περιεχόμενο των στερεοτύπων. Πέρα από τη διαδικασία σχηματισμού των στερεοτύπων (σε ενδοατομικό και ομαδικό επίπεδο) η μελέτη του περιεχομένου που παίρνουν τα στερεότυπα έχει απασχολήσει την κοινωνικοψυχολογική έρευνα.
Έχει προταθεί πως το περιεχόμενο των στερεοτύπων εμπεριέχει ένα θετικό κι ένα αρνητικό στοιχείο. Ικανότητα και θέρμη, έμφαση στην επίτευξη ή έμφαση στο κοινό καλό (agentic versus communal). Αυτή η ιδέα της διπλής διάστασης των στερεοτύπων ενυπάρχει και στον Asch(1946) ο οποίος σύγκρινε ένα πρόσωπο ικανό και ψυχρό κι ένα πρόσωπο ικανό και θερμό. Το θερμός/ψυχρός αποτελεί τη μια διάσταση του περιεχομένου του στερεοτύπου και ενώ η ικανότητα αποτελεί την άλλη.

ΕΦΗΒΟΣ ΚΑΙ ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥ

Σ. 12 «Ζώ με τη μητέρα μου, τον πατριό μου και τα δύο ηλίθια. Πραγματικό πατέρα δεν γνώρισα»
Η Μαίρη και ο Νικόλας ήταν ετεροθαλή αδέρφια του Θανάση, χωρίς όμως ιδιαίτερες σχέσεις μαζί του.

ΕΦΗΒΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΑ

Σ. 10 «Μητέρα, πες στα παιδιά σου να μην κάνουν αυτά που έκανα εγώ, να μην περάσουν όλη τους τη ζωή στην αμαρτία και τη μιζέρια…» Αυτό είναι το κεντρικό νόημα σκοπός θα λέγαμε τους συγγραφέα που διατείνεται ο έφηβος πρωταγωνιστής. Με έκπληξή μας η συμβουλή ηθικό δίδαγμα θα λέγαμε για την ανατροφή των παιδιών απευθύνεται στην μητέρα, όπου την προσφωνεί ο έφηβος «Μητέρα,….».
Σ. 12: «Ζώ με τη μητέρα μου,…»
Σ. 14: «…η μάνα μου μού δίνει χαρτζιλίκι κρυφά από τον πατριό μου,…»
(Σ. 9) «Η μητέρα μου είναι μοδίστρα…» συνεπώς ή μητέρα διατηρεί ένα γυναικείο στερεότυπο ρόλο της μοδίστρας που εργάζεται για να συντηρήσει την οικογένεια της. Έχει μία οικογένεια, όπου τα παιδιά της είναι ετεροθαλή
(σ. 12): «στο σπίτι είναι η μητέρα μου και τα ετεροθαλή αδέρφια μου- η Μαίρη, δεκατριών, και ο Νικόλας, τέσσερα…»
Σύμφωνα και με την Οικονομίδου ο Θανάσης φαίνεται να διαμορφώνει έναν ανδρισμό που εγκολπώνεται την ευαισθησία: τον παρατηρούμε να κοιτάζει, για πρώτη φορά, με κατανόηση και συμπάθεια τους γύρω του: νανουρίζει τη μάνα του στο κρεβάτι του νοσοκομείου και αργότερα, στην κηδεία της παρηγορεί τον πατριό του: «Τον χτύπησα απαλά στην πλάτη. Θα τα καταφέρουμε» του ψιθύρισα.»
Άρα οι επικοινωνίες μάνας και εφήβου γίνονται υπό το πλαίσιο της σιωπής και ο νέος παίρνει την ενίσχυση της μητέρας του στα κρυφά.
Σύμφωνα και με την Γκασούκα το πολιτισμκό πλέγμα βασίζεται σε συλλογικές νοοτροπίες, στον απατηλό χαρακτήρα χιλιάδων απεικονίσεων, σε πρακτικές όπου οι ιδέες συμβαδίζουν με την ηθική, τους νομούς, τις κοινωνικές συμβάσεις καθώς και σχέσεις που αναπαράγουν και τονώνουν «οι κυρίαρχες κοινωνικές και ατομικές συνήθεις, οι οποίες με τη σειρά τους διέποντας από σεξισμό και ρατσισμό»

ΕΦΗΒΟΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΟΣ

Σ. 14: «Πάντως απ’ ό,τι φαίνεται, το ποτό παίζει τον ίδιο ρόλο γι αυτόν όπως η μουσική για μένα. Μόνο που εγώ δε σκοτώνω σκυλιά.»
Από τα λεγόμενα του εφήβου συμπεραίνουμε την επιθετική αντρική προσωπικότητα του πατριού. Επίσης φαίνεται ο πατριός δεν είναι ζωόφιλος.
Ο ίδιος ο έφηβος ξεδιπλώνοντας τις σκέψεις του στην (σ. 11) μας αποκαλύπτει ότι «Η μουσική μου δίνει[….] Να κάνω πράγματα… να δείρω, για παράδειγμα.»
Σ. 14: «…η μάνα μου μού δίνει χαρτζιλίκι κρυφά από τον πατριό μου, ο οποίος παλαιότερα μου έδινε ξύλο, ενώ τώρα δεν μού δίνει σημασία.»
Άρα καταλαβαίνουμε ότι έχει υιοθετήσει το αντρικό πρότυπο από τον πατριό του, να δέρνει, δηλαδή. Ο άντρας που δέρνει! Το κλασικό στερεότυπο που σχηματοποιεί έναν άντρα να δέρνει και να είναι κυρίαρχος μέσω του τρόμου και του φόβου που προκαλεί στα αδύναμα θύματά του με την λεκτική ή την σωματική βία και τον εκφοβισμό που τους ασκεί. Ο άντρας που θυματοποιεί τα παιδιά του, τα προγόνια του και την γυναίκα, σύντροφο, μητέρα των παιδιών του.
Σ. 14: «παλιά έδερνε εμένα, παλαιότερα τη μητέρα μου. Μετά έπιασε τα αδέρφια μου, αλλά μ΄ αυτά του περνούσε γρήγορα και τα χάιδευε κατόπιν.»
Σ. 12 «Ζώ με τη μητέρα μου, τον πατριό μου και τα δύο ηλίθια. Πραγματικό πατέρα δεν γνώρισα…»

ΕΦΗΒΟΣ-ΣΥΝΟΜΗΛΙΚΟΙ (κολλητοί: Παντελής και Τάσος) και ο Κλεομένης ο Ελευθερολάκωνας και δωδεκαθεϊστής

Σ. 12: «και βλέπω κάτι χαζογκομενίτσες, emo και καλά, να μασάνε και να ξενασάνε την τσίχλα τους και να κουνάνε το κεφάλι τους σαν σπαστικές στη στάση και μέσα στο λεωφορείο …. «Γεωμετρία έκανες;» Το ξενέρωμα! Άστε το, κορίτσια, άλλη φορά.» και συνεχίζει πιο κάτω αυτοπροσδιορίζοντας τον εαυτό του εν αντιθέσει με τα κορίτσια τις συνομήλικες του συμμαθήτριες λέγοντας:
«Ενώ εγώ είμαι συνεπής, …»
Βλέπουμε τις στερεοτυπικές φράσεις με το υποτιμητικό φρασεολόγιο που μιλάει για τις εφήβους συνομήλικες του, τα κορίτσια τα οποία τα αποκαλεί «χαζογκομενίτσες…».
Σ. 17: «…ο Παντελής κι ο Τάσος με τα μηχανάκια τους για να πάμε «σχολείο». Όπου βέβαια «σχολείο» είναι η καφετέρια,…»
Σ. 17: «Σήμερα οι κολλητοί μου θα είχαν διαγώνισμα στο «φεύγα» και στο «πλακωτό», ενώ εγώ θα κάπνιζα καμία δεκαριά τσιγάρα μέχρι να φύγουμε.»
Οι φίλοι του έχουν την συμπεριφορά του μάγκα της καθημερινότητας, που θεωρεί ότι το να δέρνεις, να σπας και να μαλώνεις είναι αυτό που θα σε κάνει «σκληρό άντρα».

Σ. 49: «… Πήρε μια καρέκλα (ο Κλεομένης), την έβαλε ανάποδα και κάθισε καομπόικα, Μας έδειξε να πάρουμε κι εμείς καθίσματα. Έκανε νόημα σε ένα άλλον να φέρει κάτι να πιούμε. Σε λίγο εκείνος έφερε μπύρες…»
Μια άλλη προσέγγιση που εξετάζει τις δομικές σχέσεις ανάμεσα σε ομάδες ως κεντρικές στη διαμόρφωση του περιεχομένου του στερεοτύπων είναι αυτή των Glick και Fiske (2001). Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση τα στερεότυπα διαμορφώνονται σε σχέση με το κοινωνικό στάτους και το είδος της αλληλεξάρτησης (ανταγωνισμός ή συνεργασία) που έχουν οι ομάδες μεταξύ τους. Το στάτους συνδέεται με την ικανότητα και η αλληλεξάρτηση με τη θέρμη. Ομάδες και άτομα χαρακτηρίζονται και με τις δύο διαστάσεις κι ανάλογα με το στάτους και την αλληλεξάρτηση μπορεί να είναι ψηλά στη μια διάσταση και χαμηλά στην άλλη ή αντίστροφα αλλά ποτέ ψηλά και στις δύο διαστάσεις. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση μια ομάδα να είναι χαμηλά και στις δύο διαστάσεις. Παρόλα αυτά αυτό είναι σπάνιο. Εκτός αν πρόκειται για τη δική μας ομάδα που υπερτερεί φυσικά (βάσει της θεωρίας της κοινωνικής ταυτότητας) σε όλα τα χαρακτηριστικά. Εκτός αν η ομάδα σύγκρισης έχει «αντικειμενικό» προβάδισμα σε σχέση με την ικανότητα. Σε σχέση με τη θέρμη τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα.
Βάσει αυτής της προσέγγισης της διπλής φύσης των στερεοτύπων μπορεί να υπάρχει προκατάληψη ακόμη κι αν μια ομάδα περιγράφεται θετικά. Είτε στη διάσταση της ικανότητας (π.χ. οι μετανάστες μας είναι αντιπαθείς αλλά συγχρόνως μπορεί να είναι πετυχημένοι, να τα έχουν καταφέρει πολύ καλά) είτε στη διάσταση της θέρμης (π.χ. οι ηλικιωμένοι μπορεί να περιγράφονται ως συμπαθείς αλλά συγχρόνως ως άνθρωποι που δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα). Αυτό μας βοηθά να καταλάβουμε τη διπλή φύση της προκατάληψης. Η προκατάληψη μπορεί δηλαδή να πάρει δύο μορφές: την πατερναλιστική και την εχθρική. Στην πατερναλιστική προκατάληψη η άλλη ομάδα θεωρείται συμπαθής αλλά ανίκανη (επομένως χρήζει προστασίας). Κλασικό τέτοιο παράδειγμα είναι τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι και οι γυναίκες. Στην εχθρική προκατάληψη η άλλη ομάδα θεωρείται ικανή αλλά αντιπαθής. Τέτοιο είναι το παράδειγμα με τους μετανάστες, τους Τούρκους και άλλους «εχθρούς». Η προκατάληψη μπορεί να είναι και απόλυτα αρνητική, δηλαδή μια ομάδα να περιγράφεται ως ψυχρή και ανίκανη συγχρόνως (κοινωνικό βάρος). Αυτό που πρέπει να έχουμε στο νου μας είναι η χρησιμότητα των στερεοτύπων στη δικαιολόγηση του κοινωνικού κόσμου, των σχέσεων δηλαδή που διαμορφώνονται γύρω μας.
Σ. 48: «Ο Κλεομένης ανήκει όπως σας έχω πει στους Ελευθερολάκωνες» και είναι δωδεκαθεϊστής. Αυτό μου έφερε αστείες σκέψεις στο μυαλό μου, δηλαδή φανταζόμουν τον Κλεομένη στο γήπεδο να φωνάζει «Γαμώ τον Ποσειδώνα» ή «Γαμώ την Αφροδίτη σας», ….»
Σ. 50: «… κι όλα αυτά για να μην τους πούνε ρατσιστές…»
Σ. 50 «Ποιοι είναι οι ρατσιστές; Ποιοι γνωρίζουν από ρατσισμό; Αυτοί που τους πληρώνουν όλα ή εγώ που μένω απλήρωτος σπίτι μου; Η έγκυος καθαρίστρια από τη Μολδαβία…… ή η Ελληνίδα έγκυος που τη διώχνουν, την απολύουν αμέσως….Πες μου εσύ… Ποιοι γνωρίζουν από ρατσισμό στην ίδια τους τη χώρα;»
Παρατηρούμε σύμφωνα και με τη μελέτη της Οικονομίδου Σ. «την λειτουργία αλλά και την σημαντικότητα της αμιγώς ανδρικής ομάδας. Όπως επισημαίνει ο Γιαννακόπουλος, «οι ανδρικές ομόφυλες κοινωνικότητες, όπως το ποδόσφαιρο και ο στρατός, [και, συμπληρώνω εγώ, οι ομάδες των οπαδών ή οι νέο-φασιστικές και άλλες παρακρατικές οργανώσεις] αποτελούν κατεξοχήν χώρους εκμάθησης, μύησης στην άσκηση και στην παραστασιακή επιτέλεση της εξουσίας» (Έμφυλη,2,3) Και οι δύο κεντρικοί ήρωες βρίσκονται για κάποια περίοδο της ζωής του υπό την αρχηγία αλλά και υπό την προστασία των επιβλητικών ανδρών που περιέγραψα παραπάνω, μέλη μιας ομάδας η οποία υποκαθιστά την οικογένεια: «Πείραξαν δικό μας άνθρωπο, κι αυτό δεν θα μείνει έτσι», «εμείς είμαστε η οικογένειά σου», «είσαι δικός μας», «είσαι ένας από μας», είναι τα κλισέ που υποδηλώνουν την παρήγορη θαλπωρή του ανήκειν και την προστασία που προσφέρει η ομάδα. Όπως έδειξα στις περιλήψεις των ιστοριών, οι ομάδες αυτές εξωθούν τους έφηβους ήρωες σε ακραία επιθετικές πράξεις, σ’ αυτό, δηλαδή, που αναφέρει ο Γιαννακόπουλος ως την «παραστασιακή επιτέλεση της εξουσίας». Όμως, το ενδιαφέρον σημείο σύγκλισης των δύο έργων είναι ότι οι ομάδες αυτές παρουσιάζονται όχι μόνον ως χώροι εκμάθησης και μύησης της στερεοτυπικής "μάτσο" συμπεριφοράς αλλά και ως χώροι μέσα στους οποίους μία τέτοια συμπεριφορά απομυθοποιείται και απορρίπτεται εφόσον ο ήρωας έχει ήδη βιώσει την θέση όχι μόνον του θύτη αλλά και του θύματος.
Παρατηρούμε σύμφωνα και με τη μελέτη της Οικονομίδου Σ στο «Στη Διαπασών», ο χαρακτήρας που αποτελεί την πιο συστηματική όσο και στερεοτυπική απεικόνιση του μάτσο ανδρισμού είναι εκείνος του Κλεομένη. Διόλου τυχαία, αυτός είναι ο μόνος από τους κεντρικούς χαρακτήρες του έργου για τον οποίο μαθαίνουμε πώς είναι εξωτερικά, πάντα, βέβαια, μέσα από τα μάτια του Θανάση: «Τεράστιος, γύρω στα τριάντα, θα του ταίριαζε να παίξει στους 300, είχε χοντρό σβέρκο, ήταν ντυμένος στρατιωτικά, φορούσε κοντομάνικα αν και χειμώνας, και είχε τατού σε όλο του το σώμα, κάτι τεράστια σχέδια με Δίες, Ποσειδώνες, κεραυνούς και τρίαινες και περικεφαλαίες. Και ήταν κουρεμένος σχεδόν γουλί.» Ο Κλεομένης είναι ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός, ο «Θρύλος». Γύρω του υπάρχουν άνδρες, κτηνώδεις στην εμφάνιση όπως ο ίδιος, αλλά υποταγμένοι στην φυσική και συμβολική του δύναμη.

ΕΦΗΒΟΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ
Ο πατέρας του άφαντος...

Σ. 12 «Ζω με τη μητέρα μου, τον πατριό μου και τα δύο ηλίθια. Πραγματικό πατέρα δεν γνώρισα. Τώρα τι έγινε, θα σας γελάσω, δε θέλω να πολυρωτάω, γιατί η μητέρα μου ψιλοείναι άρρωστη, με καρδιά. Και τόσο νέα! Ούτε σαράντα. Πιστεύω πάντως ότι μάλλον την παράτησε και μας παράτησε.»
Η έλλειψη πατέρα και η αντιμετάθεση του ρόλου του πραγματικού πατέρα στον άξεστο, βίαιο πατριό διασαλεύει την ψυχολογική ισορροπία του εφήβου με κοινωνικά και ψυχολογικά αντίτυπα.

ΠΑΤΡΙΟΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ

Σ. 14: «…η μάνα μου μού δίνει χαρτζιλίκι κρυφά από τον πατριό μου, ο οποίος παλαιότερα μου έδινε ξύλο, ενώ τώρα δεν μού δίνει σημασία.»
Άρα ο Θανάσης διδάσκεται το πρότυπο ότι η γυναίκα-μητέρα εργάζεται και συντηρεί τον πατριό/άντρα και αναγκάζεται να δίνει χαρτζιλίκι στο παιδί της κρυφά.
Επίσης και εδώ αναφαίνεται ότι ο μικρός έφηβος τώρα πιά Θανάσης έτρωγε ξύλο από τον πατριό. Άρα ενισχύεται ακόμα πιο πολύ το αντρικό πρότυπο του αυταρχικού και βίαιου άντρα της οικογένειας. 

Αντί επιλόγου

Διαλέγω από την μελέτη της κ. Οικονομίδου «Το γεγονός ότι η μουσική που τώρα επιλέγει δεν ακούγεται πια στη διαπασών είναι, πιστεύω, συμβολικό της νέας ανδρικής του ταυτότητας. Καθόλου τυχαία το τραγούδι που τον εκφράζει στο τέλος είναι το αισιόδοξο «What a wonderful world» του Louis Armstrong. «Με ταξίδευε στο μέλλον», ομολογεί, «σε μια άλλη περιοχή, εκεί που οι μέρες θα ήταν ήρεμες και ζεστές, οι φίλοι θα ήταν πραγματικοί και θα βρίσκονταν κοντά σου.»

Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών "Παιδικό βιβλίο και παιδαγωγικό υλικό, Ανάλυση στο βιβλίο "Οι άρχοντες των σκουπιδιών" - Ρόδος 2014

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ
ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
«ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΥΛΙΚΟ»

ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «ΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΤΩΝ ΣΚΟΥΠΙΔΙΩΝ» ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΟΝΟΜΑ ΦΟΙΤΗΤΡΙΩΝ: Π. Δ.- Π., Π. Ε.
ΜΑΘΗΜΑ: Θεωρία της Παιδικής Λογοτεχνίας
ΕΞΑΜΗΝΟ: Χειμερινό

ΡΟΔΟΣ, 2014

Εισαγωγή

Στην παρούσα εργασία μελετήσαμε και αναλύσαμε το βιβλίο του Βασίλη Παπαθεοδώρου "Οι Άρχοντες των Σκουπιδιών" των εκδόσεων "Καστανιώτη".
Αρχικά, αναφέραμε το βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα και την υπόθεση του έργου. Έπειτα, εμβαθύνουμε στην ιδεολογία του κειμένου, την ιδεολογία του συγγραφέα, στην ανταπόκριση του αναγνώστη και καταλήγουμε στα συμπεράσματά μας.

1. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα. Τελείωσε τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και σπούδασε μεταλλουργός και χημικός μηχανικός στο ΕΜΠ, ενώ έκανε μεταπτυχιακά στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Έχει κυκλοφορήσει έως τώρα δέκα νεανικά και εφηβικά μυθιστορήματα, πέντε από τα οποία ("Το μήνυμα", "Οι Εννέα Καίσαρες", "Χνότα στο τζάμι", "Στη διαπασών", "Το μεγάλο ταξίδι της κινέζικης πάπιας") διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, σε μετεκπαιδευόμενους δασκάλους.
Έχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας και δύο φορές με το Βραβείο του περιοδικού "Διαβάζω" (2008, 2010) για τα βιβλία του "Χνότα στο τζαμί" και "Στη διαπασών". Επίσης έχει αποσπάσει άλλα έξι λογοτεχνικά βραβεία για διάφορα έργα του από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά και τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου.

2. ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Το βιβλίο του Βασίλη Παπαθεοδώρου ‘Οι Άρχοντες των Σκουπιδιών’ είναι πολιτικό, καθώς αναφέρεται σε μία κοινωνία ενός κόσμου που διαφθείρεται. Προβλήματα όπως η ανεργία, η πολιτική αυθαιρεσία, η οικονομική εξαθλίωση, ο ρατσισμός, η υπερκατανάλωση οδηγούν στην ένωση μίας ομάδας ανθρώπων διαφορετικών φαινομενικά με πολλές ομοιότητες αργότερα. Τρεις επιστήμονες, ένας πολιτικός, δύο γυναίκες, ένας μισθοφόρος κι ένα έγχρωμο κορίτσι από την Αφρική έχοντας χάσει τα πάντα στη ζωή τους βάζουν τις βάσεις μίας νέας κοινωνίας και μίας νέας ζωής παρά τα προβλήματα που συναντούν. Ανάμεσα σε αυτά είναι η καταδίωξη από τον πληρωμένο, συμφεροντολόγο μισθοφόρο Μαξ, η καχυποψία που υπάρχει μεταξύ τους, οι καιρικές και οι περιβαλλοντικές αλλαγές και οι αναχρονιστικές νοοτροπίες των πολικών αρχηγών και του λαού. Όλα αυτά δοσμένα με κινηματογραφική δράση και συνεχείς ανατροπές μας οδηγούν στο τελικό στάδιο ή το αρχικό της ανθρώπινης ζωής και ύπαρξης, στο σπήλαιο.

3. Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΠΗΓΑΖΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

3.1. ΠΛΟΚΗ

Χαρακτηριστικό στοιχείο της πλοκής είναι η διακειμενικότητα. Τα διάφορα κείμενα αναπτύσσουν ένα υπαρκτό πλέγμα σχέσεων μεταξύ τους, είτε είναι του ίδιου συγγραφέα είτε απέχουν μεταξύ τους χωροχρονικά. Πρόκειται για ζωντανούς οργανισμούς που αλληλοφωτίζονται μεταξύ τους. Σύμφωνα με την Ζερβού (2012) από τα τέσσερα είδη διακειμενικότητας στο δικό μας βιβλίο εντοπίσαμε την τρίτη μορφή, που είναι η μεταγραφή ενός κειμένου που μπορεί να υπονομευτεί ή να αντιστραφεί.
Πιο ειδικά, στο πρώτο μέρος του βιβλίου τα διακειμενικά στοιχεία αντλούνται από την σημερινή πραγματικότητα. Η οικονομική εξαθλίωση, η ανεργία των πολιτών, οι προπηλακισμοί πολιτικών ως ένδειξη διαμαρτυρίας του λαού, οι αυτοκτονίες ανθρώπων που βρίσκονται σε απόγνωση, επειδή έχουν χάσει τις δουλειές τους, τα άδεια και κλειστά μαγαζιά και οι διαρρήξεις σπιτιών είναι συχνά φαινόμενα τόσο στο βιβλίο όσο και στην εποχή του συγγραφέα. Άλλα διακείμενα που εμπίπτουν στο σήμερα είναι οι πελατειακές σχέσεις των πολιτικών για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους σε αντίθεση με τον απλό κόσμο που πανικόβλητος αποσύρει τις λιγοστές καταθέσεις του από τις τράπεζες ή αναγκάζεται να πουλήσει τα υπάρχοντά του για να πάρει χρήματα και να επιβιώσει. Μέσα σε μία τέτοια ατμόσφαιρα οι φοιτητές που αποτελούν το μέλλον του κόσμου εξεγείρονται χωρίς αποτέλεσμα με τους αστυνομικούς να καταστέλλουν οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής της υπάρχουσας κατάστασης. Παράλληλα, οι καταστροφές του περιβάλλοντος μας παραπέμπουν στις πυρκαγιές της Ηλείας, που έλαβαν χώρα το 2007. Όπως και στο βιβλίο οι νέοι διασκέδαζαν βλέποντας τη φωτιά και στο τέλος αδιαφόρησαν επιστέφοντας στο πάρτι, έτσι το 2007 καιγόταν μεγάλη έκταση της Πελοποννήσου και το επόμενο έτος οι άνθρωποι αδιαφορώντας για την καταστροφή της περιοχής συνέχισαν να απολαμβάνουν τις διακοπές τους. Επιπρόσθετα, ο Παπαθεοδώρου προφανώς επηρεαζόμενος από το καταστροφικό τσουνάμι που προκάλεσε την έκρηξη του πυρηνικού εργοστασίου στην Ιαπωνία, αναφέρεται σε ένα παλιό και εγκαταλειμμένο πυρηνικό εργοστάσιο στην Ινδία που είχε προκαλέσει σεισμό στην περιοχή και αυτός με τη σειρά του ένα τεράστιο τσουνάμι (σ. 198). Όλη αυτή η ατμόσφαιρα που περιγράφει το βιβλίο, που αποτελεί και την πραγματικότητα του ίδιου του συγγραφέα είναι η αφορμή, η αιτία της κατασπατάλησης των φυσικών και ενεργειακών πόρων και η στροφή των ανθρώπων στα σκουπίδια ως το μόνο μέσο για την επιβίωσή τους.
Στο δεύτερο μέρος κι ενώ οι ήρωες βρίσκονται στην 'Ώρα Μηδέν', στο ζενίθ της ανθρώπινης αποκτήνωσης, ξεκινάει μία αλληγορική αναδρομή σε γεγονότα της πραγματικής ιστορίας. «Κάθε κοινωνικό και ιστορικό φαινόμενο που ξέρουμε να έζησε ο πολιτισμός μας στο παρελθόν, είναι παρόν και οργανικά ενταγμένο στην πλοκή του βιβλίου»[1]. Στο πλαίσιο αυτό ξεκινάει ένας ατέρμων αγώνας της εκάστοτε εξουσίας για την κυριαρχία και απόκτηση του μόνου πολύτιμου αγαθού που απέμεινε, των σκουπιδιών.
Έτσι, βλέπουμε, λοιπόν, την ύπαρξη της δικτατορίας, ναζιστικών και χουντικών συμπεριφορών να κάνουν την αρχή του ιστορικού αυτού ταξιδιού. Τα διακειμενικά χωρία που το αποδεικνύουν είναι τα παρακάτω: «Η πρώτη κάννη του τανκ που αντίκρισε δεν τον τρόμαξε τόσο πολύ, τουλάχιστον όσο θα περίμενε. Αυτό που τον έκανε να πανικοβληθεί ήταν η μακριά ουρά από τανκς και στρατιωτικά καμιόνια γεμάτα φαντάρους που ακολουθούσε. […] Πλησίασε με χιλιάδες προφυλάξεις τον κεντρικό δρόμο, είδε τους φαντάρους να παρατάσσονται, να χωρίζονται σε ομάδες, να μπαίνουν σε κάποια κυβερνητικά κτήρια. Είδε το τανκ να γκρεμίζει το μαντρότοιχο ενός Υπουργείου, να στρέφει την κάννη του προς τα γραφεία των ορόφων, να ρίχνει την πρώτη του οβίδα. […] Δεκάδες παιδιά, όλα στα μαύρα ντυμένα και παραταγμένα σε σειρές, σαν στρατιωτάκια, στέκονταν προσοχή μπροστά σε μία τεράστια τηλεόραση έξω από ένα εστιατόριο και άκουγαν κάποιον να εκφωνεί λόγο. […] Εκείνη τη στιγμή χαιρετούσε τη νεολαία, που είχε μαζευτεί στο κέντρο της πρωτεύουσας, κατά χιλιάδες, με προτεταμένο χέρι. Τα παιδιά της πρωτεύουσας τέντωσαν και αυτά τα χέρια τους σε χαιρετισμό, το ίδιο έκαναν και τα παιδιά της πόλης. Κατόπιν άρχισαν όλα, κι εκείνα στην τηλεόραση και αυτά στην πλατεία, να τραγουδάνε στρατιωτικά εμβατήρια. Πολλοί νέοι κρατούσαν λάβαρα» (σσ. 105, 140, 141). Στα συγκεκριμένα αποσπάσματα ο Άντονυ Τόμπιας δρα ως δικτάτορας και μας θυμίζει τον Μεταξά ή τον Παπαδόπουλο με την νεολαία που είχαν δίπλα τους (Ε.Ο.Ν και Ε.Π.Ε.Ν). Αντίθετα, εμφανίζονται οι φοιτητές, οι οποίοι προσπαθούν να απομακρύνουν τις δικτατορικές συμπεριφορές, θυμίζοντας μας τους αγώνες της γενιάς του Πολυτεχνείου. «Φοιτητές είχαν αρχίσει ήδη να ταμπουρώνονται στις αίθουσες, να γεμίζουν σακιά με άμμο και χώμα από τους ακάλυπτους χώρους και τα παρτέρια, και να τα τοποθετούν στα παράθυρα και στις πόρτες των κτηρίων, στήνοντας πρόχειρα αναχώματα» (σσ. 119- 120). Παράλληλα, γίνεται αναφορά στις δικτατορίες που είχαν εγκαθιδρυθεί στην Ευρώπη (Μουσολίνι, Χίτλερ, Φράνκο κ.α) και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Καταλυτική είναι η εμφάνιση της Γερμανίας με την παρουσία της στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή εισβάλλει και κατακτά την Αυστρία, Ελβετία, Πολωνία και Τσεχοσλοβακία, χωρίς αντίσταση. Η Αγγλία και η Γαλλία, η οποία προσπαθεί να προσαρτήσει το Βέλγιο, έρχονται αντιμέτωπες με τη Γερμανία, που στο τέλος του πολέμου αυτή αναγκάζεται να υποχωρήσει. Υψώνεται το τείχος του Βερολίνου, χωρίζοντας τη χώρα σε δύο στρατόπεδα με διαφορετικές αντιλήψεις. Την ίδια περίοδο εμφανίζεται ο Κομμουνισμός σε πολλές ανατολικές χώρες. «Μέσα στις τελευταίες μέρες, ενώσεις εργατών είχαν πάρει την εξουσία σε όλη σχεδόν την ανατολική Ευρώπη, οι αρχηγοί των συνδικάτων πόζαραν ως Γενικοί Γραμματείς των κρατών στην Κόκκινη Πλατεία και στα κεντρικά σημεία των υπόλοιπων πρωτευουσών» (σ. 150).
Ακόμη, γίνεται αναφορά και στον πόλεμο του Βιετνάμ με τη χαρακτηριστική φωτογραφία του κοριτσιού, της Κιμ Φουκ (Kim Phuc), η οποία τρέχει ολόγυμνη με ανοιγμένα τα χέρια, κλαίγοντας, επειδή καταστράφηκε το χωριό της και η ίδια ήταν βαριά τραυματισμένη.
Ένα επιπλέον διακειμενικό στοιχείο είναι η κατακόρυφη αύξηση των τιμών, τα συσσίτια για το λαό και οι επιδημίες (τύφος, χολέρα, φυματίωση) που εμφανίζονται σε περιόδους πολέμου. Επίσης, γίνεται αναφορά στους λεπρούς και αυτό γίνεται κατανοητό με το παρακάτω απόσπασμα: «Το πρόσωπό του ήταν σιχαμένο, σα να έλιωνε σιγά- σιγά, 'Σ’ αγαπώ!' ξανάπε η ηλικιωμένη και ο λεπρός φόρεσε με βιάση το κάλυμμα για να μην κολλήσει τους υγιείς. Η σειρά των ανθρώπων άρχισε να απομακρύνεται στα χωράφια, τραβώντας προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, εκεί όπου διακρίνονταν κάτι τρύπες στο βουνό, σπήλαια που θα κατοικούνταν πλέον από αρρώστους» (σσ. 236- 237).
Παρουσιάζεται και η αποικιοκρατία των Ευρωπαϊκών χωρών στην Αφρική και η σύγκρουσή τους με τους γηγενείς και μεταξύ τους για την επικράτηση στην περιοχή. Οι κάτοικοι της Αφρικής μέσα στο βιβλίο επικοινωνούν μεταξύ τους κρατώντας στο χέρι τους φωτιές και κάνοντας νοήματα από τις κορυφές των βουνών. Αυτός ο τρόπος συνεννόησης μας θυμίζει τις γνωστές φρυκτωρίες της Αρχαίας Ελλάδας.
Επίσης, το βιβλίο περνάει στο πολίτευμα της βασιλείας με την στέψη του Ακίνο ως βασιλιά, κατόχου πολλών εργοστασίων αποκομιδής και επεξεργασίας σκουπιδιών. Το καθεστώς αυτό επικράτησε σε πολλά κράτη στα οποία είχε καταλυθεί ο Κοινοβουλευτισμός. Οι πολίτες μη αντέχοντας ακόμα μία απολυταρχική διακυβέρνηση επαναστατούν με σύνθημά τους τις λέξεις 'Δικαιοσύνη- Ελευθερία- Ισότητα' (σ. 221) κάνοντας υπαινιγμό στη Γαλλική Επανάσταση το 1789. Συνεπώς, το βασιλικό ζευγάρι οδηγείται στη γκιλοτίνα. Το ιστορικό διακείμενο που αντιστοιχεί σε αυτήν την εικόνα είναι ο αποκεφαλισμός του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΣΤ' και της Μαρίας Αντουανέτας. «Ο βασιλιάς και η βασίλισσα Ακίνο οδηγούνταν, με πρόχειρα ρούχα, σε ένα ικρίωμα που είχε στηθεί στην κεντρική πλατεία, έξω από το Κοινοβούλιο. Λαϊκοί στρατιώτες έσπρωχναν το βασιλιά να γονατίσει και να βάλει το κεφάλι του σε ένα στενό πάγκο. Από πάνω του στεκόταν ένας δήμιος, φορούσε κουκούλα, κρατούσε ένα τσεκούρι. Το πλήθος από κάτω είχε ξεσπάσει σε αλαλαγμούς. Ο βασιλιάς πήγε κάτι να πει, οι στρατιώτες του πίεσαν το κεφάλι στον πάγκο. Ο δήμιος ύψωσε το τσεκούρι και το κατέβασε με δύναμη στο σβέρκο του βασιλιά. Ο ενθουσιασμός του πλήθους ήταν ανυπέρβλητος, δεν συγκρινόταν με τίποτα που είχε ζήσει η πρωτεύουσα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο δήμιος συνέχισε με τη βασίλισσα. Η γυναίκα στάθηκε πιο άτυχη από τον άντρα της, καθώς χρειάστηκαν τρία χτυπήματα για να αποτελειώσει ο δήμιος το έργο του» (σ. 222).
Επιπρόσθετα, γίνεται αναφορά στην Φεουδαρχία, στο κυνήγι των μαγισσών, τις οποίες θεωρούσαν καταραμένες, τις λιθοβολούσαν και τις έκαιγαν και στα συγχωροχάρτια της Καθολικής Εκκλησίας με την αγορά του οποίου προσπαθούσαν να απαλείψουν τις αμαρτίες τους εξασφαλίζοντας μία θέση στον Παράδεισο. «Ο ιερέας καθόταν σε μία καρέκλα, μπροστά του ένα καφάσι με χαρτιά, πίσω του ένα κιβώτιο. Οι συγκεντρωμένοι είχαν σχηματίσει ουρά, περίμεναν υπομονετικά να έρθει η σειρά τους, να δώσουν ό,τι πιο πολύτιμο τους είχε απομείνει, ένα ασημένιο πιρούνι, ένα χρυσό φυλαχτό, μία ταμπακιέρα, και να πάρουν υπογραμμένο από τον παπά το συγχωροχάρτι, που είχε διάφορα χρώματα, ανάλογα με το είδος και την ποσότητα που πλήρωναν. Ο βοηθός έδινε πληροφορίες για τον τιμοκατάλογο: πόσο κόστιζε ο Παράδεισος, τι θα έδιναν για τον προθάλαμο, τι ποσό χρειαζόταν για την άφεση αμαρτιών. Τα μετρητά έμπαιναν σε ένα σάκο που βρισκόταν πιο πίσω, οι εικόνες και τα χρυσαφικά στο κιβώτιο» (σ. 239).
Ένας ακόμα σταθμός αυτής της ιστορικής αναδρομής είναι η ιμπεριαλιστική πολιτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η επαφή της με την Ευρωπαϊκή Φεουδαρχία, η Άλωση της Κωνσταντινούπολης για την κατάληψη των Αγίων Τόπων, που στο βιβλίο είναι οι 'Άγιοι Σκουπιδότοποι' και η επέλαση των Σελτζούκων Τούρκων.
Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία των μεταναστών, οι οποίοι είναι ανεπιθύμητοι, λόγω του ότι έπαιρναν τις δουλειές του ντόπιου πληθυσμού, γεγονός που μας θυμίζει την έλευση προσφύγων στην Ελλάδα και την απομόνωσή τους από τους γηγενείς. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εμφανίζονται τα παιδιά να εργάζονται κάτω από άσχημες συνθήκες για ένα πιάτο φαγητό, εγκαταλείποντας το σχολείο προκειμένου να βοηθήσουν τις οικογένειές τους.
Επιπλέον, όταν η ομάδα επισκέπτεται το χωριό του Τζέφερσον, οι χωριανοί βρίσκονται συγκεντρωμένοι στη μεγάλη αποθήκη του σπιτιού που ήταν κάτω από το πάτωμα και στους τοίχους υπήρχαν οι εικόνες του Χριστού και της Παναγίας. Η σκηνή αυτή θυμίζει έντονα τις κατακόμβες των πρώτων χριστιανών. Παράλληλα, γίνεται αναφορά στους μονομάχους της ρωμαϊκής αρένας μέσα από την πάλη του Κλαούντιο. Μέσα σε ένα στάδιο με την παρουσία του ρωμαίου αυτοκράτορα και το λαό να αποδοκιμάζει ή να επιδοκιμάζει τους δύο μονομάχους, εξελίσσεται μία μάχη άπειρης βαρβαρότητας. Όταν ο ρωμαίος αυτοκράτορας Σεβαστιανός Α’ (Σεξτόριους) ανατράπηκε από τον γιο του τον Μπρους, αναφώνησε ‘Μπρους κι εσύ με αυτούς είσαι, γιε μου;’ (σ. 301), μας παραπέμπει στη γνωστή φράση του Ιουλίου Καίσαρα ‘Κι εσύ τέκνον Βρούτε;’, λίγο πριν τη δολοφονία και την ανατροπή του. Η πίστη των ανθρώπων στους θεούς των σκουπιδιών είναι εμφανής σε πολλά σημεία του βιβλίου, που δηλώνει την σταδιακή εγκατάλειψη του Χριστιανισμού και τον ασπασμό της ειδωλολατρίας, όπως συμβαίνει και στην ιστορία.
Οδεύοντας προς το τέλος της ιστορικής αναδρομής, ο Παπαθεοδώρου κάνει μία στάση στην Αρχαία Ελλάδα, η οποία είναι το λίκνο της δημοκρατίας μέσω της ύπαρξης της Εκκλησίας του Δήμου, του Θεάτρου και των πόλεων- κρατών. Έτσι, καταλήγει στις τοιχογραφίες στα τοιχώματα του σπηλαίου, τις οποίες περιεργαζόταν η Τζίμπα, που υπαινίσσονται τον προϊστορικό άνθρωπο, από τον οποίο δημιουργήθηκε ο σύγχρονος. Φυσικά το σπήλαιο στο οποίο είναι παγιδευμένοι οι εναπομείναντες άνθρωποι που ως μόνη παρηγοριά τους έχουν τη φωτιά, θυμίζει τους δεσμώτες του Πλάτωνα που βλέπουν την παραμορφωμένη πραγματικότητα από τις σκιές στον τοίχο. «Έβλεπε στο τοίχωμα σκιές να τρεμοπαίζουν, σκιές που μεταμορφώνονταν ανάλογα με το πώς έπαιζε η φωτιά, σκιές που πλησίαζαν και μάκραιναν, που γίνονταν πιο μεγάλες και μετά μίκραιναν, σκιές που είχε ξαναδεί παλαιότερα, σε μία σκηνή στην Αφρική, σε μία εκκλησία, σε μία σκηνή πίσω από ένα συνεργείο» (σ. 327).
Ένα σημείο που δεν μένει απαρατήρητο είναι και ο τίτλος του βιβλίου. ‘Οι Άρχοντες των Σκουπιδιών’ πολλοί θα έλεγαν ότι αποτελεί διακειμενικό στοιχείο του γνωστού μυθιστορήματος ‘Ο Άρχοντας των Δακτυλιδιών’ του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν. Παράλληλα, και ο ίδιος ο Παπαθεοδώρου έχει δηλώσει σε συνέντευξη του ότι ένα από τα πρώτα βιβλία που του έδωσαν το έναυσμα για τη συγγραφή είναι ‘Ο άρχοντας των μυγών’ του Γκόλντινγκ[2]. Ίσως και από εκεί να επηρεάστηκε για τον τίτλο του βιβλίου.
Γενικότερα, η δράση του βιβλίου με τις συνεχείς κορυφώσεις, ανατροπές και την κινηματογραφική δράση θυμίζει ταινίες που προφητεύουν το τέλος του κόσμου, ταινίες καταστροφής. Στις ταινίες αυτές μας παραπέμπει το απόσπασμα του βιβλίου που περιγράφει την καταστροφή του πλανήτη πριν εγκλωβιστούν οι άνθρωποι στο σπήλαιο. Παράλληλα, έντονες είναι οι επιρροές από ταινίες γουέστερν όταν γίνεται αναφορά στους τρείς μισθοφόρους. Ειδικότερα, στο σημείο του βιβλίου που ο Πολ βρίσκεται στη πεδιάδα και βλέπει να κατευθύνεται απειλητικά προς το μέρος του ο Μαξ με τους άγριους πολεμιστές θυμίζει την σκηνή της ταινίας ‘Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές’ (1952, Fred Zinnemann) που ο Γκάρυ Κούπερ υποδυόμενος τον σερίφη περιμένει τη μοίρα του δηλαδή τους ληστές του τρένου.
Επιλογικά, ήταν σαν φυσικό επακόλουθο της κατάστασης που όλοι είχαν δημιουργήσει, να γίνει η «μεγάλη έκρηξη» και η Παγκόσμια Ιστορία να αρχίζει να κυλά προς τα πίσω[3].
Κατά την Nikolajeva[4] τα κενά είναι τριών ειδών: πρώτον, υπάρχουν τα επιφανειακά κενά, τα οποία συμπληρώνει με βάση τις εμπειρίες του ο αναγνώστης. Για παράδειγμα, στο βιβλίο υπάρχει η φράση ‘Μπρους, κι εσύ με αυτούς είσαι, γιε μου;’ εμπνεόμενος ο συγγραφέας από την ιστορική φράση του Ιουλίου Καίσαρα. Αν ο αναγνώστης δεν έχει τη συγκεκριμένη ιστορική αναγνωστική εμπειρία, τότε θα αποτελέσει γι’ αυτόν ένα επιφανειακό κενό. Όμοια και όλα τα υπόλοιπα ιστορικά διακείμενα. Δεύτερον, υπάρχουν τα νοητικά κενά, τα οποία έχει την απαίτηση ο συγγραφέας να τα συμπληρώσει ο αναγνώστης με βάση τις νοητικές του ικανότητες. Σε όλο το βιβλίο στο πλαίσιο της κινηματογραφικής δράσης ο Παπαθεοδώρου μεταφέρει τον αναγνώστη από το ένα επεισόδιο στο άλλο έχοντας ο ήρωας αλλάξει θέση και δράση, επιτρέποντας στον αναγνώστη να συμπληρώσει το νοητικό κενό. Λόγου χάρη ο Τζέφερσον παρουσιάζεται στη σελίδα 97 να είναι με τον Κλαούντιο στους δρόμους της πόλης ενώ στο επόμενο κεφάλαιο με πρωταγωνιστή τον συγκεκριμένο ήρωα, βρίσκεται στη σελίδα 111 να φεύγει κρυφά από το Μέγαρο. Επιπρόσθετα, όταν ο Τζέφερσον είπε στον γραμματέα του Τόμπιας να πάρει τηλέφωνο στον καθηγητή Πελεγκρίτι για το άρθρο του αυτός με απόλυτη μυστικότητα κάλεσε έναν αριθμό, πατώντας το πλήκτρο μνήμης χωρίς να είναι του καθηγητή προκαλώντας τον αναγνώστη να κάνει υποθέσεις για το πρόσωπο του συνομιλητή. Τρίτον, υπάρχουν τα δημιουργικά ή φαντασιακά κενά. Σε αυτά ο συγγραφέας επιδιώκει να επιταχύνει την αφήγηση παραλείποντας σημαντικά τμήματα του χρόνου και ενέργειες χαρακτήρων που δεν κρίνονται βασικές. Για παράδειγμα «Πέρα από εκείνη τη φτωχή ενημέρωση δεν είχαν τίποτε άλλο, οι μέρες τους κυλούσαν ίσως δίχως σκοπό» (σ. 283), «[…] εκείνοι βάδιζαν επί μέρες, ατελείωτες ώρες, χωρίς να νιώθουν την κούραση να τους βαραίνει, ή και όταν την ένιωθαν, ήταν η ελπίδα που τους ξαλάφρωνε» (σ. 311), «Και πέρασαν έτσι ώρες, μέχρι που οι δάδες άρχισαν να σβήνουν η μία μετά την άλλη, οι σκιές θάμπωναν, αραίωναν και το σπήλαιο βυθιζόταν πάλι στο σκοτάδι.» (σ. 330).
Ως προς την τεχνική το είδος της πλοκής που εντοπίσαμε είναι το επεισοδιακό, καθώς τα ξεχωριστά επεισόδια- ιστορίες των ηρώων ακολουθούν το ένα το άλλο στο πρώτο μέρος και συνδέονται μέχρι την ένωση της ομάδας, δημιουργώντας ένα ενιαίο σύνολο[5]. Ως προς τον τρόπο της αφηγηματικής τεχνικής είναι η μηδενική εστίαση, που ο αφηγητής είναι παντογνώστης[6].

3.2.1 ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ

Στο βιβλίο υπάρχουν δεκατρείς διαφορετικές προσωπικότητες, οι οποίες παραμένοντας στατικές ή δυναμικές συγκρούονται μεταξύ τους, εμφορούνται από αξίες και γενικότερα διαγράφουν τη θετική ή αρνητική εικόνα που φέρουν. Κάθε ήρωας, σύμφωνα με τον Παπαθεοδώρου, έχει την δυνατότητα της επιλογής και γι’ αυτό στην ατμόσφαιρα της γενικής κατάρρευσης θα αλλάξει ανάλογα με τις ηθικές αξίες που ο ίδιος υποστηρίζει. «Άλλους αυτή η αλλαγή θα τους οδηγήσει σε μια ηθική αναβάπτιση ή αναγέννηση, άλλους σε μια αποκτήνωση. Όλοι περνάνε από διάφορα στάδια και βιώνουν ξεχωριστά, αλλά με την ίδια ένταση, τα γεγονότα που κυριολεκτικά τους συνεπαίρνουν σε μια δίνη ραγδαίων αλλαγών»[7].
Αρχικά, ο Τζο ο ηλικιωμένος είναι ένας επίπεδος και στατικός χαρακτήρας, καθώς μένει αμετάβλητος στο χρόνο. Είναι ρακοσυλλέκτης, μέθυσος και κοιμάται μέσα σε κάδους σκουπιδιών. Πρόκειται για μία φοβισμένη φιγούρα που στην ιδέα της εγκατάλειψης από το φίλο του βάζει τα κλάματα. Φοβάται τη μοναξιά, γι’ αυτό και αποφεύγει να αντιμιλάει στον Τζο το νεότερο, που είναι το μόνο στήριγμα του. Το πραγματικό όνομά του δεν αναφέρεται, γιατί αποτελεί μία μονάδα ανάμεσα στις τόσες που παλεύουν για την επιβίωσή τους στα σκουπίδια. Έτσι, λοιπόν, χάθηκε ανώνυμα, καθώς τον πέταξαν στην καρότσα του απορριμματοφόρου.
Ο Τζο ο νεότερος είναι ένας μεσήλικας και εξαθλιωμένος ρακοσυλλέκτης. Αναγκάζεται να κλέψει το χαρτί με το λιωμένο τυρί για να το φάει αποδεικνύοντας τις άσχημες συνθήκες τις οποίες ζει. Κυριαρχείται από τον φόβο των σκουπιδοφάγων τόσο για την ίδια του την ζωή όσο και για του φίλου του, τον οποίο προσπαθεί να προφυλάξει από διάφορες κακοτοπιές. Παρατηρούμε ότι ο ίδιος παρακολουθεί ένα διαμέρισμα με μεγάλη αγωνία κι έτσι όταν χάθηκε ο σύντροφός του από στατικός χαρακτήρας, ονομαζόμενος Τζο, το ίδιο με τους άλλους ζητιάνους, μετατράπηκε σε δυναμικό αποφασίζοντας να δράσει. Όταν επισκέφτηκε τον καθηγητή Πελεγκρίτι ο αναγνώστης πληροφορήθηκε ότι ο ρακοφόρος ήταν ο πρώην συνεργάτης του, ο Ρίτσαρντ Κλάιν, ο εφευρέτης της θεωρίας ‘Απόλυτο Μηδέν’, ο οποίος προδόθηκε από τον φίλο του, διώχθηκε από το Πανεπιστήμιο, το έριξε στο ποτό κι έτσι μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα όλη η ζωή του ανατράπηκε και ο ίδιος κατέληξε ζητιάνος. Στην πορεία της ιστορίας η παρουσία του είναι σημαντική, καθώς βοηθάει στις μελέτες του μοντέλου για την κατανόηση και πρόβλεψη της υπάρχουσας κατάστασης. Η σχέση του με τον Πελεγκρίτι, ενώ θα περιμέναμε να είναι ανταγωνιστική, ο ίδιος με μεγάλη γενναιοδωρία ψυχής, τον συγχωρεί γιατί αυτό που αντιμετωπίζουν είναι πολύ μεγαλύτερο από τις διαπροσωπικές τους διαφορές, φανερώνοντας τις ηθικές του αξίες.
Ο Πελεγκρίτι είναι καθηγητής Πανεπιστημίου που πριν από τέσσερα χρόνια αφιέρωσε τη ζωή του στην έρευνα του. Είναι αφοσιωμένος στη δουλειά του δεν τον αποσπάει τίποτα από αυτήν, ακόμα και όταν έγιναν καταστροφές στο πανεπιστήμιο ο ίδιος δεν πτοήθηκε, καθώς η στάση ζωής του είναι η επιμονή και η στωικότητα. Όταν παρουσίαζε για πρώτη φορά την εργασία του ήταν ενθουσιασμένος σε τέτοιο βαθμό που ούτε και οι αποδοκιμασίες των φοιτητών δεν τον καταρράκωσαν. Μάλιστα, ως καλός καθηγητής και επιστήμονας κατάφερε να προσελκύσει την προσοχή τους. Ως προς τη σχέση του με τον πρώην συνεργάτη του Ρίτσαρντ είναι ο αριβίστας, μακιαβελιστής που δεν δίστασε να προδώσει τον φίλο του προκειμένου να ανελιχθεί επαγγελματικά και να σφετεριστεί τη δόξα της πολλά υποσχόμενης έρευνά τους. Σοκάρεται όταν συναντάει τον Ρίτσαρντ και του ζητάει συγγνώμη, λίγο πριν πεθάνει για να εξιλεωθεί για την προδοτική του συμπεριφορά. Ένα διαφορετικό πρόσωπο δείχνει στον νυν συνεργάτη του Γιόνας που απέναντί του είναι προστατευτικός. Γενικά, είναι ένας επίπεδος και στατικός χαρακτήρας χωρίς ιδιαίτερες αλλαγές.
Ο Γιόνας, είναι βοηθός του Πελεγκρίτι, «ένας φοιτητής εθισμένος στο twitter και στο facebook, νιώθει επιβράβευση και αυτοπεποίθηση μόνο όταν υπάρχουν replys και like στα ηλεκτρονικά του προφίλ[8]». Απογοητεύεται, όταν μετά τη δημοσίευση της έρευνας σε επιστημονικό περιοδικό, δεν είχε καμία ανταπόκριση από κανένα άτομο στο πανεπιστήμιο κι έτσι άρχισε να αναρωτιέται και να αμφιβάλλει για το αν αξίζει να αφιερώνει τόσο χρόνο στη δουλειά του και να χάνει στιγμές από την πραγματική ζωή. Φοβάται από τη γενικότερη κατάσταση επαναστατικού αναβρασμού που επικρατεί στο πανεπιστήμιο, βρίσκει όμως το ψυχικό του απάγκιο στην 'ιντερνετική' Κορίνα. Έτσι, τον ολοκληρώνει σαν άτομο και παύει να τον απασχολεί ότι είναι ξένο σώμα σε σχέση με τους υπόλοιπους φοιτητές. Η σχέση του με την Κορίνα του αποσπά την προσοχή, δεν παύει όμως να είναι συνεπής στη δουλειά του ιδίως όταν γίνεται λέκτορας. Θαυμάζει και σέβεται τον καθηγητή του για την επιμονή που έχει στη δουλειά του, γι’ αυτό και όταν πεθαίνει ο Πελεγκρίτι, ο Ρίτσαρντ τον παροτρύνει να σταθεί στα πόδια του και να συνεχίσει τη μελέτη του μοντέλου. Μία ακόμα δεξιότητα που έχει ο Γιόνας είναι να χακάρει τους υπολογιστές του πανεπιστημίου προσφέροντας σημαντική βοήθεια στην ομάδα. Κολακεύεται που η Νίκυ τον πλησιάζει και σκέφτεται ότι αν ήταν μεγαλύτερη η παρουσία της Κορίνας θα ήταν περιττή. Στο περιπετειώδες ταξίδι οι δύο νέοι δένονται μεταξύ τους, γίνονται φίλοι, εμπιστεύεται ο ένας τον άλλον και ο Γιόνας φέρεται προστατευτικά προς τη Νίκυ. Όταν αποδείχτηκε ότι η Κορίνα ήταν μία καλοστημένη παγίδα, ο Γιόνας σοκαρίστηκε και αισθάνθηκε υπεύθυνος για την επίθεση του Μαξ. Έτσι, λοιπόν, το δεξί χέρι του καθηγητή μετατρέπεται σε έναν δυναμικό και πολύτιμο βοηθό των συνοδοιπόρων του.
Ο Χάρυ Τζέφερσον είναι μία σφαιρική και δυναμική προσωπικότητα. Πρόκειται για έναν υπουργό που έχει συμβιβαστεί με το αξίωμα του, γιατί αδιαφορεί για τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας του λαού, τις οποίες έχει συνηθίσει. Όταν του επιτέθηκαν διαδηλωτές, ενώ βρισκόταν στο αμάξι του, στο λόγο που έβγαλε δε δίστασε να προσποιηθεί ότι συμμερίζεται τα προβλήματά τους και να δώσει τις συνηθισμένες υποσχέσεις για την ανεργία. Μάλιστα, ξαφνιάστηκε και σοκαρίστηκε όταν είδε τη δυστυχία προσωποποιημένη στη γριούλα που έτρωγε το γιαούρτι από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Ελαφρώς αποδοκιμάζει τη συμπεριφορά της κόρης του, η οποία δεν έχει συνειδητοποιήσει το κλίμα της εποχής και πηγαίνει για ψώνια στα εναπομείναντα μαγαζιά. Παρατηρεί την αρνητική συμπεριφορά των πολιτών απέναντι στους βουλευτές και γι’ αυτό έχει αναστολές για την αποψίλωση του δάσους. Όταν έγινε Αντιπρόεδρος με τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης συνειδητοποιεί τα προβλήματα του καιρού του και γι’ αυτό το λόγο θέλει να αποδείξει ότι πήρε τη θέση επειδή την άξιζε κι όχι επειδή δεν ήταν ικανοί οι συνάδελφοί του. Το γεγονός ότι δεν μπορεί να διορθώσει την κατάσταση τον οδηγεί στην παραίτησή του, τον απασχολεί όμως το ότι θα μείνει στην αφάνεια. Κανείς δεν το ειδοποίησε για το πραξικόπημα και αναγκάστηκε να φύγει από την πίσω πόρτα. Έτσι, άρχισε το κυνηγητό. Στην πορεία για το χωριό των γονιών του κατάλαβε ότι αυτό που έχει πραγματική αξία στη ζωή είναι η οικογένειά του. Όταν λείπει ο Κλαούντιο πολλές ώρες και φέρνει λίγα τρόφιμα, ο Χάρυ αναγκάζεται να τον παρακολουθήσει γιατί τον υποψιάζεται. Το ότι τον κατηγορεί για προδότη γρήγορα το μετανιώνει και στην παρότρυνση του Κλαούντιο να αναλάβει τα ηνία της εξουσίας και να στασιάσει, αυτός δειλιάζει. Το άτομο, λοιπόν, που ντρεπόταν για την καταγωγή του παλιά, τώρα με τη στήριξη της οικογένειάς του κι έχοντας συνειδητοποιήσει το αίσθημα της ευθύνης του παλαιότερου αξιώματος του, αναλαμβάνει την ηγεσία για μία νέα αρχή.
Ο Κλαούντιο, ένας στατικός χαρακτήρας είναι οδηγός και άξιος βοηθός του υπουργού Τζέφερσον. Τον συμβουλεύει να βγει και να μιλήσει στους διαδηλωτές όταν αυτοί τους περικυκλώνουν και τον σώζει από την επίθεση των στρατιωτών. Μετά το πραξικόπημα είναι ο μόνος που μένει πιστός υπάλληλος του υπουργού και γι’ αυτό τον ακολουθεί. Εκφράζει το παράπονο ότι κανένας δεν του ζήτησε τη γνώμη του για την υπάρχουσα κατάσταση και γι’ αυτό όταν λείπει πολλές ώρες για να φέρει λίγα τρόφιμα, απογοητεύεται και στεναχωριέται αφού συνειδητοποιεί ότι ο Αντιπρόεδρος δεν τον εμπιστεύεται. Απελπισμένος εγκαταλείπει την ομάδα χωρίς να καταφέρει να πείσει τον Τζέφερσον να στασιάσει και να του μεταδώσει τα υψηλά ιδανικά του. Γράφεται, λοιπόν, στην επαναστατική ομάδα, ηγείται των αγροτών και όταν έρχεται ξανά πρόσωπο με πρόσωπο με τον πρώην εργοδότη του αδιαφορεί γι’ αυτόν, γιατί θεωρεί ότι δεν έχουν τις ίδιες αξίες. Το ήθος του διαγράφεται ακόμα καλύτερα, όταν ως αιχμάλωτος πάλεψε στην αρένα και δεν αποτελείωσε τον αντίπαλο του. Με αυτή του τη στάση γίνεται φορέας ενός νέου τρόπου σκέψης. Τελικά, όταν ο Τζέφερσον κάνει το πρώτο βήμα για να αρθεί το υπάρχον καθεστώς, ο ίδιος αισθάνεται αγαλλίαση, γιατί τα ιδανικά του τελικά δεν προδόθηκαν.
Ο Τόμπιας είναι ο υπουργικός γραμματέας του Τζέφερσον, ο οποίος ελαφρώς ενοχλείται με την καθυστέρηση της υπογραφής του υπουργού για την αποψίλωση του δάσους. Το γεγονός ότι επικοινωνεί στο τηλέφωνο κρυφά όταν ο υπουργός ενδιαφέρεται για το άρθρο του Πελεγκρίτι, φανερώνει ότι είναι διπρόσωπος και ύπουλος. Εποφθαλμιά τη θέση του ανωτέρου του, τον ζηλεύει και γι’ αυτό όταν γίνεται πρωθυπουργός, τον καταδιώκει. Ως γνήσιος καιροσκόπος, βάζει την υπογραφή του για την αποψίλωση του δάσους με σκοπό να κερδίσει πολλά χρήματα από αυτήν την επιχείρηση. Έχει δουλική συμπεριφορά στον Ακίνο και γρήγορα γίνεται δικτάτορας της πόλης καλώντας τους νέους να στρατευτούν. Με την ανατροπή της δικτατορίας οδηγείται στην κρεμάλα μαζί με την γυναίκα του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Τόμπιας είναι ένας στατικός, επίπεδος και αρνητικός χαρακτήρας.
Η Σουζάνα Τζέφερσον είναι η νεόπλουτη γυναίκα του Αντιπροέδρου. Στην αρχή παρουσιάζεται να μην έχει συναίσθηση της εποχής που ζει, καθώς η καθημερινότητά της είναι ανάμεσα στα ψώνια και τη φίλη της Καρολίνα Τόμπιας. Ενώ απολαμβάνει το μπάνιο της στη πισίνα, ενοχλείται από την δυσοσμία των σκουπιδιών και το μόνο που κάνει αδιαφορώντας για την υπάρχουσα κοινωνική κατάσταση είναι να συνεχίσει το μπάνιο της στην εσωτερική πισίνα. Παθαίνει σοκ όταν της επιτίθεται ο υπηρέτης της Κιμ και απογοητεύεται όταν η φίλη της δεν τη βοηθά λίγο μετά το πραξικόπημα. Αγανακτισμένη, λοιπόν, έχοντας χάσει τα υπάρχοντά της, κατηγορεί τον άντρα της για την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει και δεν βοηθάει στην καθαριότητα, επειδή θεωρεί ότι δεν είναι υπηρέτρια. Στη διάρκεια του ταξιδιού βλέποντας την εξαθλίωση των ανθρώπων, όχι μόνο συμβιβάζεται με την κατάσταση, αλλά κάνει δουλειές και προσπαθεί να προστατεύσει την κόρη της. Γίνεται αποφασιστική και δυναμική όταν η κόρη της αρρωσταίνει και κάνει τα πάντα για να την συνεφέρει. Δεν έχει τίποτα να χάσει, το πιο σημαντικό γι’ αυτήν είναι η οικογένειά της και γι’ αυτό παροτρύνει στην αρχή τον άντρα της να μην στασιάσει, όταν όμως αυτός το κάνει, εκείνη τον στηρίζει με όλη της την καρδιά.
Η κόρη του Τζέφερσον, Νίκυ, είναι «κλασικό παράδειγμα έφηβης κοπέλας που τα είχε όλα χωρίς να τα εκτιμά[9]». Είναι το κέντρο του σχολείου, έχει πολλούς φίλους στο facebook, τους οποίους δεν καταδέχεται να μιλήσει, αλλά βάζει τις φίλες της. Δεν έχει συνειδητοποιήσει το κλίμα της εποχής στο οποίο ζει. Το μόνο της ενδιαφέρον είναι τα ψώνια και ποστάρει κάθε σκέψη της στο κινητό. Της αρέσει ο Μπρους και προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή του. Μετά το πραξικόπημα χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της, καθώς βλέπει τη ζωή της απότομα να αλλάζει. Οι φίλοι της την έχουνε διαγράψει, την ειρωνεύονται και η ίδια περιπλανώμενη έχοντας χάσει τις παλαιότερες ανέσεις δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις άσχημες συνθήκες. Ο Γιόνας, ως γνήσιος φίλος της, της συμπαραστέκεται και αυτή αισθάνεται ωραία μαζί του. Όταν αρρωσταίνει από ασιτία έχει ανάγκη, όπως και κάθε παιδί, από τη μητέρα της. Στο ταξίδι αυτό, ώριμη πλέον, θέλει να βρει τη ξεγνοιασιά της, την εμπιστοσύνη στον εαυτό της και τη φιλία. Η Νίκυ είναι ένας δυναμικός χαρακτήρας αφού από τη στιγμή που έχασε τα πάντα κατάφερε να ορθοποδήσει.
Ο Πολ είναι τριάντα έξι χρονών, πληρωμένος μισθοφόρος στην Αφρική, που μαζί με τους άλλους δύο συντρόφους του συνοδεύουν τα φορτία των σκουπιδιών στην Ευρώπη, επιτηρούν τους εργάτες, ελέγχουν τις εμπορικές συμφωνίες και επιθεωρούν τα σκουπίδια. Είναι άνθρωπος της δράσης και του πολέμου, ενυπάρχουν όμως μέσα του ψήγματα ευαισθησίας. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι απομακρύνει κρυφά το μικρό κορίτσι το οποίο είναι μάρτυρας του βίαιου σκοτωμού των γονιών της. Επίσης, όπως τον χαρακτηρίζει ο Μαξ, είναι ο ‘Αϊ Βασίλης με το πολυβόλο’, γιατί κάθε φορά που επιστρέφει στην Αφρική από την Ευρώπη φέρνει στα παιδιά της Αφρικής τα χαλασμένα παιχνίδια. Η Τζίμπα έχει κλέψει την καρδιά του και αυτός της έχει ιδιαίτερη αδυναμία, της φέρνει κρυφά σοκολάτες και φαγητό και ενοχλείται όταν ο Μαξ την αποκαλεί Τζίμπα. Ανάμεσα στον Πολ και στον Μαξ υπάρχει σεβασμός και φιλία, γι’ αυτό και ο πρώτος δεν αντιδρά στις διάφορες επιθέσεις του αρχηγού για την αλλαγή της συμπεριφοράς του. Όταν έφτασε η ώρα να φύγει από την Αφρική λυπάται που αφήνει πίσω του την Τζίμπα. Από την άλλη αρχίζει να υποψιάζεται την περίεργη συμπεριφορά του Μαξ, ο οποίος συνεχώς αποκρύπτει πράγματα και προσποιείται ότι δεν ξέρει την επόμενη αποστολή. Ο ικανός μισθοφόρος καταφέρνει να ξεγελάσει τον Βέλγο πιλότο με την απειλή του όπλου χωρίς όμως να το χρησιμοποιήσει. Ξαφνιάζεται όταν βλέπει στο αεροπλάνο την Τζίμπα και από τότε δεν την αφήνει ποτέ από την αγκαλιά του. Προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στη φιλία του με τον Μαξ και την ύπαρξη του κοριτσιού και γι’ αυτό το λόγο όταν ο αρχηγός δένει την μικρή, ο ίδιος δεν αντιδρά για να μην πάρει μεγαλύτερη έκταση το περιστατικό. Κλέβει χρυσαφικά από τα σπίτια με τον Μαξ και είναι προστατευτικός στον Ντιέγκο όταν τον χτυπάει ο αρχηγός. Όταν ο Πολ άκουσε τους άλλους δύο μισθοφόρους να συζητάνε για το θάνατο της Τζίμπα, αποφάσισε να τους εγκαταλείψει και γι’ αυτό άρχισε να ψάχνει για πληροφορίες στο σάκο του Μαξ. Μετά τη σύγκρουση με τον αρχηγό, ο Πολ αποφασίζει να δράσει. Χακάρει, λοιπόν, το GPS του Μαξ και τον εγκαταλείπει. Από την κούραση κάποια στιγμή τον παίρνει ο ύπνος, του κλέβουν την Τζίμπα και ο ίδιος καταφέρνει να την ελευθερώσει όπως και τα άλλα παιδιά. Τα θλιμμένα πρόσωπά τους τον ευαισθητοποιούν, υπενθυμίζοντας του τη δική του σεξουαλική κακοποίηση και τώρα πια χρησιμοποιεί το όπλο για καλό. Ακολουθεί τη διαδρομή της υπόλοιπης ομάδας μέχρι που τους συναντά. Η βοήθεια του είναι πολύτιμη, γρήγορα καταφέρνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. Η σφαιρικότητα και η δυναμική του χαρακτήρα του διαγράφεται όχι μόνο από τις πράξεις του, αλλά και μέσα από τα λόγια του ίδιου, του αφηγητή και των άλλων[10]. «Ένιωθε παράξενα που τον εμπιστεύονταν ή τουλάχιστον άρχισαν να τον εμπιστεύονται τόσοι άνθρωποι, μικροί και ηλικιωμένοι, άνθρωποι ανήμποροι και απελπισμένοι. Και αυτός είχε υπάρξει ανήμπορος και απελπισμένος, όμως δεν είχε κανένα να τον εμπιστευτεί. Τις προάλλες, η μητέρα του Χάρυ του είχε πει: ‘Ο Θεός σε έστειλε παιδί μου σε εμάς’, βλέποντας πόσο βοηθούσε τον οικισμό, και ο πατέρας του Τζέφερσον είχε σπεύσει να συμφωνήσει. Άραγε, ο Θεός τον είχε βάλει να ζήσει έτσι όπως είχε ζήσει κατά το παρελθόν; […] Η Νίκυ είχε τότε κουνήσει καταφατικά το κεφάλι της και συμπλήρωσε τη μητέρα της: ‘Δείχνεις να έχεις αλλάξει σελίδα. Να έχεις γίνει άλλος άνθρωπος’. Τότε ο Πολ είχε γυρίσει και τις είχε αντιμετωπίσει με όση ειλικρίνεια διέθετε. ‘Μπορεί να φαίνεται έτσι στους άλλους, αλλά πιστέψτε με, δεν είμαι καθόλου περήφανος για αυτά που έχω κάνει. Άνθρωπος είχα γεννηθεί, δεν ήταν ανάγκη να γίνω ζώο για να ξαναγίνω μετά άνθρωπος. Θα μπορούσα να παραμείνω έτσι από την αρχή…» (σσ. 290, 291). Στο τέλος ο Πολ αψηφά τις ιαχές των πολεμιστών που τρέχουν απειλητικά κατά πάνω του και ο ίδιος πηγαίνει κοντά στον Ντιέγκο που έχει χτυπηθεί. Όταν βρίσκεται στην σπηλιά απελπισμένος αιφνιδιάζεται από την Τζίμπα που προσπαθεί να μιλήσει και το χαμόγελο έρχεται ξανά στα χείλη του.
Ο Μαξ είναι ένας στατικός ήρωας με αρνητική ιδεολογία. Πρόκειται για τον αρχηγό των πληρωμένων μισθοφόρων που έχει συνηθίσει την δράση, το πολεμικό κλίμα και να τα έχει όλα υπό τον έλεγχό του. Είναι αδίστακτος καθώς σκοτώνει δύο ανθρώπινες ζωές για να πάρει εκδίκηση, επειδή θεωρεί ότι οι μαύροι αντάρτες χάλασαν το αεροπλάνο που θα έφευγε και θα καθυστερούσε την πληρωμή. Επίσης, είναι αυτός που σκοτώνει τον Πελεγκρίτι και τον Ντιέγκο. Το πέρασμα του και μόνο προκαλεί τον τρόμο στους εργάτες και τα παιδιά. Βλέποντας την αλλαγή στη συμπεριφορά του Πολ εκνευρίζεται και του επιτίθεται. Απέναντι στον Ντιέγκο φέρεται υποτιμητικά και δεν διστάζει να τον βάλει να υποστεί βασανιστήρια προκειμένου να αποκτήσει δύο άλογα. Όταν υποψιάζεται ότι οι ανώτεροι του του δίνουν ελλιπείς πληροφορίες και ότι ίσως θέλουν να τον σκοτώσουν τότε για μία ακόμα φορά ξεσπάει στον Ντιέγκο και αποφασίζει να δουλέψει μόνος του, να εκτελέσει συμβόλαια θανάτου προκειμένου να πάρει το πρόγραμμα, να το πουλήσει στον Αυτοκράτορα και να γίνει στρατηγός. Όταν κατάφερε να ανακηρυχθεί στρατηγός της εκστρατείας αδιαφόρησε εντελώς για τον Ντιέγκο. Είναι θα λέγαμε ένας ήρωας που πιστεύει στην αξία του χρήματος, της δύναμης, της εξουσίας και του εαυτού του.
Ο Ντιέγκο είναι ο δεκαοχτάχρονος νοτιαμερικανός πληρωμένος μισθοφόρος, σύντροφος των άλλων δύο. Είναι υποτακτικός του Μαξ και διψάει για αίμα, δράση και σκοτωμούς. Νιώθει ότι η μοναδική οικογένειά του είναι ο Πολ, που τον βλέπει σαν μεγάλο αδερφό, γι’ αυτό το λόγο κακομεταχειρίζεται την Τζίμπα, όταν αυτός λείπει και προδίδει στον Μαξ την αλλαγή συμπεριφοράς του Πολ για να τον απομακρύνει από το κορίτσι. Όταν ο Πολ του πρόσφερε την ευκαιρία να τον ακολουθήσει αυτός επέλεξε να μείνει με τον Μαξ, αφήνοντας ελεύθερο το φίλο του. Παρά τα βασανιστήρια που είχε υποστεί από τους χωρικούς, τα υπομένει γιατί ο Μαξ είναι το μοναδικό άτομο που έχει. Από αυτό το σημείο αρχίζει να υποψιάζεται τον αρχηγό του, το πληρωμένο συμβόλαιο και τον πειράζει που δεν τον εμπιστεύεται ο Μαξ. Πάντα προσπαθεί να ευχαριστήσει τους άλλους και ποτέ τον εαυτό του. Η δυναμική του χαρακτήρα του εντοπίζεται στο τέλος όταν έπαψε να χαίρεται στο άκουσμα της επίθεσης και κατάλαβε την πραγματική φιλία του Πολ.
Η Τζίμπα είναι το πεντάχρονο κοριτσάκι από την Αφρική που σκότωσε ο Μαξ τους γονείς της. Εξαιτίας αυτού μένει μόνη, απροστάτευτη και της δίνουν φαγητό οι ντόπιοι. Μετά το σοκ από το σκοτωμό των γονιών της δεν μιλάει σε κανέναν, δεν ανταποκρίνεται στα χάδια και στο άκουσμα της φράσης ‘Πάμε πάλι ξανά από την αρχή…’ ταράζεται. Όταν καταλαβαίνει ότι ο Πολ θα φύγει από την Αφρική δεν εκφράζεται, αλλά επιβιβάζεται στο αεροπλάνο μαζί του. Βρίσκεται συνεχώς δίπλα στον Πολ, αλλά δεν του μιλάει. Στο τέλος, στη σπηλιά όταν τον βλέπει απελπισμένο τον χαϊδεύει, του χαμογελάει και του δίνει την ελπίδα της ζωής, δείχνοντας την δυναμικότητα της παιδικής ηλικίας.
Επιλογικά, οι ήρωες θα μπορούσαμε να πούμε ότι χωρίζονται σε δύο ομάδες, των ‘καλών’ και των ‘κακών’. «Κάνοντας ένα ταξίδι στην ιστορία, την Παγκόσμια Ιστορία που κάνει την επανεκκίνησή της και τρέχει ολοταχώς προς τα πίσω, θα καταλάβουν τον πραγματικό τους εαυτό, θα τον αναζητήσουν, κάποιοι θα προσπαθήσουν να γλυτώσουν από τους διώκτες τους και από το παλιό τους 'εγώ'[11]». Όπως αναφέρει και ο συγγραφέας «Το βιβλίο το έγραψα συνειδητοποιώντας πως όλοι οι ήρωες είναι τραγικοί, αυτό με κατεύθυνε στη συγγραφή. Κι όχι μόνο οι ήρωες, αλλά και οι κοινωνία. Όλοι έχασαν κάτι, είτε αυτό λέγεται οικογένεια, είτε ανθρωπιά, είτε προσδοκίες κι ελπίδες, είτε βιοτικό επίπεδο, είτε πίστη. Πιστεύω πως όλοι οι χαρακτήρες των Αρχόντων είναι τραγικά πρόσωπα, ανεξάρτητα από το βαθμό τραγικότητας που φέρουν, καθώς κι από το πόσο θα ταυτιστεί ο αναγνώστης με κάποιον από αυτούς».

3.2.2 ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ

Οι συγκρούσεις βοηθούν στην προώθηση της πλοκής αλλά και στην ηθογράφηση των χαρακτήρων. Σύμφωνα με την Lukens υπάρχουν τέσσερα είδη συγκρούσεων. Αρχικά, είναι η σύγκρουση του ατόμου με τον εαυτό του, η εσωτερική διαμάχη για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα[12]. Στο συγκεκριμένο βιβλίο ο υπουργός Τζέφερσον συγκρούεται με τον εαυτό του όταν βλέπει την άσχημη κοινωνική κατάσταση, την οποία δεν μπορεί να αλλάξει και οδηγείται στην δύσκολη απόφαση της παραίτησης. Ακόμα, και όταν χρειάζεται η υπογραφή του για την αποψίλωση του δάσους, είναι διστακτικός και κατόπιν σκέψης δεν την βάζει. Επίσης, όταν ανακαλύπτει ότι ο Κλαούντιο δεν είναι προδότης υφίσταται το δίλημμα να ηγηθεί της ανταρσίας, όμως, με την παρότρυνση της γυναίκας και της κόρης του να εγκαταλείψει την ιδέα μιας ριψοκίνδυνης ζωής παίρνει την απόφαση να μην επαναστατήσει. Ένας ακόμη χαρακτήρας που βιώνει την εσωτερική σύγκρουση είναι ο Ντιέγκο που μπροστά στην θέα του φίλου του και του μικρού κοριτσιού μετά από εσωτερικά διλήμματα και τις δύο φορές αποφασίζει να μην τους σκοτώσει.
Η δεύτερη κατηγορία συγκρούσεων είναι το άτομο εναντίον ατόμου. Σε αυτή την κατηγορία υπάρχουν πολλές συγκρούσεις που διατρέχουν όλο το βιβλίο. Ενδεικτικά οι πιο σημαντικές είναι η σύγκρουση του Πολ και του Μαξ. Όταν ο αρχηγός παρατήρησε την αλλαγή στην συμπεριφορά του μισθοφόρου δεν δίστασε αρχικά να του επιτεθεί λεκτικά και έπειτα σωματικά, χρησιμοποιώντας μάλιστα την ίδια μέθοδο ‘επίθεσης’ που χρησιμοποιούσε στους άλλους με τη φράση ‘Πάμε πάλι ξανά από την αρχή…’. Ο Μαξ, ο σκληρός μισθοφόρος, επιτέθηκε πολλές φορές στον υποτακτικό με την σχεδόν δουλική συμπεριφορά Ντιέγκο. Ο νέος εκνεύριζε τον αρχηγό με την επιθυμία του για δράση και πολλές φορές έκανε λάθη που προκαλούσε την οργή του Μαξ, όπως για παράδειγμα όταν ο Ντιέγκο, θέλοντας να κερδίσει τη συμπάθειά του και την εκτίμησή του πήγε να κλέψει χρυσαφικά, σκότωσε τους ανθρώπους χωρίς να τα πάρει. Τότε ο Μαξ τον έβρισε και τον χτύπησε. Παράλληλα, ο υπηρέτης της οικογένειας Τζέφερσον, ο Κιμ, όταν η Σουζάνα τον ανακαλύπτει, αυτός τη γρονθοκοπεί και εγκαταλείπει το σπίτι. Ο Γιόνας βιώνει την απόρριψη και την λεκτική βία των συμφοιτητών του, κάνοντας τον να αισθάνεται ξένο σώμα. Οι τρεις μισθοφόροι στην προσπάθειά τους να φύγουν από την Αφρική και με πρωτοβουλία του Μαξ, ο οποίος χτυπάει με τη λαβή του όπλου στο μέτωπο τον πιλότο, τον αναγκάζει να τους πάρει μαζί τους. Ο εξαγριωμένος λαός επιτίθεται στο υπουργικό αμάξι του Τζέφερσον, για να τον αναγκάσει να τον ακούσουν. Αυτοί βανδαλίζουν το αμάξι.
Η τρίτη σύγκρουση είναι του ατόμου εναντίον της κοινωνίας. Τα τανκς και οι στρατιώτες στην προσπάθειά τους να ανατρέψουν την βλοσυρή, κοινωνική κατάσταση, καταλαμβάνουν πραξικοπηματικά την εξουσία και επιτίθενται στην υπάρχουσα κυβέρνηση και το λαό. Επιπρόσθετα, οι φοιτητές ταμπουρώνονται στο πανεπιστήμιο και με τη σειρά τους διαμαρτύρονται πετώντας πέτρες για την θέση στην οποία βρίσκεται η πολιτεία.
Η τέταρτη σύγκρουση είναι του ατόμου εναντίον της φύσης. Ο Ακίνο με την κυβερνητική συμπαράσταση του Τόμπιας αποχαρακτηρίζουν την περιοχή από δασική, αφού είχε προηγηθεί η φωτιά κι έπειτα οι ίδιοι δημιούργησαν το εργοστάσιο ανακύκλωσης σκουπιδιών.
Είναι κατανοητό ότι όλες αυτές οι συγκρούσεις συνθέτουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα όλου του βιβλίου, συμβάλλοντας στην ανάδειξη της αποκτήνωσης της κοινωνίας και των ανθρώπων εξαιτίας της εξάντλησης των φυσικών και ενεργειακών πόρων.

3.3 ΧΩΡΟΣ

Στο συγκεκριμένο βιβλίο ο χώρος είναι οργανικά συνδεδεμένος με τα γεγονότα. Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο μέρος παρατηρούμε τους ήρωες να δρουν ο κάθε ένας ξεχωριστά στο δικό του χώρο. Ο Γιόνας και ο Πελεγκρίτι ασχολούνται με την έρευνά τους στο πανεπιστήμιο, αλλά στο γενικότερο πλαίσιο της αναταραχής γίνεται κι αυτό στόχος επιθέσεων και βανδαλισμών των φοιτητών. Οι ζημιές του πανεπιστημίου αντικατοπτρίζονται στα πρόσωπα των δύο επιστημόνων, οι οποίοι όχι μόνο φοβούνται για τη ζωή τους στο χώρο που εργάζονται, αλλά έχουν χάσει και πολύτιμα αρχεία. Οι δρόμοι της ανώνυμης πόλης στους οποίους βρίσκονται και κινούνται οι Τζο, δέχεται την επίθεση από τον λαό ο υπουργός, επιβάλλουν την εξουσία τους οι σκουπιδοφύλακες, οι μαφίες και οι στρατιώτες, δίνουν τον παλμό της αναταραχής εντείνοντας το συναίσθημα του φόβου και της απελπισίας των χαρακτήρων. Αντίθετα, το σπίτι της οικογένειας Τζέφερσον, του Γιόνας και το υπουργικό γραφείο προσφέρουν τη γαλήνη, την προφύλαξη και την απομόνωση από τις συγκρούσεις που βιώνει η κοινωνία. Η Αφρική δηλώνει την υποδούλωση και τον φόβο των γηγενών από την λευκή φυλή, οι οποίοι τους εκμεταλλεύονται ως προς την διαχείριση των σκουπιδιών.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η ομάδα ενώνεται και πορεύεται σε ένα χωριό χωρίς όνομα βρισκόμενοι σε μία χώρα χωρίς όνομα, αποτελώντας στοιχείο παγκοσμιοποίησης. Οι ήρωες επιδιώκουν να επιστρέψουν στη γενέτειρα περιοχή του Τζέφερσον και στη διαδρομή αποβάλλουν τον παλιό τους εαυτό. Μάλιστα, όταν διασχίζουν δάση, βουνά και ποτάμι οι ίδιοι ηρεμούν και εκτιμούν τη φύση, κάτι που δεν έκαναν πριν. «Άρχισαν να συζητάνε μεταξύ τους για τη φύση, καθώς κανείς σχεδόν από αυτούς δεν είχε ξαναπερπατήσει για τόσες ώρες σε αυτήν, κανείς δεν είχε δει αστέρια τη νύχτα, δεν είχε ακούσει τους ήχους που κάνει το ξύλο όταν αναπνέει ή πώς περπατάνε και τρέχουν τα ζώα. Όλα αυτά ήταν μία πρωτόγνωρη εμπειρία για όλους τους, ακόμα και για τους επιστήμονες, που τα ήξεραν όλα αυτά από την άπειρη βιβλιογραφία που είχαν διαβάσει και τα αμέτρητα ντοκιμαντέρ που είχαν δει. […] Λούζονταν στα νερά που κατέβαιναν από τα βουνά, έκοβαν φρούτα με τα χέρια τους, έπιαναν το χώμα» (σσ 247, 248). Ενώ το συνεργείο και ο αχυρώνας στον οποίο βρίσκονταν πριν, αποτελούν τους χώρους μέσα στους οποίους οι ήρωες σκληραγωγούνται και δένονται μεταξύ τους. Για παράδειγμα η καλοζωισμένη Σ. Τζέφερσον αρνείται κατηγορηματικά να κάνει οποιαδήποτε δουλειά, ενώ μετά αυτό αλλάζει.
Η πορεία του Τζέφερσον για το χωριό του είναι μία επιστροφή στις ρίζες του για την εύρεση του εαυτού του που συμπίπτει με την επιστροφή της ανθρωπότητας στα πρώτα στάδια της δημιουργίας της (Θέατρο, Σπήλαιο).
Είναι κατανοητό ότι ο χώρος είναι ανάλογος με τη διάθεση του ήρωα και η εναλλαγή των πολλών τόπων είναι κινηματογραφικό στοιχείο.

3.4 ΘΕΜΑ ΒΙΒΛΙΟΥ

Το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η αποσύνθεση της κοινωνίας λόγω της εξάντλησης των φυσικών και ενεργειακών πόρων. Τα αποτελέσματα αυτής της έλλειψης είναι η ανεργία, η απομυθοποίηση των πολιτικών από τον λαό, η αδιαφορία του ατόμου για όσα συμβαίνουν γύρω του και η αποποίηση ευθύνης. Έτσι, σύμφωνα με τον Παπαδάτο (2009) το μυθιστόρημά μας με βάση το κύριο θέμα του ανήκει στο τρίτο, εξωτερικό κύκλο των οικουμενικών προβλημάτων. Πρόκειται για μία δυστοπία που περιγράφει την αρνητική εξέλιξη του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος. Παράλληλα, θίγονται και δευτερεύοντα ζητήματα της σύγχρονης κοινωνίας όπως είναι η εξάρτηση από τις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, η υπερκατανάλωση, ο νεόπλουτος τρόπος ζωής, η δουλεία, ο ρατσισμός, η εκμετάλλευση του λαού από την εξουσία, ο όχλος που άγεται και φέρεται σε αντίθεση με την ομάδα που συνεργάζεται και δρα δυναμικά κ.α.

4. Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Εντοπίσαμε τους δύο τρόπους με τους οποίους η ιδεολογία, σύμφωνα με την Κανατσούλη (2004), διαπερνά ένα κείμενο. Αρχικά, υπάρχει η συνειδητή ιδεολογία, η πιο απλή, που οι κοινωνικές, οι πολιτικές και οι ηθικές πεποιθήσεις του συγγραφέα προωθούνται άμεσα στους αναγνώστες.
Κατά την Έλενα Αρτζανίδου το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι διδακτικό-καταγγελτικό κείμενο, αλλά ένα μυθιστόρημα που αγγίζει την επιστημονική φαντασία[13]. Βέβαια, μέσα από αυτό ο συγγραφέας εκφράζει τις απόψεις του για την εκπεσούσα πολιτική εξουσία, για την αδιαφορία για τον συνάνθρωπο, την απραξία των κληρικών και γενικότερα την αποτελμάτωση στην οποία έχει περιέλθει η κοινωνία, λόγω της αλλοτρίωσης των προσωπικών σχέσεων. Ειδικότερα, όλο το βιβλίο διατρέχουν οι απόψεις του για τον εκφυλισμό και τη διαφθορά που επικρατεί στον εκκλησιαστικό κόσμο. Όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Παπαθεοδώρου «Το σίγουρο είναι πως οι απόψεις μου, η ιδεολογία μου, αυτά που θέλω να κάνω και ενδεχομένως να μην έχω κάνει ή να μην κάνω ποτέ, οι αγωνίες μου, οι φόβοι και οι ανασφάλειές μου, βρίσκονται διάχυτα σε κάθε μυθιστόρημα, ακόμα κι αν αυτό απευθύνεται σε πολύ μικρότερα παιδιά. Ενδεχομένως προσαρμόζω κάποια βιώματα δικά μου στην πλοκή, άλλοτε βάζω βιώματα και σκέψεις άλλων, μοιρασμένα στους διάφορους ήρωες, το σίγουρο είναι πως τα πιστεύω μου βρίσκονται μέσα στα γραπτά μου». Τα αποσπάσματα που αποδεικνύουν τις απόψεις του είναι τα παρακάτω: «Ο μισθοφόρος είδε μακριά το κτήριο της Επισκοπής να φαντάζει στην πόλη, σχεδόν ανέπαφο […]. ‘Τι θα ήθελες, τέκνον μου;’ του είπε ένας ιερέας με πεντακάθαρα, πολυτελή άμφια, όταν του άνοιξαν τις βαριές πύλες της Επισκοπής. […] ‘Τέκνον μου, όλα τα πλάσματα του Θεού είναι, αλλά δυστυχώς δε μπορούμε να το δεχτούμε το παιδί, λυπάμαι. […] Αγαπητό μου παιδί, για να συνεχίσει η Επισκοπή μας απρόσκοπτα το θεάρεστο έργο της, να περιθάλπει φτωχά και ορφανά παιδιά, μας έχει απαγορευτεί ρητά από το στρατό να δεχτούμε μαύρα παιδιά ή εβραιόπουλα ή παιδιά ζητιάνων.’ […] Ο ιερέας σταύρωσε τα χέρια του, κρατώντας έναν ολόχρυσο σταυρό. ‘Παιδί μου, ναι, αυτό είναι το «πιστεύω» της Εκκλησίας μας. Όμως, όπως είπες κι εσύ, «η Βασιλεία των Ουρανών». Εδώ βρισκόμαστε στη Γη και, δυστυχώς, δε χωράμε όλοι. Λυπάμαι, κάποια άλλη φορά…’» (σ. 160, 161, 162). Επιπρόσθετα, παρά την οικονομική ένδεια στην οποία έχει περιέλθει η κοινωνία παρατηρούμε ότι ο συγγραφέας καταγράφει την προκλητική επίδειξη της ζωής των πλουσίων μέσα από την οικογένεια Τζέφερσον, που στο πρώτο μέρος του βιβλίου συνεχίζουν τη ζωή τους με πάρτι, γέλια και πολλά ψώνια. Μέσα σε μία κοινωνία που οι τράπεζες κλείνουν, ο κόσμος αποσύρει τις καταθέσεις του, πουλάει τα υπάρχοντά του για ανακύκλωση, προσπαθεί να βρει φαγητό μέσα από τα σκουπίδια, η εκάστοτε πολιτική εξουσία συνεχίζει να αδιαφορεί για το λαό της και προσπαθεί να επιβιώσει μέσα από το αέναο παιχνίδι κατασπατάλησης και ιδιοποίησης του δημοσίου χρήματος. Παράλληλα, κι ο λαός δεν αδιαφορεί μόνο για τα παραπτώματα της εξουσίας, αλλά και για τον ίδιο τον συνάνθρωπό του αποκτώντας τα χαρακτηριστικά του όχλου. Επίσης, ενώ η τεχνολογία αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς, όχι μόνο δεν διευκολύνει την επικοινωνία των ανθρώπων, αλλά τη δυσκολεύει οδηγώντας τους στην αποξένωση. Η κατάσταση αυτή που περιγράφεται στο βιβλίο αποτυπώνει τη σημερινή πραγματικότητα μέσα στην οποία ζει ο ίδιος ο συγγραφέας κι έχει διαμορφώσει τις συγκεκριμένες ιδεολογικές θέσεις [14].
Ο Lucien Goldmann τοποθετεί κάθε έργο στην εποχή που γράφτηκε και το εξηγεί ως απόρροια των κοινωνικοοικονομικών παραγόντων της εποχής. «Όλα τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα είναι προϊόντα της κοινωνίας και μπορούμε να τα εξηγήσουμε μόνο αν τα εντάξουμε στην ιστορική πραγματικότητα. Αλλά και η αντίστροφη ενέργεια είναι εξίσου σημαντική, η δομική ανάλυση των έργων μας βοηθά να κατανοήσουμε τις δομές της συνείδησης. Βασική υπόθεση της εργασίας είναι η έννοια της Κοσμοθεωρίας που ο Goldmann δανείστηκε από τον Λούκατς[15]».
Η Κοσμοθεωρία είναι το σύνολο των οραμάτων, των συναισθημάτων, των ιδεών που ενώνει τα μέλη μιας ομάδας και τα αντιτάσσει σε άλλες ομάδες. Μπορεί να φαίνεται στο έργο, αλλά δεν πραγματοποιείται, είναι το ανέφικτο. Η Κοσμοθεωρία ανήκει στο συγγραφέα, αλλά πηγάζει από τη συλλογική συνείδηση[16]. Στο βιβλίο του Βασίλη Παπαθεοδώρου ‘Οι Άρχοντες των Σκουπιδιών’ η Κοσμοθεωρία είναι το όραμα των ανθρώπων παγκοσμίως για έναν καλύτερο κόσμο, για μία καλύτερη ποιότητα ζωής.
Η Σημαίνουσα Δομή είναι η συνοχή αξιών που κινεί τις ομάδες να δράσουν, «είναι δυναμική και εκφράζει σε συστηματική μορφή τις αντιφάσεις που παρουσιάζει το έργο[17]». Βρίσκεται μέσα στο έργο και παρουσιάζει το εφικτό. Στο βιβλίο του Βασίλη Παπαθεοδώρου η Σημαίνουσα Δομή αντανακλάται μέσα από τη συγκέντρωση ανθρώπων από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, που φαινομενικά δεν έχουν τίποτα άλλο κοινό, σε μία ομάδα με έναν συγκεκριμένο σκοπό και στόχο, τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας. Η φράση ‘Πάμε πάλι ξανά από την αρχή…’, η οποία διαπερνά όλο το κείμενο, μετασχηματίζεται και αποβάλλει την αρνητική χροιά με την οποία χρησιμοποιείται στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου. Αρχικά, είναι η συνηθισμένη φράση εκφοβισμού ενώ στο τέλος του βιβλίου μέσα από τα λόγια ενός μικρού, αθώου κοριτσιού, της Τζίμπα, οι λέξεις αυτές σηματοδοτούν μία νέα αρχή, το ξεκίνημα μιας καλύτερης ζωής. Η ανάγκη για την αλλαγή προκύπτει από την πολιτική διαφθορά, από την κατάχρηση της εξουσίας της εκάστοτε ηγεσίας, της αδιαφορίας για το συνάνθρωπο, της αποξένωσης της κοινωνίας, της υπερκατανάλωσης, της απώλειας της προσωπικής ταυτότητας και των ρατσιστικών συμπεριφορών και αντιλήψεων. Όλα τα παραπάνω οδηγούν τη μικρή ομάδα που στο τέλος μεγαλώνει να αποκτήσει μία διαφορετική αντίληψη για την υπάρχουσα κατάσταση και γι’ αυτό το λόγο αποφασίζει να δράσει, να αδράξει την ευκαιρία για μία νέα αρχή.

5. Η ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ

Σύμφωνα με τη Συναλλακτική Θεωρία της L. M. Rosenblatt ο αναγνώστης προσεγγίζει το κείμενο με εξερευνητική διάθεση και η ανακάλυψη του νοήματος εξαρτάται από τις προσδοκίες του. Είναι μία συνεχής συναλλαγή αναγνώστη- κειμένου, γιατί ο αναγνώστης κινείται ανάμεσα στο κείμενο και στις αναγνωστικές προσδοκίες που του προκαλεί. Υπάρχουν δύο τρόποι ανάγνωσης: η απαγωγός που η προσοχή του αναγνώστη εστιάζεται στο τι θα αποκομίσει από την ανάγνωση και η αισθητική που εξετάζει πώς αισθάνεται ο ίδιος από τη σχέση του με το κείμενο[18]. Το συγκεκριμένο βιβλίο λειτουργεί σε πολλά επίπεδα, έτσι ώστε ο κάθε αναγνώστης, ανάλογα με την ηλικία και τις γνώσεις του, να λαμβάνει τα δικά του μηνύματα σε όποιο από τα επίπεδα του βιβλίου επιθυμεί[19]. Όπως υπογραμμίζει και ο Παπαθεοδώρου «ο κάθε αναγνώστης παίρνει από κάθε βιβλίο αυτό που θέλει, αυτό που «χρειάζεται». Ενδεχομένως να έχω άλλα πράγματα στο μυαλό μου, δεν πειράζει αν καταλάβει ο έφηβος κάτι άλλο, αν κάποιο άλλο θέμα του κεντρίσει το ενδιαφέρον». Αρχικά, αν κάποιος έχει διαβάσει τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών ή και τον Άρχοντα των Μυγών, ίσως να έχει συγκεκριμένες προσδοκίες για το θέμα του βιβλίου λόγω της ομοιότητας του τίτλου.
Έπειτα, ο αναγνώστης που διαβάζει το βιβλίο σίγουρα παρατηρεί την σχέση της πραγματικότητας που βιώνει με αυτή που περιγράφει το μυθιστόρημα. Η κοινωνικοοικονομική του θέση και η ηλικία του θα τον οδηγήσουν να αντιληφθεί διαφορετικά το κείμενο. Για παράδειγμα, ένας νέος από ευκατάστατη οικογένεια που δεν έχει βιώσει την οικονομική κρίση και δεν έχει πλήρη επίγνωση της πολιτικής πραγματικότητας θα κάνει μικρούς συσχετισμούς με την κατάσταση που περιγράφει το βιβλίο. Σε αντίθεση με ένα άλλο παιδί που οι γονείς του έχουν χάσει τη δουλειά τους, έχουν περιέλθει σε οικονομική εξαθλίωση και ακούει τους γονείς του να επιρρίπτει ευθύνες στους πολιτικούς.
Επιπλέον, ο αναγνώστης που γνωρίζει καλά τα γεγονότα της ιστορίας θα μπορέσει να κατανοήσει βαθύτερα το κείμενο, να εκλάβει τους πιθανούς υπαινιγμούς και να προβλέψει τη συνέχεια. Σε αντιδιαστολή με κάποιο παιδί μικρότερης ηλικίας που δεν έχει όλες αυτές τις ιστορικές γνώσεις.
Ο νέος που έχει παρακολουθήσει πολλές ταινίες δράσης προφητικού περιεχομένου με μεγαλύτερη ευκολία θα κατανοήσει την πλοκή και θα μαντέψει τις κινήσεις των ηρώων σε σχέση με κάποιον λιγότερο εξοικειωμένο με αυτού του είδους τις ταινίες.
Επιλογικά, το τέλος του βιβλίου μπορεί να εκληφθεί διαφορετικά από τους αναγνώστες ανάλογα με τις εμπειρίες τους. Λόγου χάρη άτομα που έχουν συνηθίσει τα κλασσικά βιβλία με το καταληκτικό αίσιο τέλος, ίσως να δυσαρεστηθούν και να μην ικανοποιηθούν. Όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Παπαθεοδώρου «Δεν πιστεύω πως είναι και τόσο ανοιχτό όπως φαίνεται. Ημιτελές ίσως, απότομο μπορεί, αλλά μάλλον όχι ανοιχτό (σύμφωνα με μένα βέβαια). Όταν το έγραφα είχα στο μυαλό μου να τερματίσει η Παγκόσμια Ιστορία και εκεί να αρχίσει να ξαναγεννιέται ο κόσμος, από αυτή την αχτίδα φωτός που μπήκε στη σπηλιά. Η ανθρωπότητα δηλαδή να πιάσει πάτο, για να αρχίσει να αναπτύσσεται ξανά. Εξ’ ου και οι άνθρωποι των σπηλαίων, οι σπηλαιογραφίες, καθώς και οι πρώτες λέξεις που βγήκαν από το στόμα της Τζίμπα (γυναίκα από την Αφρική, όπως η «προπροπροπρογιαγιά» μας). Γενικά πάντως δε μου αρέσει να βάζω οριστικά τέλη, η έννοια του «ανοιχτού» που αναφέρετε με εκφράζει πιο πολύ».

6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το βιβλίο του Βασίλη Παπαθεοδώρου ‘Οι Άρχοντες των σκουπιδιών’ περιγράφει μία δυστοπική κοινωνία με ήρωες που τους δίνεται η επιλογή της αλλαγής και οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι για την τύχη τους. Παράλληλα, ο συγγραφέας φιλοδοξεί να προβληματίσει και να ενεργοποιήσει τον αναγνώστη αλλά και να τον οδηγήσει να αναλάβει τις ευθύνες του κάνοντας τις αναγωγές με τη σημερινή πραγματικότητα. Ένα ακόμα στοιχείο μέσω του οποίου η συμμετοχή του κορυφώνεται είναι τα πολλά κενά και τα διακείμενα που υπάρχουν στο βιβλίο.
Καταλήγοντας, οι συγκρούσεις των ηρώων, οι πολλαπλοί χώροι που επιλέγονται και αποτυπώνουν τις διαθέσεις των χαρακτήρων και η ταχύτατη αναδρομή του χρόνου φωτίζουν και αναδεικνύουν καλύτερα το θέμα και δίνουν το γενικότερο ρυθμό της εξαθλιωμένης κοινωνίας. Όπως αναφέρει και ο συγγραφέας «Πιστεύω πως γενικά η άγνοια κινδύνου σε συνδυασμό με την έλλειψη αρχών και ορίων είναι παράγοντες που γενικά οδηγούν σε αυτό που στο βιβλίο αναφέρεται ως «εντροπία», το πλήρες χάος δηλαδή. Ούτως ή άλλως η φυσική ροή των πραγμάτων είναι η εντροπία, αυτό συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Αν δεν υπάρχουν ισχυροί ηθικοί και ανασταλτικοί παράγοντες στο μυαλό και στην προσωπικότητα κάποιου, τότε το πιο πιθανό είναι να γίνουν τα ίδια λάθη».

[1] Ντεκάστρο Μαρίζα, Στο: http://www.oanagnostis.gr, Ανακτήθηκε στις 10/01/2014.

[2] Αρτζανίδου Έλενα, Στο: http://www.lifo.gr/team/readersdigest/33960, Ανακτήθηκε στις 10/01/2014.

[3] Ψαραύτη Λίτσα, (17/11/2012), Στο: http://www.diastixo.gr/kritikes/efivika/492-arxontes-skoupidiwn, Ανακτήθηκε στις 10/01/2014.

[4] Παπαντωνάκης Γ. κ.ά. Οι ιδέες των παιδιών για την παιδική λογοτεχνία. Αθήνα, Τόπος, 2010. σσ. 116- 119.

[5] Καρπόζηλου Μ. "Το παιδί στη χώρα των βιβλίων". Αθήνα, Καστανιώτης, 1994, σ. 181.

[6] Κανατσούλη Μ. "Ιδεολογικές διαστάσεις της Παιδικής Λογοτεχνίας". Αθήνα: Τυπωθήτω, 2004, σ. 32.

[7] Πανδρούλα Τζίνα, (12/12/2012), Στο: http://www.bookbar.gr, Ανακτήθηκε στις 10/01/2014.

[8] Τουρλής Πάνος, Στο: https://www.captainbook.gr/shop/?p=7468, Ανακτήθηκε στις 10/01/2014.

[9] Τουρλής Πάνος, ό. π.

[10] Καρπόζηλου Μ., Το παιδί στη χώρα των βιβλίων. Αθήνα, Καστανιώτης, 1994, σ. 190.

[11] Τουρλής Πάνος, ό. π.

[12] Καρπόζηλου Μ., ό. π., σσ. 177- 181.

[13] Αρτζανίδου Έλενα, Στο: http://www.lifo.gr/team/readersdigest/33960, Ανακτήθηκε στις 10/01/2014.

[14] Κανατσούλη Μ., Ιδεολογικές διαστάσεις της Παιδικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Τυπωθήτω, 2004, σσ. 24- 25.

[15] Σαμαρά Ζ., «Lucien Goldmann: Γενετικός Δομισμός», στο: Προοπτικές του κειμένου, Θεσσαλονίκη: Κώδικας, 1987, σ. 63.

[16] Σαμαρά Ζ., ό.π., σ. 64.

[17] Σαμαρά Ζ., ό. π., σ. 67.

[18] Καρπόζηλου Μ., ό. π., σσ. 35- 36.

[19] Ψαραύτη Λίτσα, ό. π.

Eργασία στο μάθημα "Παρα-λογοτεχνία και Παιδικό Βιβλίο", Ιούνιος 2012

ΠANEΠIΣTHMIO AIΓAIOY
ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
& ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ:
«ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΥΛΙΚΟ»

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ:
«Παρα - λογοτεχνία και Παιδικό Βιβλίο»

ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:
«Η συμβολή της τεχνολογίας στη διαμόρφωση ουτοπικών
και δυστοπικών καταστάσεων στα κείμενα:
Το Μήνυμα (Β. Παπαθεοδώρου),
Το άλλο (Λ. Μαυροκεφάλου),
Η κοιλάδα με τις πεταλούδες (Ε. Δικαίου)και
Η Αριάδνη και τα μυστικά ενός αρχαίου θρύλου (Αν. Τσαλδάρη)»

ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Ε.Α., Ζ.Ψ.

Ρόδος, Ιούνιος 2012

Εισαγωγή

Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στα πλαίσια του μαθήματος «Παρα- λογοτεχνία και Παιδικό Βιβλίο» με διδάσκοντα τον κύριο Παπαντωνάκη Γεώργιο για το Π.Μ.Σ «Παιδικό Βιβλίο και Παιδαγωγικό Υλικό» του Τ.Ε.Π.Α.Ε.Σ. του Πανεπιστημίου Αιγαίου κατά τη διάρκεια του Β' εξαμήνου του ακαδημαϊκού έτους 2011-2012.
Όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από τους βασικούς άξονες μελέτης του εν λόγω μαθήματος, το περιεχόμενο της παραλογοτεχνίας, η τυπολογία της φορμουλαϊκής λογοτεχνίας, το παιδικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας καθώς και το περιεχόμενο της Ουτοπίας και της Δυστοπίας με αναφορά σε σχετικά κείμενα αποτέλεσαν τους βασικούς προβληματισμούς που αποπειράθηκαν να αναλυθούν κατά τη διάρκεια των παραδόσεων.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο προβληματισμών εντάσσεται και η παρούσα εργασία με θέμα την συμβολή της τεχνολογίας στη διαμόρφωση ουτοπικών και δυστοπικών καταστάσεων στα κείμενα: Η κοιλάδα με τις πεταλούδες (Ε. Δικαίου), Το Μήνυμα (Β. Παπαθεοδώρου), Το άλλο (Λ. Μαυροκεφάλου) και Η Αριάδνη και τα μυστικά ενός αρχαίου θρύλου (Αν. Τσαλδάρη). Στόχος της εργασίας, επομένως, δεν είναι άλλος από τη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο οι επιδράσεις της τεχνολογίας παρουσιάζονται μέσα σε μια λογοτεχνική παραγωγή και ειδικότερα του τρόπου που αυτή συντελεί στη δημιουργία ουτοπικών και δυστοπικών μυθοπλαστικών καταστάσεων.
Για την επίτευξη του παραπάνω στόχου κρίθηκε σκόπιμο η εργασία να διαρθρωθεί σε τρία μέρη. Στο Μέρος Α' γίνεται μια απόπειρα να παρατεθούν κάποιες θεωρητικές απόψεις που αφορούν τις έννοιες της τεχνολογίας, της ουτοπίας και τις δυστοπίας εντός και εκτός των μυθοπλαστικών κειμένων. Στο Μέρος Β' γίνεται μια συνοπτική αναφορά στο περιεχόμενο, την αφηγηματολογία και την τυπολογία της δομής των συγκεκριμένων λογοτεχνικών έργων που αποτελούν το πεδίο μελέτης της παρούσας εργασίας. Η παράθεση των στοιχείων αυτών κρίνεται σκόπιμη προκειμένου ο αναγνώστης της παρούσας εργασίας να κατανοήσει τον τρόπο που η τεχνολογία συντελεί στη δημιουργία ουτοπικών και δυστοπικών καταστάσεων στα πλαίσια τους, θέμα που αναπτύσσεται στο Μέρος Γ' με την ταυτόχρονη παράθεση σχετικών αποσπασμάτων.

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΟΥΤΟΠΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΥΣΤΟΠΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

Οποιαδήποτε απόπειρα να διερευνηθούν οι λόγοι που γενούν ουτοπικές και δυστοπικές καταστάσεις στα πλαίσια, κυρίως, των μυθοπλαστικών κειμένων απαιτεί πρωτίστως την αποσαφήνιση του περιεχομένου των ίδιων των όρων. Η ουτοπία, ο μη τόπος, ενέχει την έννοια του φανταστικού στη σύλληψη και την πραγμάτωσή της, ενώ η δυστοπία φαίνεται να συνδέεται περισσότερο με την επιστημονική φαντασία και τον τρόμο. Σύμφωνα με τον H. G. Wells οι ουτοπίες, κατά τη διάρκεια των χρόνων, αντανακλούν τις ανησυχίες και τη δυσαρέσκεια της κοινωνίας που τις παράγει, αποτελούν δηλαδή «φωτεινές σκιές που ξεπετάγονται από το σκοτάδι». Η άποψη αυτή «συμπληρώνεται» από τον Paul Ricoeur, ο οποίος διαπιστώνει ότι σε περιόδους που η κοινωνική πραγματικότητα τελματώνει από συστήματα που έχουν αποτύχει αλλά δεν μπορούν να καταρριφθούν, η ουτοπία εμφανίζεται ως η μόνη διέξοδος. Υπό αυτή την έννοια η ουτοπία, ως αναπαράσταση μιας «τέλειας κοινωνίας», μπορεί να εκληφθεί ως απόδραση αλλά και ως πεδίο άσκησης κριτικής.
Αν η ουτοπία αποτελεί έκφανση απόδρασης, η δυστοπία αποτελεί ίσως, πέρα από μέσο άσκησης κριτικής, και ένα μέσο προειδοποίησης. Οι δυστοπικές καταστάσεις στα μυθοπλαστικά κείμενα, ειδικότερα όταν αυτές δεν ανατρέπονται, αντανακλούν την πενιχρή ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Περισσότερο ίσως κι από αυτό προειδοποιούν ότι η μη ανατροπή των παρόντων πρακτικών, πεποιθήσεων και αξιών θα επιφέρει την οριστική αλλοίωση και εξαθλίωση της ανθρώπινης φύσης.
Ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που συμβάλλουν στη δημιουργία ουτοπικών και δυστοπικών καταστάσεων σε μυθοπλαστικά κείμενα, πέρα από τα ανεπαρκή πολιτικά συστήματα και τον ακραίο υλισμό ως αξία της σύγχρονης εποχής, είναι η τεχνολογία. Η πρωτοκαθεδρία της ως η «νέα θρησκεία» του σύγχρονου κόσμου και η υπέρμετρη εισβολή της σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας την καθιστούν το απόλυτο μέσο κατανόησης και αξιολόγησης της κοινωνικής πραγματικότητας.
Η διάσταση μεταξύ τεχνικής και πνευματικής προόδου καθίσταται σήμερα ιδιαίτερα εμφανής. Ο υλικός πολιτισμός αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς, ενώ ο άνθρωπος ως ηθική και πνευματική οντότητα καταρρέει. Ήδη από τα τέλη του εικοστού αιώνα οι επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες πολιτικο-οικονομικές, επέφεραν μια διαρκή ανατροπή των δεδομένων της καθημερινότητας και μια αδυναμία θετικής προσμονής για το μέλλον. Πολλές από τις σταθερές που αποτελούσαν το σημείο αναφοράς και το θεμέλιο της ψυχικής υγείας του ανθρώπου έχουν πλέον συθέμελα κλονιστεί. Η συνέπεια είναι μια απώλεια προσανατολισμού, μια γενική σύγχυση και μια κυρίαρχη αίσθηση κακοδαιμονίας που ελάχιστα απέχει από το χαρακτηρισμό της καθολικής κοινωνικής ασθένειας.
Μια συνοπτική αναφορά στα στάδια εξέλιξης του πολιτισμού με άξονα την τεχνολογία βοηθά στην κατανόηση της παρούσας κατάστασης. Οι πολιτισμοί με βάση την εξέλιξη και αξιοποίηση της τεχνολογίας διακρίνονται σε τρεις τύπους: στον εργαλειακό (που απαντάται σε περιορισμένη κλίμακα στη σύγχρονη εποχή), στον τεχνοκρατικό και στον τεχνοπωλιακό.
Το βασικό γνώρισμα των εργαλειακών πολιτισμών ήταν ότι τα εργαλεία, τα τεχνολογικά δηλαδή επιτεύγματα, είχαν εφευρεθεί για δύο κυρίως λόγους: για να λύσουν συγκεκριμένα, άμεσα προβλήματα της φυσικής ζωής και για να ικανοποιήσουν ανάγκες που απέρρεαν από το συμβολικό κόσμο της τέχνης, της πολιτικής, των μύθων, των τελετουργιών και των θρησκειών. Σε κάθε περίπτωση πάντως τα εργαλεία δεν προσέβαλλαν (ή δε στόχευαν να προσβάλουν) την αξιοπρέπεια και την ακεραιότητα του πολιτισμού μέσα στον οποίο ανακαλύπτονταν. Δεν εμπόδιζαν τους ανθρώπους να πιστεύουν στις παραδόσεις τους, στο Θεό, στις πολιτικές τους πράξεις και στις εκπαιδευτικές τους μεθόδους ή στη νομιμοποίηση της κοινωνικής τους οργάνωσης. Ουσιαστικά αυτές οι αντιλήψεις κατεύθυναν την ανακάλυψη των εργαλείων και περιόριζαν τη χρήση τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος εργαλειακός δεν αναφέρεται σε έναν πολιτισμό φτωχό τεχνολογικά, αλλά σε έναν πολιτισμό όπου τα εργαλεία σχετίζονται με το σύστημα και την ιδεολογία, έχουν δηλαδή ενσωματωθεί σε αυτόν και δεν αμφισβητούν την κοσμοθεωρία του.
Αντίθετα σε έναν τεχνοκρατικό πολιτισμό τα εργαλεία παίζουν κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη του κοσμοειδώλου του πολιτισμού. Τα πάντα πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στην ανάπτυξη και ο κοινωνικός και συμβολικός κόσμος υπηρετούν ολοένα και περισσότερο αυτή. Τα εργαλεία δεν ενσωματώνονται στον πολιτισμό· του επιτίθενται, απαιτούν να γίνουν τα ίδια πολιτισμός. Συνεπώς η επιβίωση των θεσμών όπως η θρησκεία, των κοινωνικών ηθών και των παραδόσεων αρχίζει να απειλείται. Στα τέλη του 18ου αιώνα η τεχνοκρατία αναπτυσσόταν ήδη ικανοποιητικά, ενώ στις αρχές τις δεκαετίας του 1860 στην Αμερική ένα συλλογικό πάθος για εφεύρεση κατέλαβε τις μάζες. Ο κόσμος έμαθε πια πώς να εφεύρει τα πράγματα, ενώ η ερώτηση του γιατί τα εφεύρει είχε ελάχιστη σημασία. Εντούτοις, αξίζει να σημειωθεί ότι η τεχνοκρατία αντιμετώπιζε ακόμα με κάποιο σεβασμό το μέσο άνθρωπο, του οποίου η δυναμική και η βιοτική άνεση αποτελούσαν ακόμα θέματα υψίστης πολιτικής σημασίας. Υπήρχε τότε η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι άφηναν πίσω τους μονάχα έναν «πολιτισμό εργαλείων» και ότι η τεχνοκρατία δεν θα συνέτριβε εντελώς τις παραδόσεις των κοινωνικών και συμβολικών κόσμων. Πράγματι, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η τεχνοκρατία υπέταξε, ταπείνωσε «κόσμους», αλλά δεν τους εκμηδένισε.
Έτσι μέχρι και τον 19ο αιώνα δύο αντίθετες κοσμοθεωρίες, η τεχνολογική και η παραδοσιακή, συνυπήρχαν σε μια σχέση έντασης και ανησυχίας. Με την άνοδο του τεχνοπωλίου η μία από αυτές εξαφανίζεται. Το τεχνοπώλιο εξαλείφει τις εναλλακτικές λύσεις. Δεν τις καθιστά απλά παράνομες, ανήθικες ή άσημες. Τις καθιστά αόρατες και έτσι τις εκμηδενίζει. Και το κάνει αυτό επαναπροσδιορίζοντας τις έννοιες θρησκεία, τέχνη, οικογένεια, πολιτική, ιστορία, αλήθεια, μυστικότητα, νοημοσύνη, έτσι ώστε οι ορισμοί αυτοί να αντιστοιχούν στις νέες απαιτήσεις. Είναι η ολοκληρωτική τεχνοκρατία. Για το τεχνοπώλιο η υποταγή όλων των μορφών της πολιτισμικής ζωής στην υπέρτατη αρχή της τεχνικής και της τεχνολογίας είναι δεδομένη. Το γεγονός ότι η ζωή των ανθρώπων αλλάζει από τα μηχανήματα θεωρείται αυτονόητο. Επιπλέον, το ότι μερικές φορές οι άνθρωποι πρέπει να χρησιμοποιηθούν οι ίδιοι ως μηχανήματα θεωρείται μια απαραίτητη και ατυχής συνθήκη της τεχνολογικής εξέλιξης. Έτσι, με δεκανίκι μια εκπαίδευση στερημένη από κάθε συγκροτημένη κοσμοθεωρία, το τεχνοπώλιο στερεί από τον άνθρωπο τις κοινωνικές, πολιτικές, ιστορικές, μεταφυσικές, λογικές ή πνευματικές βάσεις. Η ίδια η πληροφόρηση δεν συντελεί πλέον στην επίλυση προβλημάτων. Αποκτά ένα μεταφυσικό χαρακτήρα και στοχεύει στην επέκταση της ίδιας της πληροφόρησης, ενώ κάθε πρόβλημα που προκύπτει από τεχνολογικές λύσεις μπορεί να επιλυθεί με επιπλέον εφαρμογή της τεχνολογίας.
Οι επιπτώσεις αυτών των τεχνολογικών μετασχηματισμών πάνω στη γνώση καθίστανται πια έκδηλες και στις δύο κύριες λειτουργίες της: την έρευνα και τη μετάδοση γνώσεων. Μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες της πληροφορικής η φύση της δεν παραμένει συνεπώς άθικτη. Για να καταστεί αποτελεσματική, θα πρέπει να μεταφραστεί σε ποσότητες πληροφόρησης. Η παλαιά αρχή ότι η απόκτηση γνώσης είναι αναπόσπαστη από τη διαμόρφωση του πνεύματος, και μάλιστα του προσώπου, καταρρέει. Η γνώση πλέον παράγεται για να πωλείται και να καταναλώνεται. Και η κατανάλωσή της παίρνει αξία μέσα από μια νέα παραγωγή. Ο σκοπός πλέον είναι η ανταλλαγή της· παύει δηλαδή η γνώση να είναι «αυτοσκοπός» και χάνει την «αξία της χρήσης της». Επιπλέον, αυτός που κατέχει τις νέες τεχνολογίες, ρυθμίζει και τη διακίνηση των γνώσεων, οι οποίες πλέον κατανέμονται άνισα σε αυτούς που «λαμβάνουν τις αποφάσεις» και στον κοινωνικό ιστό.
Ο αγώνας για την ελευθερία του σύγχρονου ανθρώπου επικεντρώθηκε στην καταπολέμηση των παλαιών μορφών εξουσίας και καταναγκασμού και θα ήταν λογικό να συμπεράνει κανείς ότι όσο πιο πολύ εξαλείφονταν αυτές οι μορφές, τόσο μεγαλύτερη θα ήταν και η κατάκτηση της ελευθερίας. Η τεχνολογική πρόοδος και η άμεση πρόσβαση σε κάθε είδους πληροφορία υπόσχονταν τόσο την κυριαρχία του ανθρώπου στη φύση προς όφελος του όσο και την ίδια την αυτοκυριαρχία του. Όμως σήμερα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Frederic Jameson, «ενώ η υψηλή τεχνολογία είναι πανταχού παρούσα και αναπόφευκτη, η παρακμή επιβάλλεται στην κοινωνία με την απουσία της, σαν οσμή που κανένας δεν αναφέρει ή σαν σκέψη που όλοι οι προσκεκλημένοι προσπαθούν εμφανώς να μη τους απασχολεί».
Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, από τα τέλη ήδη του προηγούμενου αιώνα, παρατηρείται μια έντονη και «πολωμένη» δημόσια συζήτηση στους χώρους των θεωρητικών για το ρόλο της τεχνολογίας στην αναδιαμόρφωση και τον επαναπροσδιορισμό της θέσης του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, μια διαμάχη που φαίνεται να «ανακεφαλαιώνεται» στη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή επιστημονικής φαντασίας. Οι απόψεις που στηρίζονται στην παραδοχή της αυξανόμενης εξάρτησης του ανθρώπου από την τεχνολογία και την ταυτόχρονη απομάκρυνση του από το φυσικό περιβάλλον, «προφητεύουν» το τέλος της αυθεντικής ατομικότητας και της αληθινής κοινωνικής οργάνωσης.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια είναι χαρακτηριστική η απόπειρα πολλών κειμένων επιστημονικής φαντασίας που απευθύνονται σε παιδικό και νεανικό κοινό να επισημάνουν ότι ο μόνος τρόπος να σωθεί η ανθρωπότητα από αυτή την πορεία προς την καταστροφή της είναι να αναδιπλωθεί σε μια «αντι-τεχνολογική κατάσταση». Σε μια κατάσταση δηλαδή στην οποία ο άνθρωπος συντονίζεται εκ νέου με το φυσικό του περιβάλλον, ένα περιβάλλον που παρουσιάζεται συχνά σε κίνδυνο ή έχει ήδη καταστραφεί στα πλαίσια της μυθοπλασίας (συνήθως μετά από κάποια πυρηνική καταστροφή). Το θέμα που ανακύπτει μελετώντας ανάλογα κείμενα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι είναι ιδεολογικής φύσεως. Οι απόψεις σε σχέση με αυτόν τον επαναπροσδιορισμό διχάζονται ανάμεσα στην πλήρη απαξίωση της τεχνολογίας και στην μερική αξιοποίησή της. Ο Perry Nodelman υποστηρίζει ότι πίσω από τα κείμενα αυτά ενυπάρχει μια οπισθοδρομική, αντι-τεχνολογική αντίληψη, μια απόρριψη της επιστημονικής και τεχνολογικής εξέλιξης στο σύνολό της. Σε πολλά όμως από αυτά εκείνο που υποβόσκει στην ουσία είναι η συνειδητοποίηση ότι απαιτείται μια πιο ισορροπημένη σχέση φύσης και τεχνολογίας, για να εξασφαλιστεί όχι μόνο η ίδια η επιβίωση του ανθρώπου αλλά και η συναισθηματική και πνευματική ισορροπία του.
Σε μυθοπλαστικά κείμενα όπου η τεχνολογία αναδεικνύεται ο κυρίαρχος παράγοντας δημιουργίας και συντήρησης δυστοπικών καταστάσεων εντοπίζονται κυρίως τα εξής στοιχεία: α) Ο υπέρμετρος και απάνθρωπος χαρακτήρας της τεχνολογίας, μιας τεχνολογίας που ασκεί απόλυτο έλεγχο στους ανθρώπους. Η απώλεια των συναισθημάτων και η αποξένωση αποτελούν παράπλευρη επίπτωση στα πλαίσια αυτού του ελέγχου, β) Η αλλαγή της παρούσας κατάστασης ή καλύτερα των εξαιρετικά δυστοπικών μυθοπλαστικών μελλοντικών καταστάσεων απαιτεί κάποιου είδους προσωπικής ή κοινωνικής θυσίας. Η θυσία αυτή καθίσταται αναγκαία, στα πλαίσια της μυθοπλασίας, προκειμένου το κείμενο να αποκτήσει πιο «ρεαλιστικό» χαρακτήρα. Εντούτοις, το τελικό μήνυμα παραμένει σχεδόν πάντα η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον και γ) Η εξέχουσα θέση που κατέχει το φυσικό περιβάλλον. Η αξία του προβάλλεται κυρίως μέσα από την απώλειά του, δηλαδή την ολοκληρωτική καταστροφή του συνήθως μετά από κάποια πυρηνική καταστροφή.
Μια επισκόπηση της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής σχετικών κειμένων για παιδικό και νεανικό κοινό αποδεικνύει ότι οι έλληνες συγγραφείς υιοθετούν πολλά από αυτά τα στοιχεία. Εκείνο που παρουσιάζει ιδιαίτερο, βέβαια, ενδιαφέρον είναι ότι συνήθως στα ελληνικά κείμενα αποφεύγεται η έννοια της «θυσίας». Έτσι πολύ σπάνια στα κείμενα αυτά παρατηρείται το φαινόμενο της φυσικής ή ψυχολογικής «εξόντωσης» του μυθοπλαστικού πρωταγωνιστή ή των προσώπων που τον πλαισιώνουν.
Τέλος, στα εν λόγω κείμενα οι ήρωες παρουσιάζονται να συγκρούονται περισσότερο με την κοινωνία και σπανιότερα με τη φύση ή τον εαυτό τους. Μέσα από αυτή τη σύγκρουση επιτυγχάνεται, πέρα από την έντονη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, η προβολή της παιδικής αθωότητας απέναντι στη διαφθορά των ενηλίκων. Η παιδική αυτή αγνότητα στοχεύει στην προβολή μιας πιο ηθικής στάσης απέναντι στη ζωή και στην κοινωνική πραγματικότητα και επομένως τα εν λόγω κείμενα λειτουργούν και ως φορείς αξιακών προτύπων. Επιπλέον τα λογοτεχνικά αυτά έργα, καθώς αποπειρώνται να απαντήσουν εμμέσως ή σαφώς στο δίλημμα «άνθρωπος ή μηχανή» και να προσφέρουν εναλλακτικές λύσεις ώστε ο άνθρωπος να αποφύγει την εξάρτηση του από τα τεχνολογικά επιτεύγματα και την φαινομενική ευδαιμονία και τις ψευδείς αξίες που αναδύονται με την τεχνολογική ανάπτυξη, εμπεριέχουν και ανθρωπιστικές αξίες.

ΜΕΡΟΣ Β΄
ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΩΝ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Α) ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ
α) Βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία του συγγραφέα

Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα και από το 1979 ζει στη Γλυφάδα. Φοίτησε στο γυμνάσιο και λύκειο της Γερμανικής Σχολής Αθηνών. Στη συνέχεια σπούδασε μεταλλειολόγος και χημικός μηχανικός στο ΕΜΠ, ενώ έκανε μεταπτυχιακά στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη συγγραφή βιβλίων το 1996. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Σχολική Παράσταση βραβεύτηκε στον αντίστοιχο διαγωνισμό της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς. Από τότε έως σήμερα γράφει παιδικά μυθιστορήματα, πέντε από τα οποία (Το μήνυμα, Οι Εννέα Καίσαρες, Χνότα στο τζάμι, Στη διαπασών, Το μεγάλο ταξίδι της κινέζικης πάπιας) διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, σε μετεκπαιδευόμενους δασκάλους. Το μυθιστόρημα με τίτλο Το Μήνυμα, το οποίο αποτελεί την τρίτη συγγραφική του απόπειρα, εκδόθηκε στην Αθήνα το 2000 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

β) Η περίληψη του λογοτεχνικού έργου
Ο Κόσμο και ο Άρι, δυο έφηβοι φίλοι που επικοινωνούν, παίζουν και διαβάζουν μέσα από ηχοοθόνες, αποφασίζουν μετά από έντονους προβληματισμούς να εγκαταλείψουν προσωρινά τον «ηλεκτρονικό» τους κόσμο και να μεταφερθούν στο χωριό της Ελπίδας, ενός συνομήλικού τους κοριτσιού, ανταποκρινόμενοι στην κλήση της για βοήθεια. Στο ταξίδι τους με το παραδοσιακό τρένο έρχονται σε επαφή με πρωτόγνωρες γι’ αυτούς εμπειρίες, όπως οι εικόνες του τοπίου έξω από τα παράθυρα, το μη ηλεκτρονικό παιχνίδι -καθώς αποφασίζουν να παίξουν κρυφτό μέσα στο βαγόνι- και η αφήγηση μιας ηλικιωμένης κυρίας για τις συνθήκες ζωής του περασμένου αιώνα.
Όταν φτάνουν στο χωριό της Ελπίδας, διαπιστώνουν ότι δεν έχει καμία σχέση με τη δική τους πόλη: πρόκειται για ένα μέρος μέσα στη φύση, με μικρά σπίτια και στενούς δρόμους, με κόσμο στην πλατεία να περιφέρεται, με πουλιά που κελαηδούν σε ένα καθαρό ουρανό, με γαλήνη και ηρεμία. Στη συνάντησή τους με το κορίτσι αποκαλύπτεται ο λόγος για τον οποίο τους έκανε εκκλήσεις για βοήθεια, στέλνοντας απεγνωσμένα μηνύματα στον υπολογιστή του Κόσμο. Στα πλαίσια ενός «σχεδίου σε εξέλιξη» στέλνονται όλοι οι ανήμποροι, οι φτωχοί και οι αμόρφωτοι στον πλανήτη του Παγκόσμιου Ιδρύματος, για να αραιώσει ο πληθυσμός της Γης, ενώ οι άνθρωποι που μπορούν να προσφέρουν συγκεντρώνονται στις μεγάλες πόλεις, οι οποίες ελέγχονται από δορυφόρους που ρυθμίζουν από τη θερμοκρασία της Γης έως και τη διάθεσή τους. Παράλληλα καίνε τα δάση στο χωριό της Ελπίδας για να αναγκάσουν και τους υπόλοιπους κατοίκους να φύγουν και να χτίσουν εργοστάσια στη θέση των αποτεφρωμένων περιοχών. Ένα γράμμα που έστειλε η μητέρα της Ελπίδας που βρίσκεται αιχμάλωτη μαζί με τον πατέρα της στον πλανήτη του Παγκόσμιου Ιδρύματος αποτελεί απόδειξη των παραπάνω. Λόγω των παρεμβολών των δορυφόρων το γράμμα δεν μπορούσε να διαβαστεί από κανένα σύγχρονο υπολογιστή παρά μόνο από έναν παλιό που κατόρθωσε να φυλάξει η Ελπίδα σε μια αποθήκη έξω από το χωριό.
Εν τω μεταξύ οι γονείς του Κόσμο και του Άρι ανακαλύπτουν το ψέμα των παιδιών τους, ότι δηλαδή ο ένας θα πήγαινε στο σπίτι του άλλου για διάβασμα. Αρχικά δεν ανησυχούν, αφού και κατά το παρελθόν έχει συμβεί να έχουν περάσει μέρες, χωρίς να έχουν δει τα παιδιά τους. Στην πόλη του Κόσμο και του Άρι άλλωστε, μια τέλεια φαινομενικά πόλη, στην οποία επικρατούν η ηρεμία, η τάξη και η ασφάλεια, οι άνθρωποι επικοινωνούν κατά κύριο λόγο μέσω των ηλεκτρονικών τους υπολογιστών. Τώρα όμως η απουσία των παιδιών θα προκαλέσει την ανησυχία τους, με αποτέλεσμα να ζητήσουν τη βοήθεια της αστυνομίας, η οποία προβαίνει σε κατάσχεση των υπολογιστών των παιδιών. Στη συνέχεια οι αρχές εισβάλλουν στο σπίτι του Βίκτωρα, ενός επισκευαστή υπολογιστών, στον οποίο ήξεραν ότι είχε απευθυνθεί ο Κόσμο, όταν νόμιζε ότι χάλασε ο υπολογιστής του, τότε που οι απεγνωσμένες κλήσεις για βοήθεια από την Ελπίδα εμφανίζονταν στην οθόνη του ως εμβόλιμα μηνύματα και αποσυντόνιζαν την ομαλή του λειτουργία.
Ο Βίκτωρας που γνώριζε για την εξαφάνιση των παιδιών θα προσπαθήσει αρχικά να καθυστερήσει το έργο της αστυνομίας, αλλά τελικά θα σπάσει τους κωδικούς στον υπολογιστή του Άρι και θα οδηγήσει την αστυνομία στο χωριό της Ελπίδας. Εκεί τα δυο παιδιά έχουν αρχίσει ήδη να εγκλιματίζονται και να καταστρώνουν ένα σχέδιο διάσωσης της Γης και των ανθρώπων της, αποφασίζοντας να στείλουν σε όλες τις τηλεοθόνες της ένα μήνυμα που αποκαλύπτει την αλήθεια για το Παγκόσμιο Ίδρυμα.

Ε) ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
ΤΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ
ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥΣ

α) Αφηγηματολογία
Τα τέσσερα λογοτεχνικά έργα που αποτελούν πεδίο μελέτης της παρούσας εργασίας παρουσιάζουν κοινά αφηγηματολογικά στοιχεία. Η αφήγηση είναι κατά κύριο λόγο τριτοπρόσωπη με μηδενική εστίαση. Πρόκειται δηλαδή για την περίπτωση ενός ετεροδιηγητικού, παντογνώστη αφηγητή. Η τριτοπρόσωπη αυτή αφήγηση διακόπτεται από σύντομα διαλογικά μέρη, τα οποία παρατίθενται σε ευθύ λόγο. Συνεπώς, διακρίνει κανείς έναν συνδυασμό αφήγησης και διαλόγου, δηλαδή διήγηση ή μίμηση με την παρεμβολή προσώπων (ηρώων) των έργων, τα οποία διαλέγονται μεταξύ τους.

β) Οι χαρακτήρες
Οι χαρακτήρες (ως κατασκευές) διακρίνονται σε σφαιρικούς και επίπεδους. Σφαιρικοί καλούνται αυτοί που αναπτύσσονται πολύ, παρουσιάζονται δηλαδή στον αναγνώστη με τα αρνητικά και θετικά στοιχεία τους. Ο αναγνώστης σταδιακά τους γνωρίζει όλο και καλύτερα, εντούτοις δεν δύναται πάντα να προβλέψει τις πράξεις τους. Αντίθετα, επίπεδοι είναι οι χαρακτήρες που δεν αναπτύσσονται σε βάθος, παρουσιάζουν συνήθως πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και επομένως ο αναγνώστης σπάνια αιφνιδιάζεται σχετικά με τη δράση τους. Τόσο οι σφαιρικοί όσο και οι επίπεδοι διακρίνονται επιπλέον σε δυναμικούς και στατικούςΔυναμικός είναι ο χαρακτήρας του οποίου η ιδιοσυγκρασία μεταβάλλεται κατά την εξέλιξη της πλοκής. Η αλλαγή αυτή πηγάζει είτε από ένα μεμονωμένο γεγονός και γίνεται απότομα είτε είναι απόρροια ενός πλήθους παραγόντων και γίνεται προοδευτικά. Ο στατικός χαρακτήρας είναι αυτός που παραμένει αμετάβλητος.
Κοινή συγγραφική πρακτική κειμένων επιστημονικής φαντασίας για παιδικό και νεανικό κοινό είναι η ένταξη των μυθοπλαστικών ηρώων σε δύο ευρύτερες κατηγορίες, στους ενήλικους και τα παιδιά. Τα παιδιά (είτε ως σφαιρικοί είτε ως επίπεδοι χαρακτήρες) εμφανίζονται με ξεχωριστή δυναμικότητα, συνεργατικότητα και αποφασιστικότητα και αναδεικνύονται ως φορείς των ηθικών αξιών. Αντίθετα οι ενήλικοι (συνήθως επίπεδοι χαρακτήρες) παρουσιάζονται είτε ως φορείς των διαβρωμένων κοινωνικών αξιών είτε ως αρωγοί στην προσπάθεια των παιδιών-ηρώων είτε, τέλος, ως παθητικοί θεατές-ακροατές των τεκταινόμενων. Αυτό που καθίσταται ιδιαίτερα εμφανές στα κείμενα αυτά είναι η συγκρουσιακή σχέση ανάμεσα σε ενήλικους και παιδιά, όχι τόσο ανάμεσα στους γονείς, όσο ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη της κοινωνίας που γίνονται στόχος κριτικής.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και όταν οι μυθοπλαστικοί ήρωες (τα παιδιά) αναπτύσσονται πιο περιορισμένα (κινούνται στο όριο μεταξύ σφαιρικού και επίπεδου χαρακτήρα), εκείνο που παρουσιάζεται ιδιαίτερα έντονα είναι η δυναμικότητα του χαρακτήρα τους. Με αυτό το συγγραφικό τέχνασμα καθίσταται πιο φανερή και ρεαλιστική η επιρροή που ασκούν οι διάφορες εμπειρίες που αποκτούν μέσα από τις περιπέτειες και τον αγώνα τους στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία απαντώνται και στα τέσσερα υπό μελέτη μυθιστορήματα. Στο Μήνυμα ο Κόσμο και ο Άρι περνούν από το στάδιο της νωθρότητας (ακινησία), της ηλεκτρονικής «αποχαύνωσης» και της αποδοχής δίχως αμφισβήτηση της κοινωνικής πραγματικότητας σε εκείνο της συνειδητοποίησης, της μαχητικότητας και της ανάληψης πρωτοβουλιών. Συγκρούονται εμφανώς (μέσω της επαφής τους με την Ελπίδα) με την εξουσία των ενηλίκων (Αστυνομία), δέχονται την αρωγή του ενήλικα Βίκτωρα και θριαμβεύουν ενάντια στην παθητική στάση των γονιών τους.
Στο μυθιστόρημα Η Αριάδνη και τα μυστικά ενός αρχαίου θρύλου εντοπίζει κανείς ανάλογα στοιχεία. Η Αριάδνη και ο Νέαθ αποκτούν σταδιακά μια εξαιρετική δυναμική και μαχητικότητα, συμβάλλουν (με τη βοήθεια της συνομήλικής τους Ζένιας) στην ανατροπή της διεφθαρμένης ενήλικης εξουσίας και υποβοηθούνται από τους γονείς του Νέαθ κάτω από τα παθητικά μάτια της υπόλοιπης κοινωνίας των Ατλάντων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ίδιο μοτίβο διατηρείται και στην κοινωνία των κενταύρων στην οποία μεταφέρεται εκτενώς η δράση των δύο πρωταγωνιστών.
Στο Άλλο ο Ίσμν αποτελεί τον έφηβο υπήκοο μιας υπόγειας πολιτείας που αντιδρά στην άρχουσα ενήλικη τάξη δραπετεύοντας και θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του. Απορρίπτει το σύστημα και τις αξίες της κοινωνίας στην οποία ζει, εντούτοις η αντίδραση αυτή δεν συνδέεται με την απόπειρα ανατροπής του ίδιου του συστήματος αλλά με την προσωπική του απελευθέρωση. Η «συμπρωταγωνίστρια» του στο κείμενο αυτό, η Ήρινα, υπήκοος της Λοφούσας, αναπτύσσεται ίσως ακόμα πιο σφαιρικά από αυτόν, γεγονός που αποτελεί ίσως σχόλιο της συγγραφέα σχετικά με το ποιες είναι οι πιο κατάλληλες συνθήκες για να αναπτύξει ο άνθρωπος μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Στην ίδια συγγραφική σκοπιμότητα μπορεί να ενταχθεί ίσως και η αργή μετάβαση του Ίσμν από τη στατικότητα στη δυναμικότητα στην κοινωνία της Λοφούσας. Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι στα πλαίσια της Λοφούσας εκλείπουν οι συγκρούσεις μεταξύ ενηλίκων και παιδιών.
Τέλος, στο μυθιστόρημα Η κοιλάδα με τις πεταλούδες ο Ζώης και η Κόρα αποκτούν δυναμική διάσταση, όχι τόσο μέσω συγκρούσεων με την ενήλικη εξουσία (μόνη εξαίρεση ότι αναλαμβάνουν δράση χωρίς σχετική άδεια), αλλά μέσω της δυσχερούς αρχικά επαφής τους με τη φύση, μέσω δηλαδή της σύγκρουσης των παλιότερων πεποιθήσεων τους για την έννοια του φυσικού περιβάλλοντος και τη νέα θέαση αυτού. Σε αυτήν την περίπτωση οι ενήλικες μυθοπλαστικοί ήρωες παρουσιάζονται είτε ως αρωγοί (μητέρα Ζώη) είτε ως παθητικοί θεατές.

γ) Το σκηνικό
Στην παιδική λογοτεχνία, το σκηνικό -ο χρόνος και ο τόπος- πρέπει να καθοριστεί με ακρίβεια, προκειμένου το παιδί-αναγνώστης να παρακολουθήσει πιο «βατά» την εξέλιξη της ιστορίας, ακόμα και αν ο χρόνος καλύπτεται με αοριστία και ο χρόνος τοποθετείται σε τόπους μακρινούς (ακόμα και σε άλλους πλανήτες). Σε πολλές περιπτώσεις εντός μιας λογοτεχνικής παραγωγής ο χώρος αποκτά την έννοια του συμβόλου των ιδεολογικών και κοινωνικών αξιών των μυθοπλαστικών κοινωνιών που δρουν και λειτουργούν στα πλαίσιά του, ένα επιπλέον δηλαδή στοιχείο για να αποκαλυφθεί ο χαρακτήρας των μυθοπλαστικών προσώπων. Η περιγραφή του συμβάλει στη διευκρίνιση ή επισήμανση του μεγέθους των αντιθέσεων και των συγκρούσεων που συγκροτούν την πλοκή του κειμένου. Επιπλέον, αρκετά συχνά η αλλαγή του χώρου συμβαδίζει με αλλαγή στη στάση των μυθοπλαστικών προσώπων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου η πρόθεση του/της συγγραφέα είναι να νοηματοδοτήσει τον χώρο ως ιδεολογικό, κοινωνικό σύμβολο, η συνήθης συγγραφική πρακτική συνίσταται στην ύπαρξη μέσα στο κείμενο εκτενών περιγραφών με συγκεκριμένες λεπτομέρειες βασιζόμενες σε αισθητήριες εικόνες και ζωντανές συγκρίσεις.
Σε αυτά τα πλαίσια κινούνται οι συγγραφείς και των τεσσάρων υπό μελέτη λογοτεχνικών κειμένων. Οι περιγραφές των αρχικών τόπων διαμονής των μυθοπλαστικών πρωταγωνιστών αλλά και των έτερων τόπων που επισκέπτονται είναι ιδιαίτερα εκτενείς και λεπτομερείς. Οι αντιθέσεις που προκύπτουν από την αντιπαράθεση των χώρων-διπόλων που εντοπίζονται σε αυτά τα κείμενα αποτελούν ίσως το σημαντικότερο στοιχείο μέσα από το οποίο αναδεικνύεται η συμβολή της τεχνολογίας στην δημιουργία και διατήρηση ουτοπικών και δυστοπικών καταστάσεων.
Αναφορικά με το χρόνο θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι σε γενικά πλαίσια τα κείμενα παραμένουν αρκετά ασαφή (με εξαίρεση το Μήνυμα που ο χρόνος δηλώνεται ως το έτος 2073). Στα τρία από αυτά (Το Μήνυμα, Η κοιλάδα με τις πεταλούδες, Το άλλο ο χρόνος είναι το μακρινό μέλλον, ενώ στην περίπτωση του μυθιστορήματος Η Αριάδνη και τα μυστικά ενός αρχαίου θρύλου ο χρόνος είναι το παρόν το οποίο όμως «συμπληρώνεται» από μια παράλληλη πραγματικότητα (τον χρόνο της Ατλαντίδας στον ουρανό) και «διασπάται» από την εισαγωγή του ταξιδιού μέσα στο χρόνο.

δ) Η δομή
Η δομή των υπό μελέτη έργων παρουσιάζει αρκετά κοινά στοιχεία. Συγκεκριμένα τα τρία από αυτά (Το Μήνυμα, Το άλλο, Η κοιλάδα με τις πεταλούδες) φαίνεται να παρουσιάζουν κοινό αφηγηματικό πρόγραμμα.
Σχεδόν και στα τρία ο κεντρικός πρωταγωνιστής παρουσιάζεται ως υπήκοος μιας εξαιρετικά ανεπτυγμένης τεχνολογικά πόλης/χώρας με σαφή ταξική οργάνωση. Η εν λόγω πόλη περιγράφεται αρχικά ως φαινομενική ουτοπία. Στη περιγραφή όμως αυτή εισρέουν σταδιακά λεπτομέρειες που προετοιμάζουν τον εκάστοτε αναγνώστη για την υποβόσκουσα δυστοπική της φύση. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο πρωταγωνιστής λαμβάνει ένα είδος «μηνύματος» που τον υποκινεί για δράση (το μήνυμα της Ελπίδας στον υπολογιστή του Κόσμο, ο άντρας που εντοπίζει ο Ίσμν στην κρύπτη, η εικόνα στον υπολογιστή της μητέρας του Ζώη – αντίστοιχα για τα τρία έργα). Στη συνέχεια ο πρωταγωνιστής με τη συνοδεία ενός ή περισσοτέρων συνομήλικων του ατόμων φεύγει από τον αρχικό τόπο διαμονής. Η φυγή πραγματοποιείται με ένα συμβατικό, μη προηγμένο τεχνολογικά μέσο (συμβατικό τρένο, αεροπλάνο, όχημα ανακύκλωσης –αντίστοιχα). Μεταφέρεται επομένως σε έναν έτερο τόπο. Τα χαρακτηριστικά αυτού του έτερου τόπου κυμαίνονται από την πλήρη απουσία τεχνολογικών επιτευγμάτων (Η κοιλάδα με τις πεταλούδες), στην απόλυτα ουτοπική κοινωνική οργάνωση εργαλειακού τύπου (Λοφούσα - Το άλλο). Πιο ρεαλιστική φαίνεται να είναι η περίπτωση του έτερου τόπου στο Μήνυμα (χωριό Ελπίδας). Κοινό πάντως γνώρισμα και στις τρεις περιπτώσεις είναι τόσο η ανάγκη και η προσπάθεια του πρωταγωνιστή να εξοικειωθεί και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες όσο και η ύπαρξη ανοιχτού τέλους.
Στην περίπτωση του μυθιστορήματος Η Αριάδνη και τα μυστικά ενός αρχαίου θρύλου εντοπίζεται περίπου η ίδια δομή, μόνο που αυτή επαναλαμβάνεται αρκετές φορές. Έτσι, είναι αρχικά η περιέργεια της Αριάδνης που προκαλεί την πρώτη μεταφορά της (με μια ιδιαίτερη πολυθρόνα) στην Ήλια (έτερος τόπος). Μετά από τη σύντομη προσαρμογή της εκεί θα μεταφερθεί (λόγω απειλητικών «μηνυμάτων» από την άρχουσα τάξη της Ατλαντίδας) στην Ποσειδωνία με μεταφορικό μέσο προηγμένης τεχνολογίας (δαίδαλ). Η σύντομη παραμονή της εκεί θα διακοπεί από τη συνεχιζόμενη απειλή και η ίδια θα μεταφερθεί με όχημα ένα μυστικό δωμάτιο στην υπόγεια πόλη των Εκράν και κατόπιν με ένα άλογο στη χώρα των Κενταύρων. Η τεχνολογία που εντοπίζεται στα πλαίσια κάθε έτερου τόπου που «επισκέπτεται» καθορίζει και το μεταφορικό μέσο που επιλέγεται για τη μεταφορά. Η βασική διαφορά όμως που εντοπίζεται στην περίπτωση αυτού του λογοτεχνικού έργου σε σχέση με τα υπόλοιπα είναι ότι εδώ ακολουθείται μια «κυκλική» δομή. Η Αριάδνη θα επιστρέψει στον αρχικό τόπο διαμονής της (μέσα από ένα ταξίδι στο χρόνο), ενώ το ανοιχτό τέλος των προηγούμενων κειμένων καθιστά οποιαδήποτε ανάλογη υπόθεση αμφίβολη.

ΜΕΡΟΣ Γ’
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΟΥΤΟΠΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΥΣΤΟΠΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΑ ΥΠΟ ΜΕΛΕΤΗ ΚΕΙΜΕΝΑ

Α) ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ
Η πρώτη αποικία στη Σελήνη είναι γεγονός. Λίγοι άνθρωποι στην αρχή, ολοένα και περισσότεροι μετά, επέλεξαν έναν άλλο πλανήτη για να πάνε ζήσουν, να μεταφέρουν εκεί τις οικογένειες τους και τις επιχειρήσεις τους… Τον τελευταίο καιρό χτίζονταν και δύο νέες αποικίες, σε μεγάλους αστεροειδείς αυτές, μία που θα ήταν η Παγκόσμια Φυλακή και μια άλλη που θα ήταν κάτι σαν Παγκόσμιο Ίδρυμα… Έτσι θα ανακουφιζόταν η Γη από τον τεράστιο πληθυσμό της και θα ρυθμιζόταν καλύτερα η ζωή των κατοίκων της… Μη φανταστούμε όμως ότι η ζωή των ανθρώπων στις πόλεις ήταν εφιάλτης. Κάθε άλλο μάλιστα. Είχαν όλες τις ανέσεις δικές τους. Τα παιδιά μπορούσαν να παίξουν σε πάρκα πάνω στη γη, σε υπόγεια ή σε εναέρια ακόμα πάρκα. Ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων δεν πήγαινε στη δουλειά του, απλά και μόνο γιατί η δουλειά του ήταν στο σπίτι. Δούλευαν όποτε και όσο ήθελαν μπροστά στον υπολογιστή τους και επικοινωνούσαν μεταξύ τους με ηχοοθόνες… Επίσης αρκετά παιδιά δε χρειαζόταν καν να πάνε σχολείο. Επικοινωνούσαν, πάντα μέσω υπολογιστή, με όποιο σχολείο του κόσμου ήθελαν… Δεν είναι φανταστικά όλα αυτά; Και θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και χίλια άλλα παραδείγματα για το πόσο εύκολη και τέλεια ήταν η ζωή των ανθρώπων στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, της Αμερικής και της Αυστραλίας… Στην Αφρική τα παιδιά συνέχιζαν να πεθαίνουν από πείνα…
Με αυτό τον ειρωνικό τρόπο ο Παπαθεοδώρου εισάγει τον αναγνώστη στο φαινομενικά τέλειο κόσμο των δύο μυθοπλαστικών πρωταγωνιστών του, του Κόσμο και του Άρι. Ο κόσμος αυτός, στη Γη του έτους 2073, χαρακτηρίζεται από την υπέρμετρη τεχνολογική ανάπτυξη και οι περιγραφές του βρίθουν σχετικών αναφορών. Αποικίες σε άλλους πλανήτες, δορυφόροι που καθορίζουν τις κλιματολογικές συνθήκες κατά βούληση, φυσούνες και ιονιστές ατμόσφαιρας, προγράμματα επικοινωνίας με τη Σελήνη, εναέρια και μαγνητικά μέσα μεταφοράς, εργασία και εκπαίδευση μέσω υπολογιστών, σχολείο αποίκων, εναέρια πάρκα, ηχοοθόνες - γιγαντοοθόνες σε κάθε κτίριο και «χαπάκια» τροφίμων, είναι μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά τεχνολογικά επιτεύγματα που παρέχουν υπέρμετρες ανέσεις στους πολίτες της εν λόγω κοινωνίας και διασφαλίζουν την «ομαλή» διαβίωσή τους.
Ο αναγνώστης των αρχών του 21ου αιώνα δεν θα δυσκολευτεί να κατανοήσει τη λειτουργία τους. Ήδη στο διάστημα των δέκα σχεδόν χρόνων που μεσολάβησαν από τη συγγραφή του συγκεκριμένου μυθιστορήματος ως σήμερα, η τεχνολογία έχει αναπτυχθεί με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και πολλά από τα παραπάνω στοιχεία αρχίζουν να προσεγγίζουν αυτά της σύγχρονης καθημερινότητας. Ο νεαρός αναγνώστης πιθανόν να αισθανθεί ένα αίσθημα «φθόνου» για τον Κόσμο και τον Άρι, καθώς αυτοί είναι απαλλαγμένοι από την καθημερινή, «βάρβαρη» ρουτίνα του σχολείου, του διαβάσματος και άλλων σχετικών δραστηριοτήτων. Οι δύο μυθοπλαστικοί έφηβοι που βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με άλλα παιδιά που δεν είχαν XCRC στα σπίτια τους ή τους άρεσε να χάνουν ώρες στο πήγαιν’ έλα… έχουν εναποθέσει τον έλεγχο της καθημερινότητάς τους στις υπηρεσίες ενός εξελιγμένου υπολογιστή. Αυτός ρυθμίζει τα πάντα, από την οργάνωση των σημειώσεων των μαθημάτων τους μέχρι και τις διατροφικές και ενδυματολογικές τους επιλογές. Και όλα αυτά με τις ευλογίες των ενηλίκων. Από την άλλη, ο ενήλικας αναγνώστης πιθανόν να «χαθεί» στην ονειροπόληση μιας ζωής απαλλαγμένης από «άσκοπες» επαγγελματικές μετακινήσεις και ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια και το άγχος της καθημερινότητας. Η τεχνολογία σε αυτή την περίπτωση φαντάζει ως ο απόλυτος υπηρέτης του ανθρώπου.
Όμως η φαινομενική αυτή ουτοπική κατάσταση που δημιουργείται από την αξιοποίηση των τεχνολογικών επιτευγμάτων «διαποτίζεται», καθώς εξελίσσεται η αφήγηση, από ποικίλα δυστοπικά στοιχεία. Σε αυτή την τεχνοπωλιακού τύπου κοινωνία ο αναγνώστης «παρατηρεί» ότι υπήρχαν άνθρωποι που έτρεχαν, που βιάζονταν, που αγχώνονταν άσκοπα και αναρωτιέται, μαζί με τους μυθοπλαστικούς ήρωες, γιατί να υπάρχει όλη αυτή η πίεση εφόσον οι δορυφόροι, οι ηχοοθόνες και οι υπολογιστές δούλευαν για λογαριασμό τους; Η απάντηση ίσως βρίσκεται στο γεγονός ότι η υπέρμετρη εισβολή της τεχνολογίας σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής των πολιτών είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας κοινωνίας εντός της οποίας η διαβίωση καταλήγει πλήρως ελεγχόμενη και προγραμματισμένη (ύπαρξη αστυνομίας/τρομοκρατίας που κατέχει τον έλεγχο της τεχνολογίας). Στα πλαίσια της ανιχνεύεται η απουσία ουσιαστικών οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων (διενεργούνται μόνο μέσω υπολογιστών) και η πλήρης εξάρτηση των πολιτών από τις συνθήκες που τους έχουν επιβληθεί. Οι πολίτες, ακόμα και τα μικρά παιδιά, χαρακτηρίζονται από ακινησία και δυσπραγία, και κατακλύζονται από το άγχος της υπερπληροφόρησης που τους επιβάλει το καθεστώς των γιγαντιαίων οθονών σε κάθε κτίριο.
Χαρακτηριστικό ως προς τα παραπάνω είναι η δυσκολία που αντιμετωπίζουν τα δύο παιδιά να οργανώσουν τις απλές δραστηριότητες τις καθημερινότητας χωρίς τη βοήθεια του υπολογιστή. Η βλάβη στον υπολογιστή του Κόσμο εξαιτίας της εισβολής του μηνύματος της Ελπίδας, διαταράσσει τις προσωπικές του ισορροπίες. Αδυνατεί να επεξεργαστεί ο ίδιος γραπτά, τυπωμένα κείμενα, να ντυθεί, ακόμα και να φάει. Συναντά δυσκολία στο περπάτημα και όταν μεταφέρεται τελικά μαζί με τον Άρι σε έτερο τόπο, έχει ανάγκη τις εισπνοές με «ατμόσφαιρα πρωτεύουσας» για να αναπνεύσει φυσιολογικά.
Αυτός ο έτερος τόπος δεν είναι άλλος από το χωριό της Ελπίδας που αποτελεί τη μυθοπλαστική αναπαράσταση μιας κοινωνίας στο μεταίχμιο του εργαλειακού και τεχνοκρατικού πολιτισμικού προτύπου. Το ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο είναι ότι χωριό της Ελπίδας, που παρουσιάζεται στο κείμενο ως μια εναλλακτική ουτοπική κατάσταση, παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με τη σύγχρονη (ελληνική έστω) επαρχία. Αυτό αποτελεί πιθανόν ένα σχόλιο από την πλευρά του συγγραφέα ότι σήμερα οι καταστάσεις είναι ακόμα ελεγχόμενες και οι άνθρωποι πρέπει να επεξεργαστούν τα διάφορα «μηνύματα», προκειμένου να αποφευχθεί η πλήρης εξαθλίωση της ανθρώπινης φύσης. Στα πλαίσια αυτού του τόπου με τα μικρά δρομάκια και στράτες, πνιγμένα με γλάστρες και λουλούδια, σπίτια που θαρρείς ότι ξεφύτρωναν από τις ταράτσες των μπροστινών τους, σοκάκια που ξετυλίγονταν φιδίσια μεταξύ των διάφορων αυλών… τα δύο παιδιά θα νιώσουν ότι είχαν γυρίσει αρκετούς αιώνες πίσω τότε που οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τα χέρια τους για να ζωγραφίζουν, να χτίζουν σπίτια και όχι να πληκτρολογούν...
Ο τόπος αυτός περιγράφεται με τρόπο που συμβάλλει στην πλήρη αντίθεση του με τον προηγούμενο. Η εξοικείωση και η αλληλεξάρτηση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, οι ισχυροί οικογενειακοί και κοινωνικοί δεσμοί, η κυριαρχία των συναισθηματικών εκδηλώσεων και η διατήρηση θεσμών όπως η θρησκεία, εμφανίζονται ως απόρροια της απουσίας της «προηγμένης» τεχνολογίας. Στα πλαίσια του τα παιδιά συνειδητοποιούν ότι υπάρχει, παράλληλα με το δικό τους, ένα διαφορετικό σύστημα αξιών, πιο αληθινό, όπου η γνώση παύει να είναι στείρα, πληροφοριακή και αποκτάται μέσω εμπειριών. Και είναι τελικά μέσα από τη βίωση αυτού του κόσμου που θα εξελιχθούν από παιδιά-ανδρείκελα σε υπεύθυνους πολίτες, καθώς σταδιακά συνειδητοποιούν ότι πλέον τους φαινόταν πάρα πολύ μακρινή η ζωή στην πόλη, τα μαθήματα από δορυφόρους, η ρυθμιζόμενη θερμοκρασία, η τηλεοθόνες. Το Παγκόσμιο Ίδρυμα μόνο τους κυνηγούσε και τώρα θα το κυνηγούσαν και αυτοί… Έγιναν ποιητές, έγιναν κάτοικοι της Γης, ένιωσαν άνθρωποι. Και σήμερα θα ένιωθαν και μαχητές και αγωνιστές…
Η ύπαρξη «προδότη» (κυρία Μαργαρίτα) στα πλαίσια αυτής της ουτοπίας δεν την αναιρεί στο σύνολό της. Η ουτοπική κατάσταση που σκιαγραφεί ο Παπαθεοδώρου έχει αρκετά στοιχεία ρεαλισμού και το παραπάνω στοιχείο συνάδει με αυτά. Αξίζει επιπλέον να τονιστεί ότι ο ίδιος δε επιλέγει μια οπισθοδρομική οπτική (την πλήρη απαξίωση της τεχνολογίας ως «δαιμονικό» στοιχείο). Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι ότι η απαρχή της λύσης και της αλλαγής πραγματοποιείται τελικά μέσα από ένα τεχνολογικό επίτευγμα (υπολογιστή). Είναι η χρήση και όχι η «φύση» της τεχνολογίας το στοιχείο που την καθιστά σε κάθε περίπτωση «σύμμαχο» ή ολέθριο «εχθρό» του ανθρώπου.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Τα τέσσερα υπό μελέτη κείμενα παρουσιάζουν αρκετά κοινά στοιχεία ως προς το σκηνικό τους, τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων και τη δομή τους. Η τεχνολογία, εντός της μυθοπλασίας τους, διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στη δημιουργία ουτοπικών και δυστοπικών καταστάσεων. Οι συγγραφείς τους υιοθετούν, εμμέσως ή σαφώς, την πεποίθηση ότι τα τεχνολογικά επιτεύγματα δεν πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους, αλλά να αξιοποιηθούν εντός ενός πιο «ανθρωπιστικού» πλαισίου. Έχουν συνεπώς, έντονα ανθρωπιστικά και οικολογικά μηνύματα σε συνδυασμό με ισχνά στοιχεία διδακτισμού. Το ανοιχτό τέλος φαίνεται να αποτελεί κοινή πρακτική (εξαίρεση η περίπτωση του μυθιστορήματος Η Αριάδνη και τα μυστικά ενός αρχαίου θρύλου).
Ακολουθώντας με συνέπεια τη διεθνή λογοτεχνική παραγωγή επιστημονικής φαντασίας, παρουσιάζουν δυστοπικές καταστάσεις που συνάδουν με τις συνθήκες της μεταμοντέρνας σύγχρονης πραγματικότητας. Έτσι, μέσα από τις μυθοπλαστικές τους συμβάσεις, αποπειρώνται να σχολιάσουν ότι η αιτία της καταστροφής του κόσμου και της αλλοίωσης της ανθρώπινης ύπαρξης δεν εντοπίζεται σε μια εξωτερική ή πολιτική απειλητική δύναμη, σε μια νέα αντίληψη της πραγματικότητας ή στη δράση μιας μεμονωμένης κοινωνικής ομάδας. Είναι η «ερωτική», σχεδόν, σχέση που έχει αναπτύξει ο άνθρωπος με τη «μηχανή», που τον καθιστά ανίκανο να επιβληθεί στον υλισμό και να επανασυνδεθεί με το φυσικό του περιβάλλον. Στον αντίποδα όσων υποστηρίζουν ότι η τέχνη, και συνεπώς η λογοτεχνία, δεν πρέπει να συνδέεται με την πολιτική, καθώς αυτό οδηγεί σε προπαγανδιστικές ή διδακτικές παραγωγές, οι συγγραφείς κειμένων επιστημονικής φαντασίας, μέσω των δυστοπικών καταστάσεων που αναπαριστούν, αποπειρώνται να στείλουν ένα μήνυμα προειδοποίησης: Στα πλαίσια της μεταμοντέρνας εποχής ο «εχθρός» του ανθρώπου είναι ένα απάνθρωπο (τεχνολογικό) σύστημα και η αντίδραση προς αυτό απαιτεί τον επαναπροσδιορισμό των κοινωνικοπολιτικών αξιών και πεποιθήσεων καθώς και την επανασύνδεση με το φυσικό περιβάλλον με νέους όρους.

Eργασία στο μάθημα "Λογοτεχνία και Παραλογοτεχνία", Ιούνιος 2012

ΠANEΠIΣTHMIO AIΓAIOY
ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
& ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ:
«ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΥΛΙΚΟ»

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ:
«Λογοτεχνία και Παραλογοτεχνία»

ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Π. - Τ. Μ., Π. Κ., Χ.Α.

Ρόδος, Ιούνιος 2012

Εισαγωγή

Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στα πλαίσια του μαθήματος «Λογοτεχνία και Παραλογοτεχνία» του Π.Μ.Σ. «Παιδικό Βιβλίο και Παιδαγωγικό Υλικό» του Τ.Ε.Π.Α.Ε.Σ. του Πανεπιστημίου Αιγαίου με διδάσκοντα τον κύριο Παπαντωνάκη Γεώργιο κατά τη διάρκεια του Β΄ εξαμήνου του ακαδημαϊκού έτους 2011-12. Κατά τη διάρκεια των μαθημάτων αναλύθηκε το περιεχόμενο της παραλογοτεχνίας και γενικότερα η σχέση της με το φορμουλαϊκό παιδικό μυθιστόρημα, δηλαδή το μυθιστόρημα που ακολουθεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα μία φόρμουλα, ένα υπόδειγμα. Πιο συγκεκριμένα, διερευνήσαμε την τυπολογία της φορμουλαϊκής λογοτεχνίας, όπως είναι το μυθιστόρημα περιπέτειας, που ενδεχομένως είναι ο πιο δημοφιλής τύπος της και περιλαμβάνει και άλλα υποείδη, το αστυνομικό μυθιστόρημα και το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας.

Στόχος της συγκεκριμένης εργασίας είναι να εντοπίσουμε στα βιβλία Το μήνυμα και Χνότα στο τζάμι του Βασίλη Παπαθεοδώρου τα στοιχεία που προσδίδουν στα μυθιστορήματα αυτά αστυνομικό χαρακτήρα, καθώς και εκείνα που τα εντάσσουν στην επιστημονική φαντασία. Επιπλέον να επισημάνουμε τις ουτοπικές και δυστοπικές καταστάσεις και τα στοιχεία της αποικιοκρατίας.

Η εργασία διαρθρώνεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος που αποτελεί το θεωρητικό πλαίσιο γίνεται αναφορά στην παραλογοτεχνία σαν μια μορφή έκφρασης στην οποία ανήκουν και τα δύο μυθιστορήματα που αναλύονται. Έτσι προσεγγίζεται η παραλογοτεχνία και ερευνάται ποια είδη λογοτεχνικά και συγγραφικά περικλείει και γιατί τα βιβλία της έχουν ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό σε όλο τον κόσμο. Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά στη θεωρία που είναι σχετική με το αντικείμενο μελέτης της εργασίας. Επίσης επισυνάπτονται βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα. Το δεύτερο μέρος πραγματεύεται την ανάλυση των μυθιστορημάτων με βάση τους παραπάνω στόχους. Η εργασία ολοκληρώνεται με τον επίλογο, ο οποίος εστιάζει στις συγκρίσεις και τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάλυση.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Παραλογοτεχνία

Σύμφωνα με τον Παπαντωνάκη, παλαιότερα επικρατούσε η αντίληψη ότι τα παραλογοτεχνικά κείμενα ήταν απορριπτέα. Δεν έπρεπε να διαβάζονται, αλλά να αποφεύγονται, γιατί ήταν επικίνδυνα. Εντούτοις, είναι αποδεκτό ότι τα βιβλία της παραλογοτεχνίας έχουν ένα πολύ σημαντικό φανατικό αναγνωστικό κοινό σε όλο τον κόσμο. Είναι ιδιαίτερα δημοφιλή και με το απλοϊκό λεξιλόγιό τους, όμοιο με αυτό που χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο, διαβάζονται με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, εφόσον ο τρόπος ανάγνωσης δεν επιβάλλει καμιά ιδιαίτερη δυσκολία (Παπαντωνάκης, 2012).

Ο ορισμός της παραλογοτεχνίας δεν έχει ορισθεί με σαφήνεια. Αν και σήμερα επικρατεί ο όρος παραλογοτεχνία, η ιστορία του αποκαλύπτει ότι κατά καιρούς προτάθηκαν διάφοροι όροι: μαζική λογοτεχνία, λαϊκή λογοτεχνία, χαμηλή λογοτεχνία, υπολογοτεχνία, μυθιστόρημα της πεντάρας, λογοτεχνία για μοδιστρούλες και ψευδολογοτεχνία (Angelot, 1975, σσ. 5-14 και Δερμεντζόπουλος, 2000, σσ. 31-32 στο Παπαντωνάκης, 2012). Σύμφωνα με το Μαρτινίδη, αποδόθηκε στον όρο ένα περιεχόμενο που μπορούμε να πούμε ότι καλύπτει η λαϊκή λογοτεχνία ή η λογοτεχνία ευρείας κατανάλωσης ή λογοτεχνία αναψυχής (Μαρτινίδης, 1982, σ. 135 στο Παπαντωνάκης, 2012). Ο όρος παραλογοτεχνία έχει φορτιστεί αρνητικά και συμπεριλαμβάνει ή αντιπροσωπεύει κάθε κείμενο που ανήκει στο «περιθώριο»: ληστρικό, αστυνομικό, μυστηρίου, περιπετειώδες, αισθηματικό μυθιστόρημα κ.ά.. Ωστόσο, πέρα από τις διφορούμενες έννοιες της πρόθεσης παρά-, «ο όρος εσωκλείει, δυστυχώς για κάποιες αφοριστικές κριτικές, τη λογοτεχνία» (Παπαντωνάκης, 2012). Αξίζει να σημειωθεί, ότι έργα της παραλογοτεχνίας που εμπεριέχουν στοιχεία φαντασίας ή ουτοπίας εμπνέουν έναν ιδιαίτερο σεβασμό και διακρίνονται από τα καθαρά έργα επιστημονικής φαντασίας (David Samuelson, 2007, σ. 13). Σύμφωνα με τον Πασχαλίδη, ο οποίος στηρίζεται στον ορισμό του Le Grand Robert (2005, σ. 62 στο Παπαντωνάκης, 2012), η παραλογοτεχνία περιλαμβάνει όλα εκείνα τα μη χρηστικά κείμενα «που η κοινωνία θεωρεί ότι δεν ανήκουν στη λογοτεχνία και που οι λογοτεχνικοί θεσμοί τοποθετούν στην περιφέρειά της ή πέρα από τη σφαίρα της δικαιοδοσίας τους».

Τα κειμενικά στοιχεία ενός έργου παραλογοτεχνίας που σχετίζονται άμεσα με τη γραφή και τη γλώσσα είναι τα εξής: Η αφήγηση είναι απλοϊκή, κυρίαρχη και αναμενόμενη. Απουσιάζουν οι λεπτομέρειες και η πρωτοτυπία, λόγω των επαναληπτικών δομών (εισαγωγή, πλοκή, λύση) και των στερεότυπων χαρακτήρων που δεν προβληματίζουν και στερούνται ψυχολογικού βάθους και εξέλιξης. Απουσιάζουν δηλαδή η λογοτεχνικότητα, η μοναδικότητα και η καινοτομία. Πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως και στη λογοτεχνία, υπάρχουν πετυχημένα και ατυχή στη γραφή λογοτεχνικά έργα και το αντίστροφο (Παπαντωνάκης, 2012).

Πολλοί μελετητές θεωρούν ως βασικό κριτήριο ένταξης ενός έργου στην παραλογοτεχνία την αντοχή του στο χρόνο. Αλλά και το κριτήριο αυτό καταρρέει, επειδή τα λογοτεχνικά κείμενα δεν έχουν την ίδια αντοχή στο χρόνο ή κείμενα που θεωρούνται ή μπορούν να θεωρηθούν παραλογοτεχνικά, όπως το δημοτικό τραγούδι, έχουν σημαντική αντοχή στο χρόνο (Παπαντωνάκης, 2012). Η Πλουμιστάκη πιστεύει, στηριζόμενη προφανώς σε σχετική βιβλιογραφία, ότι βασικό χαρακτηριστικό της παραλογοτεχνίας είναι η θεματολογία, η οποία προσδιορίζει και τα όριά της: μυστήρια, περιπέτεια, φανταστικό, θαυμαστό, επιστήμη.
Εν κατακλείδει, ο όρος σημαίνει τη λογοτεχνία εκείνη που παράγεται σχετικά εύκολα, έχει ευρεία κατανάλωση, λειτουργεί ως αναψυχή και έχει συγκεκριμένη τυποποιημένη δομή (φορμουλαϊκή μυθοπλασία) (Παπαντωνάκη, 2012).

Αστυνομικό μυθιστόρημα

Στηριζόμενοι στο βιβλίο «Σκηνικό, χαρακτήρες, πλοκή» του Γ. Παπαντωνάκη και του Τ. Κωτόπουλου (2011, σσ. 68, 143-144, 200-206), έγινε η προσέγγιση στο αστυνομικό μυθιστόρημα, όπως ακολουθεί. Η κλασική αστυνομική ιστορία (classical detective story) διαμορφώθηκε από τον Poe τη δεκαετία του 1840, ενώ γίνεται δημοφιλές είδος στα τέλη του 19ου αιώνα γνωρίζοντας μεγάλη ακμή στην αρχή του 20ου αιώνα. Η φόρμουλα της κλασικής αστυνομικής ιστορίας ακολουθεί τα παρακάτω τέσσερα δομικά στοιχεία: αρχικά, αναπτύσσεται μια κατάσταση στην οποία περιγράφεται μια εγκληματική ενέργεια, όπως ληστεία, κλοπή, απαγωγή ενώ δεν είναι απαραίτητος ο φόνος. Στην παιδική και νεανική λογοτεχνία αποφεύγεται σκοπίμως ο φόνος και αντικαθίσταται από μια ηπιότερη φόρμα. Η πλοκή της ιστορίας κινείται γύρω από την διαλεύκανση του εγκλήματος. Σύμφωνα με τον Poe δύο είναι οι βασικές «κατηγορίες των εγκλημάτων α) δολοφονία και β) εγκλήματα που έχουν σχέση με πολιτικές ίντριγκες. Και στα δύο βιβλία που αναλύονται έχουμε εγκλήματα πολιτικής ίντριγκας. Επιπλέον, στο Χνότα στο τζάμι υπάρχει μια δολοφονία που όμως εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες. Συγκεκριμένα, η δολοφονία γίνεται για να απαλλαγεί η κοινωνία από τους «ένοχους μετανάστες» οι οποίοι είναι το μιαρό της στοιχείο και ευθύνονται για όλα τα δεινά της. Δεύτερο στοιχείο της αστυνομικής ιστορίας είναι το σχέδιο δράσης. Στο σχέδιο δράσης υπάρχουν οι εξής κύριες φάσεις. 1) η παρουσίαση του ντέντεκτιβ, 2) το έγκλημα και τα στοιχεία, 3) η έρευνα, 4) η ανακοίνωση και η λύση του μυστηρίου, 5) η εξήγηση, 6) η λύση και η τελική έκβασή της. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο υπόδειγμα δράσης, πως δηλαδή ο ντέντεκτιβ οργανώνει την έρευνά του και προβαίνει στην διαλεύκανση του εγκλήματος, έχει διαμορφωθεί από τον Poe, θεμελιωτή του κλασικού μυθιστορήματος. Αυτό το μοτίβο δράσης υιοθετείται και από συγγραφείς παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας.

1) Η παρουσίαση του ντέντεκτιβ

Η παρουσία του ντέντεκτιβ για τη διαλεύκανση της εγκληματικής πράξης γίνεται με την εισαγωγή ενός δευτερεύοντος περιστατικού. Σύμφωνα με τον Cawelti, η ιστορία δεν αποδίδεται από την οπτική γωνία του ντέντεκτιβ σκοπίμως, ώστε ο αναγνώστης να μη «βλέπει» τις ενέργειές του. Ο συγγραφέας επιλέγει αυτό τον τύπο οπτικής γωνίας για να αποπροσανατολίσει τον αναγνώστη από την πρόωρη επίλυση του μυστηρίου και να τον αφήσει να απολαύσει όλη την εξέλιξη της ιστορίας. Αυτή η τεχνική συμβάλλει στην αύξηση του σασπένς και στη διατήρηση ενός αμείωτου ενδιαφέροντος από τη μεριά του αναγνώστη. Ο τελευταίος όσο λογοτεχνική επάρκεια και αν έχει είναι δύσκολο να διαβάσει τις σκέψεις του ντέντεκτιβ, ακόμη και να προμαντέψει τις αντιδράσεις των άλλων χαρακτήρων. Αντί να ταυτιστεί λοιπόν με τον ντέντεκτιβ ταυτίζεται με τους άλλους χαρακτήρες, με το βοηθό του, με τους υπόπτους, εφόσον και αυτοί δίνουν μεγάλα περιθώρια συναισθηματικής εμπλοκής στον αναγνώστη. Κατά συνέπεια, επειδή ο αναγνώστης δεν έχει πρόσβαση στις σκέψεις του αστυνομικού, δεν μπορεί να του αποκαλυφθεί και η λύση του μυστηρίου πριν τελειώσει η ιστορία.

2) Το έγκλημα και τα στοιχεία

Αμέσως μετά τον ντέντεκτιβ ακολουθεί η περιγραφή του εγκλήματος. Αυτή είναι η τυπική δομή του κλασικού μυθιστορήματος. Βέβαια κάποιοι συγγραφείς παρουσιάζουν πρώτα το έγκλημα και μετά τον ντέντεκτιβ. Η περιγραφή του εγκλήματος απαιτεί ενδείξεις ότι κάποιος δράστης ευθύνεται γι’ αυτό και ότι φαίνεται δύσκολο και ανεξιχνίαστο να επιλυθεί.

3) Η έρευνα

Στην έρευνα τα πράγματα περιπλέκονται. Υπάρχει μια σειρά από υπόπτους, από μάρτυρες και από πιθανές λύσεις. Ο αναγνώστης μπερδεύεται ανάμεσα σε όλα αυτά, νιώθει χαμένος κα βρίσκεται μέσα σε ένα αδιέξοδο. Σ’ αυτό το σημείο δίνει την τελική λύση ο ντέντεκτιβ. Χαρακτηριστικό της έρευνας είναι ότι πολλές φορές ενοχοποιούνται συμπαθείς χαρακτήρες με τους οποίους έχει ταυτιστεί ήδη ο αναγνώστης. Έτσι στην διαλεύκανση του μυστηρίου ο αναγνώστης με τη συναισθηματική αποφόρτιση νιώθει ανακούφιση για τον ενοχοποιημένο χαρακτήρα.

4) Η ανακοίνωση της λύσης

Σύμφωνα με τον Poe αλλά και με άλλους κλασικούς συγγραφείς, η στιγμή είναι ιδιαίτερα δραματική όταν λύνεται το μυστήριο και αποκαλύπτεται η αλήθεια. Αυτό βέβαια σχετίζεται άμεσα με τη δράση του ντέντεκτιβ ο οποίος ταυτίζεται σχεδόν πάντα και με την επίλυση του μυστηρίου.

5) Η εξήγηση

Η φάση αυτής της ιστορίας είναι ιδιαίτερα σημαντική, εφόσον σηματοδοτεί την έρευνα, και σχετίζεται με την επίτευξη του αρχικού σκοπού. Ο ντέντεκτιβ εδώ με τα επιχειρήματά του τεκμηριώνει αναλυτικά τους συλλογισμούς και τις ενέργειες που τον οδήγησαν στην επίλυση του μυστηρίου. Ο αναγνώστης σ’ αυτό το σημείο νιώθει ιδιαίτερη ικανοποίηση και ευχαρίστηση με όλες τις εξηγήσεις.

6) Η τελική έκβαση και λύση

Η λύση σχετίζεται με την προηγούμενη στιγμή κορύφωσης της πλοκής όταν ο ντέντεκτιβ ανακοινώνει ότι έφτασε η λύση του μυστηρίου. Πολλές φορές η επίλυση του μυστηρίου και η λύση της ιστορίας συνδυάζονται σαν μια καλοστημένη παγίδα, την οποία έχει οργανώσει ο ντέντεκτιβ, και την έχει μεθοδεύσει έτσι, ώστε να συλληφθεί ο δράστης και να αποκαλυφθεί η αλήθεια.

Τρίτο στοιχείο της αστυνομικής μυθοπλασίας είναι οι χαρακτήρες και οι σχέσεις μεταξύ τους. Όπως προσδιορίστηκε από τον ίδιο τον Poe, η ιστορία απαιτεί τέσσερις βασικούς ρόλους: α) το θύμα, β) τον εγκληματία, γ) το ντέντεκτιβ και δ) τα άτομα που απειλούνται από το έγκλημα, αλλά δεν είναι σε θέση να το επιλύσουν. Ο ρόλος του θύματος είναι κομβικός στη διαμόρφωση της ιστορίας. Οι πληροφορίες που δίνονται στον αναγνώστη για το θύμα είναι λιγοστές αλλά απαραίτητες, γιατί αν δε δοθεί καμία πληροφορία, δεν θα κινηθεί το ενδιαφέρον του πρώτου για την εξιχνίαση του εγκλήματος. Ο εγκληματίας ο οποίος διαπράττει το αδίκημα είναι αυτός που ενεργοποιεί την αστυνομική δράση. Ο ντέντεκτιβ παρουσιάζεται με ένα σημαντικό ρόλο για να ερευνήσει την αλήθεια, να εντοπίσει το δράστη, να δώσει την εξήγηση και το τέλος στην ιστορία. Και ο τέταρτος ρόλος που αναφέρει o Poe είναι τα άτομα (οι κοινωνίες) που απειλούνται από τον εγκληματία αλλά είναι ανίκανα να λύσουν το μυστήριο.

Τέταρτο δομικό στοιχείο του κλασικού αστυνομικού μυθιστορήματος είναι το σκηνικό στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία. Το τυπικό σκηνικό της παράδοσης του αστυνομικού μυθιστορήματος συνδυάζει έναν απομονωμένο τόπο με την πολύβουη περιοχή που το περιβάλλει, όπως για παράδειγμα ένα κλειδωμένο δωμάτιο στο κέντρο της πόλης, μια μοναχική κατοικία σε ένα προάστιο ή σε μια κωμόπολη, ένας χώρος όπως το λούνα παρκ σε κεντρικό σημείο της πόλης, μια αποθήκη, ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο, κ. ά. Το συγκεκριμένο σκηνικό θεωρείται ότι επιτελεί πολλές λειτουργίες. Πρώτον παρέχει ένα περιορισμένο και ελεγχόμενο χώρο για τον εντοπισμό ενδείξεων και υπόπτων. Παράλληλα, απομονώνει την ιστορία από την πολυπλοκότητα του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος και ο αφηγητής εστιάζει αποκλειστικά σ’ αυτήν. Όλα τα παραπάνω προσδίδουν στην ιστορία μυστήριο και αυξάνουν το σασπένς. Τέλος, σύμφωνα με τον Cawelti, το ρεαλιστικό σκηνικό προσδίδει αληθοφάνεια στο κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Στην ελληνική αστυνομική λογοτεχνία για παιδιά και νέους, ο χώρος μπορεί να είναι αστικός ή μη αστικός ή πολλαπλός. Στο Μήνυμα του Β. Παπαθεοδώρου το σκηνικό διαδραματίζεται σε αστικό και μη αστικό χώρο, ενώ στο Χνότα στο τζάμι ο χώρος είναι καθαρά αστικός.

Επιστημονική φαντασία

Η Κανατσούλη υποστηρίζει ότι επιστημονική φαντασία είναι η αναπαράσταση του σύμπαντος στο χώρο και το χρόνο, φτιαγμένη σύμφωνα με τις σχέσεις λογικής και επιστήμης ή, κατά άλλους, η αναζήτηση ενός ορισμού του ανθρώπου και της θέσης του μέσα στο σύμπαν. Σύμφωνα με τον Μ. Πανώριο (στο Κανατσούλη, 2002, σ. 190), είναι η τάση του ανθρώπου να ξεπεράσει τον εαυτό του πραγματοποιώντας το παράξενο, το απίθανο, το θαυμαστό, στο παρόν και πολύ περισσότερο στο μέλλον. Τι είναι όμως ακριβώς το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας; Κατά τον Παπαντωνάκη, η κατηγορία αυτή εμπεριέχει κείμενα που αναφέρονται σε κάτι που δεν έχει συμβεί αλλά ίσως κάποια μέρα συμβεί (Παπαντωνάκης, 2001, σ. 38). Σύμφωνα με την Κανατσούλη, αυτό το είδος μυθιστορήματος ανάγεται στα 160 π.Χ. με το έργο του Λουκιανού Ικαρομένιππος, το οποίο και θεωρείται το πρώτο έργο επιστημονικής φαντασίας. Βέβαια σκοπός του Λουκιανού δεν ήταν να περιγράψει τη Σελήνη, αλλά να τη χρησιμοποιήσει σαν παρατηρητήριο, για να βλέπει από εκεί τις ανήθικες ανθρώπινες πράξεις και να τις καταδικάσει. Στις μέρες μας, η επιστημονική φαντασία έχει να κάνει με θέματα άλλου τύπου: την ερήμωση του πλανήτη Γη και το χαμό του ανθρώπου ή τα απολυταρχικά καθεστώτα του μέλλοντος όπου κυριαρχεί ο τρόμος και η πλήρης υποταγή του ατόμου.

Ο γνωστότερος δημιουργός έργων επιστημονικής φαντασίας είναι ο Ιούλιος Βερν (1828-1905), ο οποίος θεωρείται ο πατέρας αυτού του λογοτεχνικού είδους. Πατέρας του παιδικού μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας στον τόπο μας είναι ο Πέτρος Πικρός. Από τους μεταπολεμικούς συγγραφείς ασχολήθηκαν με το είδος οι: Α. Κέδρος, Χ. Σακελαρίου, Ι. Ιωαννίδης, Ν. Τζώρτζογλου, Λ. Ψαραύτη κ.ά. (Κανατσούλη, 2002, σσ. 190-191). Στους πολύ νεότερους, που πραγματεύονται θέματα με απολυταρχικά καθεστώτα του μέλλοντος και χειραγώγηση των πολιτών από αυτά, είναι και ο Βασίλης Παπαθεοδώρου, του οποίου τα δύο βιβλία Το Μήνυμα και Χνότα στο τζάμι, προσεγγίζει και αναλύει η παρούσα εργασία. Συχνά, όπως αναφέρει ο Παπαντωνάκης, ο πολιτισμός ή το ανθρώπινο είδος βρίσκεται σε κίνδυνο (Παπαντωνάκης, 2001, σ. 39). Ο John W. Campbell (στο Παπαντωνάκης, 2001, σ. 40) πιστεύει ότι το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας λειτουργεί προφητικά για τις πιθανές τάσεις του μέλλοντος και ότι είναι «ένα κατάλληλο ανάλογο σύστημα για σκέψη σχετικά με καινούργιες επιστημονικές, κοινωνικές και οικονομικές ιδέες και επανεξέταση παλαιών ιδεών».

Κατά τον Παπαντωνάκη, το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας έχει την ευλυγισία να κινείται στο χώρο και το χρόνο με όχημα τη φαντασία και την επιστήμη σε ποικίλα επίπεδα. Επανερχόμενοι στην προσπάθεια ορισμού του επιστημονικού μυθιστορήματος ο Darko Suvin επιχειρεί να ορίσει το Μ. Ε. Φ. σε διαφορετική βάση εκλαμβάνοντάς το ως «λογοτεχνία της γνωστικής αποξένωσης (literature of cognitive estrangement). Ο Carl Malmgren πιστεύει ότι το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας παρουσιάζει έναν κόσμο που περιέχει τουλάχιστον ένα novum, έναν νεωτερισμό, μια ανανέωση, ότι παρουσιάζει κάποιον διαχωρισμό από το βασικό κόσμο του συγγραφέα και ότι προσπαθεί να εξηγήσει αυτό το διαχωρισμό καταφεύγοντας στη ρητορική της επιστήμης για να αποδείξει την ευλογοφάνεια του «νέου». Τυπικά βέβαια το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας περιγράφεται σαν ένα υβριδικό γένος με στοιχεία σάτιρας, ουτοπίας, μυθιστορήματος, ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και μη γοτθικά στοιχεί. Ο Northrop Frye εντοπίζει το γήινο παράδεισο αυτού του μυθιστορήματος στην καταγωγή του ολοκάθαρα από το αναγεννησιακό μυθιστόρημα. Η Rebecca Lukens θεωρεί το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας ως έναν τύπο των φαντασιακών κειμένων. Πολλές φορές είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς αν ένα κείμενο ανήκει στην καθαρή φαντασία ή είναι καθαρά μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας. Σύμφωνα με την ίδια, αναφερόμενη σ’ αυτό το είδος κάνει λόγο για μηχανικά πρόσωπα και ρομπότ και αναρωτιέται ποιος από τους δύο είναι ανώτερος, ο άνθρωπος ή τα ρομπότ, και αν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές θα μπορούσαν να δώσουν στον άνθρωπο σταθερές συμπεριφορές ή τη ζωή τους.

Συνήθως σε αυτού του είδους τα μυθιστορήματα διακρίνεται μια κίνηση από την τεχνολογικά αναπτυγμένη πόλη σε μια νοσταλγική μη εξελιγμένη φυσική ουτοπία, γι’ αυτό και συνήθως έχουμε μια παραδεισένια όψη. Η είσοδος στο μεταβαλλόμενο χώρο έξω από την πόλη οδηγεί (την κοινωνία) σε μεγαλύτερες μελλοντικές δυνατότητες, σε περεταίρω εξέλιξη. Με αυτά τα στοιχεία o Perry Nodelman επιχειρεί να ορίσει το μυθιστόρημα της επιστημονικής φαντασίας (Παπαντωνάκης, 2001, σσ. 41-47). Αντιπροσωπευτικό βιβλίο αυτών των στοιχείων των θεωριών αποτελεί το Μήνυμα του Β. Παπαθεοδώρου. Η φυσική ουτοπία του γήινου παράδεισου είναι ο χώρος έξω, μακριά από τη μεγαλούπολη και η μετάβαση προς την πρώτη γίνεται με ένα μεταφορικό μέσο, συνήθως τρένο, το οποίο και συμβολικά μας οδηγεί σε έναν κόσμο με περισσότερες δυνατότητες κα προοπτικές.

Τα ελληνικά κείμενα επιστημονικής φαντασίας μπορούν να ομαδοποιηθούν ως εξής: Α) Κείμενα με έντονα Διαγαλαξιακή αποικιοκρατική πολιτική. Σ’ αυτά τα κείμενα οι κάτοικοι ενός πλανήτη θέλουν να αναπτύξουν την ιμπεριαλιστική τους πολιτική εις βάρος των κατοίκων άλλων πλανητών. Β) Κείμενα χωρίς στοιχεία αποικιοκρατικής τάσης. Οι χαρακτήρες εδώ πιστεύουν ότι όλα τα όντα που υπάρχουν σε άλλους πλανήτες και όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο έχουν το δικαίωμα της ελευθερίας. Γ) Κείμενα που η Γη απειλείται από άλλους πλανήτες, εξωγήινους. Δ) Κείμενα που παρουσιάζουν μια πλανητική αποικία ως ιδανικό τόπο διαβίωσης. Εδώ ανήκει και Tο Μήνυμα του Β. Παπαθεοδώρου που ο σκοπός του αποικισμού είναι να διώξει τους αδύναμους από τη Γη ώστε να απελευθερωθεί η κοινωνία από αυτούς. Ε) Κείμενα στα οποία η αποικιοκρατία είναι αναγκαία για οικολογικούς λόγους (Παπαντωνάκης, 2006, σσ. 5-6).

Ουτοπία - δυστοπία

Είναι έντονο το ενδιαφέρον των συγγραφέων των τελευταίων ετών να δημιουργήσουν έργα με ουτοπικό ή δυστοπικό περιεχόμενο. Η ανάγκη αυτή πηγάζει και διαποτίζει και τα έργα της εφηβικής λογοτεχνίας. Οι συγγραφείς- δημιουργοί θέλουν να περάσουν ιδεολογικά μηνύματα στους αναγνώστες και ιδίως σε παιδιά μικρότερης ηλικίας. Ο κόσμος, τα άτομα, οι κοινωνίες χρειάζονται την προβολή της ουτοπίας γιατί διαφορετικά η μελαγχολία θα διακατείχε τη ζωή τους. Τα έργα που αναφέρονται σ’ αυτή την ανάγκη έχουν ουτοπική θεματολογία, ενώ τα έργα στα οποία υπάρχει έντονος συνεχής κοινωνικός αγώνας για αλλαγή ώστε να αποτραπεί οποιοδήποτε αίσθημα θλίψης έχουν δυστοπική θεματολογία (Zipes, 2002, σ. 3). Στα δύο βιβλία του Β. Παπαθεοδώρου η ιστορία διαδραματίζεται σε μια δυστοπική - υπερτεχνολογική κοινωνία, όπου ένα τυρρανικό απολυταρχικό καθεστώς καταπιέζει τους ανθρώπους. Σύμφωνα με τον Sambell, η θεματολογία των ουτοπικών τυρρανικών καθεστώτων αναπτύχθηκε κυρίως μετά το 1970 (Sambell, 2002, σ. 163).

Σύμφωνα με τον Thomas More (1477-1535) (στο Παπαντωνάκης, 2012), η ουτοπία είναι ένα φανταστικό νησί με ένα τέλειο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Έτσι, αφού αυτή η τέλεια κατάσταση κυβέρνησης και ύπαρξης είναι φανταστική, η ουτοπία έχει και τη σημασία μίας αδύνατης ιδεαλιστικής προβολής.

Ουτοπία, από τις ελληνικές λέξεις ου και τόπος, περιγράφει την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα ενός ανύπαρκτου τόπου, ενός νησιού, η οποία δε θυμίζει σε τίποτε την κατάσταση που επικρατούσε στα δυτικά κράτη της εποχής εκείνης. Στην Ουτοπία υπάρχει κοινοκτημοσύνη της γης, η εκπαίδευση είναι κρατική και προσιτή σε άνδρες και γυναίκες, το θρησκευτικό φρόνημα ελεύθερο. Με την Ουτοπία (1516), ο Thomas More δεν μας εισάγει απλώς σε έναν νέο κόσμο, αλλά μας προσφέρει μία νέα αντίληψη του χάσματος που υφίσταται ανάμεσα σε ό,τι θα έπρεπε να υπάρχει και σε ό,τι υπάρχει, στο επιθυμητό και στο υπαρκτό. Η Ουτοπία συνιστά μία πρόταση καυστική και διεισδυτική για να αναλυθούν τα ελαττώματα της κοινωνίας προς έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής.

Η Ουτοπία του Thomas More αποτελεί ένα από τα πλέον συζητημένα κείμενα μέχρι σήμερα, καθώς ανοίγει μονοπάτια σκέψης διαχρονικά, μονοπάτια που συνδέουν το παρελθόν με το μέλλον. Αυτή η κοινωνία του βαδίζει με βάση τα υψηλότερα των ιδανικών. Ουτοπία σημαίνει άλλωστε τόπος που δεν υπάρχει. Η ουτοπική σκέψη και φαντασία γέννησε πολλές ιδανικές πολιτείες και αρμονικούς κόσμους, που τοποθετούνται πάντοτε σε ένα φανταστικό «αλλού», σε χώρες και κοινωνίες που δεν υπάρχουν πραγματικά κι ωστόσο είναι προικισμένες με ξεχωριστές αρετές που συχνά αγγίζουν την τελειότητα.

Η ουτοπία μάς επιτρέπει να δούμε την πραγματικότητα με ένα νέο φως, με το κριτικό φως της αμφισβήτησης αυτού που υπάρχει. Σύμφωνα με τα παραπάνω, θα πρέπει να αξιολογήσουμε θετικά την ουτοπία ως έκφραση μιας σταθερής τάσης του ανθρώπου να υπερβαίνει βελτιωτικά τον εαυτό του και τα όριά του. Με αυτήν την έννοια, η ουτοπική σκέψη μετατοπίζει διαρκώς τα όρια αυτού που γίνεται δεκτό ως δυνατό ή και ως νοητό.

Ο Μάμφορντ (στο Παπαντωνάκης 2012) διακρίνει τις ουτοπίες φυγής από τις ουτοπίες ανασυγκρότησης. Οι πρώτες αφήνουν τον εξωτερικό κόσμο ως έχει και μας προσφέρουν παρηγοριά για τις σκληρές και οδυνηρές δοκιμασίες που μας επιφυλάσσει η πραγματικότητα. Οι δεύτερες επιδιώκουν να αλλάξουν τον κόσμο, για να τον προσαρμόσουν στη φύση και τις επιδιώξεις του ανθρώπου. Οι ουτοπίες εκφράζουν τις ανησυχίες, τις ελπίδες, τα πάθη και τις εμμονές, τις προσδοκίες και τις αναζητήσεις της εποχής και του κοινωνικού περιβάλλοντος που τις γεννά. Η διάγνωση και η κριτική των κοινωνικών δεινών και των ηθικών και πολιτικών τους αιτιών, η αναζήτηση λύσεων, τα όνειρα για μια νέα κοινωνία είναι θέματα που τροφοδοτούν σταθερά την ουτοπική σκέψη.

Πολλά ουτοπικά κείμενα ακολουθούν το αφηγηματικό πρότυπο που εισήγαγε ο More. Αφηγούνται δηλαδή ένα φανταστικό ταξίδι, στο τέλος του οποίου ο αφηγητής ανακαλύπτει μιαν άγνωστη χώρα, στην οποία βασιλεύει μια ιδεώδης κοινωνική τάξη, η οποία περιγράφεται λεπτομερώς. Η ουτοπική πολιτεία ενσαρκώνει συνήθως τις ιδέες της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της συλλογικής ευτυχίας.

Ποιες παραμέτρους όμως λαμβάνουμε υπόψη για να χαρακτηρίσουμε ένα λογοτεχνικό κείμενο ως ουτοπικό: τη μορφή του έργου, το θεματικό μήνυμά του, την πρόθεση του συγγραφέα να απεικονίσει έναν ιδανικό ή εφιαλτικό (δυστοπία) κόσμο, τους σκοπούς και τις πεποιθήσεις των χαρακτήρων που ζουν στην μυθιστορηματική κοινωνία ή και την ανταπόκριση του αναγνώστη; Οι ουτοπίες μπορούν να διαβαστούν και ως μέσα αλλαγής, «μία προσταγή για να μας οδηγήσει προς τα εμπρός» όπως υποστηρίζει ο Karl Mannheim (στο Παπαντωνάκης 2012). Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι κάθε λογοτεχνικό κείμενο που προβάλλει ένα θετικό κοινωνικό περιβάλλον μπορεί να θεωρηθεί ότι απεικονίζει και προωθεί την ουτοπία. Για να θεωρηθεί ένα κείμενο ουτοπικό θα πρέπει να εμπεριέχει κοινωνική διάσταση και να παρουσιάζει ένα σύστημα συλλογικής οργάνωσης.

Τα κείμενα ουτοπίας για παιδιά και νεαρούς αναγνώστες θα πρέπει να προσεχτούν ιδιαίτερα κατά τη μελέτη τους για δύο λόγους. Πρώτα απ’ όλα, εκ παραδόσεως η παιδικότητα θεωρείται από μόνη της ουτοπική, ένας χώρος και χρόνος μακριά από τη διαφθορά της καθημερινής ενήλικης ζωής. Ο δεύτερος λόγος είναι η μοναδική λειτουργία που ο ουτοπισμός και η ουτοπική γραφή έχουν στην κοινωνικοποίηση και εκπαίδευση των παιδιών (Hintz & Ostry 2003: 5 στο Παπαντωνάκης, 2012). Με τα ουτοπικά και δυστοπικά λογοτεχνικά κείμενα, τα παιδιά μαθαίνουν για την κοινωνική οργάνωση. Οι ήρωες μαθαίνουν ότι είναι ανάγκη να συνεργάζονται με άλλους για να πετύχουν προσωπικούς και συλλογικούς στόχους.

Η Ουτοπική λογοτεχνία ενθαρρύνει τους νεαρούς αναγνώστες να δουν την κοινωνία τους με μία κριτική ματιά. Τους ευαισθητοποιεί ή τους προδιαθέτει για πολιτική δράση, καθώς μια φανταστική επαφή με άλλους πολιτισμούς, τους παροτρύνει να αφουγκραστούν νέα στοιχεία και να αμφισβητήσουν τη δική τους κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση, είτε αποτελούν σάτιρα είτε κοινωνική κριτική είτε εμπεριέχουν ανατροπή (Παπαθεοδώρου, Χνότα στο τζάμι),και τα δύο λογοτεχνικά είδη εστιάζουν στον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο. Τα περισσότερα κείμενα που υπάρχουν στην ελληνική πρωτότυπη λογοτεχνική παραγωγή, συζητούν συνήθως ανοιχτά για τη φύση της ελευθερίας και της δημοκρατίας, τυπικά σε αντίθεση με ανελεύθερες καταστάσεις και τον ολοκληρωτισμό (Παπαθεοδώρου Το μήνυμα, Χνότα στο τζάμι).

Κάποτε, οι «αναπτυσσόμενοι πόνοι» μιας κοινωνίας, κινούμενοι με κατεύθυνση την ουτοπία ή μακριά από τη δυστοπία, «ταυτίζονται» με την ίδια την εφηβική ανάπτυξη. Κάτι παρεμφερές βλέπουμε και στο Μήνυμα του Παπαθεοδώρου. Ακόμα και η προσωπική ζωή, ωσότου αποκαλυφθεί η αυταρχική διακυβέρνηση και η εξαπάτηση του λαού (Μήνυμα).

Το μυθιστόρημα ουτοπίας και δυστοπίας προσδίδει πραγματικά στους εφήβους ένα Ρομαντικό χαρακτηριστικό, καθώς συχνά σώζουν τον κόσμο από την καταστροφή (Παπαθεοδώρου Το Mήνυμα, Χνότα στο τζάμι). Αυτό το λογοτεχνικό πρότυπο αναιρεί την ιεραρχία στην οποία παιδιά και έφηβοι είναι χαμηλά. Η ιδέα να σώζουν τα παιδιά ή οι έφηβοι τους ενήλικες, είναι προφανώς Ρομαντική έννοια.

Ολοκληρώνοντας, ο Zipes (στο Παπαντωνάκης, 2012) υποστηρίζει ότι όσο τα παιδιά γίνονται προοδευτικά πιο ελεγχόμενα, τόσο θα αυξάνεται και η ανάγκη για βιβλία που στρέφονται στην επιθυμία για δράση. Τι θα μπορούσε να δώσει μεγαλύτερη ελευθερία στα παιδιά και τους νέους από το να ανοίξουν τις προοπτικές νέων κόσμων δια μέσου του θεωρητικού μυθιστορήματος, και τελικά να τους εμπνεύσει να αλλάξουν τον κόσμο γύρω τους;

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Βιογραφικά - Εργογραφικά στοιχεία για το συγγραφέα

Στις 31 Μαρτίου του 2012, είχαμε την τιμή να γνωρίσουμε σε μια διάλεξη που πραγματοποιήθηκε στο πανεπιστήμιο Αιγαίου, στη Ρόδο, το Βασίλη Παπαθεοδώρου. Σαν μεταπτυχιακοί φοιτητές αποκομίσαμε πολλά από τη διάλεξη αυτή. Αξίζει να παραθέσουμε κάποια στοιχεία τα οποία «αρδεύσαμε» από τον ίδιο το συγγραφέα. Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του συγγραφέα εφηβικής- νεανικής λογοτεχνίας. Τα θέματά του, όπως ανέφερε, είναι «προκλητικά» και χρησιμοποιεί ειδησεογραφική αφόρμηση από τα καθημερινά συμβάντα. «Η παιδική λογοτεχνία πάσχει από έναν έντονο συντηρητισμό» μας είπε. Θέματά του η τρομοκρατία, οι βιασμοί, τα βαποράκια, η παραβατικότητα. «Ξορκίζω το κακό μαθαίνοντάς το, πιστεύω ότι τα πάντα προέρχονται από την οικογένεια, σήμερα πουλάει ο υπολογιστής, στο χαρτί βγάζουμε ό,τι πουλάει, το γράφειν είναι βασικό στοιχείο ισορροπίας. Βέβαια οι ανάγκες ολοένα αλλάζουν…». Ανέφερε επίσης ότι γράφει με ένα προσωπικό στυλ γέφυρας. Φτιάχνεται η αρχή και το τέλος της ιστορίας και σιγά σιγά ολοκληρώνεται και το υπόλοιπο κομμάτι της. Κάθε βιβλίο γι’ αυτόν αποτελεί μια ιδιαίτερη πρόκληση. Επιθυμεί και επιδιώκει στην πλοκή των έργων του να υπάρχουν κάποια στοιχεία πολύ έντονα όπως η βία, εφόσον αυτή εκφράζεται και μέσα από την καθημερινότητα των σύγχρονων ανθρώπων αλλά και μέσα από τα κλασικά παραμύθια, όπως στην Κοκκινοσκουφίτσα που ο λύκος τρώει τη γιαγιά. Φροντίζει επίσης, να υπάρχουν κορυφώσεις και έντονο σασπένς. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην αρχή του κάθε βιβλίου δίνονται βασικές πληροφορίες για την εξέλιξη και τη δράση των ηρώων της ιστορίας. Οι χαρακτήρες του εμφορούνται ιδεολογία. Στα βιβλία του παρότι υπάρχει «το μαύρο» στο τέλος πάντα υπάρχει ένα αίσιο τέλος, μια θετική έκβαση.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΩΝ

Μήνυμα

Η ιστορία μας ταξιδεύει στο μέλλον, και συγκεκριμένα στο 2073, όπου ένα δεκαεφτάχρονο αγόρι, ο Κόσμο, στην καθημερινή του ζωή είναι απόλυτα εξαρτημένο από τον υπολογιστή του, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι άνθρωποι της εποχής εκείνης. Όλα κυλάνε ήρεμα μέχρι τη στιγμή που λαμβάνει ένα μήνυμα από ένα άγνωστο κορίτσι, την Ελπίδα που ζητάει βοήθεια. Αρχικά, ο Κόσμο ανησυχεί για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτή η λήψη μηνυμάτων στον υπολογιστή του. Στη συνέχεια όμως, και έπειτα από παρότρυνση του φίλου του Άρι, συνειδητοποιεί πως η κοπέλα βρίσκεται πραγματικά σε κίνδυνο και έτσι αποφασίζουν να ταξιδέψουν μέχρι το μικρό χωριό της. Αγνοούν όμως την ύπαρξη μιας μυστικής πράκτορα η οποία και παρακολουθεί την κοπέλα. Προκειμένου να μη γίνουν αντιληπτοί από τους γονείς τους βρίσκουν μία πειστική δικαιολογία. Κατά τη διάρκεια, λοιπόν, του ταξιδιού τους ανακαλύπτουν τις ομορφιές της πραγματικής ζωής και της φύσης που απέχουν πολύ από τον τρόπο ζωής στην πόλη. Όταν φτάνουν όμως στο χωριό της Ελπίδας και τη συναντούν πληροφορούνται για το σχέδιο της Παγκόσμιας Κυβέρνησης. Τότε συνειδητοποιούν πως είναι οι μόνοι που γνωρίζουν το μεγάλο αυτό μυστικό και αποφασίζουν να το κοινοποιήσουν σε όλους τους κατοίκους της γης δια μέσου του υπολογιστή τους. Εντωμεταξύ, οι γονείς αντιλαμβάνονται το ψέμα των παιδιών τους και γεμάτοι ανησυχία αρχίζουν να τα ψάχνουν προσφεύγοντας στην αστυνομία. Λίγο πριν καταφέρουν να υλοποιήσουν το σχέδιό τους, τους εντοπίζει η αστυνομία και προσπαθεί να τους εμποδίσει. Τελικά, όμως η Ελπίδα πατάει το πλήκτρο του υπολογιστή και το μήνυμα στέλνεται.

Στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος

Και τα δύο βιβλία που μελετήθηκαν μπορούν να χαρακτηριστούν αστυνομικά μυθιστορήματα, εφόσον πληρούν τις τέσσερεις κύριες προϋποθέσεις της κλασικής αστυνομικής ιστορίας σύμφωνα με τον Poe, όπως αναπτύχθηκαν στη θεωρία. Στο Μήνυμα από τις πρώτες κιόλας σελίδες ο συγγραφέας μας εισάγει στην κατάσταση. Ένα μικρό κορίτσι, η Ελπίδα που ζει περίπου πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά από μία μεγαλούπολη περιτριγυρισμένη από ουρανοξύστες κάνει έκκληση για βοήθεια (σελ. 24).

«ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ! ΒΟΗΘΕΣΤΕ ΜΕ! ΚΑΝΤΕ ΓΡΗΓΟΡΑ!».

Η κατάσταση - το γεγονός αυτό συμβαίνει σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Στο σημείο που βρίσκεται η Ελπίδα ένα μικρό βελάκι από τον εκτυπωτή θα μαρτυρήσει τον τόπο της. Ενώ δεν υπάρχει φόνος, η εξαφάνιση των αγοριών που δηλώνεται από τους γονείς θεωρείται εγκληματική ενέργεια και γι’ αυτό έχουμε και την παρέμβαση των αστυνομικών αρχών. Οι αστυνομικοί στην προσπάθειά τους να διαλευκάνουν την υπόθεση, να εντοπίσουν και να βοηθήσουν τα παιδιά χρησιμοποιούν αεροπεριπολικά, μέσα τα οποία είναι πρωτόγνωρα για τον αναγνώστη. Επίσης μετά τον εντοπισμό των παιδιών συνεργάζονται με τις στρατιωτικές αρχές ώστε να τα αποτρέψουν το σχέδιό τους, δηλαδή την αποστολή του μηνύματος στον υπόλοιπο κόσμο και την αποκάλυψη του Παγκοσμίου Ιδρύματος. Η κατάσταση αυτή είναι καλυμμένη από μυστήριο σκοπίμως, δε δίνεται κανένα στοιχείο για τον εγκληματία και, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας μας αποκάλυψε, αφήνει τον αναγνώστη να κινηθεί σε ένα κόσμο πολλών πιθανών εξηγήσεων και να κάνει υποθέσεις έτσι ώστε η πλοκή να εμπλουτιστεί στην εξέλιξή της με έντονα συναισθήματα, κορυφώσεις και σασπένς.

Σε όλα τα κλασικά αστυνομικά μυθιστορήματα πάντα υπάρχει ένα υπόδειγμα δράσης του οποίου οι φάσεις δεν εμφανίζονται συνέχεια με την ίδια σειρά. Πολλές φορές οι φάσεις περιέχονται η μια μέσα στην άλλη, αλλά ποτέ δεν απουσιάζουν από αυτό (Παπαντωνάκης, 2011, σ. 202). Ο αναγνώστης, λοιπόν, έχει ήδη γνωρίσει την κατάσταση και το έγκλημα και περιμένει την παρουσίαση του ντέντεκτιβ ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με το έγκλημα και κανένα κίνητρο, απλώς εργάζεται για τη διερεύνησή του. Στο Μήνυμα ντέντεκτιβ γίνονται ο Κόσμο και ο Άρι, δύο έφηβοι, οι οποίοι αποφασίζουν να συνεννοηθούν και να βοηθήσουν την Ελπίδα (σελ. 37).

- Εμένα πάντως αυτή η ιστορία μου κέντρισε το ενδιαφέρον, άρχισε να λέει ο Άρι. Μια κοπέλα που κινδυνεύει.
- Και εγώ είμαι πολύ περίεργος να μάθω. Από την άλλη όμως φοβάμαι κιόλας λίγο.
- Θα σου πω εγώ τι θα κάνουμε. Το έχω δει σε κάτι παλιές κατασκοπευτικές ταινίες.

Επίσης συνεργάζονται ώστε να μπορέσουν να λύσουν το μυστήριο γύρω από την παράνομη κράτηση των γονιών της και να αποκαλύψουν τα μυστικά πολιτικά σχέδια της υπόθεσης. Οι δυο έφηβοι είναι χαρακτήρες ήρεμοι, απλοί, ευτυχισμένοι και απόλυτα προσαρμοσμένοι στις κοινωνικές και τεχνολογικές συνθήκες, όπου ζουν, μέχρι τη στιγμή που αποφασίζουν να εμπλακούν στην εξιχνίαση του εγκλήματος. Είναι φίλοι και μαθητές που ασχολούνται με το σχολείο και διάφορα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Το σχολείο για τα παιδιά αυτά είναι μια απλή μάθηση με έναν υπολογιστή στο σπίτι. Βέβαια στην εξέλιξη της εξιχνίασης της υπόθεσης τα παιδιά θα έρθουν αντιμέτωπα με ένα τελείως γι’ αυτά ουτοπικό κόσμο από τον οποίο θα προκύψει και η ανατροπή. Σε όλη τους την προσπάθεια βοηθός και συνεργάτης τους είναι ένας ενήλικας ντέντεκτιβ, μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών, ο Βίκτωρας. Η παρουσία του είναι σκόπιμη γιατί τα παιδιά δεν έχουν τις απαραίτητες γνώσεις για να επιλύσουν την υπόθεση και αυτό επίσης συμβαίνει για να δοθεί αληθοφάνεια στην ιστορία (σελ 36 -38).

Ο Βίκτωρας εξέταζε σοβαρός και αγέλαστος τον Ιξ Αρ στο δωμάτιο του Κόσμο(…) με αυτό το πρόγραμμα που έβαλα ίσως έχεις κάποιες παρεμβολές από το κομπιούτερ της Ελπίδας.

Είναι ο βοηθός τους με το ώριμο και έξυπνο μυαλό που παίρνει γρήγορες στροφές, συμβάλλει σημαντικά στην υπόθεση, καθυστερεί την αστυνομία και βοηθά τα παιδιά να διαδώσουν την αλήθεια (σελ 96, 135-136).

Το μυαλό του Βίκτωρα άρχισε να παίρνει γρήγορα στροφές. Ο ίδιος ήξερε που βρίσκονταν τα παιδιά και γιατί είχαν πάει εκεί. Δε φανταζόταν όμως ότι η υπόθεση θα κατέληγε στην αστυνομία. Για την ώρα δεν ήξερε αν έπρεπε να πει αυτά που γνώριζε και μέχρι πιο σημείο ήταν πληροφορημένη η αστυνομία. Το ανακουφιστικό γι αυτόν ήταν ότι οι αστυνομικοί πίστευαν πως το μυστικό κρυβόταν στον υπολογιστή του Άρι και όχι του Κόσμου.

Το σχέδιο των παιδιών, που το ανακοίνωσαν στον Βίκτωρα και το πέρασαν στην μνήμη του Ιξ-Άρ, είχε ως εξής: το πρωί θα πήγαιναν στην αποθηκούλα (…) θα έστελναν το μήνυμα (…) θα το έστελνε στους δορυφόρους (…) Ο Βίκτωρας θα βοηθούσε να συντονιστούν οι δορυφόροι για να λάβουν το μήνυμα (…) όλα αυτά βέβαια απαιτούσαν γρηγοράδα, ετοιμότητα, ακρίβεια και συντονισμό.

Η ομάδα των ντέντεκτιβ, για να ανακαλύψει την αλήθεια μπαίνει στην διαδικασία να ερευνήσει την κατάσταση. Η έρευνα είναι κάτι δύσκολο γιατί αφενός υπάρχει το μυστήριο και αφετέρου κάθε νέο στοιχείο αλλάζει συνεχώς τα δεδομένα. Οι δυο φίλοι, ο Κόσμο και ο Άρι, παίρνοντας το μήνυμα από την Ελπίδα ξεκινούν με το να βρουν πληροφορίες για το σημείο στο οποίο βρίσκεται (σελ 35).

…είδαν ένα βελάκι να δείχνει ένα σημείο του χάρτη, ένα χωριό (…) είναι πολύ μακριά από εδώ, είπε ο Άρι (…) αμέσως μετά τα παιδιά είδαν έκπληκτα να βγαίνει και άλλη σελίδα (…) ήταν ένα πορτρέτο (…) ενός κοριτσιού που δεν θα ήταν πάνω από δεκατεσσάρων με δεκαπέντε χρονών. Η φωτογραφία της Ελπίδας.

Επίσης στην έρευνα αξίζει να αναφερθεί ότι τα παιδιά προσπαθούν να συλλέξουν όσο περισσότερα στοιχεία βρίσκουν για την υπόθεσή τους (σελ. 37).

Ο Άρι πληκτρολόγησε στον υπολογιστή το όνομα του χωριού. Ο Ιξ-Άρ συγκέντρωσε στοιχεία από τους υπολογιστές εφημερίδων και τηλεοράσεων και τα παρουσίασε στην οθόνη του. Τα παιδιά διάβαζαν ό, τι είχε σχέση με αυτό το χωριό τα τελευταία χρόνια.

«Στο χωριό αυτό (…) ξέσπασαν το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε ταραχές. Οι κάτοικοι έδειξαν δυναμικά την αντίθεσή τους στο νέο ορυχείο και το νέο εργοστάσιο που θα δημιουργηθούν λίγο πιο έξω από το χωριό, στη θέση όπου πέρυσι κιόλας εκτεινόταν ένα μεγάλο καταπράσινο δάσος».

Αυτά τα στοιχεία πείθουν τα παιδιά να βοηθήσουν την Ελπίδα ώστε να διαλευκανθεί η υπόθεση. Ταυτόχρονα, αναδύεται η περιβαλλοντική – οικολογική συνείδηση του συγγραφέα που εμφορείται από τους κατοίκους του χωριού. Τα παιδιά σχεδιάζουν τη δράση τους έτσι, ώστε να μη γίνει αντιληπτή η απουσία τους από τους γονείς και εντοπιστούν. Επίσης, λαμβάνουν υπόψη και το οικονομικό κόστος της επιχείρησής τους (σελ 42).

Οι γονείς τους ευτυχώς δεν θα τους έψαχναν για καμιά βδομάδα, γιατί και αυτοί είχαν τις δουλειές τους. Άλλωστε δεν βλεπόντουσαν πιο συχνά, μια, το πολύ δύο φορές μέσα στη βδομάδα.

(…) Ο οικονομικότερος τρόπος για να πάει κανείς πεντακόσια χιλιόμετρα έξω από την πρωτεύουσα ήταν το παραδοσιακό τρένο.

Στο τρένο τα δυο παιδιά ακούγοντας τη συνομιλία ενός στρατιώτη και ενός εργάτη μαθαίνουν πως στο Παγκόσμιο Ίδρυμα, όπου κρατούνται αιχμάλωτοι οι γονείς της Ελπίδας, στέλνονται στρατιώτες και εργάτες (σελ 54).

- Φεύγω από τη Γη. Με στέλνουν στο Παγκόσμιο Ίδρυμα. (…)

- Κι εσένα; (…) Δεν ήξερα πάντως ότι στο Παγκόσμιο Ίδρυμα πάνε και στρατιώτες. (…)

Ο στρατιώτης άρχισε να λέει ότι σιγά σιγά έστελναν εκεί φαντάρους γιατί φοβόντουσαν μήπως ξεσπάσουν φασαρίες. Ο εργάτης έλεγε ότι πήγαινε εκεί μαζί με άλλους, χιλιάδες, εργάτες για να δουλέψουν στο καινούργιο εργοστάσιο που θα φτιαχνόταν. (…) Τα παιδιά προσπαθούσαν να καταλάβουν.

Εκεί μαθαίνουν ότι υπάρχει ένα σχέδιο σε εξέλιξη. Εν τω μεταξύ η Ελπίδα δεν γνωρίζει ότι τα παιδιά έχουν πάρει την απόφαση να τη βοηθήσουν και την αναζητούν. Χαίρεται, τους υποδέχεται στο σπίτι των παππούδων της και τους αποκαλύπτει το πολιτικό σχέδιο.

Στο βιβλίο αυτό συμπερασματικά, η έρευνα των ντέντεκτιβ προσδιορίζεται στον εντοπισμό του χωριού της Ελπίδας. Στη συνάντησή τους με την κοπέλα τα παιδιά ενημερώνονται ότι υπάρχει ένα γράμμα που έστειλαν οι γονείς της το οποίο καταγράφει με λεπτομέρειες του θέμα και τους ενόχους του πολιτικού σχεδίου (σελ 83).

Φύλαξε αυτό το κείμενο σε δισκέτα και φρόντισε να γίνει γνωστό σε όλο τον κόσμο. Βοήθα μας εμένα και τον πατέρα σου για να μας ξαναδείς. Φιλιά, η μαμά σου.

Η εξήγηση στο Μήνυμα διαφαίνεται στον αναγνώστη με τη συζήτηση που κάνουν τα αγόρια με την Ελπίδα. Αυτή τους μιλά για το γράμμα που έστειλαν κρυφά οι γονείς της, για το πολιτικό σχέδιο του Παγκοσμίου Ιδρύματος, την Παγκόσμια Φυλακή αλλά και για τους αιχμαλώτους που κρατούνται εκεί, όπως και οι γονείς της (σελ. 81-82).

… ήταν πράγματι πολύ αποκαλυπτική, το Παγκόσμιο Ίδρυμα λοιπόν δεν ήταν ακριβώς αυτό που υποσχόταν ότι είναι, δηλαδή ένας παράδεισος, ένας υπέροχος πλανήτης, το τέλειο μέρος για να ζήσει κανείς. Πίσω από την τεράστια διαφήμιση που του γινόταν κρυβόταν το Μεγάλο Σχέδιο. Οι ηλικιωμένοι άνθρωποι από όλη τη Γη, αλλά και οι ανήμποροι να εργαστούν, οι άνθρωποι που ζούσαν σε χωριά, οι φτωχοί και αμόρφωτοι άνθρωποι έπρεπε να μεταφερθούν με κάθε τρόπο σε εκείνο τον πλανήτη (…) Η Γη έπρεπε να παραμείνει «καθαρή» από αυτούς τους ανθρώπους «δεύτερης κατηγορίας», να ανήκει μόνο στους «υγιείς» ανθρώπους.

Εκεί όμως που ο αναγνώστης αγωνιά για να δει το τελικό σχέδιο των μικρών ντέντεκτιβ, το πως θα ανακοινώσουν την αλήθεια, κορυφώνεται το σασπένς της πλοκής, εφόσον όλο το σχέδιο σαμποτάρεται από μια μυστική πράκτορα που ειδοποιεί την αστυνομία και τα πράγματα αλλάζουν (σελ. 128).

Λαχανιασμένη, πιάνοντας την κοιλιά της και βαριανασαίνοντας, η κυρία Μαργαρίτα είχε σταματήσει στην πλαγιά του βουνού μη ξέροντας προς τα που να κατευθυνθεί! Οι τρεις μικροί διάβολοι της είχαν ξεφύγει μέσα από τα χέρια της. Τόση ώρα να παρακολουθεί κάθε τους λέξη κάτω από το παράθυρο της Ελπίδας και τώρα να τους χάσει.

Η αστυνομία έρχεται στο χωριό με στόχο να κυνηγήσει και να συλλάβει τα παιδιά. Ο αστυνομικός διευθυντής καταφθάνει με τους στρατιώτες του για την εκτέλεση του σχεδίου (σελ. 140-146).

- Κυνηγήστε τους! Πιάστε τους!

Ο αστυνομικός διευθυντής ούρλιαζε στο στρατό του, όταν είδε ότι τα παιδιά ξαναέμπαιναν στην αυλή της Ελπίδας για να ξεφύγουν από την άλλη πλευρά (…) Ο ίδιος έτρεξε προς την αυλή της Ελπίδας, προσπαθώντας να συντονίσει τους άντρες του (…)

Ο Άρι έβαλε το μυαλό του να δουλέψει πολύ γρήγορα.

- Ελπίδα, φώναξε στο κορίτσι ενώ έτρεχαν και οι δύο. Άρπαξε τη δισκέτα και τρέχα, της είπε και της πέταξε τη μικρή δισκέτα με το πολύτιμο μήνυμα.

…Με λένε Αριστοτέλη και μου αρέσει η Γη (…) Η Ελπίδα δε μπορούσε πλέον να τρέξει άλλο. Τα βήματά της βάραιναν πολύ (…) Έβαλε όλη της τη θέληση και όλες της τις δυνάμεις να ξεπεράσει την τεράστια κούραση που την είχε κυριεύσει μαζί με την αγωνία για το αν θα πετύχαινε τελικά αυτό που προσπαθούσαν να κάνουν «Κουράγιο! Λίγα βήματα ακόμα», σκέφτηκε (…) Ο Κόσμο βούτηξε σχεδόν στο πάτωμα, δίπλα στη μισολιπόθυμη Ελπίδα και της πήρε τη δισκέτα από τα χέρια. Το χέρι του πεσμένου στρατιώτη τον έπιασε από το μπράτσο, αλλά τα δόντια του Κόσμο βυθίστηκαν αμέσως μέσα του (…) Ο Κόσμο άρχισε να πληκτρολογεί το αρχείο που ήταν γραμμένο το μήνυμα, καθώς και τον κωδικό του Ιξ- Άρ (…) Πολύ αργά! Η Ελπίδα πάτησε το πλήκτρο. Το μήνυμα είχε φύγει!

Η λύση της υπόθεσης επιδέχεται πολλές εκδοχές εφόσον το τέλος της ιστορίας είναι ανοιχτό. Ο αναγνώστης αφήνεται να μαντέψει το τέλος της ιστορίας, να το δημιουργήσει όπως ο ίδιος επιθυμεί, να φανταστεί την πορεία της ζωής των εφήβων ντέντεκτιβ ακόμα και της Ελπίδας. Χωρίς διδακτισμό αναδεικνύεται από την ιστορία ότι το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος δε στοχεύει στο να βρεθεί και να τιμωρηθεί ο ένοχος αλλά να προβληθεί ο αγώνας του σύγχρονου – μελλοντικού ανθρώπου να ζει ειρηνικά σε μια κοινωνία που θα στηρίζεται σε αληθινές, ανθρώπινες, διαπροσωπικές σχέσεις και όχι μόνο στην τεχνολογία.

Στοιχεία επιστημονικής φαντασίας

Τα στοιχεία επιστημονικής φαντασίας που εντοπίστηκαν στο Μήνυμα είναι ευδιάκριτα εφόσον οι κάτοικοι της ιστορίας αποτελούν μια κοινωνία του μέλλοντος και ζουν στο 2058. Οι κάτοικοι μπορούν και ταξιδεύουν από τη Γη στη Σελήνη και το αντίθετο για λόγους αναψυχής και διακοπών. Επίσης ταξιδεύουν και για εύρεση εργασίας σε δύο αστεροειδείς. Μάλιστα κάποιοι έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στη Σελήνη (σελ. 7 και 80).

Η πρώτη αποικία στη Σελήνη είναι πια γεγονός. Λίγοι άνθρωποι στην αρχή, ολοένα και περισσότεροι μετά, επέλεξαν άλλο πλανήτη για να πάνε να ζήσουν, να μεταφέρουν εκεί τις οικογένειές τους και τις επιχειρήσεις τους. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα είχαν αρχίσει τα τουριστικά ταξίδια μεταξύ Γης και Σελήνης. Πολλοί ήταν αυτοί που ήθελαν να κάνουν διακοπές στο φεγγάρι για να επισκεφτούν το αυθεντικό σεληνιακό τοπίο, ενώ λιγότεροι ήταν αυτοί που θα έρχονταν για εκδρομή, παραδείγματος χάριν, στον Αμαζόνιο, για να δουν το γήινο σεληνιακό τοπίο.

Από τη δουλειά τους έστειλαν τους γονείς της σε αυτούς τους δύο πλανήτες…

Υπάρχουν πολλές πληροφορίες μέσα στο βιβλίο που δείχνουν την αλματώδη εξέλιξη της τεχνολογίας και τα υπερσύγχρονα μηχανήματα που αναλαμβάνουν να εκτελέσουν οποιεσδήποτε δραστηριότητες για να εξυπηρετήσουν την καθημερινή πρακτική των ανθρώπων (σελ. 10-11 και 69).

Ο υπολογιστής αυτός, ο ΙΞ- Άρ, ανήκε στη γενιά XCRC (extra clever computers- εξαιρετικά έξυπνοι κομπιούτερ), που είχαν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια στην αγορά. (…) «Ξύπνα με κάθε μέρα στις οχτώ» ή «Άνοιγε τα στόρια των παραθύρων μου», ή ακόμα «Κράτα σημειώσεις από το μάθημα τεχνολογίας που θα γίνει σε τρεις ώρες στο τάδε σχολείο της Περιφέρειας Τέσσερα». (…) ζέσταινε το γάλα, ετοίμαζε το φαγητό και έκανε και άλλες χρήσιμες δουλειές, που τον προηγούμενο αιώνα γίνονταν από νοικοκυρές ή ξενόφερτες οικιακούς βοηθούς.

Ο Εφ-Σι-Αρ συνέχιζε να επικοινωνεί με τους δορυφόρους και να μαζεύει ύλη από τα μαθήματα. Διαγράμματα, τύποι και αριθμοί εναλλάσσονταν με εκπληκτική ταχύτητα στην οθόνη του.

Η τεχνολογία είναι τόσο προχωρημένη ώστε οι άνθρωποι μεταφέρονται σε άλλους πλανήτες (Παγκόσμιο Ίδρυμα, Παγκόσμια Φυλακή) για να ρυθμίζεται καλύτερα η ζωή πάνω στη Γη εξαιτίας του υπερπληθυσμού (σελ. 7). Τα σκουπίδια στέλνονται σε άλλον αστεροειδή (σελ 17). Ακόμη και η διατροφή τους είναι επηρεασμένη από την τεχνολογία (σελ. 79).

- Τι φοβερά πράγματα είναι αυτά, (…) βούτυρο και μαρμελάδα πάνω σε ζεστό ψωμί. (…) Ήταν χίλιες φορές καλύτερα από τις κονσέρβες και τα χαπάκια τροφίμων της πόλης.

Μέσα σ’ αυτό το απόλυτα τεχνολογικό περιβάλλον οι άνθρωποι μετακινούνται με εναέριο ταξί (σελ. 41,), μαγνητικό τρένο (σελ. 41) και αερολεωφορείο (σελ. 46). Επίσης υπάρχουν αεροπεριπολικά (σελ. 84) και αεροδιαβάσεις (σελ. 48). Οι πολίτες αυτής της κοινωνίας δεν είναι συνηθισμένοι να αναπνέουν οξυγόνο και γι’ αυτό χρησιμοποιούν φιάλες αέρα όταν απομακρύνονται από την πόλη (σελ. 63).

Ασυναίσθητα έπιασε τη φιάλη με τον αέρα της πόλης και ξαναρούφηξε λίγο.

Ουτοπικά και δυστοπικά στοιχεία

Σύμφωνα με τον Παπαντωνάκη, Το Μήνυμα του Παπαθεοδώρου αποτελεί ωραίο παράδειγμα ουτοπίας και δυστοπίας. Στο πρώτο μέρος έχουμε τη φαινομενικά ουτοπική, ουσιαστικά δυστοπική, κοινωνία με την «τέλεια» πολιτική οργάνωση, που εξαρτάται πλήρως από την τεχνολογία και διοικείται απολυταρχικά, όπως θα αποδειχθεί, από ένα κυβερνήτη και που απομακρύνει τα μέλη της με ειδικές ανάγκες ή τους ηλικιωμένους σε δύο αστεροειδείς (σύγχρονος Καιάδας). Στο δεύτερο μέρος, ο αναγνώστης μεταβαίνει σε μια βουκολική κοινωνία, στην οποία έχει απλώσει τα πλοκάμια της η πολιτική διαφθορά, αλλά σε περιορισμένη κλίμακα, ώστε να είναι εφικτή η εξάρθρωσή της ευκολότερα από ό,τι στην τεχνολογική (Παπαντωνάκης, 2012).

Ο συγγραφέας εισάγει τον αναγνώστη σε έναν κόσμο εντελώς ουτοπικό αλλά απόλυτα φυσιολογικό για τους ήρωες. Σε πολλά σημεία του κείμενου αναδεικνύεται η άνετη και ασφαλή ζωή που έχει εξασφαλιστεί για τους κατοίκους. Η πλοκή της ιστορίας εξελίσσεται σε έναν κόσμο τεχνοκρατούμενο όπου η επικοινωνία γίνεται με τους υπολογιστές. Ο άνθρωπος αυτής της κοινωνίας είναι άριστος χειριστής των μηχανημάτων και βασικό του μέλημα είναι η αναγκαία γνώση τους. Υπερβολικά έξυπνοι υπολογιστές (XCRC) που μπορούν να μιλούν με τους ανθρώπους, συλλέγουν πληροφορίες- σημειώσεις από διάφορα ηλεκτρονικά σχολεία του κόσμου, εκτελούν και συμμετέχουν σε καθημερινές δραστηριότητες ακόμη επιλέγουν και συνδυάζουν τα ρούχα των ηρώων της ιστορίας μας (σελ. 10).

Σ’ αυτό τον «παραδεισένιο» τόπο ακόμα και οι καιρικές συνθήκες καθορίζονται από υπερσύχρονα μηχανήματα (σελ. 48).

Η μέρα ήταν πολύ ωραία και ευχάριστη. Η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή- ας ήταν καλά οι τεράστιες φυσούνες και οι ιονιστές ατμόσφαιρας, που απομάκρυναν κάθε είδος σκόνης και σωματιδίου μακριά στον αέρα, πέρα από την πόλη- ενώ ο ήλιος ζέσταινε ευχάριστα, ίσως χάρις στη βοήθεια των δορυφόρων που άφηναν κάποιες συγκεκριμένες αχτίνες του να διαπεράσουν το περιβάλλον της πρωτεύουσας.

Δε θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε και τα σύγχρονα μέσα μαζικής μεταφοράς, όπως καταγράφηκαν στην ενότητα της επιστημονικής φαντασίας. Επίσης οι πολίτες δεν είναι απαραίτητο να πηγαίνουν στο χώρο εργασίας τους (σελ. 17), τα παιδιά εκτελούν τα καθήκοντά τους στο σπίτι (σελ. 11), τα τηλέφωνα έχουν αντικατασταθεί από ηχοοθόνες (σελ. 12) και μπροστά από κάθε κτίριο- ουρανοξύστη υπάρχει μία τεράστια γιγαντοοθόνη για πληροφορίες, ειδήσεις και διαφημίσεις (σελ. 46). Είναι γεγονός τα διαστημικά ταξίδια, οι αποικίες σε άλλους πλανήτες και κάποιες ανθρώπινες δραστηριότητες σε άλλους αστεροειδείς (σελ. 7 και 17). Μέσα σ’ αυτά τα ουτοπικά στοιχεία είναι χαρακτηριστική η επισήμανση του συγγραφέα πως είναι λιγότεροι αυτοί που θα έρχονται για εκδρομή στον Αμαζόνιο για να δουν το γήινο σεληνιακό τοπίο (σελ. 7). Είναι εμφανής η νύξη της περιβαλλοντικής συνείδησης και το ειρωνικό ύφος της δημιουργίας του γήινου σεληνιακού τοπίου. Ο Αμαζόνιος, ένας από τους μεγαλύτερους πνεύμονες της Γης, στο μέλλον θα καταλήξει σε σεληνιακό τοπίο από την αλόγιστη παρέμβαση του ανθρώπινου παράγοντα.

Οι ήρωες της ιστορίας επιλέγουν το οικονομικότερο μεταφορικό μέσο για την μετακίνησή τους, το τρένο, το οποίο τους οδηγεί εν αγνοία τους στη φυσική ουτοπία. Άλλωστε από πολλούς συγγραφείς ουτοπικών και δυστοπικών ιστοριών το τρένο είναι ο χώρος και ο χρόνος για τη σταδιακή μετάβαση των χαρακτήρων από τη δυστοπική κατάσταση που ζούσαν στη ουτοπική (Παπαντωνάκης, 2012). Όπως οι ήρωες, έτσι και ο αναγνώστης διαπιστώνουν ότι εγκαταλείποντας την τεχνολογική δυστοπία μετακινούνται αργά προς τη φυσική ουτοπία. Έτσι αμέσως μετά την ενσωμάτωσή τους στο φυσικό περιβάλλον, αντιλαμβάνονται ότι βρίσκονται σε μια ευτοπία και η γενέτειρα τους γίνεται δυστοπική.

Το τέλος της ιστορίας παραμένει ανοικτό, χωρίς διδακτισμούς. Συμφώνα με το More (1516), η ουτοπία τελικά είναι ένας τόπος όπου υπάρχει αρμονία σε όλους τους τομείς. Στο φυσικό πνευματικό και ψυχολογικό επίπεδο. Οι ήρωες στο Μήνυμα βρίσκουν τελικά την ουτοπία τους στο χωριό της Ελπίδας (σελ 107-108).

Αλλά παρ’ όλο το σωματικό τους μόχθο, ένιωθαν ξεκούραστοι και φρέσκοι, έτοιμοι να κάνουν άλλα τόσα. Βρίσκονταν σε μια ευχάριστη υπερένταση, μία υπερδιέγερση που δεν τους άφηνε να ηρεμήσουν. (…) χαρά και γέλιο και απόλαυση στην παρέα. Σίγουρα όχι στην πόλη και φυσικά όχι μπροστά στους υπολογιστές τους, μελετώντας μαθήματα ή αρχαίους πολέμους. Και σίγουρα όχι με το να είναι βυθισμένοι στη μοναξιά τους, χωρίς να έχουν έναν άνθρωπο να μιλήσουν, ακούγοντας μόνο τη μεταλλική φωνή του Ίξ-Αρ, ή όποιου Ίξ-Αρ.

Τα δυστοπικά στοιχεία επικεντρώνονται κυρίως στην εξάρτηση των ηρώων από την τεχνολογία και στην αλλαγή των προσωπικών και ενδοοικογενειακών σχέσεων. Όταν χαλάει ο Ιξ-Αρ, ο Κόσμο, είναι ανήμπορος να κάνει οτιδήποτε. Ούτε την καθημερινότητά του δεν μπορούσε να χειριστεί (σελ.11,14-15, 17-18, 22, 42,).

Χάλασε; μα καλά πως έγινε αυτό; (…) ο Κόσμο δε θα έπινε ζεστό γάλα γιατί δεν ήξερε πώς να το ζεστάνει (…) Αυτές τις τελευταίες μέρες κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει χωρίς αυτόν. Αυτός οργάνωνε τα μαθήματα του, αυτός οργάνωνε το δωμάτιο του, αυτός οργάνωνε τη ζωή του όλη.

Τα τριακόσια μέτρα που είχε περπατήσει τον έκαναν να λαχανιάσει. Τα πόδια του πονούσαν και ο ίδιος ένιωθε λίγο αποκαμωμένος (…) –Κόσμο έχεις παχύνει λίγο μου φαίνεται (…) μπορεί τα σπίτια τους να ήταν σχετικά κοντά το ένα με το άλλο, μπορεί να έπαιζαν κάθε μέρα μαζί και να επικοινωνούσαν συνεχώς από την ηχοοθόνη, αλλά δεν πήγαινε συχνά ο ένας στο σπίτι του άλλου.
Ο Κόσμο δεν ήξερε ακριβώς τι κάνει ο καθένας τους. Άλλωστε ποτέ δεν έτρωγαν μαζί και όταν τύχαινε να συναντηθούν σε κάποιο από τα δωμάτια του σπιτιού, οι κουβέντες στους ήταν λίγες και τυπικές, κυρίως γύρω από τα μαθήματα (…) το μόνο παράπονο- μικρό παράπονο βέβαια ήταν πως ήθελε να έχει και ένα μικρότερο αδερφάκι (…) ήξερε όμως πως δεν μπορούσε να ζητήσει κάτι τέτοιο από τους γονείς του, γιατί ήταν τόσο απασχολημένοι και έκαναν τόσες πολλές δουλειές, που αυτό θα ήταν μεγάλο εμπόδιο για αυτούς.

(…) οι γονείς του ευτυχώς δεν θα τον έψαχναν για καμία βδομάδα γιατί και αυτοί είχαν τις δουλειές τους (…) άλλωστε δε βλεπόντουσαν πιο συχνά, μια, το πολύ δύο φορές μέσα στη βδομάδα (…) οι γονείς του είχαν φροντίσει να του μάθουν πάρα πολλά πράγματα απ’ όταν ήταν πάρα πολύ μικρός κιόλας. Του είχαν αγοράσει ένα σωρό μηχανήματα, πάμπολλα προγράμματα ενώ του έφερναν και καθηγητή υπολογιστών στο σπίτι από τα τέσσερα του χρόνια.

Με τα παραπάνω φαίνεται η αποξένωση των ανθρώπων, τόσο μεταξύ τους όσο και από τις αξίες που απαρτίζουν ένα κοινωνικό σύνολο. Είναι ολοφάνερη η απομάκρυνση του ανθρώπου από τη φύση και το περιβάλλον. Τα παιδιά, ποτέ ως τώρα δεν είχαν αντικρύσει από τόσο κοντά ζώα και δεν είχαν μυρίσει λουλούδια (σελ 62, 66, 72).

Τα παιδιά τα είχε συνεπάρει η αφήγηση της γιαγιάς κι ας μην ήξεραν τι είναι τζιτζίκια, κι ας μην είχαν δει ποτέ τους πρόβατα και αγελάδες, κι ας μην είχαν παίξει με τα νερά.

Είχαν αισθανθεί και οι δυο πολύ χαζοί, αλλά και πάλι τι να έκαναν; Αυτοί έφταιγαν που δεν είχαν ξαναδεί γαϊδούρι στη ζωή τους;

Κρατώντας τη φιάλη με τον αέρα της πόλης στα χέρια τους, γιατί η περιοχή μύριζε κάτι περίεργο, κάποια φυτά και δέντρα μύριζαν ασυνήθιστα στις μύτες τους…

Τέλος το Παγκόσμιο Ίδρυμα είναι το πιο αντιπροσωπευτικό στοιχείο δυστοπίας. Μέσα από τις διαφημίσεις παρουσιάζεται σαν ένας παράδεισος μακριά από τη Γη. Εκεί όμως εκτοπίζονται γέροι, ανήμποροι, φτωχοί, αβοήθητοι και αμόρφωτοι (σελ. 81-82).

Η αποικιοκρατία στο Μήνυμα

Στο βιβλίο Το Mήνυμα του Βασίλη Παπαθεοδώρου αναφέρεται μία συστηματική προσπάθεια του κράτους να αραιώσει ο πληθυσμός της Γης με το να κατοικηθούν άλλοι αστεροειδείς από κατοίκους της. Οι πλανήτες αυτοί παρουσιάζονται σαν ένα ιδανικό μέρος για να κατοικηθούν αλλά στην πραγματικότητα αποκαλύπτεται ότι αυτή η μετανάστευση δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια καλοστημένη εξορία για όλους τους αδύναμους πολίτες της Γης (σελ. 81-82).

Το Παγκόσμιο Ίδρυμα λοιπόν δεν ήταν αυτό που υποσχόταν ότι είναι, δηλαδή ένα παράδεισος, ένας υπέροχος πλανήτης, το τέλειο μέρος για να ζήσει κανείς. Πίσω από την τεράστια διαφήμιση που του γινόταν κρυβόταν το μεγάλο σχέδιο. (…) η Γη έπρεπε να παραμείνει «καθαρή» από αυτούς τους ανθρώπους «δεύτερης κατηγορίας», να ανήκει μόνο στους «υγιείς» ανθρώπους.

Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας Κόσμο, όταν πληροφορείται αυτό το πολιτικό σχέδιο παίρνει αποφάσεις και αναλαμβάνει δράση. Άλλωστε αυτή είναι και η σημαίνουσα δομή του βιβλίου. Στοχεύει να γνωστοποιήσει- δημοσιοποιήσει σε όλους τους κατοίκους της Γης την πραγματική αιτία της δημιουργίας των δύο αποικιών. Με αυτό τον τρόπο βέβαια καταστρέφει και τα σχέδια του απολυταρχικού καθεστώτος (σελ. 144).

Ο κόσμος θα έβλεπε αμέσως το μήνυμα και θα μάθαινε για το Παγκόσμιο Ίδρυμα και το Μεγάλο Σχέδιό του, που θα αποτύχαινε πλέον.

Η σημασία του ονόματος στην εξέλιξη της ιστορίας

Από τη συνάντηση που είχαμε με τον ίδιο το συγγραφέα διαπιστώθηκε ότι τα ονόματα που δίνει στους ήρωες των βιβλίων του δεν είναι τυχαία αλλά έχουν συμβολική σημασία. Κόσμο σημαίνει παγκοσμιοποίηση και ο αναγνώστης εισάγεται σε μια κοινωνία όπου διαπιστώνεται πως το παιδί- ήρωας παρακολουθεί μαθήματα από οποιοδήποτε σχολείο του κόσμου επιθυμεί για να κατακτήσει τη γνώση. Όλα αυτά βέβαια με τη βοήθεια ενός πολύ εξελιγμένου υπολογιστή. Ο Κόσμο στο τέλος αποκαλείται από τη Ελπίδα Κοσμάς, προφανώς υπάρχει μια διακειμενική σχέση ανάμεσα στον Κοσμά τον Αιτωλό. Ίσως θέλει να δείξει την προσπάθεια και τον αγώνα που έκανε ο Κόσμο, όπως ο Κοσμάς ο Αιτωλός με την ιεραποστολική και εθνική του δράση. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός στα κηρύγματά του τόνιζε το ποθούμενο του ελληνικού λαού που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η απελευθέρωση του γένους. Ο Κόσμο σαν ένας άλλος «ιεραπόστολος» προς τον πλανήτη Γη αγωνίστηκε για την απελευθέρωση των «δεύτερης κατηγορίας» πολιτών τους οποίους το Παγκόσμιο Ίδρυμα ήθελε να εξορίσει σε άλλους αστεροειδείς. Ο Άρι αρχικά μας θυμίζει το θεό του πολέμου εφόσον λατρεύει τα προγράμματα με αρχαίους πολέμους. Στο τέλος της ιστορίας αποκαλείται από την Ελπίδα Αριστοτέλης. Συμβολικά έχουμε μια αναγωγή στην αρχαία Ελλάδα. Ο Αριστοτέλης, φιλόσοφος της αρχαίας Ελλάδας, «αναβιώνεται» με τον Άρη ο οποίος ήταν καλός μαθητής αλλά ώρες ώρες τα φόρτωνε στον κόκορα. Παρόλα αυτά είχε έντονη την ερευνητική ικανότητα αφού πρώτος έσπευσε να πληκτρολογήσει στον υπολογιστή το όνομα του χωριού της Ελπίδας ώστε να συλλέξουν στοιχεία και επέλεξε το οικονομικότερο μεταφορικό μέσο. Εύστροφος αφού καθυστέρησε τους στρατιώτες ώστε η Ελπίδα να κερδίσει χρόνο και να μην τους πιάσουν και όπως ο ίδιος απεκάλεσε τον εαυτό του ποιητής της Γης (σελ. 141 και 142).

Ο Άρι έβαλε το μυαλό του να δουλέψει πολύ γρήγορα.(…)

Με λένε Αριστοτέλη και μου αρέσει η Γη. Είμαι ο ποιητής της Γης (…)

Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι ο ρόλος του κράτους είναι να αποδέχεται τις ευθύνες του και να εξασφαλίζει ποιοτική ζωή στους πολίτες. Σε αντιπαράθεση με την παραπάνω άποψη έρχεται ο Άρι- Αριστοτέλης που τοποθετείται να αγωνίζεται μέσα σε μια κοινωνία με απολυταρχικό καθεστώς χωρίς ενδιαφέρον για τους πολίτες.

Ο Βίκτωρ, είναι ο ενήλικος που τον εισάγει ο συγγραφέας για να βοηθήσει τα παιδιά. Το όνομά του σημαίνει νίκη. Η νίκη που στεφάνωσε την προσπάθεια των παιδιών και στάλθηκε τελικά το μήνυμα.

Η κυρία Μαργαρίτα, γειτόνισσα και φίλη των παππούδων της Ελπίδας είναι διπρόσωπη και κατασκοπεύει τη δράση των παιδιών. Το όνομά της συνδέεται με την αμφισβήτηση της υπόστασής της και συμβολικά παραλληλίζεται με το παραδοσιακό παιχνίδι «μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά». Υποκρίνεται ότι «αγαπά» τα παιδιά ενώ στην ουσία «δεν τα αγαπά», αφού συνεργάζεται με την αστυνομία.

Η Ελπίδα- ποιο άλλο άλλωστε όνομα θα μπορούσε να δοθεί καλύτερο στη μικρή ηρωίδα;- πεθαίνει τελευταία. είναι αυτή που δίνει θάρρος, κουράγιο, αισιοδοξία, δημιουργεί όνειρα, ενεργοποιεί κάθε επιθυμία.

Τέλος, ο αστεροειδής Αμάλθεια στον οποίο θα λειτουργήσει ένας παράδεισος, το καμάρι της Γης που θα παρέχει φροντίδα, αγάπη και στοργή… υπέροχο περιβάλλον (σελ. 16) παραλληλίζεται με τη γίδα Αμάλθεια η οποία βύζαινε τον πατέρα των θεών Δία και του παρείχε φροντίδα, αγάπη και στοργή στο Δικταίο άντρο της Κρήτης. Μ’ αυτό τον παραλληλισμό ίσως υπαινίσσεται η ικανότητα του αστεροειδούς να ανατρέφει «θεούς». Επίσης, μπορεί να συσχετιστεί με τις ικανότητες των πολιτών που θα απέρρεαν από τη μετάβασή τους και την ανάπτυξή τους στον αστεροειδή Αμάλθεια. Πιθανόν, και αυτοί να αποκτούσαν «θεϊκές» ικανότητες.

Επιπλέον, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί το γεγονός, ότι ενώ θα περίμενε ο αναγνώστης στο Μήνυμα κατ’ αναλογία με τα Χνότα στο τζάμι, που ο Άλεκ είχε ερωτευθεί τη Σιμόν, να δημιουργηθεί έρωτας ανάμεσα στον Κόσμο ή τον Άρι με την Ελπίδα, με μεγάλη του έκπληξη διαπιστώνει ότι τίποτα τέτοιο δε συμβαίνει. Παρότι η Ελπίδα προκλητικά ρωτά τι έχουν αγαπήσει πιο πολύ, ό,τι και να ’ναι αυτό (σελ. 110) οι ήρωες της ιστορίας, Κόσμο και Άρι «απογοητεύουν» τον αναγνώστη εξομολογούμενοι τον έρωτά τους για τη φύση. Ο αναγνώστης όμως δε μένει μετέωρος, ισορροπείται λυτρωτικά όταν τα δύο αγόρια κατάπληκτοι από τον καινούργιο κόσμο που συνάντησαν στο χωριό της Ελπίδας καταθέτουν με ενθουσιασμό αυτή την πρωτόγνωρη εμπειρία τους: όλα όσα έζησαν τους κάνουν να ονειρεύονται και να αισιοδοξούν (σελ. 110 και 111).

- Λοιπόν, Κοσμά και Αριστοτέλη (…) τι έχετε αγαπήσει πιο πολύ;

(…) παραξενεύτηκαν… σκέφτηκαν πιο καλά (…) εκτός από την οικογένειά τους δεν έβρισκαν τι άλλο να πουν.

- Τι εννοείς;

- Εννοώ αν έχετε αγαπήσει κάτι, ό,τι και να ‘ναι αυτό. Αν έχετε αγαπήσει τον ήχο της βροχής πάνω στη στέγη του σπιτιού και μετά το νοτισμένο αλλά μυρωδάτο χώμα. Αν έχετε αγαπήσει το βουητό της μέλισσας από λουλουδί σε λουλούδι ή το πρώτο φτάρνισμα από τη γύρη που θα μπεί στα ρουθούνια σας. Αν έχετε αγαπήσει το κυνηγητό με το σκύλο και το να κυλιέστε στο χώμα παίζοντας με ένα κουνέλι. Αν σας αρέσει η μυρωδιά του τσαγιού όταν πέφτει μέσα στη κούπα το καυτό νερό. Αν ευχαριστιέστε όταν σας ξυπνά ο κόκορας τα χαράματα και κουκουλώνεστε πιο ζεστά με τις κουβέρτες σας.

… Μαθαίνουμε κοιτώντας τον ουρανό, να βλέπουμε τα πραγματικά άστρα, τα άστρα που λαμπυρίζουν και παίζουν μαζί μας, που μας κάνουν να ονειρευόμαστε και να αισιοδοξούμε.

Χνότα στο τζάμι

Στο βιβλίο Χνότα στο τζάμι ο συγγραφέας, Βασίλης Παπαθεοδώρου, μας τοποθετεί σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο όπου οι κάτοικοι ζουν σε ουρανοξύστες και κυριαρχούν οι υπολογιστές. Τα παιδιά όχι μόνο δε μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους αλλά η παιδική χαρά και η απόλαυσή τους στο καθημερινό παιχνίδι τους είναι εντελώς άγνωστα. Σ’ αυτή τη μεγαλούπολη που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία πανικόβλητη πόλη οι πάντες και τα πάντα παρακολουθούνται με κάμερες από τις αρχές και ζουν καθημερινά με το φόβο των τρομοκρατικών χτυπημάτων. Οι πολίτες διακατέχονται από φόβο και τρόμο, διστάζουν να κυκλοφορήσουν στους δρόμους, ακόμη και η επικοινωνία μεταξύ τους επισκιάζεται από αγωνία και ανασφάλεια. Μικροί και μεγάλοι κατέχουν καλά τους υπολογιστές με τους οποίους επικοινωνούν μέσω e-mails. Μέσα σ’ αυτή την τρομοκρατική και επικίνδυνη ατμόσφαιρα ζει ο δεκαεννιάχρονος φοιτητής Άλεκ ο οποίος τυχαία βιντεοσκοπεί μια δολοφονία. Ο Πολ, συμφοιτητής του Άλεκ, δολοφονείται από την αστυνομία η οποία υποστηρίζει ότι είναι τρομοκράτης. Ο Άλεκ παρατηρώντας και παρακολουθώντας το τι έχει καταγράψει η προσωπική του κάμερα ταράζεται και αποφασίζει να ρίξει φως και να μάθει την αλήθεια. Έτσι ξεκινά μια έρευνα δύσκολη και επικίνδυνη. Συλλέγει και καταγράφει τα στοιχεία και σιγά σιγά ανακαλύπτει πως όλες οι τρομοκρατικές ενέργειες, τα εγκλήματα όπως αποκαλούνται στα αστυνομικά μυθιστορήματα είναι σκηνοθετημένα. Αυτό αποδεικνύει ότι ολόκληρη η κοινωνία της πανικόβλητης πόλης είναι χειραγωγημένη σκοπίμως για να βιώνουν οι κάτοικοι αισθήματα ανασφάλειας και απειλής. Παρότι ο πατέρας του Άλεκ εργάζεται στην εταιρία τηλεπικοινωνιών ανακαλύπτει την αλήθεια αλλά αποφασίζει να σιωπήσει. Δε συνεργάζεται με το γιο του πράγμα που δίνει ιδιαίτερο σασπένς στην πλοκή και κρατά σε αγωνία τον αναγνώστη. Μια αινιγματική συμφοιτήτρια του Άλεκ, η Σιμόν, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ιστορία. Ποια είναι όμως η αλήθεια; Ποιος είναι ο εχθρός; Ποιος βρίσκεται πίσω από όλα αυτά; Η ιστορία έχει συχνές και συνεχείς ανατροπές τις οποίες ο αναγνώστης παρακολουθεί με αγωνία, ταυτίζεται με τον ήρωα και αναζητά μαζί του την αλήθεια. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα ευτυχώς που υπάρχει και η Ρόζα, η μικρή αδερφή του Άλεκ, η οποία γεννά μια ελπίδα.

Στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος

Όπως και στο προηγούμενο βιβλίο έτσι και στα Χνότα στο τζάμι υπάρχουν ευδιάκριτα στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος. Ήδη από το εξώφυλλο, απεικονίζεται ένα περιπολικό, γεγονός που προϊδεάζει τον αναγνώστη για τη θεματολογία του βιβλίου. Ο αναγνώστης, αρχικά, βρίσκεται μπροστά σε μια κατάσταση με ένα ανεξιχνίαστο έγκλημα, με πολύ μυστήριο, και αμέσως εντάσσεται σε μια ατμόσφαιρα μεγάλης έντασης και αγωνίας για την εξέλιξη της υπόθεσης, ενώ ταυτόχρονα αποκτά μια ιδέα σχετική με την πλοκή της ιστορίας. Μια εγκληματική, σοκαριστική σκηνή μιας δολοφονίας χωρίς αιτία ενός νεαρού αγοριού ξετυλίγεται μπροστά μας (σελ. 40-42).

«Γεια σας, παιδιά, τι γίνεται;» (…) «Ναι, κυνηγιόμαστε» (…) «Έλα, λοιπόν, μικρούλα, δοκίμασε» (…) Αμέσως μετά έπεσαν πάνω της πέντε αστυνομικοί και ξαπλώνοντάς τη στο έδαφος της πέρασαν χειροπέδες. (…) «Ποολ, σταμάτα», φώναζαν με όλη τους τη δύναμη ο Άλεκ και η Σιμόν. «Είναι τρομοκράτης, είναι επικίνδυνος, κάντε πίσω» (…) Ο Πολ έφτασε στο τέλος σχεδόν της αποβάθρας και βέβαιος για τη νίκη του, γύρισε να κοιτάξει την κοπέλα του θριαμβευτικά. Ένας, δύο, τρεις πυροβολισμοί ακούστηκαν, το χαμόγελό του πάγωσε το πρόσωπό του (…) Και τότε σωριάστηκε νεκρός πάνω στην αποβάθρα. (…) Η Σιμόν δίπλα του είχε ξεσπάσει σε ένα βουβό κλάμα.

Αυτή η τελευταία πρόταση είναι η μοναδική που δηλώνει το θρήνο για το γεγονός. Σε όλο το βιβλίο άλλες αναφορές στο θρήνο για ένα νεκρό δε γίνονται ίσως για να μην αποπροσανατολιστεί ο αναγνώστης από την έρευνα και τη διαλεύκανση του εγκλήματος.

Αμέσως μετά την κατάσταση και το έγκλημα ακολουθεί ο ντέντεκτιβ που είναι ο Άλεκ. Αυτός είναι αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του Πολ. Είναι ένα αγόρι που του αρέσει να σπάζει τη μονοτονία της καθημερινότητας με κάποιες μικρές αταξίες ή πλάκες που θα τον βγάλουν έξω από την ανία. Ταράζεται από τη δολοφονία αυτή και αποφασίζει να ψάξει να βρει ποιοι είναι οι ένοχοι του εγκλήματος (σελ. 34).

Όχι, όχι, σίγουρα δεν την παρακολουθούσε, δεν ήταν αυτός ο σκοπός του. Η σκέψη του ήταν να κάνει κάτι έξω από τα καθιερωμένα, μια αταξία που θα τον έβγαζε από την ανία που ένιωθε συνέχεια.

Οι ενήλικες βοηθοί του ντέντεκτιβ Άλεκ, είναι ο Τζορζ και ο Μάθιους. Οι δυο βοηθοί επεξεργάζονται διάφορες πληροφορίες οι οποίες μεταδίδονται στις οθόνες των τηλεοράσεων. Ο Τζορτζ είναι αυτός που δημιουργεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα με το οποίο μπορεί να μεταδίδει τις πληροφορίες που συγκεντρώνει ο μικρός Άλεκ, κάτι ανάλογο κάνει και ο κύριος Μάθιους. Βέβαια, σε αντίθεση με το πρώτο βιβλίο, εδώ ο ντέντεκτιβ δε γνωρίζεται με τους βοηθούς του, τον βοηθούν εν αγνοία του (σελ. 259 και 268).

«Κοίτα, έχω ήδη αρχίσει να βγάζω στοιχεία στο ίντερνετ. Δεν είναι δυνατόν να εντοπιστεί η προέλευσή τους, έχω φτιάξει ειδικό πρόγραμμα γι’ αυτό. Μέσα στο δισκάκι υπάρχουν οδηγίες για το πώς θα δημοσιευτούν όλα αυτά. Τώρα εγώ δυστυχώς δε μπορώ να συνεχίσω, δε θα έχω πρόσβαση σε αυτά τα προγράμματα».

Ο κύριος Μάθιους, την κοίταξε και χαμογέλασε (…) «Μερικοί άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να μην αλλάξουν ποτέ», μονολόγησε με μια απογοήτευση στο πρόσωπό του. Κατόπιν έβαλε ένα δικό του δισκάκι στον υπολογιστή του, παρόμοιο με αυτό που είχε σπάσει ο Νικ, και άρχισε να εκτελεί το πρόγραμμα του Τζορτζ στέλνοντας πληροφορίες στο ίντερνετ.

Ξεκινά μια έρευνα δύσκολη, επίπονη και κουραστική. Μυστήριο περιβάλει το έγκλημα και οι ύποπτοι συνεχώς αλλάζουν. Η σκόπιμη ανατροπή των ενόχων συμβαίνει για να δοθεί σασπένς στην ιστορία και ο αναγνώστης να παραμείνει καθηλωμένος. Η ανατροπή αυτή οφείλεται σε ένα νέο πρόσωπο, καθηγητή των παιδιών στο πανεπιστήμιο. Είναι ο κύριος Πίτερσον, ο οποίος εντυπωσιάζει το ακροατήριο με τις διαλέξεις και τις απόψεις του, περί δημοκρατίας και ελευθερίας. Ο ίδιος ζητά από τους φοιτητές, ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του Πολ-Πάμπλο (σελ 68, 70 και 71).

Ο κύριος Πίτερσον έκανε νόημα στους φοιτητές του να καθίσουν μετά το ένα λεπτό σιγής που είχαν τηρήσει για τον Πάμπλο- Πολ (…) είμαστε εδώ για να εκφράσουμε ελεύθερα τις απόψεις μας. Να σεβόμαστε τις απόψεις των άλλων, όποιες κι αν είναι αυτές (…) είμαστε όλοι εδώ είναι να ακούμε αυτές τις φιμωμένες απόψεις και αν συλλογιζόμαστε μετά την ουσία του.

Ο αναγνώστης νιώθει μεγάλη συμπάθεια στο πρόσωπο του καθηγητή και ιδίως όταν ο ίδιος πυροβολείται και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο. Όλα όμως ανατρέπονται εφόσον αποκαλύπτεται προς το τέλος ότι ο κύριος Πίτερσον είναι προδότης. Συνεργάζεται με το στρατόπεδο των πολιτικά ισχυρών (σελ 244-245).

Μια φιγούρα βγήκε από το ασανσέρ και περπάτησε στον υποφωτισμένο διάδρομο του νοσοκομείου, μέχρι το δωμάτιο του κυρίου Πίτερσον (…) «Εγώ είμαι», είπε ο καλοντυμένος κύριος στον καθηγητή. Ο Πίτερσον άνοιξε τα μάτια του, ανασηκώθηκε και άρχισε να τραβά τα σωληνάκια από τη μύτη και το στόμα του. «Πρόσεξε μην κάνεις καμιά ζημιά, μην αρρωστήσεις στ’ αλήθεια». Ο καλοντυμένος άντρας πλησίασε το κρεβάτι του καθηγητή και το πρόσωπο του φωτίστηκε. «Δεν έχεις αλλάξει και πολύ από την τελευταία φορά», είπε ο Πίτερσον στον κύριο Μόρι, το νυχτερινό επισκέπτη του. «Δεν μου είπατε ότι θα με πυροβολούσατε κιόλας», άρχισε να λέει οργισμένα στο Μόρι, που τον κοιτούσε ατάραχος. «ο Πίτερσον είχε εκνευριστεί.

Ο Άλεκ μετά τη δολοφονία του Πολ αρχίζει την έρευνα. Εν τω μεταξύ τα ΜΜΕ παρουσιάσουν τη δολοφονία σαν μια απαραίτητη ενέργεια για να ανακουφίσουν την κοινωνία από έναν επικίνδυνο τρομοκράτη. Αντιγράφει σε ένα DVD όλα τα στοιχεία που είχαν καταγραφεί στην μίνι κάμερα του. Παρατηρώντας με προσοχή το DVD διαπιστώνει δυο σημαντικά γεγονότα. Πρώτον, πίσω από τη φίλη του Σιμόν μια πεσμένη κάρτα, την οποία είχε στην κατοχή του και δεύτερον ότι ο αστυνομικός στο μετρό είναι ο ίδιος άντρας με τον ηθοποιό που έλαβε μέρος σε πολλές ταινίες περιπέτειας (σελ 49,113 και 124-126).

Η οθόνη έπαιζε συνέχεια σκηνές από το σταθμό του μετρό, όπου σύμφωνα με τους ρεπόρτερ «Σημειώθηκε ένα ακόμη τεράστιο βήμα στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, με τον θάνατο του διαβόητου τρομοκράτη Πάμπλο». «Δεν είναι δυνατόν», φώναξε ο Άλεκ (…) «Δεν είναι τρομοκράτης, σου λέω. Το παιδί σκοτώθηκε κατά λάθος, επειδή έτρεχε». (…) Τώρα άρχιζε η αντιγραφή του αρχείου στο DVD. Άλεκ δεν ήθελε να καθυστερήσει κι άλλο. Έτσι πάτησε την επιλογή για γρήγορη αντιγραφή. Κανείς δεν έδινε σημασία στο τι έκανε, πράγμα που τον ανακούφιζε αφάνταστα. Στην ουσία κανείς δεν έδινε σημασία στο διπλανό του. (…) Προχώρησε λίγο ακόμη το βίντεο. Τώρα έβλεπε τον αστυνομικό που του είχε πάρει το κινητό και είχε διαγράψει ό, τι περιείχε. Τον αστυνομικό… τον αστυνομικό… που του φαινόταν γνωστός… (…) το χέρι της Σιμόν έδειχνε μια κάρτα στον αστυνομικό…(…) «Απίστευτο!!!» φώναξε τώρα ο Άλεκ. «Μα τι γίνεται εδώ;» Οι δυο εικόνες είχαν παγώσει σε ένα συγκεκριμένο καρέ. Ο ξανθός ταμίας με τα γαλανά μάτια ήταν ο αστυνομικός στο μετρό!!!

Εφόσον ο Άλεκ συγκεντρώνει τα στοιχεία που θέλει, αποφασίζει να κάνει μια εξονυχιστική έρευνα. Χώρος της έρευνας είναι ο σταθμός του μετρό, όπου έγινε η δολοφονία. Αμέσως αφού δείχνει την κάρτα στους αστυνομικούς, στην προσπάθεια του να διαλευκάνει την υπόθεση, βρίσκεται σε ένα μέρος όπου γυρίζονται υποτιθέμενες τρομοκρατικές επιθέσεις. Αυτές οι σκηνές με τη σειρά τους προβάλλονταν στην τηλεόραση (σελ 143, 149).

Στο βάθος της τεράστιας αίθουσας (του μετρό) βρισκόταν μια είσοδος που φυλασσόταν από δύο αστυνομικούς. Ελάχιστοι πλησίαζαν αυτή την είσοδο, αλλά όσοι την πλησίαζαν έβγαζαν από την τσέπη τους κάτι που το έδειχναν στους αστυνομικούς και αυτοί τους άφηναν να περάσουν (…) Ήταν μήπως παρόμοιες κάρτες σαν αυτή της Σιμόν; κάτι παράξενο συνέβαινε σίγουρα με αυτή την είσοδο…

… «Σε δύο λεπτά θα γίνει έκρηξη. Θα πέσετε κάτω αμέσως. Τα κορίτσια θα αρχίσουν να ουρλιάζουν». Πίσω από τον κύριο βρισκόταν ένα συνεργείο με κάμερες. Ο Άλεκ έμεινε αποσβολωμένος (…) Ο Άλεκ ήταν εντελώς μπερδεμένος. Δηλαδή η έκρηξη στη συνοικία Η, το λεωφορείο, οι θάνατοι, όλα αυτά… ήταν εντελώς πλαστά; Και για πόσο καιρό γινόταν αυτό το πράγμα; για χρόνια; για δεκαετίες μήπως;

Ο Άλεκ σοκάρεται από όλες αυτές τις πληροφορίες και γνωρίζει ότι η Σιμόν παίζει διπλό παιχνίδι εφόσον συμμετέχει στη δημιουργία ψεύτικων σκηνών τρομοκρατίας. Αποφασίζει να συνεχίσει την αναζήτηση της αλήθειας και να ξεκαθαρίσει τα γεγονότα. Πρώτο του βήμα είναι να στείλει ένα mail στη Σιμόν. Καταλαβαίνει ότι η κατάσταση είναι πολύ επικίνδυνη αν θα ανακάλυπτε και άλλα πράγματα (σελ. 163- 164).

Γι’ αυτό δεν υπήρχε καμία αμφιβολία, η Σιμόν έπαιζε διπλό παιχνίδι. (…) Θα προσπαθούσε να την ξεσκεπάσει όσο γινόταν, και μετά θα πήγαινε με τα αποδεικτικά στοιχεία στον κύριο Πίτερσον. Για αστυνομία φυσικά ούτε λόγος

Τελικά η Σιμόν βρίσκεται με τον Άλεκ αποκαλύπτοντάς του πληροφορίες που προωθούν την έρευνά του (σελ. 232-234).

Στα προπύλαια του Πανεπιστημίου (…) ο Άλεκ κατόρθωσε να βρει κάπου στο τέλος της σειράς τη Σιμόν. (…) Χαμογέλασε στον Άλεκ «Δεν έχεις καταλάβει τίποτα λοιπόν;» (…) «Η πορεία είναι πρόσχημα, Άλεκ. Οι κάμερες του δρόμου καταγράφουν τους διαδηλωτές και τα στοιχεία τους διασταυρώνονται και ταυτοποιούνται. Ο μόνος λόγος που γίνεται είναι για να προδοθούν αυτοί που συμμετέχουν. Είναι μια απάτη». (…) «Ο Πίτερσον;» της είπε σχεδόν χωρίς να ακουστεί.» (…) «Παίρνει και δίνει στοιχεία στην αστυνομία όπως και ο φίλος σου ο Μάικ». (…) «Δεν είμαι σίγουρος πως καταλαβαίνω», την διέκοψε ο Άλεκ. (…) Ο Πάμπλο έπρεπε να είναι τρομοκράτης».

Ο Άλεκ με τη Σιμόν παρακολουθούν το δωμάτιο που νοσηλεύεται ο Πίτερσον και καταγράφουν τη συζήτηση ανάμεσα σε αυτόν και τον κύριο Μόρι. Έτσι έρχεται η εξήγηση στο μυθιστόρημα (σελ. 248).

Αηδιασμένος και σοκαρισμένος ο Άλεκ τραβήχτηκε προς τη Σιμόν μόλις βγήκαν από το κτίριο. Η συμφοιτήτριά του ήταν ατάραχη ύστερα από αυτά που άκουσαν. Ήξερε! (…)αυτή η ευκαιρία της παρουσιάστηκε όταν πήγε ο Πίτερσον στο νοσοκομείο. Εκεί μπορούσε εύκολα να βάλει έναν κοριό πίσω από μια κουρτίνα, κάτω από ένα ντουλαπάκι, οπουδήποτε.

Πίσω από όλα αυτά κρύβεται ένα καλοστημένο σχέδιο της πολιτικής εξουσίας που σαν στόχο έχει να ενοχοποιεί και να εξαλείψει τους μετανάστες γιατί δήθεν ευθύνονται για κάθε τρομοκρατική ενέργεια (σελ. 251).

Γιατί πάντα χρειάζεται ένας εχθρός, για να ζουν οι άνθρωποι, ένας κίνδυνος, κάτι που να τους κάνει να νιώθουν ανασφαλείς. Τότε και μόνον τότε είναι πρόθυμοι να κάνουν τα πάντα για να αγοράσουν ασφάλεια. Να μη ζητούν τίποτα, να μη ρωτούν τίποτα.

Στο τέλος ενώ αναμένεται να τοποθετηθεί η δισκέτα στον υπολογιστή από τον Νικ, τον πατέρα του Άλεκ, αυτός δειλιάζει και την καταστρέφει, γιατί «μερικοί άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να μην αλλάξουν ποτέ», μονολογεί ο Μάθιου απογοητευμένος (σελ. 268). Ο τελευταίος είναι αυτός που δίνει τη λύση στέλνοντας τις πληροφορίες στο ίντερνετ με τη χρήση ενός προγράμματος του συναδέλφου του, Τζορτζ.

Στοιχεία επιστημονικής φαντασίας

Στο δεύτερο βιβλίο, στα Χνότα στο τζάμι, αναδύονται χαρακτηριστικά επιστημονικής φαντασίας τα οποία είναι ευδιάκριτα στην πλοκή της ιστορίας που παρακολουθεί ο αναγνώστης. Γι’ αυτόν φαινομενικά η πλοκή είναι φανταστική όχι όμως εξωπραγματική. Ο μελλοντικός χρόνος που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας εντάσσεται στη φαντασία «Κάπου στο μέλλον… όχι και τόσο μακριά» (σελ. 9). Ακόμη και ο χώρος που προσδιορίζεται από τους ουρανοξύστες και τις κάμερες δρόμου είναι κι αυτά στοιχεία επιστημονικής φαντασίας (σελ.11).

Εκεί όπου οι ουρανοξύστες και οι τεράστιες πολυκατοικίες φαίνονταν να ενώνονται μεταξύ τους.

Επίσης και στα πανεπιστήμια διδάσκονται μαθήματα που εντάσσονται στη σφαίρα επιστημονικής φαντασίας (μηχανική συμπεριφορολογία). Τα παιδιά των κατοίκων αυτής της πόλης κάνουν τα μαθήματά τους στο σπίτι με τη βοήθεια δασκάλων και μόνο τα παιδιά των μεταναστών, οι οποίοι αντιμετωπίζονται σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, πηγαίνουν στο σχολείο της πόλης (σελ. 31).

Σχολείο πήγαιναν μόνο τα παιδιά των μεταναστών, γιατί αυτά δεν είχαν φόβο να πάθουν κανένα κακό από τους δικούς τους. Τα παιδιά όμως των κατοίκων της πόλης δεν τα άφηναν οι γονείς τους να πάνε σχολείο. Πλήρωναν κάτι περισσότερο και έκαναν τα μαθήματα στο σπίτι.

Ακόμη και στο τέλος του βιβλίου είναι ευδιάκριτη η επιστημονική φαντασία. Υπάρχει τόσο μεγάλη εξέλιξη στην τεχνολογία που οι κάμερες έχουν τη δυνατότητα να συλλαμβάνουν τη θερμότητα που εκπέμπουν τα χνότα των παιδιών από την επικοινωνία τους (σελ. 255).

Ουτοπικά και δυστοπικά στοιχεία

Τα ουτοπικά στοιχεία και σε αυτό το μυθιστόρημα σχετίζονται άμεσα με την τεχνολογική ανάπτυξη. Οι κάμερες παρακολουθούν όλο το εικοσιτετράωρο τους κατοίκους- πολίτες στα σπίτια τους (σελ. 199-200) και στους δρόμους (σελ. 34) και ένας αόρατος τρόμος, απειλή διαπερνά τις ζωές τους. Ακόμη και ο ίδιος ο πρωταγωνιστής έχει κρεμάσει μια μίνι κάμερα στο λαιμό του (σελ. 18).

«Σπιτικές κάμερες; Τι είναι αυτό;» Ο Νικ δεν είχε ιδέα σε τι αναφερόταν ο άλλος. «Κάμερες παρακολούθησης που βρίσκονται μέσα στα σπίτια πολιτών. Πολύ απλό δεν είναι;» (…) πρόκειται για μικροσκοπικές κάμερες, στο μέγεθος τρίχας σχεδόν, που δεν τις πιάνει το ανθρώπινο μάτι. Η εικόνα δεν πηγαίνει ούτε στην αστυνομία ούτε στην εταιρία τηλεπικοινωνιών, όπως συμβαίνει με τις κάμερες δρόμου.

Ο Άλεκ άνοιξε ένα κουμπί της μπλούζας του και έβγαλε από ο στήθος του, όπου ήταν κρεμασμένο, κάτι σαν φυλαχτό, σαν ένα μάτι (…) συνεχάρη σιωπηλά τον εαυτό του για την ιδέα του να κρεμάσει μια μίνι κάμερα στο λαιμό του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα παραπάνω αποσπάσματα ο συγγραφέας με τις μικροσκοπικές κάμερες, στο μέγεθος τρίχας σχεδόν, που δεν τις πιάνει το ανθρώπινο μάτι και τη μίνι κάμερα του πρωταγωνιστή εισάγει τον αναγνώστη στη νέα επιστήμη της νανοτεχνολογίας.

Η τεχνοκρατούμενη κοινωνία είναι διαμορφωμένη ως εξής: η αστυνομία χρησιμοποιεί φορητά σκάνερς για να ελέγχει τις ταυτότητες των πολιτών στους δρόμους (σελ. 43), όταν υπάρχει μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου οι χρήστες των υπολογιστών ειδοποιούνται ηχητικά (σελ. 67, 168-169). Οι υπολογιστές είναι εξοπλισμένοι με πολύ εξελιγμένα προγράμματα που έχουν τη δυνατότητα εφόσον επεξεργάζονται τις φωνές να αναγνωρίζουν την ηλικία και τα συναισθήματα των ομιλούντων (σελ. 77, 180, 260). Επίσης, με βάση όσα αναφέρθηκαν για την ουτοπία θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι ουτοπία είναι η ανεκπλήρωτη επιθυμία της μικρής Ρόζας. Όνειρο της Ρόζας, αδερφής του Άλεκ, είναι να βγει από το διαμέρισμα που ζει εγκλωβισμένη, να τρέξει στην παιδική χαρά, να συναντήσει άλλα παιδιά, να παίξει μαζί τους. Εμπειρία που μέχρι τώρα της ήταν άγνωστη (σελ. 47).

Ήταν σίγουρη ότι κι αυτά θα ήθελαν να βγουν έξω, να δουν τι σημαίνει παιδική χαρά, να ανέβουν στην τσουλήθρα, να παίξουν γύρω- γύρω όλοι, να κουνήσουν μία κούνια.

Σ’ αυτή την κατηγορία ουτοπίας εντάσσεται και η επιθυμία του Άλεκ να δημοσιοποιήσει το υλικό του βίντεο που τράβηξε στο σταθμό του μετρό και περιλαμβάνει τη δολοφονία ενός αθώου συμφοιτητή του για να περιορίσει την καταδίκη αθώων πολιτών (σελ. 238 και 260).

«Άκου, Άλεκ. Αυτό το πράγμα δεν πρέπει να θαφτεί, αυτή η θυσία δεν πρέπει να πάει χαμένη. Εσύ έχεις το πραγματικό δισκάκι με το βίντεο στο σταθμό. Αυτή η ιστορία πρέπει να γίνει γνωστή, δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη και να κατηγορούνται αθώοι άνθρωποι».

«Σου το αφήνω λοιπόν, με την παράκληση να σκεφτείς σοβαρά το μέλλον της πόλης και όλων μας. Δεν πρέπει πλέον να ζούμε στο ψέμα και στο φόβο».

Αξίζει να επισημανθεί πως στο τέλος της ιστορίας ορισμένες επιθυμίες των ηρώων γίνονται πραγματικότητα και έτσι παύουν να είναι ουτοπία γι’ αυτούς (σελ. 263).

Το πώς είχε συμβεί αυτό και στις δέκα είχαν ξεχυθεί όλα τα παιδιά από τα σπίτια τους και είχαν πλημμυρίσει τους δρόμους, αυτό δεν το είχε καταλάβει. Η τηλεοθόνη μετέδιδε εδώ και ώρα στιγμιότυπα από κάθε γωνιά της πόλης.

«Η επανάσταση των παιδιών».

Το μεγαλύτερο παιδικό πάρτι»…

Κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι ο αναγνώστης θαυμάζει τα επιτεύγματα της τεχνολογίας τα οποία ταυτόχρονα αποτελούν και ουτοπικά στοιχεία γι’ αυτόν. Ο κλασικός πίνακας στις πανεπιστημιακές αίθουσες έχει αντικατασταθεί από videowall (σελ. 27), οι πόρτες των σπιτιών δεν προκαλούν θόρυβο (σελ. 61), τα τηλέφωνα έχουν αντικατασταθεί από τηλεοθόνες (σελ. 157), οι εξώπορτες ανοίγουν με μαγνητικές κάρτες, ακόμη και ο σκύλος έχει ένα μικρό τσιπ στο κολάρο του για να ενεργοποιεί τη μαγνητική εξώπορτα (σελ. 181). Επίσης η μεγάλη επιθυμία των ηρώων για δικαιοσύνη και ελευθερία αποτελούν και τα ουτοπικά τους στοιχεία.

Σχετικά με τη θεωρία γύρω από τη δυστοπία, είναι εύκολο να ισχυριστεί κάποιος ότι στο βιβλίο Χνότα στο τζάμι του Β. Παπαθεοδώρου καταγράφονται πάρα πολλά στοιχεία. Η παρακολούθηση κάθε κίνησης των πολιτών και η προσπάθεια να τρομοκρατούνται από τις αρχές είναι βασικά δυστοπικά στοιχεία. Στη σελ. 59 αναφέρεται …σε μια πόλη που βρισκόταν σχεδόν ολοκληρωτικά κάτω από τις διαταγές του στρατού και της αστυνομίας. (…) Ο αριθμός των νεκρών και το αναζωογονητικό αναψυκτικό εναλλάσσονταν στα μάτια των λιγοστών περαστικών. (…) «Δεκάδες οι νεκροί από τη χθεσινή τρομοκρατική επίθεση στη συνοικία Η».

Οι ειδήσεις δεν μετέδιδαν τίποτα άλλο παρά μόνο τρομοκρατικά χτυπήματα, ανθρώπινες ιστορίες άγχους και απόγνωσης, παιδιά να χάνουν τις μητέρες τους, ηλικιωμένες τους συζύγους τους και αρρώστους να μην προλαβαίνουν να πάνε στο νοσοκομείο. Το πλήθος πάντα οργισμένο και έτοιμο να ρίξει την οργή του σε κάποιον (σελ. 60).

«Δεν θα λυγίσουν την ψυχή μας οι τρομοκράτες. Δεν θα καταλύσουν τη δημοκρατία μας…»

Τελικά αποδεικνύεται ότι όλα αυτά ήταν σκηνοθετημένα. Από τα παραπάνω, συμπεραίνεται ότι ο κόσμος ζει σε ένα καθεστώς τρόμου και πανικού. Ο Άλεκ χρησιμοποιώντας μια κάρτα που βρίσκει τυχαία καταφέρνει να φτάσει στην περιβόητη συνοικία Η. Σ’ αυτή τη συνοικία ζουν πολίτες «δεύτερη κατηγορίας». Η συνοικία είναι το γκέτο των μεταναστών όπου συμβαίνουν οι μεγαλύτερες τρομοκρατικές ενέργειες, οι οποίες όμως αποδεικνύεται ότι είναι όλες σκηνοθετημένες, δηλαδή η συνοικία λειτουργεί σαν ένα τεράστιο στούντιο όπου μαγνητοσκοπούνται τρομοκρατικές ενέργειες (σελ. 149-150 και 234).

Ο Άλεκ έμεινε αποσβολωμένος.

Βρισκόταν σε ένα τεράστιο φυσικό στούντιο, σε έναν τόπο γυρισμάτων. (…)

Ο Άλεκ ήταν εντελώς μπερδεμένος. Δηλαδή η έκρηξη στη συνοικία Η, το λεωφορείο, οι θάνατοι, όλα αυτά… ήταν εντελώς πλαστά; Και για πόσο καιρό γινόταν αυτό το πράγμα; Για χρόνια; Για δεκαετίες μήπως; (…) Όλα αυτά ήταν ψέματα λοιπόν.

Όλα σκηνοθετούνται, όλα αυτά που προβάλλουν στις ειδήσεις είναι ψέματα.

Ευκρινές δυστοπικό στοιχείο είναι και ο περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης των πολιτών, εφόσον παρακολουθούνται και καταγράφονται όλες οι συνομιλίες τους. Η επιβολή αρνητικών βαθμών από την αστυνομία είναι εξίσου σημαντικό δυστοπικό στοιχείο. Η εταιρία τηλεπικοινωνιών δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια εταιρία που στόχο έχει να παρακολουθεί, να εντοπίζει και να καταγράφει κάθε ύποπτη κίνηση των πολιτών. Σ’ αυτή την κοινωνία οι πολυάριθμες κάμερες στους δρόμους ελέγχουν καταστήματα και σπίτια. Επίσης οι υποκλοπές των συνομιλιών των πολιτών από σταθερά και κινητά τηλέφωνα είναι δεδομένες. Έτσι ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να διακρίνει ένα σύνολο δυστοπικών στοιχείων (σελ. 57).

Οποιαδήποτε πληροφορία διακινούνταν εκείνες τις ώρες μέσω ίντερνετ, κινητών και σταθερών τηλεφώνων, έπρεπε να φιλτραριστεί διεξοδικά.

Είναι ανατριχιαστική η παρακολούθηση των πολιτών εφόσον η εταιρία και οι αρχές διατηρούν αρχείο με ύποπτες λέξεις (σελ. 73-75 και 200).

Είχε ένα αρχείο με ύποπτες λέξεις, όπως «κόβω», «ψαλίδι», «μαχαίρι» και ένα σωρό άλλες, οι οποίες περιοδικά εμπλουτίζονταν με νέες. Η «σοκολάτα» είχε προστεθεί τελευταία και μόνο σε συνδυασμό με ενεργητικό ρήμα, γιατί τότε σήμαινε άνθρωπο σκούρου χρώματος. Τα «γεμιστά μπισκότα» ήταν πάλι ύποπτα, γιατί ενδεχόταν να υπονοούν τη λέξη «βόμβα». «λοιπόν, παιδί, εννέα ετών, σκούρου δέρματος, νευριασμένο, λέει ότι πήγε να πετάξει τη γόμα του στο φίλο του… (…) «γόμα. Μπορεί να εννοεί εκρηκτικά με ελαστική γόμωση».

Μωρά που έκλαιγαν, άνθρωποι που κάθονταν στο παράθυρο και κοίταγαν τις φωτιές, άλλοι που άναβαν κεριά. Μέχρι και σε τουαλέτες είχαν μπει κάμερες. Η εικόνα ήταν ασπρόμαυρη, νυχτερινή, τα πρόσωπα τραβηγμένα και ‘άγρια, αλλά καταγράφονταν όλα.

Βέβαια οι αρχές προσπαθούσαν να πουν στους πολίτες ότι για την προστασία τους από χημικά αέρια χρειάζεται να μπουν παντού αντιτρομοκρατικά φίλτρα (σελ. 65). Για λόγους ασφαλείας οι πολίτες δεν έπρεπε να ανοίγουν όποτε ήθελαν λογαριασμό και έπρεπε να χρησιμοποιούν πάντα ταυτοποιημένα mails (σελ. 38-39).

Αυτό γινόταν για λόγους ασφαλείας και δεν ήταν σωστό για τους πολίτες όποιο λογαριασμό ήθελαν και όποτε ήθελαν. (…) Μη ταυτοποιημένα mails είχαν μόνο αυτοί που είχαν λόγο να μην ταυτοποιούνται οι ηλεκτρονικές τους διευθύνσεις, αυτοί που είχαν να κρύψουν κάτι.

Επιγραμματικά αναφέρεται ότι όλα αυτά τα δυστοπικά στοιχεία παρατέθηκαν για να αποδειχτεί πως οι πολίτες παρακολουθούνται καθημερινά στην επικοινωνία τους. Περιορίζεται η ελεύθερη έκφραση, τα παιδιά ζουν εγκλωβισμένα στα διαμερίσματα, δεν έχουν φίλους, κάνουν τα μαθήματά τους στο σπίτι γιατί είναι επικίνδυνο να κυκλοφορούν στους δρόμους (σελ. 29, 79, 99, 105, 228).

Η Ρόζα στεκόταν μελαγχολική στο παράθυρό της και κοίταζε έξω. Προσπαθούσε να φανταστεί αν θα της άρεσε να τρέχει στο δρόμο, να περπατάει και να τη δροσίζει ο αέρας…

Ο Τόμ ζήλευε λιγάκι, γιατί αυτός δεν είχε δει ακόμα την παιδική χαρά, δεν ήξερε τι ήταν… Από το απέναντι ο Τμ αγωνιούσε να μάθει νέα από τον καινούργιο τους φίλο, τον Ομάρ, ένα φίλο που δεν τον είχε δει ποτέ…

(Η Έλεν, μητέρα της Ρόζας) Δεν ήταν ακριβώς σίγουρη, αν (η κόρη της) κοίταζε το δρόμο, μπορεί να μην κοίταζε συγκεκριμένα κάπου, πάντως το τζάμι είχε θολώσει από την αναπνοή της και από τα δάκρυά της

Φοβόταν για τον Τομ (η Ρόζα), ότι μια μέρα που δεν θα αργούσε θα τον έχανε κι αυτόν. Ήδη δε μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του παρά μόνο με νοήματα. Της αρκούσε όμως που τον έβλεπε και του χαμογελούσε, και της χαμογελούσε κι αυτός, κι ας μην έλεγε τίποτα.

Αλλά και η ζωή των μεγαλύτερων πολιτών είναι μια δυστοπία. Οι πολίτες είναι δυστυχισμένοι (η Έλεν μελαγχολική) ενώ η αποξένωση, ο φόβος και η καχυποψία χαρακτηρίζουν τη ζωή τους. Η φιλία, η συνεργασία, οι ενδοοικογενειακές σχέσεις είναι ελλιπείς και αυτό προκύπτει από τα ενδεικτικά αποσπάσματα (σελ. 72-73, 118, 221 και 229).

Ο Νικ δεν είχε φίλους, είχε κάποιους γνωστούς…

Ο Νικ μόλις και άκουγε, για πρώτη φορά τα ονόματα των συναδέλφων που βρίσκονταν στον ίδιο θάλαμο μαζί του. Εδώ και μέρες που είχε αλλάξει γραφείο, δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να τους γνωρίσει. Τους χαιρέταγε όλους με ένα νεύμα, ίσως και μια καλημέρα, αλλά δεν ήξερε το παραμικρό γι’ αυτούς.

Ποτέ δεν είχαν καθίσει όλοι μαζί, ποτέ δεν είχαν βγει όλοι μαζί, (τα μέλη της οικογένειας) αλλά να που τώρα και οι τέσσερις ένιωθαν το ίδιο πράγμα. Μοιράζονταν τα ίδιες σκέψεις.

«Γι’ αυτό πρέπει να εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλο, να προστατεύουμε ο ένας τον άλλο, γιατί δεν έχουμε κανέναν να νοιαστεί για μας».

Η Ρόζα δεν είχε παίξει ποτέ με επιτραπέζια, ούτε με κούκλες, μόνο με βιντεοπαιχνίδια. Τώρα είχε ήδη δύο κούκλες. Τι να το κάνει όμως αν δεν είχε ένα ζωντανό φίλο, που να μπορεί να του μιλήσει και να της απαντήσει;

Οι συνήθειες των ανθρώπων είχαν αλλάξει εντελώς και υπήρχαν ελάχιστα Ι.Χ. στους δρόμους. Ήταν παράξενο για τον υπάλληλο το ότι οι ήρωες χρειάστηκαν αυτοκίνητο για μια εκδρομή, εφόσον οι άνθρωποι αυτής της εποχής και της συγκεκριμένης κοινωνίας σταμάτησαν να πηγαίνουν εκδρομές και αποκόπηκαν τελείως και από τα χωριά τους (σελ. 135 και 218).

Από πότε είχε άραγε να πάει εκδρομή; Ίσως να είχαν περάσει και δέκα χρόνια…

Οι άνθρωποι δεν πήγαιναν πλέον εκδρομές, ούτε στα χωριά τους. Χωριό τους ήταν η πόλη.

Μελετώντας τα δυστοπικά στοιχεία παρατηρείται ότι αυτά είναι συνήθως συνέπεια ουτοπικών καταστάσεων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της σελ. 200 όπου το ουτοπικό στοιχείο των καμερών μεγέθους τρίχας χρησιμοποιείται για το δυστοπικό στοιχείο του περιορισμού της ελευθερίας των πολιτών. Προς το τέλος της ιστορίας του βιβλίου η δυστοπία μειώνεται αισθητά, εφόσον μικροί και μεγάλοι βιώνουν με ανακούφιση σημαντική ελευθερία (σελ. 267).

Τα δυο παιδιά βόλταραν στους δρόμους, βλέποντας την αστυνομία να κάθεται ανήμπορη και αμήχανη στην άκρη κάθε τετραγώνου περιμένοντας οδηγίες για το τι θα κάνει. Και με την πάροδο της ώρας έβλεπαν τα περιπολικά αντί να πυκνώνουν να αποχωρούν. Ο κόσμος συνέχιζε να βγαίνει από τα σπίτια του έξω, να ψωνίζει, να κάθεται σε καφετέριες, να χαζεύει ανέμελα.

Η αποικιοκρατία στο Χνότα στο τζάμι

Σ’ αυτό το βιβλίο στοιχεία αποικιοκρατίας δεν εντοπίστηκαν.

Η σημασία του ονόματος στην εξέλιξη της ιστορίας

Βασικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Άλεκ. Προέρχεται από το Άλεξ- Αλέξανδρος. Ρίζα του το ρήμα αλέξω, που σημαίνει προστατεύω, εμποδίζω, διευθετώ, βοηθώ. Είναι ο πρωταγωνιστής που αγωνίζεται για να προστατεύσει τους πολίτες της τεχνοκρατούμενης κοινωνίας από μια διεφθαρμένη πολιτική εξουσία η οποία ενσπείρει τον τρόμο και τον πανικό με στόχο τη χειραγώγησή τους. Προσπαθεί να εμποδίσει το κακό, αναλαμβάνει προσωπική δράση, διευθέτηση και διαλεύκανση του εγκλήματος του συμφοιτητή του Πάμπλο. Επίσης, το όνομα Άλεκ προέρχεται από το αρχαίο «άλεξ» που σημαίνει μακριά. Είναι αυτός που απομακρύνει το κακό, τη δυστοπία και φέρνει την ουτοπία. Η Ρόζα, όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας μας αποκάλυψε, έχει ένα απόλυτα συμβολικό όνομα. Ρόζα είναι το τριαντάφυλλο (rose), η αθωότητα της παιδικής ηλικίας, τα όνειρα και οι επιθυμίες της. Τα ανέμελα παιχνίδια που αν και ποθούσε δυστυχώς της ήταν άγνωστα.

Όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι στο αστυνομικοκρατούμενο κράτος αρχίζουν από «Τζ» Τζο, Τζακ, Τζιμ, Τζον, Τζόναθαν. Με όλα αυτά τα «Τζ» υποδηλώνεται η εξουσία. Επίσης τα ονόματα άλλων χαρακτήρων αντιπροσωπεύουν το έθνος και τη φυλή. Ο συγγραφέας μ’ αυτό περνάει πολιτική και θρησκευτική ιδεολογία εφόσον το καθένα αναφέρεται σε διαφορετική εθνικότητα. Ομάρ (Τούρκος-μουσουλμάνος), Σιμόν (Γαλλίδα), ο καθηγητής του μαθήματος «μηχανικής συμπεριφολογίας» ο κύριος Πίτερσον είναι Σκανδιναβός και παραπέμπει στην άρια φυλή, όπως επίσης και ο ξανθός γαλανομάτης αστυνομικός που ταυτόχρονα ήταν και ηθοποιός της σκηνοθεσίας εγκλημάτων. Το όνομα Πάμπλο έχει λατινική ρίζα. Ο τελευταίος αλλάζει το όνομά του σε Πολ. Είναι ο μετανάστης τον οποίο θεωρούν τρομοκράτη εφόσον οι αρχές επιρρίπτουν όλες τις τρομοκρατικές ενέργειες στον πληθυσμό των μεταναστών (σελ. 26).

«Όλους μας λένε Τομ. Πίτερ, Πολ, Έλεν, Μαίρη. Κανένας δε λέγεται πλέον Χασάν, Πάμπλο ή Ισμήνη. Γιατί συμβαίνει αυτό;», (…) «Γιατί κανένας δε θέλει πια να ονομάζεται Χασάν, Πάμπλο ή Ισμήνη… συνέχισα απτόητος ο Κύριος Πίτερσον. «Γιατί στη σημερινή κοινωνία ίσως να είναι και λιγάκι επικίνδυνο να ονομάζεται κάποιος έτσι. Γιατί στη σημερινή εποχή είναι ίσως πιο φρόνιμο να μη διαφέρει κανείς από το διπλανό του…».

Ο συγγραφέας μ’ αυτά τα ονόματα πραγματεύεται ζητήματα ρατσισμού, πολιτικής εξουσίας, φασιστικού συστήματος, διαπολιτισμικότητας και παιδικής αθωότητας. Ακόμη και το περιστέρι που χρησιμοποίει ο Ομάρ για να στείλει μήνυμα στη Ρόζα έχει συμβολικό χαρακτήρα. Τα παιδιά δε γνωρίζουν από όρια, από φυλετικές διακρίσεις, από θρησκευτική και εθνική καταγωγή. Το μόνο που τα ενδιαφέρει είναι η επικοινωνία, το δέσιμο, το παιχνίδι, η αγάπη, η αλήθεια.

Επίλογος - συμπεράσματα

Το Μήνυμα και το Χνότα στο τζάμι είναι τα δύο βιβλία που μελετήθηκαν και προσεγγίστηκαν με τα κριτήρια του αστυνομικού μυθιστορήματος, της επιστημονικής φαντασίας, των ουτοπικών και δυστοπικών στοιχείων. Και στα δυο μυθιστορήματα είναι σημαντικός ο ρόλος των παιδιών σε σχέση με τους ενήλικες. Είναι αυτά που στο τέλος των ιστοριών δημιουργούν ουτοπικές συνθήκες στην κοινωνία και φέρνουν τον αέρα της ελευθερίας. Το Μήνυμα έχει περισσότερα στοιχεία ουτοπίας. Οι ήρωες εκεί με όλο το νεανικό ενθουσιασμό και αυθορμητισμό, την εφηβική ευστροφία, την αστυνομική-ερευνητική διάθεση, τη δημιουργική φαντασία τους αγωνίζονται και καταφέρνουν στο τέλος να στείλουν ένα μήνυμα σε όλους τους «κοιμισμένους» πολίτες φέρνοντας την αλλαγή. Η κοινωνία στην οποία ζουν είναι άμεσα εξαρτημένη από την τεχνολογία, οι ανθρώπινες αξίες είναι σχεδόν ανύπαρκτες και ο σύγχρονος άνθρωπος στοχεύει στη σκόπιμη καταπάτηση και ανελέητη καταλήστευση του φυσικού περιβάλλοντος. Στο Χνότα στο τζάμι η κοινωνία είναι σκληρή και επίσης τεχνοκρατική. Ο άνθρωπος αποκομμένος από το συνάνθρωπο και καταδικασμένος να ζει μια βασανιστική καθημερινότητα όπου κυριαρχεί η απειλή, ο τρόμος και η αστυνόμευση. Νόμοι δεν υπάρχουν για τους πολίτες αλλά μόνο για τις αρχές. Ο ρατσισμός είναι έντονος. Οι μετανάστες είναι η κύρια πηγή κακών και η απειλή της υποτιθέμενης ευημερίας της πολιτείας. Στο ίδιο βιβλίο παρατηρούνται περισσότερα στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος ενώ στο Μήνυμα υπερτερούν τα στοιχεία της επιστημονικής φαντασίας.

Και στα δύο βιβλία, όπως αναφέρθηκε, τα πολιτικά καθεστώτα είναι απολυταρχικά και ολοκληρωτικά με ευδιάκριτα φασιστικά στοιχεία. Η αστυνόμευση των πολιτών, η λογοκρισία, ο περιορισμός και η απαγόρευση της κυκλοφορίας και επικοινωνίας, η εξουδετέρωση των μεταναστών και των αδύναμων, η προπαγάνδα των ΜΜΕ, η παραπληροφόρηση, ο εκφοβισμός και ο φανατισμός είναι καθαρά στοιχεία δικτατορικού πολιτεύματος. Άλλωστε οι βαθμολογίες (θετικοί ή αρνητικοί πόντοι) που συνέλεγαν οι πολίτες και αναβαθμίζονταν μ’ αυτούς μας ανάγουν στη χιτλερική ηγεμονία, όπου προάγονταν όλοι οι συνεργάτες των δυνάμεων του Άξονα.

Και στα δύο βιβλία είναι διάχυτη η ιδεολογία και μάλιστα με διαφορετικές μορφές (πολιτική, θρησκευτική, φυλετική). Επιπλέον, κατά την ανάλυση εντοπίστηκαν αρκετά στοιχεία διακειμενικότητας. Μέσω της διακειμενικότητας (χρήση παροιμιών και λαϊκών φράσεων), ο συγγραφέας χωρίς διδακτισμό περνάει μηνύματα, προβληματίζει τον αναγνώστη και τον κάνει ενεργητικό, κριτικό πολίτη.

Χνότα στο τζάμι:

Έχουν δει τα μάτια μου αδικίες. (σελ. 97)

Κάθισε για λίγο σαν σε αναμμένα κάρβουνα. (σελ. 110)

Πολλές φορές οι νεκροί είναι πιο επικίνδυνοι από τους ζωντανούς. (σελ. 119)

Πούλησα και την ψυχή μου (σελ. 247)

Σκύλος που γαβγίζει δε δαγκώνει (σελ. 268)

Μήνυμα:

Ώρες ώρες τα φόρτωνε στον κόκορα (σελ. 25)

Λύσσαξε από το κακό του (σελ. 114)

Το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού (σελ. 119)

Ας μη μιλάμε δυνατά, έχουν και οι τοίχοι αυτιά (σελ. 121)

Είμαι μπλεγμένος άσχημα (σελ. 134)

Ολοκληρώνοντας, κρίνεται σκόπιμο να γίνει αναφορά σε ένα απλό αλλά τόσο επίκαιρο, διαχρονικό και βαθυστόχαστο μήνυμα το οποίο και καταγράφεται στα συγγραφικά παρακειμενικά στοιχεία του βιβλίου Μήνυμα του Β. Παπαθεοδώρου.

Μπορούν να σώσουν τη Γη; Ποιοι; Μα ποιοι άλλοι εκτός από τα παιδιά;

Επίσης, θα θεωρηθεί παράληψη αν δεν αναφερθεί η παρούσα εργασία στο βαρυσήμαντο σχολιασμό του συγγραφέα που καταγράφεται στη σελ. 161 του βιβλίου του Χνότα στο τζάμι.

«Τα παιδιά είναι το μέλλον και η ελπίδα αυτού του κόσμου».

Ο αναγνώστης μετά από τη μελέτη και των δύο βιβλίων σίγουρα δεν θα είναι και πολύ «φρόνιμος», εφόσον θα έχει αποκτήσει μια δύσκολη αλλά ουσιαστική συνήθεια. Τη συνήθεια να αμφισβητεί και να κρίνει. Αυτό άλλωστε δεν είναι και το μήνυμα που στέλνει ο συγγραφέας μέσα από τη σελ. 26 του βιβλίου Χνότα στο τζάμι;

Δεν είμαι και πολύ φρόνιμος, γιατί έχω τη συνήθεια να αμφισβητώ, να ψάχνω τα πράγματα κάτω από την επιφάνειά τους, να βλέπω τι κρύβεται πίσω από το καθετί. Και θα σας συμβούλευα να κάνετε και εσείς το ίδιο».

Πτυχιακή εργασία φοιτήτριας Κ. Ρ., Τμήμα Νηπιαγωγών Φλώρινας, Ιούνιος 2012

ΦΛΩΡΙΝΑ 2012

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

 «Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ»

 Φοιτήτρια Κ.Π.

 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ...

 …Έπειτα, δε θα μπορούσα να παραλείψω φυσικά τον κ. Βασίλη Παπαθεοδώρου, τον πρωταγωνιστή της πτυχιακής μου εργασίας, για την ευκαιρία που μου έδωσε να εργαστώ πάνω στα δικά του έργα και για την όλη στήριξή του καθ’ οδών αυτής. Του χρωστάω ένα τεράστιο ευχαριστώ για την προθυμοποίηση της βοήθειάς του και του εύχομαι την επιτυχία σε όποια επαγγελματική πορεία κι αν διαλέξει…

 ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 ...Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την εκπόνηση και την ασφαλή διεξαγωγή της πτυχιακής ήταν τρία (3) λογοτεχνικά εφηβικά μυθιστορήματα του νέου και πολυτάλαντου συγγραφέως, κ Βασίλη Παπαθεοδώρου: το «ΆΛΦΑ», το «Χνότα στο Τζάμι» και το «Στη Διαπασών».         

  1. «ΑΛΦΑ»

1.1 ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Έχουν περάσει σχεδόν τρεις δεκαετίες από τότε που νέοι άνθρωποι –φοιτητές και μαθητές τότε- οχυρώθηκαν στο Πολυτεχνείο και αντιστάθηκαν στη Χούντα των συνταγματαρχών απαιτώντας ένα πολύτιμο αγαθό, την Ελευθερία. Από τότε, κάθε χρόνο, εορτάζεται η επέτειος εκείνου του αγώνα με κορύφωση τη μεγάλη πορεία ανήμερα της 17ης Νοέμβρη. Μια πορεία που έχει γίνει πλέον καθεστώς να εκμεταλλεύονται με κάκιστο τρόπο διάφορες ομάδες αντιεξουσιαστών και να τη μετατρέπουν σε μάχη με τις ένοπλες δυνάμεις αδιαφορώντας για το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο.

 Δύο 16χρονα αγόρια, θέλοντας να νιώσουν τη ξεγνοιασιά και τη νεότητα της ηλικίας τους, μπαίνουν σε μια τέτοια περιπέτεια ζωής, βανδαλισμών και καταλήψεων. Στην περιπέτεια του σύγχρονου Πολυτεχνείου. Χώροι, πράγματα, άνθρωποι και καταστάσεις που δεν έχουν ξαναγνωρίσει, καθώς οι ήρωες εισέρχονται σε μια εσωτερική ενδοσκόπηση του χαρακτήρα τους, της συμπεριφοράς τους, των δυνατοτήτων τους, των ονείρων τους και των καταστάσεων που έχουν ζήσει και θα ζήσουν. Ο Αλέξης, ένα παιδί απόλυτο, με ιδεολογίες, αξίες και ιδανικά, συμμετέχει σε ένα παιχνίδι συναισθημάτων χωρίς να το αντιλαμβάνεται αρχικά. Με τον φίλο του Μάριο πίστευαν πως η συγκεκριμένη κατάληψη ήταν παρόμοια με τις σχολικές καταλήψεις ζώντας σε έναν ουτοπικό κόσμο για το τι επρόκειτο να συμβεί μέσα στο Πολυτεχνείο.

 «[..]Θα πήγαιναν στο Πολυτεχνείο και θα έμπαιναν στην ‘‘ουρά’’ της πορείας. Έπειτα από κάποια ώρα, που ο περισσότερος κόσμος θα είχε προχωρήσει, όσοι θα έμεναν στο τέλος θα είχαν όλο το χώρο και το χρόνο δικό τους για να δημιουργήσουν μια μικροταραχή. Τα παιδιά, βέβαια, δε θα ξεκινούσαν τίποτα από μόνα τους. Θα συμμετείχαν απλώς στη φασαρία. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήξεραν για ποιον λόγο γίνονταν κάθε χρόνο αυτά τα επεισόδια, δεν γνώριζαν κανέναν από εκείνους που τα προκαλούσαν, δεν τους ένοιαζε καν η όλη κατάσταση. Το μόνο που γνώριζαν ήταν ότι θα γινόταν κάτι έξω από τα συνηθισμένα, κάτι που θα τους έμενε να συζητάνε για πολλούς μήνες μετά, κάτι σαν τις καταλήψεις του σχολείου τους, στις οποίες είχαν λάβει μέρος τα τρία τελευταία χρόνια. Φαντάζονταν κάποια μικροταραχή στην αρχή και ότι μετά θα κλείνονταν στο χώρου του Πολυτεχνείου –το δικό τους χώρο πλέον- όπου θα γνώριζαν άλλα άτομα, θα συζητούσαν, μπορεί και να τραγουδούσαν κάποιες στιγμές, αλλά σίγουρα θα τα περνούσαν ωραία.»

Μέσα από κάποιες συγκυρίες, αποφασίζουν να μείνουν τελικά στο Πολυτεχνείο μαζί με άλλους δύο φίλους τους και από εκείνη τη στιγμή μπαίνουν σε έναν φαύλο κύκλο περιπέτειας και κινδύνου.

 Ταραξίες και αναρχικοί κατέστρεφαν τη δημόσια περιουσία του Πανεπιστημίου πετώντας έδρανα και καρέκλες από τα παράθυρα, με τον Αλέξη να αγωνιά για το μέλλον αυτού και μένει άφωνος. Προερχόμενος από μια οικογένεια που δεν ενδιαφέρεται για τον ίδιο, καθώς η μητέρα και ο πατέρας του έχουν χωρίσει με τον πατέρα του να θέλει να τον διώξει από το σπίτι όπως πιστεύει ο ίδιος, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη ζωή που είχε και στη ζωή που θα έχει. Γι’ αυτό και συμμετέχει στην αρχή και ο ίδιος στο «ξήλωμα» του Πολυτεχνείου.

 « [..] Άλλοι έσπαζαν τα τζάμια με καδρόνια, μερικοί πετούσαν θρανία και καρέκλες από τα παράθυρα των αιθουσών κάτω στο προαύλιο.

- Ε, παιδιά, ελάτε να βοηθήσετε!

Κάποιος φώναξε τον Μάριο και τον Αλέξη να δώσουν ένα χεράκι.

- Γιατί τα πετάτε κάτω; ρώτησε ο Αλέξης.

- Για να έχουμε ξύλα για τη φωτιά μας το βράδυ. Αλλιώς πως θα ζεσταθούμε;

Ο Μάριος έσκυψε στο αυτί του φίλου του και του είπε να μην κάνει πολλές ερωτήσεις, γιατί μπορεί κάποιος να καταλάβαινε κάτι στραβά και να γινόταν παρεξήγηση.

- Άσε, κατέληξε. Κάνε ό,τι σου λένε και μη λες πολλά.

Ο Αλέξης δεν απάντησε. Δεν του άρεσε όμως να καθόλου αυτό το ‘‘Κάνε ό,τι σου λένε’’. Και ποιοι ήταν αυτοί που θα του έλεγαν τι να κάνει;

Δεν μίλησε. Πλησίασε μαζί με τον Μάριο στο παράθυρο και άρχισαν να πετάνε και αυτοί ό,τι ξύλινο έβρισκαν μπροστά τους ή ό,τι τους έδινα οι άλλοι.»

Μαζί με την παρέα του βρίσκουν μια αίθουσα απομόνωσης από τους υπόλοιπους που αργότερα θα αποδειχθεί και το καταφύγιό τους. Όταν βγήκαν στο προαύλιο ώστε να διαμαρτυρηθούν με τις υπόλοιπες ομάδες, ξέσπασαν φασαρίες, σειρήνες περιπολικών και δακρυγόνα και η αφόρητη αυτή κατάσταση τους οδήγησε να εισέλθουν σε ένα χώρο όπου προκάλεσε διαφορετικά συναισθήματα στον Αλέξη και τον Μάριο: στον Αλέξη ενθουσιασμό και δέος και στο Μάριο απαξίωση.

 «- Ω! έκανε ο Αλέξης μόλις συνήθισαν ακόμα περισσότερο τα μάτια του. Κοίτα εδώ, Μάριε, τι ωραία που είναι, απευθύνθηκε στο φίλο του.

- Τι ‘‘ωραία’’; Είπε ο Μάριος. Που το βλέπεις το ωραίο;

Ο Αλέξης δεν απάντησε. Βρισκόταν σε μια αίθουσα με πίνακες, αγάλματα και άλλα γλυπτά. Δεν μπορούσε να διακρίνει τις λεπτομέρειες, αλλά ένιωθε το γαλακτώδες λευκό του μαρμάρου και του γύψου να του χαϊδεύει τα μάτια, τα πλαίσια των πινάκων να καθοδηγούν αυστηρά τη ματιά του.

[..] Ο Αλέξης ήθελε να τα δει όλα αυτά ένα προς ένα, να νιώσει τι ήθελαν να του πουν, να αισθανθεί την ηρεμία που μπορούσαν να του προσφέρουν. Προς στιγμήν, είχε ξεχάσει τις φωτιές, τα δακρυγόνα, τις σειρήνες, τους αστυνομικούς, τις σπασμένες καρέκλες, τις πέτρες και τα μαντίλια στα πρόσωπα. Ήθελε να ταξιδέψει στις θάλασσες όπου ταξίδευαν τα πλοία που εικονίζονταν στο μουσαμά. Ήθελε να χαϊδέψει τις λείες καμπύλες των αγαλμάτων. Ένιωθε ότι βρισκόταν σε ένα χώρο δημιουργίας, ένα χώρο ιερό. Αυτό το τελευταίο μπήκε στον πειρασμό να το πει και στο Μάριο.

- Δε σου φαίνεται πως βρισκόμαστε σε ένα χώρο ιερό; του είπε νηφάλια.

- Αηδίες! απάντησε ο άλλος ξερά. Πάμε να φύγουμε γρήγορα από εδώ, να προλάβουμε τη συνέλευση!»

 Ήταν μία αίθουσα γεμάτη με έργα τέχνης και αγάλματα λίγο πριν την καταστροφή τους. Ο υπέρμετρος ενθουσιασμός του Αλέξη γι’ αυτά, τον οδήγησε την ίδια μέρα πάλι στην ίδια αίθουσα όπου έζησε κάτι το απίστευτο, κάτι που ξεφεύγει από τα όρια του πραγματικού και αγγίζει ίσως τα όρια του φανταστικού: ενώ βρισκόταν σε μια κατάσταση κούρασης και ύπνου, εμφανίστηκε η μορφή του αγάλματος στη γυναικεία του μορφή. Ενθουσιασμένος αλλά και δύσπιστος και καχύποπτος ταυτόχρονα, ο Αλέξης δεν πιστεύει στα μάτια του. Αργότερα μετά από αρκετές συζητήσεις, κατάλαβε ότι μπορεί η μορφή αυτή να μην ήταν πραγματική, αλλά αυτά που του είπε ήταν αληθινά γιατί άγγιξαν τη ψυχή του. Έτσι δημιουργείται μια σχέση θαυμασμού και αγάπης καθώς η μορφή αυτή κάνει τον Αλέξη να καταλάβει τον εαυτό του, να ανοίξει τη ψυχή του και του δίνει ελπίδα για το μέλλον του.

 «-Να, είναι...   πώς να σ’ το πω.  Ε, κοίτα, είμαστε αναγκασμένοι να φύγουμε σήμερα το βράδυ.  Μπορεί να γίνουν μεγάλες ταραχές και δε θέλουμε να μπλεχτούμε.  Θέλω να ξέρεις όμως (εκεί ο Αλέξης δίστασε για λίγο) θέλω να ξέρεις ότι σε θεωρώ την καλύτερή μου φίλη.  Είναι περίεργο ίσως και παράξενο αυτό που λέω, αλλά ποτέ άλλοτε δεν εμπιστεύτηκα κάποιο άτομο τόσο πολύ και τόσο γρήγορα όσο εσένα.  Και μετά τη γνωριμία μου μαζί σου, τίποτα δε θα είναι πια το ίδιο για μένα, τίποτα δε θα ‘ναι όπως πριν.  Πώς να το πω; Μου έδωσες αισιοδοξία, θάρρος, αυτοπεποίθηση, χαρά για τη ζωή.  Νιώθω ότι όλα όσα έκανα μέχρι πριν από δύο τρεις μέρες ήταν εντελώς ανούσια . Μάλλον, για να το πω καλύτερα, το ήξερα πως ήταν ανούσια, τώρα όμως το έχω συνειδητοποιήσει και έχω το θάρρος να το ομολογήσω. [..]»

Η σχέση αυτή κορυφώνεται όταν βλέπει το άγαλμα κατεστραμμένο και διαμελισμένο. Η ελληνική σημαία υψώνεται, σκοτώνεται ένας φοιτητής και ο Αλέξης ξεσπάει σε λυγμούς.

 «- Όχιιι! φώναξε ο Αλέξης και γονάτισε στο πάτωμα.  Σήκωσε το χέρι του αγάλματος, που έσπασε κι αυτό στα δυο.  Το χέρι που ποτέ πια δε θα μπορούσε να ξαναδείξει τη θέα από το Λυκαβηττό, τα σοκάκια της Πλάκας, τους Αέρηδες.  Το κεφάλι της Αγάπης βρισκόταν λίγο πιο κει, ανέκφραστο, κρύο, τραγικά μόνο του στο κέντρο μιας αίθουσας από κατεστραμμένα έργα τέχνης.  Ο Αλέξης το πήρε στα χέρια του και το αγκάλιασε.  Γι’ αυτόν δεν υπήρχε πλέον φωτιά, δεν υπήρχε κίνδυνος, ούτε αστυνομικοί, ούτε Μάκης, ούτε δακρυγόνα, ούτε Μάριος, Τόλης και Κώστας.  Γι’ αυτόν υπήρχε μονάχα εκείνο το σπασμένο κεφάλι, αγκαλιασμένο από τα χέρια του, με όλη τους τη δύναμη.  Υπήρχε αυτή η απέραντη θλίψη, η καταστροφή, η μοναξιά...

Κάθισε εκεί για πολύ ώρα.  Παρέα με τις σκέψεις του για τις τελευταίες μέρες και τις ώρες και τα λεπτά που έζησε, παρέα με τα διδάγματα που το είχε δώσει η Αγάπη...

 [..]Κάποια στιγμή όλες οι κάμερες στράφηκαν στο κέντρο στο κέντρο της Πατησίων.  Και όλες οι τηλεοράσεις έδειξαν ένα αγόρι που περπατούσε μόνο του, κρατώντας το κεφάλι ενός αγάλματος στα χέρια του.  Ένα αγόρι που αδιαφορούσε για την αλλοφροσύνη που επικρατούσε γύρω του.  Οι κάμερες εστίασαν στο πρόσωπό του.  Το αγόρι έκλαιγε.  Όλη η Ελλάδα, όλος ο κόσμος το έβλεπε να κρατάει το κεφάλι του αγάλματος στα χέρια του και να κλαίει.

Όλοι τον είδαν.  Αλλά κανείς δεν κατάλαβε ότι δεν έκλαιγε από τα δακρυγόνα!»

Αυτή η σκηνή που τόσα ζωντανά μας περιγράφει ο κύριος Παπαθεοδώρου ίσως είναι η πιο δραματική-συγκινητική στιγμή ή σκηνή ολόκληρου το βιβλίου. Παρουσιάζει ένα παιδί, ένα 15χρονο παιδί πάνω στην κρίση της εφηβείας του, παρατημένο από τους γονείς του, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα και αισιοδοξία για το μέλλον και την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, να περνάει μέσα από τη φαντασία και το όνειρο , σε μια ιδιαίτερη σχέση με την ανθρώπινη μορφή ενός αγάλματος. Καταβεβλημένος από την αμφιβολία και την απαισιοδοξία εισέρχεται σε έναν κυκεώνα συζητήσεων, αναζητήσεων και αναθεωρήσεων της ζωής. Της ζωής του Αλέξη και όχι μόνο. Οι συζητήσεις αυτές τον κάνουν να καταλάβει ότι η απαισιοδοξία δεν έχει κανέναν ρόλο στο μυαλό και τη ζωή του, του δίνουν ελπίδα για το μέλλον, εμπιστοσύνη στον εαυτό του, ότι αξίζει και μπορεί να τα καταφέρει. Ότι δεν θέλει να καταστρέφει, όπως υποστηρίζει και ο Αλέξης, αλλά να δημιουργεί.

Η σκηνή αυτή είναι κατά τη γνώμη μου η πιο δραματική και αποκαλυπτική όλων, για δύο λόγους: πρώτον γιατί καθίσταται σαφές το τι σήμαινε το άγαλμα για το Αλέξη. Όταν συνειδητοποιεί ότι έσπασε το άγαλμα, ότι διαμελίστηκε ένιωσε πως διαμελίστηκε και αυτός εσωτερικά, ένιωσε πως έσπασε κάθε όνειρο που είχε δημιουργήσει με την Αγάπη τις τελευταίες δύο μέρες. Δεύτερον, ίσως και να παρουσιάζει την κατάσταση της Ελλάδας ως πολιτισμό Ξέρουμε όλοι ότι το άγαλμα συμβολίζει περισσότερο την αρχαία ελληνική ιστορία, παρά οποιονδήποτε άλλον πολιτισμό. Ίσως η τοποθέτηση του αγάλματος στην ιστορία να υποδηλώνει την στενή σχέση με απέκτησε στον παρελθόν ο Έλληνας με την ιστορία του και τον πολιτισμό του, ο σεβασμός που τον διακατείχε γι αυτόν και αργότερα παρουσιάζει την απόσταση που κρατά πάλι ο ίδιος από αυτόν τα τελευταία χρόνια. Οι βανδαλισμοί, διαδηλώσεις, καταστροφή ουσιαστικά της Ελλάδος με δικαιολογία τα γεγονότα του Πολυτεχνείου έχουν ως αποτέλεσμα την καταστροφή του ελληνικού πολιτισμού και αυτό φαίνεται παραστατικότατα και μέσα από τις περιγραφές του κ. Παπαθεοδώρου. Επικρατεί μια κοινή απάθεια από τον ελληνικό λαό ως προς αυτά τα γεγονότα, δεν δραστηριοποιείται κανείς και αυτό ίσως περιγράφεται από το γεγονός ότι όλες οι κάμερες που απαθανάτιζαν τα σκηνικά των διαδηλώσεων έξω από το Πολυτεχνείο στράφηκαν αμέσως προς το παιδί που έκλαιγε και κρατούσε στα χέρια του το κεφάλι ενός αγάλματος με τεράστια απάθεια στο πρόσωπό του. Απουσία πολιτισμικής συνείδησης, ενδιαφέρον των ΜΜΕ μόνο για την κάλυψη ενός ρεπορτάζ και καταστροφή του ελληνικού πολιτισμού μας από αδικαιολόγητο και ανύπαρκτο φανατισμό είναι οι κύριες ‘‘εικόνες’’ του βιβλίου.

1.1 ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΟ «ΑΛΦΑ»

Αλλά δεν είναι και οι μόνες. Υπάρχει επίσης αισθητά ίσως και το ερωτικό στοιχείο στο «Άλφα» του Βασίλη Παπαθεοδώρου με πολλές διάφορες παραστατικές σκηνές: διαζύγιο, ενθουσιασμό, από-χωρισμός. Ο Αλέξης, παιδί χωρισμένων γονιών,

 «ζούσε με τον πατέρα του, τη μητριά του-τη δεύτερη γυναίκα του πατέρα του- και τα δύο του ετεροθαλή αδέρφια σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στους Αμπελόκηπους. Την αληθινή του μητέρα στην ουσία δεν την είχε γνωρίσει. Οι γονείς του είχαν χωρίσει όταν αυτός ήταν πολύ μικρός, πεντέμισι χρονών περίπου, και από τότε, κοντά δέκα χρόνια, έμενε αναγκαστικά με τον πατέρα του, ενώ η πραγματική του αδελφή ζούσε με τη μητέρα τους.

Ο Αλέξης [..] θυμόταν –αρκετά έντονα είναι η αλήθεια- τους καβγάδες που έκαναν οι γονείς του όταν αυτός ήταν μικρός, όταν ο πατέρας του, που είχε μείνει άνεργος για πολύ καιρό, γυρνούσε από το καφενείο και του έφταιγαν όλα: το φαγητό, το ότι είχε χάσει στα χαρτιά, το ότι δεν υπήρχαν λεφτά, και αυτά που υπήρχαν είχαν φύγει όλα στα χρέη. Κατηγορούσε τη γυναίκα του, τη μητέρα του Αλέξη, ότι δεν του είχε δώσει προίκα, ότι δεν έκανε τίποτα για την οικογένεια, ότι είχε γεννήσει δύο παιδιά και τώρα δεν μπορούσαν να τα συντηρήσουν. Αρκετές φορές τη χτυπούσε κιόλας και μετά έβαζε τις φωνές στα παιδιά, που είχαν δει και είχαν ακούσει όλη τη σκηνή.

Η μητέρα του Αλέξη τα υπέμενε όλα αυτά για χάρη των παιδιών. Προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον άντρα της, [..] Μέχρι που μια μέρα μάζεψε τα πράγματά της, πήρε τα παιδιά, τον Αλέξη και την αδελφή του, και πήγε να ζήσει μαζί με τους γονείς της. Το διαζύγιο, βέβαια, δεν άργησε να βγει, αφού και οι δύο ήθελαν να χωρίσουν και, επιπλέον, δεν είχαν να μοιράσουν και πολλά, ούτε να διεκδικήσει τίποτα ο ένας από τον άλλον. Το μόνο πρόβλημα ίσως ήταν τα παιδιά, αλλά και αυτό λύθηκε αρκετά σύντομα με το να πάρει ο πατέρας του τον Αλέξη και η μητέρα του την αδελφή του.»

Συνεχίζοντας, με την παρουσία του ερωτικού στοιχείου στη λογοτεχνία του Βασίλη Παπαθεοδώρου, υπάρχει ένα άλλο μικρό σημείο ένδειξης ερωτισμού και ένδειξης αγάπης: ένα ζευγάρι που χωρίστηκε μέσα στο Πολυτεχνείο καθώς η κοπέλα εγκατέλειψε οικειοθελώς το αγόρι της μέσα σε αυτό, μη μπορώντας να τον ακολουθήσει σε όλες αυτές τις ακρότητες και τις βιαιοπραγίες. Το σημαντικό είναι ότι λίγο αργότερα βλέπουμε το συγκεκριμένο αγόρι να μετανιώνει που την άφησε να φύγει πιστεύοντας ότι έπρεπε να την ακολουθήσει.

 «Το αγόρι που νωρίτερα φώναζε ‘Μαρία’ στο προαύλιο, προσπαθώντας να κρατήσει την κοπέλα του κοντά του, καθόταν αμίλητος και σκεπτικός σ’ ένα σκαλοπάτι. Το πρόσωπό του είχε σκοτεινιάσει. Οι φίλοι του τον παρηγορούσαν ότι καλά έκανε και έμεινε, ότι δεν άξιζε τον κόπο να στενοχωριέται, αλλά εκείνος έδειχνε να το ‘χει μετανιώσει που δεν ακολούθησε τη φίλη του.»

Έτσι αισθάνεται ο άνθρωπος όταν χάνει την αγάπη. Άδειος και σκοτεινός, όπως το συγκεκριμένο παιδί. Παρακαλάει και φωνάζει την κοπέλα του να γυρίσει πίσω, καθώς ξαφνιάζεται που τον εγκαταλείπει μέσα στο Πολυτεχνείο. Από την πολύ του αγάπη και την πρωτοφανή, λογικά, έλλειψη που νιώθει μέσα του σκοτεινιάζει και βυθίζεται στη θλίψη καθώς δεν έπρεπε να ακούσει τη λογική του που του έλεγε να μείνει αλλά την καρδιά του που του έλεγε να φύγει μαζί με την κοπέλα του. Γι’ αυτό και στη συνέχεια το μετανιώνει. Αυτές είναι οι θυσίες που κάνει ο άνθρωπος ως ατελές όν, είναι η πρώτη δικαιολογία που ξεστομίζουμε, όχι όμως για αλλά κατά της αγάπης. Βάζοντας το μυαλό μας να λειτουργήσει κατά των συναισθημάτων μας πολλές φορές κάνουμε μέγιστα λάθη που μας στερούν αργά ή γρήγορα το δικαίωμα της επαφής, της αίσθησης, της ευτυχίας αλλά και της δυστυχίας του έρωτα, της ξεγνοιασιάς και της ελπίδας. Το παράξενο με τις σχέσεις είναι ότι οι περισσότερες αποτυγχάνουν κι όμως εμείς επιμένουμε να μπλέκουμε σε αυτές. Όσο και αν αναζητούμε το ιδανικό, η διαρκής εμπλοκή μας αποδεικνύει πως απλώς θεωρούμε το ταξίδι απαραίτητο συστατικό της ζωής. Θεωρούμε τον πόνο, την αγωνία, την αυτοαμφισβήτηση αλατοπίπερο και λειτουργούμε σαν εθισμένοι σε κάθε κατάσταση που κατά πάσα πιθανότητα θα μας οδηγήσει σε συναισθηματικό αδιέξοδο. Καμιά φορά ο πόνος της απώλειας μας δίνει την ψευδαίσθηση πως νιώθουμε αγάπη, τόσο δυνατή που δεν θα ζήσουμε χωρίς αυτήν. Αναρωτιέμαι αν βάλουμε δίπλα δίπλα τον πόνο αυτόν με την αληθινή αγάπη, ποιο θα υπερισχύσει; Μπορεί κάτι που είναι τόσο εσωτερικό και αυτοκαταστροφικό να διαλυθεί από την πληρότητα και την ηρεμία; Από την ευτυχία; Ίσως πάλι και να μην είναι δίκαιη σύγκριση.

Το θέμα είναι ότι μέχρι να βρεις την αγάπη θα πονέσεις πολύ. Δεν μπορείς να το αποφύγεις όσο και αν πονάς και εσύ και οι γύρω σου από τις διαρκείς αποτυχίες. Αν δεν πονέσεις, αν κρύβεσαι, αν νομίζεις πως θα ξεγλιστρήσεις με τεχνάσματα, χάνεις την ίδια την αγάπη.

Η σχέση του Αλέξη με το άγαλμα Αγάπη ξεκινάει ως ενθουσιασμός για το ωραίο και το καλαίσθητο και καταλήγει σε αγάπη, αγάπη που στην αρχή φαίνεται ερωτική, αλλά αργότερα ίσως εξελίσσεται σε αγάπη αδερφική, μητρική, φιλική χωρίς όμως να είναι ολοφάνερα τέτοια σημάδια. Εξαρτάται από αυτή και γεγονός που το αποδεικνύει είναι ότι ξεσπάει σε λυγμούς όταν βλέπει το άγαλμα κατεστραμμένο. Ενδεικτικό στοιχείο της αγάπης του για το άγαλμα είναι ότι πριν φύγει από το Πολυτεχνείο παίρνει το σπασμένο και αποκομμένο από το υπόλοιπο σώμα κεφάλι της και το κρατάει στην αγκαλιά του να μην του φύγει, για να το προστατέψει, τραυματισμένος ήδη από τη μεγάλη απώλεια και με το φόβο να μη νιώσει και άλλη. Παίρνει χαρακτηριστικά το κεφάλι της, γιατί στο πρόσωπο της έβλεπε την ομορφιά και τη γαλήνη.

Υπάρχει η έννοια της συντροφικής σχέσης, μεταξύ τους. Λείπει το έντονο ερωτικό στοιχείο αλλά αυτό δε σημαίνει ότι απουσιάζουν χαρακτηριστικά του έρωτα ή της αγάπης: ο ενθουσιασμός, η αναζήτηση, η εξιδανίκευση. Το βιβλίο αυτό μας τονίζει κάποια χαρακτηριστικά της αγάπης: τα διαφορετικά του πρόσωπα, το πώς είναι δυνατόν να χωράει όλες αυτές τις δυνάμεις που προκαλούν την προσωπική έκρηξη και που δοκιμάζουν τα όριά μας, την αγάπη, το πάθος ή και μερικές φορές και τη ζήλια. Πόσο τυφλός, ωμός, κεραυνοβόλος, παράλογος, υπερβατικός, πραγματικός ή και ουσιαστικός μπορεί να γίνει ή πόσο  σοφός, ώριμος, υποταγμένος στη λογική αλλά και σε κάποιες προδιαγραφές, αξίες και ιδανικά; Πόση ενθάρρυνση , πόση ελπίδα και πόσο πάθος επιφέρει στον άνθρωπο; Τι είναι πάθος στην αγάπη; Εκείνη η κατάσταση στην οποία συνήθως βρίσκεται κανείς στην αρχή του έρωτά του για τον άλλον. Η ένταση είναι διαρκής και βιώνεται σωματικά, συναισθηματικά αλλά και εγκεφαλικά, τα συναισθήματα εναλλάσσονται μεταξύ ευδαιμονίας και φόβου, η έλλειψη είναι επώδυνη και το μυαλό επιστρέφει κατευθείαν στο «αντικείμενο» του έρωτα του και σε όλες εκείνες τις λεπτομέρειες (σημαντικές ή ασήμαντες) που ζήσαμε ή και που ζούμε μαζί του. Σε αυτήν την κατάσταση βρίσκεται και ο Αλέξης Παθιάζεται με την αγάπη γι’ αυτό και πηγαίνει δύο φορές στην αίθουσα με τα έργα τέχνης ώστε να την δει και στενοχωριέται όταν τελειώνουν αυτές οι στιγμές μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Φοβάται ότι κάποια στιγμή θα τη χάσει γι’ αυτό και υπόσχεται στην αληθινή Αγάπη ότι το άγαλμα δε θα φθαρεί ούτε και θα πάθει κάποια ζημιά. Όταν συνειδητοποιεί ότι το άγαλμα έσπασε και διαμελίστηκε, η στιγμή εκείνη ήταν φοβερά επώδυνη γι’ αυτόν όπως φαίνεται από τις αντιδράσεις του, καθώς παίρνει το κεφάλι του αγάλματος, όχι μόνο για την ομορφιά του αλλά και για να του θυμίζει τις στιγμές που πέρασαν μαζί.

Η σχέση του Αλέξη με την Αγάπη, πιο συγκεκριμένα, είναι ήρεμη και εποικοδομητική σε κάποια σημεία, καθώς μέσα από τις συζητήσεις τους ο Αλέξης γεμίζει αισιοδοξία και ελπίδα, ξέρει πλέον τι θα κάνει στη ζωή του και ανοίγει τη ψυχή του στο άγνωστο σταματώντας πλέον να είναι τόσο καχύποπτος, απαισιόδοξος και «κλειστός» σε καινούριες ιδέες και νέα γνωρίσματαΕπίσης, είναι απρόσωπη, μέχρι τι στιγμή που συναντά την πραγματική Αγάπη, που πόζαρε για να γίνει το άγαλμα, και ενθουσιάζεται. Από την άλλη, το άγαλμα της Αγάπης που εκπροσωπεί την ίδια την αγάπη, την αισιοδοξία, την ελπίδα εκπροσωπεί και την αρχαιότητα.

«Το περιβάλλον μας πάντα ήταν γεμάτο με εικόνες και σύμβολα που παίρνουν ποικίλες μορφές και ερμηνείες, με τα οποία βρισκόμαστε σε μία συνεχή αλληλεπίδραση δημιουργώντας συνδέσμους πέρα από τον αντιληπτό για εμάς χώρο και χρόνο. Παρόλο την πολυδιαστατικότητα των συμβόλων αυτά πάντα μιλούσαν και μιλούν σε εμάς μέσα από ένα σημείο επαφής μεταδίδοντας πληροφορίες, κάτι όμως που απαιτεί τον συντονισμό μεταξύ πομπού και δέκτη. Ο συντονισμός αυτός γίνεται γνωρίζοντας τα κλειδιά ή τη γλώσσα που θα ξεκλειδώσει τους συμβολισμούς, ώστε να μπορέσουμε να τους προσεγγίσουμε, μία γλώσσα που αν και ξεχασμένη από εμάς είναι ικανή να μας κάνει να αντιληφθούμε τη δύναμή τους.

Μία τέτοια κωδική γλώσσα ήταν και αυτή των αγαλμάτων στην αρχαιότητα, όπου όσοι την ήξεραν μπορούσαν να αντιληφθούν τη λειτουργία των θείων δυνάμεων και να αντλήσουν γνώση και δύναμη. Εσφαλμένα, μάλλον καλύτερα εσκεμμένα η χριστιανική παράδοση προώθησε την εικόνα μίας ειδωλολατρικής αρχαιότητας, όπου τα αγάλματα κατασκευάστηκαν και λατρεύτηκαν για την ύλη από την οποία ήταν φτιαγμένα. Αντιθέτως, τα αγάλματα θεωρούνταν από τους αρχαίους Έλληνες ότι είναι υποδοχείς και δέκτες κοσμικής ενέργειας.

[...] Τα αρχαία Ελληνικά αγάλματα μιλούσαν μέσα στην ψυχή των ανθρώπων γεγονός που το δηλώνει και η ίδια η λέξη. Σύμφωνα με το Λεξικό του Ησύχιου από την Αλεξάνδρεια άγαλμα είναι κάθε τι με το οποίο αγάλλεται κάποιος, δηλαδή κάτι που τον γεμίζει συναισθήματα χαράς, τον αναζωογονεί και τον εντυπωσιάζει. Τα αγάλματα αποτελούσαν το σημείο της ένωσης μεταξύ των θεών και των ανθρώπων και ήταν αυτά που γεφύρωναν την επικοινωνία μεταξύ τους. Ήταν το μέσο της υπενθύμισης για τους πιστούς χωρίς να πιστεύουν ότι ο ίδιος ο θεός ή μέρη του έχουν κλειστεί μέσα σε αυτό.

[...]Δινόταν πολύ μεγάλη προσοχή σε αυτόν τον φανερό ή μυστικό διάλογο μεταξύ του αγάλματος και του πιστού που ξεπερνά σε μεγάλο βαθμό την σημασία που δίνουμε σήμερα στον τρόπο που εκλαμβάνουμε γενικότερα τα μηνύματα (οπτικά και μη). Σήμερα είμαστε συντονισμένοι να αντιλαμβανόμαστε μόνο την επιφανειακή όψη των πραγμάτων και τυφλά να εισπράττουμε τα μηνύματα των πομπών θεωρώντας τα απλά σαν εικόνες. Σαν παθητικοί δέκτες απορροφάμε εικόνες χωρίς όμως να κάνουμε διάλογο μαζί τους και δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις θα έπρεπε να διακόψουμε κάθε επαφή μαζί τους, είτε οπτική είτε αυτή που γίνεται με την ψυχή μας.»

Στο «Άλφα» το άγαλμα της Αγάπης παρουσιάζεται ως ελκτική δύναμη, ως θεότητα, ως ανθρώπινη αξία. Ο Αλέξης την ονειρεύεται και δείχνει αγάπη προς το άγαλμα ίσως γιατί δεν γνώρισε την πραγματική του αγάπη και το ενδιαφέρον από τους γονείς του. Προσκολλάται στην Αγάπη δημιουργώντας έναν ισχυρό δεσμό τονίζοντας ακόμη περισσότερο την απούσα σχέση με την μητέρα και τη διαταραγμένη σχέση με τον πατέρα καθώς αυτός λειτουργεί ως αντι-πρότυπο προς τον Αλέξη όπως υποστηρίζει και ο ίδιος ο συγγραφέας και γι’ αυτό θέλει να νιώσει καινούρια πράγματα να ανοίξει το μυαλό του και την ψυχή του σε άλλες αλήθειες ώστε να μην μοιάσει στον πατέρα του. Τι είναι όμως πραγματικά η προσκόλληση; Είναι ψευδαίσθηση ή λειτουργεί ως καταφύγιο και ως άμυνά μας έναντι κάποιων δυσάρεστων γεγονότων;

  1. «ΧΝΟΤΑ ΣΤΟ ΤΖΑΜΙ»

2.1 ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Η υπόθεση του βιβλίου εκτυλίσσεται –όπως λέει και στην αρχή ο συγγραφέας- κάπου στο μέλλον αλλά όχι και τόσο μακριά. Η μεγαλούπολη γεμάτη ουρανοξύστες, ο ουρανός της με τα ελικόπτερα και τα μεγάφωνα που λένε για την παράβαση της ώρας κυκλοφορίας! Άνθρωποι φοβισμένοι, τρομοκρατικές ενέργειες και οι τηλεοράσεις να κάνουν όλη την ώρα πλύση εγκεφάλου.  Η συγκεκριμένη εποχή μπορεί να χαρακτηριστεί ως «Εποχή του Φόβου» καθώς άλλοι άνθρωποι της κοινωνίας υποκύπτουν σε αυτόν, και άλλοι τους δουλεύουν γι’ αυτόν.  Παιδιά, έφηβοι, ενήλικες και ηλικιωμένοι λειτουργούν με τον τρόμο της ώρας κυκλοφορίας και με τη συλλογή θετικών πόντων για να μη μπουν στο μάτι του κυκλώνα! Καθημερινές αθώες λέξεις είναι πλέον προσωποποιήσεις μιας τρομοκρατικής ενέργειας ή κατασκευής βόμβας ή ληστείας ή βομβιστικής επίθεσης.  Όλες οι υπηρεσίες συνδεδεμένες μεταξύ τους με τέτοιο αναλλοίωτο τρόπο όπου η πλύση εγκεφάλου των κατοίκων της πόλης γίνεται τρομερά δύσκολα αντιληπτή.  

Ο Άλεκ είναι φοιτητής και ζει με τους γονείς του και τη μικρή του αδελφή, Ρόζα, σε ένα διαμέρισμα που περιτριγυρίζεται από άλλες αναρίθμητες πολυκατοικίες.  Ανάσα σε κάποιες βαρετές στιγμές της ζωής του αποτελεί το μάθημα της Μηχανικής Συμπεριφολογίας που κάνει με τον χαρισματικό μεν αλλά και ιδιαίτερα καυστικό και περιπετειώδη δε καθηγητή Πίτερσον.  Α! Και η ελπίδα πως θα ξαναδεί τη συμφοιτήτριά του, Σιμόν..

Έτσι, λοιπόν, για να σπάσει την μονοτονία του μπαίνει σε μία περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας γι’ αυτόν χωρίς στην αρχή να το καταλάβει.  Αποφασίζει λοιπόν να τοποθετήσει πάνω του ένα μικροτσίπ κάμερας και να σταματήσει την πλήξη του ακολουθώντας την κοπέλα μαζί με τον κολλητό του Μάικ και να την καταγράψει στην κάμερα.

«’’Αύριο θα έχω το βιντεάκι σου από την τάξη’’, συλλογίστηκε και συνεχάρη σιωπηλά τον εαυτό του για την ιδέα του να κρεμάσει μια μίνι κάμερα στο λαιμό του

[..]

Καθώς η Σιμόν τον αντιλαμβάνεται και του μιλάει και καθώς περνούν χρόνο μαζί, γίνονται μάρτυρες ενός συνταρακτικού γεγονότος: αφού συναντούν ένα ζευγάρι συμφοιτητών τους, τον Πωλ με την κοπέλα του, σε μια στιγμή ξεγνοιασιάς τους κάποια κίνηση παρεξηγείται ως τρομοκρατική επίθεση και η ασφάλεια ακινητοποιεί τον Πωλ σκοτώνοντάς τον! Ένα λάθος της αστυνομίας που αργότερα «κουκουλώθηκε» με ένα στημένο μοντάζ παρεξηγημένων κινήσεων και λέξεων! Δεν κουκουλώθηκε όμως τόσο καλά, καθώς το κατέγραψε η «απαγορευμένη» κάμερα του Άλεκ.

Την ίδια στιγμή ο πατέρας του Άλεκ, ο Νικ, δουλεύει στην υπηρεσία τηλεπικοινωνιών και αποτελεί έναν από τους μανιακούς συλλέκτες θετικών πόντων που θα τον βοηθήσει να εξελιχθεί και να ανελιχθεί καθώς μεταφράζονται σε μια καλύτερη θέση στη δουλειά του.  Έτσι, αφού βραβεύεται από τον πρόεδρο της εταιρείας για το υποδειγματικό προφίλ πολίτη που απέκτησε μέσα από τη συλλογή μόνο θετικών πόντων, μπαίνει στην καρδιά των τηλεπικοινωνιών και σιγά σιγά ανακαλύπτει ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα από όσο τα παρουσίαζαν αστυνομία και ΜΜΕ.

Σε ένα άλλο σημείο της πόλης, η αδερφή του Άλεκ, η Ρόζα, είναι όλη μέρα κλεισμένη στο σπίτι, όπως και όλα τα συνομήλικα της παιδιά, αφού τα μαθήματα παραδίδονται κατ οίκον από τους δασκάλους  και οι γονείς φοβούνται να βγάλουν τα παιδιά τους έξω λόγω των ισχυρών τρομοκρατικών επιθέσεων.  Θέλει να βγει έξω, να νιώσει την παιδική της ηλικία, να παίξει στην παιδική χαρά αγνοώντας τις απαγορεύσεις της μητέρας που λειτουργεί με μόνο γνώμονα το φόβο.  Καθώς η μητέρα της, όμως, ανησυχεί για τη ψυχική της υγεία πήρε σοβαρά της συμβουλή της καθηγήτριας της κόρης της να βγουν μαζί έξω στην παιδική χαρά.  Εκεί, γνωρίζει ένα παιδί που όμως από την πρώτη στιγμή απαγορεύεται η επαφή τους από τη μητέρα της Ρόζα.  Μόνη της συντροφιά, ο σκύλος της Προυλ και ένα μικρότερό της αγόρι –έγκλειστο και αυτό στο σπίτι του- που βλέπει μέσα από το τζάμι χωρίς τρόπο να επικοινωνήσουν.  Τελικά, βρίσκουν έναν κωδικοποιημένο τρόπο επικοινωνίας: με τα χνότα στους στο τζάμι! Έτσι γνωρίζονται όλα τα παιδιά από όλες τις πολυκατοικίες καθώς και οι γονείς μεταξύ τους, που αποφασίζουν να κατέβουν όλοι μαζί στην παιδική χαρά, δίνοντας ελπίδα στην κοινωνία..

Ο Άλεκ από την άλλη, αποφασίζει να ψάξει τη Σιμόν, μιλά στο φίλο του τον Μάικ για τις υποψίες του, παρανομεί δημιουργώντας έναν παράνομο και μη ταυτοποιημένο λογαριασμό ι-μέιλ ώστε να επικοινωνήσει με τη Σιμόν.  Παίρνει κατά λάθος μια περίεργη κάρτα της Σιμόν και αποφασίζει να εισέλθει στην συνοικία Η, μια συνοικία απαγορευμένη για τους κοινούς πολίτες.  Καθώς μπαίνει απαρατήρητος, όμως, στη συνοικία, διαπιστώνει ότι όλα αυτά που ήξερε ήταν λάθος! Τρομοκρατικές και βομβιστικές επιθέσεις ήταν σκηνοθετημένες μέχρι το έπακρο, ηθοποιοί έπαιζαν τους αστυνομικούς της πόλης, σκηνικά παντού στημένα και η κοινωνία ζούσε με το φόβο μιας ψεύτικης απάτης! Αποφασίζει λοιπόν πιο θερμά να βρει τη Σιμόν μαζί με το φίλο του το Μάικ αλλά διαπιστώνει έκπληκτος ότι ο φίλος του δεν ήταν αυτός που πίστευε. Συναντώντας τη Σιμόν, αυτή του εξήγησε τα πάντα, για τους ηθοποιούς, για τα σκηνικά, για τη συνοικία Η, για το φόνο και το λάθος της αστυνομίας με τον Πωλ, για τις «στημένες» τηλεπικοινωνίες, για τον καθηγητή Πίτερσον και για το βίντεο που είχε τραβήξει! Μα και ο καθηγητής Πίτερσον σε όλο αυτό το καλοστημένο κόλπο; Συνεργαζόταν με τον πρόεδρο της υπηρεσίας τηλεπικοινωνιών, αυτόν που βράβευσε τον πατέρα του Άλεκ, ώστε να εντοπίζει τυχόν τρομοκρατικές πράξεις και ύποπτες συμπεριφορές από τους φοιτητές του Πανεπιστημίου.  Η Σιμόν τον συμβουλεύει να εκθέσει το βίντεο στη δημοσιότητα ώστε να εκτεθεί και το υπάρχον σύστημα διακυβέρνησης: ένα σύστημα που ελέγχει και την παραμικρή ακόμη λεπτομέρεια της ζωής όλων των ανθρώπων!

Ο Νικ από την άλλη, καθώς εισέρχεται στο σύστημα τηλεπικοινωνιών προσπαθεί να μάθει πως λειτουργεί το όλο σύστημα ώστε να προαχθεί στη δουλειά του.  Με επιφυλακτικότητα πάντα, προς τον συνάδελφό του Τζορτζ, που φαίνεται πολύ ύποπτος χαρακτήρας για τον Νικ. Καθώς όμως εισέρχεται όλο και πιο βαθιά στο σύστημα συνειδητοποιεί μετά από έρευνα ότι ο κάτοχος του βίντεο είναι ο ίδιος του ο γιος! Πανικοβλημένος αποφασίζει να μιλήσει στην οικογένειά του. Ο Άλεκ του τα εκμυστηρεύεται όλα! Κινδυνεύοντας να χάσει τη δουλειά του, την επόμενη μέρα συνειδητοποιεί ότι ο κάτοχος του βίντεο είχε αλλάξει και ότι τον είχαν συνδέσει με ένα άλλο πρόσωπο που σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας πραγματικής βομβιστικής επίθεσης αλλά με επαγγελματίες ηθοποιούς! Αργότερα, διαπιστώνει ότι το άλλαξε ο συνεργάτης του Τζορτζ ώστε να μη χάσει ο Νικ τη θέση του. Θυσιάζοντας τον εαυτό του για χάρη της κοινωνίας, ο Τζορτζ παραιτείται και αφήνει το δισκάκι με το βίντεο στο Νικ να το δημοσιεύσει στο ίντερνετ. Εν τέλει, μέσα από πολλά διλήμματα, αποφασίζει να το πετάξει και το εξαφανίζει ώστε να μη χάσει τη δουλειά του. Ο προϊστάμενός του, ο Μάθιους, που τον παρακολουθούσε από την κάμερα περιμένοντας με αγωνία την κίνησή του, βλέποντας ότι καταδικάστηκε να μην αλλάξει, θέτει σε λειτουργία ο ίδιος το πρόγραμμα και το ανεβάζει στο ίντερνετ!

2.2 ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΟ «ΧΝΟΤΑ ΣΤΟ ΤΖΑΜΙ»

Στην αρχή με το που διαβάζει κάποιος το συγκεκριμένο βιβλίο του κ Παπαθεοδώρου μπαίνει σε σκέψεις ότι υπάρχει έντονο το ερωτικό στοιχείο σε αυτό Καθώς όμως προχωρά την ανάγνωση νιώθει να μπερδεύεται από τι εξελίξεις, από την αγωνία και την περιπέτεια Πρωτεύον ερωτικό στοιχείο που εκτυλίσσεται και από την αρχή, είναι ο θαυμασμός και ο ερωτισμός που νιώθει ο Άλεκ για τη συμφοιτήτριά του Σιμόν Έχει παρακολουθήσει όλες τις κινήσεις της, τις έχει επεξεργαστεί και νομίζει πως τις έχει ψυχολογήσει Ξέρει το πώς συμπεριφέρεται, πως μιλάει και ποιες είναι οι αντιδράσεις της Αργότερα, αυτός ο θαυμασμός που νιώθει στην αρχή συνεχίζεται ως ερωτισμός από τη στιγμή που αποφασίζει να την παρακολουθήσει κρεμώντας πάνω του ένα τσιπ κάμερας Καθώς, όμως, οι εξελίξεις τρέχουν και τα γεγονότα μοιάζουν ανεξήγητα φαινόμενα ο ερωτισμός αυτός καταλήγει σε εμμονή αφού κάνει τα πάντα για να τη βρει

«Κυρίως όμως θα έβλεπε εκείνη...την άγνωστη συμφοιτήτριά του που καθόταν πάντα στην Πέμπτη σειρά των εδράνων, πάντα στην άκρη, στραμμένο προς τα εσωτερικά έδρανα για να παρακολουθεί  όλο το τμήμα όταν χρειαζόταν  και να συμμετέχει στη συζήτηση του κύριου Πίτερσον – εκείνη που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί σε όλες τις ταινίες και σε όλα τα DVD που είχε παρακολουθήσει Θα ήθελε τόσο πολύ να της μιλήσει, αλλά την  είχε δει τρεις φορές όλο κι όλο μέσα σε δύο μήνες, γιατί τόσες ήταν οι συναντήσεις των πρωτοετών φοιτητών σ’ αυτό  το μάθημα Τουλάχιστον να του δινόταν η ευκαιρία Ή μήπως έπρεπε να τη δημιουργήσει μόνος του; Αλλά και πάλι, τι να της έλεγε; Ότι θα τη συναντούσε τον επόμενο μήνα; Ότι μπορούσαν να επικοινωνούν μέσω mails και κινητών; Όχι, όχι, το τελευταίο δεν μπορούσε να γίνει εύκολα, καθώς θα χρειαζόταν να βγάλει μαγνητική κάρτα επισκέπτη για το οικοδομικό τετράγωνο που έμενε ο Άλεκ»

 …Στην τελική, όλα τα είδη έρωτα διαφέρουν ως προς το πρόσωπο Εξακολουθούν να είναι έρωτες και οι διαφορετικοί άνθρωποι ηλικιακά αλλά και σεξουαλικά τους απολαμβάνουν Το ίδιο συμβαίνει και με τον Άλεκ από τα «Χνότα στο Τζάμι» του Βασίλη Παπαθεοδώρου Εγκληματεί για την κοπέλα που του κέντρισε το ενδιαφέρον, και του αρέσει αφού δεν τον νοιάζει και τελικά νικούν οι συγκυρίες και έρχονται σε επαφή, περνούν χρόνο μαζί, διασκεδάζουν και στη συνέχεια νιώθουν την αλληλοκατανόηση και το αλληλοσεβασμό, ο οποίος όμως δημιουργήθηκε από τις καταστάσεις

Ο Άλεκ και η Σιμόν, καθώς περνούν χρόνο μαζί, βλέπουν στο δρόμο τους ένα ζευγάρι συμφοιτητών τους να παίζουν ανέμελα και να απολαμβάνουν τη στιγμή του έρωτά τους:

«’’Έλα, μη. Όχι, δεν παίζω. Εσύ φοράς αθλητικά παπούτσια, εγώ όχι. Δεν είναι δίκαιο.’’

Η Σιμόν και ο Άλεκ γύρισαν να δουν από πού ακούγονταν οι φωνές. Ένας νεαρός είχε αγκαλιάσει από πίσω την κοπέλα του και τη φίλαγε. Τα παιδιά χαμογέλασαν και με την άκρη του ματιού τους  κοιτάχτηκαν.»

Σε κάποια σημεία του βιβλίου θα μπορούσαμε να πούμε πως διαφαίνεται και το στοιχείο του παιδικού έρωτα Η Ρόζα, η μικρή αδελφή του Άλεκ, όντας δυστυχισμένη κλεισμένη μέσα στο σπίτι από την ανασφάλεια και το φόβο της μητέρας της, της ζητά να την βγάλει έξω στην παιδική χαρά Καθώς η μητέρα της δέχεται και παίζει ανέμελα στην παιδική χαρά με τον σκύλο της Προυλ, ξαφνικά την πλησιάζει ένα αγοράκι ώστε να τη χαιρετήσει Η Ρόζα χαίρεται, αλλά όχι το ίδιο και η μητέρα της Αισθανόμενη πως απειλείται αυτή και η κόρη της, έδιωξε το αγόρι με αναίδεια και παρακάλεσε την κόρη της να μη μιλά με αγνώστους Στο τέλος το αγοράκι μη μπορώντας να κρατηθεί τη χαιρετάει από μακριά Μετά από μέρες την βλέπει από το παράθυρο, η Ρόζα χαίρεται και έτσι της στέλνει ένα προσωπικό μέιλ Η Ρόζα ενθουσιάζεται που έκανε τόση προσπάθεια να βρει το μειλ της και νιώθει μέσα της ότι βρήκε επιτέλους ένα φίλο Συνέχισαν να μιλάνε επί μέρες και άρχισαν να γνωρίζονται καλύτερα μεταξύ τους καθώς «εφηύραν» την επικοινωνία με τα χνότα στο τζάμι εφόσον οι υπολογιστές ελέγχονταν και ο Τομ δεν ήξερε να γράφει σε χαρτί:

«Το τζάμι είχε θολώσει πάλι. Το ξανασκούπισε και έκανε «γεια» στον Τομ απέναντι. Ο καημένος ο Τομ της ήταν πάντα πιστός! Είχε ζήσει πιο λίγα από αυτήν, αλλά χαιρόταν τόσο που η φίλη του τουλάχιστον μπορούσε να τα ζήσει και να του τα διηγείται μετά. Ναι, η Ρόζα τον αγαπούσε τον Τομ, ήταν ο πιο καλός της φίλος.

Τον είδε που είχε σκουπίσει και αυτός το τζάμι και του έστειλε ένα φιλί. Αυτός χάρηκε τόσο πολύ, που της σχεδίασε λίγο πιο κει στο τζάμι μια μικρή καρδιά.»

Επίσης, στο βιβλίο διατυπώνεται μία αντίθεση η οποία είναι ο κύριος παράγοντας ρουτίνας και έλλειψης ενδιαφέροντος ανάμεσα στα μακροχρόνια – και όχι μόνο – παντρεμένα ζευγάρια: η δουλειά. Αποτυπώνονται δύο χαρακτήρες, ο Νικ και ο Τζορτζ. Ο Νικ είναι ένας άνθρωπος που κάνει τα πάντα για να μαζέψει θετικούς πόντους, το οποίο σημαίνει άπειρη δουλειά και καλή σχέση με τους συναδέλφους, εις βάρος της οικογένειάς του. Περνά τις περισσότερες ώρες της ημέρας στο γραφείο, ξεχνώντας να πάει σπίτι και φοβούμενος μήπως κάποιος συνάδελφος κάνει καλύτερη δουλειά από αυτόν όσο λείπει, ουδέτερες και όχι θερμές σχέσεις με τα παιδιά του αλλά το ίδιο ισχύει και με τη σύζυγό του. Αυτή τον περιποιείται, μένει στο σπίτι, φροντίζει το σπίτι και τα παιδιά, αλλά και οι δύο είναι πολύ καλοί γονείς καθώς ενδιαφέρονται για την ασφάλεια και την υγεία των παιδιών τους. Μιλάνε με «ξερές», με στεγνές εκφράσεις χωρίς πολύ συναίσθημα, αγαπάει όμως τη γυναίκα του καθώς θέλει την επόμενη φορά να της ανοιχτεί περισσότερο.

«Ο Νικ θυμήθηκε πως δεν είχε ειδοποιήσει στο σπίτι του πως θα αργούσε, στην πραγματικότητα βέβαια δεν τον είχαν ψάξει κιόλας. Πήρε τηλέφωνο τη γυναίκα του και καθώς περίμενε να το σηκώσει η Έλεν, αναρωτήθηκε πως θα ήταν να της μίλαγε με τον ίδιο τρόπο που μιλούσε ο Τζορτζ στη δική του γυναίκα. Σίγουρα θα της προκαλούσε τεράστια έκπληξη – εδώ θα εκπλησσόταν ο ίδιος αν άκουγε τον εαυτό του να μιλά με αυτόν τον τρόπο. Εκδρομή; Από πότε είχε άραγε να πάει εκδρομή; Ίσως να είχαν περάσει και δέκα χρόνια, δε θυμόταν καν τι αίσθημα του είχε προξενήσει.

 [..]Έκλεισαν και οι δύο το τηλέφωνο. Ίσως την επόμενη φορά να προσπαθούσε να της πει πιο πολλά, πιο προσωπικά πράγματα, ίσως να τη ρώταγε τι κάνει, πως πέρασε τη μέρα της και τι γίνονταν τα παιδιά. Ίσως. . .»

 Οι δύσκολες όμως αυτές καταστάσεις που πέρασαν τους έδεσαν σας οικογένεια καθώς έγινε μια τεράστια αλλαγή στις σχέσεις τους Πήγαν την εκδρομή που αναρωτιόταν ο Νικ αν έπρεπε να την κάνει και μίλησε επιτέλους με τα άλλα μέλη της οικογενείας του:

«Χτύπησε φιλικά το πόδι της Έλεν, που καθόταν δίπλα του. Αυτή γύρισε και του χαμογέλασε. Δεν ήταν καθόλου συνηθισμένη σε αυτές τις τρυφερότητες, αλλά οι τρεις τελευταίες μέρες τα είχαν αλλάξει όλα. Άνοιξε το καλαθάκι που κρατούσε στα πόδια της, έβγαλε ένα κουλουράκι και του το έβαλε στο στόμα.

 [] ΄΄ Όλα αυτά τα παράξενα όμως μας έφεραν πιο κοντά, μας έδεσαν ως οικογένεια.

[..] Γι’ αυτό πρέπει να εμπιστευόμαστε  ένας τον άλλον, γιατί δεν έχουμε κανέναν να νοιαστεί για εμάς. ΄΄

[..] Τα λόγια έρχονταν δύσκολα στο Νικ. Πόσα χρόνια είχε συνηθίσει να μιλά με συγκεκριμένο τρόπο, ώστε να παίρνει θετικούς βαθμούς, και τώρα, ενόσω μιλούσε, καταλάβαινε ότι επαναλαμβανόταν, ότι δυσκολευόταν πάρα πολύ να εκφράσει αυτά που ήθελε, ότι άλλα σκεφτόταν και άλλα έβγαιναν από το στόμα του. Παρ’ όλα αυτά όμως η οικογένειά του έδειχνε να τον καταλαβαίνει και να τον επιδοκιμάζει.»

«Από την άλλη βέβαια το μυαλό της πήγαινε και στην εκδρομή, και στην οικογένειά της. Τις τελευταίες μέρες ένιωθε ότι υπήρχε μεγάλη αγάπη και νοιάξιμο στο σπίτι. Μιλούσαν μεταξύ τους, κάποιες φορές είχαν κλείσει τη γιγαντοοθόνη και η μαμά είχε κατεβάσει από το πατάρι ένα επιτραπέζιο παιχνίδι που είχε να το παίξει από μικρή. [..

Σε αντίθεση με τον Νικ, ο Τζορτζ έχει μια πιο ιδιαίτερη και ουσιαστικότερη σχέση με τη γυναίκα του και παρουσιάζεται ως ο απόλυτος οικογενειάρχης. Δεν αφήνει τη δουλειά και τη ρουτίνα να επηρεάσει τη σχέση του με την οικογένειά του, δεν επιτρέπει τη δουλειά να περιορίσει τις προγραμματισμένες εκδρομές που έχει κανονίσει με τα παιδιά του.

«Ο Τζορτζ είχε πάει στο γραφείο του, τον άκουσε να τηλεφωνεί στη γυναίκα του, να την αποκαλεί «γλυκιά μου»  και να της λέει ότι θα αργήσει, να πέσουν όλοι για ύπνο και να του φιλήσει τα παιδιά, και ότι το σαββατοκύριακο θα έκαναν την προγραμματισμένη τους εκδρομή. Δεν τον είχε δει ποτέ ως τώρα ως οικογενειάρχη και του φάνηκε παράξενη όλη αυτή η εικόνα. Ο Τζορτζ έδειχνε πολύ ανοιχτός με τους δικούς του, τους μιλούσε με μεγάλες προτάσεις, αστειευόταν με τη γυναίκα του, δεν βιαζόταν να κλείσει, δε φοβόταν καν να πει ύποπτες λέξεις. [..]»

3 «ΣΤΗ ΔΙΑΠΑΣΩΝ»

 3.1 ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Ο Θανάσης μισεί το σχολείο, μισεί όλους τους αλλοδαπούς που παίρνουν τις δουλειές, που εναρμονίζονται και δεν ξεχωρίζουν από ένα σημείο και μετά από τους Έλληνες, μισεί τον πατριό του, που έχει δείρει πολύ και αυτόν και τη μητέρα του. Δεν αντέχει, λοιπόν, να ζει μέσα στο σπίτι του και γι’ αυτό λείπει και τις περισσότερες ώρες. Και αυτό κάπως τον ανακουφίζει. Δεν αντέχει ούτε το σχολείο, γι’ αυτό και έχει μείνει δύο φορές στην Τρίτη Γυμνασίου. Οι δύο κολλητοί του φίλοι πηγαίνουν πια Δευτέρα Λυκείου, οι συμμαθητές του τον γνωρίζουν ελάχιστα και κάποιοι άλλοι καθόλου και οι περισσότεροι καθηγητές δεν γνωρίζουν καν ότι δεν παρευρίσκεται μέσα στην τάξη, αφού έχει εκφοβίσει και εκβιάσει τον απουσιολόγο να μην του βάζει τις απουσίες.

Αγάπη του είναι η μουσική. Η μουσική του δίνει ρυθμό. Νιώθει πως η άγρια μουσική που του αρέσει να ακούει τον παρακινεί σε βίαιες πράξεις. Είτε είναι η μουσική, είτε ο θυμός που κοχλάζει μέσα του, οι πράξεις βίας που κάνει γίνονται όλο και περισσότερες. Παρασύρεται και βουλιάζει.

Ο Θανάσης είναι ένας έφηβος που το μόνο που τον νοιάζει αρχικά είναι να εκσφενδονιστεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα έξω από το σπίτι του. Δεν αντέχει τον πατριό του, τον Τάκη, που τζογάρει και πίνει όλη μέρα, δεν αντέχει να βλέπει την μητέρα του κλεισμένη μέσα στο σπίτι συνέχεια να «νταντεύει» τον πατριό του και να μην πραγματοποιεί τα όνειρά της. Γι’ αυτό και παρασύρεται από τους φίλους του και θέλει να γίνει μέλος του συλλόγου των «Ελευθερολακώνων», μιας συμμορίας με εθνικιστικές ακραίες αντιλήψεις. Είναι ένα έφηβος, που ότι κάνει το στηρίζει σε στίχους από τραγούδια. Οι στίχοι τον ωθούν να κάνει πράγματα, πράξεις αποδεκτές ή όχι από τους άλλους αλλά και από τον εαυτό του.

Θέλοντας να νιώσει μέλος μιας ομάδας και μη έχοντας κάτι καλύτερο να κάνει εισέρχεται στην ομάδα των Ελευθερολακώνων και περνάει μέσα από μια τελετή μύησης που το έχουν ως παράδοση για την επικυρωμένη είσοδο των νέων μελών και την ονομασία τους με σπαρτιάτικα ονόματα: του αναθέτουν να «κλέψει» κάτι σημαντικό, από ανθρώπους, και συγκεκριμένα γυναίκες που έχουν πολλά χρήματα στη διάθεσή τους και δεν διαχειρίζονται σωστά αυτά αλλά και τη συμπεριφορά τους γενικότερα. Αντί αυτού, κατά λάθος κλέβει τη τσάντα μιας ηλικιωμένης γυναίκας που πήγαινε να καταθέσει τη σύνταξή της στην τράπεζα. Από αυτό το σημείο και μετά αρχίζει και αναρωτιέται αν ήταν αυτό το γεγονός η αποδεκτή πράξη που έψαχναν οι Ελευθερολάκωνες για να τον μυήσουν στην ομάδα τους και τις αντιλήψεις τους.

Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ο Θανάσης προσεγγίζεται στενά από μια συμμαθήτριά του, τη Λουΐζα, η οποία τον προσκαλεί στο πάρτι που θα κάνει σπίτι της και ενώ αυτός δέχεται και πηγαίνει συμβαίνουν μια σειρά από ατυχή γεγονότα που κάνουν το Θανάση να αμφιβάλλει αν θα θελήσει να τον ξαναδεί. Τελικά πηγαίνουν για καφέ και συνειδητοποιεί ότι η μικρή Λουΐζα καταλαβαίνει πιο πολλά πράγματα για αυτόν από ότι ο ίδιος ο Θανάσης. Ενθουσιάζεται και δένεται μαζί της καθώς την ερωτεύεται. Μετά από το περιστατικό όμως με την ηλικιωμένη, συνειδητοποιεί ότι ανήκουν σε δύο διαφορετικούς κόσμους, με τον Θανάση να ζει στον κόσμο της ανομίας, και προσπαθεί να την απομακρύνει.

Στο σπίτι του επικρατεί ένα χάος Δύο μικρότερα ετεροθαλή αδέρφια, με την αδερφή του Μαίρη να «εκστασιάζεται» και να παρανοεί στην ιδέα ότι περιμένει στο σπίτι της για καφέ τον Τζόνι Ντεπ και τον Μαρκ Γουόλμπεργκ, ο μικρός Νικόλας να είναι πολύ μικρός και να μην καταλαβαίνει πολλά ακόμα, η μητέρα του ζωντανή φυλακισμένη στο σπίτι της αλλά και στο γάμο της και ο πατριός του ο Τάκης, να τζογάρει, να πίνει, να απατά και να δέρνει τη μητέρα του αλλά και τον ίδιο το Θανάση, να προσπαθεί να τον διώξει από το σπίτι αλλά και να του ταράσσει την ψυχολογία και την ισορροπία του με το να του λέει πόσο άχρηστος είναι.

Μετά από κάποιες βδομάδες από τον είσοδό του στην ομάδα των Ελευθερολακώνων, ο Θανάσης μαθαίνει από ένα τρίτο άτομο, ότι ο πατέρας του τελικά είναι ζωντανός! Φοβισμένος για το τι θα αντικρύσει αλλά και απογοητευμένος γιατί δεν τους πλησίασε τόσα χρόνια, πάει και βρίσκει τον πατέρα του, Βαγγέλη Τσαρδάκα, στο συνεργείο αυτοκινήτων που κατείχε. Βλέπει έναν πατέρα τελείως διαφορετικό από αυτό που περίμενε:

«Ήταν μέτριος προς ψηλός, παχουλός, με αραιά μαλλιά. Φαινόταν βρόμικος, τα μαλλιά του λαδωμένα, αξύριστος, τα νύχια του μαύρα. Βέβαια σε συνεργείο δούλευε, αλλά ο νεαρός που ήταν μαζί του δε σου έδινε αυτή την αίσθηση. Και μου έμοιαζε στη μύτη και στο στόμα. Προσπαθούσα να μη καρφωθώ πάνω του, παρόλο που ήθελα να αποτυπωθεί η εμφάνισή του στο μυαλό μου. Ο άντρας μου φαινόταν πολύ γνώριμος. Μα που τον είχα δει; Αυτός από την άλλη δεν έδειχνε τίποτε απέναντί μου, δεν είχε καταλάβει κάτι, ούτε καν είχε διαισθανθεί, φερόταν σαν να ήμουν ένας κανονικός πελάτης, που έτσι και αλλιώς αυτό ήμουν για εκείνον. Σαν να απογοητεύτηκα κάπως, βαθιά μέσα μου ήθελα να δω ένα λαμπύρισμα στα μάτια του, μια αμφιβολία, ένα κάτι. Αυτός κοιτούσε σαν μοσχάρι.» 

Καθώς συζητούν, ο πατέρας του αναφέρει μια ιστορία με μια παλιά του κοπέλα. Έκπληκτος ο Θανάσης συνειδητοποιεί ότι πρόκειται για τη μητέρα του. Ο Βαγγέλης είχε σχέση με την Ελευθερία, τη μητέρα του Θανάση. Ο Κλέανδρος, ο αρχηγός των Ελευθερολακώνων, επειδή ήταν ερωτευμένος με την Ελευθερία, αντιτάχθηκε στο Βαγγέλη, του έσπασε τα φρένα της μηχανής. Ο Βαγγέλης έμεινε άλλους δύο μήνες με την Ελευθερία, και μη γνωρίζοντας ότι αυτή είναι έγκυος, την παράτησε. 

Σοκαρισμένος από αυτήν την ιστορία ο Θανάσης φεύγει πολύ πιο απογοητευμένος και πληγωμένος και πάει να βρει τον Κλεομένη ο οποίος του χρωστούσε κάποιες εξηγήσεις για όλα αυτά και τόσο καιρό τον είχαν στο σκοτάδι. Αργότερα, όμως, με αυτήν την φασαρία που δημιουργήθηκε μεταξύ τους, αποφάσισαν να τον απομακρύνουν από την ομάδα και, μετά από κάποιες προσπάθειες επικοινωνίας με τους κολλητούς του οι οποίοι κι αυτοί στο τέλος τον εγκατέλειψαν, ολομόναχος πλέον πηγαίνει σπίτι του. Εκεί βρίσκει τον πατριό του να απατά τη μητέρα του με μία νεαρή κοπέλα και ακολουθεί ένας άγριος καυγάς  μεταξύ τους που κάνει το Θανάση ν φύγει από το σπίτι παρά την άρνηση και τις αμφιβολίες της μητέρας του. Πριν αποφασίσει τελικά να φύγει τελείως από την Αθήνα και να πάει στην Κόρινθο στους παππούδες του, πάει να δει τη Λουΐζα ώστε να την αποχαιρετήσει. Βλέποντας εκεί το Δημήτρη μαζί της να την αγκαλιάζει και παρανοώντας την όλη κατάσταση φεύγει ακόμα πιο πληγωμένος για την Κόρινθο.

Καθώς φτάνει στους παππούδες του, συνειδητοποιεί ότι η ζωή στο χωριό χωρίς να κάνει τίποτα από αυτά που έκανε στην πόλη, τον ξεκούραζε και τον ηρεμούσε. Καθώς περνούν οι μέρες μαθαίνει πως η μητέρα του μπήκε στο νοσοκομείο από καρδιακή προσβολή. Μεθυσμένος από τις τύψεις, επιστρέφει στην Αθήνα με τους παππούδες και αφού έχει μια μικρή αλλά αληθινή συζήτηση με την μητέρα του, αυτή ξεψυχάει στο νοσοκομείο. Αρχίζει να παρακολουθεί το σχολείο, επιστρέφει στον Δημήτρη το κινητό του, του ζητά συγγνώμη για όλα όσα συνέβησαν και ξαφνικά η συμμορία των Ελευθερολακώνων εισέρχεται στο προαύλιο του σχολείου και αρχίζει να χτυπάει όλους τους μετανάστες μαθητές του σχολείου. Ο Θανάσης μπαίνει στη μέση για να σταματήσει τη φασαρία και τραυματίζεται. Ακολουθεί μια συζήτηση με το Δημήτρη που το εξομολογείται ότι δεν υπάρχει κάτι ανάμεσα σε εκείνον και τη Λουΐζα και ότι η ίδια μιλά συνέχεια και ανησυχεί γι’ αυτόν. Ο Θανάσης συναντιέται με τη Λουΐζα και του εξομολογείται το σκηνικό με τον Δημήτρη και το βίντεο στο κινητό και αυτή του εξομολογείται ότι τα ξέρει όλα.

3.2 Ο ΕΡΩΤΑΣ «ΣΤΗ ΔΙΑΠΑΣΩΝ»

Το «Στη Διαπασών» του Βασίλη Παπαθεοδώρου πρόκειται για ένα βιβλίο που οι έννοιες όπως ωμότητα, σκληρότητα, συναίσθημα και αμφιβολία έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η πρωτοπρόσωπη και ωμή αφήγηση που καθιστά τον αναγνώστη μέρος της ιστορίας, σκληρότητα στις πράξεις και στα γεγονότα και τα συναισθήματα της αγάπης, της αμφιβολίας, του φόβου και του πόνου κάνουν το μυθιστόρημα την πιο άμεση απεικόνιση της σημερινής πραγματικότητας των εφήβων.

Ο Θανάσης, ο ήρωας, είναι ένας οργισμένος έφηβος με καθαρά καταγγελτικό και απαξιωτικό λόγο προς όλους: τα’ αδέλφια του, τον πατριό του, τους καθηγητές, τους συμμαθητές. Η ξένη μουσική που διαρκώς ακούει απ’ τα cd του και το mp3 του έχει στίχους και μουσική που πάντα σημαίνουν κάτι γι’ αυτόν και πάντα κολλάνε στην περίσταση, του ανεβάζουν την αδρεναλίνη και νιώθει να θέλει να «σπάσει» ό,τι βρεθεί μπροστά του και να βρεθεί σε νέους φαύλους κύκλους. Αυτή είναι η κυρίαρχη εικόνα των εφήβων που οι ενήλικες έχουν σήμερα: μπλεγμένοι σε φασαρίες, ναρκωτικά, χουλιγκανισμούς, αιρέσεις, σε «απαγορευμένα» κλαμπ και γενικότερα στο έγκλημα. Ο συγγραφέας όμως προσπαθεί, και το καταφέρνει, να μεταδώσει στον αναγνώστη, ενήλικο ή μη, την εικόνα ενός έφηβο ανώριμου αρχικά αλλά που περνά διάφορες δυσκολίες, ξανασηκώνεται στα πόδια του και ωριμάζει μέσα από τον πόνο και το φόβο. Καταφέρνει να μεταδώσει με καταπληκτικό τρόπο την εικόνα ενός ευαίσθητου εφήβου – πιονιού που πάντα υπάρχει από πίσω, αλλά κανένας δε δέχεται να την καταλάβει. Δίνει την εικόνα ενός παιδιού με συναισθήματα με κάποια από τα οποία παλεύει και αλλά και συναισθήματα που τον ενθουσιάζουν και αρέσκεται στο να τα νιώθει.

Αρχικά, η αγάπη του για τη μουσική άρχισε από μικρή ηλικία. Νιώθει αυτή η μουσική να τον εκφράζει, να θέλει να κάνει πράγματα, αποδεκτά ή όχι, που δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά και χωρίς τη μουσική. Η μουσική γι’ αυτόν είναι η κινητήριος δύναμη, το αίμα μέσα στις φλέβες του θα έλεγα, που τον κάνει να αισθάνεται  Το μόνο πράγμα που τον ευχαριστεί και που τον ταξιδεύει:

«Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΧΑΙΡΩ ΠΟΛΥ, ΘΑ ΠΕΙΤΕ, σιγά το πράγμα, όλοι αυτό λένε. Ναι, Ο.Κ., αλλά εμένα είναι η ζωή μου. Καταλαβαίνετε; Δεν μπορώ να κάνω χωρίς τη μουσική. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω, αλλά είναι σαν να βυθίζομαι στον πάτο της θάλασσας και ξαφνικά να δίνω έτσι μια με τα χέρια μου και να ξαναβρίσκομαι στον αφρό. Σα να σβήνω σιγά σιγά και να ξαναγεννιέμαι ακούγοντας κάποιο τραγούδι. Η μουσική μου δίνει ενέργεια, αδρεναλίνη, ορμή Μάλιστα μου παραδίνει ορμή, πιστεύω ότι με σπρώχνει να κάνω... Ε, πώς να το πω;... Να κάνω πράγματα. Τι πράγματα; Από το να οδηγήσω πιο γρήγορα το μηχανάκι μέχρι ... να δείρω, για παράδειγμα. Η μουσική με κινεί, με κατευθύνει, μου δίνει ρυθμό Ναι, αυτό είναι, επιτέλους βρήκα τις λέξεις: Μου δίνει ρυθμό. Γι’ αυτό και προτιμώ ροκ τραγούδια, με μπάσα και ηλεκτρικές κιθάρες και ντραμς, τραγούδια με μπιτ. Με κάνουν να συνδυάζω τον ρυθμό τους με τις πράξεις μου, μου δίνουν κίνηση.»

Ο Θανάσης προέρχεται από μια ιδιαίτερα φτωχή οικογένεια με γονείς τελείως διαφορετικούς ο ένας από τον άλλον. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον πραγματικό του πατέρα και μένει στο σπίτι με τη μητέρα του, τον πατριό του, και τα δύο ετεροθαλή αδέρφια του. Η μητέρα του μια γυναίκα εγκλωβισμένη στο ίδιο της το σπίτι αλλά και στον γάμο της, δίνει κρυφά χαρτζιλίκι στο παιδί της ώστε να μη νευριάσει ο άντρας της, ένας πατριός που δεν τον νοιάζει τίποτα παρά να παίζει στον ιππόδρομο, να τζογάρει, να απιστεί, να κακοποιεί και να θεωρεί ότι ο Θανάσης τους παίρνει λεφτά και τα χαραμίζει, μια ετεροθαλή αδερφή μικρότερή του πάνω στην τρέλα της εφηβείας της χωρίς να τον συμπαθεί και ιδιαίτερα και ένας ετεροθαλής αδερφός, πολύ μικρός σε ηλικία και πολύ μικρός γενικά για όλες αυτές τις καταστάσεις.

3.3 ΑΝΥΠΑΝΤΡΕΣ ΜΗΤΕΡΕΣ

«Η μητέρα μου είναι μοδίστρα, όπως και στο τραγούδι δηλαδή και ο πατέρας μου, συγνώμη ο πατριός μου, παίζει στον ιππόδρομο και στους παπατζήδες του Πειραιά. Και όταν δεν παίζει τα λίγα που βγάζει από την οικοδομή τις φορές που τον φωνάζουν για δουλειά, τότε μεθά και είναι ευχαριστημένος από το ποτό. Α, και δέρνει.»

«Αυτός είναι ο πατριός μου, που φωνάζει από το μέσα δωμάτιο Παρόλο που στο σπίτι είναι και η μητέρα μου και τα ετεροθαλή αδέρφια μου –η Μαίρη, δεκατριών, και ο Νικόλας, τέσσερα-, μόνο αυτός μου φωνάζει [..]

Εγώ, ας πούμε, ζω με την μητέρα μου, τον πατριό μου και τα δύο ηλίθια. Πατέρα πραγματικό δε γνώρισα. Τώρα τι έγινε, θα σας γελάσω, δε θέλω και να πολυρωτάω, γιατί η μητέρα μου ψιλοείναι άρρωστη, με καρδιά. Και είναι τόσο νέα! Ούτε σαράντα. Πιστεύω πάντως ότι μάλλον την παράτησε, μας παράτησε κάποτε, πολύ νωρίς! Η ίδια λέει ότι σκοτώθηκε σε τροχαίο, αλλά μάλλον δε θα είναι αλήθεια, γιατί κάπου τη χάνει την ιστορία και της βγαίνει κάπως αλλιώς κάθε φορά. Μία από τις λίγες αναμνήσεις πάντως που έχω απ’ όταν ήμουν μωρό είναι να μου τραγουδά η μάνα μου το «Κόκκινο Τριαντάφυλλο» όταν με κοίμιζε, το ίδιο όταν με τάιζε ή όταν με ξύπναγε. Ίσως γι’ αυτό νιώθω τόσο δεμένος με το τραγούδι, ξέρω γω; Γιατί δεν έχω και τίποτε άλλο από τα παιδικά μου χρόνια [..

Σε αυτό το σημείο, εκτός από τη δεινότατη σχέση με τον πατριό του, βλέπουμε και τη σχέση με τη μητέρα του και τον απόντα βιολογικό του πατέρα. Ο Θανάσης αγαπά τόσο πολύ την μητέρα του, την φροντίζει και την σκέφτεται συνέχεια και αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι δε θέλει να την πολυπαιδεύει με την ιστορία για τον πατέρα του. Ήταν μια γυναίκα πολύ νέα, έγκυος στο πρώτο της παιδί με τον πραγματικό πατέρα να απουσιάζει και να μην γνωρίζει καν για την ύπαρξη αυτού  του παιδιού. Ανύπαντρη και εργαζόμενη μητέρα έως ότου βρίσκει έναν άλλο άντρα να παντρευτεί, να ζήσει μαζί της, να την προσέξει και να μεγαλώσει το παιδί της και ως δικό του.

3.4 Η ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΑΠΙΣΤΙΑ

Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο οι ανύπαντρες μητέρες με παιδιά που αναγκάζονται να κάνουν τη ζωή τους με έναν άλλον άνθρωπο ώστε να αποφύγουν αυτές του είδους τις προκαταλήψεις της κοινωνίας, όπως ακριβώς και η μητέρα του Θανάση στο «Στη Διαπασών» του Βασίλη Παπαθεοδώρου. Το τραγικό επίσης με τη μητέρα του Θανάση είναι ότι, η ίδια ξεπερνώντας την όλη αυτήν ιστορία και όντας παντρεμένη πια με έναν άλλον άντρα που θα μεγάλωνε το παιδί της, ότι πέφτει πάλι θύμα στο γάμο της με έναν άνδρα να κακοποιεί την ίδια και το παιδί της και να απιστεί σε βάρος της. Αυτά όλα έχουν άμεσο αντίκτυπο στο Θανάση, ο οποίος περιγράφει τον πατριό του με τα χειρότερα λόγια:

«Πάντως η μητέρα μου δουλεύει σαν το σκυλί και μου δίνει χαρτζιλίκι κρυφά από τον πατριό μου, ο οποίος παλιότερα μου έδινε ξύλο, ενώ τώρα δε μου δίνει σημασία.

Τον Τάκη, τον πατριό μου, τον μισώ. Αλήθεια, ναι, στην κυριολεξία τον μισώ. Πρώτα πρώτα είναι ένα ρεμάλι και μισό, ό,τι βγάζει από την οικοδομή πάει και το παίζει στο Στοίχημα, στον ιππόδρομο, στα χαρτιά, παντού. Και πάντα βγαίνει χαμένος. Τώρα εσείς που το διαβάζετε αυτό πείτε μου: Είναι δυνατόν να παίζει κάποιος κάθε μέρα τα λεφτά του και να βγαίνει πάντα χαμένος; Δηλαδή να μην κερδίσει ούτε μία φορά; Ούτε με τις πιθανότητες δηλαδή; Ε, φαίνεται πως είναι. Επιπλέον δεν καταλαβαίνω πως ο Μικ Τζάγκερ είναι εβδομήντα χρονών, αδύνατος και χτυπιέται στο χορό και αυτός, κοντά γιος του, δεν μπορεί να σηκώσει την κοιλιά του. Μιλάμε ο άνθρωπος είναι να κάνεις εμετό. Παλιά έδερνε εμένα, παλαιότερα τη μητέρα μου. Μετά έπιασε τα αδέλφια μου, αλλά μ’ αυτά του περνούσε γρήγορα και τα χάιδευε κατόπιν. Όμως η γειτονιά τον πήρε από κακό μάτι, ενώ όλοι δέρνονταν μεταξύ τους –αυτό το ήξερα-, φαίνεται ότι ο μόνος που ακουγόταν ήταν ο Τάκης. Έτσι το ψιλοσταμάτησε και τώρα, όταν μεθά και δεν ξέρει τι να κάνει, πάει και ρίχνει καμιά φόλα σε κάνα σκυλί, να σταματήσει να γαβγίζει. Αν έριχνε φόλα στη μισή γειτονιά, που την αξίζει κιόλας, ίσως και να τον ψιλοσυμπαθούσα [..

«[..] Κάποιες φορές τον έβλεπα να μιλά και να γελά με κάτι κοριτσάκια, θα ‘ταν δε θα ‘ταν δεκαεφτά, ακόμα κι εγώ, δέκα χρόνων περίπου τότε, καταλάβαινα ότι δεν ήταν σωστό. Μετά από λίγο καιρό τον είχα σιχαθεί που το έπαιζε στη μάνα μου καλός πατέρας, ενώ αυτός πήγαινε στο γήπεδο για να μιλά σε κοπέλες, και δεν ήθελα να πηγαίνω μαζί του. Έτσι κι αυτός άρχισε να το αραιώνει και τον έπιαναν τα νεύρα του. Κάνα δυο φορές μάλιστα, πριν κάποια χρόνια, είχε έρθει μια κοπέλα και με είχε ρωτήσει «Πού είναι ο Τάκης;», λες κι εγώ έπρεπε να της δώσω λογαριασμό γιατί δεν ερχόταν στο γήπεδο. Η κοπέλα είχε μαύρα μακριά μαλλιά, άσπρο δέρμα και μια ελιά στο μέτωπο.»

«Ο Τάκης καθισμένος σε μια καρέκλα, με ανοιχτό το πουκάμισο, να χαϊδολογιέται με μια κοπέλα που είχε βγάλει τη μπλούζα της και καθόταν στα γόνατά του. Το «Raspoutin» να παίζει σχεδόν στη διαπασών. Ο Τάκης πρέπει να είχε μεθύσει, ένα μπουκάλι ήταν άδειο πάνω στο τραπέζι και φιλούσε την κοπέλα. Την κοπέλα που είχε μαύρα μαλλιά, άσπρο δέρμα και μια ελιά στο μέτωπο. Την κοπέλα που θυμήθηκα αμέσως πως την είχα ξαναδεί παλαιότερα στο γήπεδο, να ρωτά για τον Τάκη –τότε ήταν πολύ μικρότερη, γύρω στα δεκαεφτά.

[..] Τότε που ήμουν τριών τεσσάρων χρόνων και στεκόμουν ανήμπορος στην είσοδο της κουζίνας, βλέποντας τη μάνα μου να ουρλιάζει πάλι σε ένα μεθυσμένο και με ανοιχτό πουκάμισο Τάκη «Φύγε από το σπίτι μου!», ενώ το «Raspoutin» έπαιζε πάλι στη διαπασών από το ραδιόφωνο, ενώ μια άλλη κοπέλα, που θυμάμαι μόνο τη σιλουέτα της, κρατούσε την μπλούζα της μπροστά της για να καλυφτεί [..

3.5 Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΕΙΑ.

Ο Θανάσης γνωρίζει μια κοπέλα στην ηλικία του η οποία τον πλησιάζει και τον φλερτάρει. Είναι στην ηλικία του, είναι στην ίδια τάξη και στο ίδιο τμήμα με αυτόν στην 1η Λυκείου και φαίνεται πως θέλει ενδιαφέρεται και θέλει να μάθει πολλά γι’ αυτόν. Τον προσκαλεί σπίτι του σε μια νεανική συγκέντρωση που προετοιμάζει με καλεσμένους συμμαθητές και συμμαθήτριές της και ο Θανάσης, που στην αρχή το παίζει άνετος, πιστεύει πως είναι η κατάλληλη στιγμή να μάθει τι θέλει από αυτόν και τελικά να της «την πέσει», στην νεανική ορολογία. Τα πράγματα όμως δεν πάνε όπως τα περίμενε ο Θανάσης, καθώς αυτός και οι φίλοι του βρίσκονται σε διαφορετική «φάση» και έχουν διαφορετική νοοτροπία από τους υπόλοιπους «μαλακούς» τυπάδες της ηλικίας τους.Φεύγουν από το πάρτι και καθώς πιστεύει πως δε θα θέλει να τον ξαναδεί ποτέ, η κοπέλα φαίνεται πιο πρόθυμη από ποτέ να συζητήσει μαζί του και να τον μάθει καλύτερα.

Ο Θανάσης ήταν ένα παιδί με αρκετά brutal χαρακτηριστικά και πολύ εμφανίσιμο, απ’ ότι καταλαβαίνουμε από την περιγραφή των κοριτσιών που ήταν μαζί και από τις σχέσεις που είχε κάνει. Ήταν «στεγνός» και στερεότυπος με τις σχέσεις τους, δεν τον ενδιέφεραν και τόσο πολύ οι δεσμεύσεις και δεν ήθελε τα θηλυκά να απαγκιστρώνονται συνέχεια από πάνω του και να του κάνουν σκηνές ζηλοτυπίας:

«Με τη Λουΐζα είπαμε να βγούμε να πάμε σινεμά, αυτό δηλαδή που είχαμε πει κάποιες μέρες –ή να ήταν βδομάδες;- τώρα ήρθε καιρός να γίνειΚαλά, δεν ψόφαγα για σινεμά, είχα να πάω δύο τρία χρόνια, αλλά το είχα δει σαν ευκαιρία να πέσει και το σχετικό μπαλαμούτι στα σκοτεινάΈτσι θυμάμαι τουλάχιστον ότι γινόταν πριν από χρόνια. Η πρώτη μου  γκόμενα, και καλά, ήταν στην Πέμπτη Δημοτικού Είχαμε πάει αρκετοί συμμαθητές στο σινεμά, εγώ καθόμουν δίπλα με την Ελένη, μια ψηλή χαζούλα, με τις φίλες της. Στο διάλειμμα πήρα πατατάκια και αναγκαστικά της πρόσφερα έτσι λιγούρικα που τα κοίταζε.Βάζαμε τα χέρια μας και οι δυο στο σακουλάκι και αγγίζαμε ο ένας τον άλλο, προσπαθώντας σαν πιάσουμε τα πατατάκια [..]

Πάντως γκόμενες είχα αρκετές μέχρι τώρα, δηλαδή αρκετές με βάση την ηλικία μου. Δε θα σας πω ψέματα, όπως συνηθίζουν όλοι οι συνομήλικοί μου, που έχουν πηδήξει τουλάχιστον το μισό νομό Αττικής, αν κάτσεις και τους ακούσεις –αυτή; «Α, τα ‘χα παλιότερα μαζί της», η άλλη; «Την είχα φασώσει πέρσι το καλοκαίρι», η τρίτη; «Καλά, εκεί να δεις κόλπα»-, όχι, δε θα πω τέτοια. Απλά τα είχα με κάποιες γκόμενες, που όλες τους σχεδόν μου τα ’καναν τσουρέκια. Τελεία. Δηλαδή άμα σου αρχίζει τα «Σε πήρα χθες βράδυ μετά το φροντιστήριο, αλλά το σήκωσε η μητέρα σου και μου είπε ότι είσαι στο μπάνιο, αλλά δε με πήρες μετά και είπα ότι θα έβλεπες το ματς και περίμενα μέχρι τις δώδεκα να με πάρεις, αλλά φαίνεται ότι τελικά κοιμήθηκες μετά, και δε σε ήθελα τίποτα, απλά να δω ότι γύρισες καλά, γιατί είχα ανησυχήσει και γι’ αυτό θα δεις κάποιες κλήσεις στο κινητό, τέλος πάντων, αφού είσαι καλά, ησύχασα», κι όλα αυτά χωρίς να της έχεις πει λέξη, τότε η κατάσταση είναι χέσε μέσα και όπου φύγει φύγει.Κι ανοίγω κι εγώ το κινητό μου και για το επόμενο τέταρτο μου έρχονται γύρω στις πενήντα οχτώ αναπάντητες κλήσεις από την ανησυχία της άλλης που περπάτησα από την πλατεία στο σπίτι [..

Στην ηλικία των 12 το παιδί εισέρχεται στην κοινωνία της νεολαίας, που είναι γεμάτη από μουσική, πρότυπα, αξίες, σταρ. Οι νεαρές κοπέλες αρχίζουν να κοιτάζουν αγόρια μεγαλύτερης ηλικίας και ορισμένες παθιάζονται πολύ με διασημότητες, κυρίως τραγουδιστές. Συνήθως, σ’ αυτή την ηλικία, ένα αγόρι είναι ακόμη παιδί, ενώ το κορίτσι μπορεί να είναι κιόλας δεσποινίδα. Αν και μικρή, πειραματίζεται με τις πρώτες της επιθυμίες. Δεν είναι πια η ίδια, κλείνεται στο δωμάτιό της, γράφει ημερολόγιο και αισθάνεται μεγάλη. Ίσως έχει ήδη ένα ταίρι και παριστάνει την ερωτευμένη. Οι μαμάδες είναι συνήθως πιο ανεκτικές και πρόθυμες να δεχθούν εκμυστηρεύσεις. Σε αντίθεση με τους πατεράδες, που αντιδρούν με θυμό και αδυναμία κατανόησης. Κάνουν πολλές ερωτήσεις, προκειμένου να βεβαιωθούν ότι η κόρη δεν έχει εμπειρίες που δεν αρμόζουν στην ηλικία της. Σίγουρα, ο κίνδυνος υφίσταται, ωστόσο η μετατροπή των γονιών σε ανακριτές αντί για θετικά αποτελέσματα μπορεί να οδηγήσει στην απόλυτη σιωπή της νεαρής.

Οι έφηβοι δεν μπορούν να ελέγξουν τις ενστικτώδεις ορμές τους κι αυτό δημιουργεί προβλήματα. Θέλουν να απελευθερωθούν από την εξάρτηση των γονιών, αλλά τους είναι δύσκολο να κατανοήσουν τις σεξουαλικές τους παρορμήσεις και να τις συντονίσουν με την πραγματικότητα. Από τη μία εξιδανικεύουν το σύντροφό τους κι από την άλλη έρχονται σε σύγκρουση με τους γονείς, που δεν καταλαβαίνουν ότι γι’ αυτούς ο έρωτας είναι το παν. Στην αναζήτηση της ενήλικης προσωπικότητάς τους, οι έφηβοι πειραματίζονται με διαφορετικούς ρόλους. Κάθε προσωπικότητα που «δοκιμάζουν» τους κάνει να ερωτεύονται έναν ορισμένο τύπο συντρόφου, τον οποίο εγκαταλείπουν μόλις «αλλάζουν» προσωπικότητα. Σ’ αυτή την ηλικία οι κοπέλες έχουν την τάση να ερωτεύονται νεαρούς μεγαλύτερους από εκείνες, κάτι που προκαλεί στα συνομήλικά τους αγόρια μεγάλες απογοητεύσεις.[1]

Η όψιμη εφηβική φάση ακολουθεί τη φάση των εφήμερων δεσμών. Σιγά σιγά η σχέση με ένα άτομο του αντίθετου φύλου γίνεται όλο και πιο απαιτητική και επιλεκτική. Οι έφηβοι μαγεύονται από τον έρωτα. Μερικοί ερωτεύονται διαρκώς, ενώ άλλοι δεν ερωτεύονται αν και το θέλουν. Ερωτεύεται συνέχεια συνήθως ο ευάλωτος και ανασφαλής νέος, που θέλει να επιβεβαιωθεί μέσα από τα ερεθίσματα που του προσφέρουν οι άλλοι. Αυτοί που δυσκολεύονται, είναι γιατί δεν καταφέρνουν να βρουν κάποιον με τον οποίο να μπορούν να μοιραστούν τις ανησυχίες και τις ιδέες τους. Μερικοί θεωρούν τον εαυτό τους ανώτερο. Άλλοι είναι υπερβολικά ντροπαλοί. Ο έρωτας προκαλεί κάποιες αλλαγές στη συμπεριφορά: ο νέος δεν κοιμάται ή, αντίθετα, κοιμάται καλύτερα από ποτέ. Του κόβεται η όρεξη ή τρώει υπερβολικές ποσότητες. Επιπλέον, όλα αυτά συνοδεύονται από ασυνήθιστο κοκκίνισμα στα μάγουλα ή χλομάδα, ταχυπαλμία, άγχος ή υπερβολική ψυχική ευφορία. Όταν ο έρωτας φτάσει στο τέλος του, τότε η θλίψη που πιθανόν να προκληθεί είναι για εντελώς διαφορετικούς λόγους ανάμεσα στο αγόρι και το κορίτσι.

Καθώς η μέρες και οι φορές που συναντιούνται ολοένα και πληθαίνουν, ο Θανάσης καταλαβαίνει πως δεν είναι μία από τις ανώριμες «χαζογκόμενες», όπως τις λέει, της ηλικίας του, αλλά αντίθετα: είναι μια κοπέλα ώριμη για την ηλικία της, όμορφη, γλυκιά, που ξέρει να κερδίζει τον άλλον, ξέρει τι θέλει και ξέρει να το διεκδικεί με τον τρόπο της. Αυτό γοητεύει τον Θανάση και τον κάνει να την ερωτευτεί, όμως μια συζήτηση με τον Κλεομένη, συνειδητοποιεί ότι δεν κάνει γι’ αυτήν. Έχει διαφορετική νοοτροπία από αυτήν, διαφορετική ζωή, διαφορετικά ερεθίσματα, και σε διαφορετικά και σε άσχημα πράγματα μπλεγμένος. Αυτή η συνειδητοποίηση του προκαλεί τύψεις, φόβο ότι θα πάθει κάτι η Λουΐζα εξαιτίας του και της ζητάει να χωρίσουν και να απομακρυνθούν, διότι δεν κάνει για εκείνην καθώς της αξίζει κάποιος καλύτερος. Με αυτόν τον τρόπο, πληγώνει την κοπέλα, πληγώνεται και αυτός που τη χάνει. Όχι για πολύ, όμως:

«’’Άρα ξέρει αυτό που εσύ θέλεις να της δείξεις, αυτό δηλαδή που δεν είσαιΠροσποιείσαι κάτι ξένο, κρύβεσαι από τη Λουΐζα, αυτή έχει τσιμπηθεί με ένα άλλο άτομο, έχει πλάσει κάτι άλλο για σένα στο μυαλό της, εσύ προσπαθείς συνέχεια να κρυφτείς, να μη δείξεις ποιος είσαι πραγματικά κι αυτό ακριβώς σε έχει κουράσει. Ή άμα το θες με άλλα λόγια, δεν είσαι για τη Λουΐζα [..].Μη βυθίζεσαι στο ψέμα, αρκετά από αυτά που ζεις είναι ψέματα, δεν είναι ανάγκη να προσθέτεις κι άλλα.Μπορείς να είσαι μαζί της και να τα περνάς καλά, όπως λες, και δεν αμφιβάλλω γι’ αυτό μπορείς και εμάς ακόμα να μας γράψεις, αλλά κατάλαβέ το, είσαι ένας από μας, αργά ή γρήγορα θα δείξεις το πραγματικό σου πρόσωπο στην άλλη.’’»

3.6. Η ΖΗΛΙΑ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Καθώς αποφασίζει να φύγει από την Αθήνα και να πάει στους παππούδες του στην Κόρινθο, του φαίνεται καθώς την παρακολουθεί πως έχει προχωρήσει τη ζωή της με τον συμμαθητή της Δημήτρη, πράγμα που τον ξεγελάει και τον πληγώνει .

«Ζήλεψα, ζήλεψα αφόρητα, σχεδόν είχα θολώσει, μου ερχόταν να πάω και να τους βρίσω. Δηλαδή αυτό τις προάλλες στο νεκροταφείο ήταν θέατρο; Ότι και καλά ήρθαμε και φύγαμε για να μη μας δεις εσύ, αλλά με τέτοιον τρόπο για να μας δεις και ότι είμαστε μαζί;

Στέκονταν και χαχάνιζαν, ξένοιαστοι, αμέριμνοι, χαρούμενοι. τους κοίταγα με άγχος, λυπημένος και μίζερος. Εκείνη τη στιγμή πάλι κάτι είχε καταστραφεί μέσα μου, πάλι δεν έβλεπα καμία διέξοδοΕίχα χάσει τελικά παντού, αυτή ήταν η τελευταία επιβεβαίωση. ‘Όχι ότι δεν ήτα φυσικό να γίνει έτσι , αλλά πάντα ήλπιζα να χτυπήσει το κινητό μου, πάντα με μια κλήση στο μυαλό μου πεταγόταν σ’ αυτήν, πάντα ήθελα να αλλάξουν τα πράγματα.

Η εμμονή μου φούντωσε ξανά.Τώρα πια κάθε μέρα τούς παρακολουθούσα, την έστηνα διακριτικά έξω από το φροντιστήριο και τους έπαιρνα από πίσω, να δω για να ζηλέψω ακόμα περισσότερο [..] Κάποιες φορές μάλιστα αποκαμωμένος καθόμουν σε κάνα παγκάκι και αφηνόμουν να δακρύσω.Μετά σηκωνόμουν με περισσότερες δυνάμεις και περπάταγα πάλι.Σαν να μου έκανε καλό αυτή η στάση, σαν να μου έδινε δυνάμεις.»

Στο επικίνδυνο επεισόδιο που πραγματοποιήθηκε στο προαύλιο του σχολείου, ο Δημήτρης του είπε πως όλα όσα σκέφτηκε ήταν πλάσματα της φαντασίας του και πως η Λουΐζα ανησυχεί και μιλάει συνέχεια γι’ αυτόν. Πλέον ο Θανάσης σκέφτεται διαφορετικά και αλλάζει, μαζί με τη Λουΐζα.

«Είχα αλλάξει; Δεν ξέρω Άλλαζα; Μάλλον έτσι φαίνεται. Προς το καλό ή προς το κακό; Ποιος ξέρει τι είναι το ένα και τι είναι το άλλο; Ποιος ξέρει τελικά αν το καλό δεν κρύβει κακό μέσα του ή αν το κακό δεν κρύβει πολύ βαθιά το καλό; Το ζήτημα είναι ότι άρχισα να βλέπω κι εγώ μια αλλαγή πάνω μου, στη σκέψη μου, στις αντιδράσεις μου, στη μουσική μου. Κι αυτό από μόνο του ήταν καλό, γιατί δεν πήγαινε έτσι το πράγμα παραπέρα

Έβλεπα και τα’ άλλα ζευγαράκια να αγκαλιάζονται και να κρατιούνται χέρι χέρι και να φιλιούνται και ένιωθα ότι αυτόματα είχαν λυθεί όλες οι παρεξηγήσεις, είχαν φύγει όλα τα νεύρα και όλα τα προβλήματα, με το άκουσμα ενός και μόνο τραγουδιού.»

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου, όπως έχει παραδεχτεί και ο ίδιος, δεν είχε πάντα τρελή σχέση με τη συγγραφή βιβλίων Τελείωσε τη Γερμανική Σχολή Αθηνών, σπούδασε Μεταλλειολόγος Μηχανικός και Χημικός Μηχανικός στο ΕΜΠ, έκανε μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και το επίσημο επάγγελμά του είναι «Αναλυτής Κινδύνων σε Τράπεζα». Όλες αυτές οι ασήμαντες βιογραφικές αναφορές μπορεί να μην έχουν καμία σχέση μεταξύ τους και πρέπει να σιγουρεύουν και να εξακριβώνουν ορισμένους, πώς ένας άνθρωπος που δεν είχε καμία σχέση με τη συγγραφή και σπούδασε Θετικές επιστήμες και όχι Θεωρητικές μπορεί και επιδίδεται στη συγγραφή βιβλίων και μάλιστα για το πιο δύσκολο κοινό, τα παιδιά και τους εφήβους.

Κι όμως! Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου είναι ένας πολυβραβευμένος και καταξιωμένος συγγραφέας και από όσο διάβασα και εγώ τα βιβλία του, γράφει λες και έχει επίγνωση του χαρακτήρα του κάθε ένα από τους αναγνώστες του! Οι εικόνες που δίνει στον αναγνώστη είναι τόσο ζωντανές και «ζουμερές» που νιώθει σαν να είναι κι αυτός μέρος της ιστορίας, σαν τα γεγονότα να εξελίσσονται και να ξετυλίγονται μπροστά του. Προσγειωμένη, ειλικρινής, χιουμοριστική, ελεύθερη και αποστομωτική η γραφή του, λαμπεροί οι χαρακτήρες του, αποτρόπαια τα γεγονότα του, μεθυστικά τα συναισθήματά του.

Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου, ο πρωταγωνιστής-συγγραφέας της συγκεκριμένης πτυχιακής, από όσο μπορεί να δει, να διαβάσει και να καταλάβει κανείς είναι συγγραφέας περισσότερο κοινωνικών θεμάτων και γεγονότων: κατάληψη Πολυτεχνείου, κοινωνική πολιτική, εθνικισμός-ρατσισμός και η λίστα συνεχίζεται.

Θέλει να βγάζει το καλό πάντα μέσα από τον χαρακτήρα του, όσο κάκιστος και αν είναι Και στα τρία αυτά βιβλία που εξετάζει η συγκεκριμένη πτυχιακή («Άλφα», «Χνότα στο Τζάμι», «Στη Διαπασών») επιλέγει ως κεντρικούς ήρωες παραβατικούς και αρσενικούς τύπους που κυλιούνται στο χάος της ανομίας, της εσωτερικής τους αναζήτησης και ενδοσκόπησης, παλεύοντας με τους εαυτούς τους και εν τέλει λυτρώνονται από κάποια δύναμη, είτε είναι υπερφυσική είτε ανθρώπινη.

Ο κύριος σκοπός της πτυχιακής μου ήταν να βρω, να απομονώσω και να εξετάσω, εάν και εφόσον υπάρχει, τον έρωτα, το ερωτικό στοιχείο στα τρία αυτά βιβλία του συγγραφέα. Αν και δεσπόζει το κοινωνικό φαινόμενο στα βιβλία του, ο έρωτας υπήρχε. Σε άλλα ήταν κρυμμένος πίσω από λέξεις και σύμβολα και σε άλλα πρωτοστάτησε.

Στο «Άλφα» δέσποζε πολύ παραπάνω το κοινωνικό φαινόμενο του Σύγχρονου Πολυτεχνείου και λιγότερο ο έρωτας. Αλλά δεν ήταν ο κλασσικός έρωτας μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Ήταν πολύ περισσότερο ένας συμβολικός έρωτας του Αλέξη με τη μορφή ενός αγάλματος, την Αγάπη. Συμβολικός ο έρωτας και η εξάρτηση του Αλέξη από το Άγαλμα, συμβολικό και το όνομα του Αγάλματος. Ο Αλέξης περνά από ψυχολογικά κύματα, τα οποία υπερβαίνει με τη βοήθεια της Αγάπης. Τέλος, ενθουσιάζεται όταν συνειδητοποιεί ότι το συμβολικό πρόσωπο της Αγάπης, είναι το πραγματικό πρόσωπο της κοπέλας που βλέπει στο Πολυτεχνείο. Τραγική αυτή η κατάληξη αφού δεν ξαναβλέπει την κοπέλα και το Άγαλμα διαμελίζεται

Στο «Χνότα στο Τζάμι» ο έρωτας είναι εμφανέστατος. Ο Άλεκ ερωτεύεται και ενθουσιάζεται με  τη Σιμόν, αλλά στο τέλος ο έρωτας και ο ενθουσιασμός αυτός, καταλήγει σε εμμονή να παρακολουθεί κάθε της κίνηση και να την ψάχνει παντού.

Επίσης, υπάρχει και ο έρωτας μεταξύ ενός παντρεμένου ζευγαριού, οι οποίοι έχουν μπει στην ρουτίνα του γάμου και έχουν χάσει την ερωτική και συναισθηματική επαφή μεταξύ τους.

Τέλος, στο βιβλίο «Στη Διαπασών» δεσπόζουν και συναγωνίζονται, θα έλεγα, ο έρωτας με τη βία. Μετά τη συντριπτική νίκη του έρωτος, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι δε χρειάζεται η βία και ένα πρόσωπο και μια συμπεριφορά brutal για να σε αγαπήσει ένας άλλος άνθρωπος, αλλά το ίδιο το συναίσθημα του έρωτα.

Κυριαρχεί ο έρωτας με τα διάφορα χαρακτηριστικά του: την «κατάθλιψη», την ερωτική απογοήτευση, τη χαρά, τη ζήλια και την εμμονή (σε έναν πολύ μικρό, όμως, βαθμό)

Συμπερασματικά, το ερωτικό στοιχείο βρέθηκε στα τρία αυτά βιβλία του Βασίλη Παπαθεοδώρου, αν και πολύ περίεργο καθώς υπάρχει εμφανέστατο το κοινωνικό φαινόμενο ακόμα και από τους τίτλους των βιβλίων. Ιστορίες που πραγματεύονται το θέμα της αγάπης, της συντροφικότητας, της φιλίας, της ανιδιοτέλειας της αυτοθυσίας και  της αφοσίωσης. Διακρίνονται για την τρυφερότητα και τη βία, την ευαισθησία τους και την απάθειά τους, την αισιοδοξία και την ελπίδα, την πτώση και την αναγέννηση, για τον έρωτα και την εμμονή. Οι ήρωες του απογοητευμένοι από την αβεβαιότητα και την παρακμή που χαρακτηρίζει το κοινωνικό φαινόμενο στην εποχή τους, αποζητούν τη δικαίωση της ζωής στον έρωτα. Αντιμέτωποι με μια καταρρέουσα κοινωνία, που δεν εμπνέει πια υψηλά ιδανικά, στρέφονται στον εσωτερικό του κόσμου και στα βιώματά τους. Η πνευματική και συναισθηματική επικοινωνία ανάμεσα στους ήρωες του κάθε βιβλίου του, είναι τέτοιας ποιότητας, ώστε είτε σιωπούν είτε μιλούν κατακλύζονται από τα συναισθήματα του έρωτα.

[1] Σκλατινιώτη, Ε (2010), «Το παιδί μου ερωτεύτηκε!», Περιοδικό «Υγεία, Ευεξία»

 

Εργασία Μεταπτυχιακών φοιτητριών Κ. Δ. - Μ. Ε., Ρόδος, Ιούνιος 2012

ΠANEΠIΣTHMIO AIΓAIOY
ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
& ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ:

«ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΥΛΙΚΟ»

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ:

«ΠΑΡΑ – ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ»

ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:
«Το Μήνυμα και Χνότα στο τζάμι: επισήμανση των στοιχείων που προσδίδουν αστυνομικό χαρακτήρα, που τα εντάσσουν στην επιστημονική φαντασία, καθώς και τα ουτοπικά ή δυστοπικά στοιχεία».

Ονοματεπώνυμο φοιτητριών:

Κ. Δ.- Μ. Ε.

Ρόδος, Ιούνιος 2012

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στα πλαίσια του μαθήματος «Παρα-λογοτεχνία και Παιδικό Βιβλίο» στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Παιδικό Βιβλίο και Παιδαγωγικό Υλικό», κληθήκαμε να μελετήσουμε τα μυθιστορήματα Το Μήνυμα και Χνότα στο τζάμι του Βασίλη Παπαθεοδώρου. Αρχικά παραθέτουμε ένα βιογραφικό σημείωμα για τη ζωή, τα επαγγελματικά και συγγραφικά ενδιαφέροντα του συγγραφέα, αλλά και τα βραβεία που του απονεμήθηκαν. Για την κατανόηση της εργασίας παρουσιάζουμε στον αναγνώστη την περίληψη της ιστορίας των δύο μυθιστορημάτων.

Στην συνέχεια, εντοπίζουμε τα στοιχεία εκείνα που κατατάσσουν τα λογοτεχνικά έργα στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Γίνεται μια προσπάθεια καταγραφής των στοιχείων που προσδίδουν στα μυθιστορήματα αυτά αστυνομικό χαρακτήρα με βάση την τυπολογία του Cawelti. Έπειτα, παραθέτουμε τα στοιχεία εκείνα που τα εντάσσουν στην επιστημονική φαντασία. Αξιοσημείωτη είναι η προσφορά των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων και συσκευών. Ακόμη, αναφερθήκαμε στα στοιχεία εκείνα που δημιουργούν ουτοπικές ή δυστοπικές καταστάσεις. Παρατηρήσαμε ότι το πέρασμα από τη δυστοπία στην ουτοπία πραγματοποιείται είτε με το σιδηροδρομικό όχημα είτε με τα χνότα στα τζάμια.

Το αστυνομικό μυθιστόρημα, το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας καθώς και τα μυθιστορήματα ουτοπίας ή δυστοπίας ανήκουν στην κατηγορία της Παραλογοτεχνίας. (Jean Marigny, 1997 : 7) Ωστόσο, η Παραλογοτεχνίας δεν έχει ορισθεί ακόμα με σαφήνεια. Οι πανεπιστημιακοί θεωρούν την Παραλογοτεχνία ως μια μορφή έκφρασης, είτε γραπτή είτε προφορική, που αντιπροσωπεύει έργα ιδιαίτερα δημοφιλή, με απλοϊκό λεξιλόγιο όμοιο με αυτό που χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο και που διαβάζονται για ευχαρίστηση. Γι’ αυτούς τους λόγους τα αντιμετωπίζουν ως παράσιτα της Λογοτεχνίας και αρνούνται να τα συμπεριλάβουν στο πεδίο της Λογοτεχνικής δημιουργίας. (David Samuelson, 1997 : 13)

Τα έργα της Παραλογοτεχνίας κατηγοριοποιούνται με βάση το θέμα και τον τρόπο συγγραφής των βιβλίων, μιας και το λεξιλόγιο είναι απλοϊκό και άμεσο. Ωστόσο, τέτοιου είδους κείμενα αντικατοπτρίζουν την κουλτούρα της κάθε χώρας παραγωγής και θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ένας αξιόλογος δείκτης κουλτούρας και πολιτισμού, αφού αφουγκράζεται την αληθινή όψη της κοινωνίας. (Michael Moorcock, 1997 : 8-9)

Η ανάλυση των εν λόγω μυθιστορημάτων ολοκληρώθηκε καταγράφοντας κάποια συμπεράσματα. Εν συνεχεία,  παραθέτουμε σε παράρτημα κάποιους συγκριτικούς πίνακες για τα στοιχεία που εντοπίσαμε σε αυτά τα λογοτεχνικά έργα.

ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΤΩΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΩΝ

«TO ΜΗΝΥΜΑ»

Βρισκόμαστε στο 2073, όπου συναντάμε τον Κόσμο, ένα νεαρό αγόρι που η καθημερινότητά του είναι απόλυτα εξαρτημένη από τον υπολογιστή του. Η ζωή του αγοριού κυλά με ηρεμία, μέχρι τη στιγμή που ο υπολογιστής του δέχεται μηνύματα έκκλησης βοήθειας από την Ελπίδα. Συνειδητοποιεί τη σοβαρότητα της κατάστασης και με τη βοήθεια του Άρι ταξιδεύουν, εν αγνοία των γονιών τους, στο χωριό της κοπέλας για να διαλευκάνουν την υπόθεση.

Στη συνάντηση με την Ελπίδα συγκεντρώνουν αρκετές πληροφορίες για το Σχέδιο του Παγκόσμιου Ιδρύματος και αποφασίζουν να ενημερώσουν τους πολίτες για την απάτη που έχουν καταστρώσει εις βάρος τους οι Αρχές. Εμπόδιο στην αποκάλυψη της αλήθειας στέκεται μια μυστική πράκτορας που παρακολουθεί τα παιδιά και προδίδει τα σχέδιά τους στην αστυνομία. Παρόλα τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν τελικά κατορθώνουν να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους.

«ΧΝΟΤΑ ΣΤΟ ΤΖΑΜΙ»

Βρισκόμαστε σε μία μεγαλούπολη, όπου υπάρχει έντονη αστυνόμευση, αφού οι κάτοικοί της ζουν καθημερινά με το φόβο τρομοκρατικών χτυπημάτων. Για το λόγο αυτό οι πολίτες είναι εγκλωβισμένοι στα σπίτια τους και ο μόνος τρόπος επικοινωνίας είναι τo mail. Ο Άλεκ, ένας δεκαεννιάχρονος φοιτητής βιντεοσκοπεί τυχαία τη δολοφονία του συμφοιτητή του Πολ, από την αστυνομία.

Η έρευνά του ξεκινά από το σημείο, όπου διαπιστώνει αναληθείς πληροφορίες που μεταδίδονται από τις Αρχές σχετικά με το συμβάν που ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Ανακαλύπτει πως όλες οι τρομοκρατικές ειδήσεις που μεταδίδονται είναι σκηνοθετημένες και αποτελούν κομμάτι ενός πολιτικού σχεδίου, που είναι η χειραγώγηση μιας ολόκληρης κοινωνίας. Παρόλο που ο πατέρας του είχε τη δυνατότητα να τον βοηθήσει στην αποκάλυψη της αλήθειας, τελικά αυτός που το πραγματοποιεί είναι ο Μάθιους, ένας από τους συνεργάτες στην εταιρεία των τηλεπικοινωνιών.

Στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος

Ο Παπαθεοδώρου παραθέτει στα μυθιστορήματά του «Το μήνυμα» και «Χνότα στο τζάμι», στοιχεία τα οποία προσδίδουν σε αυτά αστυνομικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, αναπτύσσεται ένα ιδιαίτερο είδος κατάστασης, ένα υπόδειγμα δράσης, μια ομάδα χαρακτήρων, οι μεταξύ τους σχέσεις, καθώς και ο κατάλληλος τύπος σκηνικού για την εξέλιξη της ιστορίας. Αυτό το είδος πλοκής επικρατεί στην κλασσική αστυνομική μυθοπλασία, η οποία περιλαμβάνει συγκεκριμένα στάδια και  βασίζεται στην τυπολογία του Cawelti που στηρίζεται στα έργα του Edgar Allan Poe, The Formula of the Classical Detective Story. (Παπαντωνάκης & Κωτόπουλος, 2011: 201)

Η κλασσική αστυνομική ιστορία εισάγει τον αναγνώστη στην κατάσταση, δηλαδή την παρουσίαση ενός ανεξιχνίαστου εγκλήματος και κατευθύνεται προς την εξιχνίαση του μυστηρίου. Στο Μήνυμα παρουσιάζεται η κατάσταση, όπου κάποιος κάνει έκκληση για βοήθεια.

Σας παρακαλώ! Βοηθήστε με! Κάντε γρήγορα! (σελ.24)

Το μυστηριώδες αυτό μήνυμα κινητοποιεί τον Κόσμο και τον Άρι, διότι δημιουργεί μια πληθώρα ερωτημάτων: «Ποιος χρειάζεται βοήθεια;», «Που βρίσκεται;», «Για ποιο λόγο χρειάζεται βοήθεια;», «Από ποιον κινδυνεύει;». Στη συνέχεια, αποκαλύπτεται το πρόσωπο που έστειλε το μήνυμα και το σημείο στο οποίο βρίσκεται.

 «Με λένε Ελπίδα. Βοηθήστε με», ήρθε ξαφνικά απάντηση. «Που είσαι;» έγραψε ασυναίσθητα ο Κόσμο. Ο εκτυπωτής άρχισε να τυπώνει ένα χάρτη της χώρας. Οι δυο φίλοι... δεν έβλεπαν όμως κανένα σημάδι από το μέρος που βρισκόταν η Ελπίδα. Κι εκεί που πήγαινε να τελειώσει η κόλλα του χαρτιού... είδαν ένα βελάκι να δείχνει ένα σημείο στο χάρτη, ένα χωριό. (σελ.34-35)

Στα Χνότα στο τζάμι η κατάσταση προβάλλεται στο σταθμό του μετρό, με τη δολοφονία ενός φοιτητή.

Και τότε συνέβη. Ο Πολ έφτασε στο τέλος σχεδόν της αποβάθρας και βέβαιος για τη νίκη του γύρισε να κοιτάξει την κοπέλα του θριαμβευτικά. Ένας, δυο, τρεις πυροβολισμοί ακούστηκαν, το χαμόγελό του πάγωσε στο πρόσωπό του... και τότε σωριάστηκε νεκρός πάνω στην αποβάθρα. (σελ.42)

Το νεαρό αγόρι έπαιζε κυνηγητό μαζί με την κοπέλα του στην αίθουσα του μετρό. Ξαφνικά, εμφανίστηκαν ένοπλοι αστυνομικοί, με ένταλμα σύλληψης, όπου συνέλαβαν το κορίτσι και πυροβόλησαν το φίλο της.

Οι αντιδράσεις του κόσμου, εξαιτίας του συμβάντος, ήταν έντονες. Ωστόσο, ο συγγραφέας περιγράφει μόνο τα συναισθήματα των δύο συμφοιτητών του Πολ, οι οποίοι έτυχε να είναι αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας του. 

Ο Άλεκ ένιωθε τα πόδια του να μην τον κρατάνε, σαν να είχε παραλύσει.
Η Σιμόν δίπλα του είχε ξεσπάσει σε βουβό κλάμα. (σελ.42)

Τόσο στο Μήνυμα, όσο και στα Χνότα στο τζάμι, η κατάσταση καλύπτεται από μυστήριο, εφόσον δεν είναι διαθέσιμο κανένα στοιχείο για τον εγκληματία και για το κίνητρό του. Με αυτόν τον τρόπο, η πλοκή εμπλουτίζεται, διότι δίνεται η δυνατότητα στον αναγνώστη να το ερμηνεύσει με πολλαπλούς τρόπους.

Σύμφωνα με τον Poe, στις αστυνομικές ιστορίες συναντάμε είτε εγκλήματα που σχετίζονται με φυλετικούς ή τερατώδεις υπαινιγμούς είτε εγκλήματα πολιτικής ίντριγκας. Στα εν λόγω μυθιστορήματα, διακρίνουμε εγκλήματα πολιτικής ίντριγκας. Συγκεκριμένα, στο Μήνυμα, οι γονείς της Ελπίδας κρατούνται παράνομα, εργαζόμενοι για να υλοποιηθεί κρυφά ένα πολιτικό σχέδιο.  

Έστειλαν τους γονείς της σε αυτούς του δύο πλανήτες και από τότε, πριν από δύο χρόνια περίπου δεν τους ξαναείδε... Και η μητέρα και ο πατέρας της Ελπίδας ήταν στην ουσία αιχμάλωτοι του Παγκόσμιου Ιδρύματος και της Παγκόσμιας Φυλακής. Τους έστειλα εκεί από τη Γη για να δουλέψουν, αλλά είδαν και έμαθαν τέτοια και τόσα πράγματα, που ήταν επικίνδυνο να ξαναγυρίσουν στη Γη. (σελ.80-82)

Στα Χνότα στο τζάμι, ο αναγνώστης γίνεται θεατής μιας κοινωνίας που σκηνοθετεί σκηνές βίας και τρόμου, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία φόβου και πανικού στους πολίτες. Κατά αυτόν τον τρόπο, θα επιδιώξει την υλοποίηση των σχεδίων της.

Όλα σκηνοθετούνται, όλα αυτά που προβάλλονται στις ειδήσεις είναι ψέματα. (σελ.234)

Την προβληματική κατάσταση της αστυνομικής ιστορίας καλείται να αντιμετωπίσει ο ντέντεκτιβ, όπου επιδιώκει την διαλεύκανση του εγκλήματος. Το «υπόδειγμα δράσης» που αναλαμβάνει, περιλαμβάνει έξι φάσεις: α) Εισαγωγή του ντέντεκτιβ, β) Το έγκλημα ή η προς εξιχνίαση υπόθεση και οι ενδείξεις, γ) Η έρευνα, δ) Η αναγγελία της επίλυσης του μυστηρίου, ε) Η εξήγηση και στ) Η λύση και η τελική έκβασή της.

Στα μυθιστορήματα που εξετάζουμε, οι χαρακτήρες που έχουν το ρόλο του ντέντεκτιβ είναι έφηβοι. Προς όφελος της κοινωνίας, αναλαμβάνουν την ανακάλυψη της αλήθειας, η οποία έχει διαστρεβλωθεί από την εξουσία. Όσον αφορά στο Μήνυμα οι ντέντεκτιβ είναι δύο φίλοι, ο Κόσμο και ο Άρι. Κινητοποιούνται μετά την λήψη του μηνύματος της Ελπίδας, που εστάλη στον υπολογιστή του Κόσμο και προσπαθούν να διαλευκάνουν την υπόθεση σχετικά με την παράνομη κράτηση των γονιών της στους δύο αστερισμούς. Συγχρόνως, παίρνουν το ρίσκο να αποκαλύψουν τα μυστικά πολιτικά σχέδια που έχουν καταστρώσει οι κάτοχοι της εξουσίας. Στα Χνότα στο τζάμι το ρόλο του ντέντεκτιβ αναλαμβάνει ο Άλεκ. Εντελώς τυχαία, γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του συμφοιτητή του, Πάμπλο, γεγονός που τον συνταράσσει. Το νεαρό αγόρι αναλαμβάνει δράση για την αποκάλυψη των βαθύτερων αιτιών της συγκεκριμένης ενέργειας. Αυτό που θα τον βοηθήσει είναι το βίντεο, με την καταγραφή της δολοφονίας, από την κάμερα – φυλαχτό που φορούσε στο λαιμό του.

Η παρουσίαση του ντέντεκτιβ και στις δύο περιπτώσεις ξεκινά από ένα δευτερεύον περιστατικό που δεν σχετίζεται άμεσα με την βασική «εγκληματική» πράξη ή γενικότερα την προς εξιχνίαση υπόθεση, αλλά ξετυλίγει μπροστά στον αναγνώστη τις ικανότητές του για εξαγωγή συμπερασμάτων και λογικούς συλλογισμούς. (Παπαντωνάκης & Κωτόπουλος, 2011 : 202-203) 

Τώρα κοιτούσε τον υπολογιστή του… Ο Κόσμο αφηρημένος κοιτούσε τον ουρανό… Το γουργουρητό του Ιξ-Αρ έφτασε σιγά σιγά από τα αυτιά του στο μυαλό του. Γύρισε αργά αργά άκεφος να δει από πού προέρχεται αυτός ο ήχος. Αυτό που είδε στην οθόνη του υπολογιστή του για κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου τον έκανε να γουρλώσει τα μάτια και να αφήσει ορθάνοιχτο το στόμα του. (Το Μήνυμα, σελ. 28)

Όταν κατέβηκαν και μπήκαν στην κύρια αίθουσα του σταθμού του μετρό συζητούσαν και έτσι άργησαν να αντιληφθούν ότι κάτι συνέβαινε… Είδαν να περνούν τρέχοντας από μπροστά τους ένοπλοι αστυνομικοί με τις ασπίδες… Βγαίνοντας έξω στην επιφάνεια ο Άλεκ είδε ότι όλες οι κάμερες του δρόμου ήταν στραμμένες στην είσοδο του σταθμού. Θυμήθηκε την μίνι κάμερά του. Κρεμόταν ακόμα στο στήθος του... (Χνότα στο τζάμι, σελ. 40,44)

Ωστόσο, και στα δύο μυθιστορήματα οι νεαροί ντέντεκτιβ συνεργάζονται με κάποιον ενήλικο, που συμβάλλει αποτελεσματικά στην αποκάλυψη της αλήθειας. Από την στιγμή που εξετάζουμε περιπτώσεις πολιτικής ίντριγκας, είναι αδύνατο τα παιδιά να ανακαλύψουν τον ένοχο και τα κίνητρά του, λόγω του νεαρού της ηλικίας τους.

Στο Μήνυμα οι δύο έφηβοι συνεργάζονται με τον Βίκτωρα, που είναι μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών. Λόγω της ιδιότητάς του, αναλαμβάνει την επιδιόρθωση του υπολογιστή του Κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο πληροφορείται από τα παιδιά σχετικά με τα μηνύματα που λαμβάνει ο Ιξ – Αρ, καθώς και την επιθυμία τους να ερευνήσουν την κατάσταση.

Ο Βίκτωρας εξέταζε σοβαρός και αγέλαστος τον Ιξ-Αρ στο δωμάτιο του Κόσμο... με αυτό το πρόγραμμα που σου έβαλα ίσως έχεις κάποιες παρεμβολές από το κομπιούτερ της Ελπίδας. (σελ. 36-38)

Η βοήθεια του Βίκτωρα αποδείχθηκε πολύτιμη, διότι ήταν εκείνος που καθυστέρησε την αστυνομία, η οποία επεδίωκε να ανακαλύψει τα παιδιά, που θα κατέστρεφαν το σχέδιο των ηγετών.

Το μυαλό του Βίκτωρα άρχισε να παίρνει γρήγορα στροφές. Ο ίδιος ήξερε που βρίσκονταν τα παιδιά και γιατί είχαν πάει. Δε φανταζόταν η υπόθεση να κατέληγε στην αστυνομία… Οι ώρες περνούσαν και ο Βίκτωρας σκυμμένος πάνω από τον υπολογιστή έκανε πως εργαζόταν... ήθελε να κερδίσει όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε. (σελ. 96,103)

Επίσης, ο Βίκτωρας, αναδεικνύεται αρωγός στις προσπάθειες των εφήβων για να ξεσκεπάσουν τα πολιτικά κυκλώματα, διαδίδοντας το σχέδιο του Παγκόσμιου Ιδρύματος σε όλες τις Περιφέρειες.

Το σχέδιο των παιδιών, που το ανακοίνωσαν στον Βίκτωρα και το πέρασαν στη μνήμη του Ιξ-Αρ, είχε ως εξής: Το πρωί θα πήγαιναν με τη δισκέτα στην αποθηκούλα. Θα έστελναν το μήνυμα στο Ιξ-Αρ και αυτός με την σειρά του θα το έστελνε στους δορυφόρος να το προβάλλουν την ίδια ώρα σε όλα τα τηλεοπτικά μέσα της Γης. Ο Βίκτωρα θα βοηθούσε να συντονιστούν οι δορυφόροι για να λάβουν το μήνυμα... έπρεπε την ίδια ώρα να δουν εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο... το σχέδιο του Παγκόσμιου Ιδρύματος. (σελ. 135)

Στα Χνότα στο τζάμι οι ενήλικες που βοηθούν τον ντέντεκτιβ είναι ο Τζορτζ και Μάθιους. Ως εργαζόμενοι στην εταιρεία τηλεπικοινωνιών επεξεργάζονται τις πληροφορίες που θα μεταδοθούν στις οθόνες των τηλεοράσεων. Ο μικρός ντέντεκτιβ συγκεντρώνει πληροφορίες για το έγκλημα και ο Τζορτζ αναλαμβάνει την μετάδοσή τους με την βοήθεια του ειδικού προγράμματος που επινοεί.

 Έχω φτιάξει ένα ειδικό πρόγραμμα. Μέσα στο δισκάκι υπάρχουν οδηγίες για το πώς θα δημοσιευτούν όλα αυτά... δεν είναι δυνατόν να εντοπιστεί η προέλευσή τους. (σελ. 259)

Ο Μάθιους, ο δεύτερος ενήλικος συνεργάτης του Άλεκ, είναι εκείνος που είχε την ψυχική δύναμη και την τόλμη να τροφοδοτήσει το πρόγραμμα του συναδέλφου του με τις πληροφορίες του ντέντεκτιβ.

Έβαλε ένα δικό του δισκάκι στον υπολογιστή του, παρόμοιο με αυτό που είχε σπάσει ο Νικ, και άρχισε να εκτελεί το πρόγραμμα του Τζορτζ στέλνοντας πληροφορίες στο ιντερνέτ. (σελ. 268)

Μετά την παρουσίαση των ντέντεκτιβ ακολουθεί η περιγραφή του εγκλήματος. Στο κλασσικό αστυνομικό μυθιστόρημα οι συγγραφείς χρησιμοποιούν δύο τεχνικές, είτε παρουσιάζουν αρχικά τον ντέντεκτιβ και έπειτα την εγκληματική πράξη, είτε το αντίστροφο. Στο Μήνυμα αντιστοιχεί η πρώτη περίπτωση, όπου τα δύο παιδιά αναλαμβάνουν δράση, ύστερα από το μήνυμα που λαμβάνουν, ενώ στα Χνότα στο τζάμι πραγματοποιείται πρώτα το έγκλημα και κατόπιν εμφανίζεται ο ντέντεκτιβ.

Στη συνέχεια, οι ντέντεκτιβ αναλαμβάνουν την διερεύνηση της υπόθεσης για να ανακαλύψουν την αλήθεια. Η φάση αυτή περιλαμβάνει μια σειρά από μάρτυρες, υπόπτους και πιθανές λύσεις, οι οποίες φαινομενικά οδηγούν στην επίλυση του μυστηρίου, αλλά τελικά το συσκοτίζουν περισσότερο οδηγώντας την ιστορία σε ένα αδιέξοδο, στο οποίο ο αναγνώστης νιώθει χαμένος σε ένα πυκνό σκοτάδι από στοιχεία που αντιφάσκουν μεταξύ τους. Συχνά παρουσιάζεται ένας χαρακτήρας, όπου κερδίζει την συμπάθεια του αναγνώστη αλλά κατά την εξέλιξη της ιστορίας αποδεικνύεται ένοχος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί η περίπτωση του καθηγητή Πίτερσον, τον οποίο συναντάμε στα Χνότα στο τζάμι. Γνωρίζουμε ένα πρόσωπο που βρίσκεται στο πλευρό των φοιτητών του και τους προβάλλει πρότυπα αλληλεγγύης και ελεύθερης έκφρασης.

Ο κύριος Πίτερσον έκανε νόημα στους φοιτητές του να καθίσουν μετά το ένα λεπτό σιγής που είχαν τηρήσει για τον Πολ-Πάμπλο. Στο mail που είχε στείλει εσπευσμένα αμέσως μόλις μαθεύτηκε πως ο Πάμπλο πυροβολήθηκε σαν τρομοκράτης ανταποκρίθηκαν οι περισσότεροι φοιτητές. (σελ. 68)

Από το ακροατήριο ακούστηκαν επιδοκιμασίες... ο κύριος Πίτερσον χαμογέλασε... Είμαστε εδώ για να εκφράζουμε ελεύθερα τις απόψεις μας... Είμαστε όλοι εδώ για να ακούμε αυτές τις φιμωμένες απόψεις και να συλλογιστούμε μετά την ουσία τους. (σελ. 70-71)

Ο αναγνώστης νιώθει συμπάθεια για τον καθηγητή, συναίσθημα που ενισχύεται όταν διαβάζει ότι ο καθηγητής πυροβολείται και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση. Η ανατροπή επέρχεται στο τέλος της ιστορίας, όπου αποκαλύπτεται πως ο Πίτερσον λειτουργεί ως διαμεσολαβητής και ενημερώνει τις Αρχές.

Ο Πίτερσον άνοιξε τα μάτια του, σηκώθηκε και άρχισε να τραβά τα σωληνάκια από τη μύτη και το στόμα του. "Πρόσεξε μη κάνεις καμιά ζημιά, μην αρρωστήσεις στ’ αλήθεια". Ο καλοντυμένος άντρας ήταν ο κύριος Μόρι, ο Πρόεδρος της εταιρείας τηλεπικοινωνιών... "Για φαντάσου ένας καθηγητής που τον πυροβολούν σε μια διαδήλωση, έστω και με άσφαιρα πυρά… Ο Πίτερσον είχε εκνευριστεί... "Κοίτα" άρχισε να του λέει τελικά "έχω κουραστεί από αυτή την υπόθεση, να παρασύρω και να σας δίνω πολίτες και φοιτητές, δήθεν ότι συνεργάζονται με τρομοκράτες ή έχουν σχέση με μετανάστες. Βρες κάποιον άλλο για αυτή τη δουλειά." Ο Μόρι χαμογέλασε. "Θα προτιμούσες να ήσουν εσύ στη θέση τους;" (σελ. 244-247)

Πιο αναλυτικά, η έρευνα ξεκινά μετά την δολοφονία του Πολ, όπου τα ΜΜΕ μεταδίδουν το συμβάν, διαστρεβλωμένο, χαρακτηρίζοντας τον Πολ τρομοκράτη. Ο Άλεκ έχοντας καταγράψει στην μίνι κάμερά του το συμβάν, αποφασίζει να το αντιγράψει σε ένα DVD. Όταν παρακολουθεί το DVD σε μία συσκευή που δεν ανιχνεύεται, διαπιστώνει ότι η Σιμόν έχασε στο μετρό μια κάρτα και ο αστυνομικός που βρισκόταν εκεί ήταν ο ίδιος με τον ηθοποιό που υποδυόταν τον ταμία στην ταινία που παρακολούθησε αρκετές φορές.

Τώρα άρχιζε η αντιγραφή του αρχείου στο DVD. Ο Άλεκ δεν ήθελε να καθυστερήσει κι άλλο…Ο Άλεκ προχώρησε λίγο ακόμα το βίντεο. Τώρα έβλεπε τον αστυνομικό που του είχε πάρει το κινητό... μετά το χέρι της Σιμόν να δείχνει μια κάρτα στον αστυνομικό... η κάρτα της έπεσε από τα χέρια και ο Άλεκ τη σήκωσε από το έδαφος, χωρίς να το ξέρει βέβαια ότι ήταν της Σιμόν ..."Απίστευτο" φώναξε τώρα ο Άλεκ "Μα τι γίνεται εδώ"... ο ξανθός ταμίας με τα γαλανά μάτια, που έπαιζε στην ταινία που είχε επιχειρήσει να δει μέχρι τέλους τις τελευταίες μέρες ήταν ο αστυνομικός στο μετρό!!! (σελ. 113, 124-126)

Έχοντας στα χέρια του την κάρτα της Σιμόν αποφασίζει να εμβαθύνει την έρευνά του, ξεκινώντας από τον τόπο του εγκλήματος. Έρχεται σε επαφή με την αστυνομία και με την κάρτα της κοπέλας ανακαλύπτει ένα μέρος όπου γυρίζονται ψεύτικες τρομοκρατικές σκηνές, οι οποίες προβάλλονται ως πραγματικές στην τηλεόραση.

 Στο βάθος της τεράστιας αίθουσας βρισκόταν μια είσοδος που φυλασσόταν από δυο αστυνομικούς... κάτι παράξενο συνέβαινε σε αυτή την είσοδο, ο Άλεκ δεν είχε δει ποτέ αστυνομικούς να γελάνε... Έβγαλε την κάρτα και την κράταγε αφηρημένα καθώς πλησίαζε... ο αστυνομικός του χαμογέλασε. "Καινούριος;" του είπε και έριξε μια ματιά στο χέρι του που κρατούσε την κάρτα. "Εεεε, ναι" απάντησε ο Άλεκ... Βρισκόταν σε ένα τεράστιο φυσικό στούντιο... Ο Άλεκ ήταν εντελώς μπερδεμένος. Δηλαδή η έκρηξη στη συνοικία Η, το λεωφορείο, οι θάνατοι... ήταν εντελώς πλαστά... (σελ. 143-149)

Επόμενο στάδιο στην έρευνά του, είναι η επιδίωξη μιας συνάντησης με τη Σιμόν. Για το λόγο αυτό της στέλνει ένα mail για να ξεκαθαρίσει τα γεγονότα και να συνεχίσει την αναζήτηση της αλήθειας.

 Το είχε αποφασίσει, θα έστελνε mail στη Σιμόν, αλλά θα πρόσεχε πολύ μην εκτεθεί. Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πως η κατάσταση ήταν ιδιαιτέρως επικίνδυνη, ενδεχομένως, αν προχωρούσε κι άλλο, θα ανακάλυπτε και άλλα πράγματα... Ένιωθε σαν να βρισκόταν μέσα σε ηλεκτρονικό παιχνίδι, σαν να ήταν κι αυτός ένας από τους "καλούς" του παιχνιδιού, που όσο προχωρούσε κέρδιζε πίστες. (σελ. 163)

Η Σιμόν παρότι απέφευγε να επικοινωνήσει με τον Άλεκ, τελικά αποφασίζει να του αποκαλύψει καθοριστικά στοιχεία για την έρευνά του.

Η Σιμόν είχε διαλέξει ένα τραπεζάκι αρκετά μακριά από την κάμερα... "Δεν έχεις τίποτα λοιπόν", έβγαλε το συμπέρασμα. "Η πορεία είναι πρόσχημα Άλεκ. Οι κάμερες του δρόμου καταγράφουν τους διαδηλωτές και τα στοιχεία τους διασταυρώνονται και ταυτοποιούνται. Ο μόνος λόγος που γίνεται είναι για να προδοθούν αυτοί που συμμετέχουν. Είναι μια απάτη". "Μα τι λες τώρα; Μην ξεχνάς ποιος την διοργάνωσε". "Και αυτός μια απάτη είναι", του απάντησε η Σιμόν. "Ο Πίτερσον"; Η Σιμόν έγνεψε καταφατικά "Παίρνει και δίνει στοιχεία στην αστυνομία, όπως και ο φίλος σου ο Μάικ". (σελ. 233-234)

Στη Σιμόν είναι δυνατόν να αποδοθεί ο χαρακτηρισμός του «καταλυτικού παράγοντα» για την διερεύνηση του εγκλήματος που πραγματοποιεί ο Άλεκ. Είναι αυτόπτης μάρτυρας του συμβάντος και μέλος μιας μυστικής ομάδας που αγωνίζεται κατά των τρομοκρατικών ενεργειών που επινοούν οι Αρχές. Τα στοιχεία που έχει συλλέξει κατά την διάρκεια της δράση της, μαρτυρούν τον αληθοφανή χαρακτήρα των εμπλεκόμενων προσώπων (Πίτερσον, Μάικ).

Όσον αφορά στο Μήνυμα, ο χαρακτήρας που κερδίζει την συμπάθεια του αναγνώστη είναι η κυρία Μαργαρίτα, η οποία δείχνει έντονο ενδιαφέρον για τους δύο φίλους.

 Η κυρία Μαργαρίτα, η γειτόνισσα, είχε μάθει λίγο πολύ το λόγο που είχαν κάνει τα παιδιά όλο αυτό το μεγάλο ταξίδι, για να βοηθήσουν δηλαδή την Ελπίδα και ρώτησε τον Κόσμο για το πως ένιωσε όταν είδε για πρώτη φορά το μήνυμα στον υπολογιστή του. (σελ.92)

Κατά την εξέλιξη όμως της ιστορίας αποδεικνύεται συνεργάτης του γενικού αστυνομικού διευθυντή της πρωτεύουσας.

 …Κάτω από το παράθυρο, σκυμμένη και με τα αυτιά τεντωμένα, η κυρία Μαργαρίτα είχε ακούσει σχεδόν όλη την κουβέντα και είχε μάθει ολόκληρο το σχέδιό τους… Είχε σταματήσει στην πλαγιά του βουνού μη ξέροντας προς τα πού να κατευθυνθεί! Τόση ώρα να παρακολουθεί κάθε τους λέξη κάτω από το παράθυρο της Ελπίδας και τώρα να τους χάσει… Θα γύρναγε πίσω, θα επικοινωνούσε με την αστυνομία του Παγκόσμιο Ιδρύματος. (σελ. 125, 128)

Πιο αναλυτικά, η έρευνα του Κόσμο και του Άρι έχουν αφετηρία το μήνυμα που έχει σταλεί για έκκληση βοήθειας, τον αποστολέα του και τον τόπο που βρίσκεται. Μέσω του δορυφόρου προσπαθούν να ανιχνεύσουν στοιχεία για το χωριό της Ελπίδας και ανακαλύπτουν ένα πολιτικό σχέδιο που συνδέεται άμεσα με το χωριό αυτό.

 Οι δύο φίλοι έβλεπαν να βγαίνουν από τη σχισμή του εκτυπωτή οι πόλεις, τα βουνά και τα ποτάμια της χώρας τους... Δεν έβλεπαν κανένα σημάδι από το μέρος που βρισκόταν η Ελπίδα... είδαν ένα βελάκι να δείχνει ένα σημείο του χάρτη, ένα χωριό… Αμέσως μετά τα παιδιά είδαν έκπληκτα να βγαίνει και άλλη σελίδα... ήταν ένα πορτρέτο... ενός κοριτσιού που δεν θα ήταν πάνω από δεκατεσσάρων με δεκαπέντε χρόνων... η φωτογραφία της Ελπίδας. (σελ. 35)

Στο χωριό αυτό,... ξέσπασαν το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε ταραχές. Οι κάτοικοι έδειξαν δυναμικά την αντίθεσή τους στο νέο ορυχείο και στο νέο εργοστάσιο που θα δημιουργηθούν λίγο πιο έξω από το χωριό… «Έγιναν τα εγκαίνια του νέου εργοστασίου...(σελ. 37-38)

Τα παιδιά αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο που διατρέχει η κοπέλα και σπεύδουν να την βοηθήσουν, καταστρώνοντας ένα σχέδιο για την μετάβασή τους στο χωριό, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους γονείς τους.                

 Το κορίτσι κινδυνεύει. Πρέπει κάτι να κάνουμε… Ο οικονομικότερος τρόπος για να ταξιδέψουν ήταν το τρένο…Οι γονείς των παιδιών ήξεραν ότι ο γιός τους θα πάει στο σπίτι του φίλου του για να κάνουν κάποιες εργασίες για τα σχολεία τους... Δεν ήθελαν να εντοπιστούν από τις συχνότητες. (σελ. 38, 42, 50)

Κατά την διάρκεια του ταξιδιού τους, οι δύο έφηβοι, τυχαία πληροφορούνται ότι το Παγκόσμιο Ίδρυμα ζητά την ενίσχυση στρατιωτών και εργατών. Όταν έρχονται σε επαφή με την Ελπίδα, εκείνη τους αποκαλύπτει τα πολιτικό σχέδιο που έχουν καταστρώσει οι Αρχές. Αιχμάλωτοι αυτού του σχεδίου είναι οι γονείς της, οι οποίοι κατορθώνουν κρυφά να την πληροφορήσουν σχετικά με αυτό.

 Με στέλνουν στο Παγκόσμιο Ίδρυμα... Ο στρατιώτης άρχισε να λέει ότι έστελναν και φαντάρους εκεί μήπως ξεσπάσουν φασαρίες. Ο εργάτης έλεγε ότι πήγαινε εκεί μαζί με χιλιάδες άλλους εργάτες για να δουλέψουν στο καινούριο εργοστάσιο που θα φτιαχνόταν... Τα παιδιά προσπαθούσαν να καταλάβουν... Άκουσαν δυο τρεις φορές τη λέξη: σχέδιο σε εξέλιξη. (σελ. 54-55)

Με την έρευνα που πραγματοποίησαν οι ντέντεκτιβ, είναι σε θέση να εξηγήσουν τα στοιχεία εκείνα που σχετίζονται άμεσα με το έγκλημα. Συγκεκριμένα, στο Μήνυμα η εξήγηση δίνεται μέσα από την αναδιήγηση του μηνύματος της μητέρας από την Ελπίδα. Τους ενημερώνει για το αποκαλυπτικό γράμμα που έλαβε από τους γονείς της στον υπολογιστή της, σχετικά με το πολιτικό σχέδιο για το Παγκόσμιο Ίδρυμα και την Παγκόσμια Φυλακή. Συγχρόνως, διαφαίνονται οι λόγοι που πολλοί άνθρωποι, όπως οι γονείς της Ελπίδας, είναι αιχμάλωτοι εκεί.

Πριν πολλούς μήνες η μητέρα της Ελπίδας της έστειλε ένα γράμμα... και η μητέρα και ο πατέρας της Ελπίδας ήταν στην ουσία αιχμάλωτοι του Παγκόσμιου Ιδρύματος και της Παγκόσμιας Φυλακής. Τους έστειλαν εκεί για να δουλέψουν αλλά είδαν κι έμαθαν τέτοια και τόσα πράγματα, που θα ήταν επικίνδυνο να ξαναγυρίσουν στη Γη... Το Παγκόσμιο Ίδρυμα δεν ήταν ένας παράδεισος... Πίσω από την τεράστια διαφήμιση που του γινόταν κρύβονταν το μεγάλο σχέδιο. Οι ηλικιωμένοι... οι ανήμποροι να εργαστούν... οι φτωχοί και αμόρφωτοι άνθρωποι έπρεπε να μεταφερθούν σε εκείνο τον πλανήτη. Έπρεπε να φύγουν από τη Γη για να αραιώσει... από ανθρώπους "δεύτερης κατηγορίας". (σελ.81-82)

Στα Χνότα στο τζάμι αυτό που οδήγησε τον Άλεκ στην εξήγηση του μυστηρίου ήταν η κρυφή παρακολούθηση, της συζήτησης ανάμεσα στον κύριο Πίτερσον και τον κύριο Μόρι, η οποία πραγματοποιήθηκε στο δωμάτιο νοσηλείας του καθηγητή.

 Η Σιμόν άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε δύο ακουστικά…Ο Πίτερσον άνοιξε τα μάτια του, ανασηκώθηκε και άρχισε να τραβά τα σωληνάκια από την μύτη και το στόμα του…Ο πρόεδρος της εταιρείας τηλεπικοινωνιών πήρε μια καρέκλα και την έβαλε στα πόδια του κρεβατιού για να καθίσει…Μέχρι να γίνει εντελώς ήρωας. Αυτό δεν θες και εσύ; Ένα καθηγητής που τον πυροβολούν σε μια διαδήλωση, έστω και με άσφαιρα πυρά, αυτό δεν το ξέρει κανείς, πυροβολώντας και τις ιδέες του… Πούλησα και την ψυχή μου τελικά, για να σου δώσω όλες αυτές τις πληροφορίες. (σελ. 243-247)

Οι ντέντεκτιβ που κατόρθωσαν την εξήγηση του μυστηρίου κατευθύνονται προς την επίλυσή του. Ωστόσο, προκύπτουν κάποια εμπόδια που επιβραδύνουν την τελική έκβαση της ιστορίας. Στο Μήνυμα η κυρία Μαργαρίτα εκθέτει τα παιδιά και το σχέδιό τους στην αστυνομία, γεγονός που καθυστερεί την ανακοίνωση της αλήθειας. Ύστερα από μία αγωνιώδη περιπέτεια τα παιδιά χάρη στην εξαιρετική συνεργασία τους, κατάφεραν να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους.

Η κυρία Μαργαρίτα… θα επικοινωνούσε με την αστυνομία του Παγκόσμιου Ιδρύματος... ήταν καιρός να ανταμειφθεί για τις υπηρεσίες της…Πιάστε τους!....Η Ελπίδα έπεσε κάτω από την κούραση... Ο Κόσμο βούτηξε σχεδόν στο πάτωμα, δίπλα στη μισολιπόθυμη Ελπίδα και της πήρε τη δισκέτα από τα χέρια... άρχισε να πληκτρολογεί το αρχείο που ήταν γραμμένο το γράμμα, καθώς και τον κωδικό του Ιξ-Αρ... τώρα έπρεπε να πατήσει μόνο το πλήκτρο μετάδοσης... οι τρείς άντρες τον έσπρωξαν στον τοίχο. Ο ένας έβγαλε από την τσέπη του κάτι χειροπέδες... ο Κόσμο είχε πάψει να κλαίει. Τώρα χαμογελούσε... Η Ελπίδα πάτησε το πλήκτρο. Το μήνυμα είχε φύγει! (σελ. 128,140-146)

Στα Χνότα στο τζάμι, το πρόσωπου που επιβραδύνει την αποκάλυψη της αλήθειας είναι ο πατέρας του Άλεκ, ο Νικ. Όμως, αυτό το περιστατικό δεν γίνεται γνωστό στον ντέντεκτιβ, εφόσον ο συνεργάτης του Νικ, Μάθιους, φροντίζει να πραγματοποιήσει την ενέργεια που εκείνος δεν ήταν σε θέση να υλοποιήσει.

 Ο Μάθιους καθόταν μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του, μόνος σε ένα σχεδόν άδειο γραφείο, το γραφείο του. Έβλεπε το Νικ από την κάμερα που βρισκόταν από πάνω του, τους δισταγμούς του, τα κρυφοκοιτάγματά του δεξιά και αριστερά για να ελέγξει τι έκαναν οι άλλοι... Μετά είδε από την κάμερα στο θάλαμο επιχειρήσεων το Νικ να σπάει το δισκάκι και να το πετά στο καλάθι των αχρήστων. "Μερικοί άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να μην αλλάξουν ποτέ" μονολόγησε με μια απογοήτευση στο πρόσωπό του. Κατόπιν έβαλε ένα δικό του δισκάκι στον υπολογιστή του, παρόμοιο με αυτό που είχε σπάσει ο Νικ, και άρχισε να εκτελεί το πρόγραμμα του Τζορτζ στέλνοντας πληροφορίες στο ίντερνετ. (σελ. 267-268)

Η πλοκή των κλασσικών αστυνομικών μυθιστορημάτων, Το Μήνυμα και τα Χνότα στο τζάμι, δημιουργούν νοηματικά κενά, που μπορούν να ερμηνευθούν με πολλαπλούς τρόπους. Η τεχνική αυτή συμβάλλει στην επιστράτευση της φαντασίας του αναγνώστη, προκειμένου να επινοήσει εκείνος την εξέλιξη της ζωής των ηρώων, ύστερα από την εξιχνίαση των εγκλημάτων.

Χαρακτηριστικά μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας

 Η επιστημονική φαντασία είναι ένα θέμα εκτεταμένο και συνάμα ακαθόριστο, καθώς είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε τα σύνορά της και να πούμε που τελειώνει η καθαρή φαντασία και που η επιστημονική. Ωστόσο, πρόκειται για ένα συνδυασμό καθαρής φαντασίας με τις επιστημονικές θεωρίες ή προβλέψεις. Λαμβάνοντας υπόψη τους διάφορους ορισμούς που αποδόθηκαν κατά καιρούς για την επιστημονική φαντασία, αναφέρονται στην τάση του ανθρώπου να ξεπεράσει τον εαυτό του, πραγματοποιώντας το απίθανο, το παράξενο, το θαυμαστό και το αδύνατο στο παρόν και πολύ περισσότερο στο μέλλον. (Περιοδικό Διαβάζω, Τεύχος 220 : 14)

Στα σύγχρονα μυθιστορήματα, η επιστημονική φαντασία ασχολείται με θέματα σχετικά με την ερήμωση του πλανήτη μας, το χαμό του ανθρώπου, την εφαρμογή απολυταρχικών καθεστώτων, όπου κυριαρχεί ο τρόμος και η πλήρης υποταγή του ατόμου. (Περιοδικό Διαδρομές, Τεύχος 25, 1992 : 13-14) Στο Μήνυμα παρατηρείται η μεταφορά συγκεκριμένης ομάδας πολιτών σε αστερισμούς, ενώ στα Χνότα στο τζάμι παρατηρείται η αποδυνάμωση, ο εκφοβισμός και η υποδούλωση των πολιτών μέσα από ένα τυραννικό πολίτευμα.

Σύμφωνα με το G. David, καθοριστική για τα λογοτεχνικά έργα επιστημονικής φαντασίας είναι η εξέλιξη της ιστορίας σε μελλοντική χρονολογία και η άγνωστη ή φανταστική τοποθεσία. Και τα δύο μυθιστορήματα περιγράφουν τη σύσταση των κοινωνιών του μέλλοντος. Στο Μήνυμα, ο συγγραφέας μας μεταφέρει μελλοντικά στο έτος που εκτυλίσσεται η ιστορία.

από το 2050 και μετά ο κόσμος δεν ήταν πια αυτός που ήταν... βρισκόμαστε στο 2073. (σελ.7)

Όσον αφορά στον τόπο, περιγράφονται τα ταξίδια των ανθρώπων από τη Γη στη Σελήνη για αλλαγή περιβάλλοντος και χαλάρωση, αλλά και την αναγκαστική μετακίνηση κάποιων κατοίκων της Γης σε δύο αστεροειδείς για εύρεση εργασίας.

Η πρώτη αποικία στη Σελήνη είναι πια γεγονός…Τον τελευταίο καιρό μάλιστα είχαν αρχίσει και τα τουριστικά ταξίδια μεταξύ Γης και Σελήνης…Από τη δουλειά τους έστειλαν τους γονείς της σε αυτούς τους δύο πλανήτες…(σελ.7, 80)

Αντίθετα, στα Χνότα στο τζάμι η υπόθεση τοποθετείται κάπου στο μέλλον. Τόσο ο τόπος όσο και ο χρόνος δεν προσδιορίζονται από το συγγραφέα. Η ιστορία εξελίσσεται σε μια μεγαλούπολη.

Κάπου στο μέλλον... όχι και τόσο μακριά…Εμφανίστηκε στην άκρη της μακριάς οδού, εκεί όπου οι ουρανοξύστες και οι τεράστιες πολυκατοικίες φαίνονταν να ενώνονται μεταξύ τους. (σελ.10,11)

Στα εν λόγω μυθιστορήματα επιβλητική είναι η παρουσία της τεχνολογίας στη ζωή των ανθρώπων. Ο Perry Nodelman συνδέει άρρηκτα την επιστημονική φαντασία με την τεχνολογία, υποστηρίζοντας ότι η χρήση των τεχνολογικών μέσων δημιουργεί ένα εξωτικό-φανταστικό μέλλον, διότι τίθεται στις υπηρεσίες του ανθρώπου. (Παπαντωνάκης, 2001 : 43) Στο Μήνυμα συναντάμε μια γενιά εξαιρετικά έξυπνων ηλεκτρονικών υπολογιστών, που αναλαμβάνουν την εκτέλεση οποιασδήποτε καθημερινής δραστηριότητας των ατόμων.

Ο Ιξ-Αρ ανήκει στη γενιά XCRC (extra clever computers - εξαιρετικά έξυπνοι κομπιούτερ). Σε αυτούς τους κομπιούτερ μπορούσε να μιλήσει κανείς δίνοντας τους οδηγίες, όπως "Ξύπνα με κάθε μέρα στις οχτώ". Ο υπολογιστής ήταν συνδεδεμένος σε όλο τον κόσμο, καθώς και με όλα τα άλλα μηχανήματα στο σπίτι, έτσι ετοίμαζε το φαγητό, έκανε χρήσιμες δουλειές. (σελ.10)

Επιπλέον, οι υπολογιστές συμβάλλουν στην διεξαγωγή των σχολικών μαθημάτων, καθώς οι μαθητές έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν με όποιο σχολείο του πλανήτη επιθυμούν και να παρακολουθήσουν οποιοδήποτε γνωστικό αντικείμενο τους ενδιαφέρει. Ο Κόσμο λαμβάνει σημειώσεις σε καθημερινή βάση από μαθήματα που διεξάγονται σε διαφορετικά γεωγραφικά σημεία του πλανήτη.

Κάθε μέρα ο Ιξ-Αρ του έδινε τις σημειώσεις σε πολλά μαθήματα που είχε επεξεργαστεί από το προηγούμενο βράδυ... στα σχολεία πήγαιναν τα παιδιά που δεν είχαν XCRC στα σπίτια τους ή που τους άρεσε να χάνουν ώρες στο πήγαιν’ έλα... κλιματολογία του πλανήτη Αφροδίτη που γίνεται στο Τόκιο. (σελ. 10-11)

Στα Χνότα στο τζάμι ο συγγραφέας επινοεί  υπερσύχρονα τεχνολογικά μέσα, τα οποία αποδεικνύονται πολύτιμα, κατά την εξέλιξη της ιστορίας. Πρόκειται για την κάμερα – φυλαχτό του Άλεκ, «σπιτικές» κάμερες καθώς και κάμερες παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πολιτών στους δρόμους της συνοικίας.

Ο Άλεκ ενεργοποίησε την κάμερα-φυλακτό…Κάμερες δρόμου που είχε στήσει η αστυνομία σχεδόν σε κάθε φανοστάτη…Σπιτικές κάμερες; Τι είναι αυτό;…Κάμερες παρακολούθησης που βρίσκονται μέσα στα σπίτια των πολιτών… (σελ.24, 34, 104)

Τα ουτοπικά και δυστοπικά στοιχεία των μυθιστορημάτων

 Η ουτοπική και δυστοπική λογοτεχνία διαποτίζει τα μυθιστορήματα για εφήβους, διότι χωρίς την προβολή της ουτοπίας ο κόσμος μας θα ήταν ένα ζοφερό μέρος. Τα λογοτεχνικά κείμενα που ενσωματώνονται σε αυτήν την ουτοπική τάση κατάγονται από ένα κενό που νιώθουμε στη ζωή μας, μια διακριτή δυσαρέσκεια, και μια λαχτάρα για μια καλύτερη κατάσταση στον κόσμο. (Σημειώσεις Διδάσκοντος, 2012)

Ο Thomas More το 1516 όρισε την ουτοπία ως ένα φανταστικό νησί με ένα τέλειο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα στο οποίο όλοι μεταχειρίζονται με τον ίδιο τρόπο. Εφόσον,  αυτή η τέλεια κυβερνητική κατάσταση και ύπαρξη είναι φανταστικές, η ουτοπία αγγίζει επίσης τα πλαίσια μιας απίθανης ιδεαλιστικής προβολής. (Hintz & Ostry, 2003) Δεν μας εισάγει απλώς σε έναν νέο κόσμο, αλλά μας προσφέρει μία νέα αντίληψη του χάσματος που υφίσταται ανάμεσα σε ό,τι θα έπρεπε να υπάρχει και σε ό,τι υπάρχει, στο επιθυμητό και στο υπαρκτό. Ο συγγραφέας ως μέσο μετάβασης για να οδηγηθούν οι χαρακτήρες και οι αναγνώστες στην ενόραση της ουτοπίας επιλέγει το σιδηροδρομικό όχημα.

Στο Μήνυμα, ο Παπαθεοδώρου υιοθετεί αυτήν την τεχνική για τη μετάβαση των δύο παιδιών από τη δυστοπία (Περιφέρεια) στην ουτοπία (χωριό της κοπέλας που κάνει έκκληση για βοήθεια). Τα παιδιά ζουν σε ένα περιβάλλον υπερβολικά τεχνολογικά ανεπτυγμένο. Όλες οι δραστηριότητες της καθημερινής του ζωής οργανώνονται από τον προσωπικό τους ηλεκτρονικό υπολογιστή. Όταν ο υπολογιστής του Κόσμο προσβάλλεται από κάποιον ιό και αδυνατεί να λειτουργήσει κανονικά, ο ήρωας εμφανίζεται ανεπαρκής να χειριστεί ακόμα και τις πιο απλές καταστάσεις.

Τώρα όμως, που απ’ ό,τι φαίνεται ο Ιξ-Αρ είχε βλάβη, δε θα γίνονταν όλα αυτά. Ο Κόσμο δε θα έπινε ζεστό γάλα, γιατί δεν ήξερε πώς να το ζεστάνει, όσο για τις σημειώσεις από τα μαθήματα, άσε καλύτερα…Αυτός οργάνωνε τα μαθήματά του, αυτός οργάνωνε το δωμάτιό του, αυτός οργάνωνε τη ζωή του όλη. (σελ. 11,  22)

Ένα άλλο δυστοπικό στοιχείο του κειμένου εντοπίζεται στις αρνητικές επιπτώσεις που επιφέρει η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας στις ανθρώπινες σχέσεις. Διαπιστώνουμε ελλιπείς διαπροσωπικές και ενδοοικογενειακές σχέσεις. Οι γονείς έρχονται σε επαφή με τα παιδιά τους μόνο για την επίλυση τεχνολογικών ζητημάτων, οπότε υποβαθμίζονται οι ανθρώπινες αξίες.

…Ο Κόσμο είχε παχύνει κάπως από την τελευταία φορά που είδε τον Άρι, τον καλύτερό του φίλο, πριν τρεις μήνηες…Επικοινωνούσαν συνεχώς από την ηχοοθόνη, αλλά δεν πήγαινε συχνά ο ένας στο σπίτι του άλλου…Δε βλεπόντουσαν πιο συχνά, μια, το πολύ δύο φορές μέσα στη βδομάδα…Άλλωστε ποτέ δεν έτρωγαν μαζί…Τους κάνει βοηθητικές εκτυπώσεις….Ψάχνει προγράμματα για αυτούς… (σελ. 14-15,18,42)

Στο σημείο αυτό ο αναγνώστης παρακολουθεί την επιβίβαση των ηρώων στο τρένο που θα τους οδηγήσει σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον από αυτό που είχαν συνηθίσει να ζουν. Πρόκειται για ένα χωριό με πλούσια φυσική ομορφιά, γεγονός που τους δημιουργεί την αίσθηση ότι έχουν μεταφερθεί σε έναν εξωτικό τόπο (ουτοπία). Συνειδητοποιούν την ανόητη καθημερινότητα που τους προκαλούσε η τεχνολογικά κατευθυνόμενη ζωή τους και πλέον λαχταρούν να συμπληρώσουν με κάθε τρόπο τα κενά της.

Το τρένο κύλαγε πάνω στις ράγες γρήγορα και απομακρυνόταν από την πόλη, αρχίζοντας το μεγάλο του ταξίδι… (σελ. 51)

Ναι, είναι πράγματι ωραία εδώ…Πολύ ωραία φύση, ασπρισμένα σπιτάκια, κόσμος στην πλατεία…και οι δύο τους κοιτούσαν σαν μαγεμένοι…Αυτά που είχαν κάνει από το πρωί δεν θα τα είχαν κάνει μια ολόκληρη ζωή, εάν δεν βρίσκονταν στο χωριό…(σελ. 73,107)

Πιστεύω ότι μάλλον δεν ξέρουμε τι θα πει αγάπη. Αλλά νιώθουμε πολύ ευτυχισμένοι που εδώ μαθαίνουμε σιγά σιγά να μας αρέσει και το νοτισμένο χώμα και τα φταρνίσματα από τη γύρη. Μαθαίνουμε να αγαπάμε τη μυρωδιά του φρέσκου βουτύρου…που είναι άπειρες φορές καλύτερη από όλες τις γνώσεις του κόσμου για τους γαλαξίες. (σελ. 111)

Η παρουσία των παιδιών στο χωριό συνέβαλε στην αποκάλυψη του ύποπτου σχεδίου των Αρχών. Επρόκειτο, για μια προσπάθεια παραπλάνησης των πολιτών για το Παγκόσμιο Ίδρυμα, το οποίο μέσα από πολυάριθμες διαφημίσεις, παρουσιάζεται ως ένας παράδεισος μακριά από τη Γη (ουτοπία). Στην ουσία, όμως, είναι ένας πλανήτης, στον οποίο θα εκδιωχθούν οι γέροι, οι φτωχοί, οι ανήμποροι και οι αβοήθητοι (δυστοπία).

Το Παγκόσμιο Ίδρυμα δεν ήταν ακριβώς αυτό που υποσχόταν ότι είναι, δηλαδή ένας Παράδεισος, ένας υπέροχος πλανήτης, το τέλειο μέρος για να ζήσει κανείς. Πίσω από την τεράστια διαφήμιση που του γινόταν, κρυβόταν το Μεγάλο Σχέδιο. Οι ηλικιωμένοι άνθρωποι από όλη τη Γη, αλλά και οι ανήμποροι να εργαστούν, οι άνθρωποι που ζούσαν σε χωριά, οι φτωχοί και αμόρφωτοι άνθρωποι έπρεπε να μεταφερθούν με κάθε τρόπο σε εκείνο τον πλανήτη. (σελ. 81)

Όσον αφορά στα Χνότα στο τζάμι, ο συγγραφέας υιοθετεί την ίδια τεχνική μετάβασης των χαρακτήρων και κατ’ επέκταση του αναγνώστη από ένα δυστοπικό σε ένα ουτοπικό περιβάλλον, όπως παρατηρήθηκε και στο Μήνυμα. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο μέσο μετάβασης από την μια κατάσταση στην άλλη. Στο εν λόγω μυθιστόρημα ο σιδηρόδρομος αντικαθίσταται από τα χνότα των παιδιών στα τζάμια.

Ο αναγνώστης εισάγεται στην πλοκή της ιστορίας με τη δολοφονία του Πολ, ένα συμβάν που μας προϊδεάζει για μια δυστοπική κοινωνία. Έρχεται πρόωρα αντιμέτωπος με μια σκληρή σκηνή βίας.

 Και τότε συνέβη…Ένας, δύο, τρεις πυροβολισμοί ακούστηκαν…Ο Πολ κοίταξε τον εαυτό του…Και είδε ότι στο μπουφάν του…απλωνόταν ένας κατακόκκινος λεκές…Και τότε σωριάστηκε νεκρός πάνω στην αποβάθρα. (σελ. 42)

Η κοινωνία που παρουσιάζεται στο μυθιστόρημα λειτουργεί αποκλειστικά με την τεχνολογία, η οποία έχει μετατραπεί από τις Αρχές ως ένα μέσο κατασκοπίας. Η επικοινωνία πραγματοποιείται με καταχωρημένα mails, η αστυνομία έχει τοποθετήσει κάμερες παρακολούθησης στους φανοστάτες, τα σπίτια παρακολουθούνται κρυφά από μικροσκοπικές κάμερες που τοποθέτησαν οι Αρχές, φοιτητές χρησιμοποιούν κάμερες – φυλαχτό. Όλες οι κινήσεις και οι ομιλίες των πολιτών καταγράφονται με πρόσχημα την ασφάλειά τους, ωστόσο αποσκοπεί στον περιορισμό της ελεύθερης έκφρασής τους. Πρόκειται για ένα άρτια σκηνοθετημένο σχέδιο της αστυνομίας, που προκαλεί το αίσθημα της ανασφάλειας, του τρόμου και του φόβου. 

…ο κάθε πολίτης είχε ένα συγκεκριμένο mail που του είχε δοθεί από το δήμο και είχε καταχωριστεί σε επίσημους καταλόγους…(σελ. 38)

Οι κάμερες στους φανοστάτες άρχισαν να κουνιούνται και να αλλάζουν θέση. Προφανώς θα έπιασαν κάποια θερμική δραστηριότητα στα παράθυρα των πολυκατοικιών. (σελ. 80)

Σπιτικές κάμερες; Τι είναι αυτό;… Κάμερες παρακολούθησης που βρίσκονται μέσα στα σπίτια των πολιτών… (σελ. 200)

Αύριο θα έχω το βιντεάκι σου από την τάξη, συλλογίστηκε και συνεχάρη σιωπηλά τον εαυτό του για την ιδέα του να κρεμάσει μια μίνι κάμερα στο λαιμό του. (σελ. 18)

Ένας ακόμη τρόπος για εκφοβισμό των πολιτών είναι οι σκηνοθετημένες τρομοκρατικές ενέργειες της αστυνομίας. Σε καθημερινή βάση οι κάτοικοι ενημερώνονται από τις ειδήσεις για τρομοκρατικά χτυπήματα, που αποδεικνύονται αναληθή από τον Άλεκ.

Η οθόνη μετέδιδε συνεχώς τα τελευταία νέα, ανταποκρίσεις για συλλήψεις τρομοκρατών, για απελάσεις, για εξουδετέρωση βομβών, για απειλές νέων χτυπημάτων. (σελ. 84)

Ο Άλεκ έμεινε αποσβολωμένος…Ήταν εντελώς μπερδεμένος. Δηλαδή η έκρηξη στη συνοικία Η, το λεωφορείο, οι θάνατοι, όλα αυτά…ήταν εντελώς πλαστά; Για πόσο καιρό γινόταν αυτό το πράγμα; Για χρόνια; Για δεκαετίες μήπως; …Όλα αυτά ήταν ψέματα λοιπόν; (σελ. 149-150)

Η αποξένωση, στην οποία αναμφίβολα οδήγησε ο φόβος και η καχυποψία, χαρακτηρίζει τη ζωή των πολιτών στη συνοικία. Δεν δημιουργούν φιλίες, δε γνωρίζονται ούτε με τους συναδέλφους με τους οποίους εργάζονται στον ίδιο χώρο και ακόμα και οι συζυγικές ή οι ευρύτερες οικογενειακές σχέσεις εμφανίζονται ελλιπείς.

Ο Νικ δεν είχε φίλους. Είχε κάποιους γνωστούς με τους οποίους μπορούσαν να βγαίνουν οικογενειακώς μια – δυο φορές το μήνα για φαγητό και αυτό ήταν όλο. (σελ.72-73)

Ο Νικ μόλις άκουγε για πρώτη φορά τα ονόματα των συναδέλφων που βρίσκονταν στον ίδιο θάλαμο μαζί του…Δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να τους γνωρίσει. (σελ.118)

Και τώρα που έτρεχε στο σπίτι του, και πάλι δεν ήξερε τι να κάνει, τι να πει, πώς να το πει, σε ποιον να το πει. Δεν είχε κανέναν να μιλήσει, με την οικογένειά του δεν είχε συνηθίσει να μιλά. (σελ. 205)

Όλα τα παραπάνω γεγονότα, επηρέαζαν άμεσα τον τρόπο ζωής των μελών της κοινωνίας αυτής. Αυτό φαίνεται ακόμη και από την καθημερινή ζωή των παιδιών. Η Ρόζα, η αδερφή του Άλεκ, όπως και όλα τα παιδιά της ηλικίας της, ζουν εγκλωβισμένα στα διαμερίσματά τους, αφού από το φόβο των τρομοκρατικών χτυπημάτων δεν πηγαίνουν ούτε στο σχολείο, αλλά παρακολουθούν μαθήματα στο σπίτι. Η μόνη επικοινωνία με συνομηλίκους τους περιορίζεται στην ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων.

Η Ρόζα…προσπαθούσε να φανταστεί αν θα της άρεσε να τρέχει στο δρόμο, να περπατάει και να τη δροσίζει ο αέρας, να κυνηγάει τον Προυλ από στενό σε στενό. Μπορεί να της άρεσε, μπορεί και όχι. Δεν ήξερε γιατί δεν το είχε ξανακάνει. (σελ. 29)

Η Ρόζα ήταν ευτυχισμένη …είχε έναν πραγματικό φίλο τον Τομ! Ένα φίλο που μπορούσε να του μιλήσει έστω και από τον υπολογιστή, έστω και μέσω mail (σελ.78)

Ωστόσο, η αδιάκοπη παρακολούθηση από τις Αρχές προκάλεσε έντονη πίεση στην οικογένεια του Άλεκ, γεγονός που τους οδήγησε να ξεφύγουν από τη σκληρή πραγματικότητα. Έτσι, βρίσκουν διέξοδο πραγματοποιώντας ένα ταξίδι στη φύση, κάτι πρωτόγνωρο για αυτούς. Υποδηλώνεται η ανάγκη του ανθρώπου για αναζήτηση του φυσικού χώρου προέλευσής του. Με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας μεταφέρει τον αναγνώστη σε ένα ουτοπικό περιβάλλον για τους ήρωες.

Ήταν αυτό που είχε ονειρευτεί. Η Ρόζα έβαλε τα κλάματα από τη χαρά της. Ήταν εκεί, η λίμνη, το δάσος, τα βουνά από πίσω, όλα ήταν όπως τα είχε φανταστεί. Και τώρα τα ζούσε. (σελ.220)

Η ανεκπλήρωτη (τουλάχιστο για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εξέλιξης της ιστορίας) επιθυμία της Ρόζας, όπως και των άλλων παιδιών, να βγει από το διαμέρισμα όπου ζει κυριολεκτικά εγκλωβισμένη και να πάει στην παιδική χαρά, αποτελεί μια ουτοπία. Παρόλα αυτά, όλα οδηγούν προς την εκπλήρωση αυτού του ονείρου. Σε αυτό συμβάλλει η επιθυμία του Άλεκ, που ταυτόχρονα αποτελεί και επιθυμία άλλων ηρώων, να δημοσιοποιηθεί το υλικό του βίντεο με τη δολοφονία ενός αθώου συμφοιτητή του. Τα πρόσωπα του κειμένου θεωρούν ότι αυτή η δημοσιοποίηση θα περιορίσει την καταδίκη αθώων πολιτών από τις Αρχές.

Ήταν σίγουρη ότι και άλλα παιδιά θα ήθελαν να βγουν έξω να δουν τι σημαίνει παιδική χαρά, να ανέβουν στην τσουλήθρα, να παίξουν γύρω – γύρω όλοι, να κουνήσουν μια κούνια. (σελ. 47)

Αυτή η ιστορία πρέπει να γίνει γνωστή, δεν πρέπει να περνά απαρατήρητη και να κατηγορούνται αθώοι άνθρωποι…Σου το αφήνω λοιπόν, με την παράκληση να σκεφτείς σοβαρά το μέλλον της πόλης και όλων μας. Δεν πρέπει πλέον να ζούμε στο ψέμα και στον φόβο. Από το χέρι σου πλέον αν θα τα καταφέρουμε ή όχι. ( σελ. 238, 260)

Στο τέλος ορισμένες από τις επιθυμίες των ηρώων εκπληρώνονται και παύουν πια να αποτελούν ουτοπία γι’ αυτούς, αφού περνούν στο στάδιο της πραγματικότητας. Τα παιδιά, χάρη στην ευστροφία τους, επινοούν έναν εναλλακτικό κώδικα επικοινωνίας, προκειμένου να απαλλαχθούν από την κατασκοπία. Δημιουργώντας χνότα στα τζάμια γράφουν μηνύματα και κατορθώνουν να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους.

Η Έλεν κοίταγε από το παράθυρο της Ρόζας, κάτω διαγώνια προς την παιδική χαρά. Από εκεί έβλεπε καλύτερα την κόρη της να παίζει με τα άλλα παιδιά…Η τηλεοθόνη μετέδιδε εδώ και ώρα στιγμιότυπα από κάθε γωνιά της πόλης. Η επανάσταση των παιδιών. (σελ. 262-263)

Ο Παπαθεοδώρου επινοεί πολλαπλές ουτοπικές και δυστοπικές καταστάσεις προκειμένου να μεταδώσει ισχυρά μηνύματα. Ο αναγνώστης γίνεται θεατής της καθημερινής ζωής των ηρώων, συμπάσχει με τις προβληματικές καταστάσεις που βιώνουν και τελικά λυτρώνεται μέσα από την εκπλήρωση των επιθυμιών τους για καλύτερες συνθήκες ζωής.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στα μυθιστορήματα Το μήνυμα και Χνότα στο τζάμι, εντοπίσαμε στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος, επιστημονικής φαντασίας καθώς και ουτοπικά ή δυστοπικά στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά είναι διάχυτα μέσα στα δύο αυτά λογοτεχνικά έργα, δίνοντας ώθηση στην εξέλιξη της ιστορίας.

Όσον αφορά στα στοιχεία που προσδίδουν στα μυθιστορήματα αστυνομικό χαρακτήρα, αυτά εμπίπτουν στη φόρμουλα της κλασσικής αστυνομικής ιστορίας. Ο συγγραφέας αρχικά μας εκθέτει την κατάσταση, όπου παρουσιάζει ένα ανεξιχνίαστο έγκλημα. Έπειτα, καλεί τον ντέντεκτιβ να διαλευκάνει την υπόθεση, ξεκινώντας έρευνα με τη συγκέντρωση στοιχείων γύρω από αυτήν, με σκοπό την εξήγηση και τελικά τη λύση του μυστηρίου.

Τα δύο λογοτεχνικά έργα που μελετήσαμε περιέχουν στοιχεία επιστημονικής φαντασίας. Συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για υπερσύγχρονα τεχνολογικά μέσα που διευκολύνουν τις καθημερινές δραστηριότητες των πολιτών. Ωστόσο, παρατηρείται η εξάρτηση του ανθρώπου από την τεχνολογία και η καταπάτηση του φυσικού περιβάλλοντος. Υπάρχει περιορισμός της ελευθερίας από τις Αρχές και ο χειρισμός της τεχνολογίας πραγματοποιείται αποκλειστικά από το ανδρικό φύλο. Διαπιστώνουμε ότι η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας και η υπερβολική χρήση της από τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή συμβάλλει στη δημιουργία δυστοπικών καταστάσεων.

Ο συγγραφέας παρουσιάζει τη σπουδαιότητα του ρόλου των παιδιών, τα οποία κατορθώνουν τη δημιουργία ουτοπικών συνθηκών στην κοινωνία. Το υψηλό φρόνημα που τα διακατείχε, το πνεύμα και οι ιδέες τους για αλλαγή ανέτρεψε τα σχέδια των κατόχων της εξουσίας για τη δημιουργία ενός ιδανικού κόσμου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Α. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ

//vassilispapatheodorou.com/wp-content/uploads/2020/01/parapomb_01.jpg

  Β. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ

//vassilispapatheodorou.com/wp-content/uploads/2020/01/parapomb_02.jpg

Γ. ΟΥΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΔΥΣΤΟΠΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

//vassilispapatheodorou.com/wp-content/uploads/2020/01/parapomb_03.jpg

 

 

Εργασία Μεταπτυχιακού φοιτητή Κ. Χ., Ρόδος, Ιούνιος 2012

ΠANEΠITHMIO AIΓAIOY
ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ: «ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΥΛΙΚΟ»

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ:

«ΠΑΡΑ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ»

ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:

«Η τυπολογία της πλοκής στα μυθιστορήματα:
Εισβολή στη Μυρμηγκάνα του Μάριου Βερέττα (1997), Μια αστεία επιδημία (2010) και Ιπτάμενες Σελίδες (2011) του Βασίλη Παπαθεοδώρου και ανάλυση των μορφών ηγέτη και μέσων άσκησης της εξουσίας του, όπως παρουσιάζεται στα μυθιστορήματα αυτά»

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΦΟΙΤΗΤΗ: Κ. Χ.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η παρούσα εργασία συντάχθηκε στα πλαίσια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών: «Παιδικό Βιβλίο και Παιδαγωγικό Υλικό» του Τμήματος Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Αιγαίου για το μάθημα «Παρα-Λογοτεχνία και Παιδικό Βιβλίο» με διδάσκοντα τον κ. Γεώργιο Παπαντωνάκη.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη τριών μυθιστορημάτων της παιδικής λογοτεχνίας, (Εισβολή στη Μυρμηγκάνα του Μάριου Βερέττα (1997), Μια αστεία επιδημία (2010) και Ιπτάμενες σελίδες (2011) του Βασίλη Παπαθεοδώρου), με δύο βασικά θέματα: την παρουσίαση της πλοκής στα μυθιστορήματα αυτά, καθώς και την προσέγγιση των κειμένων αυτών υπό το πρίσμα των μορφών ηγέτη και των μέσων άσκησης της εξουσίας του.

Η εργασία χωρίζεται στα εξής τρία μέρη:

Στο πρώτο μέρος, παρουσιάζονται αναλυτικά οι περιλήψεις των τριών έργων, καθώς επίσης και κάποια βιογραφικά στοιχεία των δυο συγγραφέων.

Στο δεύτερο μέρος, χωρίζεται σε δύο υποενότητες.

Στην πρώτη, εξετάζεται η πλοκή των έργων. Αρχικά, εξηγείται ο ορισμός τους με βάση το περιεχόμενό τους (επιστημονική φαντασία,  καρναβαλικό κείμενο, μαγικός ρεαλισμός) και στη συνέχεια δίνονται διεξοδικά τα γνωρίσματα της πλοκής τους, καθώς και η τυπολογία της περιπέτειας που ανήκουν. Η πρώτη υποενότητα τελειώνει με μια συνόψιση όλων όσων ειπώθηκαν καταλήγοντας σε κάποια βασικά συμπεράσματα σε σχέση με την πλοκή.

Στη δεύτερη υποενότητα, γίνεται διεξοδική ανάλυση των κειμένων αυτών με βάση τις μορφές του ηγέτη που παρουσιάζονται σε αυτά και των μέσων άσκησης της εξουσίας του, όπου και πάλι καταλήγουμε σε κάποια συμπεράσματα για τα τρία αυτά κείμενα σε σχέση με το θέμα μας.

Το τρίτο μέρος που είναι ο επίλογος, γίνεται μια συνόψιση και σύνθεση όλων όσων ειπώθηκαν στο β’ μέρος της εργασίας, καταλήγοντας σε μια τελικά αξιολόγηση για τη λογοτεχνική αξία των μυθιστορημάτων.

Τέλος, θα ήθελα να εκφράσω θερμές και προσωπικές ευχαριστίες στον κύριο Βασίλη Παπαθεοδώρου, ο οποίος με βοήθησε πάρα πολύ με τις παρατηρήσεις και τις υποδείξεις του πάνω σε ζητήματα που αφορούσαν το θέμα της εργασίας, σε σχέση με τα δύο του έργα. Η βοήθειά του υπήρξε εξαιρετικά πολύτιμη.

ΜΕΡΟΣ Α΄:

ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

II.2. ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ ΜΙΑ ΑΣΤΕΙΑ ΕΠΙΔΗΜΙΑ (2010)

Η ιστορία που πραγματεύεται στο βιβλίο του ο συγγραφέας, είναι πραγματικότητα και στηρίζεται σε ένα συμβάν στην Τανζανία, το 1962, όπου είχε ξεσπάσει επιδημία γέλιου, χωρίς κανείς να γνωρίζει το λόγο, μέχρι που κάποια στιγμή σταμάτησε.

Ο αναγνώστης, διαβάζει λοιπόν μια παρόμοια ιστορία, την οποία διηγείται σε ένα παιδί ένας Ταζμανός και είναι η εξής: στο απομακρυσμένο πριγκηπάτο της Σουρλανδίας, βασιλεύει ένας μοχθηρός βασιλιάς, ο Οράτιος, ο οποίος έχει αρπάξει τη βασιλεία από τον αδελφό του Ιάκωβο, ο οποίος βασίλευε δίκαια και τον έχει φυλακίσει. Ο Οράτιος, κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να καταπιέσει το λαό του. Κάποια στιγμή, ξεσπάει μια περίεργη επιδημία γέλιου από το λαό της Σουρλανδίας, κατά τη διάρκεια μιας στρατιωτικής παρέλασης, γεγονός που προκαλεί την έντονη δυσφορία του βασιλιά. Το Παλάτι κάνει τα πάντα για να σταματήσει αυτήν την κατάσταση, η οποία ολοένα και γίνεται επικίνδυνη: πολύ χαρακτηριστικά, ο βασιλιάς, με προτροπή ενός καταχθόνιου γραμματέα του, αποφασίζει να ασκήσει προπαγάνδα μέσα από τα Μ.Μ.Ε., προκειμένου να πείσει την κοινή γνώμη ότι δεν είναι εχθρός τους, δίχως όμως αποτέλεσμα. Στη συνέχεια, λαμβάνει μια σειρά σκληρών και αυταρχικών μέτρων με στόχο την καταστολή του γέλιου των πολιτών. Όμως κι εκεί, συναντάει ισχυρή αντίσταση. Η ιστορία τελειώνει με την εξέγερση του λαού που καταστρέφει το παλάτι, ανατρέπει τον Οράτιο και επαναφέρει στην εξουσία τον Ιάκωβο.

II.3. ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ (2011)

Η ιστορία διαδραματίζεται στη Βόρεια και Νότια Πανδυσία και αναφέρεται στην ανατροπή της ζωής κάποιων ανθρώπων, από τις σελίδες ενός βιβλίου, οι οποίες με την επέμβαση ενός παιδιού που το σκίζει, ταξιδεύουν από άτομο σε άτομο. Συγκεκριμένα, της Μπιάνκα, μιας μικρής κοπέλας που δουλεύει στα φανάρια και έχει προστάτη τον Τζουζέπε, ο οποίος την εκμεταλλεύεται, του Ότο, ενός αγοριού που δεν έχει φίλους και αποκτά έναν μέσα από αυτό το βιβλίο, μιας κοπέλας, της Ρόζας, της οποίας η γιαγιά υποφέρει από μια σπάνια ασθένεια και που τώρα γίνεται καλά, αλλά και δυο στρατιωτών, οι οποίοι συναδερφώνονται, καθώς οι δυο πολιτείες βρίσκονται σε έχθρα. Οι σελίδες αυτές, όταν έρθουν σε επαφή με κάποιον, δε γράφουν κάποια ιστορία, αλλά αφηγούνται τη ζωή του προσώπου με το οποίο συναντώνται στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Είναι τέτοιος ο ενθουσιασμός όλων, που κάθε μέρα κοιτάζουν στον ουρανό, μήπως και δουν να προσγειώνεται στο πρόσωπό τους κι από μια σελίδα.

Βλέποντας αυτήν την κατάσταση, ο δήμαρχος της πόλης, άνθρωπος συντηρητικός και ανελεύθερος, συνεννοείται με το δήμαρχο και της άλλης πόλης, και συμφωνούν να επιβάλλουν μια σειρά από σκληρά μέτρα για την πάταξη αυτού του βιβλίου. Αποκορύφωμα αυτής της κίνησης, είναι η φυλάκιση όλων όσων αντισταθούν στις επιταγές των Αρχών. Κάποια στιγμή, οι ιπτάμενες σελίδες αυτού του βιβλίου, «ενώνουν» τους ήρωες της ιστορίας σε ένα μαγικό λόφο, στα σύνορα των δυο πολιτειών. Όμως, οι Αρχές συλλαμβάνουν την Μπιάνκα, αλλά αργότερα ελευθερώνεται με παρέμβαση του προστάτη της. Οι ήρωες του έργου δεν το βάζουν κάτω, ακόμα και μετά από την απόπειρα πυρκαγιάς που έχει υποβάλλει ο δήμαρχος, προκειμένου να παύσει την ελεύθερη κίνηση των σελίδων. Τα μέτρα που επιβάλλει ο δήμαρχος συνεχίζουν να είναι σκληρά και προσωρινά δεν έρχεται η λύτρωση των ηρώων. Όλοι επιστρέφουν στην προηγούμενη κατάσταση της ζωής τους, ελπίζοντας σε μια μελλοντική νίκη. Ωστόσο, ενώ όλοι πιστεύουν πως οι ιπτάμενες σελίδες έχουν καεί, στο τέλος του βιβλίου επανεμφανίζονται και μαθαίνουμε πως, μετά από πολλή μεγάλη προσπάθεια ο αγώνας όλων έχει ήδη δικαιωθεί και πως η χώρα της Πανδυσίας έχει αλλάξει όνομα και λέγεται Πανδαισία.

ΜΕΡΟΣ B':

Η ΠΛΟΚΗ ΣΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ:
ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΥΡΜΗΓΚΑΝΑ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΒΕΡΕΤΤΑ (1997), ΜΙΑ ΑΣΤΕΙΑ ΕΠΙΔΗΜΙΑ (2010) ΚΑΙ  ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ (2011)
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ & ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΗΓΕΤΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ, ΟΠΩΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΤΡΙΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ.

_____________

Ι. Η ΠΛΟΚΗ ΣΤΑ ΤΡΙΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ

Ι.2. ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΩΝ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ

Αρχικά, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι και τα τρία προς ανάλυση μυθιστορήματα, ακολουθούν την τυπολογία περιπέτειας, παρά το γεγονός ότι υπάρχει μια ουσιώδης διαφοροποίηση ως προς τα είδη τους. Συγκεκριμένα, όπως θα περιγραφτεί παρακάτω, η Εισβολή στη Μυρμηγκάνα ανήκει στα κείμενα επιστημονικής φαντασίας, το Μια αστεία επιδημία αποτελεί καρναβαλικό κείμενο και οι Ιπτάμενες σελίδες ανήκει στα κείμενα του μαγικού ρεαλισμού.

Πριν ξεκινήσουμε στην ανάλυση της τυπολογίας, είναι σημαντικό να αιτιολογηθεί το είδος των κειμένων αυτών, για να την καλύτερη κατανόησή τους.

Ι.2.2. Το μυθιστόρημα του Παπαθεοδώρου
Μια αστεία επιδημία
 ως καρναβαλικό κείμενο

Ι.2.2.1. Εισαγωγικά

Καταρχήν, για να γίνει σαφής ο ορισμός ενός παιδικού βιβλίου ως καρναβαλικό, θα πρέπει να ανατρέξουμε στη θεωρία του Michael Bakhtin και στη θεωρία του για το καρναβάλι. Στη συνέχεια, θα αναλυθεί η έννοια του καρναβαλισμού ως τάση στην παιδική λογοτεχνία, έτσι ώστε να αναδειχθούν διεξοδικά τα χαρακτηριστικά εκείνα που καθιστούν το κείμενο του Βασίλη Παπαθεοδώρου Μια αστεία επιδημία ως «καρναβαλικό», ακόμα και τα δύο προηγούμενα μυθιστορήματα.

Ι.2.2.3. Εκδοχές της καρναβαλικής προσέγγισης όπως παρουσιάζεται στο Μια αστεία επιδημία

Με βάση το δίπολο εξουσία/δύναμη-ανατροπή εξουσίας/δύναμης που επισημαίνει ο Παπαντωνάκης (2009: 209), μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι κατά τους οποίους ένας μυθιστορηματικός χαρακτήρας, μπορεί να αποκτήσει δύναμη, θεωρώντας κάτι τέτοιο ως ανατροπή της κατεστημένης τάξης, στοιχείο καθαρά καρναβαλικό. Αν και αυτό το δίπολο που αναφέραμε σχετίζεται με την αντίθεση «αδυναμία ανήβων vs δύναμη ενηλίκων» (Παπαντωνάκης, 2009: 218), ωστόσο, έχει ισχύ και για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα του Παπαθεοδώρου, όπου εδώ, δεν έχουμε ήρωες παιδιά, αλλά ολόκληρο το λαό της Σουρλανδίας, ο οποίος, με όπλο το γέλιο, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι (αντι)δρά σαν παιδί.

Τα χαρακτηριστικά της καρναβαλικής προσέγγισης (Παπαντωνάκης, 2009: 218-220) και τα οποία εντοπίζουμε στο κείμενο του Παπαθεοδώρου, είναι τα παρακάτω:

 Ο μυθοπλαστικός ήρωας, στην προσπάθειά του ανατρέψει μια κατεστημένη δύναμη, προσπαθεί να αποκτήσει συγκεκριμένες δεξιότητες που απαιτούνται για την επιτέλεση συγκεκριμένου έργου. Στο μυθιστόρημα του Παπαθεοδώρου, μια τέτοια συγκεκριμένη δεξιότητα που αναπτύσσει ο λαός της Σουρλανδίας (ως συλλογικός μυθιστορηματικός ήρωας), είναι το γέλιο, καθώς αυτό αποτελεί ένα ισχυρό όπλο ενάντια στην κατεστημένη σοβαρότητα και τον αυταρχισμό τόσο του βασιλιά Οράτιου, όσο και του γραμματέα του. Μια τέτοια χαρακτηριστική διάσταση του γέλιου, φαίνεται πολύ καθαρά στο διάλογο που έχει σε κάποια στιγμή η μητέρα του Οράτιου με τον ίδιο:

«Δε γελάνε μαζί σου, Οράτιε», τον διέκοψε η βασίλισσα. «Γελάνε για να ξεχάσουν τα προβλήματά τους, το χιούμορ τους βοηθάει».

«Τελεία και παύλα, από δω και στο εξής θα απαγορευτεί το χιούμορ σ’ αυτή τη χώρα, μόνο κακό κάνει, δεν το βλέπει κανείς σας; Τις προάλλες στο χορό θυμάστε τι έγινε, το ίδιο και στην παρέλαση. Το χιούμορ είναι ο χειρότερος εχθρός του κράτους, ο χειρότερος εχθρός μου. Υπονομεύει την εξουσία μου και δημιουργεί μια στρατιά από προδότες» (Παπαθεοδώρου, 2010: 40).

— Η συμμετοχή του ήρωα σε αντιστασιακές οργανώσεις ενάντια σε ανελεύθερα καθεστώτα. Στο μυθιστόρημα του Παπαθεοδώρου, ο λαός συμμετέχει ομαδικά με τρόπο αντιστασιακό, ενάντια στα σχέδια της εξουσίας:

«Όλες αυτές οι απαγορεύσεις, όλες αυτές οι αντιδράσεις κράτησαν για αρκετούς μήνες. Δεν υπήρχαν πολλοί που να γελάνε δημόσια, αλλά υπήρχαν αμέτρητοι, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, που, γελούσαν στα σπίτια τους, όταν επέστρεφαν από τις δουλειές τους, όταν επισκέπτονταν άλλα σπίτια, φιλικά και συγγενικά, στην κάθε ευκαιρία που δεν τους έβλεπε ούτε τους άκουγε κανείς.

     Κι αυτό το ήξεραν όλοι οι πολίτες της Σουρλανδίας, ακόμα κι ο γραμματέας και ο Οράτιος…» (Παπαθεοδώρου, 2010: 108).

— Η συνειδητοποίηση της καταπίεσης που υφίσταται ο πρωταγωνιστής  και η προσπάθειά του να ξεφύγει από αυτή δραπετεύοντας, με την εκούσια ανάληψη ριψοκίνδυνων καθηκόντων και την επιτυχή έκβασή τους. Αν και στην περίπτωση του συγκεκριμένου μυθιστορήματος δεν έχουμε δραπέτευση με την κυριολεκτική σημασία, παρόλα αυτά, ο λαός «δραπετεύει» μέσα από το γέλιο και την τελική  εξέγερσή του, που οδηγούν στην ανατροπή του βασιλιά, ο οποίος, στο τέλος, αποδέχεται τον εξευτελισμό του γελώντας, σε αντίθεση με τη λαϊκή οργή:

«Ξαφνικά σταμάτησε και το πλήθος να γελά και να χορεύει. […]

Το πλήθος συγκεντρώθηκε ξανά αμέσως. Ήταν ένα πλήθος βλοσυρό, σοβαρό, αγέλαστο, οργισμένο. Ένα πλήθος που περίμενε μόνο μια λέξη για να ξεσπάσει, δε χρειαζόταν δεύτερη. […]

‘Τώρα!’

Σαν μανιασμένοι ξεχύθηκαν όλοι προς το παλάτι. […] Οι άνθρωποι, αγέλαστοι, έριχναν ό,τι έβρισκαν, αυγά, πατάτες, ντομάτες, γιαούρτια, πέτρες. Ο Οράτιος είχε γεμίσει από λεκέδες, ζουμιά έτρεχαν από τα μαλλιά του. Παρ’όλα αυτά γελούσε. Παρ’όλα αυτά όλοι οι υπόλοιποι ήταν αγέλαστοι» (Παπαθεοδώρου, 2010:125-126, 127).

— Η αντίθεση του ήρωα στις κοινωνικές προσδοκίες. Αν θεωρήσουμε κοινωνική προσδοκία τις απαγορεύσεις του Οράτιου για το γέλιο, ο λαός, ως συλλογικός ήρωας αντιτίθεται σε αυτές σε όλο το έργο.

— Οι σκωπτικοί στίχοι, αλλά και σύντομα μηνύματα, που παραπέμπουν σε καρναβαλικές συμπεριφορές και οι οποίοι έχουν στόχο να σατιρίσουν, να υποτιμήσουν και να υποβιβάσουν ένα λογοτεχνικό ήρωα, αλλά και να οδηγήσουν σε καρναβαλικές καταστάσεις.  Αυτό το στοιχείο της παρωδίας, φαίνεται χαρακτηριστικά στα συνθήματα των πολιτών της Σουρλανδίας ενάντια στο βασιλιά, όταν ο ίδιος έχει μεταμφιεστεί σε κοινό πολίτη χωρίς κανείς να το ξέρει και κυκλοφορεί στην πόλη, προκειμένου να γνωρίσει από κοντά τη στάση του λαού απέναντι στο πρόσωπό του. Η καρναβαλική συμπεριφορά του λαού είναι έντονη, καθώς φαίνεται ότι ξεσπούν με τα συνθήματα/μηνύματα στην καταπίεση του βασιλιά, γεγονός που παρασύρει ακόμα και το φρουρό του:

«Άντε… να γεμίσουμε την πόλη με συνθήματα…’ ακούστηκε μια φωνή, και όλος ο κόσμος, μέσα στο μεθύσι του και μέσα στο γέλιο του, άρχισε να γράφει στους τοίχους:

‘ΚΑΤΩ Ο ΤΥΡΑΝΝΟΣ ΟΡΑΤΙΟΣ ΣΟΥΡΓΕΛΟΣ’.

‘ΖΗΤΩ Η ΣΟΥΡΓΕΛΑΝΔΙΑ΄.

΄ΣΟΥΡ, ΕΙΣΑΙ ΣΟΥΡΓΕΛΟ’.

     Ο Οράτιος κοιτούσε το φρουρό του, που έγραφε μετά μανίας στους τοίχους γελώντας και μιλώντας στους άλλους θαμώνες:

     ‘Θα πέσει χοντρό γέλιο με τον χοντρό’» (Παπαθεοδώρου, 2010: 94).

Παρατηρεί κανείς ότι τα συνθήματα παίζουν πολύ με τη λέξη «σούργελο», που σημαίνει «ρεζίλι» (στο πρώτο σύνθημα), αλλά και με το γέλιο (σουργελανδία = σούργελο, αλλά και γέλιο). Επίσης, το επώνυμο του Οράτιου (Σουρ), γίνεται πρώτο συνθετικό για τη λέξη «σουργελο», ενώ στο τελευταίο σύνθημα του φρουρού, η λέξη «χοντρός», δηλώνει ταυτόχρονα το μέγεθος τόσο του γέλιου, όσο και του πάχους του Οράτιου.

Με βάση όλα τα παραπάνω, συμπεραίνουμε ότι με τη βοήθεια της καρναβαλικής θεωρίας, θεωρούμε ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα του Βασίλη Παπαθεοδώρου, μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως «καρναβαλικό», λόγω του ανατρεπτικού χιούμορ, της παρωδιακής διάθεσης και της παρουσίας του γέλιου, η οποία συντελεί και στην τελική ανατροπή της κατεστημένης εξουσίας και τάξης, την οποία αντιπροσωπεύει ο Οράτιος και ο γραμματέας του.

Ι.2.2.4. Εκδοχές της καρναβαλικής προσέγγισης στα κείμενα Εισβολή στη Μυρμηγκάνα και Ιπτάμενες σελίδες

Παρά το γεγονός ότι το κείμενο του Βερέττα ανήκει στα κείμενα επιστημονικής φαντασίας και το δεύτερο μυθιστόρημα του Παπαθεοδώρου στα κείμενα μαγικού ρεαλισμού, παρόλα αυτά, θεωρούμε ότι μπορούν να χαρακτηριστούν και «καρναβαλικά». Ακολουθώντας τις εκδοχές της καρναβαλικής προσέγγισης όπως τις παρουσιάζει ο Γιώργος Παπαντωνάκης (2009: 218-220), όπως αναλύσαμε παραπάνω για την Αστεία Επιδημία, γνωρίσματα του καρναβαλισμού που μπορούμε να εντοπίσουμε στα δύο άλλα έργα, είναι τα εξής:

— Προσπαθεί να αποκτήσει όχι μόνο δύναμη, αλλά και σοφία, προκειμένου να ανατρέψει καταστάσεις που συνήθως είναι επώδυνες και για τον ίδιο και για άλλους. Η ανάληψη ή η ανάθεση ενός άθλου για την ανατροπή καταστάσεων αποβλέπει και οδηγεί (με ελάχιστες ίσως εξαιρέσεις) στην οποιαδήποτε φύσεως ενηλικίωση του πρωταγωνιστή.

Στις Ιπτάμενες σελίδες, η εμπλοκή των τεσσάρων παιδιών στην περιπέτεια με το Βιβλίο της Αλήθειας και ο προσωπικός τους αγώνας για την επικράτησή του ενάντια στον αυταρχισμό της εξουσίας του δημάρχου και των τρομοκρατικών μέτρων της αστυνομίας, συντελεί, στο τέλος του βιβλίου, και την τελική νίκη και επιβράβευση της προσπάθειάς τους, αλλά και της ενηλικίωσής τους. Η όλη αυτή πορεία της συνειδητοποίησης του αγώνα, φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στην περίπτωση της Μπιάνκα, αμέσως μετά τη νίκη της αστυνομίας ενάντια στην εξέγερση των παιδιών:

«Πράγματι, δεν είχε αλλάξει κάτι, ίσως και να είχαν χειροτερέψει τα πράγματα. Είχε δει τον ήλιο, αλλά και την προδοσία. Είχε δει την ελευθερία μέσα από τα κάγκελα της φυλακής. Είχε κάνει φίλους – παντοτινούς και προσωρινούς. Στην ουσία δεν είχε μάθει όλη την αλήθεια, τουλάχιστον όμως αυτή τη φανταζόταν. Αλλά και πάλι τίποτα δεν είχε πάει χαμένο.

[…] Και αφού τελικά βεβαιώθηκε για τη σκέψη της, τους είπε (εν. στους γονείς του Ότο) με σιγουριά:

‘Έμαθα ότι υπάρχει ελπίδα…’» (Παπαθεοδώρου, 2011: 146).

Αυτό το αίσθημα της ελπίδας της Μπιάνκα, που την καθιστά σοφή και την ενηλικιώνει, επαληθεύεται στο τέλος, όταν ο αναγνώστης μαθαίνει «…ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ Πανδυσέας, όλα ήταν ένα ψέμα. Ούτε και υπήρχαν δυο χώρες εχθρικές μεταξύ τους.» και πως «το κράτος αυτό ονομαζόταν Πανδαισία…» (Παπαθεοδώρου, 2011: 152).

— Δίνεται η ευκαιρία στον ήρωα να αποκτήσει συγκεκριμένες δεξιότητες και πρωτοβουλίες που απαιτούνται για την επιτέλεση συγκεκριμένου έργου. Στο κείμενο του Παπαθεοδώρου, όλοι οι βασικοί πρωταγωνιστές καταφέρνουν να γίνουν άτομα υπεύθυνα μέσα από τον αγώνα τους ενάντια στο δεσποτισμό του δημάρχου, αλλά και να καταφέρουν να αγωνιστούν και ενάντια σε προσωπικούς τους φόβους, με αυτοπεποίθηση. Συγκεκριμένα, η Μπιάνκα καταφέρνει να απαγκιστρωθεί από την «ηγεμονία» του Τζουζέπε, η Ρόζα βρήκε την υγεία της, ο Ερνστ αποκτά φίλους, ο Άμος βρίσκει την αγάπη (Παπαθεοδώρου, 2011: 102).

— Ο ήρωας αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη συγκεκριμένης δράσης, ενώ γίνεται προσπάθεια εκ μέρους των ενηλίκων να τον προστατεύσουν, απαγορεύοντας περαιτέρω συμμετοχή. Στο κείμενο του Παπαθεοδώρου, το στοιχείο της αντίστασης το εντοπίζουμε στη δράση του Τζουζέπε να σταματήσει την Μπιάνκα όταν τη συλλαμβάνει ο γερο-Μαξ (Παπαθεοδώρου, 2011: 61-65).  Στην περίπτωση του Βερέττα, ο λόγος της απαγόρευσης είναι για να προστατέψει το γιο του από τη γοητεία της Τζιτζικούλας, ενώ στην περίπτωση του Παπαθεοδώρου, ο Τζουζέπε ανακόπτει τον αγώνα της Μπιάνκα για να συνεχίσει να την εκμεταλλεύεται με κάθε τρόπο.

— Η συμμετοχή του ήρωα σε αντιστασιακές οργανώσεις εναντίον ανελεύθερων καθεστώτων. Η παρουσία των τεσσάρων παιδιών στο κείμενο των παιδιών, γίνεται για την επικράτηση του Βιβλίου της Αλήθειας.

— Ο ήρωας εμπλέκεται σε ακούσιες περιπέτειες, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή του, αλλά σώζεται με την παρέμβαση άλλων. Στον Παπαθεοδώρου, μια τέτοια χαρακτηριστική σκηνή, είναι η αποφυλάκιση της Μπιάνκα από τον αστυνόμο το γερο-Μαξ (Παπαθεοδώρου, 2011: 98).

— Η συνειδητοποίηση της καταπίεσης που υφίσταται ο ήρωας και η επιτυχή προσπάθεια να ξεφύγει  από αυτή δραπετεύοντας. Στον Παπαθεοδώρου, η όλη δράση των παιδιών αποτελεί ουσιαστικά μια προσπάθεια «δραπέτευσης» από τα σκληρά μέτρα της Πολιτείας για την απαγόρευση της ανάγνωσης των ιπτάμενων σελίδων.

— Η αντίθεση του ήρωα στις κοινωνικές προσδοκίες. Η δράση των παιδιών στο κείμενο του Παπαθεοδώρου, συντελεί στην επικράτηση των ιπτάμενων σελίδων. Τέλος,

— Η ύπαρξη σύντομων μηνυμάτων, ηλεκτρονικών και μη, ή με δημοσιογραφικά ή άλλου είδους κείμενα, μπορούν να οδηγήσουν τους νεαρούς ήρωες σε καρναβαλικές καταστάσεις. Τέτοιο στοιχείο βλέπουμε στο κείμενο του Παπαθεοδώρου όπου τα ίδια τα αποσπάσματα του Βιβλίου της Αλήθειας, οδηγεί στη σταδιακή επανάσταση των προσώπων, ενάντια στην εξουσία του δημάρχου, γεγονός το οποίο σταδιακά θα προκαλέσει μια κατάσταση εκτός ελέγχου.

Συνοψίζοντας, με βάση όλων όσων ειπώθηκαν, τόσο το κείμενο του Βερέττα, όσο και το κείμενο του Παπαθεοδώρου, μπορούν να χαρακτηριστούν και αυτά «καρναβαλικά», για όλους τους παραπάνω λόγους και κυρίως γιατί υπάρχει έντονο το στοιχείο της αμφισβήτησης της αυταρχικής εξουσίας και την υπεράσπιση ενός ύψιστου σκοπού (ελευθερία έκφρασης της γνώμης).

Ι.2.2.5. Οι Ιπτάμενες σελίδες ως κείμενο μαγικού ρεαλισμού

Σύμφωνα με το Γιάννη Παπαδάτο (2011: 43) τα χαρακτηριστικά των κειμένων που ανήκουν στο μαγικό ρεαλισμό και τα οποία εντοπίζουμε στο κείμενο του Παπαθεοδώρου, είναι τα εξής:

— Ο μαγικός ρεαλισμός βασίζεται στην απουσία εξήγησης των συμβάντων, δηλαδή, βασίζεται στην παρουσίαση του πραγματικού, με στοιχεία εξωπραγματικά ή μαγικά και τα οποία ενσωματώνεται στην αφήγηση ως αληθινά, κι όχι να ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας. Με αυτόν τον τρόπο, ο αναγνώστης δεν ταλαντεύεται ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, καθώς τα εξωπραγματικά γεγονότα παρουσιάζονται σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, έτσι ώστε οι ήρωες του κειμένου, αλλά και οι αναγνώστες να τα αντιλαμβάνονται ή να τα δέχονται ισότιμα ως αληθινά. Πράγματι, η ύπαρξη των ιπτάμενων σελίδων στις οποίες ο κάθε ήρωας που τις παίρνει και τις διαβάζει μαθαίνοντας για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ζωής του, αποτελεί στοιχείο πραγματικό τόσο για την αφήγηση, όσο και για τα πρόσωπα. Μια ανάλογη αίσθηση εισπράττει και ο αναγνώστης, ο οποίος διαβάζει τα αποσπάσματα των σελίδων αυτών, συμμετέχοντας ενεργά στη δράση της μυθοπλασίας.

— Παρά τις όποιες συγχύσεις και διαφοροποιήσεις, ο μαγικός ρεαλισμός ανήκει στο χώρο του ρεαλισμού και όχι της φαντασίας. Βασίζεται στο ρεαλισμό αλλά μέχρι εκεί που δεν τον ανατρέπει. Πράγματι, παρά την περίεργη παρουσία των ιπτάμενων σελίδων, η ιστορία αναφέρεται σε ένα μυθοπλαστικό τόπο, την Πανδυσία, όπου υπάρχουν άνθρωποι που συμπεριφέρονται και δρουν όπως εμείς. Παράλληλα, το κείμενο αναφέρει στοιχεία που συναντούμε και στην πραγματικότητα (π.χ. η όλη αντίσταση των κατοίκων της Πανδυσίας, θυμίζει διαχρονικούς αγώνες των λαών για την επικράτηση της ελεύθερης βούλησης και έκφρασης του λόγου ενάντια σε αυταρχικά καθεστώτα).

Συνοψίζοντας, το κείμενο των Ιπτάμενων σελίδων, παρά τη διάσταση του μαγικού ρεαλισμού με την παρουσία των ιπτάμενων σελίδων που μιλούν για τη ζωή των ηρώων, καταφέρνει να εμπλέξει και τον ίδιο τον αναγνώστη σε αυτό το μυθοπλαστικό παιχνίδι και να τον βοηθήσει να κατανοήσει την ιστορία με αυτό το εξωπραγματικό ή υπερφυσικό στοιχείο, ως εάν να είναι αληθινό.

Ι. 3. Η ΠΛΟΚΗ ΣΤΑ ΤΡΙΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ

Ι.3.1. Τύποι της πλοκής στα τρία μυθιστορήματα

Στα τρία έργα, διακρίνουμε τα εξής ήδη πλοκής: στο κείμενο του Βερέττα όπως και στην Αστεία Επιδημία, έχουμε την περίπτωση της κλιμακούμενης πλοκής (progressive plot), καθώς παρατηρούνται κεντρικές κορυφώσεις και ακολουθείται γρήγορα η λύση (Παπαντωνάκης-Κωτόπουλος, 2011: 162), ειδικά στο κείμενο του Παπαθεοδώρου. Στη Μυρμηγκάνα, η ιστορία εξελίσσεται με συνεχείς ήττες των ιμπεριαλιστών, χωρίς όμως ιδιαίτερες συναισθηματικές εντάσεις (Παπαντωνάκης, 2001: 134), σε αντίθεση με το κείμενο του Παπαθεοδώρου, όπου έχουμε συνεχείς και έντονες κορυφώσεις, με αποκορύφωμα την εξέγερση του λαού στο Παλάτι (Παπαθεοδώρου, 2010: 124-128). …

Αντίθετα, οι Ιπτάμενες σελίδες, παρουσιάζουν άλλο ενδιαφέρον στην πλοκή, καθώς ακολουθείται ο τύπος της επεισοδιακής πλοκής. Στον τύπο αυτόν, ένα γεγονός ή σύντομα επεισόδια συνδέονται με άλλα με κοινούς χαρακτήρες ή με ένα ενιαίο θέμα (Παπαντωνάκης – Κωτόπουλος, 2011: 162). Όλοι οι χαρακτήρες στην αρχή του βιβλίου έχουν τη δική τους ιστορία και θέση στο μυθιστόρημα, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, μέχρι που συναντώνται μεταξύ τους με κοινό στοιχείο τις ιπτάμενες σελίδες του Βιβλίου της Αλήθειας. Από εκεί και πέρα, οι ιστορίες των παιδιών «δένονται» μεταξύ τους σε κοινή δράση και πορεία μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος.

Ι.3.2. Τα συνθετικά στοιχεία της πλοκής στα τρία μυθιστορήματα

Στο Μια αστεία επιδημία, η σύγκρουση του ήρωα (που εδώ είναι συλλογικός, ο λαός) γίνεται με τον Οράτιο και έμμεσα με το γραμματέα, καθώς κύριο στοιχείο της διαμάχης είναι η επιβολή (ή όχι) του γέλιου και της σοβαρότητας, η οποία δηλώνεται με τηνολοκληρωτική υποταγή στο δεσποτισμό του βασιλιά. Ωστόσο, η σύγκρουση των δύο πόλων, δεν είναι υπόθεση μόνο προσωπική (που αφορά τον κάθε πολίτη ξεχωριστά), αλλά και κοινωνική (αφορά όλους τους πολίτες, οι οποίοι κινδυνεύουν από την απειλητική εξουσία του βασιλιά).

Τέλος, στις Ιπτάμενες σελίδες, παρατηρείται το φαινόμενο πολλαπλών συγκρούσεων: των ηρώων με άλλους, ακόμα και τον εαυτό τους, αλλά και με έναν κοινό εχθρό, το δήμαρχο. Συγκεκριμένα, η Μπιάνκα συγκρούεται με τον Τζουζέπε προκειμένου να απαλλαγεί ολοκληρωτικά από την επιρροή του, η Ρόζα συγκρούεται με τον εχθρό της αρρώστιας, ο Ερνστ με τη μοναξιά του (επομένως με τον εαυτό του) καθώς επιζητούσε τη φιλιά και τη συναναστροφή με τους άλλους, όπως και ο Άμος, ο οποίος επιζητούσε να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Ωστόσο, μετά τη συναδέλφωση των ηρώων με τις προσωπικές τους συγκρούσεις, έρχεται η ώρα να συγκρουστούν με το δήμαρχο και τον απολυταρχισμό του, η οποία φέρνει και την τελική νίκη μετά από σκληρό αγώνα. Αξίζει, όμως, να σημειωθεί ότι στο «πλάνο» της αφήγησης, έχουμε και άλλον ένα ήρωα, συλλογικό αυτή τη φορά: τον ίδιο το λαό της Πανδυσίας, ο οποίος αντιτίθεται στο δήμαρχο.

Με βάση όλα τα παραπάνω, διαπιστώνουμε τις ποικιλίες συγκρούσεων στα τρία μυθιστορήματα, γεγονός που βοηθάει στη δημιουργία σασπένς και την προσοχή του αναγνώστη στην πορεία της δράσης.

Ι. 3.3. Η δράση στη τρία μυθιστορήματα

Στο Μια αστεία επιδημία, η τεχνική του αμφίρροπου αγώνα είναι ακόμα πιο χαρακτηριστική. Οι συνεχείς ήττες του βασιλιά από το γέλιο, αλλά και τα συνεχή μέτρα που παίρνει για την παύση του, δίνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και δημιουργούν αγωνία στον αναγνώστη, για την τελική έκβαση της ιστορίας.

Στις Ιπτάμενες σελίδες, ιδιαιτέρως έντονα, η τεχνική αυτή φαίνεται στις διάφορες συγκρούσεις της αστυνομίας με τα παιδιά, στην προσπάθειά τους να αποτρέψουν τις Αρχές για την παύση (ή και καύση) των σελίδων, μέχρι και στις τελευταίες σελίδες του κειμένου (Παπαθεοδώρου, 2011: 141-150).

Συνοψίζοντας, η τεχνική του αμφίρροπου αγώνα κατέχει μια εξέχουσα θέση στα τρία μυθιστορήματα, αυξάνοντας την ένταση και το σασπένς του αναγνώστη, βοηθώντας στην τελική επικράτηση του Καλού, μέσα από μεγάλη προσπάθεια των θετικών ηρώων να επιβληθούν στους αντιμάχους τους.

Ι. 3. 4. Τυπολογία του σασπένς στα τρία μυθιστορήματα

Ως προς την τυπολογία του σασπένς (Παπαντωνάκης – Κωτόπουλος, 2011: 178-182), διακρίνουμε τα εξής είδη: α) το σασπένς του «αν (θα συμβεί κάτι)»,όπου διερευνάται εάν έχει συμβεί κάτι και θα φέρει σε δύσκολη θέση τους χαρακτήρες, β) το σασπένς του «τι (θα επακολουθήσει στη συνέχεια)» που αναφέρεται στη συνέχιση της δράσης, όπως έχει διαμορφωθεί και προβληματίζει τον αναγνώστη σχετικά με τη μορφή της δράσης του πρωταγωνιστή ή και των άλλων μυθιστορηματικών χαρακτήρων απέναντι σε μια καινούρια κατάσταση, γ) του σασπένς του «πώς (θα συμβεί κάτι)» και «πώς (θα αντιδράσουν οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες)», όπου εντείνεται ο προβληματισμός και η αγωνία του αναγνώστη σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο θα συντελεστεί μια αιφνίδια κατάσταση και δ) το σασπένς του «ποιος (είναι ή θα κάνει κάτι που θα δημιουργήσει ένταση)», όπου διερευνάται το υποκείμενο που δημιουργεί το σασπένς, ανεξάρτητα αν αυτό που το κάνει είναι πρόσωπο (π.χ. αντίμαχος) ή κάποιο αντικείμενο. Όσον αφορά τα τρία μυθιστορήματα, διακρίνουμε το σασπένς του «τι», «πώς» και «ποιος», ιδίως στα κείμενα του Παπαθεοδώρου, καθώς στο κείμενο του Βερέττα, δεν παρατηρούμε αξιόλογο σασπένς (Παπαντωνάκης, 2001: 134), όπως έχει σημειωθεί παραπάνω.

Στο Μια αστεία επιδημία, ο αναγνώστης αισθάνεται αγωνία για το τι θα επακολουθήσει στη συνέχεια, μετά τα συνεχή σκληρά μέτρα του Οράτιου απέναντι στο λαό για να καταπνίξει το γέλιο, όπως και με τον το πώς θα συμβεί κάτι νέο, όπως και με τον τρόπο με τον οποίο θα αντιδράσει ο λαός. Παράλληλα, ο αναγνώστης προβληματίζεται σχετικά με το ποιος είναι (όπως πολύ χαρακτηριστικά αυτό φαίνεται στην περίπτωση του γραμματέα) και τι θα κάνει στη συνέχεια, για την επίετευξη της έντασης. Στις ιπτάμενες σελίδες, ο αναγνώστης αισθάνεται καταρχήν αγωνία για το τι θα επακολουθήσει στη συνέχεια της δράσης των ηρώων ξεχωριστά, αλλά και όταν ενώνεται η κοινή τους πορεία απέναντι στον κοινό εχθρό, το δήμαρχο. Εκτός αυτού, δημιουργείται σασπένς για το πώς θα συμβεί κάτι και στον τρόπο αντίδρασης των τεσσάρων ηρώων, αλλά και του λαού, μπροστά στις απαγορεύσεις των Αστυνομικών Αρχών, λόγω της ισχυρής αντίστασης των πρώτων για την άρση της απαγόρευσης της ανάγνωσης των ιπτάμενων σελίδων. Τέλος, είναι εξίσου ισχυρό το σασπένς του ποιος είναι και του τι θα κάνει στη συνέχεια, όσον αφορά στους αρνητικούς χαρακτήρες (δήμαρχος, Λοχαγός, Αστυνομία), για την αποτροπή της επικίνδυνης παρουσίας του Βιβλίου της Αλήθειας.

I. 3.5. H τυπολογία της περιπέτειας στα τρία μυθιστορήματα

Όπως έχουμε ήδη προαναφέρει, και τα τρία μυθιστορήματα, παρά τις διαφοροποιήσεις ή και τις ομοιότητές τους σε σχέση με το είδος και το περιεχόμενό τους, ακολουθούν την τυπολογία της περιπέτειας (Παπαντωνάκης-Κωτόπουλος, 2011: 194) και μπορεί να εντοπιστεί μέσα από το κείμενο, όπως παρακάτω:

— Η δράση γίνεται γύρω από ένα χαρακτήρα (ατομικό ή συλλογικό) που υπερνικά εμπόδια και κινδύνους και εκπληρώνει μια σημαντική ηθική αποστολή. Στην Αστεία Επιδημία την απαλλαγή του λαού της Σουρλανδίας από την εξουσία του Οράτιου, μέσα από το ξέσπασμα της επιδημίας του γέλιου, ενώ στις Ιπτάμενες Σελίδες, την απαλλαγή των κατοίκων της Βόρειας και Νότιας Πανδυσίας από την εξουσία του δημάρχου.

— Οι δοκιμασίες του κεντρικού χαρακτήρα προβάλλονται ως αποτέλεσμα μηχανορραφιών ενός «κακού». Στην Αστεία Επιδημία, έχουμε τις δοκιμασίες από τις οποίες περνάει ο λαός της Σουρλανδίας από τα μέτρα του βασιλιά, έχοντας ως μοναδικό «όπλο», το γέλιο και στις Ιπτάμενες Σελίδες, την  αντίσταση των κατοίκων της Πανδυσίας, απέναντι στις σκληρές απαγορεύσεις του δημάρχου, του στρατού και της αστυνομίας για την πάταξη των ιπτάμενων σελίδων

— Η σύγκρουση με τον κακό αποτελεί δευτερεύον στοιχείο της ιστορίας, η οποία επικεντρώνεται κυρίως στην προσωπικότητα του ήρωα και στα εμπόδια που πρέπει να ξεπεράσει. Στην Αστεία Επιδημία, ήρωας εδώ είναι ο λαός, ο οποίος συνεχώς ξεπερνάει τα εμπόδια που του επιβάλλει ο Οράτιος με το γραμματέα του και τα οποία καταφέρνει να ξεπεράσει με το γέλιο και στις Ιπτάμενες σελίδε ηρωικά πρόσωπα είναι όλος ο λαός, αλλά και τα κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας (Μπιάνκα, Ότο, Έρνστ, Ρόζα) που συνεχώς αντιστέκονται στα εμπόδια του δημάρχου, των Αρχών και της Αστυνομίας.

— Ο κεντρικός ήρωας είναι συνήθως υπερήρωας με εξαιρετικές δυνάμεις και ικανότητες.  Στην Αστεία Επιδημία, κεντρικός ήρωας είναι το γέλιο, ως υπερφυσικό στοιχείο που καταφέρνει και μεταδίδεται από τον έναν στον άλλο, κατατροπώνοντας το δεσποτισμό του βασιλιά. Τέλος, στις Ιπτάμενες σελίδες, κεντρικός ήρωας είναι το μαγικό βιβλίο της Αλήθειας που αποκαλύπτει τα κρυμμένα μυστικά στους κατοίκους της Βόρειας και Νότιας Πανδαισίας και έρχεται σε σύγκρουση με την δεσποτική εξουσία του δημάρχου και των συμβούλων του.

I.4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΑ ΕΙΔΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΛΟΚΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΩΝ

Με βάση όλα όσα αναλύθηκαν παραπάνω σχετικά με τα είδη και την πλοκή των τριών μυθιστορημάτων, καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα:

1) στα μυθιστορήματα, παρά τις όποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις χρησιμοποιείται η τεχνική του σασπένς και του αμφίρροπου αγώνα, προκειμένου να επιτευχθεί η δημιουργία αγωνίας για την τελική έκβαση της ιστορίας, δηλαδή το ποιος θα επικρατήσει. Το σασπένς εμπλουτίζεται με τις συγκρούσεις των προσώπων με τους άλλους, τον εαυτό τους και κυρίως με την κοινωνία.

2) Είναι έντονη η παρουσία της τεχνική της ταύτισης με τον ήρωα/ τους ήρωες: έχουμε την προβολή της δράσης και του αγώνα που καταβάλλει ο ήρωας/ οι ήρωες προκειμένου να φέρει/φέρουν εις πέρας τον ηθικό του/τους σκοπό (Παπαντωνάκης & Κωτόπουλος, 2011: 196-197), όπως και γίνεται στο τέλος. Τέλος,

3) Πρόκειται και τα τρία για «καρναβαλικά» κείμενα, όπου είναι έντονη η γελοιοποίηση της εξουσίας, η παρωδία, η δραπέτευση των χαρακτήρων από κάθε μορφή καταπίεσης, η συμμετοχή σε αντιστασιακές οργανώσεις με ριψοκίνδυνες αποστολές, προκαλώντας το έντονο ενδιαφέρον του αναγνώστη για την ιστορία κάθε έργου.

ΙΙ. ΜΟΡΦΕΣ ΗΓΕΤΗ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΣΤΑ ΤΡΙΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ

ΙΙ.2.2. Μια αστεία επιδημία

ΙΙ.2.2.1. Οράτιος και γραμματέας Vs Βασίλισσα και Ιάκωβος

Ο Οράτιος, είναι ένας βασιλιάς με όλα τα χαρακτηριστικά στερεότυπο του «κακού» ηγέτη. Είναι χοντρός, αδιάφορος, μνησίκακος. Ωστόσο, λόγω της εμφάνισής του, παρωδείται (συμπεριφέρεται σαν ένα μικρό παιδί, παίζει και ενδιαφέρεται για τα παιχνίδια του, δεν τον θέλει κανείς: «Φαγητό και παιχνίδι, αυτή ήταν η ζωή του […]», Παπαθεοδώρου, 2010: 19). Σε ιδιωτική μας συζήτηση μέσω email, ο κύριος Παπαθεοδώρου ισχυρίστηκε ότι όνομα του Οράτιου από τη μια «παίζει ρόλο το ‘Ο’, καθώς δίνει ηχητικό βάρος στο όνομα», ενώ, «όντας ρωμαϊκό δίνει μια υφή αυτοκρατορική στον πρωταγωνιστή». Η περιγραφή της εξωτερικής του εμφάνισης, είναι μια γελοιοποίηση της σοβαρότητάς του (Παπαθεοδώρου, 2010: 18-19). Ουσιαστικά, αντιπροσωπεύει το «αλλόκοτο», μια γκροτέσκα μορφή κατά την καρναβαλική θεωρία του Μπαχτίν (1984: 303-367).

Από την άλλη, ο γραμματέας: δεν κατονομάζεται, δηλώνεται από την ιδιότητά του. Παίζει το ρόλο της «σκοτεινής» εξοχότητας. Δόλιος, μηχανορράφος, επιβάλει εκείνος (κι όχι ο Οράτιος) τα δυσβάσταχτα μέτρα στο λαό. Εκμεταλλεύεται και ουσιαστικά εξουσιάζει τον ίδιο το βασιλιά με τις αποφάσεις του. Ωστόσο, ο λαός με τη δύναμη του γέλιου, τον κατατροπώνει. Κατά τη μπαχτινική θεωρία, αντιπροσωπεύει τη μεσαιωνική σοβαρότητα (1984: 268).

Σε αντίθεση με τους προηγούμενους χαρακτήρες, η Βασίλισσα έχει μια θετική εικόνα. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι παρωδεί η ίδια το γιο της και γνωρίζει την ανικανότητά του («Ο ίδιος ο γραμματέας είχε ακούσει να αποκαλεί τον Οράτιο ‘παιδοβούβαλο’ και ‘χαλβά’ μπροστά στους φρουρούς και στο υπηρετικό προσωπικό», Παπαθεοδώρου, 2010: 18), ενώ είναι θερμή υποστηρίκτρια του Ιακώβου, αδελφού του Οράτιου, ο οποίος αποτελεί ένα πρόσωπο θετικού και δημοκρατικού μονάρχη, σε αντίθεση με τον αδελφό του. Στην ίδια συζήτηση που είχαμε μαζί, ο κύριος Παπαθεοδώρου επέλεξε το όνομα του Ιακώβου, καθώς είναι χαρακτηριστικό όνομα βασιλέων (της Αγγλίας κυρίως), «ενώ το γράμμα ‘Ι’ έρχεται σε αντιδιαστολή με το ‘Ο’ και δίνει μια ενεργητικότητα».

Τέλος, με την παρουσία της Βασίλισσας και του Ιακώβου, καταξιώνεται η θέση του γέλιου: αυτός είναι ο ουσιαστικός δημοκρατικός ηγέτης, καθώς καταφέρει να ενώσει τους ανθρώπους και να τους συσπειρώσει ενάντια στο φασισμό του Οράτιου και του γραμματέα του.

ΙΙ.2.2. Μέσα άσκησης εξουσίας και ελέγχου

Τα μέσα άσκησης εξουσίας και ελέγχου της εξουσίας του Οράτιου (και έμμεσα του γραμματέα του), είναι τα εξής:

1) Τα Μ.Μ.Ε. & η διαφήμιση: προσπαθώντας να «λανσάρει» την εικόνα ενός φιλολαϊκού χαμογελαστού και ευγενικού ηγέτη (έμμεσα έναν φιλελεύθερο) τελικά αποτυχαίνει. Μέσω της διαφήμισης, προσπαθεί να ελέγξει τις μάζες (Παπαθεοδώρου, 2010: 82-86).

2) Καταστολή κινήματος γέλιου μέσω της αστυνομίας και των δυνάμεων του στρατού (πρόσωπο του Λοχαγού) : προβολή ενός μιλιταριστικού/τρομοκρατικού καθεστώτος, δίχως όμως αποτέλεσμα («[…] με το που φάνηκαν οι στρατιώτες στην άκρη του δρόμου, όλοι έτρεξαν πανικόβλητοι να κρυφτούν στα σπίτια τους», Παπαθεοδώρου, 2010: 102).

3) Η Εκκλησία: πολύ χαρακτηριστικός ο ρόλος του Επισκόπου ως εκκλησιαστικού ηγέτη, ρόλος ο οποίος όμως δεν απέχει και από ενός κοσμικού άρχοντα. Η εικόνα της Εκκλησίας παρωδείται ιδιαιτέρως στη σκηνή της λιτανείας της εικόνας του Αγίου Σουρλανδίου, πολιούχου της πόλης, με τη διάλυση της συνοδείας και της καταστροφής της εικόνας του. Παράλληλα, απομυθοποιείται πλήρως και η ιδιότητα του αγίου, καθώς αποκαλύπτεται ότι ήταν ένας στυγερός δολοφόνος («Αυτός ο Άγιος Σουρλάνδιος είχε κάνει φοβερά «ηρωικά» πράγματα. Καταρχάς είχε κατασφάξει όλους τους γηγενείς, τους είχε πάρει τις περιουσίες και είχε κυνηγήσει τους απογόνους τους για να τους διώξει από τη χώρα», Παπαθεοδώρου, 2010: 61-62).

ΙΙ.2.3. Ιπτάμενες σελίδες

ΙΙ.2.3.1. Άγαλμα του Πανδυσέα, Δήμαρχος Vs  τα τέσσερα παιδιά, λαός, το Βιβλίο της Αλήθειας

Καταρχήν, το άγαλμα Πανδυσέα: δεσπόζει στις δυο αντίπαλες χώρες, ως μορφή ηγετική και ιστορική, πρότυπο ανδρείας και ηρωισμού. Παρόλα αυτά, σύντομα, μέσα από την αφήγηση, αναδεικνύεται σε μια εφιαλτική μορφή για τον δήμαρχο (« ‘Κρύψτε το βιβλίο της Αλήθειας! Κρύψτε το αμέσως!’ Το άγαλμα του Πανδυσέα στοίχειωνε τις τελευταίες μέρες τον ύπνο του δημάρχου. Ζωντάνευε ξαφνικά, έπαιρνε σάρκα και οστά, ξεπέζευε από το άλογο και έτρεχε απειλητικά προς το μέρος του άρχοντα της πόλης» Παπαθεοδώρου, 2011: 105). Παράλληλα, αποδεικνύεται στο τέλος ότι ο ίδιος δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ένα ψέμα («Ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ Πανδυσέας, όλα ήταν ένα ψέμα», Παπαθεοδώρου, 2011: 152). Με αυτόν τον τρόπο, απομυθοποιείται πλήρως η ηγετική/εφιαλτική μορφή του αγάλματος του Πανδυσέα.

Όσον αφορά το Δήμαρχο, αν και δεν αναφέρεται το καθεστώς της χώρας, ωστόσο, είναι εξαιρετικά σαφές ότι ο ίδιος λειτουργεί σαν ένας αυταρχικός ηγέτης. Κάνει το ο,τιδήποτε προκειμένου να σταματήσει τη δράση του Βιβλίου της Αλήθειας, μέσω της άσκησης λογοκρισίας και εξοντωτικού ελέγχου σε όλο το μυθιστόρημα.

Σε αντίθεση με αυτές τις αυταρχικές μορφές εξουσίας, τόσο τα τέσσερα παιδιά-πρωταγωνιστές της ιστορίας, όσο ο λαός και το Βιβλίο της Αλήθειας, λειτουργούν τελείως αντιθετικά με το Δήμαρχο. Μέσα από τη δράση τους διεκδικούν το αυτονόητο: την ελεύθερη έκφραση του λόγου και της βούλησης, χωρίς κανέναν έλεγχο και λογοκρισία. Από την άλλη, οι ιπτάμενες σελίδες του Βιβλίου της Αλήθειας: λειτουργούν ως ένας δημοκρατικός επαναστάτης/ηγέτης των πολιτών της Πανδυσίας, ενάντια στη χειραγώγηση του καθεστώτος του Δημάρχου. Επομένως, εδώ μπορούμε να μιλήσουμε εν γένει και για το ρόλο του ίδιου του βιβλίου ως «παράγοντα εξουσίας/δύναμης» (Παπαντωνάκης, 2011: 24) για τον αναγνώστη κάθε ηλικίας. Μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου οι συγγραφείς «μας έχουν πει τις δικές τους ιστορίες, όχι μόνο για να ψυχαγωγήσουν αλλά και για να μας διδάξουν τις υπάρχουσες πολιτιστικές αξίες και τα δεδομένα της κοινωνίας. Τα παιδικά βιβλία είναι χρήσιμοι δείκτες για τις κοινωνικές νόρμες και για πολύ καιρό έχουν καθορίσει τις νόρμες της κοινωνίας για την ανάπτυξη των ανδρών και των γυναικών» (Peterson & Lach, 1990: 189 στο Παπαντωνάκης, 2011: 24).

Mε αυτόν τον τρόπο, η σύγκρουση αυτών των δύο αντιθετικών κόσμων γίνεται ακόμη πιο ισχυρή και ενδιαφέρουσα, καθώς η επικράτηση του Βιβλίου της Αλήθειας αποτελεί εντέλει περιπέτεια. Το χαρακτηριστικό, μάλιστα, είναι ότι η τελική νίκη του Βιβλίου, που σημαίνει και τον Θρίαμβο της Ελεύθερης Βούλησης και Έκφρασης, της Δημοκρατίας, επιτυγχάνεται μέσω της τεχνικής του απρόοπτου και του αιφνιδιασμού (Παπαντωνάκης, 2001: 134): εκεί που ο αναγνώστης νόμιζε πως η δύναμη του δεσποτισμού έχει νικήσει τον αγώνα των παιδιών για την επικράτηση των σελίδων, ο Παπαθεοδώρου κάνει μια ανατροπή, αφιερώνοντας μια σελίδα για να μας δείξει ότι για την επικράτηση του Καλού χρειάστηκε (και χρειάζεται) αγώνας («Ήταν μια μονή σελίδα…και το κράτος αυτό ονομαζόταν Πανδαισία…», Παπαθεοδώρου, 2010: 151-152). Τελικά, το πέρασμα από την δυστοπία (εξουσία Δημάρχου) στην ουτοπία (νίκη των ιπτάμενων σελίδων), συνοδεύεται και με τη μεταμόρφωση της ίδιας της χώρας από Πανδυσία σε Πανδαισία.

ΙΙ.2.3.2. Μέσα άσκησης εξουσίας

Τα μέσα που χρησιμοποιεί ο Δήμαρχος με τη βοήθεια του επιτελείου του για να εξασκήσουν το δεσποτισμό τους, είναι τα εξής:

1) Τα Μ.Μ.Ε. & η διαφήμιση: ο Δήμαρχος κάνει εξάσκηση προπαγάνδας με σκοπό τη χειραγώγηση του λαού ενάντια στο απαγορευμένο βιβλίο, προβάλλοντάς το ως επικίνδυνο για τις συνειδήσεις των πολιτών («Θα ξεκινούσε συκοφαντική εκστρατεία ενάντια στην ανάγνωση. […] Θα αποπροσανατόλιζε τον κόσμο με άλλες ειδήσεις και θεάματα», Παπαθεοδώρου, 2011: 108).

2) Κατάχρηση της Αστυνομίας, του στρατού και των πυροσβεστών: αυτές, αποτελούν τις δυνάμεις καταστολής της δράσης του Βιβλίου της Αλήθειας και καταπνίγουν οποιαδήποτε εξέγερση των πολιτών, φτάνοντας ακόμα και στα όρια της πυρπόλησης της πόλης, με την ελπίδα ότι έτσι θα καιγόταν το βιβλίο με τις απαγορευμένες σελίδες του (Παπαθεοδώρου, 2010: 86-88).

3) Ο ρόλος της Εκκλησίας: οι Επίσκοποι λειτουργούν υπό τις διαταγές του δημάρχου, υπηρετούν την απολυταρχική εξουσία του, καθώς εμφανίζονται σε κάθε συνέλευση που έχει ο Δήμαρχος με το επιτελείο του («’Το βιβλίο της Αλήθειας και τα μάτια μας’, του υπενθύμιζε κι ο επίσκοπος», Παπαθεοδώρου, 2011: 106). Όπως και οι άλλοι ακόλουθοι, παίζουν και αυτοί ένα σκοταδιστικό ρόλο απέναντι στη γνώση που προσφέρουν τα βιβλία. Τέλος,

4) ο ρόλος της Εκπαίδευσης: ως φορέας εξουσίας και ακολουθούμενη την ιδεολογία του δημάρχου, αποτελεί φορέα καταπίεσης των μαθητών, όπως φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στη σκηνή όπου οι δάσκαλοι και ο διευθυντής του σχολείου δεν αφήνουν τους μαθητές να διαβάσουν τις ιπτάμενες σελίδες που έρχονται στην αυλή του σχολείου (Παπαθεοδώρου, 2011: 56-57).

Η τάση για απόλυτο έλεγχο τελικά θα οδηγήσει και στη μελλοντική καταβαράθρωση της αυταρχικής εξουσίας του Δημάρχου και στην τελική επικράτηση ων ιπτάμενων σελίδων.

ΙΙ.3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Συνοψίζοντας, στα τρία μυθιστορήματα που εξετάσαμε, είναι σαφής η ιδεολογική κατεύθυνση: υπεράσπιση του δικαιώματος του αγώνα ενάντια σε κάθε μορφή δεσποτικής εξουσίας και προβολή του δικαιώματος της ελευθερίας και της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών (παιδαγωγικός χαρακτήρας για το παιδί). Αυτό που είναι πολύ ενδιαφέρον είναι ότι η Δημοκρατία ταυτίζεται με το Καλό και την Ουτοπία και έρχεται σε αντίθεση με την Απολυταρχία, η οποία ταυτίεζεται με το Κακό και τη Δυστοπία, όπως επισημαίνει σε τέτοια κείμενα ο Παπαντωνάκης (2006: 24).

Όσον αφορά την παιδαγωγική διάστασή τους, αποτελούν κείμενα που ενεργοποιούν τον αναγνώστη στο να σχηματίσει άποψη τόσο για τους χαρακτήρες, όσο και για την πραγμάτευση του θέματος της δημοκρατίας-φασισμού.

Τελειώνοντας, έχουμε και την ανάδειξη των πολλαπλών μορφών ηγέτη (δημοκρατικού/αυταρχικού) αλλά και τα μέσα που χρησιμοποιεί για να ασκήσει την εξουσία του με αρνητικό αλλά και με θετικό τρόπο για το άτομο.

ΜΕΡΟΣ Γ’:

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Με βάση όλα όσα παρουσιάστηκαν και στα δύο μέρη της παρούσας εργασίας, καταλήγουμε σε κάποια γενικά συμπεράσματα που αφορούν τόσο την πλοκή, όσο και τη θεματολογία των μορφών ηγέτη και της άσκησης της εξουσίας του.

Τα τρία προς ανάλυση μυθιστορήματα, Εισβολή στη ΜυρμηγκάναΜια αστεία επιδημία και Ιπτάμενες σελίδες, παρά τις οποίες διαφοροποιήσεις τους ως προς τον τρόπο αφήγησης, παρόλα αυτά, παρουσιάζουν πολλά κοινά σημεία. Μπορούν να χαρακτηριστούν ως «καρναβαλικά», καθώς τονίζεται η ανατροπή της κατεστημένης εξουσίας που καθιστά την κοινωνία δυστοπική και προσπαθεί να ελέγξει το άτομο μέσω της τεχνολογίας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, με στόχο τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης και της χειραγώγησης της σκέψης και του λόγου. Μέσω των κινητοποιήσεων, επιτυγχάνεται και η κίνηση προς την ουτοπία και τη Δημοκρατία. Όλα αυτά, επιτυγχάνονται μέσα από την τυπολογία της περιπέτειας, της χρήσης του σασπένς, των ισχυρών συγκρούσεων, βασικών στοιχείων που καθιστούν την ανάγνωση αυτών των κειμένων εξαιρετικά ευχάριστη και ενδιαφέρουσα. Αυτό το στοιχείο, ενισχύεται πολύ περισσότερο με την τεχνική της ταύτισης του αναγνώστη με τον ήρωα και την προβολή της παιδαγωγικής διάστασης των κειμένων αυτών. Με αυτόν τον τρόπο, το παιδί κατορθώνει να εμπεδώσει τις θεμελιώδεις αξίες της αλληλεγγύης, της ισότητας, της ελευθερίας της έκφρασης και πάνω από όλα, της Δημοκρατίας, ενάντια σε κάθε μορφή αυταρχισμού και ελέγχου του ατόμου και της προσωπικότητάς του. Οι αξίες της Δημοκρατίας ταυτίζονται με το Καλό και την Ουτοπία, ενώ η Απολυταρχία με το Κακό και τη Δυστοπία.

Έτσι λοιπόν και με βάση όλα όσα αναλύθηκαν, θεωρούμε ότι η Εισβολή στη Μυρμηγκάνα του Μάριου Βερέττα, καθώς και τα έργα του Βασίλη Παπαθεοδώρου Μια αστεία επιδημία και Ιπτάμενες σελίδες, αξίζουν να διαβαστούν από το σημερινό παιδικό κοινό

Εργασία στο μάθημα: «Θεωρίες λογοτεχνικής ανάγνωσης και λογοτεχνική πρόσληψη στην εκπαίδευση» στο βιβλίο «Ιπτάμενες Σελίδες», Φεβρουάριος 2012

ΠANEΠIΣTHMIO AIΓAIOY
ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ:
«ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΥΛΙΚΟ»

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ:
«ΘΕΩΡΙΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ
ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ»

Η συγκεκριμένη εργασία έχει ως στόχο να αναλύσει το ρόλο της μυθοποιημένης ανάγνωσης και του μυθοποιημένου αναγνώστη στο παιδικό- εφηβικό μυθιστόρημα «Ιπτάμενες Σελίδες» του Βασίλη Παπαθεοδώρου. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γεμάτο δράση και αγωνία, που αποδεικνύει ότι το διάβασμα είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι, μια μεγάλη περιπέτεια που όλοι πρέπει να ζήσουμε. Κύριος άξονας της εργασίας είναι ο τρόπος με τον οποίο η ανάγνωση πρώτον, παρεμβαίνει και επηρεάζει την εξέλιξη της πλοκής και δεύτερον, κατά πόσο και με ποιον τρόπο διαμορφώνει την προσωπικότητα των χαρακτήρων, τις μεταξύ τους σχέσεις αλλά και το μέλλον τους.

Η εργασία διαρθρώνεται σε τρία μέρη: στο α΄ μέρος που αποτελεί το θεωρητικό πλαίσιο γίνεται μία σύντομη αναφορά των θεωριών της λογοτεχνίας με ιδιαίτερη έμφαση στις σύγχρονες απόψεις που τοποθετούν τον αναγνώστη στο επίκεντρο του λογοτεχνικού ενδιαφέροντος θεωρώντας τον ως τον κύριο νοηματοδότη του κειμένου. Έπειτα, παρουσιάζονται κάποια βασικά στοιχεία του συγκεκριμένου μυθιστορήματος, όπως η υπόθεση και οι βασικοί χαρακτήρες- ήρωες ώστε ο αναγνώστης της εργασίας να κατανοήσει καλύτερα το γ΄ μέρος στο οποίο αναλύεται διεξοδικά το αντικείμενο που μας απασχολεί, δηλαδή η λειτουργία της μυθοποιημένης ανάγνωσης στις διάφορες περιπτώσεις που εντοπίσαμε.

Η υπόθεση του μυθιστορήματος

Ένα κράτος που κάποτε ήταν ενωμένο και οι κάτοικοί του ζούσαν ειρηνικά, τώρα είναι χωρισμένο στα δύο, στη Βόρεια και Νότια Πανδυσία και το μόνο που ενώνει τους δύο λαούς είναι το μίσος που τρέφουν ο ένας για τον άλλο και τα γκρίζα σύννεφα που απλώνονται πάνω από τα δύο κράτη σπέρνοντας παντού την απαισιοδοξία και τη μιζέρια. Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν τους χώριζε σχεδόν τίποτα αλλά τους ένωναν τα πάντα. Αυτό που τους ένωνε περισσότερο ήταν η λατρεία για το Μέγα Πανδυσέα, τον ιδρυτή του κράτους ο οποίος υπήρχε παντού. Ως άγαλμα στις δύο πρωτεύουσες στο οποίο απέδιδαν φόρους τιμής, στην εκπαίδευση, στις ειδήσεις, στην οικογένεια. Η κάθε χώρα πίστευε ότι ο Πανδυσέας ήταν ο ιδρυτής της δικής τους Πανδυσίας και ότι η άλλη χώρα απλά πρόδωσε και απομακρύνθηκε από τα ιδανικά του ηρωικού άνδρα.

Όλα αρχίζουν κάπου στη Νότια Πανδυσία, όταν η Μπιάνκα, ένα ορφανό κορίτσι νομάδων που μετακινείται από πόλη σε πόλη για να πουλήσει την πραμάτειά της, δωρίζει σε ένα ζευγάρι ένα βιβλίο με τίτλο «Ιπτάμενες σελίδες» για να το διαβάσει ο γιος τους. Πρόκειται για ένα βιβλίο που όπως αναφέρει η ίδια έχει κάτι το μαγικό μα που δεν έχει καταφέρει ποτέ να το τελειώσει. Οι δύο γονείς δίνουν στο παιδί τους το βιβλίο λέγοντάς του να τους πει την ιστορία μόλις το διαβάσει. Όμως ο Ότο, ένα αγόρι χοντρό και βουτηγμένο στον υπολογιστή και στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, δυσαρεστημένος και θυμωμένος από το δώρο των γονιών του σκίζει μία μία τις σελίδες του βιβλίου και τις πετάει έξω από το παράθυρο του δωματίου του. Οι σελίδες παρασυρμένες από τον άνεμο απομακρύνονται και φτάνουν στα χέρια διαφόρων ανθρώπων, παιδιών και μεγάλων. Είναι σελίδες που κατά ένα μαγικό τρόπο μιλούν για τις ζωές τους και τους κάνουν να βλέπουν το μέλλον τους. Κάποιοι είναι έτοιμοι να δεχτούν την αλήθεια που αυτά τα φύλλα χαρτιού τούς αποκάλυπταν και η οποία θα τους οδηγούσε σε μία νέα πραγματικότητα. Οι περισσότεροι όμως την αγνόησαν. Υπήρχαν βέβαια και αυτοί που την πολέμησαν μανιωδώς. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν ο δήμαρχος της Νότιας Πανδυσίας που φοβούμενος μην αποκαλυφθεί το Βιβλίο της Αλήθειας για το οποίο μιλούσαν οι Ιπτάμενες σελίδες και που ήταν αιώνες κρυμμένο, αποφασίζει να αποπροσανατολίσει το λαό και βάζει το στρατό να κάψει όσες σελίδες βρίσκει. Όμως οι σελίδες έπειτα από πολλές περιπέτειες συνεχίζουν το τρελό τους ταξίδι, μεταφέρονται και στη Βόρεια Πανδυσία, ο κόσμος αρχίζει το διάβασμα που χρόνια απαγορευόταν, ανοίγουν βιβλιοπωλεία, η κεντρική βιβλιοθήκη αποκτά όλο και περισσότερους επισκέπτες. Τελικά οι άνθρωποι οδηγήθηκαν στην αλήθεια, κυρίως δια μέσου μιας ομάδας παιδιών που με οδηγό τη Μπιάνκα πίστεψαν στις σελίδες και δεν παραιτήθηκαν από τον αγώνα τους προκειμένου να την αναζητήσουν. Και η αλήθεια ήταν μία και μοναδική. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε ποτέ Πανδυσέας, όλα ήταν ένα ψέμα. Ούτε υπήρχαν δύο χώρες εχθρικές. Όλοι οι άνθρωποι ήταν αδέρφια. Και το κράτος ήταν τελικά ένα, άσχετα αν κάποιοι ήθελαν να το χωρίσουν. Και το κράτος αυτό ονομαζόταν Πανδαισία (παν +αίσιος) που σημαίνει όλος ο κόσμος χαρούμενος, ευτυχισμένος και όχι Πανδυσία. Και οι άνθρωποι από τότε άρχισαν να βλέπουν τη ζωή τους με ελπίδα και αισιοδοξία και τα γκρίζα σύννεφα εξαφανίστηκαν και στη θέση τους εμφανίστηκε ένας λαμπερός ήλιος με φωτεινές αχτίδες.

Ανάλυση των χαρακτήρων των μυθοποιημένων αναγνωστών

Το βασικότερο πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι η Μπιάνκα με την οποία αρχίζει ουσιαστικά και η εξέλιξη της ιστορίας. Πρόκειται για ένα κορίτσι νομάδων, που περιπλανιέται από χωριό σε χωριό, από πόλη σε πόλη, από χώρα σε χώρα στήνοντας τους πάγκους της στις κεντρικές πλατείες και πουλώντας την πραμάτειά της για να εξοικονομήσει τα προς το ζην. Δεν έχει σπίτι, σπίτι της είναι το αντίσκηνο που στήνει στις χώρες όπου ταξιδεύει. Δεν έχει κανέναν στον κόσμο που να νοιάζεται πραγματικά γι’ αυτήν. Ο μόνος κοντινός της άνθρωπος είναι ο Τζουζέπε τον οποίο έχει γνωρίσει ως θείο της. Αυτός τη δέρνει, την εκμεταλλεύεται και την κακοποιεί. Κάθε βράδυ τον περιμένει να πέσει αναίσθητο από το πολύ πιοτό και ύστερα βγαίνει έξω από τη σκηνή και κλαίει. Δεν εμπιστεύεται τον Τζουζέπε ακόμη και όταν κοιμάται γιατί φοβάται μην της επιτεθεί ξανά. Το πραγματικό της όνομα είναι Λευκή. Μπιάνκα την αποκαλεί ο θείος της λόγω της εξωτικής της ομορφιάς. Είναι όμορφη, αρκετά αναπτυγμένη για την ηλικίας της με κατάμαυρα μαλλιά και μάτια, που ανάλογα με το φωτισμό, παίρνουν διάφορες αποχρώσεις. Γι’ αυτό το τελευταίο κάποιοι την αποκαλούσαν μάγισσα. Δεν έχει πάει ποτέ σχολείο και αισθάνεται δυστυχισμένη που δεν της έχει δοθεί η ευκαιρία να κάνει και ότι τα άλλα παιδιά της ηλικίας της. Σιχαίνεται τον Τζουζέπε αλλά δεν έχει που αλλού να πάει. Παράλληλα τον λυπάται που είναι μονίμως μεθυσμένος. Είναι μεγαλόψυχη. Ακόμη και όταν μπαίνει εξαιτίας του φυλακή δεν τον κατηγορεί. Απογοητεύεται βέβαια, όταν έρχεται να την πάρει από τη φυλακή. Αισθάνεται ασφάλεια και ζεστασιά μόνο τις μέρες που βρίσκεται μέσα στη φυλακή, όταν εξιστορεί στο Μαξ, το δεσμοφύλακά της, τα όσα είχε ζήσει το προηγούμενο βράδυ στο βουνό. Η μεγάλη της αγάπη και παρηγοριά είναι το διάβασμα, κάτι που έχει κερδίσει ολομόναχη και με πολύ κόπο, αφού το σχολείο μόνο να το ονειρευτεί μπορούσε. Αναγνωστικά της ήταν αρχικά οι πινακίδες στους δρόμους και αργότερα παλιά περιοδικά, εφημερίδες και βιβλία που έβρισκε εδώ και εκεί. Μέσα από το διάβασμα έμαθε να εξετάζει βαθύτερα τα όσα συμβαίνουν γύρω της, να τα αμφισβητεί και να διαμορφώνει τη δική της γνώμη. Είναι η μόνη που διαβάζει ανάμεσα στους νομάδες. Αν και ταξιδεύει συνέχεια δεν αισθάνεται ελεύθερη. Ακόμη και μέσα στη φυλακή τραγουδάει και συνεχίζει να ελπίζει πως θα εμφανιστούν και άλλες σελίδες ώστε να οδηγηθούν στην αλήθεια. Εκτιμάει ότι ο γερο- Μαξ, ο αστυνομικός ξεκλειδώνει το κελί και την αφήνει ελεύθερη κάθε βράδυ προκειμένου να οδηγήσει τα παιδιά στο βουνό όπου εκεί σύμφωνα με τις σελίδες θα γινόταν κάτι το συνταρακτικό. Δεν απογοητεύεται όταν έπειτα από αρκετές επισκέψεις στο βουνό δε γίνεται τίποτα και εμψυχώνει τα υπόλοιπα παιδιά. Στη διαδρομή προς το βουνό ρωτάει συνέχεια τη Ρόζα, ένα άρρωστο κορίτσι αν αισθάνεται καλά και την προτρέπει να σταματήσουν για να ξεκουραστεί, ενδιαφέρεται δηλαδή για τους συνανθρώπους της παρόλο που κανένας δεν έχει ενδιαφερθεί για την ίδια. Η μοναδική φορά που ξεσπάει είναι όταν ζητάει εξηγήσεις από το νεαρό στρατιώτη Βλαντ που πρόδωσε τα παιδιά αποκαλύπτοντας στους λοχαγούς των δύο κρατών τις κρυφές επισκέψεις που έκαναν στο βουνό.

Ο Ότο είναι ένα χοντρό παιδί που όλη την ημέρα τρώει, κάθεται μπροστά στον υπολογιστή και παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια. Δεν ασχολείται με τίποτα άλλο και τα περιμένει όλα έτοιμα από τους γονείς του. Γίνεται έξαλλος μαζί τους όταν του φέρνουν ως δώρο ένα βιβλίο. Δεν έχει ξαναδιαβάσει ποτέ βιβλία και το θεωρεί προσβολή και ηλιθιότητα διότι κανένας δε διαβάζει σ’ αυτή την πόλη, όπως λέει. Κάνει μία προσπάθεια να διαβάσει την πρώτη σελίδα του βιβλίου για να έχει να πει κάτι στους γονείς του, φοβούμενος μήπως δεν του ξαναπάρουν παιχνίδι αλλά τα παρατάει και όντας οργισμένος πέφτει με τα μούτρα στο φαγητό. Όμως ο θυμός του δεν καταλαγιάζει και αρχίζει να σκίζει μία μία τις σελίδες του βιβλίου προκειμένου να ανακουφιστεί. Είναι ο μόνος από τα παιδιά που δεν κατανοεί ότι εκείνη η μία και μοναδική σελίδα που διάβασε αναφερόταν στον ίδιο και στη μελλοντική του ζωή. Βέβαια, στη συνέχεια μετανιώνει που έσκισε το βιβλίο διότι θα μπορούσε να είχε ξοδέψει δυο τρεις μέρες να το διαβάσει και να το διηγηθεί στους δικούς του. Έτσι όλα θα ήταν καλύτερα και δε θα κινδύνευε να μην του ξαναπάρουν ηλεκτρονικό παιχνίδι. Τρομάζει όταν βλέπει τις σελίδες να διασκορπίζονται σε ολόκληρη την πόλη διότι τότε καταλαβαίνει τις συνέπειες της πράξης του. Αποφασίζει από την επόμενη μέρα να μαζέψει όσες περισσότερες σελίδες μπορεί. Δεν τα καταφέρνει και μοιράζει ακόμη και το κολατσιό του και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια στους συμμαθητές του προκειμένου να του δώσουν έστω και μία σελίδα. Αποτυγχάνοντας και σε αυτό σκέφτεται να επισκεφτεί την Κεντρική Βιβλιοθήκη της πόλης για να δανειστεί τις Ιπτάμενες σελίδες. Βέβαια, και τη συγκεκριμένη απόφαση που παίρνει τη βλέπει ως αγγαρεία. Παίρνει το βιβλίο και επιστρέφοντας σπίτι το χώνει μέσα στο ντουλάπι. Δεν κάνει καν τον κόπο να το ανοίξει. Ούτε και να το επιστρέψει στη βιβλιοθήκη. Και εκεί παραμένει το βιβλίο, ξεχασμένο.

Ο Ερνστ είναι ένα σοβαρό, μετρημένο παιδί και προπάντων μελετηρό. Δεν ξεφεύγει ποτέ από το πρόγραμμά του το οποίο είναι φορτωμένο με πολλά μαθήματα. Πάντα παίρνει καλούς βαθμούς και βγαίνει πρώτος. Δεν έχει κάνει ποτέ καμία σοβαρή αταξία. Το μόνο που αισθάνεται κάποιες φορές είναι τρόμος όταν κάτι του αποσπά την προσοχή. Μάλλον είναι ανησυχία μην απορροφηθεί και βγει από το πρόγραμμά του. Στη ζωή του υπάρχουν πολλά «δεν πρέπει». Νιώθει όμως δυστυχισμένος γιατί δεν έχει κανέναν φίλο. Μία ιπτάμενη σελίδα που πέφτει στο πρόσωπό του γίνεται η αιτία για να γνωρίσει τον πρώτο του φίλο, ένα παιδί των φαναριών, τον Άμος. Από τότε και κάθε βραδύ καλεί τον Άμος στην πολυκατοικία του και τον βάζει να μένει κρυφά στην αποθήκη που υπάρχει στο υπόγειο. Παίρνει πολλές προφυλάξεις για να μην τους καταλάβουν. Μαζεύει με το φίλο του σελίδες και τις διαβάζουν κάνοντας όνειρα. Συνεχίζει να μελετάει όμως τώρα κάνει και κάτι άλλο εκτός από αυτό, περνάει ώρες με ένα φίλο του και νιώθει ευτυχισμένος.

Ο Άμος, παιδί των φαναριών, ορφανός και άστεγος μένει σε ένα χαρτοκούτι σε μία μικρή πλατεία της πόλης. Πότε σκουπίζει τα τζάμια των αμαξιών, πότε πουλάει διάφορα μικροπράγματα στις γωνιές των δρόμων και πότε ζητιανεύει ανάλογα με τον που τον βάζει να δουλεύει το αφεντικό του. Ο τελευταίος τον κακομεταχειρίζεται και τον χτυπάει συνεχώς με τη ζώνη του παντελονιού του. Βρίσκει και αυτός ένα φίλο, τον Ερνστ και ξεφεύγει λίγες μέρες από τη δυστυχία του μένοντας στην αποθήκη της πολυκατοικίας. Τι και αν είναι μία μικρή, βρόμικη αποθηκούλα στο υπόγειο της πολυκατοικίας, για τον Άμος μοιάζει με παλάτι. Δε νιώθει την παγωνιά που νιώθουν οι ένοικοι της πολυκατοικίας όταν μπαίνουν σ’ αυτήν και όλα τα ξεχασμένα πράγματα που υπάρχουν εκεί γι’ αυτόν είναι πολυτέλεια. Στην αρχή διστάζει να δεχθεί την πρόσκληση του φίλου του να μείνει στην αποθήκη γιατί δε θέλει να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Σκέφτεται ότι αν τον δει κάποιος εκεί δε θα πιστέψει ότι τον έχει προσκαλέσει ο Ερνστ. Τι δουλειά έχει ένας άστεγος, παιδί των φαναριών με τον Ερνστ που είναι ένα κανονικό παιδί; Τελικά πηγαίνει και το δεύτερο βράδυ και αυτό συνεχίζεται για μερικές μέρες. Κάθε πρωί βγαίνει από την αποθήκη με τεράστιο φόβο όχι μόνο μην τον ανακαλύψουν οι ένοικοι της πολυκατοικίας αλλά και το αφεντικό του. Περνάει τις ώρες του στην αποθήκη διαβάζοντας παλιά βιβλία που ξετρυπώνει μέσα από βαλίτσες και πλαστικές σακούλες. Εκεί ανακαλύπτει και την ομορφιά του διαβάσματος. Ξεχνάει τις μέρες που πέρασε στο ορφανοτροφείο και έπειτα στο αναμορφωτήριο. Του φαίνονται τόσο μακρινές. Παραδέχεται ότι εκεί κέρδισε την ανάγνωση και τη γραφή αλλά το αναμορφωτήριο τον ανάγκασε να βγει στο δρόμο, να ζητιανεύει και να έχει αφεντικό που τον έδερνε. Στο τέλος, φαίνεται πολύ τολμηρός αφού αποφασίζει να βρει το χοντρό παιδί, δηλαδή τον Ότο, για τον οποίο λένε οι σελίδες ότι έχει στην κατοχή του το Βιβλίο της αλήθειας. Έτσι, μαζί με κάποια άλλα παιδιά γίνεται ο αρχηγός τους και τους καθοδηγεί ώστε να βρουν το δρόμο της αλήθειας. Συνειδητοποιεί ότι είναι ο μόνος που μπορεί να κάνει τη συγκεκριμένη δουλεία διότι δεν πρόκειται να τον υποψιαστεί κανένας. Μετά την προδοσία του νεαρού στρατιώτη για την επίσκεψη των παιδιών στο βουνό, ο στρατός έκανε περιπολίες και παρακολουθούσε τα παιδιά. Ο Άμμος, όμως, είχε συνηθίσει να περνάει απαρατήρητος και να φυλάγεται από τους κινδύνους. Ποιος θα υποψιαζόταν ένα παιδί του δρόμου με φθαρμένα ρούχα που απέστρεφαν το βλέμμα των ανθρώπων;

Η Ρόζα, είναι ένα άρρωστο κορίτσι που περνάει τις μέρες της σε ένα νοσοκομείο. Τα κατάξανθα μαλλιά της που τα ζήλευαν οι συμμαθήτριές της έχουν αρχίσει να πέφτουν όλο και περισσότερο και τη θέση τους έχει πάρει ένα μαντίλι. Ωχρή, αδύναμη και κοκαλιάρα εξαιτίας της πάθησής της μη θέλοντας να στενοχωρήσει τους δικούς της προσποιείται ότι αισθάνεται μια χαρά παρά το γεγονός ότι οι εξετάσεις της δεν είναι καλές. Το ίδιο προσποιείται και η μητέρα της, ότι όλα είναι μια χαρά. Δεν αντέχει άλλο να παίζει θέατρο. Έχει σταματήσει να ελπίζει και μέρα με τη μέρα μαραζώνει. Ο μοναδικός άνθρωπος με τον οποίο μπορεί να ταυτιστεί τη συγκεκριμένη στιγμή της ζωής της είναι μία ηλικιωμένη γριά που βρίσκεται στο διπλανό κρεβάτι στο ίδιο δωμάτιο. Δεν έχει και αυτή από την πλευρά της πίστη, ελπίδα, υγεία, όνειρα, μέλλον. Τουλάχιστον η Ρόζα σκέφτεται μέσα της με πίκρα όμως, ότι έχει νιάτα, όσο άσχημα και αν είναι αυτά. Η στάση της αλλάζει όταν μέσα στο δωμάτιο του νοσοκομείου μπαίνει μία σελίδα που διαβάζοντάς την κατανοεί ότι μιλάει για την ίδια. Από τότε αρχίζει να πιστεύει στα θαύματα και να γεμίζει ξανά δύναμη και θέληση ώστε να προσπαθήσει να νικήσει την αρρώστια της. Αντλεί περισσότερη δύναμη και ελπίδα συγκεντρώνοντας όσο περισσότερες σελίδες μπορεί. Αρχικά, δειλιάζει όταν τα παιδιά την καλούν να βγει από το νοσοκομείο και να πάει κοντά τους ακολουθώντας τους σε μία καινούργια περιπέτεια. Πώς να φύγει από το νοσοκομείο; Και αν χειροτέρευε η κατάστασή της; Όμως έπειτα παίρνει θάρρος από την ηλικιωμένη γυναίκα που την προτρέπει να πάει και αποφασίζει να ακολουθήσει τα παιδιά. Κατά τη διαδρομή προς το βουνό αισθάνεται ότι έχει ξαναγεννηθεί αφού αναπνέει καθαρό αέρα και βρίσκεται μακριά από ορούς και χάπια. Ακόμη και όταν η Μπιάνκα της προτείνει να σταματήσουν λίγο για να ξεκουραστεί αυτή κουνάει αρνητικά το κεφάλι, δεν αισθάνεται καθόλου κουρασμένη.

Ο Τζόσουα και ο Σεμπάστιαν, ο Όλεγκ και ο Βλαντ είναι τέσσερις νεαροί στρατιώτες που φυλούν τα σύνορα της πατρίδας τους. Οι δύο πρώτοι της Νότιας Πανδυσίας και οι δεύτεροι της Βόρειας Πανδυσίας. Τους είχαν αποσπάσει με το ζόρι σχεδόν από τις οικόγενειές τους από μικρή ηλικία για να κάνουν μια καριέρα στο στρατό. Δεν είχαν πάει σχολείο, δεν είχαν φίλους, γυρνούσαν κάθε μέρα στο σπίτι τους γεμάτοι χώμα, πετραδάκια ή λάσπες όταν έβρεχε. Ήταν έφηβοι αλλά δεν ήξεραν πως σκέφτεται ένας έφηβος, ποια είναι τα προβλήματά του. Το μόνο πρόβλημα γι’ αυτούς ήταν μη γδάρουν το πρόσωπό τους στα σκίνα, ακόμα χειρότερα μην εκπυρσοκροτήσει το όπλο τους ή μη νιώσουν τον εχθρό από πίσω τους. Όλη τη μέρα κοιτούσαν με τα κιάλια απέναντι και το μόνο που έβλεπαν ήταν άλλους δύο εφήβους με τα ίδια προβλήματα και τις ίδιες ανησυχίες. Δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν σε περίπτωση κινδύνου, για παράδειγμα μιας εισβολής γιατί στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κίνδυνος εδώ και πολλές δεκαετίες. Το μόνο που ήξεραν ήταν ότι εκτελούσαν ένα ύψιστο χρέος με το να προστατεύουν τα σύνορα της πατρίδας τους. Ένα θρόισμα σελίδων στους θάμνους γίνεται αιτία οι δύο Νοτιοπανδυσιανοί και οι δύο Βοριοπανδυσιανοί στρατιώτες νομίζοντας πως πρόκειται για εισβολή να συναντηθούν και να γίνουν φίλοι. Από τότε και στο εξής οι τέσσερις στρατιώτες παραβίαζαν καθημερινά τα σύνορα άλλοτε της Νότιας και άλλοτε της Βόριας Πανδυσίας κάθονταν στο χώμα, διάβαζαν τις σελίδες που έπεφταν στα χέρια τους, ονειρεύονταν μέρη που δεν είχαν δει, παιχνίδια που δεν είχαν ποτέ τους παίξει και έκαναν σχέδια για το μέλλον. Περίμεναν και υποδέχτηκαν με χαρά τα παιδιά όταν έφτασαν στο βουνό, εκεί όπου φυλούσαν τα σύνορα. Ήταν κάτι που το γνώριζαν αφού το είχαν διαβάσει στις σελίδες. Όμως ο Βλαντ απογοητεύει τα παιδιά, αφού όπως αποκαλύπτεται στη συνέχεια ήταν αυτός που τους πρόδωσε στο στρατό και έκτοτε τα παιδιά δεν ξαναπήγαν στο βουνό, δεν ξαναείδαν τον ήλιο να λάμπει, τα λουλούδια και τους ολάνθιστους κήπους της πρωτεύουσας, έτσι όπως φαίνονταν από το βουνό. Βέβαια, όταν τα παιδιά του ζητούν εξηγήσεις για την προδοσία του, ο Βλαντ δείχνει μετανιωμένος, σκύβει το κεφάλι, δεν απαντάει, αρχίζει να κλαίει, αισθάνεται πως θα πέσει κάτω και μόνο στη τελευταία ερώτηση που γίνεται από την Μπιάνκα απαντά με τρεμάμενη φωνή και για πρώτη φορά σηκώνοντας το βλέμμα του: «Γιατί αυτό με έχουν μάθει να κάνω από μικρό...»

Ο λοχαγός είναι ένας άνθρωπος φιλόδοξος που το μόνο μέλημά του είναι να αποκτήσει μία ανώτερη θέση στο σώμα. Έχει μάθει να παίρνει συνέχεια διαταγές, περιμένοντας τη μέρα που και ο ίδιος θα τους διέταζε όλους. Επιβλέπει τα αγήματα τιμών που εκτελούνται κάθε μέρα μπροστά στο άγαλμα του Μέγα Ιδρυτή, θεμελιωτή και νομοθέτη Πανδυσέα και ασκεί πειθαρχία. Πάντα όμως μένει προσηλωμένος, ανέκφραστος και παρόλο που το βλέμμα του είναι καρφωμένο στο τελετουργικό, ο ίδιος ουσιαστικά δε συμμετέχει. Αντίθετα, ονειροπολεί τη δική του ένδοξη πορεία στο στράτευμα. Ακόμη και όταν παρατηρεί μία σελίδα να περνάει μπροστά από το πρόσωπό του παραμένει υπομονετικά στη θέση του μέχρι να τελειώσει το άγημα τιμών. Θεωρεί ανάρμοστο το να υπάρχουν πεταμένες σελίδες γύρω από το άγαλμα διότι το ρυπαίνουν. Είναι καχύποπτος αφού πριν ακόμη διαβάσει τη σελίδα πιστεύει πως το περιεχόμενό της είναι ανατρεπτικό, ύπουλο και διαβρωτικό. Υποθέτει πως είναι φυλλάδια από τη Βόρια Πανδυσία που καλούν τον κόσμο να επαναστατήσει. Παρόλο που δεν κατανοεί ότι η σελίδα μιλάει για τον ίδιο, την τσαλακώνει γρήγορα και την βάζει μέσα στην τσέπη του προσποιούμενος τον ανήσυχο. Φοβάται μήπως κάποιος άλλος αξιωματικός του κλέψει τη δόξα. Ενώ διαβάζοντας τη σελίδα θεωρεί πως το περιεχόμενό της δεν περιέχει τίποτα το προδοτικό παρά μόνο κάτι σαχλαμάρες, αμέσως σκέφτεται πως αυτό το φυλλάδιο ίσως είναι μία καλή ευκαιρία για την ανέλιξή του στο στράτευμα και έτσι ικανοποιείται. Θα έγραφε μία αναφορά, οι ανώτεροί του θα αναλάμβαναν να εξετάσουν την υπόθεση, θα τον καλούσαν ως μάρτυρα και εφόσον όλοι θα συνειδητοποιούσαν ότι είχε ανακαλύψει κάτι επικίνδυνο για τη χώρα τους, θα του απένεμαν ιδιαίτερη τιμητική τελετή. Έχει και αυτός, όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι της χώρας την ίδια άποψη για τα βιβλία που είναι «Πίστευε και μη ερεύνα». Ουσιαστικά όμως είναι ένας άνθρωπος εγκλωβισμένος, αφού ποτέ δεν έχει αισθανθεί την ελευθερία των κινήσεων του σώματός του, την ελευθερία των κινήσεων του μυαλού του. Πάντα έχει μάθει να υπακούει στους ανωτέρους του. Όταν ο δήμαρχος, έπειτα από το συμβούλιο που συγκροτεί με τους ανώτερους αξιωματούχους του κράτους σχετικά με το περιεχόμενο της σελίδας, τον ορίζει ως επικεφαλή της επιχείρησης, ο λοχαγός δέχεται ταπεινά θεωρώντας μέσα του δεδομένο πως θα του απονείμουν το αργυρό μετάλλιο του Μέγα Πανδυσέα. Αμέσως καταστρώνει σχέδιο για να πάρει κατευθείαν το χρυσό μετάλλιο. Γελάει μέσα του όταν καταφέρνει να βρει ήδη από την πρώτη ώρα τον υπεύθυνο των σελίδων και παρόλο που αρχικά μένει ανέκφραστος, διότι δεν περιμένει πίσω από όλα αυτά να βρίσκεται ένα κορίτσι, η Μπιάνκα, καταστρώνει το επόμενο σχέδιο που θα τον οδηγήσει στη θέση του στρατάρχη, που είναι να εξαφανίσει όλες τις σελίδες. Αν και ο Τζουζέπε καρφώνοντας την Μπιάνκα στο λοχαγό τον γλείφει περιμένοντας κάποια ανταμοιβή, ο λοχαγός τον παραβλέπει. Όταν ο στρατός συγκεντρώνει τις σελίδες στην κεντρική πλατεία, ο λοχαγός περιμένει ανυπόμονα το σήμα του δημάρχου για να αρχίσει η καύση και χαμογελάει θεωρώντας πως πέτυχε το εγχείρημα.

Ο δήμαρχος μετακινείται με ένα πολυτελές μαύρο αυτοκίνητο με ένα σημαιάκι μπροστά το οποίο τον πηγαινοφέρνει κάθε μέρα από το σπίτι του στο εντυπωσιακό δημαρχείο που μοιάζει με μέγαρο. Βαριέται και αηδιάζει που κάθε τόσο πρέπει να υποκλίνεται στο άγαλμα του Πανδυσέα, για τους λόγους που χρειάζεται να βγάζει, για τα στεφάνια που είναι αναγκασμένος να καταθέτει. Μόλις φτάνει και μόλις αποχωρεί από το δημαρχείο υποκλίνεται τυπικά και από μέσα του βρίζει. Πολλές φορές του έχει περάσει από το μυαλό «Γιατί αυτός και όχι εγώ;». Ονειρεύεται να γίνει και ο ίδιος ένας ήρωας που θα τον λατρεύουν γενεές και γενεές και που θα στηθεί το δικό του άγαλμα, πιο εντυπωσιακό, πιο ακριβό και πιο μοντέρνο. Πιστεύει ότι ο Μέγα Ιδρυτής δεν υπάρχει εδώ και πολλές γενεές, ότι ήταν να προσφέρει το έδωσε, ενώ αυτός έχει να προσφέρει πολλά ακόμη. Είναι αδιάφορος ως προς τους φρουρούς που φυλάνε την πύλη του μεγάρου, ούτε καν τους χαιρετάει. Νευριάζει που τα υψηλά στελέχη του κράτους τον καλούν από τα χαράματα, ώστε να διευθετηθεί το θέμα με τις παράνομες σελίδες, όπως νομίζουν, και προσέρχεται στο δημαρχείο αγουροξυπνημένος και άκεφος. Ούτε όταν εισέρχεται στην αίθουσα συνεδριάσεων χαιρετά τους συμβούλους του, τον επίσκοπο της πόλης, τον αρχηγό της αστυνομίας και του στρατού, το λοχαγό αλλά ρωτώντας μπαίνει κατευθείαν στο θέμα χωρίς περιστροφές. Βουτάει αμέσως το χαρτί του λοχαγού και τον κόβει πριν του εξηγήσει περί τίνος πρόκειται. Αν και αρχικά διαβάζοντας τη σελίδα τους λέει ότι δεν κατανοεί το περιεχόμενό της, στη συνέχεια σπεύδει να διορθώσει αμέσως, διότι σκέφτεται μέσα του ότι είναι αδιανόητο ένας ολόκληρος δήμαρχος να μη βγάζει νόημα. Πιστεύει και ο ίδιος ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να διαβάζουν βιβλία γιατί τους μπαίνουν διάφορες ιδέες στο μυαλό. Γι’ αυτόν οι σωστές ιδέες για την ιστορία της χώρας τους και την πίστη τους μαθαίνονται στο σχολείο και πουθενά αλλού. Όλα τα άλλα είναι επικίνδυνα. Είναι από αυτούς που δεν επιθυμεί την ένωση της Βόριας και Νότιας Πανδυσίας. Όταν κάποτε στο παρελθόν είχε ιδρυθεί ένας βιβλιοφιλικός σύλλογος. οι κάτοικοι άρχισαν να διαμαρτύρονται για τη διαίρεση της χώρας και να ισχυρίζονται ότι όλοι είναι αδέρφια. Επομένως, για να μη συμβεί αυτό και τώρα, μάχεται εναντίον των βιβλίων και αποφασίζει να αποπροσανατολίσει το λαό προβάλλοντας πολλά ψυχαγωγικά προγράμματα στην τηλεόραση με διαγωνισμούς και παιχνίδια. Έτσι ο κόσμος δεν θα έχει όρεξη να πειραματιστεί με το διάβασμα. Ενώ ισχυρίζεται πως το κράτος τους είναι ελεύθερο και δεν απαγορεύει τίποτα στους πολίτες του μέσα από την παραπάνω απόφασή του, στην ουσία προσπαθεί να χειραγωγήσει τους πολίτες. Όταν παρά τις προσπάθειες που κάνει βλέπει ότι οι σελίδες δεν εξαφανίζονται, χάνει τον ύπνο του και πηγαίνει καθημερινά στο δημαρχείο ανόρεχτος και όλο νεύρα. Φοβάται μήπως αποκαλυφθεί το Βιβλίο της Αλήθειας για το οποίο λίγοι γνώριζαν την ύπαρξή του και που περνούσε εδώ και εκατοντάδες χρόνια από δήμαρχο σε δήμαρχο, από επίσκοπο σε επίσκοπο. Έτσι λοιπόν, αποφασίζει να δημιουργήσει γραφειοκρατικές δυσκολίες για να μην ανοίξουν και άλλα βιβλιοπωλεία, αφού τις τελευταίες ημέρες τα βιβλιοπωλεία πύκνωναν και να ξεκινήσει συκοφαντική εκστρατεία ενάντια στην ανάγνωση. Ωρύεται όταν παρά τις τελευταίες προσπάθειες οι σελίδες συνεχίζουν να κατακλύζουν τους δρόμους της πρωτεύουσας και εκσφενδονίζει ότι αντικείμενο βρίσκει μπροστά του. Μουδιάζει όταν ο ξάδελφός του, ο δήμαρχος της Βόρειας Πανδυσίας του τηλεφωνεί λέγοντας ότι γνωρίζει ότι τα παιδιά ψάχνουν το Βιβλίο της Αλήθειας και του επισημαίνει ότι πρέπει να πάρουν προφυλάξεις ώστε το βιβλίο να μείνει καλά κρυμμένο. Τέλος, απελπίζεται όταν η βιβλιοθηκάριος της κεντρικής βιβλιοθήκης της πόλης του ανακοινώνει ότι το βιβλίο δε βρίσκεται στο ντουλάπι στο υπόγειο της βιβλιοθήκης όπου το έκρυβαν και αποφασίζει να κάψει τη βιβλιοθήκη με τρόπο που να φανεί ως ατύχημα.

Στοιχεία αφηγηματολογίας

Στο μυθιστόρημα «Ιπτάμενες σελίδες» ο αφηγητής δεν είναι φανερός. Βλέπει τα συμβαίνοντα εξωτερικά, είναι δηλαδή κάποιος έξω από την ιστορία, ένας απρόσωπος αφηγητής (εξωδιηγητικός). Έχουμε αφήγηση χωρίς εστίαση (μηδενική εστίαση) η οποία γίνεται από έναν παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος γνωρίζει τα πάντα, ακόμη και τα συναισθήματα των ηρώων. Όλη η θέαση της ιστορίας γίνεται από το πώς συλλαμβάνονται τα γεγονότα από αυτόν τον ένα μοναδικό αφηγητή. Σύμφωνα με την Κανατσούλη, η αφήγηση χωρίς εστίαση προσφέρεται για μυθιστορήματα που επιδιώκουν να προβάλλουν την αντικειμενικότητά τους, όπως τα ιστορικά ή ρεαλιστικά μυθιστορήματα (Κανατσούλη, 2000). Οι ήρωες δε γνωρίζουν τα όσα γνωρίζει ο αφηγητής. Ο αφηγητής εστιάζει διαδοχικά καθώς περνά η αφήγηση σε διαφορετικά πρόσωπα. Η πλοκή, δηλαδή η χρονική σειρά των γεγονότων παρουσιάζει μία συνέχεια χωρίς αναχρονίες. Η αφήγηση του μυθιστορήματος αλλά και η μυθοποιημένη ανάγνωση είναι σε τρίτο πρόσωπο. Τόσο μέσα από την αφήγηση όσο και μέσα από τη μυθοποιημένη ανάγνωση αποκαλύπτονται στοιχεία στον αναγνώστη για τους χαρακτήρες της ιστορίας και την προσωπικότητά τους, τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Μυθοποιημένη ανάγνωση

Η βιβλιογραφία δεν παραθέτει κάποιον ορισμό για τη μυθοποιημένη ανάγνωση. Κάνοντας λοιπόν, μια προσπάθεια να την ορίσουμε θα λέγαμε ότι η μυθοποιημένη ανάγνωση είναι η διαδικασία της ανάγνωσης που πραγματοποιείται μέσα στην ιστορία ενός λογοτεχνικού έργου. Οι λογοτεχνικοί ήρωες εμφανίζονται να είναι ταυτόχρονα αναγνώστες και οι αναγνώσεις τους έχουν επίδραση στην πλοκή του έργου.

Η λειτουργία της μυθοποιημένης ανάγνωσης στο μυθιστόρημα Ιπτάμενες Σελίδες του Βασίλη Παπαθεοδώρου

Ο τίτλος αλλά και η υπόθεση, όπως αυτή περιγράφεται στο οπισθόφυλλο δηλώνουν με σαφή τρόπο ότι η ανάγνωση παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής του βιβλίου. Η μυθοποιημένη ανάγνωση στο έργο αυτό γίνεται μέσα από ένα βιβλίο που έχει σκιστεί και οι σελίδες του έχουν διασκορπιστεί από ένα μαγικό άνεμο. Η μυθοποιημένη ανάγνωση είναι ο άξονας, όπου βασίζεται η πλοκή και το σασπένς του έργου, και είναι αυτή που καθορίζει το πού θα εστιαστεί η αφήγηση. Με άλλα λόγια, το σύνολο του έργου είναι βασισμένο στις αναγνώσεις των ηρώων.

Στο πρώτο και στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται μια εισαγωγή στον τόπο και στο χρόνο του έργου. Από το τρίτο κεφάλαιο, όπου ξεκινάει η μυθοποιημένη ανάγνωση, ξεκινάει ουσιαστικά και το σασπένς της ιστορίας. Η αναζήτηση και η ανάγνωση των ιπτάμενων σελίδων αποκτά ιδιαίτερη σπουδαιότητα, κάθε μία από τις σελίδες μάς φέρνει πιο κοντά στην αποκάλυψη της «αλήθειας» ενώ ταυτόχρονα μας βοηθάει να γνωρίσουμε τους ήρωες του βιβλίου. Η παρουσία των ιπτάμενων σελίδων στο έργο είναι συνεχής, πρώτον, διότι η ανάγνωσή τους ή η αναφορά στο περιεχόμενό τους συμβαίνει πολύ συχνά, σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο του έργου, αλλά ακόμη κι όταν αυτές δεν εμφανίζονται, η δράση περιστρέφεται γύρω από την αναζήτησή τους. Η εμφάνιση των σελίδων και η ανάγνωσή τους δίνει ώθηση στην πλοκή, εντείνει το ενδιαφέρον και φέρνει έντονα συναισθήματα στους ήρωες αλλά και στον αναγνώστη. Όταν οι σελίδες παύουν να «έρχονται» η πλοκή επιβραδύνεται (π.χ. σελ 128-130), επικρατεί στασιμότητα και αίσθηση αναμονής για τους ήρωες και για τον αναγνώστη. Μέσα από την ανάγνωση των σελίδων οι μυθοποιημένοι αναγνώστες γνωρίζουν καλύτερα τον εαυτό τους, εκφράζουν συναισθήματα και ιδέες. Οι σελίδες περικλείουν μια μαγική δύναμη. Γνωρίζουν το μέλλον, τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και το παρελθόν των αναγνωστών τους και κάποιες φορές αλλάζουν περιεχόμενο ανάλογα με τον αναγνώστη.

Ο συγγραφέας των Ιπτάμενων Σελίδων φαίνεται να γνωρίζει πολλά περισσότερα από όσα λέει, από την αρχή σχεδόν του βιβλίου προοικονομεί το τέλος του (σελ.16), γνωρίζει καταστάσεις και συναισθήματα και σε πολλά σημεία θυμίζει τον παντογνώστη αφηγητή, το ύφος, το στυλ γραφής και ο τρόπος έκφρασης είναι κοινός και στους δύο. Η ταυτότητα του συγγραφέα των σελίδων παραμένει άγνωστη μέχρι το τέλος του βιβλίου, αυτό είναι ένα στοιχείο που προσδίδει ένα έντονο μυστήριο στο περιεχόμενό τους. Παρόλο που θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να αποκαλυπτόταν στο τέλος της ιστορίας ο υποκινητής των σελίδων, δεν εκφράζεται από τους ήρωες σε κανένα σημείο κάποια απορία σχετικά με αυτό αλλά ούτε και ο αναγνώστης αποζητά την αποκάλυψη αυτού του στοιχείου. Η ιδέα πως οι σελίδες απλώς περιφέρονται με μαγικό τρόπο και απλώς περιγράφουν τις ζωές των αναγνωστών τους, προκύπτει με τόση φυσικότητα που αγγίζει τα όρια του μαγικού ρεαλισμού. Συνεπώς, οι μυθοποιημένοι αναγνώστες, μη γνωρίζοντας το συγγραφέα των σελίδων που διαβάζουν, δεν έχουν τη δυνατότητα να συνδέσουν το περιεχόμενό τους με τις κοινωνικοπολιτισμικές καταβολές του συγγραφέα ούτε είναι υποχρεωμένοι να αναζητήσουν το ένα και μοναδικό νόημα που επιδιώκει να μεταδώσει ο συγγραφέας (αισθητική της παραγωγής). Αντιθέτως, εστιάζουν στο κείμενο αυτό καθ’ εαυτό. Οι μυθοποιημένοι αναγνώστες αναζητούν στις σελίδες τον τρόπο για να οδηγηθούν στην αλήθεια. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία πληροφοριακή ανάγνωση πράγμα το οποίο δε συμβαίνει διότι, καθώς ανακαλύπτουν στοιχεία οικεία μέσα στο κείμενο ταυτίζονται με αυτό και οδηγούνται σε μία ανάγνωση που θα τη χαρακτηρίζαμε συναισθηματική, αν όχι αισθητική.

Η ιδιαιτερότητα της μυθοποιημένης ανάγνωσης στο συγκεκριμένο έργο είναι ότι οι ήρωες δεν ελέγχουν το πότε θα διαβάσουν τις σελίδες. Οι ίδιες οι σελίδες, ή η μαγική δύναμη που τις κινεί επιλέγουν τον τόπο και το χρόνο της ανάγνωσης, καθώς επίσης και τον αναγνώστη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι σελίδες είναι ένας ακόμα χαρακτήρας του έργου, έχουν άποψη, βούληση, αλληλεπιδρούν με τους ήρωες, τους «μιλούν» και τους καθοδηγούν, «παίζουν» πετώντας στο χώρο και προκαλώντας τους περαστικούς να τις διαβάσουν, καταδιώκονται, κακοποιούνται, λατρεύονται, αποτελούν για κάποιους πρόβλημα και απειλή και για άλλους λύτρωση. Αυτό το εύρημα του συγγραφέα καθιστά τη μυθοποιημένη ανάγνωση τον άξονα γύρω από τον οποίο κινείται όλη η ιστορία.

Εν κατακλείδι, η ανάγνωση κατέχει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στο έργο, γεγονός που επιτρέπει την εξέταση των λειτουργιών της μυθοποιημένης ανάγνωσης σε αυτό.

Η λειτουργία των μυθοποιημένων αναγνωστών

Οι μυθοποιημένοι αναγνώστες στο έργο είναι πολλοί. Καθώς οι σελίδες περιφέρονται στη βόρεια και στη νότια Πανδυσία συναντούν διάφορους ανθρώπους τους οποίους προκαλούν να τις διαβάσουν. Η αφήγηση αρχικά εστιάζει κάθε φορά στον εκάστοτε ήρωα που διαβάζει κάποια από τις σελίδες. Έτσι, γνωρίζουμε τους βασικούς μυθοποιημένους αναγνώστες, τη Μπιάνκα, τον Ερνστ, τον Άμος, τη Ρόζα, το Τζόσουα, το Σεμπάστιαν, το λοχαγό, το δήμαρχο και τον Ότο. Στη συνέχεια, γίνονται έμμεσες αναφορές και σε άλλους μυθοποιημένους αναγνώστες χωρίς να γίνεται λεπτομερής αναφορά σε αυτούς. Συνεπώς, αντιλαμβανόμαστε ότι οι ιπτάμενες σελίδες περιφέρονται συνεχώς και συναντούν αναρίθμητους αναγνώστες στην προσπάθειά τους να αποκαλύψουν σε όλους την αλήθεια.

Μέσα στις σελίδες οι μυθοποιημένοι αναγνώστες ανακαλύπτουν στοιχεία του εαυτού τους, βλέπουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους. Δεν είναι όμως όλοι έτοιμοι να δεχτούν την αλήθεια. Δεν αποδέχονται όλοι με τον ίδιο τρόπο το περιεχόμενο των σελίδων. Οι μυθοποιημένοι αναγνώστες διαφέρουν κατά πολύ μεταξύ τους. Ο κάθε μυθοποιημένος αναγνώστης εκπροσωπεί μια διαφορετική κοινωνική τάξη ή μια διαφορετική κατηγορία παιδιού (ορφανή τσιγγάνα, πρότυπο μαθητή, ζητιάνος, άρρωστο κορίτσι, απομονωμένοι στρατιώτες, παχύσαρκο – αντικοινωνικό παιδί, φιλόδοξος λοχαγός και αλαζόνας δήμαρχος). Οι μυθοποιημένοι αναγνώστες προφανώς, είναι εσκεμμένα κατά πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Καθένας από αυτούς έχει διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικές καταβολές αλλά όλοι βρίσκουν μέσα από την ανάγνωση των σελίδων αυτό που έχουν ανάγκη ή αυτό που φοβούνται να αντιμετωπίσουν.

Μέσω αυτής της διαδικασίας η ιστορία εμπλουτίζεται σε νόημα και περιεχόμενο και η μυθοποιημένη ανάγνωση αποκτά πολλές και διαφορετικές διαστάσεις. Δεν θα μπορούσε να υπάρχει μόνο ένας μυθοποιημένος αναγνώστης στο συγκεκριμένο έργο καθώς το μήνυμα που περνάει είναι ότι η αλήθεια πρέπει να γίνει γνωστή σε όλους, ακόμα κι αν αυτό είναι ενάντια στα συμφέροντα κάποιων. Στο τέλος του βιβλίου, ο συγγραφέας εστιάζει στην τελευταία ιπτάμενη σελίδα που έχει απομείνει αφήνοντας τις ιστορίες των ηρώων – μυθοποιημένων αναγνωστών ανολοκλήρωτες. Με αυτόν τον τρόπο ίσως να θέλει να τονίσει ότι ο βασικός ήρωας της ιστορίας ήταν οι ιπτάμενες σελίδες και όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες μάς βοηθούσαν στο να τις ανακαλύψουμε, αυτές και το μήνυμα που μετέφεραν.

Οι τύποι των μυθοποιημένων αναγνωστών στο βιβλίο

Συγκρίνοντας τους μυθοποιημένους αναγνώστες μεταξύ τους με βάση τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τις αναγνώσεις τους, προκύπτουν δύο τύποι αναγνωστών. Ο πρώτος τύπος είναι αυτός που στην παρούσα εργασία θα ονομάζεται «δεκτικός» αναγνώστης και ο δεύτερος θα ονομάζεται «μη δεκτικός» αναγνώστης.

Ο «δεκτικός» μυθοποιημένος αναγνώστης

... Αρκεί ο κάθε αναγνώστης να έχει ανοιχτά τα μάτια του, το μυαλό και την καρδιά του για να δεχτεί αυτά που θα του έδινε το βιβλίο. Να ανακαλύψει την αλήθεια. Και να πράξει αναλόγως.

Το παραπάνω απόσπασμα του έργου περιγράφει το «δεκτικό» αναγνώστη. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η Μπιάνκα, ο Ερνστ, ο Άμος, η Ρόζα, ο Τζόσουα, ο Σεμπάστιαν, ο Όλογκ και ο Βλαντ. Οι αναγνώστες αυτοί αντιλαμβάνονται την ουσία του κειμένου το οποίο διαβάζουν, αναγνωρίζουν την αξία του περιεχομένου και δείχνουν πίστη στα όσα λέει. Όπως θα έλεγε και η Rosenblatt, συναλλάσσονται ουσιαστικά με το κείμενο και ανακαλύπτουν μέσα σε αυτό στοιχεία που τους φαίνονται οικεία και γεγονότα τα οποία μπορούν να τα συνδέσουν με τις εμπειρίες τους. Έχοντας ανοιχτά τα μάτια, το μυαλό και την καρδιά τους είναι δεκτικοί και έτοιμοι να μάθουν μια αλήθεια που θα ανατρέψει το status quo στο οποίο μεγάλωσαν. Όλοι οι «δεκτικοί» μυθοποιημένοι αναγνώστες ενώνονται στην προσπάθειά τους να εντοπίσουν την «αλήθεια». Η μυθοποιημένη ανάγνωση τούς φέρνει πιο κοντά, είναι το μυστικό που τους κάνει ομάδα. Πιστεύουν βαθιά ότι οι σελίδες ήρθαν στη ζωή τους για να τους οδηγήσουν σε ένα καλύτερο αύριο κι η πίστη τους αυτή τους φέρνει κοντά και είναι το όπλο τους ενάντια στο συντηρητισμό και στην καταπίεση. Δεν είναι οι μόνοι που κοίταξαν την αλήθεια κατάματα, αλλά είναι οι μόνοι που την είδαν πραγματικά. Αφέθηκαν στην ανάγνωση, αντιμετώπισαν με δεκτικότητα την πρόκληση, οδηγήθηκαν από την καρδιά και το ένστικτό τους και παραγκώνισαν τις συντηρητικές ιδέες που κάποιοι πάσχιζαν να τους επιβάλλουν. Όλοι μαζί βόρειοι και νότιοι, ακολουθώντας τις προτροπές των σελίδων συγκεντρώθηκαν στο βουνό όπου υπήρχαν τα σύνορα των δύο κρατών και γκρέμισαν τα τείχη που τους χώριζαν. Ανακάλυψαν το όμορφο και αισιόδοξο πρόσωπο της χώρας τους και είδαν ότι αυτά που τους ενώνουν είναι περισσότερα και σημαντικότερα από όσα τους χωρίζουν. Δεν είναι τυχαίο που οι δεκτικοί αναγνώστες είναι στην πλειοψηφία τους παιδιά, οι νέοι με τα ανοιχτά μυαλά και τις φρέσκιες αντιλήψεις προσφέρουν το καταλληλότερο περιβάλλον για να εκκολαφθούν πρωτοποριακές ιδέες και να καταρριφθούν τα στερεότυπα και ο συντηρητισμός. Οι νέοι, λοιπόν, πληρούσαν τις προδιαγραφές για να αποτελέσουν τους δεκτικούς μυθοποιημένους αναγνώστες και να ανακαλύψουν την κρυμμένη αλήθεια. Πράγματι, η αλήθεια δεν τους αποκαλύπτεται αλλά την ανακαλύπτουν, αφού δε φαίνεται να διαβάζουν την τελευταία σελίδα του βιβλίου η οποία και φανερώνει ότι ανήκουν όλοι στο ίδιο κράτος, αλλά ακολουθώντας τις προτροπές των σελίδων και το ένστικτό τους αισθάνονται την πραγματικότητα. Καθώς συναναστρέφονται μεταξύ τους ανακαλύπτουν ότι δεν είναι εχθροί αλλά αδέρφια.

Ο «μη δεκτικός» μυθοποιημένος αναγνώστης

Στην αντίπερα όχθη βρίσκεται ο αναγνώστης που στην παρούσα εργασία αποκαλείται «μη δεκτικός» αναγνώστης. Στην κατηγορία αυτή συγκαταλέγονται ο Ότο, ο λοχαγός και ο δήμαρχος. Πρόκειται για ανθρώπους χαμένους μέσα σε έναν εγωκεντρικό τρόπο σκέψης που έχουν χάσει το νόημα της ζωής και ο εγωισμός τους, τους τυφλώνει και τους κάνει να χάνουν την ουσία. Αυτές οι προσωπικότητες είναι λογικό να μην αναπτύξουν μια συναλλακτική σχέση με τα κείμενα των ιπτάμενων σελίδων.

...Δεν ήταν όμως όλοι έτοιμοι να δεχτούν την αλήθεια που αυτά τα φύλλα χαρτιού τούς αποκάλυπταν και η οποία θα τους οδηγούσε σε μια νέα πραγματικότητα. Οι περισσότεροι την αγνόησαν, άλλοι την πολέμησαν με λύσσα. Και ήταν τόσο απλό να την ακολουθήσει κανείς...

Οι μη δεκτικοί αναγνώστες, όπως όλοι οι μυθοποιημένοι αναγνώστες του έργου, διαβάζουν μέσα στις σελίδες για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους, για τα προβλήματα και τις φιλοδοξίες τους. Το γεγονός αυτό, που είναι προφανές για τον αναγνώστη του βιβλίου, είναι ακατανόητο για το μη δεκτικό αναγνώστη ο οποίος δεν συναλλάσσεται με το κείμενο, δεν εντοπίζει οικεία στοιχεία μέσα σε αυτό και οδηγείται σε «αρρυθμία» (Rosenblatt). Παραθέτουμε το χαρακτηριστικό παράδειγμα του δημάρχου της νότιας Πανδυσίας ο οποίος μισούσε κρυφά τον Πανδυσέα και ήθελε να τον ξεπεράσει σε φήμη και δόξα. Στο σημείο αυτό διαβάζει μια ιπτάμενη σελίδα.

Έτσι όπως στεκόταν στο παράθυρο και διάβαζε, έριξε μια φευγαλέα ματιά στο άγαλμα του Μέγα ιδρυτή, που δέσποζε στην πλατεία. Ονειρευόταν τη μέρα που θα γκρέμιζε αυτό το άγαλμα και θα έστηνε ένα δικό του, πιο εντυπωσιακό, πιο ακριβό, πιο μοντέρνο. Άλλωστε ο ιδρυτής είχε πάψει να υπάρχει εδώ και πάρα πολλές γενεές, ό,τι είχε να προσφέρει το έδωσε, ενώ αυτός (...) «Γιατί αυτός κι όχι εγώ;» είχε περάσει από το μυαλό του πολλές φορές. Αυτή η σκέψη κατεύθυνε τις πράξεις του κάθε μέρα. Να γίνει κι αυτός ένας ήρωας που θα τον λάτρευαν άλλες τόσες γενεές.

«Δε βγάζω νόημα. Εδώ γράφει μόνο κάτι ασυνάρτητα πράγματα. Δεν καταλαβαίνω τίποτα.», είπε ο δήμαρχος.

Τι προσφέρει η μυθοποιημένη ανάγνωση στους μυθοποιημένους αναγνώστες

Η προσφορά της μυθοποιημένη ανάγνωσης στους μυθοποιημένους αναγνώστες γίνεται σε πολλά επίπεδα. Καθένας από τους αναγνώστες εμφανίζεται να έχει ανάγκες, όνειρα και φιλοδοξίες, οι οποίες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αντανακλώνται μέσα στις ιπτάμενες σελίδες. Η Μπιάνκα είναι μία τσιγγάνα που ζει μια δύσκολη ζωή και αναζητά στις ιπτάμενες σελίδες ένα καλύτερο αύριο. Ο Ερνστ είναι πρότυπο παιδιού και μαθητή αλλά αυτό δεν τον κάνει ευτυχισμένο. Ο Άμος, ένα ορφανό παιδί των φαναριών αναζητά ένα σπιτικό. Η Ρόζα είναι άρρωστη κι έχει ανάγκη από ελπίδα. Ο Τζόσουα κι ο Σεμπάστιαν, οι δυο νεαροί στρατιώτες που ζουν αποκλεισμένοι και αφοσιωμένοι στην προστασία των συνόρων έχουν ανάγκη να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή χωρίς έχθρες και φρουρές συνόρων.

Η Μπιάνκα ήθελε ελευθερία.Και τη βρήκε.
Η Ρόζα ήθελε υγεία. Και τη βρήκε.
Ο Ερνστ ήθελε φίλους. Και τους βρήκε.
Ο Άμος ήθελε αγάπη. Και τη βρήκε.
Οι τέσσερις στρατιώτες ήθελαν ειρήνη. Και τη βρήκαν.

Και όλα ξεκίνησαν από μερικές ιπτάμενες σελίδες, κάποια σκισμένα φύλλα χαρτιού από ένα παλιό βιβλίο.

Μέσα από τις ιπτάμενες σελίδες οι δεκτικοί αναγνώστες οδηγηθήκαν σε αυτό που αναζητούσαν. Έτσι η μυθοποιημένη ανάγνωση τους προσέφερε «χαρά κι ελπίδα, παρέα και υγεία, νιάτα κι όνειρα» και πάνω από όλα τους αποκάλυψε την αλήθεια.

Όσον αφορά στους μη δεκτικούς αναγνώστες, κι εκείνοι με τη σειρά τους επηρεάζονται από τις αναγνώσεις τους. Η αλήθεια που κρύβεται μέσα στα λόγια των ιπτάμενων σελίδων τούς θέτει αντιμέτωπους με τους φόβους τους και τους γεμίζει αρνητικά συναισθήματα. Ο Ότο διαβάζοντας μέσα στις σελίδες για ένα δυστυχισμένο χοντρό αγόρι που γίνεται ένας δυστυχισμένος χοντρός ενήλικας και τέλος ένας δυστυχισμένος χοντρός γέρος, θα μπορούσε να επηρεαστεί και να αλλάξει τρόπο ζωής. Αντιθέτως όμως, αρνείται να δει την πραγματικότητα και την ουσία και μένει στην επιφάνεια. Ο δήμαρχος αδυνατεί να κατανοήσει το νόημα των ιπτάμενων σελίδων και καθώς το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η διατήρηση της εξουσίας του, βλέπει μέσα στις σελίδες μια συνομωσία εναντίον του. Ο λοχαγός λαχταρά να ανέβει στην ιεραρχία και οι σελίδες τού προσφέρουν την ευκαιρία που αναζητούσε ώστε να σημειώσει μια επιτυχία ενάντια στον εχθρό. Ακόμη κι εκείνοι που δεν καταλαβαίνουν τα όσα γράφουν οι σελίδες, διαισθάνονται ότι αυτές δεν είναι απλά σκισμένα χαρτιά, κατανοούν ότι κρύβουν μια δύναμη και τις πολεμούν με λύσσα σαν να πρόκειται για το χειρότερο εχθρό τους... Και ήταν τόσο απλό να τις ακολουθήσει κανείς...

Η επιρροή της μυθοποιημένης ανάγνωσης στις αναγνωστικές συνήθειες των ηρώων

Οι ιπτάμενες σελίδες, πετώντας μέσα στη βόρεια και τη νότια Πανδυσία προκαλούν τους ανθρώπους να τις διαβάσουν. Η επαφή τους με αυτές τις μαγικές σελίδες ξυπνάει μέσα τους την ανάγκη για διάβασμα, μια ανάγκη που κάποιοι είχαν φροντίσει από χρόνια να την «κοιμίσουν».

Επί δεκαετίες προσπαθούσαν να περάσουν στον κόσμο την άποψη ότι ένα βιβλίο είναι κακό, ότι κανείς δεν κερδίζει τίποτα διαβάζοντας, ότι είναι χάσιμο χρόνου.

Η αντιμετώπιση του βιβλίου από τον Ότο είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της νοοτροπίας που επικρατούσε στη χώρα αυτή.

«Χώρο του έπιαναν και τίποτα δεν του πρόσφεραν.»

«Το να λάβει ένα βιβλίο ως δώρο το θεωρούσε προσβολή.»

«Κανένας δε διαβάζει σ’ αυτή την πόλη, πουθενά. Θέλετε να είμαι ο βλάκας που θα τον κοροϊδεύουν όλοι;»

Κι όμως, στην πόλη αυτή, όπου κανείς δε διάβαζε πουθενά, άρχισαν να ανοίγουν βιβλιοπωλεία, η παλιά και εγκαταλελειμμένη βιβλιοθήκη γέμισε επισκέπτες, άρχισαν προσπάθειες για την ίδρυση ενός βιβλιοφιλικού ομίλου και το διάβασμα βιβλίων έπαψε να είναι ντροπή. Αυτό βέβαια δεν άρεσε καθόλου στο δήμαρχο της πόλης που πολέμησε το διάβασμα με κάθε μέσο.

Δήμαρχος:

...αν αρχίσουν να διαβάζουν βιβλία, τότε θα αρχίσουν να τους μπαίνουν διάφορες ιδέες στο μυαλό...

Λοχαγός:

«Πίστευε και μη ερεύνα!» (…) αλίμονο αν ο κόσμος άρχιζε το διάβασμα!

Η ανάγκη των πολιτών για διάβασμα όλο και μεγάλωνε και αυτό φόβιζε όλο και περισσότερο τους κυβερνήτες της πόλης. Μέχρι που αποφάσισαν να κάψουν τη βιβλιοθήκη για να ξεφορτωθούν το βιβλίο της αλήθειας και μαζί με αυτό κάθε κίνδυνο αφύπνισης του λαού. Η πυρκαγιά στη βιβλιοθήκη είναι μια έντονη σκηνή που προκαλεί συγκίνηση στον αναγνώστη και αναδεικνύει την αξία των βιβλίων. Οι κάτοικοι της πόλης που κάποτε θεωρούσαν τα βιβλία άχρηστα και βαρετά πέφτουν με αυτοθυσία στις φλόγες για να τα σώσουν. Κι όλα αυτά ξεκίνησαν από μερικές σκισμένες σελίδες παρασυρμένες από τον άνεμο.

Γιατί οι κυβερνήτες φοβούνται τα βιβλία;

Στο έργο του Βασίλη Παπαθεοδώρου «Ιπτάμενες σελίδες» γίνεται λόγος για ένα βιβλίο που λεγόταν «Βιβλίο της Αλήθειας». Αυτό το βιβλίο έκρυβε μέσα του μια αλήθεια που κάποιοι φοβούνταν και η αποκάλυψή της ήταν ενάντια στα συμφέροντά τους. Κάθε βιβλίο όμως, κρύβει μια αλήθεια και η αλήθεια αυτή μπορεί να μην είναι αρεστή και αποδεκτή από όλους. Σε μια δημοκρατική κοινωνία όμως, η ελευθερία του τύπου εξασφαλίζει στον κάθε πολίτη το δικαίωμα να εκφράζει γραπτώς την αλήθεια του, εφόσον το θέλει, και κάθε πολίτης είναι ελεύθερος να δεχτεί ή να απορρίψει την αλήθεια αυτή. Σε κοινωνίες όμως που δεν είναι δημοκρατικές, η αλήθεια ή αυτό που «πλασάρεται» ως αλήθεια προκαλεί τρόμο και αποστροφή ή αποτελεί μέσο χειραγώγησης.

Ο δήμαρχος έτρεμε στη σκέψη ότι τα βιβλία θα άνοιγαν τα μάτια των πολιτών και θα τους αποκάλυπταν την αλήθεια που οι κυβερνήτες της βόρειας και της νότιας Πανδυσίας έκρυβαν για χρόνια από το λαό. Στην προσπάθειά του ν’ αποπροσανατολίσει το λαό τού προσέφερε ευτελή και εύπεπτα θεάματα.

Δήμαρχος:

Καταρχάς η τηλεόραση θα μπορούσε να προβάλει πιο πολλά ψυχαγωγικά προγράμματα με διαγωνισμούς και παιχνίδια. Έτσι δε θα έχει όρεξη ο κόσμος να πειραματιστεί με το διάβασμα.

Δε χρειάζεται να πάμε μακριά για να βρούμε παραδείγματα καθεστώτων που χρησιμοποιούσαν τέτοιου είδους μέσα. Κατά την περίοδο της δικτατορίας στην Ελλάδα (1967-1974), η τηλεόραση αποτελούσε ένα πρωτόγνωρο μέσο επικοινωνίας. Η χούντα τη μεταχειρίστηκε με τρόπο ώστε να αποπροσανατολίσει το λαό και ταυτόχρονα να τον χειραγωγήσει υπερπροβάλλοντας τους ηγέτες της δικτατορίας και τα «κατορθώματά» τους. Η Μ. Κομνηνού στο βιβλίο «Η Δικτατορία 1967-1974» (σ. 176) αναφέρει σχετικά με το θέμα: «Είναι γεγονός ότι στην περίπτωση της ελληνικής τηλεόρασης, ίσχυσε ως ένα βαθμό η παρατήρηση του Φουκώ ότι το βλέμμα της εξουσίας επιβλέπει τους πολλούς ενώ το ίδιο παραμένει αόρατο. Αυτού του τύπου η τηλεόραση εγκαθίδρυσε ένα σύστημα γενικευμένης επιτήρησης, και από εκεί περισσότερο παρά από την πειθώ των επιχειρημάτων της αρύεται και την ισχύ της. (...) Στην ελληνική περίπτωση είναι γνωστή η επιβίωση πελατειακών σχέσεων, γεγονός που εξηγεί γιατί η παρουσία των κυβερνητικών στο δέκτη της τηλεόρασης λειτούργησε αρχικά σαν θέαμα που μαγνήτιζε τους εξουσιαζόμενους. (...) Η δικτατορία έστησε ένα στέρεο οικοδόμημα υποκουλτούρας, που χρησιμοποιήθηκε ως δούρειος ίππος για την υπονόμευση της αυτόχθονες κινηματογραφικής παραγωγής. (...) Η απήχηση του ψυχαγωγικού προγράμματος της ελληνικής τηλεόρασης δε θα ήταν εφικτή χωρίς την παρακμή του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου». Οι δικτάτορες, όπως και ο δήμαρχος στο βιβλίο, φρόντισαν να βομβαρδίσουν το λαό με προϊόντα υποκουλτούρας, ενώ ταυτόχρονα υπονόμευσαν τον κινηματογράφο, ο οποίος αποτελούσε φάρο πολιτισμού πράγμα το οποίο στεκόταν εμπόδιο στην προσπάθειά τους να υποτάξουν το πνεύμα του λαού.

Σε ακόμα παλαιότερες εποχές, όπου δεν υπήρχε η τηλεόραση, τα απολυταρχικά καθεστώτα μεταχειρίστηκαν το βιβλίο ως μέσω προπαγάνδας και χειραγώγησης του λαού. Το βιβλίο δεν έπαυε να εκφράζει αλήθειες, αλλά ήταν οι αλήθειες κάποιων συγκεκριμένων ανθρώπων που είχαν στα χέρια τους την εξουσία κι εμπόδιζαν την έκφραση οποιασδήποτε άλλης αλήθειας. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο Στάλιν κατά την κυριαρχία του οποίου η στρατευμένη τέχνη και η λογοκρισία έφτασαν στο αποκορύφωμά τους. «Κανένα καθεστώς δεν πήρε τόσο στα σοβαρά την τέχνη και τη λογοτεχνία όσο το σοβιετικό, που από τη μια εγκαθιστούσε τη λογοτεχνία στο κέντρο της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής ως ουσιώδες τμήμα του κοινωνικού ιστού και από την άλλη καταδίωκε, εξόντωνε ή έριχνε στην αφάνεια τους περισσότερους από τους λαμπρότερους εκπροσώπους τους. Τα όσα συνέβησαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση αποδεικνύουν ότι όχι μόνον είναι αδύνατη η πολιτική διαχείριση της κουλτούρας, ακόμη και σε συνθήκες γενικής καταστολής, αλλά και ότι η λογοτεχνία ως κατ' εξοχήν τέχνη της μνήμης αποδίδει τη δική της δικαιοσύνη στα θύματα».(άρθρο, «Οι εποχές της καταστολής - συγγραφείς & εξουσία», Α. Βιστωνίτης, εφ. Το Βήμα, 30/07/2006)

Η ιδέα αυτή εκφράζεται μέσα από το παραμυθικό και μαγικό στοιχείο στο έργο «Ιπτάμενες Σελίδες». Ένα βιβλίο, χρόνια κρυμμένο, αποκτά δική του βούληση και αποφασίζει να διαδώσει το περιεχόμενό του ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη και να αποκατασταθεί η αλήθεια.

Η Παππά γράφει στο βιβλίο της «Μύθος και ιδεολογία στη ρωσική επανάσταση» για τον Ζντάνοφ, στενό συνεργάτη του Στάλιν και κομισάριο της κουλτούρας:
...Μια τέχνη «υπαγορευμένη», μια επιστήμη που θα υπηρετεί την «ιδεολογία» κι όχι την ανάπτυξη της γνώσης, μια «κουλτούρα» που θα περνάει την ιδεολογία του σταλινισμού μεταμφιεσμένη σε «πνεύμα του μπολσεβικισμού», ντυμένη με το γκρίζο ρούχο του λαϊκισμού ήταν το ιδεώδες που θα χρησίμευε στη «διαπαιδαγώγηση της ηρωικής γενιάς των οικοδόμων του σοσιαλισμού».

Για τον Στάλιν «οι συγγραφείς είναι οι αρχιτέκτονες των ανθρώπινων ψυχών». Τους χρησιμοποιούσε λοιπόν για να οικοδομήσει τις ψυχές που άρμοζαν στην κοινωνία του «σοσιαλισμού». Η στρατευμένη τέχνη του Στάλιν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του καθεστώτος, οποιοσδήποτε προσπαθούσε να εκφράσει αντίθετες ιδέες διωκόταν, φυλακιζόταν, βασανιζόταν, εκτελούνταν.

Γιατί λοιπόν οι κυβερνήτες φοβούνται τόσο τα βιβλία; Μήπως γιατί αποτελούν ένα ισχυρό όπλο αφύπνισης και άμυνας εναντίον της λήθης και ταυτόχρονα μέσο διαπαιδαγώγησης; Μήπως επειδή η λογοτεχνία έχει πράγματι τη δύναμη να βλέπει μέσα μας, να μας διαβάζει καθώς τη διαβάζουμε και να μας οδηγεί στην αλήθεια; Ακόμη και ο Πλάτωνας στην Πολιτεία αναγνωρίζει την αξία του «μύθου» ως μέσου διαπαιδαγώγησης και νομιμοποιεί τη λογοκρισία στο όνομα της γαλούχησης άξιων πολιτών.

«Πρώτη μας δουλειά όπως φαίνεται πρέπει να είναι η επίβλεψη των μυθοποιών. Κάθε μύθο που τον φτιάχνουν καλό, πρέπει να τον εγκρίνουμε, κάθε όμως άσχημο να τον απορρίπτουμε. Πρέπει ακόμη να πείσουμε τις τροφούς και τις μητέρες να λένε τους εγκεκριμένους μύθους, στα παιδιά και να φροντίζουν περισσότερο να πλάθουν τις ψυχές των παιδιών με τους μύθους, παρά το παιδικό σώμα με τα χέρια τους. Τους περισσότερους όμως από τους τώρα χρησιμοποιούμενους μύθους πρέπει να τους απαγορεύσουμε» (Πλάτωνας στο Παππά, 1990, σ. 242).

Ό,τι δεν θεωρείται καλό, απορρίπτεται και απαγορεύεται, όχι όμως μόνο στα λόγια αλλά και στις πράξεις. Η πρώτη αντίδραση των απολυταρχικών καθεστώτων εναντία στα βιβλία που τους «καίνε» είναι να τα κάψουν κι αυτοί. Ο δήμαρχος στο έργο που μελετάμε κοιτούσε από το παράθυρο του δημαρχείου με ευχαρίστηση την πυρκαγιά που προκλήθηκε από «ατύχημα» στη βιβλιοθήκη της πόλης. Όσα βιβλία όμως κι αν έκαψε, δεν κατάφερε να κάψει την αλήθεια.

Η καύση των βιβλίων ήταν μια μέθοδος πολύ διαδεδομένη από αρχαιοτάτων χρόνων, τύραννοι, δικτάτορες και σκοταδιστές κάθε λογής αλλά και φωτισμένες μορφές, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, επέλεξαν αυτό τον τρόπο για να απαλλαγούν από ενοχλητικά κείμενα κριτικής και αμφισβήτησης της καθεστηκυίας τάξης. Το πρώτο κρούσμα πυρπόλησης βιβλίων σημειώθηκε στην Κίνα πριν από πολλούς αιώνες και αφορούσε ένα σύγγραμμα του Κομφούκιου. Ακολούθησαν οι αρχαίοι Αθηναίοι, που καταδίκασαν στο διά πυράς θάνατο το πόνημα του Πρωταγόρα «Περί θεών» διότι το έκριναν βλάσφημο. Αλλά και ο Βιργίλιος επιλέγει να κάψει την Αινειάδα του, ώστε ο Αύγουστος να μη χρησιμοποιήσει το έπος για να ικανοποιήσει τις πολιτικές φιλοδοξίες του και να εδραιώσει τη μονοκρατορία του. Στη βυζαντινή αυτοκρατορία βιβλία αιρετικά και αλλόθρησκα κατέληγαν στην πυρά. Ανάλογες πρακτικές ακολουθούνταν και στο μουσουλμανικό κόσμο, όπου ο Χαλίφης Ομάρ στο τέλος του 12ου αιώνα, μοίρασε τα βιβλία της βιβλιοθήκης της Βαγδάτης στα χαμάμ όπου τα χρησιμοποίησαν ως καύσιμο, διότι τα θεώρησε άχρηστα, αφού το κοράνι περιείχε όλα όσα έπρεπε να γνωρίζει ο λαός. Έκτοτε πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι της Ιστορίας ώσπου να αναφτούν οι ναζιστικές πυρές της Νυρεμβέργης. Η καύση των βιβλίων από τους Ναζί ήταν η κορυφή του παγόβουνου της λογοκρισίας που επικράτησε κατά τη ναζιστική κυριαρχία όταν η κοινωνία των Αρείων απέρριπτε και απαγόρευε τα «πνευματικά μιάσματα» των αντιπάλων της (πηγή: άρθρο «Τα βιβλία που καίνε και καίγονται» Δ. Χουλιαράκης εφ. Το Βήμα 25/01/2009).

Η παραπάνω ιστορική αναδρομή αποδεικνύει ότι το βιβλίο από την αρχή της ύπαρξής του έως σήμερα δεν αποτελεί ένα απλό αντικείμενο αλλά περικλείει μέσα στις σελίδες του ένα κομμάτι της ψυχής του συγγραφέα, είναι φορέας κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών ιδεών και έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει μηνύματα και να επηρεάζει τους αναγνώστες περισσότερο από κάθε άλλο μέσο. Για το λόγο αυτό, οι κυβερνήτες δεν έπαψαν ποτέ να φοβούνται τα βιβλία και να τα πολεμούν με το ίδιο μένος που πολεμούσαν και τους εχθρούς τους.

Πολιτικές και κοινωνικές ιδέες που περνάει το βιβλίο

Οι «Ιπτάμενες σελίδες» είναι ένα έργο που βρίθει πολιτικών και κοινωνικών ιδεών. Αν ο άξονας στον οποίο κινείται η ιστορία είναι η ανάγνωση των ιπτάμενων σελίδων, η κινητήρια δύναμη είναι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες που ο συγγραφέας εκφράζει μέσα από τα γεγονότα.

Στο βιβλίο περιγράφεται με λεπτομέρειες η κοινωνική και η πολιτική κατάσταση που επικρατεί στη βόρεια και στη νότια Πανδυσία. Οι πολίτες ζουν μια μίζερη και ανιαρή ζωή επαναπαυμένοι στα όσα τους προσφέρουν και χωρίς να προσπαθούν για κάτι καλύτερο. Τα σύννεφα της απαισιοδοξίας και της στασιμότητας καλύπτουν συνεχώς τον ουρανό που μοιράζονται τα δύο κράτη. Αυτή η κατάσταση επικροτείται και ενθαρρύνεται από τους κυβερνήτες των κρατών αφού εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Έχουν πείσει τους πολίτες ότι είναι εχθροί μεταξύ τους και έχουν δημιουργήσει έναν ηγέτη, τον Πανδυσέα, για να εναντιώνει τον έναν στον άλλο και να τους φανατίζει. Η εικόνα του Πανδυσέα οικεία και ταυτόχρονα επιβλητική δεσπόζει σε κάθε γωνιά της πόλης, όπως δεσπόζει ο Κεμάλ Ατατούρκ σε κάθε γωνιά της Τουρκίας.

Με την αναφορά του συγγραφέα στους ανθρώπους που έχουν τον έλεγχο της Πανδυσίας γίνεται ένας παραλληλισμός με το κοινωνικό μοτίβο που επικρατεί σχεδόν σε όλες τις συντηρητικές κοινωνίες που διοικούνται από αυταρχικά καθεστώτα. Ο πολιτικός που έχει χρέος να διαφυλάξει τις αρχές και την ιστορία του τόπου (δήμαρχος), ο στρατιωτικός που πασχίζει να διατηρήσει την τάξη (λοχαγός) και ο κληρικός που εκπροσωπεί το Θεό και προστατεύει το λαό από αναρχικές πράξεις που διαταράσσουν την ηρεμία του (επίσκοπος). Όπως παρατηρούμε η εξουσία είναι συγκεντρωμένη στα χέρια των ολίγων, απουσιάζει η εξουσία του λαού και οποιαδήποτε άλλη μορφή δημοκρατικής εξουσίας.

Ο δήμαρχος της Νότιας Πανδυσίας αναφέρει πως πριν από αυτόν ήταν δήμαρχος ο πατέρας του και πιο πριν ο παππούς του και μετά από αυτός πιθανότατα θα αναλάβει την εξουσία ο γιος του. Με αυτή την αναφορά ο συγγραφέας στηλιτεύει το γεγονός ότι ενώ φαινομενικά μπορεί να υπάρχει δημοκρατία τα αξιώματα κληροδοτούνται με ανεπίσημες διαδικασίες.

Το τέλος του έργου μας γεμίζει αισιοδοξία και μας προκαλεί να σκεφτούμε κριτικά για όσα συμβαίνουν γύρω μας. Είναι μια αφορμή να αμφισβητήσουμε όσα θεωρούμε κοινώς αποδεκτά και τα όσα μας προωθούν τα ΜΜΕ και οι πολιτικοί. Ίσως τελικά η αλήθεια που κάποιοι θέλουν να μας κρύψουν να είναι πολύ πιο εμφανής από όσο νομίζουμε και να αρκεί μια ιπτάμενη σελίδα για να μας κάνει να τη δούμε.

Επίλογος

Μέσα από την παρούσα εργασία, μας δόθηκε η ευκαιρία να ερευνήσουμε βιβλιογραφικά τις θεωρίες σχετικά με τη λογοτεχνική πρόσληψη. Επιπλέον, εστιάσαμε σε ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό έργο το οποίο μελετήσαμε ενδελεχώς υπό το πρίσμα της μυθοποιημένης ανάγνωσης κι αυτό στάθηκε αφορμή για να αναπτύξουμε πληθώρα θεμάτων. Στην προσπάθειά μας να εξηγήσουμε την πολιτική και κοινωνική κατάσταση που σκιαγραφείται στο έργο, ανατρέξαμε σε ιστορικά γεγονότα έχοντας ως σημείο αναφοράς το βιβλίο και ανακαλύψαμε το ρόλο που έχει διαδραματίσει ανά τους αιώνες.

ΚΑΡΙΩΤΑΚΗ ΜΑΡΙΑ - ΠΕΤΡΗ ΚΑΛΛΙΟΠΗ
Ρόδος, Φεβρουάριος 2012