Συνεντευξεις

Παρουσιασεις

Παρουσίαση από την Πελιώ Παπαδιά, Τaλκ - 4 Οκτωβρίου 2019

ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΙ ΦΙΛΟΙ: Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ ΜΑΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΒΙΒΛΙΩΝ ΤΟΥ

Τα παιδιά μου (κι εγώ, αλλά ας μείνουμε στα παιδιά μου) λατρεύουν τα ζώα. Και λατρεύουν και τα βιβλία με ζώα και τα ντοκιμαντέρ με ζώα και τις ταινίες με ζώα. Όταν ήρθε στα χέρια μας το πρώτο βιβλίο της σειράς του Βασίλη Παπαθεοδώρου Απρόσμενοι Φίλοι, με τίτλο Τόγκο, το σκυλί των πάγων, ενθουσιαστήκαμε από τη σύλληψη της ιδέας. Η ιστορία του Τόγκο, όπως και οι υπόλοιπες που ακολούθησαν, αυτές της Αύρας, του αλόγου ολυμπιονίκη, της Υβόννης, της ατίθασης αγελάδας των Άλπεων και του Σερ Αμί, του περιστεριού του πολέμου, είναι καταρχάς δοσμένες ως παραμύθια, όμως είναι βασισμένες σε αληθινά περιστατικά ηρωισμού, πίστης και αφοσίωσης ζώων, δηλαδή είναι και βιβλία τεκμηρίωσης. Μάλιστα, το κάθε βιβλίο περιλαμβάνει παράρτημα με τα πραγματικά γεγονότα, καθώς και βασικές γνώσεις σχετικές με την κάθε ιστορία.

Με αφορμή, λοιπόν, την Παγκόσμια Ημέρα των Ζώων και την κυκλοφορία σε λίγες ημέρες δυο νέων τίτλων. του Κουίμπι, του ευαίσθητου γορίλλα και του Λόμπο, του λύκου της Άγριας Δύσης, ζήτησα από τον Βασίλη Παπαθεοδώρου να μου μιλήσει για τη σύλληψη, την υλοποίηση και το μέλλον αυτής της εξαιρετικής σειράς, που απευθύνεται σε παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας, αλλά κάλλιστα διαβάζεται ευχάριστα και από πιο μεγάλα παιδιά και από ενήλικες. Ας δούμε τι μας είπε:
«Από τα πιο αγαπημένα μου αναγνώσματα, όταν ήμουν μικρός, ήταν τα Κλασσικά Εικονογραφημένα. Τα περίμενα πώς και πώς μια φορά την εβδομάδα, κάθε Παρασκευή αν θυμάμαι καλά, γατί κάθε Τρίτη έβγαινε το Μίκυ Μάους (μάλλον). Σε αυτά, λοιπόν τα υπέροχα περιοδικά βρίσκονταν στο τέλος πραγματικές ιστορίες ηρωικών σκυλιών. Σκυλιά που γάβγιζαν στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η βελγική Αντίσταση έπαιρνε σήμα για να κρυφτεί, σκυλιά που είχαν σώσει τους ιδιοκτήτες του από φωτιές και τιμήθηκαν μετά. Λάτρευα αυτές τις ιστορίες, γιατί συνδύαζαν τη μυθοπλασία με το πραγματικό γεγονός. Αυτό λοιπόν είναι και το «όραμα» το δικό μου για τη σειρά Απρόσμενοι Φίλοι.

»Δε θέλω ένα βιβλίο απλά για να εξιστορήσω ένα γεγονός, θέλω και το πραγματικό συμβάν μετά την ιστορία. Κι επιπλέον θέλω να υπάρχει και ένα μικρό παράρτημα με βασικές γνώσεις γύρω από το θέμα που πραγματεύεται ο κάθε τόμος. Τρία σε ένα δηλαδή. Προσπαθώ σε κάθε ιστορία να αλλάζω στιλ, μία να είναι πιο συγκινητικό, άλλη να είναι αστεία, η τρίτη να αναδεικνύει τον ηρωισμό των ζώων. Γιατί όλη η σειρά είναι χτισμένη πάνω στα ζώα. Σκυλιά και γάτα, άλογα και γορίλας, δελφίνια και λιοντάρια, περιστέρι κι αγελάδα, γουρούνι και πιγκουίνος, κάθε ένα από αυτά τα είδη έχει να επιδείξει και μια συγκλονιστική ιστορία αυτοθυσίας, πίστης, αγάπης.

»Η ιστορία που με άγγιξε πιο πολύ, σχεδόν με σόκαρε, ήταν του Λόμπο του λύκου. Είχα δακρύσει καθώς την διάβαζα. Πάντως πηγαίνοντας σε σχολεία, σε παιδιά νηπιαγωγείου και μικρών τάξεων δημοτικού, βλέπω πως σε άλλα παιδιά αρέσει η μια ιστορία, επειδή τους αρέσουν τα άλογα π.χ., και σε άλλα κάποια άλλη. Εποχές, έθιμα, συναισθήματα και ζώα, όλα εναλλάσσονται σε διαφορετικούς συνδυασμούς μεταξύ τους, δίνοντας κάτι το μάλλον απρόβλεπτο στη σειρά.

»Όμως, η σειρά έχει τύχει θερμής υποδοχής, λόγω και της εικονογράφησης. Με τη Λίλα Καλογερή έχουμε συνεργαστεί και σε άλλα βιβλία πιο πριν, έχουμε πολύ καλή χημεία και δεν έχει υπάρξει ποτέ η παραμικρή διαφωνία. Η Λίλα κάνει πάντα την έρευνά της, κοστούμια, ρούχα, έπιπλα, χτενίσματα της κάθε εποχής, πιστεύω ότι εικονογραφικά είναι και για την ίδια ένα είδος πρόκλησης, περνώντας από την μία εποχή στην άλλη.

»Γιατί για μένα σίγουρα είναι πρόκληση. Ποτέ δεν είχα κατέβει σε βιβλίο μου τόσο πολύ ηλικιακά, ούτε είχα ασχοληθεί με κάποια σειρά. Έχω γράψει γύρω στις 15 τέτοιες ιστορίες, εκκρεμούν άλλες 5 περίπου, αλλά συνέχεια ψάχνω για νέες, δυνατές περιπτώσεις με έντονα στοιχεία έκπληξης, συγκίνησης, αγάπης και ηρωισμού. Και βλέποντας τη συγκεκριμένη σειρά να μεγαλώνει, με τους αριθμημένους τόμους να αυξάνουν, μου αρέσει ακόμα περισσότερο, γιατί αποκτά πλέον τα χαρακτηριστικά μιας συλλογής. Είναι η σειρά που κι εγώ θα αγόραζα και θα διάβαζα ως μικρός».

Παρουσίαση από την Τασούλα Επτακοίλη στην "Καθημερινή της Κυριακής" - 9 Ιουνίου 2019

Ένα εικοσιτετράωρο με τον συγγραφέα Βασίλη Παπαθεοδώρου

Από τις αρχές Μαΐου βρίσκομαι σε μεταβατικό στάδιο, αφού έχω αρχίσει να εργάζομαι ως υπεύθυνος του παιδικού τμήματος στον εκδοτικό οίκο Καστανιώτη. Η τωρινή φάση διαδέχεται ένα διάστημα, διάρκειας ενός έτους, όπου ήθελα να κάνω σχεδόν τα πάντα και δεν έκανα σχεδόν τίποτα. Έχοντας παραιτηθεί από την προηγούμενη δουλειά μου σε τράπεζα, τον Μάιο του 2018, είχα όνειρα, επιθυμίες, επιδιώξεις, τα οποία έλεγα πως θα βάλω σε μια τάξη και θα αρχίσω να τα υλοποιώ, αλλά με αξιοθαύμαστη συνέπεια τα άφησα να υφίστανται ως έχουν. Συνεπώς, το 24ωρό μου, λόγω μετάβασης, είναι ακόμα υπό διαμόρφωση – αλλά κι αυτό έχει ίσως ένα κάποιο ενδιαφέρον.

07.00
Ξυπνώ, χωρίς ξυπνητήρι. Ανέκαθεν ήμουν πρωινός τύπος, συνεπώς σηκώνομαι με σχετική ευκολία. Φτιάχνω ένα πλούσιο πρωινό με φραπέ και ετοιμάζομαι για τη δουλειά, έχοντας χαζέψει στο Facebook και στο Ιντερνετ, γενικότερα, διάφορες ειδήσεις. Βάζω τα πρώτα «χαχα» και «ουάου», άντε και κάνα «sad» στα διάφορα ευαίσθητα, χωρίς να δώσω περαιτέρω σημασία, ανεβάζω κι εγώ κάποια εξυπνάδα και φεύγω.

08.15 - 09.00
Με το μετρό πηγαίνω από το Ελληνικό στο κέντρο. Λατρεύω να μισώ το κέντρο της Αθήνας, δεν βρίσκω τίποτα ωραίο και ούτε θέλω να βρω. Ποτέ δεν μου άρεσε, άσχετα αν ως φοιτητής υποκρινόμουν πολύ πετυχημένα ότι το γούσταρα, γιατί όλοι οι υπόλοιποι ήταν ξετρελαμένοι μαζί του. Ανεβαίνω από την Πανεπιστημίου μέχρι το τέρμα της Θεμιστοκλέους, στα Εξάρχεια, μια διαδρομή που τίποτα δεν μου προσφέρει. Εκτός από ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης στο φούρνο «Μαρίνα», Μπενάκη και Τζαβέλλα. Από τα καλύτερα κουλούρια σε έναν από τους καλύτερους φούρνους της πόλης.

09.00 - 17.00
Στο γραφείο, στον εκδοτικό οίκο. Εκεί φεύγει η ώρα χωρίς να το καταλάβω. Τηλέφωνα, e-mails, συναντήσεις με συγγραφείς και εικονογράφους για καινούργια βιβλία, όλα αυτά είναι πολύ δημιουργικά για μένα. Επιπλέον κάνω και το λογοτεχνικό editing των προς έκδοση παιδικών βιβλίων. Γύρω στις 16.00 - 16.30 έχω αρχίσει να κουράζομαι από τη δημιουργία, βέβαια, αλλά το καλό είναι πως και στον δρόμο του γυρισμού ακόμα έχω κάποιες ιδέες προς υλοποίηση. Ο χώρος του βιβλίου έχει μεγάλες προκλήσεις. Ιδιαίτερα του παιδικού, αφού απευθύνεται σε τόσο μικρές ηλικίες και διαμορφώνει αναγνώστες. Για να είμαι ειλικρινής, μέχρι στιγμής πάντα συμβαίνει κάτι και σπάει η εβδομάδα, κάποια δική μου εκδήλωση σε σχολείο, κάποιο εξωτερικό ραντεβού, κάποιο σύντομο ταξίδι στην περιφέρεια. Γενικά, η εργάσιμη μέρα μου έχει μεγάλη κινητικότητα, μεγάλη ποικιλία και αυτό είναι κάτι πρωτόγνωρο και γοητευτικό για μένα, που είχα συνηθίσει να είμαι καθηλωμένος σε ένα γραφείο, μπροστά από έναν υπολογιστή. Περίπου στις 17.00 φεύγω από τη δουλειά για το μετρό, προσπαθώντας να μη στραμπουλήξω το πόδι μου σε κάποια σπασμένη πλάκα, να μη γλιστρήσω, όταν βρέχει, και να μην πατήσω ακαθαρσίες.

17.15 - 17.35
Είμαι σαν σαρδέλα στο μετρό, δεν κρατιέμαι από πουθενά, προσπαθώ να βρω μια στοιχειώδη ισορροπία. Από τις όχι και τόσο απολαυστικές στιγμές μέσα στη μέρα μου.

18.00 - 22.30
Εκεί που λέω πως θα πάω γυμναστήριο και αρχίζω να βρίσκω άλλοθι για να μην πάω... Το υπόλοιπο της μέρας αφιερώνεται τελικά σε διάφορες δουλειές, τρεχάματα και υποχρεώσεις. Εκκρεμότητες, τηλέφωνα που πρέπει να γίνουν, ψώνια, κάθε μέρα προκύπτει και κάτι διαφορετικό. Τις πρώτες μέρες ήμουν φοβερά κουρασμένος, λόγω συνήθειας από το ένα έτος σχετικής απραγίας που είχε προηγηθεί. Μερικές μέρες έχω λίγο περισσότερη ώρα και βλέπω κάποια αμερικάνικη σειρά. Αυτό γίνεται και ψυχαναγκαστικά, καθώς παίρνω ιδέες για τα εφηβικά και νεανικά μου βιβλία, κυρίως πάνω στον τρόπο σύνδεσης των σκηνών και στο μοντάζ.

22.30 - 23.00
Πολύ θα ήθελα να γράψω πως ήρθε η ώρα για ένα «χαλαρό ποτάκι», αλλά αφενός δεν πίνω καθόλου, αφετέρου και το ψέμα έχει κάποια όρια. Ετσι, σιγά σιγά, αρχίζω να ετοιμάζομαι για ύπνο. Με καθαρή συνείδηση πέφτω σαν κούτσουρο, κοιμάμαι πανεύκολα. Βέβαια τις τελευταίες μέρες διάφορες ιδέες συνεχίζουν να με γυροφέρνουν ακόμα και στον ύπνο μου κι αυτό, γι’ αυτή τη φάση της ζωής μου, το θεωρώ καλό. Τελικά ποτέ δεν είναι αργά για να κάνει κάποιος μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή του.

Παρουσίαση, Συνέντευξη στον Άρη Δημοκίδη, Lifo - 10 Δεκεμβρίου 2018

Ο συγγραφέας Βασίλης Παπαθεοδώρου μιλά για το ανατριχιαστικά επίκαιρο νέο του βιβλίο «Τη νύχτα που έσβησαν τ’ αστέρια»

Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας παιδικών και εφηβικών/νεανικών βιβλίων αφηγείται την ιστορία πίσω απ’ το εξαιρετικό μυθιστόρημά του

Για το βιβλίο Τη νύχτα που έσβησαν τ’ αστέρια είχα αρχικά έναν έντονο προβληματισμό, αν θα έπρεπε να το γράψω ή όχι, τουλάχιστον τη συγκεκριμένη στιγμή ή αν έπρεπε να το αφήσω για αργότερα. Λόγω θέματος και χειρισμού ξέρω πως είναι ένα σκληρό βιβλίο, για τα δικά μου δεδομένα, και θα είναι δύσκολο ίσως να κινηθεί σε σχολεία, να μπει σε γυμνάσια ή λύκεια. Αλλά η βασική μου σκέψη και πεποίθηση είναι πως δεν γράφει ή δεν πρέπει να γράφει κανείς για τα σχολεία και την εμπορικότητα. Απλώς να λέει ιστορίες που θέλει να πει, που νιώθει πως έχουν κάποιο ενδιαφέρον. Κι εγώ ήξερα στο τέλος πως αν δεν έγραφα το εν λόγω μυθιστόρημα θα το μετάνιωνα, η σκέψη μου θα έτρεχε συνέχεια σ’ αυτή την ιδέα.

Η επιλογή των χαρακτήρων με δυσκόλεψε αρκετά. Ως young adult ανάγνωσμα οι χαρακτήρες δεν ήθελα να είναι μόνο νέοι, έπρεπε να υπάρχει και μια ισορροπία. Έτσι διάλεξα εννιά άτομα, αντιπροσωπευτικά ίσως κάποιων σχέσεων, για να τους δώσω φωνή: την κολλητή του εξαφανισμένου κοριτσιού, τον πατέρα της κολλητής, τα αδέλφια της πρωταγωνίστριας, τον πρώην φίλο της και τον κολλητό του, τη θεία της κοπέλας, την καθηγήτριά της και την αστυνομικό που κλήθηκε να διαλευκάνει την υπόθεση. Κατά κάποιον τρόπο φρόντιζα η αναλογία νέων και ενηλίκων, αντρών και γυναικών, να έχει μια ομοιομορφία, όπως επίσης και τα κεφάλαια στα οποία μιλά ο καθένας τους να είναι ίσα κατανεμημένα, χωρίς βέβαια να είμαι σίγουρος αν είναι σωστό αυτό.

Τα εννέα πρόσωπα μιλούν σε πρώτο ενικό, το βιβλίο αποτελείται από πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις. Αυτό που ήθελα να δείξω είναι οι δεύτερες σκέψεις που κάνει κάποιος, είτε αυτές αφορούν τύψεις και ενοχές είτε φόβο για τη διαχείριση ενός περιστατικού. Φόβο μήπως κατηγορηθεί για κάτι. Γιατί σχεδόν όλα τα άτομα φέρουν ένα μερίδιο ευθύνης για την εξαφάνιση του κοριτσιού, όλοι δημιούργησαν και επιβάρυναν μια κατάσταση με χρόνιες ή πρόσκαιρες συμπεριφορές, αλλά παράλληλα και όλοι, ανάλογα με την οπτική τους, θα μπορούσαν εύκολα να κατηγορήσουν κάποιον άλλον και να διώξουν την ευθύνη από πάνω τους. Κοινώς, οι πάντες είναι ένοχοι και αθώοι ταυτόχρονα. Συνεπώς, ήθελα ο αναγνώστης να μπει σε μια διαδικασία εντοπισμού γκρίζων ζωνών σε συμπεριφορές και αμφίθυμων λόγων και πράξεων. Πόσο όλα αυτά τα φαινομενικά αθώα μπορούν αθροιζόμενα και κατευθυνόμενα προς ένα άτομο να επηρεάσουν τη ζωή του; Για πόσο μπορεί κάποιο άτομο να κουβαλά τα προβλήματα και τις άσχημες αντιδράσεις των άλλων και να παραμένει ταυτόχρονα δυνατό; Μήπως όλοι μας ευθυνόμαστε γι’ αυτά τα «ασήμαντα» για μας που μπορεί να καταστούν πολύ σοβαρά για τους άλλους;

Στο βιβλίο τον κύριο λόγο έχουν οι ενοχές, οι τύψεις, οι αλληλοκατηγορίες. Είναι μάλλον ένα ανάγνωσμα για την αδυναμία του να αναλάβουμε και να φέρουμε τις ευθύνες μας, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάτι σοβαρό που μας ξεπερνά. Είναι αυτό το «μήπως» και το «τι θα γινόταν, αν…», που συνήθως μένουν πάντα αναπάντητα. Και προπάντων είναι η ευκολία με την οποία θέλουμε να αποτινάξουμε όλα αυτά που μας βαραίνουν, γνωρίζοντας ότι σε ένα βαθμό είμαστε συμμέτοχοι της δημιουργίας τους.

Το βιβλίο είναι σκληρό, όχι μόνο επειδή μιλά για την εξαφάνιση μιας κοπέλας Γ’ Λυκείου, όταν κανείς δεν ξέρει τι θ’ απογίνει, αν είναι ζωντανή ή όχι, αλλά προπάντων λόγω των σκέψεων των πρωταγωνιστών, του κυνισμού τους. Προσπάθησα να δώσω τη νοοτροπία του «άλλα σκέφτομαι, άλλα λέω, άλλα σε κάνω να πιστεύεις», να βάλω μέσα τον παράγοντα «προσωπική ατζέντα» με τον οποίον δουλεύουν και λειτουργούν πάρα πολλοί. Με άλλα λόγια ήθελα να δείξω τον βαθμό στον οποίο μύχιες προσωπικές επιδιώξεις, συχνά ανήθικες, πολιτικά μη-ορθές, ανατρέπουν την καθημερινότητα ενός περίγυρου όταν έρθουν στην επιφάνεια, όταν γίνουν κύρια στρατηγική.

Κάποιες συμπεριφορές είναι σοκαριστικές μέσα στο βιβλίο, αυτό τουλάχιστον μου είπαν κάποιοι που διάβασαν το κείμενο πριν την έκδοσή του. Αλλά ταυτόχρονα τις βρήκαν πολύ αληθινές. Ο σκοπός μου ήταν να μην εκφραστώ πολιτικά ορθά, να μην προσπαθήσω να εξωραΐσω σκέψεις και συναισθήματα. Δεν ξέρω αν το πέτυχα αυτό, όμως η γενική κατεύθυνση, η κύρια πρόθεσή μου ήταν αυτή. Βλέπω πως στο εξωτερικό κυκλοφορούν πάρα πολλά παρόμοια βιβλία με σκληρά έως και σοκαριστικά θέματα, πράγμα που στην Ελλάδα δεν συνηθίζεται. Ο διδακτισμός και ο νέο-συντηρητισμός έχουν επανακάμψει δριμύτεροι. Αλλά, από την άλλη, επ’ ουδενί δεν ήθελα να γράψω κάτι με σκοπό την πρόκληση, δεν είναι αυτοσκοπός αυτός, δεν πρέπει να είναι το ζητούμενο. Το μόνο ζητούμενο είναι να υπάρχει, αν υπάρξει, ένας προβληματισμός γύρω από συμπεριφορές, ίσως μια σκέψη που ενδέχεται για κάποιους, έστω ελάχιστους, να λειτουργήσει αποτρεπτικά, να τους κάνει να σκεφτούν πιο καλά πριν ξεστομίσουν ή κάνουν κάτι. Περιστατικά σαν του Γιακουμάκη, του Άλεξ, παλαιότερα της Αμαρύνθου, των παιδιών από την Αργυρούπολη φέτος, όλα έχουν κάποια αιτία. Το βιβλίο, κάθε βιβλίο, δεν έρχεται να νουθετήσει, αλλά να φωτίσει κάποιες πτυχές, έστω με τον τρόπο που τις φωτίζει.

Τα εννιά άτομα μιλούν για την πρωταγωνίστρια εκφέροντας διαφορετικές απόψεις. Ο χαρακτήρας του κοριτσιού, έτσι όπως προκύπτει από τις αφηγήσεις, είναι διφορούμενος. Όμως, έτσι δεν είμαστε και όλοι εμείς στα μάτια των άλλων; Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί πως μας ξέρει τέλεια ή μπορούμε εμείς να πούμε πως ξέρουμε τέλεια κάποιον; Πάντα θα υπάρχει μια πτυχή που θα την δει ένας άλλος. Συνεπώς το καλό και το κακό, απλουστευτικά το λέω αυτό, συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο σε άλλες αναλογίες και ο καθένας βλέπει τις περισσότερες φορές αυτό που θέλει να δει.

Αυτό ήθελα λοιπόν να δείξω κι εγώ, την απουσία μιας συγκεκριμένης οπτικής.

Παρουσίαση "Booksecret-Elniplex" - 6 Νοεμβρίου 2018

Βασίλης Παπαθεοδώρου: “Τα ζώα δεν προσφέρονται μόνο για παρέα, μπορούν να γίνουν ήρωες, φίλοι και σωτήρες”

“Η ιδέα της σειράς «Απρόσμενοι φίλοι» επώαζε μάλλον για πολλά χρόνια στο μυαλό μου. Θα ήμουν μαθητής δημοτικού όταν είχα πρωτοδιαβάσει στα «Κλασσικά Εικονογραφημένα» της εποχής κάποιες απίστευτες ιστορίες ηρωικών σκυλιών. Κι ενώ αυτές οι μικρές αφηγήσεις δεν είχαν εικονογράφηση όπως το υπόλοιπο τεύχος, παρόλα αυτά μου έκαναν τεράστια εντύπωση. Έτσι πριν από κάποια χρόνια αποφάσισα να κάνω κάτι παρεμφερές, όχι μόνο με σκύλους, αλλά με όλα τα ζώα: Ηρωικές πράξεις, στιγμές αυτοθυσίας, σκηνές αλτρουισμού. Μέσα από τη σειρά θα παρελάσουν άλογα, σκυλιά, γάτες, πιγκουίνοι, γορίλες, φάλαινες, αγελάδες, περιστέρια, λιοντάρια, γουρούνια, λύκοι και άλλα ζωντανά. Ο συνδετικός κρίκος είναι πραγματικές ιστορίες που συγκινούν, που προβληματίζουν, που μας κάνουν να σκεφτόμαστε για λίγο το ρόλο αυτών των υπάρξεων. Ότι δεν προσφέρονται μόνο για παρέα ή για παρατήρηση, ότι δεν είναι –κάποια από αυτά- απειλές, αλλά είναι και μπορούν να γίνουν ήρωες, φίλοι και σωτήρες.

Τη σειρά την έχω οραματιστεί να αποτελείται από τρία μέρη: Τη μυθοπλασία ή επαναφήγηση της ιστορίας, τα πραγματικά γεγονότα και ένα παράρτημα με βασικές γνώσεις γύρω από το θέμα που αναπτύσσεται. Δεν ήθελα να είναι απλά και μόνο η επαναδιήγηση. Κατά κύριο λόγο απευθύνεται σε παιδιά πρώτης-δευτέρας δημοτικού, αλλά μπορεί να διαβαστεί κι από μεγαλύτερα, ενώ οι γονείς μπορούν να διαβάσουν τις ιστορίες σε μικρότερα. Επίσης μπορούν να προσθέτουν από την πραγματική ιστορία όσα στοιχεία κρίνουν, ώστε να εμπλουτίσουν τη μυθοπλασία. Παρόλο που φαίνεται παράξενο, το να καταστρώσω αυτή τη σειρά ήταν πολύ πιο κουραστικό από τα να γράψω πολυσέλιδο μυθιστόρημα για εφήβους.

Κάνοντας έρευνα για τις ιστορίες παρατήρησα πως οι πιο παλιές από αυτές είχαν πλέον θρυλικές. Ίσως με την περιορισμένη πληροφόρηση των 100 και πλέον ετών πριν, οι άνθρωποι τις διακινούσαν από στόμα σε στόμα κι έμεναν εντυπωσιασμένοι από τα κατορθώματα των ζώων-ηρώων. Σε πολλά δε από αυτά απένειμαν εξαιρετικές τιμές, όπως μετάλλια, υποδοχές, αγάλματα, κλπ. Οι πιο σύγχρονες περιπτώσεις απλά απασχόλησαν τα μέσα για λίγες ημέρες. Φαίνεται πως οι παλιότερες εποχές ήταν όντως καιροί ηρωισμού.

Όλη η σειρά φαίνεται πως είναι και μια πρόκληση για τη Λίλα Καλογερή, την εικονογράφο της. Στη Λίλα αρέσουν πάρα πολύ οι πιο παλιές ιστορίες, της αρέσει να κάνει έρευνα για το πώς ήταν τα σπίτια στην Αλάσκα στις αρχές του 20ου αιώνα ή πώς διέφεραν οι στολές των στρατιωτών κατά των Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μέχρι στιγμής έχουν κυκλοφορήσει τρεις τόμοι: «Τόγκο, το σκυλί των πάγων», «Αύρα, το άλογο ολυμπιονίκης» και «Σερ Αμί, το περιστέρι του πολέμου». Η κυκλοφορία της Σερ Αμί μάλιστα συμπίπτει με την επέτειο των 100 χρόνων από το περιστατικό καθώς και με τη λήξη του πολέμου.

Εύχομαι να αγαπηθεί η σειρά από τα παιδιά αλλά και τους μεγάλους”.

Παρουσίαση στη Μαρία Σούμπερτ, Theathinai - 11 Ιανουαρίου 2018

Γνωριμία με τον συγγραφέα εφηβικών βιβλίων Βασίλη Παπαθεοδώρου

Γνώρισα τον Βασίλη Παπαθεοδώρου σε ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής, που διοργάνωνε το τότε ΕΚΕΜΕΛ με τον Στρατή Χαβιαρά στις αρχές της νέας χιλιετίας –ίσως το πιο οργανωμένο και σωστά δομημένο σεμινάριο που είχα παρακολουθήσει έως τότε. Ο Βασίλης αποδείχτηκε πως εκτός από «συμμαθητής» στο σεμινάριο ήταν και «συμμαθητής» μου στο σχολείο, καθώς είναι κι εκείνος απόφοιτος της Γερμανικής Σχολής Αθηνών. Επίσης έχει τρομερό χιούμορ. Αυτά μαζί με έκαναν πάντα να τον σκέφτομαι σαν έναν άνθρωπο οικείο σε μένα, που μπορεί να μη γνωριζόμαστε σε προσωπικό επίπεδο, αλλά έχουμε πάντα κάποια στοιχεία που μας συνδέουν. Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου σπούδασε μεταλλουργός και χημικός μηχανικός στο ΕΜΠ και έκανε μεταπτυχιακά στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, αλλά στο τέλος τον κέρδισε η συγγραφή βιβλίων. Τον ρωτήσαμε για όλα αυτά που περνάνε από το μυαλό ενός συγγραφέα με το δικό του υπόβαθρο.

Η αλήθεια είναι πως μερικές φορές σου προκύπτουν πράγματα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν καν περάσει από το μυαλό σου. Ποτέ μου δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα ασχολιόμουν με το γράψιμο. Ποτέ, μέχρι το 1995. Εκείνη τη χρονιά λοιπόν έκανα την πρώτη μου λογοτεχνική απόπειρα, με μυθιστόρημα ενηλίκων, το οποίο το έστειλα σχεδόν σε όλους τους εκδοτικούς οίκους της εποχής και –χωρίς να τους αδικώ- το απέρριψαν άπαντες. Το γεγονός όμως ότι είχα, ως φαίνεται, μια αδιοχέτευτη δημιουργικότητα καθώς και μια παντελή έλλειψη ενδιαφερόντων μέχρι εκείνη τη στιγμή (ούτε μουσική έπαιζα, ούτε αθλητισμό έκανα, αλλά ούτε και κάποια άλλη ενασχόληση), με πείσμωσε. Υπό άλλες προϋποθέσεις αυτήν την απόρριψη θα την έπαιρνα με ηττοπάθεια, όμως η επιμονή μου στο να συνεχίσω, βοηθήθηκε κι από τη μοναχικότητά μου και τη διαρκή ανάγνωση βιβλίων από μικρό παιδί. Έτσι, το 1996, συνέχισα με παιδικό, παίρνοντας μέρος σε διαγωνισμό και κερδίζοντας έπαινο. Ήταν μια από τις ευτυχέστερες μέρες της ζωής μου, όταν μου το ανακοίνωσαν. Το βιβλίο βγήκε μετά από 4 χρόνια, άλλη απογοήτευση, δεν πούλησε καθόλου καλά, κι άλλη απογοήτευση, δεν ασχολήθηκε κανείς μαζί του. Τον πρώτο καιρό οι απογοητεύσεις ήταν πολύ περισσότερες από τις χαρές. Συνέχισα όμως, ίσως με κάπως πιο κομμένα τα φτερά απ’ότι στην αρχή, αλλά συνέχισα.

Το 2008, τα «Χνότα στο τζάμι», το 5ο βιβλίο μου, βραβεύεται από τον Κύκλο Παιδικού Βιβλίου, το Διαβάζω και με Κρατικό. Ήταν η χρονιά που άλλαξαν όλα στην πορεία μου, σαν να με χτύπησε κάτι και να μου άλλαξε κατεύθυνση. Λάθος! Δεν άλλαξα εγώ κατεύθυνση, άλλαξαν θα έλεγα οι υπόλοιποι στον τρόπο που με έβλεπαν. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω εγώ. Δηλαδή από τη σχεδόν πλήρη αφάνεια ή ανυποληψία των προηγούμενων 12 ετών, ξαφνικά χαρτογραφήθηκα. Τις επόμενες χρονιές τα βιβλία μου έπαιζαν σε βραβεία ή υποψηφιότητες, κάθε χρονιά σχεδόν. Η διαχείριση των δύο προηγούμενων καταστάσεων, αντίθετων μεταξύ τους, ήταν για μένα ένα μεγάλο μάθημα, θεωρώ πως με έκανε να πατώ πάνω στη γη. Εκ των υστέρων έχω καταλάβει πως είναι αναγκαία η απογοήτευση ή και η απόρριψη σε κάποιες φάσεις, σε προσγειώνουν. Αυτό το βλέπω πολύ έντονα με το Facebook και με όλους τους συγγραφείς που αναδείχτηκαν μέσω αυτού από το πρώτο τους βιβλίο, η παραμόρφωση της πραγματικότητας από την ψεύτικη αποδοχή του κόσμου με τα λάικς έχει κάνει τεράστιο κακό στους ίδιους. Θέλω να πω πως τα ίδια τα βιβλία τους δεν δικαιολογούν επ’ουδενί αυτό το χαμό. Συνεπώς αισθάνομαι ιδιαίτερα τυχερός που βγήκα πριν από το ΦΒ. Την πορεία μου την έχω δουλέψει μόνος μου. Θυμάμαι τα πρώτα χρόνια έκανα δελτία τύπου και τα έστελνα σε μέσα ή σε σχολεία για να διαφημίσω τη δουλειά μου. Δεν θα το ξανάκανα, στην πορεία μαθαίνει κανείς τα όριά του και ποια πράγματα του ταιριάζουν. Πάνω απ’όλα έμαθα να διαχειρίζομαι τις απογοητεύσεις μου, τις όποιες ανταγωνιστικές τάσεις είχα, την ανυπομονησία μου. Δεν λέω κατά 100%, προς Θεού κάποια στοιχεία υπάρχουν και είναι φυσιολογικό να υπάρχουν, αρκεί να είναι τιθασευμένα. Πάνω απ’όλα έμαθα να γνωρίζω το σκαλί που βρίσκομαι, ούτε να δείχνω ταπεινός υποβιβάζοντας σκόπιμα τον εαυτό μου, ούτε υπερφίαλος. Για μένα το μυστικό είναι να γνωρίζει κανείς πού βρίσκεται τοποθετημένος.

Απ’όλη αυτή την πορεία των 20+ ετών και των 20 βιβλίων κρατώ και τα βραβεία και τις καλές κριτικές, προφανώς και με ευχαριστούν αυτά, προφανώς και δεν σνομπάρω. Τεράστιο συναισθηματικό κέρδος όμως είναι η επαφή με τους εφήβους, εκεί μαθαίνω πράγματα. Η εμπιστοσύνη που μου δείχνουν κάποιοι μετά από επίσκεψή μου σε γυμνάσιο, είναι συγκινητική. Και όλο αυτό ανήκει στην κατηγορία των άυλων δώρων, άυλων βραβείων, τα οποία είναι εξίσου σημαντικά με τα άλλα. Τα βραβεία σου προσφέρουν μια αναγνώριση, το κοινό όμως είναι αυτό που τελικά θα σου προσφέρει την καθιέρωση. Αν την αξίζεις φυσικά! Αυτό που προσπαθώ όμως πάντα είναι να παίρνω τη δουλειά μου στα σοβαρά, χωρίς να πολυπαίρνω τον εαυτό μου. Το να ονομάζεσαι συγγραφέας είναι κάτι που στο αναγνωρίζουν οι άλλοι και δεν επιτρέπεται να χαρακτηρίζεις εσύ έτσι τον εαυτό σου. Η λέξη «συγγραφέας» είναι για μένα κάτι σαν τίτλος, σου δίνεται. Αν τον αξίζεις.

Παρουσίαση στο Public Blog "Ο συγγραφέας του μήνα" - Ιούλιος 2015

Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου είναι από αυτούς τους λίγους συγγραφείς που αθόρυβα και σταδιακά, αλλά με σίγουρα βήματα, διαγράφουν τη συγγραφική τους πορεία, φροντίζοντας να αφήσουν το στίγμα τους με έναν τρόπο αδιαμφισβήτητο.

Όποιος έχει διαβάσει έστω κι ένα δείγμα της δουλειάς του, ξέρει ότι με τη μαεστρία και τους λεπτούς χειρισμούς του πάνω σε κάθε θέμα στο οποίο ρίχνει τη διαισθητική ματιά του, καταφέρνει κάθε φορά ένα άρτιο αποτέλεσμα.

Αλλά το βασικότερο απ’ όλα του τα επιτεύγματα, παραμένει μέχρι σήμερα η αγάπη που του δείχνει ο κόσμος. Αυτό απέδειξε και η βράβευσή του στα φετινά Βραβεία Βιβλίου Public στην κατηγορία “Εφηβική Λογοτεχνία” για το βιβλίο του “Το ημερολόγιο ενός δειλού“, ένα από τα πολλά βραβεία που έχει κερδίσει κατά καιρούς ο συγγραφέας.

Παρουσίαση από την Σάντρα Βούλγαρη, "Καθημερινή" - 28 Δεκεμβρίου 2013

Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης

«Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης. Υπάρχει, όπως σίγουρα υπάρχουν η αγάπη, η γενναιοδωρία, η στοργή και η τρυφερότητα, που ξέρεις ότι σε περιστοιχίζουν και δίνουν στη ζωή σου ομορφιά και χαρά. Βιρτζίνια, οι φίλοι σου κάνουν λάθος. Έχουν επηρεαστεί από τον σκεπτικισμό της εποχής μας. Δεν πιστεύουν παρά μόνο σε ό,τι βλέπουν». Ένα από τα πιο συγκινητικά και πολυδιαβασμένα άρθρα εφημερίδας διεθνώς, αυτό που έγραψε ο αρχισυντάκτης της «Σαν» Φράντσις Τσερτς στην οκτάχρονη Βιρτζίνια το 1897, ενέπνευσε τον Βασίλη Παπαθεοδώρου να γράψει το βιβλίο του "Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Αγιος Βασίλης!" που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ενα τρυφερό «δώρο» του γνωστού για τα εφηβικά του κυρίως μυθιστορήματα συγγραφέα στο παιδικό του κοινό.

«Το "Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης" το είχα δει σε κινούμενα σχέδια στην τηλεόραση το 1978, όντας μαθητής δημοτικού. Θυμάμαι κάποια καρέ και κάποιες στιγμές της ταινίας, αλλά πάνω απ’ όλα θυμάμαι την επιθυμία μου να είχα πρωτοπεί εγώ αυτή την ιστορία. Τόσο την είχα ζηλέψει. Έκτατε και για τα επόμενα τριάντα πέντε χρόνια, αυτή η υπόθεση είχε καρφωθεί στο μυαλό μου. Ήταν τόσο έντονη η ανάμνηση, που νόμιζα, λανθασμένα, πως η ιστορία ήταν πολύ γνωστή σε όλους. Φέτος κάνω ένα παιδικό όνειρο, μια παλιά επιθυμία, πραγματικότητα», ανέφερε σε συνέντευξή του στην «Κ» ο Βασίλης Παπαθεοδώρου.

Διαφυγή

Εχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας και δύο φορές με το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω» για τα βιβλία του "Χνότα στο τζάμι" και "Στη διαπασών". Ο ίδιος περιγράφει τη συγγραφική του πορεία ως χόμπι, διαφυγή... «Υστερα από χρόνια προσπαθώ να μη χάσω τον αυθορμητισμό μου. Η συγγραφή αρχικά μου πρόσφερε απογοητεύσεις, εκ των υστέρων κατάλαβα πως ήταν απαραίτητες κι έπαιξαν κι αυτές τον ρόλο τους. Υπήρξαν στιγμές πραγματικά συγκινητικές, από συναντήσεις με μαθητές, από κάποια μηνύματα που μου έστειλαν. Τα βραβεία, η όποια αναγνώριση, το γεγονός ότι έχουν ασχοληθεί κάποιοι άνθρωποι μαζί μου, είναι φυσικό και ανθρώπινο να με ικανοποιούν και να μου δίνουν δύναμη να συνεχίσω. Θέλω να είμαι προσγειωμένος και πάνω απ’ όλα να κρατήσω τον αρχικό μου ενθουσιασμό. Κοινώς, προσπαθώ να συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω, γιατί μ’ αρέσει και μ’ ευχαριστεί και όχι γιατί πρέπει».

Παρουσίαση - Συνέντευξη στον διαδικτυακό τόπο www.elniplex.com - 22 Δεκεμβρίου 2013

Γνωρίστε το Βασίλη Παπαθεοδώρου

Κάναμε έρευνα, μιλήσαμε μαζί του, διαβάσαμε βιβλία του και αυτό στο οποίο καταλήξαμε είναι πως ο Βασίλης Παπαθεοδώρου είναι από τους συγγραφείς που ξεκάθαρα αξίζουν της προσοχής όλων των βιβλιόφιλων. Η εκδοτική του παρουσία -και όχι η συγγραφική- ξεκίνησε με αφορμή ένα τυχαίο γεγονός. Η συγγραφέας Ελένη Δικαίου άφησε στην τράπεζα που εργάζεται μια προκήρυξη διαγωνισμού της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς, στον οποίο τελικά διακρίθηκε για το βιβλίο του "Σχολική παράσταση" το οποίο εκδόθηκε 4 χρόνια μετά!

Από το 1996 έως σήμερα έχει γράψει 13 βιβλία για παιδιά, εφήβους και νέους και έχει αποσπάσει σημαντικά βραβεία.

Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα. Από το 1979 ζει στη Γλυφάδα. Φοίτησε στο γυμνάσιο και λύκειο της Γερμανικής Σχολής Αθηνών. Στη συνέχεια σπούδασε Μεταλλειολόγος Μηχανικός και Χημικός Μηχανικός στο ΕΜΠ, ενώ έκανε μεταπτυχιακά στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Έχει εργαστεί σε αεροπορική εταιρεία και ως καθηγητής Γερμανικών. Σήμερα εργάζεται ως Αναλυτής Κινδύνων σε τράπεζα. Ο ίδιος ομολογεί: "… ίσως αυτά να μην συνδυάζονται μεταξύ τους αλλά πιστεύω από όλα τα παραπάνω έχω πάρει "κάτι", είτε αυτό είναι εμπειρία, είτε τρόπος σκέψης, είτε συναναστροφή με πολλούς και διαφορετικούς τύπους ανθρώπων, που με βοήθησαν και μου έδωσαν ιδέες για το γράψιμο των βιβλίων μου".

Έχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας και δύο φορές με το Βραβείο του περιοδικού "Διαβάζω" (2008, 2010) για τα βιβλία του "Χνότα στο τζαμί" και "Στη διαπασών". Επίσης έχει αποσπάσει άλλα έξι λογοτεχνικά βραβεία για διάφορα έργα του από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά και τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου.

Πέντε από τα βιβλία του (Το μήνυμα, Οι Εννέα Καίσαρες, Χνότα στο τζάμι, Στη διαπασών, Το μεγάλο ταξίδι της κινέζικης πάπιας) διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, σε μετεκπαιδευόμενους δασκάλους.

Εργογραφία:
Ναι Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης. Αθήνα, Καστανιώτη, 2013.
Οι άρχοντες των σκουπιδιών. Αθήνα, Καστανιώτη,2012.
Ο Αϊ – Βασίλης στο ραντάρ – Και άλλες χριστουγεννιάτικες ιστορίες. Αθήνα, Καστανιώτη, 2011.
Ιπτάμενες Σελίδες. Αθήνα, Καστανιώτη, 2011.
Μια Αστεία Επιδημία. Αθήνα, Καστανιώτη, 2010.
Στη Διαπασών. Αθήνα, Καστανιώτη, 2009.
Άλφα. Αθήνα, Καστανιώτη, 2009.
Το μεγάλο ταξίδι της κινέζικης πάπιας. Αθήνα, Καστανιώτη, 2008.
Χνότα στο τζάμι. Αθήνα, Κέδρος, 2007.
Ποιoς απήγαγε τον Αϊ-Βασίλη; Αθήνα, Καστανιώτη, 2007.
Οι εννέα καίσαρες. Αθήνα, Καστανιώτη, 2004.
Το μήνυμα. Αθήνα, Καστανιώτη, 2001.
Σχολική παράσταση. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2000.

Φωτεινή Βαρδάκα

Συνέντευξη

Συναντήσαμε το Βασίλη Παπαθεοδώρου στο πανέμορφο καφέ του Ιανού στη Σταδίου. Παρασκευή, από τη δουλειά και οι τρεις, ρωτήσαμε αν επιτρεπόταν το κάπνισμα, αναζητώντας προφανώς κάποια ολιγόλεπτη χαλάρωση πριν ξεκινήσουμε τα επίσημα. Ο σερβιτόρος φώναξε ως ντελάλης -σα να 'χε καημό να ακουστεί ως το Σύνταγμα- "δεν επιτρέπεται το κάπνισμα εδώ". Γελάσαμε λες κι είχαμε ακούσει το καλύτερο ανέκδοτο. Ας είναι. Ξεκινήσαμε να μιλάμε για το 'να και για τ’ άλλο. Είπαμε πολλά. Και κάποια στιγμή είπαμε να βγάλουμε και το ηχογραφητήρι μας και να γράψουμε και κάποια πράγματα γιατί κινδυνεύαμε να τα πούμε όλα off the record.
Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου έχει πλέον καταξιωθεί στο χώρο του βιβλίου. Μετά από μερικές απορρίψεις, δεκατρία περίπου χρόνια βιβλία, αρκετά σημαντικά βραβεία και όμορφες ιστορίες, πολλά έχεις να ακούσεις από έναν άνθρωπο που δίχως εμμονές, εμπάθειες και περιχαρακώσεις, έχει την άνεση να μιλήσει για όλα όσα μιλούν και τα βιβλία του.

Πώς συνδυάζονται οι σπουδές που έκανες με το χώρο εργασίας σου και τη συγγραφή βιβλίων, χώροι που δεν ταιριάζουν στα μάτια και το μυαλό των περισσότερων ανθρώπων; Πώς τα ταίριαξες;

Μια μέρα δούλεψα σα μηχανικός! Ήθελαν μηχανικό–πλασιέ, να πηγαίνει για να δείχνει βάνες και αναρωτήθηκα "γιατί σπούδασα τόσα χρόνια; Για να δείχνω βάνες;" Με βοήθησαν πολύ όμως οι σπουδές. Το κατάλαβα μετά από χρόνια στον τρόπο γραφής μου γιατί είναι γραφή μηχανικού. Έχω δει κι άλλο ένα άτομο που έγραψε το πρώτο του βιβλίο, ο Γιώργος Μαυρωτάς, ο πολίστας, έγραψε "Το θεώρημα της επτάδας" και λέω "μα γράφουμε σχεδόν το ίδιο". Το συζητήσαμε και έχουμε μηχανικό γράψιμο, δηλαδή αφαιρείς τις φιοριτούρες και έχει αρχή, μέση, τέλος, κάτι σα να 'χει πυλώνες. Με βοήθησε πάρα πολύ το μηχανιλίκι. Φαντάζομαι ότι αν δεν ήμουν μηχανικός και ήμουν κάτι άλλο, θα ήταν εντελώς διαφορετικός ο τρόπος γραφής μου.

Σε σχέση με τη δουλειά σου;

Ο διορισμός στην τράπεζα ήρθε αρκετά μετά τις σπουδές. Γενικά η δουλειά σε κρατά σ’ ένα γήινο επίπεδο. Δεν είμαι δηλαδή ο άνθρωπος του πνεύματος και φαντασιώνομαι ότι είμαι ο τάδε. Δουλεύω και κάνω αυτό σα χόμπι και όπου οδηγηθεί. Δεν γράφω σε καθημερινή βάση. Γράφω σε περίοδο διακοπών. Κατά κάποιο τρόπο, προγραμματίζω τον εαυτό μου να γράφει σε περίοδο διακοπών, κανονίζω δηλαδή τη σκέψη μου κάτι μήνες πιο πριν, ούτως ώστε τα Χριστούγεννα ή το καλοκαίρι να φτάσω να είμαι έτοιμος να κάνω κάτι. Μπορεί να έχω μια ιδέα και δέκα ετών στο μυαλό μου, σαν παζλ. Άμα δεν μπει και το τελευταίο κομμάτι, δεν βγαίνει. Αν όμως μπει και το τελευταίο κομμάτι, μετά θα κάτσω και θα το γράψω γρήγορα αλλά όχι διεκπεραιωτικά. Δε θα το παιδέψω. Η ιστορία θα έχει μπει στη θέση της. Στην ουσία εγώ θέλω να πω μια ιστορία, όσο γίνεται καλύτερα. Δε θεωρώ ότι θέλω να χαράξω νέες οδούς στη γλώσσα -ας πούμε- της Λογοτεχνίας. Θέλω να πω μια ιστορία, να την ευχαριστηθώ εγώ που τη γράφω.

Όταν γράφεις έχεις στο μυαλό σου να αρέσει και σε κάποιους αναγνώστες, από έναν έως χίλιους;

Όχι, όχι. Όταν γράφω έχω στο μυαλό μου το target group, την ηλικιακή ομάδα στην οποία απευθύνομαι, δεν μπορώ να γράψω ξεχνώντας το αυτό. Έτσι προσανατολίζομαι, με βάζει σε κάποια όρια τουλάχιστον για να μη χαθεί το πράγμα.

Αυτό ως προς τα νοήματα και το λεξιλόγιο περισσότερο;

Ναι, ναι. Στις αρχές είχα και κάποιες αναστολές, κατά πόσο θα χρησιμοποιώ βωμολοχίες σε εφηβικά βιβλία

Έχεις δεχτεί κριτική γι’ αυτό, ελαφριά.

Ναι, πριβέ ίσως περισσότερο.

Ενοχλούμαστε κάποιοι, ε;

Εντάξει, τι να κάνουμε, αυτή είναι η ζωή. Το ίδιο ισχύει και για τη βία. Εντάξει έχει γεμίσει ο τόπος όλο με ροζ, με πεταλουδίτσες και ζωάκια. Δεν πειράζει, ας γραφτεί κι ένα βιβλίο με βία, κατ’ εμέ ας γραφτεί κι ένα βιβλίο με βωμολοχία, ας είναι εξαίρεση κι ας μη διαβαστεί. Ενώ στην αρχή ήμουν πιο σφιγμένος, όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο πιο πολύ νιώθω απελευθερωμένος στο να γράψω οτιδήποτε. Δηλαδή, "Οι άρχοντες των σκουπιδιών", που είχε βγει το 2012, ήταν ένα βιβλίο που παράπαιε μεταξύ ενηλίκων και νεανικό. Το βλέπω και λίγο σαν πρόκληση. Θέλω να γράψω ένα βιβλίο που να κινείται μεταιχμιακά, να είναι εφηβικό αλλά να μην έχει κανένα έφηβο μέσα, ούτε εφηβικά προβλήματα -σπυράκια, ναρκωτικά και χωρισμένοι γονείς, ή με τον παππού και τη γιαγιά στο χωριό στις διακοπές. Για να βγει νεανικό πρέπει να είναι στη δομή, να είναι στην ταχύτητα, λίγο στη γλώσσα, να τους δώσω άλλα νεανικά στοιχεία, πέρα απ’ αυτά.

Αν οι Έλληνες διάβαζαν περισσότερο περιπέτειες και ιστορίες ηρώων βιβλίων, όπως ο Γιώργος Χρονόπουλος (σημ.: ο 13χρονος πρωταγωνιστής του βιβλίου "Σχολική Παράσταση"), πιστεύεις ότι θα συνέχιζαν το ίδιο εμμονικά να μισούν τους ξένους, τους διαφορετικούς;

Εγώ αγάπησα το βιβλίο, βασικά από τα κλασσικά εικονογραφημένα και από το Μίκυ Μάους, από τίποτα άλλο. Θέλω να πω ότι δεν έχω διαβάσει το ορίτζιναλ "Έγκλημα και Τιμωρία", το έχω διαβάσει σε κλασσικά εικονογραφημένα και μου έχει μείνει από την έκτη δημοτικού και μάλιστα πολύ έντονα. Πρώτα απ’ όλα αυξήθηκε η φαντασία και προφανώς γνωρίζοντας και άλλες λογοτεχνίες, είσαι πιο δεκτικός και πιο ανοιχτόμυαλος. Πιστεύω ότι αν τα παιδιά δεν δούνε τους γονείς τους να διαβάζουν και αν δεν τα διαβάσουν από μικρά, έστω και οπτικοποιημένα, έχει χαθεί μετά. Δηλαδή και που πηγαίνω εγώ σε γυμνάσια και σε λύκεια ή και σε δημοτικά ακόμα, δε γίνεται κάτι. Έγινε μια ωραία συζήτηση, μετά θα φύγω, μπορεί να ξεχαστεί, μπορεί κάποιος να μην ξανασχοληθεί από εκεί και πέρα με το βιβλίο. Αυτό είναι κάτι που μαθαίνεται από πολύ μικρός, όπως και όλη αυτή η ανεκτικότητα απέναντι στον άλλο. Τώρα, κακά τα ψέματα, όλα αυτά φαντάζομαι ότι προϋπήρχαν στους Έλληνες κρυμμένα, θαμμένα σε συρτάρια και το ότι βγήκαν ενδεχομένως να οφείλεται ότι σε περίοδο κρίσης και οργής βγαίνουν και κάποια πράγματα άσχημα. Το ζήτημα, το πιο ανησυχητικό, είναι ότι φτάνουμε στο επίπεδο να χαιρόμαστε που βγάζουμε άσχημα πράγματα πλέον, δε δίνουμε σημασία, δε μας νοιάζει ο άλλος, που θα τον βρίσουμε στο facebook, θα τον ξεφτιλίσουμε. Χαιρόμαστε να ξελαμπικάρουμε πάνω στον άλλον. Έχει ξεφύγει δηλαδή το όριο. Εγώ είμαι, κατά κάποιο τρόπο, άνθρωπος των ορίων. Άμα φύγει το όριο, δε μου αρέσει, δεν κινούμαι άνετα. Είναι εποχή δίχως όρια. Αν δεν ήταν οι ξένοι, θα ήμασταν εμείς γιατί ούτως ή άλλως έχουμε την τάση να βγάζουμε ο ένας το μάτι του άλλου. Δεν είναι αποκλειστικά και μόνο ρατσιστικό το πράγμα που γίνεται. Εδώ πέρα στην Ελλάδα είναι κοντά σε μια γενικότερη φιλοσοφία μίσους -και να έλειπαν οι ξένοι- θα βρίσκαμε κάποιο άλλο υποκατάστατο για να διοχετεύσουμε όλη αυτή την τεράστια άρνηση και αρνητική ενέργεια. Βεβαίως αυτό είναι έλλειψη παιδείας κοινωνικής, μάλλον συναισθηματικής νοημοσύνης πιο πολύ.

Οι γονείς του Γιώργου Χρονόπουλου είναι δάσκαλοι. Τυχαία το επέλεξες;

Δεν το επέλεξα τυχαία, εγώ έχω τελειώσει τη γερμανική σχολή. Ο κύριος Μίκαελ (σημ.: ο καθηγητής του πρωταγωνιστή Γιώργου στο βιβλίο "Σχολική Παράσταση") ήταν ο δάσκαλος μου στη γερμανική σχολή, ο υπεύθυνος της τάξης με τον οποίο μάλιστα δεν είχαμε και πάρα πολύ καλή σχέση. Γιατί εγώ ήμουν από τους πολύ καλούς μαθητές, που είχα κατοχυρώσει τη θέση μου σαν καλός μαθητής και νόμιζα ότι είχα το δικαίωμα να ενοχλώ όλους όσους ήταν γύρω μου. Οπότε βλέποντας και τους Γερμανούς που έρχονταν στην Ελλάδα με τις οικογένειες τους για να διδάξουν και τους Έλληνες αντιστοίχως που πήγαιναν στη Γερμανία λέω "για κάτσε να πάρω αυτό και να το πάω εκεί".

Η λεπτή γραμμή που χωρίζει τον πατριώτη, με τον εθνικιστή, με τον άνθρωπο, τον κοσμοπολίτη ποια είναι; Ποια είναι αυτή η γραμμή που χωρίζει έναν πατριώτη που αγαπάει ενδεχομένως τον τόπο του από τον εθνικιστή που λέει ότι εγώ αγαπώ περισσότερο;

Είναι εντελώς άσχετες έννοιες για μένα και πρώτα απ’ όλα μη συμβατές. Εντελώς άσχετα πράγματα μεταξύ τους. Αυτό που λέω εγώ -και στα σχολεία- είναι ότι όλο αυτό το πράγμα είναι λατρεία μιας σωματικής δύναμης στις μικρές ηλικίες. Ο νεοναζισμός και ο ρατσισμός, όλο αυτό το concept είναι, ας πούμε, η λατρεία του να βλέπεις κάποιον δυνατό και να τον ακολουθείς, να κολλάς πάνω του επειδή έχει δύναμη. Επειδή δεν υπάρχει κάποιο λογικό υπόβαθρο σ’ αυτά, υπάρχει η πατέντα του εθνικισμού και όχι του πατριωτισμού γιατί ούτε κι αυτοί τολμάνε να πουν ότι είμαστε πατριώτες. Αυτό το έχουν βγάλει οι εθνικιστές, προσπαθώντας να πουλήσουν ότι είμαστε πιο προχωρημένοι πατριώτες. Η λεπτή γραμμή που τα χωρίζει είναι ότι πρώτα απ’ όλα το οτιδήποτε κάνει ένας εθνικιστής ή το πως κινείται είναι εντελώς αντιπατριωτικά, εκθέτοντας τη χώρα, φέρνοντας την πίσω και από πλευράς πολιτικής ωρίμανσης. Δε βλέπω να υπάρχει κάποιο κοινό και σκοπίμως υποβόσκει ότι είναι το ίδιο πράγμα

Η επικοινωνία με τα παιδιά στα σχολεία πώς είναι; Τα παιδιά κατανοούν αυτή τη διαφοροποίηση που αναφέρατε;

Πρώτα απ’ όλα κάποια είναι πολύ ανοιχτόμυαλα, μιλάμε για παιδιά γυμνασίου. Εδώ στην Αθήνα το έχω παρατήσει το παιχνίδι ενώ στην επαρχία το βλέπουν κάπως εξωτικά όλο αυτό το πράγμα γιατί ίσως να μη το έχουν ζήσει. Όταν είχα γράψει εγώ τη "Διαπασών" που είχα βάλει μέσα και δωδεκαθεϊστές ότι ήταν αυτοί οι ακροδεξιοί και ότι έκαναν τελετές μύησης για να μπουν στην ομάδα, πήγαινα στην επαρχία και μου έλεγαν: "συμβαίνουν αυτά τα πράγματα στην Αθήνα;" Τους λέω: "συμβαίνουν". Είχα διαβάσει πριν από κάποια χρόνια, ότι στη Νίκαια είχε γίνει ένα περιστατικό, που είχαν πιάσει κάποια παιδιά ένα συμμαθητή τους, του είχαν κλέψει το κινητό και του είχαν χαράξει έναν αγκυλωτό σταυρό στο μέτωπο. Τότε είχε περάσει πολύ στα ψιλά γράμματα. Τα παιδιά στην επαρχία αυτά δεν τα έχουν ζήσει. Άμα λένε τα παιδιά ότι θέλω να γίνω αεροπόρος, αστροναύτης, δεν θέλουν επειδή τους αρέσει η έλλειψη βαρύτητας. Το λένε επειδή τους αρέσουν οι στολές ή να ντυθώ να πάω στην παρέλαση. Όλο αυτό το πράγμα δηλαδή τους γοητεύει. Το ζήτημα είναι πως όταν πας σε σχολείο, πέφτεις πολλές φορές πάνω σε τοίχο.

Βασίλη έχεις λάβει πολλά βραβεία και διακρίσεις Πώς αισθάνεσαι; Η καριέρα σου, η διαδρομή σου θα ήταν διαφορετική αν δεν είχες αυτά τα βραβεία;

Ναι, εντελώς!

Φαντάζομαι ότι εμπεριέχουν και μια ουσία. Καταρχάς, η καριέρα σου ανοίγει μ’ ένα βραβείο, από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά;

Παρόλο που η γυναικεία λογοτεχνική συντροφιά είναι για ανέκδοτα κείμενα. Τα πιο κύρους βραβεία είναι το κρατικό, το διαβάζω. Αλλά εγώ είδα μεγάλη διαφορά στο πως αντιμετώπιζαν εμένα πριν το βραβείο, από τα "Χνώτα στο τζάμι", από εκεί άρχισε. Είναι σαν να έχω δύο περιόδους: της πλήρους "ανυποληψίας" και στην άλλη φάση της "θεοποίησης".

Ο ευυπόληπτος κύριος Παπαθεοδώρου μετά!

Το οποίο σε σοκάρει αυτό το πράγμα και λες "κάπως πρέπει να το διαχειριστώ", γιατί ξέρεις ότι είναι ψέμα αυτό, από τη μια μέρα στην άλλη, αυτά έγραφες και πριν. Ξέρεις ότι δεν είναι ακριβώς έτσι. Λες "δε θέλω να πάρουν τα μυαλά μου αέρα" και είναι πάρα πολύ εύκολο να πάρουν τα μυαλά σου αέρα. Με ικανοποιούν τα βραβεία, δεν το κρύβω, δεν θα πω ότι τα σνομπάρω. Βοηθάνε το όνομα, βοηθάνε τις πωλήσεις, αλλά προσπαθώ να βοηθήσουν εμένα. Έχω δημιουργήσει ένα κείμενο το οποίο είναι υποδεέστερο, δε μου βγήκε όπως το ήθελα; Δε θα το δώσω. Αν είμαι σ’ ένα επίπεδο, σ’ ένα σκαλί, το σέβομαι αυτό το σκαλί. Λέω "παράτα το, μη βγει για να δώσεις απλά ένα βιβλίο, να πουλήσει ή να ακουστείς. Κάπου με συγκρατούν κι εμένα τα βραβεία να βαδίζω σ’ ένα πλαίσιο."

Τα βιβλία σας διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου στο τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, πέντε βιβλία σας;

Ήρθε τυχαία αυτό το πράγμα, να’ ναι καλά ο Γιώργος Παπαντωνάκης, είχε βάλει το "Μήνυμα". Εγώ το βρήκα στο internet. Όταν γκουγκλάρεις τον εαυτό σου, λες "θα είμαι ευτυχισμένος άμα με βρω μια φορά". Το έβαλε κι εγώ για να τον ευχαριστήσω του έστειλα τους "Εννέα Καίσαρες". Για να είμαι ειλικρινής, πάντα αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για όποιον κάνει κάτι για μένα. Δηλαδή στους καθηγητές που παίρνουν σύνταξη, εγώ τους στέλνω τα βιβλία μου. Δε σημαίνει επειδή δεν πας στο Πανεπιστήμιο ή δεν είσαι σε επιτροπή, εγώ δεν στα στέλνω. Ένα πράγμα που δεν μπορώ καθόλου είναι η αγνωμοσύνη. Δε λέω ότι είμαι ο σούπερ ευγνώμων άνθρωπος. Μπορεί κι εγώ να έχω σταθεί αγνώμων σε κάποιους αλλά προσπαθώ να μην είμαι. Να λέω δηλαδή ευχαριστώ κατά κάποιο τρόπο σ’ αυτούς που μ’ έχουν βοηθήσει.

Αυτή η… κυρία έμπνευση που κατοικεί;

Παντού, ενδεχομένως να έχουν οι πάντες. Εγώ το συνειδητοποίησα -ούτε καν το είχα κατά νου ν’ ασχοληθώ με το γράψιμο -ένα καλοκαίρι που βαριόμουνα μετά το Ναυτικό σε ηλικία 28 ετών. Είπα "ας γράψω κάτι". Έγραψα ένα μυθιστόρημα ενηλίκων εντελώς πρωτόλειο, με όλα τα κλισέ που μπορεί να έχει κάποιος που είναι 28 χρονών, μπαράκια και ξενύχτια, δε ξέρω για ποιο λόγο. Ποτέ δεν την έχω λύσει αυτή την απορία. Μετά όμως μου άρεσε η διαδικασία. Πιστεύω ότι ο καθένας μπορεί να κάτσει να γράψει, το ζήτημα είναι αν θα του αρέσει τελικά η διαδικασία, θα του γεννηθεί η πρόκληση να γράψει. Ο καθένας το’ χει μέσα του.

Ο Άι Βασίλης στο ραντάρ, οι κινέζικες πάπιες, τώρα η Βιρτζίνια. Σου αρέσει να μεταφέρεις στο χαρτί πραγματικές ιστορίες ή με αφορμή μια πραγματική ιστορία να εξελίσσεις μια δική σου…

Δε θέλω να το παρακάνω με τις πραγματικές ιστορίες γιατί συνήθως στα πιο νεανικά, εκεί πρέπει να είναι μυθοπλασία. Αυτές οι πιο παιδικές ιστορίες με τα παπάκια δεν μπορεί να μου βγουν μεγάλο μυθιστόρημα. Δεν αναπτύσσεται σε 70.000 λέξεις, οπότε λέω "να ένα ωραίο story telling". Εγώ δεν έχω πει ποτέ τον εαυτό μου ότι είμαι συγγραφέας, ούτε και μ’ αρέσει να το ακούω αλλά μου αρέσει πολύ η έννοια του story telling. Τη Βιρτζίνια την είχα δει το 1978 στην Πέμπτη δημοτικού σε κινούμενα σχέδια στην τηλεόραση και μου είχε μείνει από τότε. Σκέφτηκα: τι ωραία ιστορία! Μακάρι να την έλεγα εγώ! Με είχε εντυπωσιάσει και είμαι τόσο ευχαριστημένος που έκανα κάτι μετά από 35 χρόνια. Λέω πως έκλεισα τη σελίδα μου που από το 1978 είχε μείνει ανοιχτή, μια εκκρεμότητα του παρελθόντος που την έκλεισα με τρόπο που μ’ ευχαρίστησε.

Επιρροές;

Έχω επηρεαστεί κατά κύριο λόγο συγγραφικά από την αγγλοσαξονική λογοτεχνία, ξεκάθαρα πράγματα. Λίγους Έλληνες έχω ζηλέψει, αλλά όχι να επηρεαστώ. Τον Ραπτόπουλο, τον Τατσόπουλο. Έχω όμως επηρεαστεί πάρα πολύ από τον κινηματογράφο. Επικίνδυνες σχέσεις, Οι συνήθεις ύποπτοι, Ο άρχοντας των μυγών, Ο φύλακας στη σίκαλη. Βλέπω και πολλά αμερικάνικα σίριαλ τα οποία μπορεί να είναι και δευτεροκλασάτα, μου δείχνουν όμως την τεχνική του μοντάζ, να μην πλατειάζω. Θέλω να πηγαίνει γρήγορα το πράγμα. Σε μια σκηνή στους "Άρχοντες των σκουπιδιών" ένας από τους ήρωες αντιμετωπίζει μια ορδή βαρβάρων σε μια πεδιάδα. Έρχεται η ορδή προς τα πάνω του αλλά αυτός στέκει μόνος του, σαν ήρωας. Αυτό είναι κλασικό και μου έχει μείνει αυτή η σκηνή ειδικά από "Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές" με το Gary Cooper που περίμενε ν’ ακούσει το τρένο που θα χτύπαγαν οι ληστές, μόνος του, ενώ είχε κρυφτεί όλη η πόλη κι ήταν μόνος του απέναντι στη μοίρα του.

Θα άλλαζε τη ζωή μας το γέλιο και ειδικά ένα γέλιο που αν ξεκινούσε δε θα 'χε σταματημό όπως στην "Αστεία επιδημία" και το πριγκιπάτο της Σουρλανδίας;

Πρώτα απ’ όλα η αστεία επιδημία νομίζω ότι είναι απ’ τα πιο αδύναμα μου βιβλία. Το κρίνω εκ των υστέρων. Όταν το έγραφα νόμιζα ότι ήταν ωραίο. Μετά βρήκα κάποιες αδυναμίες αλλά πήγα σε ένα ιδιωτικό σχολείο στη Ρόδο και τους άρεσε. Μερικές φορές στο εφηβικό και το νεανικό ξέρω πολύ καλά που πατάω και τι αντίκτυπο θα έχει. Στο πιο παιδικό το χάνω, γράφω κάτι αλλά λίγο στα τυφλά. Πιστεύω ότι ένας λόγος που είμαστε σε τέτοια κατάσταση στην Ελλάδα είναι αυτή η παντελής έλλειψη χιούμορ. Σε όλα έχουμε βάλει εμπάθεια και προκατάληψη. Μνημονιακοί, αντιμνημονιακοί, ο ρατσιστής, ο σεξιστής, ο φασίστας, ο αντιφασίστας, όλα τα ‘χουμε βάλει σε κατηγορίες. Μπορεί να πεις ένα ανέκδοτο για ξανθές, ας πούμε κι ο άλλος να σου πει είσαι σεξιστής, ρατσιστής, φασίστας. Προφανώς αυτή η έλλειψη χιούμορ που ισοπεδώνει τα πάντα, είναι κι επικίνδυνη γιατί αντιμετωπίζεις όλες οι έννοιες με τέτοια αυστηρότητα και έλλειψη χιούμορ. Έχει πλέον τα πράγμα εξισωθεί και αυτό συμφέρει προφανέστατα τις βαριές κατηγορίες, να γίνουν λίγο πιο light, να αποκτήσουν ένα λίγο πιο ανθρώπινο πρόσωπο. Πιστεύω ότι θα άλλαζαν πάρα πολλά πράγματα από το γέλιο, αρχής γενομένης από τη διάθεση μας. Προσωπικά είμαι και γκρινιάρης πολλές φορές και πέφτω σ’ αυτή τη μιζέρια την οποία ανακυκλώνω και πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι "ναι, μου λείπει ο μέσος όρος του γέλιου που έχουν ορίσει για τον άνθρωπο ότι πρέπει να γελάει 18 φορές τη μέρα". Είμαι κάτω απ’ τον μέσο όρο και προσπαθώ να το διορθώσω. Πιστεύω ότι θ’ άλλαζα πολλά σ’ αυτό το πράγμα.

O βασιλιάς Οράτιος είναι αυτός που προσπαθεί να λήξει την επιθυμία του γέλιου. Ουσιαστικά οι εξουσίες δεν το πολυγουστάρουν το γέλιο έτσι;

Το χιούμορ είναι το πιο ανατρεπτικό και όντως το φοβάται η εξουσία και τα απτά παραδείγματα είναι τώρα στη Βόρεια Κορέα άμα ακουστεί κάτι πιο σατυρικό.

Αν φυσούσε και οι σελίδες προσγειώνονταν στο μπαλκόνι σας, τι θα έγραφαν; θα τις διαβάζατε για να μάθετε το μέλλον σας ή προτιμάτε το τυχαίο;

Αυτό δεν το είχα σκεφτεί ομολογουμένως ποτέ. Δεν ξέρω αν θα τις διάβαζα, θα φοβόμουνα γιατί μετά μάλλον άμα δε διάβαζα κάτι που μου άρεσε και αν διάβαζα κάτι καλό θα ζούσα για τη στιγμή που θα το συναντήσω αυτό το καλό, ενδεχομένως χάνοντας όλες τις ενδιάμεσες στιγμές, περιμένοντας αυτό το καλό το οποίο μπορεί και ν’ αργούσε. Αν διάβαζα κάτι κακό θα είχε πέσει εντελώς η ψυχολογία μου οπότε μάλλον δεν θα τις διάβαζα. Έτσι βάζω όλους τους ήρωες να τις διαβάζουν και δεν θα τις διάβαζα εγώ, φάσκω και αντιφάσκω, παρόλο που θα είχα τεράστια περιέργεια. Ενδεχομένως θα έβαζα κάποιον άλλον να τις διαβάσει για να μου δώσει κίνδυνο, να με προϊδεάσει για κάτι. Δε ξέρω τι θα έκανα. Παρ’όλα αυτά έχω επιδείξει μερικές φορές μεγάλη αυτοσυγκράτηση σε κάποια πράγματα. Είχα βρει σε παλιά αντικείμενα, ημερολόγιο της μητέρας μου -την έχω χάσει το 2005- το οποίο είχε από την εποχή που ήταν φοιτήτρια. Άνοιξα να δω τι είναι και έγραφε τα προσωπικά της εκείνης της περιόδου. Το έκλεισα, δεν το είδα καν. Λέω "είναι δικό της, ζει ή δε ζει, είναι τα μυστικά της δεν θέλω να το διαβάσω, δεν θα με βοηθήσει και σε κάτι."

Η ιστοσελίδα σου είναι αφιερωμένη στη μητέρα σου. Σε βοήθησε πολύ, έτσι;

Ναι, γιατί μου είχε πει πριν πεθάνει: "μην το ξεχνάς ότι γράφεις, είσαι συγγραφέας. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό". Και στη "Διαπασών" μια σκηνή στο νοσοκομείο, όπου ο ήρωας χάνει τη μάνα του, είναι ακριβώς αυτά που είχα ζήσει εγώ στον Άγιο Σάββα.

Βασίλη σε απέρριψαν πολλές φορές. Απογοητεύτηκες προφανώς. Αναρωτιόμουν… εάν δεν πέρναγε η Ελένη Δικαίου εκείνη την ημέρα στην τράπεζα, ν’ αφήσει την προκήρυξη για τη γυναικεία λογοτεχνική συντροφιά, θα συνέχιζες να το κυνηγάς με το ίδιο πάθος αυτό το ταλέντο σου στη συγγραφή;

Πιστεύω ότι θα το κυνηγούσα αλλά ενδεχομένως και να το παράταγα ή μάλλον θα του έδινα και μια δεύτερη ευκαιρία. Δε ξέρω που θα οδηγούσε. Γράφοντας κάποιος το πρώτο του βιβλίο νομίζει ότι έχει μπει στο πάνθεον της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας και λες "είναι αδύνατον να απορριφθεί, αυτό είναι αριστούργημα". Και στα πρώτα ευγενικά γράμματα που μου απαντούσαν ότι "οι ήρωες είναι επίπεδοι", είχαν δίκιο. Το κατάλαβα ότι είχαν δίκιο παρότι εγώ έλεγα ότι έτσι τους ήθελα εγώ τους ήρωες. Οι απορρίψεις με βοήθησαν. Το θεωρώ απαραίτητο στάδιο γιατί σε βοηθάει και πεισμώνεις και λες "θέλω να τα καταφέρω".

Σ' αρέσουν οι παρουσιάσεις βιβλίων σου;

Ποτέ! Ούτε οι δικές μου. Αν ήμουν από κάτω και με έβλεπα θα με βαριόμουν αφάνταστα. Μ’ αρέσει όμως να είναι κάτι πρωτότυπο, δηλαδή στη "Διαπασών" το είχα κάνει στο Metropolis live stage και ήταν οι Cyanna που τραγούδησαν, να δένει με μουσική. Δε μου αρέσει το στατικό, το πάνελ (αν και θα το ξανακάνω φυσικά). Το βιβλίο είναι κάτι ευχάριστο, μια ευχαρίστηση.

Τι γράφεις αυτό τον καιρό; Έχεις κάτι κατά νου;

Μετά τη Βιρτζίνια, τίποτα. Έχω κάτι στο μυαλό μου, αν δεν δέσει δεν θα κάτσω να το παιδέψω. Εγώ έχω το εξής: έχω μια ιδέα από το 2003 και δεν έχει δέσει. Δεν θα κάτσω να τη γράψω, μπορεί να μη δέσει ποτέ. Θέλω να βγει κάτι αυθόρμητο μέσα μου που να μ’ αρέσει. Επιπλέον, όποιο κείμενο γράφω εγώ είναι πρώτη γραφή, δεν το ξαναπερνάω, δεν το ξαναδιαβάζω καν. Αν βάλω τέλος δεν το ξαναδιαβάζω, γιατί το βιβλίο για μένα είναι μια φάση. Πέρασα ένα, δυο μήνες ευχάριστα γράφοντάς το, το μυαλό μου ξέφυγε, ευχαριστήθηκα αυτή τη διαδικασία. Να το ξαναδιαβάσω είναι αγγαρεία για μένα.

Πώς είναι η συνεργασία με τον Πέτρο Μπουλούμπαση;

Με τον Πέτρο έχουμε χημεία αλλά εγώ το ξεκαθαρίζω, είναι άλλη τέχνη, δεν θέλω να μπαίνω καν στα χωράφια της, είμαι πανάσχετος. Ο Μπουλούμπασης είναι πιο τρελός. Παρακολουθεί τα ρεύματα από το εξωτερικό, συνεργάζεται, ξέρει. Στους εικονογράφους λέω "κάντε ότι θέλετε, μη μου τα δείχνετε, δείξτε τα στον εκδότη, εγώ ευχαριστημένος θα 'μαι". Εντάξει τώρα με τη "Βιρτζίνια" μου άρεσε πάρα πολύ η εσωτερική εικονογράφηση αλλά στο εξώφυλλο περίμενα έναν Άι Βασίλη, μια νύχτα με αστέρια, λίγο χρυσαφί. Μετά σκέφτηκα πως είναι λίγο πιο παλιομοδίτικο το βιβλίο και το εξώφυλλο βγάζει κάτι σαν μια παλιά καρτ-ποστάλ. Μπράβο της! Εγώ απλά είπα να υπάρχει και λίγο μια φιγούρα του Άι Βασίλη γιατί το μικρό παιδί θέλει να δει και κάτι ζωντανό πάνω οπότε έβαλε τον Άγιο Βασίλη να βγαίνει απ’ το γράμμα, λίγο αφηρημένα. Αλλά το θεώρησα έξυπνο εξώφυλλο, υπαινίσσεται τον Άγιο Βασίλη, δεν τον πετάει στα μούτρα επειδή είναι Χριστούγεννα.

Η τέχνη δεν πρέπει να τα λέει κι όλα, πρέπει να υπαινίσσεται πράγματα…

Ακριβώς και γι’ αυτό το λόγο δεν θέλω να μπω στα χωράφια του άλλου. Ο καθένας στη δουλειά του.

Θέλω να κλείσω με τα δικά μας… Τι καλό μπορούμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε τα πιτσιρίκια μας, είτε στο σπίτι είτε στο σχολείο, να βρουν τους δικούς τους δρόμους, να τα κάνουμε πιο ευτυχισμένα;

Ώρες ώρες, μου φαίνεται ότι λιγάκι είναι σαν να το βάζουμε σε μια γυάλα όλο το πράγμα. Φορτωνόμαστε ενοχές ότι φταίμε και πως θα τα κάνουμε. Προφανώς κι οι δικοί μου γονείς κι οι δικοί σας έκαναν στραβά και κάνουν, ίσως να μη το είχαν συνειδητοποιήσει και όσο περνάνε οι γενιές τα στραβά θα γίνονται στραβότερα, αν μη τι άλλο γιατί λίγο χαλαρώνουν κάποιες αξίες. Το βιβλίο είναι μια αξία, δεν μου αρέσει να το διαφημίζω, δεν μου αρέσει πηγαίνοντας στα σχολεία να λέω "διαβάστε". Μη διαβάσετε καθόλου! Εγώ είμαι της άποψης ότι δεν μπορώ να πιέσω τον άλλον άμα κάτι δεν του αρέσει. Αλλά του τονίζω: "απόρριψε το" αλλά να ξέρεις σε κάποια χρόνια ότι κάποια άλλα πράγματα θα μετράνε πλέον και θα μετράει το πως σκέφτεσαι και μια συγκρότηση, την οποία στην προσφέρει από τώρα σιγά σιγά αυτό το πράγμα. Εγώ είχα προφτάσει αυτό που λέμε παλιά φουρνιά εκπαιδευτικών, άνθρωποι που ήταν εκπαιδευτικοί και επιστήμονες μαζί.

Δηλαδή;

Ο ιστορικός δηλαδή δεν διάβαζε μόνο το μάθημα της Ιστορίας της επόμενης μέρας, αλλά ήταν και ιστορικός. Θα μπορούσε να κάτσει να γράψει βιβλίο και δοκίμιο για την Ιστορία. Οι Φιλόλογοι αντίστοιχα. Θυμάμαι την παλιά μου φιλόλογο, αυτή είναι που μου άλλαξε τον τρόπο γραφής. Είχα πάει τελειώνοντας το δημοτικό που έπαιρνα 10 στις εκθέσεις γράφοντας "η άνοιξη ολάνθιστη με το πέπλο της…" και με τάραξε στα 12 και 13. Πήγαν κι οι γονείς μου: "μα το παιδί μας που γράφει τόσο καλές εκθέσεις". Τους είπε: "έχω δει κάτι στο Βασίλη, ειδικά για να γράφει πιο καλές εκθέσεις θέλω να τον προσγειώσω, να του κόψω τα περιττά". Και μου τα έκοψε και της το οφείλω. Πιστεύω ότι πρέπει λιγάκι οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς να σταματήσουν να είναι τόσο παρορμητικοί, δηλαδή η καθημερινότητα να μπαίνει τόσο πολύ στο έργο τους. Έχω συνεργαστεί με εκπαιδευτικούς πραγματικά διαμάντια στις επαρχίες. Εδώ στην Αθήνα, υπάρχει μια αδιαφορία, η οποία μεταδίδεται και στα παιδιά. Στην επαρχία τα παιδιά έχουν όρεξη, είναι παιδιά, είναι ζωντανά πλάσματα που θέλουν να κάνουν πράγματα. Εγώ όταν ήμουν μικρός δεν με πήγαν σε καμία απολύτως δραστηριότητα. Πήγα 2-3 φορές κολυμβητήριο δεν μου άρεσε το κολυμβητήριο, δε μου άρεσε καν το νερό, δε μου αρέσει η θάλασσα, το παράτησα. Στην πρώτη λυκείου μου τη βάρεσε να παίξω πινγκ- πονγκ, πήγα στον Άρη Βούλας, μετά από 3 προπονήσεις έκλεισε ο Άρης Βούλας, ξανάνοιξε, αλλά πάει εμένα η όρεξη μου για το πινγκ- πονγκ. Μετά δεν είχα απολύτως κανένα ενδιαφέρον. Μέχρι τα 26 που μου τη βάρεσε αυτή η έλλειψη ενδιαφέροντος και τότε ήρθε η συγγραφή. Θέλω να πω… ο κάθε άνθρωπος έχει κάτι μέσα του. Άμα τον τσινάς να το βγάλει, ενδεχομένως να μη το βγάλει ποτέ. Θα το βγάλει το ταλέντο του, την κλίση του, το ενδιαφέρον του, όποτε αυτός είναι έτοιμος. Αρκεί να βρει λίγο χώρο.

Βασίλη σ’ ευχαριστούμε πολύ!

Εγώ σας ευχαριστώ!

Απόστολος Πάππος και Δώρα Πουρή

Αντί επιλόγου: ο Πέτρος Μπουλούμπασης γράφει για τον Βασίλη Παπαθεοδώρου

Γράφει ο Πέτρος Μπουλούμπασης*
Με το Βασίλη γνωριστήκαμε κάπου 5 χρόνια πίσω, με αφορμή το βιβλίο του «το μεγάλο ταξίδι της κινέζικής πάπιας», το οποίο και θα εικονογραφούσα. Θυμάμαι να τον περιμένω, στο studio που είχα τότε στα Εξάρχεια, με εμφανή νευρικότητα και αμηχανία. Οι λόγοι ήταν:
α) αυτές οι συναντήσεις συνήθως δεν είναι και το καλύτερο μου, και β) υποτίθεται ότι θα συζητούσαμε για τις εικόνες που θα γινόντουσαν… με μια μικρή λεπτομέρεια όμως να παραμένει ως τότε κρυφή. Είχα κάνει ήδη το μεγαλύτερο μέρος των εικόνων! …κάτι που σήμαινε ότι οποιαδήποτε κουβέντα για αλλαγές ανήκε για μένα στη σφαίρα της φαντασίας! Ο Βασίλης αποδείχθηκε κάτι παραπάνω από ΚΥΡΙΟΣ! …το βιβλίο έγινε, χωρίς απρόοπτα (χμμ..εκτός από ένα –θα σας πει αν θέλει ο ίδιος!) ...και όλα καλά! Ακολούθησαν άλλα 2 με την ίδια επιτυχημένη συνταγή συνεργασίας, που σημαίνει, ο καθένας κυρίαρχος στον τομέα του -πράγμα που εκτιμώ ιδιαιτέρως. Και αφού με πιέζετε τόσο να σας δώσω 3 χαρακτηριστικά που διέπουν τον Βασίλη Παπαθεοδώρου… Oρίστε: α) καλή γραφή β) ευγένεια γ) βιτριολικό χιούμορ. Αυτά!

*Ο Πέτρος Μπουλούμπασης είναι εικονογράφος. Σπούδασε Γραφιστική, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής με δάσκαλο το ζωγράφο Γιάννη Αδαμάκη και έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Εικονογράφησης για το "Ο Άγιος Βασίλης και το διαβολάκι" (Καστανιώτη, 2007) καθώς και με έπαινο στα Ελληνικά Βραβεία Γραφιστικής και Εικονογράφησης το 2007 για τις "Πριγκιποδουλειές" (Οξύ, 2007) και το "Καλικάντζαρος είσαι και φαίνεσαι" (Παττάκης, 2010). Βιβλία και έργα του έχουν εκδοθεί και εκτεθεί σε αρκετές χώρες όπως Βέλγιο, Ισπανία, Ιαπωνία, Αυστραλία κ.α.

Έχει εικονογραφήσει αρκετά βιβλία, ανάμεσά τους τρία βιβλία του Βασίλη Παπαθεοδώρου: Το μεγάλο ταξίδι της κινέζικης πάπιας (2008), Μια αστεία επιδημία (2010), Ιπτάμενες Σελίδες (2011) αλλά και αρκετά ακόμη όπως "Καλικάντζαρος είσαι και φαίνεσαι" (Φίλιππος Μανδηλαράς, 2009, Πατάκης), "Του σχοινιού τα μανταλάκια" (Αντώνης Παπαθεοδούλου, 2011, Πατάκης), "Η κατάρα των μαθηματικών" (Γιολάντα Τσιαμπόκαλου, 2005, Ερευνητές) κ.α.

Απόστολος Πάππος

Παρουσίαση από τον Άρη Δημοκίδη, LIFO – 19 Σεπτεμβρίου 2013

Πώς έγραψα το πρώτο μου βιβλίο.
Σήμερα ο Βασίλης Παπαθεοδώρου

Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας έγραψε ένα (προφητικό!) παιδικό/εφηβικό βιβλίο για τον νεοναζισμό - πριν από 17 χρόνια. Αυτή ήταν η περιπέτειά του.

Διάβασα πρόσφατα τη «Σχολική Παράσταση» του Βασίλη Παπαθεοδώρου, φέτος, που επανεκδόθηκε. Είναι όντως τόσο επίκαιρη όσο ακούγεται. [Με φόντο μια μαθητική παράσταση σε σχολείο της Γερμανίας, ο Γιώργος, μαθητής της Β’ Γυμνασίου, θα βρεθεί στο επίκεντρο, ως πρωταγωνιστής και θύμα, μιας έξαρσης ρατσιστικών επεισοδίων, από μια κοινωνία που είναι βαθιά διχασμένη. Μέσα σ' όλο αυτό το κλίμα, θα προσπαθήσει να κρατήσει τη δύναμη και την αξιοπρέπειά του. Με συμμάχους τον Τζάφερ και τον Αντρέας, έναν Τούρκο κι έναν Γερμανό συμμαθητή του, αλλά και με τη βοήθεια του καθηγητή κυρίου Μίκαελ, θα καταλάβει και θα νιώσει ότι η φιλία δεν κοιτά χώρες και λαούς, δεν υπολογίζει θρησκείες και κοινωνικές ανισότητες.] Όταν το διάβαζα μάλιστα, δεν είχα πάρει χαμπάρι ότι ήταν βιβλίο που γράφτηκε το 1996 και εκδόθηκε το 2000, νόμιζα ότι ήταν το καινούργιο του Παπαθεοδώρου. Εκ των υστέρων μου το είπε ο ίδιος ο συγγραφέας. Ήταν το πρώτο του βιβλίο, κι έτσι του ζήτησα να μου γράψει για την όλη εμπειρία του...

Όταν πήγαινα Δημοτικό είχα γράψει τα πρώτα μου και συγχρόνως τελευταία μου ποιήματα. Εκεί, κατά την Τετάρτη-Έκτη με είχε καταλάβει ένας φοβερός οίστρος. Έγραφα πάντα με άψογη ομοιοκαταληξία (προτιμούσα το σταυρωτό στίχο, από το ζευγαρωτό ή τον πλεκτό), με θεματολογία και νοήματα που βεβαίως είχαν όλα τα στερεότυπα της ηλικίας: Φύση, ζώα, φίλοι, σχολείο, οικογένεια, παππούδες. Μη με ρωτάτε όμως γιατί έγραφα τότε, έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια και δε θυμάμαι. Θυμάμαι όμως πως εκείνη η εποχή ήταν η πρώιμη δημιουργική μου περίοδος, αφού εκτός από την ποίηση ασχολιόμουν και με την ξυλογλυπτική, έκοβα δηλαδή με ένα πριονάκι, διάφορα σχέδια που υπήρχαν σε κόντρα πλακέ, τα οποία και θαύμαζα για μέρες. Τα κόντρα πλακέ πετάχτηκαν βέβαια συλλήβδην αργότερα, το τετράδιο όμως με τα ποιήματα το έχω ακόμα κάπου, σκονισμένο και κιτρινισμένο, ως δείγμα και ανάμνηση μιας δημιουργικότητας που χάθηκε μετά για πάρα πολλά χρόνια. Με το που μπήκα στο Γυμνάσιο, τελείωσε η πρώιμη αυτή δημιουργική περίοδος, ίσως μια για πάντα, όπως νόμιζα εγώ τότε, αφού το είχα ώρες-ώρες άχτι να κάνω κάτι δημιουργικό και δεν μπορούσα. Από μουσικά όργανα δεν σκάμπαζα καθόλου, αθλητισμό δεν έκανα, ήμουν απλά ένας καλός μαθητής χωρίς περαιτέρω ενδιαφέροντα. Το γεγονός βέβαια σχετικά με τα ποιήματα που παράτησα ήταν ότι ενώ στο Δημοτικό είχα μια τεράστια αυτοπεποίθηση από τις εκθέσεις που έγραφα (του στυλ: «Η ροδοδάκτυλη αυγή ξεπρόβαλε στον κατάμαυρο ουρανό με το άρμα της, που έσερνε τις ακτίνες του υπέρλαμπρου ήλιου», ή πάλι, «η άνοιξη ήρθε και σαν μια νεράιδα άπλωσε το καταπράσινο πέπλο της από λουλούδια σε όλη τη γη»), στο Γυμνάσιο, στη Γερμανική, έπεσα πάνω σε μια φιλόλογο, τη Ρ.Μυλωνά, η οποία ΕΥΤΥΧΩΣ με τάραξε στο 13άρι και 14άρι στην έκθεση, μέχρι που να αποφασίσω να παρατήσω το παιδαριώδες στυλ. Και από πείσμα το παράτησα κι άρχισα να γράφω πιο στρωτές και «γήινες» εκθέσεις. Ναι, αυτή η φιλόλογος με επηρέασε στον τρόπο γραφής μου. Το πρώτο μου βιβλίο-βιβλίο το έγραψα όμως με το που τέλειωσα το Ναυτικό, στην τρυφερή και άγουρη ηλικία των 28 ετών. Το ενδιαφέρον είναι ότι, αντίθετα με πολλούς που στην αρχή πεισμώνουν να γράψουν κάτι και μετά βαριούνται να το συνεχίσουν, εγώ ακολούθησα την ακριβώς αντίθετη πορεία: Βαριόμουν κάποιες μέρες τόσο πολύ, εκείνο το μακρύ καλοκαίρι της απόλυσής μου από το στρατό, που κάθισα να γράψω και μετά πείσμωσα να το τελειώσω. Συνεπώς στην αρχική ερώτηση θα απαντούσα απλά με ένα «βαριόμουν», αλλά το «δίδαγμα» όλης αυτής της ιστορίας είναι πως κατάφερα να δώσω μια δημιουργική διέξοδο στην πλήξη μου, να τη διοχετεύσω κάπου και να ανακαλύψω πως μπορώ να κάνω και κάτι άλλο πέρα από τα καθημερινά. Κάτι που τότε με είχε ευχαριστήσει αφάνταστα, μου γέμιζε ώρες αλλά με γέμιζε και σκέψεις. Οπωσδήποτε ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Το βιβλίο –ενηλίκων- είχε όλα τα κλισέ (κι όταν λέμε όλα εννοούμε όλα) που περιστρέφονται γύρω από σχέσεις, δουλειά, ξενύχτια, ταξίδια, κάτι σαν πρώιμο σήριαλ του Παπακαλιάτη σε μεσοαστικό φόντο. Σαν πλοκή το θεωρούσα σχετικά καλό, ακόμα το θεωρώ, αλλά σαν τεχνική και ως προς τους χαρακτήρες και διαλόγους, προτιμώ να το ξεχάσω. Αυτό άλλωστε έκαναν και όλοι οι εκδοτικοί οίκοι στους οποίους το έστειλα: Το απέρριψαν απαξάπαντες, και εννοείται πως το ξέχασαν, αφού μου επέστρεψαν σχεδόν όλες τις κόπιες, ώστε να μην έχουν τίποτα στα γραφεία τους, που να τους το θυμίζει. Προφανώς όσες κόπιες δεν μου επεστράφησαν, πετάχτηκαν. Και πάλι πείσμωσα και πάλι δεν τα παράτησα. Έτσι όταν περίπου ένα χρόνο μετά κι έχοντας προσληφθεί σε τράπεζα, βρισκόμουν σε ένα job-rotation στο ταμείο, περνά η Ελένη Δικαίου και αφήνει στην ταμία την προκήρυξη για το διαγωνισμό της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς του 1996. Μπορεί να σκυλοβαριόμουν παρακολουθώντας τις τραπεζικές εργασίες, αλλά το μάτι μου έπεσε αμέσως στην προκήρυξη, την οποία η ταμίας έβαλε γρήγορα, από ντροπή, στο συρτάρι. Η συνέχεια είναι απλή: Τη ζήτησα, τη διάβασα, κάθισα κι έγραψα τη «Σχολική Παράσταση» που πήρε έπαινο από τη Γ.Λ.Σ. εκείνη τη χρονιά εκδόθηκε αργότερα από την ΕΣΤΙΑ και επανακυκλοφόρησε τον Ιούνιο 2013 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη μόλις μου ανακοινώθηκε ο έπαινος, η απογοήτευσή μου εξίσου μεγάλη όταν το βιβλίο εκδόθηκε με τέσσερα χρόνια καθυστέρηση παρόλο που είχε θεσμοθετηθεί από την ΕΣΤΙΑ και περίμενα (αδημονούσα) να βγει νωρίτερα, καθώς και όταν έβλεπα πως οι πωλήσεις του τότε και για αρκετά χρόνια ήταν απογοητευτικές. Ναι, μερικά πράγματα οφείλονται στην τύχη: Τύχη ήταν που έπεσε στα χέρια μου η προκήρυξη, τύχη που ήρθε η Ελένη εκείνη τη μέρα στην τράπεζα. Από τύχη ασχολήθηκα με την παιδική και νεανική λογοτεχνία. Άλλα πράγματα οφείλονται στο πείσμα: Απογοητεύτηκα αρκετές φορές, αλλά δεν τα παράτησα. Ίσως τρέναρα ορισμένα πράγματα, ίσως άλλα τα έκανα με μισή καρδιά λόγω της απογοήτευσής μου, αλλά συνέχισα να προσπαθώ. Και κάποια άλλα οφείλονται σε μια περίεργη αποφασιστικότητα: Θεωρώ όντως περίεργο που άρχισα να γράφω, θέλοντας να ξεπεράσω την, έστω και παροδική, πλήξη που ένιωθα εκείνη την περίοδο. Αλλά πάνω απ’ όλα συνειδητοποιώ, μετά από χρόνια, αυτό το κλισέ που λέγεται πολλές φορές από τους συγγραφείς: Ένιωθα την ανάγκη. Μάλλον κι εγώ είχα κάποια ανάγκη να κάνω κάτι διαφορετικό τότε, να αλλάξω σελίδα, να περάσω από την ξένοιαστη και χωρίς ευθύνες εποχή του σχολείου, των σπουδών και –γιατί όχι;- του στρατού, σε κάτι άλλο (και δεν εννοώ με αυτό πιο υπεύθυνο, απλά «κάτι άλλο»). Η «Σχολική Παράσταση» εκδόθηκε το Δεκέμβριο του 2000, λίγες μέρες πριν εκπνεύσει το έτος. Την αφιέρωσα στην πρώτη μου φιλόλογο, που χρόνια μετά κατάλαβα πως και «πώς» με είχε αλλάξει...

Παρουσίαση «Οι άρχοντες των σκουπιδιών», στην Κρυσταλία Πατούλη, www.tvxs.gr - 08 Αυγούστου 2012

Η κοινωνία πριν αποκτηνωθεί, αδιαφορεί.

Του Βασίλη Παπαθεοδώρου

Την πρώτη φορά που τους είδα να σέρνουν ένα καρότσι σούπερ μάρκετ, με χαρτιά ή μέταλλα μέσα σε αυτό, θα ήταν πριν από μήνες, σε κάποια γειτονιά. «Βρε τους μπαγάσες», σκέφτηκα, βρίσκοντας το θέαμα έως και διασκεδαστικό.

Όταν μετά από εβδομάδες, έβλεπα πλέον τα καροτσάκια να σέρνονται επί της Πανεπιστημίου ή της Ακαδημίας, τους ίδιους να χώνονται στους κάδους των σκουπιδιών, αυτούς που μοιάζουν με καμπάνα κι έχουν μια σχισμή στο πλάι, και να βγάζουν το χέρι τους, δίνοντας σκουπίδια στο συνεργάτη τους, θεώρησα το θέαμα αποτρόπαιο. Με τον καιρό το «συνήθισα».

Την πρώτη φορά που είδα άστεγο να κοιμάται στα σκαλιά της Τράπεζας της Ελλάδος, ή έξω από τον ΙΑΝΟ ή σε οποιοδήποτε άλλο κεντρικό σημείο της Αθήνας, βρήκα το θέαμα σοκαριστικό. Με τον καιρό το «συνήθισα».

Την πρώτη φορά που πήγα να πατήσω σύριγγα έξω από την Εθνική Βιβλιοθήκη και την απέφυγα τελευταία στιγμή, βρήκα την κατάσταση ντροπιαστική. Με τον καιρό τη «συνήθισα».

Οι «Άρχοντες των σκουπιδιών» είναι ένα βιβλίο που προέκυψε από την ανάγκη να μη συμβιβαστώ και να μη συνηθίζω τις εικόνες που βλέπω κάθε μέρα γύρω μου, την αθλιότητα που έχει πάρει πλέον κυρίαρχη θέση στην καθημερινότητα. Άμυνά μου; Ή «επίθεση»; Δεν ξέρω πώς να το ονομάσω αυτό, το σίγουρο όμως είναι πως η έμπνευση του βιβλίου, ο χειρισμός του θέματος, η διαδικασία γραψίματος, ήταν η δική μου αντίδραση, σε αυτά που ζούμε, καθώς και έναντι του εαυτού μου.

Το βιβλίο δεν είναι καθαρά παιδικό, κινείται μεταιχμιακά, μεταξύ εφηβικής/ νεανικής λογοτεχνίας και λογοτεχνίας ενηλίκων, διαβάζεται τόσο από παιδιά γυμνασίου, όσο και από ενήλικες. Ήταν δε το πρώτο βιβλίο, έπειτα από καιρό, που το χάρηκα τόσο πολύ γράφοντάς το, γιατί για μένα ήταν μια διαδικασία φυγής.

Το αν θα αρέσει στον αναγνώστη, είναι άλλο πράγμα, εμένα με ευχαρίστησε που κατόρθωσα να εκφραστώ για όσα συμβαίνουν, να πάρω θέση και εντέλει να ξεφύγω, έστω κι εάν όλο αυτό διήρκεσε όσο η συγγραφή του μυθιστορήματος (περίπου 2 μήνες), και μετά ξανάπεσα με τα μούτρα στην αντιμετώπιση της μίζερης καθημερινότητας. Το ίδιο είχε συμβεί όταν έγραφα το «Στη Διαπασών» ή τα «Χνότα στο τζάμι». Μια εκτόνωση που είχε κρατήσει όσο και η συγγραφή, λίγη μεν, αλλά απαραίτητη.

Θυμάμαι το 2007, στις μεγάλες πυρκαγιές της Ηλείας, κάποιοι από τα γύρω χωριά, κάθονταν στα καφενεία και έπαιζαν τάβλι και πρέφα. Είχα δει φωτογραφίες από το τσουνάμι του 2004, όπου στην άλλη άκρη κάποιων από τα πληγέντα νησιά, οι τουρίστες απολάμβαναν τον ήλιο και τις διακοπές τους, ελάχιστες μέρες μετά την καταστροφή.

Η γενικότερη αδιαφορία που είναι αποτυπωμένη στους «Άρχοντες», κατέχει κεντρική θέση στο βιβλίο, ως συστατικό μιας κοινωνίας η οποία, λίγο πριν αποκτηνωθεί εξ’ ολοκλήρου, αδιαφορεί για το τι συμβαίνει στο συνάνθρωπό της.

Το βάρος της ευθύνης δεν πέφτει μόνο στους πολιτικούς, ούτε στην πανταχού απούσα εκκλησία, ούτε στους επιστήμονες που δεν προσφέρουν λύση για τα μεγάλα προβλήματα, αλλά σε όλους ανεξαιρέτως, στο βαθμό βέβαια που αναλογεί στον καθένα.

Το γεγονός επίσης πως αυτή την περίοδο, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, χάνονται κεκτημένα δεκαετιών, μου έδωσε την ιδέα για μια αντιστροφή της Ιστορίας, της Παγκόσμιας Ιστορίας πλέον, ένα rewind, όπου θα περιγράφονται προς τα πίσω οι κυριότερες ιστορικές στιγμές.

Φράσεις όπως «εργασιακός Μεσαίωνας», «ύφεση δεκαετίας του ‘30» και άλλες, μου έδωσαν την ιδέα, οι ήρωες του βιβλίου να ξαναζήσουν τη δεκαετία του ’30 και το Μεσαίωνα, αλλά μαζί με αυτά και το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Γαλλική Επανάσταση, τις Σταυροφορίες, τη Ρωμαϊκή εποχή, τις πόλεις-κράτη, κλπ.

Και βέβαια ο κάθε ήρωας θα είχε τις επιλογές του κατά την πλοκή, να διαλέξει στρατόπεδο, να παραμείνει με ηθικές αξίες ή να τις θυσιάσει κι αυτές στο όνομα της γενικότερης κατάρρευσης. Ένα μόνο είναι σίγουρο, όλοι οι χαρακτήρες του, καλοί και κακοί, δε θα έμεναν στο τέλος ίδιοι, κι αυτό γιατί θα άλλαζαν οι εξωτερικές συνθήκες.

Άλλους αυτή η αλλαγή θα τους οδηγούσε σε μια ηθική αναβάπτιση ή αναγέννηση, άλλους σε μια αποκτήνωση. Πάντως η επιλογή υπάρχει στο βιβλίο, ποια κατεύθυνση μπορεί δυνητικά να ακολουθήσει κανείς.

Παράλληλα, ένα άλλο σημείο που με απασχόλησε και με απασχολεί είναι το ζήτημα του όχλου, στους «Άρχοντες» έρχεται κι επανέρχεται σε ευθεία αντιδιαστολή με τη συλλογική προσπάθεια, την ομαδικότητα που επιδεικνύεται από ανθρώπους που φαινομενικά δεν έχουν τίποτα άλλο κοινό, παρά ένα συγκεκριμένο σκοπό και στόχο. Γι’ αυτό έχω ενσωματώσει σκηνές από διαδηλώσεις, από πάρτι, ακόμα κι από τα social media, που φαίνεται να προσφέρουν την ψευδαίσθηση του «όλοι μαζί», ενώ τελικά φέρνουν τις περισσότερες φορές στο προσκήνιο την ψυχολογία του «ντου» και του «γιούρια».

Όπως όλα τα βιβλία μου, έτσι κι αυτό είναι κατά βάθος ένα βιβλίο πολιτικό. Αλλά παράλληλα είναι κι ένα βιβλίο δράσης. Αυτά τα δύο στοιχεία τα χρησιμοποιώ πάντα ως βασικά συστατικά όταν γράφω, ότι μιλάω κι εκφράζομαι καλύτερα μέσω αυτών.

Ούτως ή άλλως γράφοντας, προσπαθώ πάντα να ικανοποιηθώ εγώ ο ίδιος, χωρίς να έχω αγχωτικά στο μυαλό μου, το αν θα αρέσει στον αναγνώστη. Θέλω αυτό που κάνω να αρέσει καταρχήν σε μένα, ούτως ώστε να υπάρχει η πιθανότητα να αρέσει μετά και στον άλλον.

Αλλιώς ο ψυχαναγκασμός του να γραφεί κάτι φαίνεται σε αυτόν που θα το πάρει και θα το διαβάσει, και εντέλει τον απωθεί. Γράφω δηλαδή για μένα, παρόλο που έχω στην άκρη του μυαλού μου το δυνητικό αναγνώστη, γράφω τελικά μόνο για μένα, για τη διαδικασία του να κάνω κάτι δημιουργικό.

Κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι λοιπόν τη φράση-κλισέ που λέγεται, πως το γράψιμο δηλαδή είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση. Και λυτρωτική, και δημιουργική, θα πρόσθετα εγώ. Και φυσικά θα ήταν ευχής έργον να θεωρείται και η ανάγνωση κάπως έτσι.

Δεν ξέρω αν τελικά το γράψιμο ή το διάβασμα είναι ένα καλό μέσο, ψυχολογικής τουλάχιστον, αντιμετώπισης της κρίσης. Σίγουρα όμως είναι ένας τρόπος, ένα εργαλείο διαφυγής.

Και προσωπικά πιστεύω ότι –ίσως- και να ήταν καλύτερα τα πράγματα εξαρχής, ενδεχομένως όχι ριζικά, αλλά τουλάχιστον μια κάποια διαφοροποίηση θα υπήρχε, εάν το βιβλίο και η ανάγνωση γενικά κατείχαν περισσότερο χώρο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των πολιτών.

Παρουσίαση από την Κατερίνα Καρατάσου - 09 Ιουνίου 2012

Ημερίδα για την παιδική λογοτεχνία
Frederick University

…Τρεις συγγραφείς μίλησαν για το όνειρο, το γέλιο και την εξέγερση στο έργο τους και στην ευρύτερη επικράτεια της παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας. Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου, η Άννα Κουππάνου, ο Μάνος Κοντολέων, ανήκουν σε διαφορετικές συγγραφικές γενιές –τους ενώνει όμως η πολύπλευρη άρδευση από τις αστείρευτες λογοτεχνικές πηγές του ονείρου, του γέλιου και της εξέγερσης, καθώς και η στοχαστική διερεύνηση των συσχετισμών τους στο πλαίσιο μιας «εφαρμοσμένης» μυθοπλαστικής ποιητικής…

…Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου στο κείμενό του «Γράφοντας για εφήβους και για νέους: Ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί χωρίς δίχτυ ασφαλείας» παρουσιάζει τη συγγραφική οπτική πάνω στη θεματική της ημερίδας όπως αυτή διατρέχει τα βιβλία του. Για τον Παπαθεοδώρου το πολιτικό υπόστρωμα, με την έννοια των σχέσεων εξουσίας όπως διακρίνονται στον ιδιωτικό και τον συλλογικό βίο, το ψυχικό βάρος της επιθυμίας και το συναισθηματικό φάσμα του φόβου και της οργής καθορίζουν τις σημασίες που αποκτά στο έργο του το όνειρο –ως σύλληψη ενός ικανοποιητικού ψυχικά και βιοτικά σεναρίου για το παρόν και το μέλλον- και η εξέγερση. Οι περίπλοκοι συσχετισμοί αυτών των όρων διοχετεύονται και εναρμονίζονται τρόπον τινά και με τις ειδολογικές του επιλογές, όπως είναι αίφνης η δυστοπία…

Παρουσίαση από τoν Σωκράτη Μουτίδη στο www.kozani.tv - 16 Φεβρουαρίου 2012

Συνάντηση των μαθητών του 17ου δημοτικού σχολείου Κοζάνης με το συγγραφέα Βασίλη Παπαθεοδώρου

Τη μοναδική ευκαιρία να συνομιλήσουν με έναν ιδιαίτερο και ξεχωριστό συγγραφέα παιδικών βιβλίων, τον Βασίλη Παπαθεοδώρου, θα έχουν μαθητές, γονείς και κοινό το Σάββατο 18 Φεβρουαρίου στην Κοζάνη.
Ο γνωστός συγγραφέας θα επισκεφθεί στο 17ο δημοτικό σχολείο, μετά από πρόσκληση του σχολείου, στο πλαίσιο του προγράμματος φιλαναγνωσίας με ενιαίο αναμορφωμένο πρόγραμμα σπουδών.

«Βεβαίως έχω πάει σε αρκετά άλλα σχολεία, με διάφορα προγράμματα τα οποία τρέχει και του Υπουργείο Παιδείας και του Εθνικό Κέντρο Βιβλίου του Υπουργείου Πολιτισμού. Κάθε σχολείο είναι για μένα μια διαφορετική εμπειρία. Και πάντα υπάρχει το δούναι και λαβείν. Υπάρχει χημεία με τα παιδιά, με τους μαθητές. Δίνω και παίρνω, δίνουν και παίρνουν και οι μαθητές, οπότε όλοι βγαίνουμε κατά κάποιο τρόπο ωφελημένοι από αυτή τη συνάντηση.

Το πρόβλημα φιλαναγνωσίας του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου εφαρμόζεται φέτος για πρώτη χρονιά σε 900 δημοτικά σχολεία της χώρας. Οι μαθητές διαβάζουν ένα βιβλίο και στη συνέχεια καλούν τον συγγραφέα για να συζητήσουν μαζί του γύρω από το βιβλίο, αλλά και διάφορα θέματα που τους ενδιαφέρουν.

«Το βιβλίο που επέλεξε να διαβάσει το 17ο δημοτικό σχολείο Κοζάνης είναι το «χνότα στο τζάμι». Μου έκανε μεγάλη εντύπωση που διάλεξε αυτό το βιβλίο, δεδομένου ότι νόμιζε πως είναι ένα βιβλίο για μεγαλύτερα άτομα, για παιδιά γυμνασίου και λυκείου, αλλά να τώρα που το διαβάζουν άνετα, απ’ ότι κατάλαβα και παιδιά του δημοτικού και θα συζητήσουμε πάνω στα θέματα που θίγει το βιβλίο».

Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου δηλώνει πως έχει εντυπωσιαστεί πολλές φορές από τα παιδιά και τις συζητήσεις που έχει κάνει μαζί τους, αφού δεν είναι λίγα αυτά που ξεφεύγουν από τις κοινότυπες ερωτήσεις. Κάτι τέτοιο αναμένει και από τους μαθητές του 17ου δημοτικού σχολείου Κοζάνης, αφού η επιλογή του συγκεκριμένου βιβλίου εξέπληξε ευχάριστα το συγγραφέα. «Μου έχουν κάνει ερωτήσεις του στυλ αν πιστεύω ότι μπορεί να ξεκινήσει μια επανάσταση από τα παιδιά ή υπάρχουν άλλες φορές που με έχουν συγκινήσει παιδιά, γιατί ξέρω, έχω μάθει εκ των υστέρων ότι παρουσιάζουν παραβατική συμπεριφορά στο σχολείο, τώρα μιλάμε για μαθητές Γυμνασίου ή Λυκείου κατά κύριο λόγο, και όμως όταν τους επισκέπτομαι είναι αυτά τα παιδιά τα οποία θα δείξουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Και μετά, ενώ θεωρούν το διάβασμα ως αγγαρεία, ή ως κάτι υποχρεωτικό, μετά από αυτή την επίσκεψη, μαθαίνω από τους καθηγητές, πηγαίνουν στις σχολικές βιβλιοθήκες και ζητάνε κι άλλα βιβλία, άλλων συγγραφέων να διαβάσουν. Αυτό πιστεύω ότι είναι μια μεγάλη ηθική ικανοποίηση κι ανταμοιβή για μένα, και για τον οποιονδήποτε άλλον στη θέση μου».

Η συνάντηση του συγγραφέα με τους μαθητές του σχολείου θα γίνει στη 1.30 το μεσημέρι του Σαββάτου 18 Φεβρουαρίου στο 17 Δημοτικό σχολείο Κοζάνης. Η εκδήλωση θα προβληθεί διαδικτυακά, και θα υπάρχει δυνατότητα υποβολής ερωτήσεων στο συγγραφές μέσω mail.

Παρουσίαση στο www.lifo.gr από τον Άρη Δημοκίδη - 15 Οκτωβρίου 2011

Ο Καλεσμένος της Ημέρας: Τα αγαπημένα πράγματα του Βασίλη Παπαθεοδώρου.

Ο Παπαθεοδώρου γράφει παιδικά και κυρίως εφηβικά βιβλία, που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν απ' την "ενήλικη" λογοτεχνία - αυτή έχει να ζηλέψει απ' αυτά. Ασχολείται με κοινωνικά, δύσκολα θέματα - και συχνά θεωρείται προφητικός. (Πχ. αφού έβγαλε το Χνότα στο Τζάμι συνέβη ο Δεκέμβρης του '08 με τον Αλέξη Γρηγορόπουλο). Η άνοδος της ακροδεξιάς, ο ρατσισμός, οι μετανάστες, το σχολείο: όλα υπάρχουν στα μυθιστορήματά του. Όπως όμως και οι περιβαλλοντικές ανησυχίες (στο Μεγάλο Ταξίδι της Κινέζικης Πάπιας), ή η μοναξιά, η φιλία και το ταξίδι των βιβλίων στο πανέξυπνο νέο του βιβλίο Ιπτάμενες Σελίδες.

Ζήτησα να μου πει τα αγαπημένα του πολιτιστικά αγαθά γιατί πιστέυω πως αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να ψυχολογήσεις κάποιον...

Αγαπημένο έργο τέχνης;
Όλοι οι πίνακες του Εγγονόπουλου. Με ταξιδεύουν μέσα από περίεργες διαδρομές χρωμάτων και σκέψεων. Αν και δεν είμαι και πολύ επαΐων περί των εικαστικών, πιστεύω ότι αυτά τα έργα δικαιολογούν το χαρακτήρα της Τέχνης, να μιλά δηλαδή στην ψυχή και στο μυαλό, ακόμα και του πιο αμύητου.

Αγαπημένο βιντεοκλίπ;
To "Bittersweet Symphony"των Verve - για τη νοσταλγικότητα που μου δημιουργεί σαν αίσθηση. (Επίσης τα βιντεοκλίπ των Linkin Park, για το δυναμισμό τους.)

Aγαπημένο βιβλίο;
Ο «Φύλακας στη Σίκαλη» του Σάλιντζερ και «Ο Άρχοντας των Μυγών» του Γκόλντινγκ, για τη θέληση που δείχνει κανείς και τις επιλογές που καλείται να κάνει. Είναι δυο βιβλία που με έχουν επηρεάσει αφάνταστα, έχοντας το καθένα τους τη γοητεία να μην μπορεί να καταταχθεί επακριβώς σε ένα είδος. Είναι αυτό που λέμε βιβλία "cross-over" και για ενήλικες και για νέους.

Αγαπημένη ταινία;
«Οι συνήθεις ύποπτοι» και το «Λος Άντζελες, εμπιστευτικό», για την ατμόσφαιρα νουάρ και την ανατροπή τους.
Αλλά και το «Dangerous Liaisons», για τους πολύπλοκους χαρακτήρες, και τη λογοτεχνική κλιμάκωση των πιο αρρωστημένων πλευρών ενός χαρακτήρα.

Αγαπημένα σάιτ;
Και όλα και τίποτα, ανατρέχω πάρα πολύ συχνά στην αγγλική Wikipedia και στο IMDB για ταινίες.

Αγαπημένος δίσκος;
Το "Jesus Christ Superstar", μου θυμίζει τα λυκειακά μου χρόνια, ενώ είναι άψογη η συσκευασία.
Το ίδιο και με τα δύο διπλά βινύλια-Best των Beatles, όλα έχουν μια αύρα εφηβείας.

Κάτι άλλο αγαπημένο;
Οι αναμνήσεις μου γενικά... και τα X-Files/Dexter σαν αγαπημένες σειρές τηλεόρασης ειδικά.

*Ο Β.Π. έχει ίσως το πιο ενδιαφέρον σάιτ Έλληνα συγγραφέα: Juvenilebooks.gr

Σχόλια

"Ασχολείται με κοινωνικά, δύσκολα θέματα ... Η άνοδος της ακροδεξιάς, ο ρατσισμός, οι μετανάστες, το σχολείο: όλα υπάρχουν στα μυθιστορήματά του.

E όχι και όλα. Κόψτε κάτι.

http://www.10percent.gr/stiles/koinotita/omofovia-kai-ekpaideysh/2328-2011-06-18-16-43-19.html

ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ
ΑΝΩΝΥΜΟ/Η 15.10.2011 | 19:59

Χμ...

Όταν ανέφερα μια σειρά πραγμάτων και μετά έβαλα άνω και κάτω τελεία, νόμισα ότι ήταν προφανές ότι το όλα πήγαινε σε όλα όσα ανέφερα.

Αν εννοούσα όλα όλα, θα μπορούσε να με διορθώσει κάποιος λέγοντας ότι στην πραγματικότητα ο συγγραφέας δεν έχει ασχοληθεί με τη Νορβηγική βυρσοδεψία ή με τους βιασμούς ή, γενικώς, με όλα τα υπόλοιπα.

Επί του θέματος όμως: μακάρι να τον εμπνεύσει το θέμα της ομοφοβίας και του bullying στο σχολείο και να γράψει ένα καινούριο βιβλίο. Θα είναι χρήσιμο, όπως κι αυτά που έχει ήδη γράψει. 🙂

ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ
ΑΡΗΣ ΔΗΜΟΚΙΔΗΣ 15.10.2011 | 20:15

Είναι αρκετά χαρισματικός άνθρωπος-συγγραφέας. Έχω διαβάσει όλα του τα βιβλία και μπορώ να ξεχωρίσω τις "Ιπτάμενες σελίδες" και το "Στη διαπασών".

ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ
kelly f. 15.10.2011 | 20:35

Mακάρι - αν και όλοι γνωρίζουμε ότι ένα βιβλίο με τέτοιο θέμα δεν θα τον έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή στην ομάδα-στόχο που μάλλον δεν είναι οι ίδιοι οι έφηβοι, αλλά οι γονείς, οι καθηγητές τους και γενικώς όσοι προτείνουν στους εφήβους "εξωσχολικά βιβλία".

Αντίθετα ο "ρατσισμός", το "περιβάλλον" και οι "μετανάστες" μπορούν να γίνουν ωραιότατα θέματα εκθέσεων και να εμπνεύσουν παθιασμένες αγορεύσεις στη Βουλή των Εφήβων 🙂

ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ
ΑΝΩΝΥΜΟ/Η 15.10.2011 | 22:36

Παρουσίαση από τον Κώστα Κατσουλάρη, ARTA-PRESS, Τεύχος 60 - Απρίλιος 2011

Ο 44χρονος Βασίλης Παπαθεοδώρου είναι ένας από τους καλύτερους συγγραφείς μυθιστορημάτων για νέους. Προηγούμενα βιβλία του όπως τα «Χνώτα στο τζάμι», «Εννέα Καίσαρες», «Στη διαπασών» βραβεύτηκαν, διαβάστηκαν, κι ορισμένα από αυτά διδάσκονται ήδη σε πανεπιστήμια. Στο τελευταίο του βιβλίο ξεσπάει μια παράξενη επιδημία, μια επιδημία γέλιου. Πού αυτά; Μα στο πριγκιπάτο της Σουρλανδίας βεβαίως, όπου στο Παλάτι αρχίζουν να ανησυχούν ότι το πολύ γέλιο των υπηκόων τους δεν θα τους βγει τελικά σε καλό. Και δεν έχουν άδικο...

Παρουσίαση από τον Κώστα Κατσουλάρη, Περιοδικό Veto mag - 3 Οκτωβρίου 2010

ΚΕΡΔΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ ΤΩΝ ΕΦΗΒΩΝ

Εδώ Πραγματικότητα

Δεν είναι όμως η λογοτεχνία για εφήβους όλο τέρατα και μάγους. Από τους καλύτερους Έλληνες συγγραφείς μυθιστορημάτων για νέους, ο Βασίλης Παπαθεοδώρου έχει οκτώ βιβλία στο ενεργητικό του. Τρία χρόνια πριν με το «Χνότα στο Τζάμι» (εκδ. Κέδρος), μια απαισιόδοξη ματιά πάνω στη σύγχρονη κοινωνία, κατάφερε να αποσπάσει το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω».

Πέρυσι με το «Στη Διαπασών» (εκδ. Καστανιώτης) βραβεύτηκε και πάλι, μιλώντας αυτή τη φορά πιο άμεσα για τους φόβους, τα όνειρα και τα αδιέξοδα των νέων.

Παρουσίαση - Συνέντευξη στον Θόδωρο Γιαχουστίδη Περιοδικό Sunday, Νο417, Αγγελιοφόρος της Κυριακής - 18 Απριλίου 2010

ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

1. Γιατί γράφετε βιβλία για παιδιά;

Στην αρχή νόμιζα πως προέκυψε έτσι απλά εξαιτίας της συμμετοχής μου σε ένα διαγωνισμό για παιδικό μυθιστόρημα. Όσο περνάει όμως ο καιρός, καταλαβαίνω ότι ίσως είναι και άλλα αυτά που με ώθησαν τελικά να γράψω για παιδιά και να μείνω σε αυτό. Κυρίως, σου δίνεται η ευκαιρία να ξαναζήσεις κάποια παιδικά σου χρόνια, κάποια χρόνια της χαμένης εφηβείας, με διαφορετικό τρόπο.

2. Ποια είναι τα συστατικά μιας καλής ιστορίας για νεαρής ηλικίας άτομα;

Πιστεύω πως το θέμα πρέπει να είναι πάρα πολύ σύγχρονο. Οι Αγγλοσάξωνες π.χ. έχουν καταφέρει να γράψουν παιδικά μυθιστορήματα με πολύ σύγχρονα θέματα και σύγχρονο λεξιλόγιο. Βασικό στοιχείο είναι το λεξιλόγιο να μην είναι ακαδημαϊκό, να είναι νεανικό. Ο έφηβος ειδικά δεν μπορεί να ταυτιστεί με λεξιλόγιο και καταστάσεις που τις βιώνουν οι ενήλικες. Τέλος, το βιβλίο πρέπει να έχει τα νοήματά του, τα οποία οφείλουν να μη δίνονται με διδακτισμό, έτσι ώστε κάθε παιδί ή κάθε έφηβος να βγάζει τα δικά του συμπεράσματα μέσω της δράσης.

3. Τι προσέχετε, γράφοντας μια παιδική ιστορία;

Όσο περνάει ο καιρός προσέχω όλο και λιγότερο. Δίνω το βάρος στην ιστορία. Μ’ ενδιαφέρει να είναι για μένα μια δυνατή ιστορία. Από κει και πέρα όπως βγει.

Παρουσίαση - Συνέντευξη στην Ελένη Κατσαμά Ηλεκτρονικό περιοδικό www.papakistimpaniera.gr - Φεβρουάριος 2009

Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου δεν ωραιοποιεί την αλήθεια. Η πραγματικότητα είναι ωμή κι αυτό φαίνεται να το ξέρει καλά. Η γραφή του είναι ρεαλιστική, αγωνιώδης, ανατρεπτική, αφοπλιστική, συνεπής προς το θέμα του, από την πρώτη του Σχολική Παράσταση, μέχρι το τελευταίο του Μεγάλο Ταξίδι της Κινέζικης Πάπιας. Καταπιάνεται με την αναμέτρηση των αρνητικών και των θετικών δυνάμεων που κινούν τον πλανήτη. Γράφει για τη βία, το ρατσισμό, την αδικία, την εκμετάλλευση, τη συσσωρευμένη δύναμη στα χέρια λίγων ισχυρών, για τις απανταχού δυνάμεις καταστολής, για το πώς αυτές οι δυνάμεις γεννιούνται. Και γράφει ακατάπαυστα. Για τη χρήση των υπολογιστών και των νέων τεχνολογιών, για τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, για τις σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα στις σχολικές τάξεις, για τον ανταγωνισμό, την ισότητα, την ανάγκη για επικοινωνία, τη φιλία, την αγάπη. Περιμένοντας το νέο του μυθιστόρημα, το παπάκι στην μπανιέρα παρουσιάζει κάποια από τα προηγούμενα.

Αν ζούσες στην εποχή που περιγράφεις στο βιβλίο σου «Χνότα στο τζάμι» θα είχες περισσότερους θετικούς ή αρνητικούς πόντους;

Πιστεύω ότι θα είχα συντριπτικά περισσότερους αρνητικούς, εδώ και τώρα έχω αρκετούς αρνητικούς. Βέβαια αυτό το λέω εκ του ασφαλούς, στην εποχή που περιγράφω και στο μέρος στο οποίο αναφέρομαι, ίσως αντιδρούσα και διαφορετικά, εννοώ αν υπήρχε ζήτημα επιβίωσης. Συνεπώς δε θέλω να το παίξω ήρωας. Ο τρόπος αντίδρασής μου όμως, ιδίως σε επαγγελματικό περιβάλλον, είναι από αυτούς που σίγουρα σου δίνει κάποιους αρνητικούς πόντους. Στην προσωπική μου ζωή όμως πιστεύω ότι θα μάζευα περισσότερους θετικούς. Βέβαια αν είναι να το γενικεύσουμε, θεωρώ ότι όλοι μας θα μαζεύαμε αρνητικούς πόντους, όλοι οι Έλληνες, όλοι οι Αθηναίοι. Μία ματιά για τον τρόπο που κυκλοφορούμε στους δρόμους, στο μετρό, για την αγένειά μας, που ουρλιάζουμε σε ώρες κοινής ησυχίας και βάζουμε δυνατά τη μουσική μας, που βγάζουμε τα παιδιά να ενοχλήσουν τους γείτονες, για να κοιμηθούμε εμείς, που κοιτάμε πως θα πάρουμε τη σειρά του άλλου σε μια ουρά. Μια ματιά για το πώς καταστρέφουμε το περιβάλλον, χτίζοντας όλοι σπίτια με πισίνες π.χ. στα νησιά ή αγοράζοντας τζιπ για να κυκλοφορούμε στην Αθήνα, και ένα σωρό άλλα τέτοια παραδείγματα, σημαίνουν ότι όλοι μας έχουμε πια πήξει από αρνητικούς πόντους.

Η πραγματικότητα σ’ αυτό το βιβλίο μοιάζει παρανοϊκή. Πόσο κοντά σ’αυτή την παράνοια είμαστε;

Περνάμε ξυστά από δίπλα της, την έχουμε ήδη προσπεράσει ή την πλησιάζουμε, διαλέγετε και παίρνετε. Ο Big Brother είναι ήδη γεγονός, παρακολουθήσεις τηλεφώνων, προσαγωγές υπόπτων χωρίς απαγγελία κατηγορητηρίου, ακόμα και στην Ελλάδα. Είναι πάρα πολύ εύκολο να κατρακυλήσει μια κοινωνία σε καταστάσεις «ανωμαλίας» παρά να διατηρήσει την ηρεμία και την ισορροπία της. Βέβαια πάντα υπήρχαν και υπάρχουν προσχήματα...τρομοκρατία, ασφάλεια, κλπ. Το γεγονός με τα γραπτά μου είναι ότι πολλές φορές η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία μου. Πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει και σε άλλους που ασχολούνται με το γράψιμο. Στους «Εννέα Καίσαρες» π.χ., παρόλο που είχα εμπνευστεί από κάποια γεγονότα, που είχα ακούσει στην τηλεόραση ή είχα διαβάσει στην εφημερίδα, και παρόλο που κοίταξα αυτά τα γεγονότα να τα «τραβήξω» κάπως, να τα κάνω μεν αληθοφανή, αλλά παράλληλα να μη φαίνονται ξεπερασμένα, αλλά κάτι που «ίσως» μπορούσε να συμβεί στο κοντινό μέλλον, παρόλα αυτά τα γεγονότα με ξεπέρασαν κι εμένα και τη φαντασία μου και όλα. Λέω π.χ. αρχικά «δεν είναι δυνατόν να συμβεί αυτό, να μια καλή ιδέα για ένα βιβλίο μου», και σε λίγο καιρό, όχι απλά συμβαίνει το εξωπραγματικό που πίστευα, αλλά συμβαίνει κι ακόμα πιο έντονα απ’όσο το είχα φανταστεί. Αυτό δείχνει μεν την ταχύτητα των πραγμάτων, αλλά και από την άλλη μας προειδοποιεί ότι πρέπει να είμαστε πλέον έτοιμοι για τα πάντα, όσο παρανοϊκά και τρελά να φαντάζουν αυτά.

Από την αρχή είχες σκεφτεί να διαδραματίζεται η ιστορία αυτή εκτός Ελλάδος ή ήταν μια απόφαση που πήρες στην πορεία;

Την απόφαση αυτή την είχα πάρει εξαρχής, τόπος, χρόνος, πρόσωπα, τα ξεκαθαρίζω στο μυαλό μου προτού αρχίσω το γράψιμο. Βέβαια το βιβλίο αυτό ξεκίνησε έχοντας στο νου μου δυο πραγματικά γεγονότα: Τις ταραχές στο Παρίσι, στα γκέτο του Παρισιού το 2005, και τη δολοφονία του Βραζιλιάνου νεαρού στο μετρό του Λονδίνου, επειδή οι αστυνομικοί τον είχαν περάσει για τρομοκράτη. Επιπλέον, επειδή κοιτώ να δίνω προσοχή και στα ονόματα των ηρώων, η ονοματολογία δηλαδή να συμβολίζει κάτι, πιστεύω ότι τα (ξένα) ονόματα Τζακ, Τζιμ, Τζο, Τζων, Τζόναθαν, Τζέιμς, δίνουν ακριβώς αυτή την ισοπέδωση της προσωπικότητας που ήθελα να πετύχω στο βιβλίο. Αλλά κι από την άλλη, δε θα ήταν λίγο περίεργο να διαδραματίζεται αυτή η ιστορία στην Ελλάδα; Εννοώ ότι ευτυχώς η κοινωνία εδώ δεν έχει φτάσει σε αυτό το σημείο μαζικής παράκρουσης και υστερίας, δε θα γινόταν δηλαδή πιστευτό αν έβαζα ελληνικές περιοχές και ονόματα. Επίσης δε θα ήταν δυνατόν όλη αυτή η ατμόσφαιρα συνωμοσίας και πλεκτάνης, που κρατούσε για χρόνια, τόσο καλά οργανωμένη και τόσο πιστευτή από τους κατοίκους της πόλης, να είχε σχεδιαστεί με βάση τα ελληνικά δεδομένα, αυτό κι αν δε θα γινόταν πιστευτό με τίποτα...

Οι έφηβοι διαβάζουν;

Όχι. Συγγνώμη για το απόλυτο της απάντησης, μπορεί και να μην είναι έτσι ακριβώς, πιστεύω όμως ότι οι έφηβοι είναι η πληθυσμιακή ομάδα που διαβάζει λιγότερο απ’όλους. Εντάξει, εφηβεία, καταλαβαίνω, μπορεί να το συνδυάζουν ως αγγαρεία με το σχολείο, παρόλα αυτά όμως δε γίνεται να εφευρίσκουμε παντού και πάντα άλλοθι και δικαιολογίες. Τώρα και καλά είναι το Ίντερνετ, που αποσπά την προσοχή και το χρόνο, ή τα videogames, πιο πριν τα DVD, πιο πριν τα CD, πρωτύτερα η τηλεόραση, το βινύλλιο, η κατοχή, η τουρκοκρατία. Θέλω να πως ότι δεν αποτελεί δικαιολογία το φροντιστήριο, το φόρτος μαθημάτων, τα πάντα. Αιτιολογία είναι το ότι δεν υπάρχει παιδεία διαβάσματος, η ανάγνωση βιβλίου δεν έχει θέση στα σχολεία, παρά μόνο σαν δευτερεύουσα δραστηριότητα κάπου και κάποτε. Και βέβαια το κράτος δεν είναι υπεύθυνο γι’ αυτό. Υπεύθυνοι πλέον είναι οι γονείς, τα παιδιά και οι καθηγητές. Βέβαια η υπερπληθώρα συγγραφέων και βιβλίων στην ελληνικά αγορά ίσως και να δυσκολεύει τα πράματα. Θυμάμαι παλιότερα όταν κυκλοφορούσε ένα βιβλίο, αυτό ήταν κατά κάποιον τρόπο γεγονός, τώρα περνά συχνά αδιάφορα ή έχει ένα πολύ μικρό κύκλο ζωής. Δεν είναι λυπηρό όμως πριν από 20 χρόνια να δίνονται διευκρινήσεις στις Πανελλαδικές στο μάθημα της Έκθεσης για τις λέξεις «αρωγή» και «ευδοκίμηση» και φέτος για τη λέξη «κουσούρι»; Ελπίζω σε άλλα 20 χρόνια να μη χρειαστεί να δίνονται διευκρινήσεις για τη λέξη «ταράτσα» π.χ.

Με ποιο θέμα θα καταπιανόσουν σε κάποιο επόμενο βιβλίο, εάν μπορούσες να πιάσεις τον παλμό των εφήβων; Δηλαδή τι νομίζεις ότι ενδιαφέρει τους έφηβους σήμερα;

Θέματα με υπολογιστές και αστυνομική πλοκή, αυτά που ενδιαφέρουν και εμένα που δεν είμαι έφηβος. Κάτι το facebook, κάτι το secondlife, πιστεύω ότι το Ίντερνετ και οι δυνατότητές του μπορούν να αποτελέσουν έμπνευση για ένα μυθιστόρημα. Θα ήθελα επίσης να ασχοληθώ και με ένα νέο είδος, θα ήθελα να γράψω για κάτι... «μεταφυσικό», δεν μπορώ να πω πιο συγκεκριμένα πράματα, γιατί δεν ξέρω ακόμα τη μορφή και το θέμα.

Απαντήσεις:

1) Με τις πυτζάμες μου.
Πως σου αρέσει να κυκλοφορείς σπίτι σου;

2) Πριν 10 χρόνια περίπου.
Πότε άρχισες να πιστεύεις ότι θα μπορούσες να γίνεις συγγραφέας;

3) Μακάρι.
Θα ήθελες να δουλεύεις και να ζεις αποκλειστικά από τα βιβλία σου;

Παρουσίαση - Συνέντευξη στον Αλέξανδρο Σαλαμέ, Αγγελιοφόρος της Κυριακής - 11 Ιανουαρίου 2009.

Θάνατος εφήβου από πυρά αστυνομικού περιγράφεται στο... ανατριχιαστικά προφητικό βιβλίο «Χνότα στο τζάμι» του Βασίλη Παπαθεοδώρου.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η κύρια διαφορά του βιβλίου από την πραγματικότητα είναι ότι η Αστυνομία σε αυτό παρουσιάζεται εξυπνότερη!
«Μια μεγαλούπολη, στο κοντινό μέλλον που ζει υπό τη μόνιμη απειλή τρομοκρατικών χτυπημάτων. Οι αρχές παρακολουθούν τους πάντες με κάμερες και καταγράφουν κάθε ύποπτη κίνηση η λέξη.
Οι νέοι, κλεισμένοι τις περισσότερες ώρες στο σπίτι τους σερφάρουν στο Ίντερνετ και παίζουν on–line παιχνίδια.

Σε μια τέτοια ασφυκτική ατμόσφαιρα, έφηβος Άλεκ βιντεοσκοπεί άθελά του τη δολοφονία του φίλου Πολ από την Αστυνομία, καθώς, όπως υποστήριξαν οι αρχές, ο συγκεκριμένος νέος ήταν «τρομοκράτης».
Η διήγηση αυτή δεν ανήκει σε κάποιο από τα δελτία ειδήσεων που πρόσφατα περιέγραφαν την τραγική ιστορία του μικρού Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια.

Είναι απόσπασμα ενός εφηβικού μυθιστορήματος που δυστυχώς αποδείχτηκε προφητικό. Ένα μυθιστόρημα που γράφηκε μέσα στο 2007 και η εκδήλωση βράβευσής του – στις 15 Δεκεμβρίου από την Επιτροπή Απονομής Κρατικών Βραβείων Παιδικού Βιβλίου του Υπουργείου Πολιτισμού – έμελλε να συμπέσει με την δολοφονία του 15χρονου μαθητή.

Πιο έξυπνη Αστυνομία

Οι ταραχές που συγκλόνισαν τα υποβαθμισμένα προάστια του Παρισιού και των άλλων γαλλικών πόλεων πριν από δύο χρόνια αλλά και η δολοφονία του Βραζιλιάνου ηλεκτρολόγου Ζαν Τσαρλς δε Μενέζες από σφαίρες Άγγλων αστυνομικών τον Ιούλιο του 2005 στο μετρό του Λονδίνου υπήρξαν οι βασικές πηγές έμπνευσης του Βασίλη Παπαθεοδώρου για το συγκεκριμένο βιβλίο.
«Και στις δύο περιπτώσεις μου φαινόταν εντυπωσιακό και την ίδια στιγμή τρομακτικό το γεγονός ότι η Αστυνομία είχε τη δυνατότητα να εισβάλει σε σπίτια πολιτών ή να πυροβολήσει χωρίς την παραμικρή ειδοποίηση» λέει.

Όσο για τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, ο συγγραφέας δηλώνει «σοκαρισμένος», καθώς αισθάνεται πως όσα περιγράφει στο μυθιστόρημά του μεταφέρονται στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και επαναλαμβάνονται, μόνον που οι πρωταγωνιστές ξεπηδούν από τις σελίδες του βιβλίου του και ξαφνικά παίρνουν σάρκα και οστά.
«Το βραβείο σκοπεύω να το αφιερώσω στον Αλέξη Γρηγορόπουλο. Όχι λόγω επικαιρότητας, αλλά αυτό έγινε συν–ήρωας στην ιστορία μου. Έχει όνομα και επώνυμο», προσθέτει ο κ. Παπαθεοδώρου.

Η μόνη βασική διαφορά που ο 40χρονος συγγραφέας αφήνει να εννοηθεί πως έχουν τα «Χνότα στο τζάμι» με την περίπτωση του Αλέξη αφορά τις ...ικανότητες της Αστυνομίας.
«Στο βιβλίο μου η Αστυνομία παρουσιάζεται εξυπνότερη. Τόσο σε επίπεδο νοοτροπίας όσο και σε επίπεδο ικανοτήτων. Στη χώρα μας αποδείχτηκε πως είναι επικίνδυνα ανίκανη», μονολογεί.

Κοινωνία σε νάρκωση

Η κοινωνία του βιβλίου του Βασίλη Παπαθεοδώρου είναι μια φοβισμένη και άβουλη κοινωνία με τους ενήλικες να φοβούνται το παρόν και τους έφηβους το μέλλον.

Το αποτέλεσμα είναι και οι μεν και οι δε να μένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους και να ενημερώνονται από την τηλεόραση για το τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο.
«Η κοινωνία που περιγράφω δεν έχει μεγάλη διαφορά από τη σημερινή. Η ελληνική κοινωνία μοιάζει με έναν άνθρωπο που επειδή κοιτάει συνεχώς πίσω του, καταλήγει στο τέλος να πέφτει σε μια κολόνα. Ρέπει να απεγκλωβιστούμε από το παρελθόν και να κοιτάξουμε το μέλλον μας, δηλαδή τα παιδιά του σήμερα» σχολιάζει.

Στο βιβλίο του Βασίλη Παπαθεοδώρου η λύση έρχεται από τους ίδιους τους εφήβους που αποφασίζουν να ξεπεράσουν το φόβο τους και να βγουν στους δρόμους για να γνωρίσουν από μόνοι τους την αλήθεια.
«Όπως και στο βιβλίο μου, οι έφηβοι που έζησαν αυτές τις ιστορικές στιγμές είναι και αυτοί που πρέπει να βρουν τον τρόπο να κάνουν την κοινωνία τους καλύτερη», λέει.