Συνεντευξεις

σε τηλεοπτικους και ραδιοφωνικους σταθμους

Συνέντευξη στο Κωστή Κοτσώνη, για την εκπομπή «Musically-eccentric Stimulants And Substances» - 15 Μαρτίου 2016

Την Τρίτη 15 Μαρτίου ο Κωστής Κοτσώνης συνομίλησε τηλεφωνικά με το Βασίλη Παπαθεοδώρου, συγγραφέα παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας. Η συνέντευξη μεταδόθηκε μαγνητοφωνημένη στην εκπομπή «Musically-eccentric Stimulants And Substances» και περιστράφηκε γύρω από τη συγγραφική πορεία του κυρίου Παπαθεοδώρου αλλά και το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού.

NW: Έχουμε στην τηλεφωνική μας γραμμή το Βασίλη Παπαθεοδώρου για μια ενδιαφέρουσα κουβέντα. Καλησπέρα, Βασίλη.

ΒΠ: Καλησπέρα κι από ΄μένα.

NW: Θα ήθελες να μας πεις πώς προέκυψε η ενασχόληση σου με τη συγγραφή και ειδικά με την παιδική και εφηβική λογοτεχνία;

ΒΠ: Δεν μπορώ να πω ότι εξαρχής είχα στόχευση στην παιδική και εφηβική λογοτεχνία συγκεκριμένα. Μάλλον προέκυψε εντελώς τυχαία. Πριν από είκοσι χρόνια, ένιωσα ότι ήθελα να γράψω κάτι, κάποιες σκέψεις. Αυτές οι σκέψεις μεγάλωσαν και έγιναν τα κεφάλαια του πρώτου μου βιβλίου, που ήταν για ενήλικες. Χαρούμενος που το τελείωσα, το έστειλα σε εκδοτικούς οίκους. Το απέρριψαν όλοι. Μετά από κάποιο διάστημα, ανακάλυψα έναν διαγωνισμό παιδικής λογοτεχνίας και πήρα μέρος. Ήθελα να νικήσω, είχα πεισμώσει γιατί μου άρεσε το συγγραφικό τρυπάκι στο οποίο είχα μπει. Και από αυτή την επιμονή κατέληξα να εστιάσω στην παιδική-νεανική λογοτεχνία. Έκτοτε, μόνο με τέτοια ασχολούμαι.

NW: Γενικά παρατηρούμε ότι στα βιβλία σου παρουσιάζονται φλέγοντα ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας: σχολικός εκφοβισμός, βία στα γήπεδα ή οικονομική κρίση, λόγου χάρη. Παρά, δηλαδή, το νεανικό κοινό των βιβλίων σου, μοιάζει να ασχολούνται με «ενήλικα» θέματα. Εσύ είσαι ενάντια στην αντίληψη της κοινωνίας μας που αντιμετωπίζει τους νέους σαν αιώνια παιδιά;

ΒΠ: Απολύτως. Να πω καταρχήν ότι προτιμώ τη συγγραφή βιβλίων για νέους παρά εκείνη για παιδιά δημοτικού. Το σκεπτικό μου όταν γράφω είναι να επιλέγω θέματα πιο προχωρημένα και έπειτα να «κατεβάζω» γλωσσικά ή δομικά το επίπεδο ώστε τα θέματα να είναι κατανοητά από τα παιδιά γυμνασίου και λυκείου. Κοινώς, τα θέματα είναι καθαρά θέματα ενηλίκων (ρατσισμός, ακροδεξιές οργανώσεις, μεταξύ άλλων), τα οποία και πάω κατά κάποιο τρόπο πιο κάτω ηλικιακά. Προτιμώ τα παιδιά να τα βλέπω ως μελλοντικούς ώριμους ενήλικες και αναγνώστες.

NW: Αυτή είναι, νομίζω, μια αντίληψη που υπάρχει πιο έντονα στο εξωτερικό.

ΒΠ: Στο εξωτερικό είναι πολύ προχωρημένα, καταρχήν, τα θέματα. Έχω δει θέματα παιδικής λογοτεχνίας από τη Φινλανδία που ασχολούνται με transgender άτομα. Έχω δει θέματα με παιδιά τρομοκρατών ή παιδιά που γεννήθηκαν σε φυλακές από φυλακισμένες μητέρες και ζουν εκεί. Εδώ υπάρχει συντηρητισμός και υποκρισία σε πολλά επίπεδα. Το παιδί μπαίνει σε μια γυάλα και τα θέματα είναι αντίστοιχα. Η ελληνική θεματολογία και το λεξιλόγιό της είναι πολύ πίσω, κατά τη γνώμη μου.

NW: Βέβαια, παρά την ενασχόληση με αυτά τα «ενήλικα» θέματα, νομίζω ότι πιάνεις εκπληκτικά τον παλμό των σημερινών παιδιών και εφήβων από άποψη γλώσσας, ψυχολογίας και ιδιοσυγκρασίας. Πόσο δύσκολο είναι για έναν άνθρωπο της ηλικίας σου το να μπει στη θέση του σημερινού δεκάχρονου, δεκαοκτάχρονου ή εικοσάχρονου παιδιού;

ΒΠ: Δεν μπαίνω πολύ εύκολα στη θέση του παιδιού του δημοτικού. Για αυτό και καταφεύγω στα μικρά παιδιά όταν έχω μια ιδέα που δεν μπορεί να αναπτυχθεί σε μυθιστόρημα εφήβων. Εστιάζω, λοιπόν, κυρίως στους εφήβους και τους νέους. Σε ό,τι αφορά το λεξιλόγιο, μπορώ να πω ότι κι εγώ έτσι εκφράζομαι καθημερινά. Επίσης, το facebook και οι επισκέψεις μου σε σχολεία με έχουν βοηθήσει απίστευτα. Κερδίζω πάρα πολλά από αυτά τα δύο. Παρατηρώ πώς συμπεριφέρονται και μιλάνε ή κινούνται οι έφηβοι. Έτσι, καλυτέρεψα κι εγώ το επίπεδο της ψυχολογικής εμβάθυνσης των ηρώων μου. Πολλοί φίλοι μου στο facebook είναι μαθητές που μου αναλύουν τα προβλήματά τους. Λέμε, όμως, και τη χαζομάρα μας. Μιλάμε σαν ίσος προς ίσο και αυτό με βοηθά να εισχωρήσω στο λεξιλογικό και ψυχολογικό τους κόσμο. Μπορώ, μάλιστα, να πω ότι, με το που θα βγει ή θα εξαφανιστεί μια λέξη της μόδας, θα το καταλάβω πολύ γρήγορα βλέποντας το πώς επικοινωνούν τα παιδιά μεταξύ τους.

NW: Χε χε, εκπληκτικό αυτό.

ΒΠ: Για να είμαι ειλικρινής, εγώ τα παιδιά τα σέβομαι. Κάθε επίσκεψη σε σχολείο θέλω να έχει ως κύριο στόχο το να περνάμε καλά και κατά δεύτερο λόγο να κερδίζουν και τα παιδιά κι εγώ, να υπάρχει ένα αμφίδρομο κέρδος. Το κέρδος για ‘μένα, βεβαίως, είναι το ότι παρατηρώ τα παιδιά και μπορώ, έστω με τη σκέψη ή τα γραπτά μου, να είμαι κοντά τους. Από τη στιγμή που θα καταλάβω ότι αυτή η χημεία μεταξύ εμού και των παιδιών θα έχει εξαφανιστεί, δεν θα υπάρχει, νομίζω, λόγος να συνεχίσω τις επισκέψεις στα σχολεία.

NW: Τι συζητάς συνήθως με τα παιδιά στα σχολεία;

ΒΠ: Φροντίζω οι συναντήσεις μας να μην είναι αποκλειστικά πάνω στο εκάστοτε βιβλίο. Θέλω και πρέπει να διαβάσουν ένα βιβλίο γιατί οι έφηβοι πλέον δεν διαβάζουν και δεν έχουν και τις προσλαμβάνουσες που είχαμε εμείς στη γενιά μου: κόμικς, Κλασικά Εικονογραφημένα, Αστερίξ, εφημερίδες και περιοδικά. Ειδικά αυτά τα τελευταία δεν μπαίνουν πλέον στα σπίτια. Άρα, το βιβλίο είναι για αυτά κάτι ξεκάρφωτο. Από εκεί και πέρα, όμως, προσπαθώ να ανατρέψω την εικόνα της ανάγνωσης ως κάτι βαρετό, να τους δείξω ότι τους αφορά γιατί μπορούν να διασκεδάσουν και γιατί υπάρχουν διάφορες θεματολογίες που θα τους αγγίξουν. Το σημαντικότερο είναι όταν υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν ξαναδιαβάσει ποτέ άλλοτε εξωσχολικό βιβλίο και που το δικό μου είναι το πρώτο που διαβάζουν. Αυτό είναι η μεγαλύτερη επιβράβευση. Η θεματολογία ποικίλει από εκδήλωση σε εκδήλωση. Κατά κύριο λόγο μιλάμε για τα φλέγοντα ζητήματα: bullying, σχέσεις, φιλία, τα πάντα που μπορούν να τους αφορούν. Η προσέγγισή μου είναι πάντα ως ένας μεγαλύτερος φίλος που τους λέει και κάποιες δικές του εμπειρίες.

ΝW: Η λέξη-κλειδί είναι το «φίλος». Θα πας εκεί για να συζητήσεις κάποια πράγματα που τα παιδιά τα αφορούν άμεσα.

ΒΠ: Θέλω και εγώ να τα περνάω καλά σε αυτές τις εκδηλώσεις. Δεν πάω με τη νοοτροπία της διαφήμισης ενός βιβλίου αλλά, με αφορμή το βιβλίο, πάω για να περάσουμε καλά και ό,τι βγει. Ει δυνατόν, μπορεί να υπάρξει και συνέχεια. Υπάρχουν παιδιά στη Ρόδο που τα συναντώ κάθε χρόνο, βγαίνουμε και πάμε και για καφέ ή έχω γνωρίσει τις οικογένειές τους. Επίσης, πολλά παιδιά μου απευθύνουν το λόγο στο Facebook και μου λένε ότι θέλουν να με συναντήσουν ή να μου δείξουν γραπτά τους.

NW: Παραμένοντας στο συγγραφικό κομμάτι, θα προχωρήσω τώρα σε ένα άλλο θέμα. Έξι από τα νεανικά και εφηβικά σου λογοτεχνικά έργα (Το μήνυμαΟι Εννέα ΚαίσαρεςΧνότα στο τζάμιΣτη διαπασών, Το μεγάλο ταξίδι της κινέζικης πάπιαςΙπτάμενες σελίδες) διδάσκονται σε μετεκπαιδευόμενους δασκάλους στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης. Θα μπορούσες να μας πεις λίγα περισσότερα λόγια για αυτή τη συνεργασία με το πανεπιστήμιο;

ΒΠ: Δεν είναι συνεργασία. Απλά ο Γιώργος Παπαντωνάκης, επίκουρος καθηγητής της Σχολής, είχε εντάξει σε ανύποπτο χρόνο τους Εννέα Καίσαρες στην ύλη των μαθημάτων του. Το διάβασα τυχαία στο ίντερνετ πριν από δέκα-δώδεκα χρόνια. Επικοινώνησα με τον καθηγητή, του έστειλα και τα υπόλοιπα βιβλία μου και σιγά-σιγά αυτό το πράγμα επεκτάθηκε. Είναι κάτι που δεν το περίμενα και εννοείται ότι με τιμά αφάνταστα.

NW: Πώς σου φαίνεται το ότι τα βιβλία σου έχουν κάτι να προσφέρουν στους αυριανούς δασκάλους, σε αυτούς δηλαδή που θα σηκώσουν το βάρος της αυριανής διαμόρφωσης των επόμενων γενεών;

ΒΠ: Καλή ερώτηση. Αυτό εξαρτάται από τους εκάστοτε εκπαιδευτικούς. Ο κάθε συγγραφέας γράφει πράγματα που τον ευχαριστούν έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του το αναγνωστικό κοινό. Χαίρομαι πολύ όταν αυτά τα βιβλία αποτελούν υποψήφια ύλη για δασκάλους και καθηγητές αλλά χαίρομαι ακόμα περισσότερο όταν τα ίδια τα παιδιά αγαπούν τα βιβλία και τα αναζητούν. Έτσι μπαίνουν σιγά-σιγά σε διαδικασία συνειδητής ανάγνωσης. Αυτό συμβαίνει ήδη σε κάποιο βαθμό και είναι πολύ ευχάριστο.

NW: Το άλλο κομμάτι της αποδοχής του έργου σου είναι οι βραβεύσεις: Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας, Βραβείο του περιοδικού Διαβάζω, Βραβείο του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης, Βραβείο Βιβλίου Public. Αυτές οι βραβεύσεις είναι θέμα-παγίδα για πολλούς. Πώς σε κάνουν να αισθάνεσαι;

ΒΠ: Άρχισα να γράφω το 1996 και μέχρι το 2008 ήμουν λιγάκι στην απ’ έξω. Κανείς δεν με ήξερε, σε συναντήσεις δεν μου δινόταν ιδιαίτερη σημασία από ομότεχνους. Μετά από τις βραβεύσεις το κλίμα άρχισε να αλλάζει άρδην. Αυτή η ξαφνική αναγνώριση δεν ήθελα να μου πάρει τα μυαλά. Ήθελα να στέκομαι στα πόδια μου και θεωρώ ότι η «απογοήτευση» και η απομόνωση που είχα αρχικά βιώσει με βοήθησαν να το καταφέρω. Βεβαίως, οι βραβεύσεις είναι για ‘μένα ευχάριστο πράγμα. Δεν είμαι από αυτούς που θα το σνομπάρουν. Με ευχαριστούν γιατί δείχνουν μία αναγνώριση της δουλειάς μου. Αλλά είναι και το άλλο: πολλά βιβλία βραβεύονται, έρχονται στην επιφάνεια και δεν αντέχουν τελικά στο χρόνο γιατί οι βραβεύσεις είναι, ως γνωστόν, και κάτι υποκειμενικό. Μου αρέσουν οι βραβεύσεις αλλά πιο πολύ μου αρέσει η αποδοχή εκ μέρους των εφήβων και των νέων.

NW: Σε μια άλλη συνέντευξή σου είχες δηλώσει, σχετικά με τους Άρχοντες των σκουπιδιών, ένα από τα βιβλία σου, τα εξής: «Οι Άρχοντες των Σκουπιδιών είναι ένα βιβλίο που προέκυψε από την ανάγκη να μη συμβιβαστώ και να μη συνηθίζω τις εικόνες που βλέπω κάθε μέρα γύρω μου, την αθλιότητα που έχει πάρει πλέον κυρίαρχη θέση στην καθημερινότητα». Θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις τη συγγραφική σου δράση ως αντίδραση-αντίσταση;

ΒΠ: Θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω έτσι αν και οι λέξεις είναι κάπως «βαριές». Γράφω όταν είμαι σε συναισθηματική φόρτιση, ευχάριστη ή δυσάρεστη. Δεν γράφω με το σκεπτικό: «Τώρα πρέπει να γράψω κάτι», αν και αυτό είναι ένα σκεπτικό στο οποίο μπαίνουμε άπειρες φορές οι συγγραφείς. Προσπαθώ να αποφύγω αυτή την παγίδα γράφοντας όταν νιώθω ψυχολογικά και συναισθηματικά έτοιμος να πω μια ιστορία ολοκληρωμένη. Άλλες ιστορίες προκύπτουν πιο εύκολα, άλλες πιο δύσκολα. Προφανώς το όλο concept του Άρχοντα των Σκουπιδιών προέκυψε από μια κατάσταση που ζω κάθε μέρα στο κέντρο της Αθήνας: τις εικόνες με τους ρακοσυλλέκτες. Με το σκεπτικό να μην συμβιβαστώ –όσο και αν αυτό ακούγεται δύσκολο μετά από τόσα χρόνια κρίσης ̶  αποφάσισα να γράψω αυτό το βιβλίο.

NW: Από άλλους συγγραφείς έχω, πάντως, ακούσει το αντίθετο σχετικά με τη διαδικασία της συγγραφής. Πολλοί και πολλές λένε: «Θα κάτσω να γράψω και η έμπνευση θα έρθει ή και να μην έρθει εγώ κάτι θα παραγάγω». Και αυτό γιατί μερικοί βιοπορίζονται από όλο αυτό και δεν μπορούν να περιμένουν. Απ’ ό,τι κατάλαβα, αυτό δεν συμβαίνει με εσένα. Δεν ακολουθείς τη συγγραφή για βιοποριστικούς λόγους, έτσι;

ΒΠ: Όχι, όχι. Σε εμένα δεν μπορεί να πετύχει αυτή η τεχνική. Έχω σπουδάσει μηχανικός και, μολονότι δεν άσκησα ποτέ το επάγγελμα, με έχει βοηθήσει στη δόμηση της σκέψης και στον τρόπο που γράφω. Κοινώς, πρέπει να ξέρω την αρχή και το τέλος κάθε μυθιστορήματος και σιγά-σιγά, θα βάλω ένα υποστύλωμα στα μισά, μετά άλλα δύο στο ένα τέταρτο και στα τρία τέταρτα, σαν γεφύρι, και έτσι θα κτιστεί το μυθιστόρημα. Στο μυαλό μου έχω ιδέες, μπορεί να είναι και οκτώ και δέκα, οι οποίες δεν έχουν ολοκληρωθεί. Ε, αποκλείεται να κάτσω και να πω: «Θα κάτσω και θα πιάσω μία από αυτές τις ιδέες και όπου με βγάλει».

NW: Για αυτό και η λογοτεχνία είναι καλλιτεχνική δημιουργία. Ο κάθε καλλιτέχνης επιλέγει τον τρόπο με τον οποίο θα χειριστεί το μέσο του, τις λέξεις. Πάμε τώρα, στο προτελευταίο σου βιβλίο: Το Ημερολόγιο Ενός Δειλού.

ΒΠ: Επί τη ευκαιρία, χρονολογικά το τελευταίο μου βιβλία είναι το Ήταν το Ίνδαλμά μου και εκδοτικά το Ποιος Απήγαγε Τον Άι Βασίλη. Αυτό δηλαδή κυκλοφόρησε τελευταίο ως επανέκδοση με νέο layout.

NW: Tο Ημερολόγιο έχει στο επίκεντρο το σχολικό εκφοβισμό. Και τον έχει σαν θεματικό πυρήνα, σε αντίθεση με μία πλειάδα λογοτεχνημάτων που καταπιάνονται με αυτόν αλλά στις παρυφές μόνο της πλοκής. Θα ήθελες να μας πεις λίγα περισσότερα για την υπόθεση του βιβλίου και για το πώς αυτή ξεδιπλώνεται συγγραφικά;

ΒΠ: Ξέρω ότι το bullying είναι ένα πολύ παλιό φαινόμενο και ας μην ονομαζόταν πάντα έτσι. Όταν, λόγου χάρη, το βίωνα εγώ ως μαθητής στο Γυμνάσιο, δεν το ονομάζαμε έτσι.

NW: Αυτό μου θυμίζει μια συνομιλία που είχα με τον πατέρα μου τις προάλλες. Μου είπε: «Ε, εντάξει, και εμείς στην εποχή μου κυλιόμασταν στις λάσπες, παίζαμε πετροπόλεμο και δεν λέγαμε ότι είχαμε bullying». Και του απάντησα πως το γεγονός ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα επιστημονικά και κοινωνικά ερείσματα για να χαρακτηριστεί μία πράξη εκφοβιστική, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και τέτοιες πράξεις, έτσι δεν είναι;

ΒΠ: Ναι. Και αυτό που είπε ο πατέρας σου είναι μία πολύ συχνή παρανόηση: όλα αυτά τα παιχνίδια δεν είναι bullying γιατί δεν υπάρχει επαναληψιμότητα στην πράξη, δεν υπάρχει η διαφορά δυναμικότητας θύτη-θύματος και δεν υπάρχουν και οι μακροπρόθεσμες ψυχολογικές πληγές, τις οποίες φέρει το θύμα μετά από πάρα πολλά χρόνια. Γιατί κι εγώ, όταν θυμάμαι περιστατικά που μου συνέβησαν στην Πρώτη Γυμνασίου, αυτό σημαίνει ότι τούτα ‘δω τα πράγματα είναι θαμμένα μέσα μου και απλά επανέρχονται στην επιφάνεια ανά διαστήματα. Ε, έτσι επανήλθαν πάλι και προέκυψε αυτό το βιβλίο. Για το bullying έχουν γράψει πάρα πολύ Έλληνες συγγραφείς. Δεν έπιασα ένα πρωτότυπο θέμα. Γνώριζα, όμως, ότι έπρεπε να δώσω κάτι διαφορετικό, για να έχω και μία συγγραφική πρόκληση. Στο Ημερολόγιο το καινούργιο είναι οι δύο διαφορετικές οπτικές, θύτη και θύματος. Χωρίς να δικαιολογώ το θύτη, περιγράφω την οικογενειακή και ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Το θύμα δεν ήθελα να το αγιοποιήσω αλλά ήθελα να δείξω ότι και αυτό έχει άσχημες σκέψεις μέσα του, όταν με μεγάλη ηδονή σκέφτεται την καταστροφή του θύτη. Οι καλές και οι κακές σκέψεις συνυπάρχουν και στα δύο πρόσωπα, όπως και στην πραγματική ζωή. Το ζήτημα είναι πότε και σε ποιο βαθμό οι σκέψεις αυτές θα εξωτερικευθούν. Ως συγγραφέας προσπάθησα να δω το θέμα αποστασιοποιημένος, να μην ταυτιστώ με κάποιον ήρωα. Κάποιοι μου έχουν πει, πάντως, ότι το θύμα το έπλασα πολύ παθητικό.

ΝW: Δυστυχώς, όμως, έτσι είναι και η πραγματικότητα. Ένα μεγάλο ποσοστό των παιδιών που δέχονται bullying δεν μιλάει σε κανέναν. Φοβάται.

ΒΠ: Σίγουρα. Επίσης, ήθελα να καινοτομήσω με το να μην υπάρχει από μηχανής θεός. Σε όλα ή έστω στα περισσότερα βιβλία του είδους πάντα κάτι γίνεται, λύνεται το πρόβλημα και ο θύτης έρχεται στα συγκαλά του και επανορθώνει. Δεν υπάρχουν αυτά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων. Το θύτη δεν τον νοιάζει τι κάνει, το θύμα δεν υπάρχει καν στο μυαλό του. Αυτό ήθελα να δείξω. Και βεβαίως, αυτό στο οποίο στάθηκα ως μότο είναι ότι κάποτε θα έρθει η δικαίωση αλλά, όταν γίνει αυτό, πλέον θα είναι αργά. Δεν θα το ενδιαφέρει καν το θύμα το ότι δικαιώθηκε.

NW: Ναι, το διάβασα αυτό. Είπες πριν από λίγο για προσωπικά βιώματα. Υπήρξε και κάποια μεταγενέστερη αφορμή, πιο πρόσφατη, για να πεις: «Στο επόμενο βιβλίο θα ασχοληθώ με το σχολικό εκφοβισμό»;

ΒΠ: Υπήρξε ένα περιστατικό, ναι. Το έζησα πρόπερσι στη Ρόδο σε μία επίσκεψη σε τάξη σχολική. Ένα παιδί πρώτης γυμνασίου δεχόταν πείραγμα από μία παρέα τεσσάρων συμμαθητών του μπροστά στα μάτια μου. Αργότερα μίλησα με το παιδί, που κόντευε να κλάψει. Του είπα ότι και εμένα με πείραζαν στην ηλικία του και ότι, να, κατάφερα να το ξεπεράσω.

NW: Νομίζω ότι αξίζεις συγχαρητήρια για το ότι το ξεπέρασες.

ΒΠ: Ευχαριστώ. Φεύγοντας, λοιπόν, από το σχολείο μού ήρθε απευθείας η ιδέα και είπα: «Θα το γράψεις τώρα ή ποτέ». Όλα σχεδόν τα περιστατικά είναι αληθινά και συνέβησαν σε εμένα ή σε άλλα παιδιά, λιγάκι αλλαγμένα. Τίποτα, πάντως, δεν είναι πλαστό. Μάλιστα, κάποια από τα περιστατικά που γνωρίζω τα αποσιώπησα, δεν τα χρησιμοποίησα. Δεν ήθελα να πέσει ξύλο μέσα στο βιβλίο αλλά φρόντισα να κορυφωθεί η βία στο ψυχολογικό επίπεδο. Και βεβαίως, πηγαίνοντας σε σχολεία, τονίζω στα παιδιά πως κακώς θεωρούμε το bullying μία καθαρά σχολική κατάσταση. Το σχολικό του ζητήματος περιορίζεται στο ότι νωρίς, από το σχολείο ακόμα πρέπει κανείς να το αντιμετωπίσει. «Αν δεν το αντιμετωπίσετε τώρα», τους λέω, «θα είστε εσαεί θύματα στο στρατό, στην επαγγελματική σας ζωή, στην οικογένεια, στον κοινωνικό περίγυρο».

NW: Και για να φύγουμε από αυτό το σχολικό πλαίσιο, τη στιγμή τούτη που μιλάμε είναι 15 Μαρτίου 2016. Πριν από ακριβώς ένα χρόνο, στις 15 Μαρτίου του 2015, ο σπουδαστής Βαγγέλης Γιακουμάκης, θύμα βαρύτατου bullying στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων, βρέθηκε νεκρός. Η μεγαλύτερη ειρωνεία είναι ότι το Ημερολόγιο κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν σκάσει στη δημόσια σφαίρα αυτή η απαίσια ιστορία. Εσύ, σαν συγγραφέας-Πυθία, πώς αισθάνθηκες μαθαίνοντας για το Βαγγέλη;

ΒΠ: Είναι η Τρίτη φορά που μου συμβαίνει αυτό, ξες. Η πρώτη ήταν με τα Χνότα στο Τζάμι, το 2008. Εκεί υπάρχει μια σκηνή παρεμφερής με τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, μολονότι εγώ την είχα εμπνευστεί από αντίστοιχα περιστατικά στην Αγγλία και στη Γαλλία. Τη δεύτερη φορά μου συνέβη με το Στη Διαπασών, επίσης βιβλίο του 2008. Αυτό μιλάει για τις ακροδεξιές οργανώσεις. Τότε το πρόβλημα δεν ήταν εκτεταμένο και μαθητές στα νησιά και την επαρχία θεώρησαν το βιβλίο υπερβολικό. Οι ίδιοι μαθητές, όταν τους ξαναεπισκέφτηκα μετά από ένα χρόνο, είπαν ότι τελικά ήταν αρκετά light. Η ίδια η ζωή είχε ξεπεράσει τη μυθοπλασία του βιβλίου. Με το Γιακουμάκη ήταν η τρίτη φορά. Το βιβλίο βγήκε το Νοέμβριο του 2014 και λίγους μήνες αργότερα έγινε αυτό με το Βαγγέλη. Αισθάνθηκα πάρα πολύ άβολα οπότε και πριν λίγες μέρες, που ήταν η παγκόσμια ημέρα κατά του bullying, ήμουν πολύ προσεχτικός στο τι γράφω στο Facebook. Δεν ήθελα να ανεβάσω κάτι που να συνδέει το βιβλίο με το περιστατικό. Έχω δει –και το θεωρώ χυδαίο ̶  να συνδέουν κάποιοι τα άσχημα περιστατικά της επικαιρότητας με το τι έχουν γράψει ή πει, για διαφημιστικούς λόγους. Εγώ, αντίθετα, ένιωσα πολύ άσχημα που ήρθε το βιβλίο στο προσκήνιο λόγω αυτού του λόγου πέρσι ή και φέτος.

NW: Πιστεύεις ότι η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει τα πράγματα προς το καλύτερο σε ό,τι αφορά τέτοια φλέγοντα ζητήματα; Να αφυπνίσει κόσμο;

ΒΠ: Πιστεύω ότι μπορεί να αλλάξει πράγματα αν και πάντα μια τέτοια συζήτηση καταλήγει στο ότι όλα είναι θέμα παιδείας, στο κατά πόσο ο δέκτης είναι ανοιχτός στο να πάρει το μήνυμα του βιβλίου. Το να διαβάσει, δηλαδή, ένας θύτης το Ημερολόγιο και να σταθεί στο ότι είναι γραμμένο με πλάκα και καθημερινές εκφράσεις, δεν έχει νόημα. Νόημα θα έχει να είναι ο θύτης αρκετά ώριμος ώστε να δει μέσα στον καθρέφτη του βιβλίου πιθανές δικές τους συμπεριφορές. Μπορεί αυτό να επιτευχθεί μεμονωμένα. Είναι θέμα δουλέματος σε οικογένεια και τάξη το να πληθύνουν αυτές οι μεμονωμένες περιπτώσεις ώστε περιστατικά σαν το σχολικό εκφοβισμό να εξασθενήσουν σταδιακά.

ΝW: Μιας και έπιασες το θέμα του σχολείου, ας επανέλθουμε σε αυτό. Στο βιβλίο βλέπουμε και τη στάση κάποιων καθηγητών απέναντι στο bullying. Από τη μία έχουμε τον κύριο Ζαφείρη, το γυμναστή, ο οποίος άθελά του υποθάλπει το bullying και από την άλλη την κυρία Αγγέλου, που αποφασίζει να αναλάβει δράση. Θα ήταν ωραίο να μας πεις πώς στέκονται οι διδάσκοντες απέναντι στο φαινόμενο. Τι έχεις καταλάβει από τις επισκέψεις σου;

NW: Πάντα όλοι το καταδικάζουν. Ακόμα και οι θύτες το καταδικάζουν. Είναι από αυτά τα πράγματα που κάνεις δεν θα πει δημόσια: «Τι ωραίο που είναι». Στα λόγια όλοι είμαστε εξαιρετικοί αλλά οι πράξεις μετράνε. Δεν πιστεύω ότι είναι πολλοί οι καθηγητές που υποθάλπουν το φαινόμενο συνειδητά. Οι περισσότεροι το αφήνουν απλά να εξελιχθεί διατηρώντας μια παθητικότητα. Ενδεχομένως να είναι και δύσκολο να αντιληφθούν την ύπαρξη bullying αφού αυτά τα πράγματα γίνονται κατά κύριο λόγο στα διαλείμματα, σε εξωσχολικές ώρες και τα λοιπά. Παρόλα αυτά, κάποιες ατάκες και σπόντες θα πεταχτούν και μέσα στην τάξη και είναι αποκλειστική ευθύνη των διδασκόντων να επαναφέρουν την τάξη… στην τάξη. Ας μην ξεχνάμε –και σε αυτό συμπεριλαμβάνω και τους συμμαθητές ̶  ότι το bullying είναι μια παράσταση στην οποία πρωταγωνιστούν οι ίδιοι οι θεατές. Το όλο πράγμα γίνεται για τους τρίτους, στα μάτια των οποίων θέλει να ανέβει ο θύτης. Το θύμα είναι το εργαλείο για να ανέβει, το θυσίασμα. Είναι αδιάφορο για το θύτη. Άρα, αν καταλάβει ο περίγυρος ότι αυτός είναι το έπαθλο για το θύτη και ότι, μόνο αν ο ίδιος αντιδράσει, θα μειωθεί το φαινόμενο, τότε θα μπορούμε να μιλάμε για επιτυχία.

NW: Θα συμφωνήσεις, βέβαια, ότι και οι γονείς έχουν μερίδιο ευθύνης σε όλο αυτό και καταπιάνεσαι μαζί τους πολύ ωραία στο βιβλίο. Εκεί βλέπουμε τους γονείς του θύματος να προσπαθούν, αποτυχημένα στην αρχή, να καταλάβουν τι συμβαίνει με το γιο τους και από την άλλη τους γονείς του θύτη να υποκαθιστούν την αγάπη με υλικά αγαθά και παραχωρήσεις χωρίς όριο. Πιστεύεις ότι, εκτός από τους εφήβους, το να διαβάσουν και γονείς εφήβων το βιβλίο σου θα βοηθούσε; Ήταν και αυτό στους συγγραφικούς σου στόχους;

ΒΠ: Οι γονείς είναι για ‘μένα η γενεσιουργός αιτία του φαινομένου. Ο ρόλος τους δεν είναι αποκομμένος από το ρόλο του παιδιού. Η συμπεριφορά του παιδιού είναι προέκταση της συμπεριφοράς και της παιδείας που δέχεται στο σπίτι. Μία από τις βασικότερες ψυχολογικές εκφάνσεις παιδιών και εφήβων είναι η προβολή. Αυτό που δέχονται ως κακοποίηση συναισθηματική ή μη στο σπίτι το προβάλλουν με διαφορετικό τρόπο σε κάποιον άλλον διεκδικώντας προσοχή. Συνεπώς, καλό είναι το βιβλίο να το διαβάσουν οι γονείς και να αναγνωρίσουν δικά τους πιθανά μοτίβα συμπεριφοράς. Επί τη ευκαιρία, κάτι που μου έκανε τρομερή εντύπωση: το έχει διαβάσει ένας φίλος μου το Ημερολόγιο και λέει ότι αναγνώρισε τον εαυτό του από την πλευρά του θύτη. Εξεπλάγην γιατί δεν τον είχα ποτέ ικανό να πειράξει άνθρωπο αλλά, διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, αναγνώρισε τον εαυτό του στην πλευρά του θύτη ως παιδί.

ΝW: Άρα είναι πολύ εύκολο να αντιστραφούν οι ρόλοι. Δεν είναι απίθανο τα πρώην θύματα να γίνουν κάποια στιγμή στο μέλλον θύτες.

ΒΠ: Νομίζω ότι αυτό μπορεί να γίνεται και ταυτόχρονα, όχι μελλοντικά. Είναι τόσο βαρύ το φορτίο του θύματος που θέλει και αυτό με τη σειρά του να το διοχετεύσει κάπου. Για αυτό και η παρέα των θυτών στο Ημερολόγιο είναι κατά κάποιον τρόπο θύματα των οικογενειών τους. Ωστόσο, η άποψή μου είναι ότι αυτά δεν πρέπει να τα συγχέουμε. Είναι άλλο πράγμα το να πειράζει ο θύτης το θύμα και άλλο το να έχει πειραχθεί ο θύτης από την οικογένεια ή τρίτους. ΟΚ, αυτό βοηθάει στην κατανόηση της συμπεριφοράς του αλλά και πάλι, το να τον δικαιολογούμε με το σκεπτικό ότι και αυτός περνάει δύσκολα δεν θα επιλύσει το φαινόμενο. Πολλοί βιώνουν διάφορα άσχημα αλλά είναι στο χέρι τους να τα χειρίζονται με διαφορετικό τρόπο. Δεν μπορεί ο καθένας να βγάζει τα απωθημένα του όπου βρει.

NW: Ακριβώς. Τώρα, για να αλαφρύνουμε λίγο τη συζήτηση και για να αρχίσουμε και να την ολοκληρώνουμε σιγά-σιγά, ποια είναι τα μελλοντικά συγγραφικά σου σχέδια;

ΒΠ: Ειλικρινά δεν ξέρω με σιγουριά ακόμα.

NW: Έχεις, νομίζω, ένα βιβλίο που είναι υπό έκδοση. Το Ο Καρλ, ο Φριτς Και το Αυγό της Ευτυχίας.

ΒΠ: Ναι, θα κυκλοφορήσει τους προσεχείς μήνες αλλά έχει γραφεί παλιότερα οπότε δεν το θεωρώ μελλοντικό συγγραφικό σχέδιο. Θέλω να καταπιαστώ με δύσκολα θέματα, σαν αυτά που είπαμε στην αρχή της συνέντευξης. Με θέματα που να τσιγκλάνε λιγάκι τον αναγνώστη. Αυτό το θεωρώ πρόκληση και μου προξενεί συγγραφικό ενδιαφέρον. Κάτι συγκεκριμένο ακόμα δεν έχω. Ίσως ασχοληθώ περαιτέρω με το παιδικό βιβλίο και ιδίως με το παιδικό βιβλίο σε μικρή φόρμα, το picture book. Δεν το ‘χω ξανακάνει.

NW: Με άλλες συγγραφικές φόρμες;

ΒΠ: Όχι. Δεν το έχω σκεφτεί δεδομένου ότι δεν είμαι ικανός. Αισθάνομαι ανεπαρκής να ασχοληθώ με ένα είδος που δεν κατέχω τεχνικά. Δεν θα έχω να προσφέρω κάτι και δεν θα μου δώσει και ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Από την άλλη, υπάρχει και μια εγγενής ασφάλεια. Αισθάνομαι πιο σίγουρος με το παιδικό και νεανικό μυθιστόρημα γιατί υπενθυμίζω στον εαυτό μου τα εφηβικά μου χρόνια ή και υποκαθιστώ μερικές πτυχές της εφηβείας που δεν είχα την ευκαιρία να ζήσω έντονα. Ήμουν flat σαν τύπος, ένας καλός μαθητής, ομιλητικός αλλά μοναχικός γενικά.

NW: Μια πολύ ωραία ατάκα που έχω ακούσει για αυτού του είδους τα παιδιά, που είναι πάρα πολλά εκεί έξω, είναι το: «Ο Γιώργος, το καλό παιδί». Το όνομα είναι τυχαίο. Αυτό το «καλό παιδί» τα ταλανίζει πάρα πολύ ορισμένα άτομα γιατί είναι η μόνη ταυτότητα που έχουν. Ξες, το νερόβραστο άτομο, που δεν έχει κάτι άλλο ενδιαφέρον πέρα από αυτή την ιδιότητα.

ΒΠ: Αυτό έχει συμβεί και σε ‘μένα, μπορώ να πω. Συνέχεια «ο Βασιλάκης» με λέγανε.

NW: Και σε εμένα έχει συμβεί.

ΒΠ: Οπότε τώρα, μέσω των βιβλίων, βγαίνει και μια επαναστατικότητα εκ μέρους μου, την οποία δεν είχα βιώσει τότε που ίσως θα έπρεπε και μου άφησε κάποιο άχτι. Για αυτό και μένω προσκολλημένος στο νεανικό μυθιστόρημα. Αλλά το να ασχοληθώ με ποίηση, διήγημα ή μυθιστόρημα ενηλίκων δεν το βλέπω να γίνεται.

NW: Και για να κλείσουμε, μία πιο προσωπική τελευταία ερώτηση: οι χιουμοριστικές αναρτήσεις σου στο Facebook αντικατοπτρίζουν, πιστεύω το κλίμα των βιβλίων σου. Είναι καυστικές και γλυκόπικρες. Μπορούμε να πούμε ότι αντικατοπτρίζουν και την προσωπικότητα του συγγραφέα Βασίλη Παπαθεοδώρου;

ΒΠ: Ναι, μπορούμε. Αυτές οι αναρτήσεις αντικατοπτρίζουν τον πραγματικό μου εαυτό. Αν έχω όρεξη να πω κάτι σοβαρό, θα το πω. Αν γουστάρω να πω κάτι πιο χαζό, πάλι. Δεν θα το πολυσκεφτώ. Ένα γενικότερο στυλ καυστικό και χιουμοριστικό το έχω. Είναι και ένας τρόπος άμυνας αυτό, έτσι; Σπάει, επίσης, η σοβαροφάνεια του συγγραφικού χώρου, η αντίληψη ότι ο συγγραφέας είναι μια αυθεντία, δεν είναι άνθρωπος με συναισθήματα.

ΝW: Χαίρομαι που το ακούω αυτό. Έναν άνθρωπο που παραδέχεται τα απωθημένα του και που βγάζει τον πραγματικό του εαυτό προς τα έξω. Συγχαρητήρια και πάλι.

ΒΠ: Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια και ευχαριστώ και για τη συνέντευξη.

NW: Καλή συνέχεια και εις το επανιδείν, Βασίλη.

Συνέντευξη στο Σωκράτη Μουτίδη, Κοζάνη tv - 18 Φεβρουαρίου 2012

Λοιπόν, κύριε Παπαθεοδώρου, θέλουμε να σας καλωσορίσουμε καταρχάς στο στούντιο μας, στο ΚΟΖΑΝΗ TV, ευχαριστούμε πολύ που αποδεχτήκατε την πρόσκληση. Ήρθατε στην Κοζάνη κι επισκεφτήκατε το 17ο Δημοτικό σχολείο της Κοζάνης για ένα πρόγραμμα του ΕΚΕΒΙ, για το οποίο θα μιλήσουμε στη συνέχεια τι είναι αυτό. Θα ήθελα αρχικά να κου πείτε πώς σας φάνηκαν οι μαθητές του σχολείου. Πώς τους είδατε;

Καταρχήν ευχαριστώ κι εγώ που με καλέσατε. Η αλήθεια είναι ότι έμεινα εντυπωσιασμένος από τους μαθητές του Δημοτικού κι από όλα τα παιδιά που ήρθαν, διότι ήρθαν μη εργάσιμη μέρα και ώρα, ήρθαν Σάββατο, ήρθε πάρα πολύς κόσμος. Τα παιδιά τα βρήκα πανέξυπνα και οι ερωτήσεις τους, είναι αλήθεια, με δυσκόλεψαν σε πάρα πολλά σημεία. Δηλαδή σε αρκετές ερωτήσεις δεν ήξερα τι να απαντήσω, οπότε απάντησα απλά «δεν μπορώ να απαντήσω αυτήν την ερώτηση, γιατί δεν ξέρω τι να απαντήσω», και το οποίο είναι πιο ανθρώπινο και πιο φυσιολογικό από το να έβρισκα κάτι εκείνη τη στιγμή, για να πάω και να ικανοποιήσω το ακροατήριο. Ήταν πολύ διαβασμένα παιδιά, αυτό φάνηκε δηλαδή από την ποιότητα των ερωτήσεών τους και ήταν πολύ μεγάλη και η συμμετοχή τους. Μου έκανε εντύπωση το ότι δεν ντράπηκαν να ρωτήσουν το οτιδήποτε, και μιλάμε για παιδιά… ο κορμός ήταν Έκτη Δημοτικού, αλλά υπήρχαν και παιδιά μικρότερα, και μεγαλύτερα βέβαια και μικρότερα, μου έκανε εντύπωση ότι ακόμα και μικρότερα παιδιά δεν ντράπηκαν να ρωτήσουν μπροστά στους συμμαθητές τους της Έκτης, αλλά έλαβαν κι αυτά μέρος στη συζήτηση.

Το πρόγραμμα αυτό που συμμετέχετε είναι ένα πρόγραμμα του ΕΚΕΒΙ και εφαρμόζεται σε πόσα σχολεία σε όλη την Ελλάδα;

Σε 900 σχολεία, στην ουσία το διαχειρίζεται το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Είναι πρόγραμμα και κονδύλια του Υπουργείου Παιδείας, αλλά επειδή το ΕΚΕΒΙ έχει το knowhow με τα σχολεία και ξέρει πώς μπορούν να διακινηθούν οι συγγραφείς, έχει τις επαφές με τα σχολεία, γι’ αυτό έχει πάρει αυτό το πρόγραμμα από το Υπουργείο Παιδείας.

Το οποίο τι ακριβώς είναι λοιπόν;

Το οποίο λέγεται πρόγραμμα Φιλαναγνωσίας, εφαρμόζεται πιλοτικά σε 900 ολοήμερα Δημοτικά σχολεία, όπου οι μαθητές πρέπει να διαβάσουν ένα βιβλίο, να προβληματιστούν, να το δουλέψουν στην τάξη και μετά να έρθει ο συγγραφέας της επιλογής τους, του βιβλίου δηλαδή και να συζητήσει μαζί τους διάφορα θέματα. Αντικαθιστά κατά κάποιον τρόπο το παλαιότερο πρόγραμμα του ΕΚΕΒΙ, το οποίο ήταν αυτούσιο πρόγραμμα του ΕΚΕΒΙ, το «Συγγραφείς και Εικονογράφοι στα σχολεία», το οποίο ίσχυε μέχρι και την προηγούμενη χρονιά. Είναι καλό πρόγραμμα αυτό της Φιλαναγνωσίας, είναι περίπου σαν το «Συγγραφείς και Εικονογράφοι στα σχολεία».

Σε τι αποσκοπεί ουσιαστικά;

Αποσκοπεί στο να έρθουν οι μαθητές σε επαφή, κατά κύριο λόγο, με ένα λογοτεχνικό κείμενο, με ένα βιβλίο και δευτερευόντως με τον ίδιο το συγγραφέα. Έχω μια μικρή ένσταση γι’ αυτό το πρόγραμμα, δηλαδή ότι απευθύνεται μόνο σε 900 Δημοτικά, σε κανένα Γυμνάσιο και σε κανένα Λύκειο. Πιστεύω ότι το παιδί σταματά την ανάγνωση όταν βρίσκεται στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, δηλαδή εγώ θεωρώ ότι ίσως έχει και μεγαλύτερη αξία να εφαρμοστεί αυτό το πρόγραμμα στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Βέβαια είναι άλλη η φιλοσοφία του, ίσως το παιδί να μαθαίνει από μικρό να διαβάζει και γι’ αυτό εφαρμόζεται στα Δημοτικά. Δυστυχώς στις μεγαλύτερες τάξεις Γυμνασίου-Λυκείου δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή κάτι αντίστοιχα, το οποίο το θεωρώ απώλεια.

Μέχρι στιγμής τα συμπεράσματά σας από τις συζητήσεις που έχετε με τα παιδιά στα σχολεία που έχετε επισκεφθεί, ποια είναι;

Είμαι εντυπωσιασμένος με την ποιότητα της δουλειάς και την ποιότητα των παιδιών και των δασκάλων ή καθηγητών στην επαρχία. Κάθε επίσκεψη δουλεύεται πολύ καιρό πιο πριν, ούτως ώστε να είναι έτοιμα τα παιδιά για να δεχτούν το συγγραφέα και με τις ερωτήσεις τους αλλά και με το κείμενο που θα έχουν διαβάσει. Δυστυχώς αυτό το πράγμα στην Αθήνα δε γίνεται στην έκταση που θα περίμενε κάποιος να γίνει. Θεωρώ ότι και τα παιδιά και οι δάσκαλοι και οι καθηγητές στην επαρχία είναι πιο ψαγμένοι, πιο πρόθυμοι να προφέρουν αφιλοκερδώς, δηλαδή θυσιάζοντας από τον προσωπικό τους και τον οικογενειακό τους χρόνο, για να διοργανώσουν τέτοιες εκδηλώσεις. Τα παιδιά ανταποκρίνονται πάντα και παντού στην επαρχία με αξιοθαύμαστο τρόπο, δηλαδή λαμβάνουν μέρος, το θεωρούν κάτι δικό τους, ότι έρχεται ένας άνθρωπος που πρέπει να τον τιμήσουν, να διαβάσουν, να λάβουν μέρος σε αυτή τη διαδικασία, τη θέλουν αυτή τη διαδικασία. Εγώ προσωπικά προτιμώ να πηγαίνω σε επαρχία, να πηγαίνω εκτός Αθηνών για τέτοιου είδους εκδηλώσεις.

Στην Αθήνα τι ακριβώς γίνεται δηλαδή; Γιατί αναφέρατε πολλές φορές τη διαφορά;

Στην Αθήνα έχω την εντύπωση ότι κυριαρχεί μια γενική αδιαφορία, επειδή υπάρχει κι ένας υπερκορεσμός εκδηλώσεων, τόσο από τα βιβλιοπωλεία, όσο κι από διάφορες ομιλίες ή διάφορες παρουσιάσεις βιβλίων, υπάρχει ένας υπερκορεσμός εκδηλώσεων, ο οποίος δεν οδηγεί πουθενά, η μία εκδήλωση θάβεται κάτω από την άλλη, έτσι και παρουσιάσεις το βιβλίο σου σε κάποιο χώρο δε θα έρθει ευρύ κοινό, αλλά πρέπει να βασιστείς πάνω στους δικούς σου γνωστούς, στις δικές σου γνωριμίες για να έρθουν. Εγώ προσωπικά δε συνηθίζω, το έχω κάνει ελάχιστες φορές, δεν μ’ αρέσει να το κάνω. Στα δε σχολεία, δε λέω στο σύνολο, αλλά σε πάρα πολλά σχολεία, κυριαρχεί η εντύπωση και η άποψη ότι «έ, ας χάσουμε και κάποια διδακτική ώρα, δεν πειράζει, ας έρθει κάποιος να μιλήσει, ό,τι και να πει θα χάσουμε». Μερικές φορές δηλαδή έχω τύχει και σε σχολεία που δεν ήξεραν ποιος πήγε και για ποιο λόγο, δηλαδή ποιος ήμουν, το ονοματεπώνυμό μου δεν ήξεραν όχι τι έχω κάνει και τι έχω γράψει, αλλά ούτε το ονοματεπώνυμό μου. Ε, αυτό από ένα σημείο, μάλλον δε βοηθά καθόλου, δεν προάγει τίποτα.

Και τι, ουσιαστικά τι μπορούμε να κάνουμε για να αλλάξει αυτό; Υπάρχει κάτι που μπορεί να γίνει για να αλλάξει; Τι πιστεύετε;

Ε, αυτό λογικά επαφίεται κατά κύριο λόγο στα σχολεία. Επαφίεται στους δασκάλους και στους καθηγητές, το πώς θα το δουλέψουν, αν έχουν όρεξη να το δουλέψουν. Βεβαίως εγώ από τη μεριά μου, όπου πηγαίνω… οι συγγραφείς το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να ανταλλάσσουν τις εντυπώσεις τους και στα μέρη όπου γίνεται μία πραγματική δουλειά, όπως καλή ώρα εδώ πέρα και σε πολλά μέρη της Ελλάδας, να πηγαίνουν και να βοηθάνε κι αυτοί με τον τρόπο τους, να τιμούνε αυτούς που τους τίμησαν, ενώ σε κάποια άλλα μέρη που δε γίνεται καμία δουλειά, είναι εντελώς διεκπεραιωτικό το θέμα, καλό θα ήταν να μην πήγαιναν.

Τα παιδιά θεωρείτε πως διαβάζουν στις μέρες μας;

Θεωρώ ότι δε διαβάζουν λιγότερο ή περισσότερο απ’ ότι στις δικές μου μέρες. Εντάξει, οι πειρασμοί όπως το facebook, το Ίντερνετ, δεν υπήρχαν τότε όταν ήμουν εγώ μαθητής. Οι διέξοδοι είναι τώρα πολύ περισσότερες, δεν υπήρχαν καν τα dvd τότε. Πιστεύω ότι δαπανώνται πολλά κονδύλια σε σχέση με το παρελθόν για τέτοιου είδους εκδηλώσεις, ίσως τις περισσότερες φορές χωρίς να φέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, δηλαδή χωρίς να μεγαλώσει η πίτα του αναγνωστικού κοινού. Παλιά δεν δίνονταν χρήματα για τέτοιου είδους εκδηλώσεις και δεν συνηθίζονταν και τέτοιου είδους εκδηλώσεις και το αναγνωστικό κοινό ήταν περίπου όσο και τώρα. Εγώ θεωρώ μεγάλη πρόκληση για μένα όταν πηγαίνω σε σχολεία, κατά κύριο λόγο σε γυμνάσια και λύκεια και έρχομαι σε επαφή με μαθητές, οι οποίοι είναι «παραβατικοί», παρουσιάζουν παραβατική συμπεριφορά. Ε, αυτοί οι μαθητές είναι μία αποκάλυψη για μένα, γιατί ενώ θεωρούν τον εαυτό τους χαμένο και λούζερ μέσα στο μάθημα, γι’ αυτό ίσως έχουν αναπτύξει και κάποιες τάσεις, σου λένε «χαμένο είναι το παιχνίδι, άλλος είναι ο καλός εδώ πέρα, εγώ δεν μπορώ να συναγωνιστώ, είμαι ο τελευταίος της τάξης», όταν λοιπόν πηγαίνω σε σχολεία, σε γυμνάσια και λύκεια και τους βλέπω αναγκαστικά όλους το ίδιο, δεν ξέρω και κάποιον μαθητή, είναι αυτοί που θα κάνουν τις περισσότερες ερωτήσεις, θα έχουν τις περισσότερες παρεμβάσεις, και το πιο εντυπωσιακό, γιατί έχω μετά και μία ανατροφοδότηση από τους καθηγητές και τους δάσκαλους, είναι αυτοί που θα πάνε μετά στη βιβλιοθήκη να ζητήσουν βιβλίο. Δηλαδή κατά κάποιον τρόπο οι επισκέψεις οι δικές μου ίσως να μην ενδείκνυνται και τόσο πολύ για καλούς μαθητές. Οι καλοί μαθητές κατά κάποιο τρόπο φαίνονται πιο μπλοκαρισμένοι από τους «κακούς μαθητές».

Αυτό σημαίνει ότι οι συγκεκριμένοι μαθητές έχουν δυνατότητες, αλλά δεν τους δόθηκαν κίνητρα;

Ακριβώς, ναι. Δεν τους δόθηκαν κίνητρα, φταίει το εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο σε μεγάλο βαθμό δρα κατασταλτικά ενάντια σε κάθε πρωτοβουλία και σε κάθε ελεύθερη βούληση. Είμαι εντυπωσιασμένος από παιδιά τα οποία μου έχουν στείλει κείμενα δικά τους, μαθητές του 11-12, τα οποία κείμενά τους είναι και αριστουργηματικά κάποιες φορές, μπορώ να πω. Στίχους γράφουν, μουσική παίζουν και θεωρούν τους εαυτούς τους χαμένους. Αυτό είναι ένα μεγάλο κρίμα. Βέβαια στην όλη αυτή διαδικασία δεν εξαιρώ το ρόλο των συγγραφέων. Για μένα αρκετά βιβλία, για να μην πω… πάρα πάρα πολλά βιβλία παιδικής λογοτεχνίας δε θα έπρεπε να βγαίνουν με την ευχέρεια και την άνεση που βγαίνουν σήμερα. Ευτυχώς έχει μειωθεί και λόγω κρίσης αυτή η τάση της υπερπροσφοράς τίτλων. Ένα παιδί για να διαβάσει κάτι και να ενδιαφερθεί για το διάβασμα, πρέπει να του κεντρίσει το ενδιαφέρον. Η ελληνική παιδική λογοτεχνία, εφηβική και νεανική, έχει μείνει σε μεγάλο ποσοστό λίγο πίσω, δηλαδή είναι λίγο συντηρητική και λίγο συντηρητικά τα θέματα. Κατά τη γνώμη μου θα χρειαζόταν περισσότερο τόλμη.

Αυτό που κάνετε εσείς είναι κάτι ξεχωριστό τολμώ να πω. Τα βιβλία ουσιαστικά τα δικά σας δεν είναι τα κλασσικά βιβλία της παιδικής λογοτεχνίας, που ξέρουμε μέχρι σήμερα, αλλά προσπαθούν να βάλουν το παιδί σε μια άλλη διαδικασία και σε ένα μεγαλύτερο ρεαλισμό μπορώ να πω. Γιατί το αποφασίσατε;

Δεν το αποφάσισα, έτσι μου βγήκε απλά. Δε θεωρώ τον εαυτό μου συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας, όσο εφηβικής και νεανικής, πιο πολύ νεανικής, δηλαδή ένα βιβλίο, το οποίο μπορεί να διαβαστεί από ένα μαθητή Λυκείου, μπορεί να κατέβει και μέχρι ένα μαθητή Γυμνασίου ή Δημοτικού απ’ ότι είδα και έχω εντυπωσιαστεί που διαβάζονται από μαθητές Δημοτικού, αλλά που μπορεί να τα διαβάσει κάλλιστα κι ένας ενήλικας. Με ενδιαφέρει δηλαδή αυτό το είδος το οποίο γεφυρώνει τις ηλικίες ή μάλλον εκείνο το είδος στο οποίο, ας το πω κι έτσι, έχει χαθεί η μπάλα, δηλαδή τα παιδιά δεν διαβάζουν στην ηλικία του Λυκείου. Με ενδιαφέρει, μου κεντρίζει το ενδιαφέρον αυτή η ηλικία.

Ουσιαστικά βλέπετε ανταπόκριση; Υπάρχει ανταπόκριση από τα παιδιά της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας;

Ναι, εκεί που έχω πάει, τώρα δεν ξέρω αν είναι τυχαίο ή όχι, βλέπω πολύ μεγάλη ανταπόκριση. Υπάρχουν θέματα που τους αγγίζουν, υπάρχουν πάρα πολλοί προβληματισμοί, τους οποίους δεν τους βγάζουν στην τάξη, δεν τους βγάζουν στο σχολείο. Ευτυχώς με τα βιβλία και τις επισκέψεις δίνεται μία αφορμή ούτως ώστε να συζητήσουν και κάποια θέματα πιο προσωπικά που τους απασχολούν, όχι μόνο τα μαθήματα και ξέρω γω τι, αλλά στην ουσία είναι η ηλικία στην οποία διαμορφώνεται ο τελικός άνθρωπος και αυτό το συζητάνε στην τάξη, δηλαδή τα βιβλία κατά μία έννοια βοηθάνε σε αυτό, στο να βγάλουν τον εσωτερικό τους κόσμο τα παιδιά.

Θεωρείτε πως η εκπαίδευση στη χώρα μας, των βαθμίδων στις οποίες απευθύνεστε, έχει αγκυλώσεις, κι αν ναι, ποιες είναι αυτές και πώς μπορούν να αλλάξουν;

Τώρα αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα, ναι, πιστεύω ότι έχει τεράστιες αγκυλώσεις. Βλέπω συνεχόμενες προσπάθειες, συνεχείς προσπάθειες, και με πολύ καλές προθέσεις, να πάνε τα πράγματα, αλλά τα αποτελέσματα είναι λιγάκι, ας μου επιτραπεί η λέξη, «ευνουχιστικά» για τα παιδιά. Δηλαδή η εκπαίδευση σήμερα στην Ελλάδα δεν αφήνει κανένα περιθώριο πρωτοβουλίας, ούτε σε δάσκαλο, ούτε σε καθηγητή, ούτε σε μαθητή. Είναι λιγάκι κονσερβοποιημένη, δηλαδή είναι μέσα σε ένα καλούπι. Χαίρομαι πάρα πάρα πολύ όταν βλέπω πρωτοβουλίες, όπως τώρα στο 17ο Δημοτικό, αλλά και σε άλλες πόλεις, πρωτοβουλίες καθηγητών, πρωτοβουλίες δασκάλων, πρωτοβουλίες μαθητών, οι οποίοι γράφουν εργασίες, κάνουν κολάζ πάνω στα βιβλία, γράφουν τραγούδια, κάνουν σκετσάκια ή ένα μίνι θεατρικό έργο από μόνα τους. Λοιπόν αυτές οι πρωτοβουλίες, αν μη τι άλλο, φεύγουν από το επίπεδο του βιβλίου πλέον και της λογοτεχνίας, και με αυτές τις πρωτοβουλίες κοινωνικοποιούνται και τα παιδιά, δένονται μεταξύ τους. Δηλαδή έχω δει παιδιά, μου έχουν πει, που δε μιλιόντουσαν κι επειδή έκαναν ένα βιβλίο στην τάξη, το οποιοδήποτε βιβλίο, δέθηκαν κατά κάποιον τρόπο κι έκαναν την καλύτερη παρέα.

Αυτό που πιστεύετε ότι άμεσα θα πρέπει να αλλάξει για να γυρίσει και σελίδα ουσιαστικά η εκπαίδευση στη χώρα μας, ποιο είναι;

Να μην υπάρχουν τόσοι πολλοί κανονισμοί που να πνίγουν τα σχολεία και τόση πολλή τυπολατρία που να πνίγει τα σχολεία και να υπάρχουν κίνητρα, κι όταν λέω κίνητρα δεν εννοώ πάντα οικονομικά, εννοώ και ηθικά, για να γίνονται τέτοιες πρωτοβουλίες, να αναλαμβάνονται τέτοιες πρωτοβουλίες στα σχολεία. Δεν είναι δύσκολο αυτό το πράγμα, δεν κοστίζει τίποτα, είναι το ευκολότερο. Έχω ακούσει ότι αυτή τη σχολική χρονιά έκλεισαν οι 700 βιβλιοθήκες που είχαν ιδρυθεί το 1996 αν θυμάμαι καλά. Βγήκε μια εγκύκλιος να παραδοθούν τα κλειδιά στο διευθυντή και να ανοίγουν μόνο στα διαλλείματα κλπ. Είναι βιβλιοθήκες, κάποιες βιβλιοθήκες που έχω δει στην επαρχία, σαν κυψέλες, δηλαδή πάνε τα παιδιά εκεί στο διάλειμμα, κάνουν παρέα, παίρνουν βιβλία, όταν ξέρω γω έχουν κάποια κενή ώρα το ίδιο. Σε ένα διάλειμμα τι να πρωτογίνει; Εντάξει, το έκαναν για εξοικονόμηση πόρων. Το έκαναν ώστε οι υπεύθυνοι των βιβλιοθηκών να πάνε στις τάξεις, δεν ξέρω υπάρχουν κάποιοι λόγοι. Αλλά όταν θέλουμε να λέμε ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα πολιτισμού κι ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα παιδείας, αυτό που εξάγουμε είναι ο πολιτισμός μας, ε μην το θάβουμε κι από μόνοι μας.

Τώρα θα ήθελα να πάμε στο κομμάτι της συγγραφικής σας δραστηριότητας. Πριν λίγο μιλήσαμε για το τι ακριβώς κάνετε και τι έχετε στα σκαριά, θα ήθελα λίγο να μου πείτε αν η κρίση έχει επηρεάσει τον κλάδο σας.

Ναι, πάρα πολύ. Όταν λέω πάρα πολύ, στην αρχή νόμιζα, ήμουν της άποψης, ότι τώρα θα γνωρίσει μια τεράστια ανάπτυξη ο κλάδος, με την έννοια ότι το βιβλίο είναι ένα δώρο, ανέκαθεν ήταν, αξιοπρεπές και σχετικά προσιτό στην τιμή. Και δεν λέω τα παιδικά ή εφηβικά βιβλία που κάνουν 10-12 Ευρώ, αλλά και τα βιβλία ενηλίκων, τα οποία φθάνουν 20-22 Ευρώ, είναι μία σχετικά προσιτή τιμή για ένα δώρο πλέον. Βέβαια λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο, ότι το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα είναι στην πλειοψηφία του δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι έχουν πληγεί από την κρίση, είναι οι πρώτοι που έχουν πληγεί, και έχει μειωθεί. Από την άλλη η άλλη τάση που δημιουργείται, είναι ότι επειδή έχουν δημιουργηθεί μεγάλες αλυσίδες πολυβιβλιοπωλείων, πολυχώρων, ας το πούμε όπως θέλουμε, αυτό το θεωρώ απαράδεκτο και θα το πω πολύ ξεκάθαρα, έχουν φεσώσει την αγορά. Έχουν δημιουργήσει τεράστια χρέη προς τους εκδότες, δεν πληρώνουν τα βιβλία, τα οποία τα έχουν πουλήσει. Δεν τα πληρώνουν. Είχα διαβάσει ένα άρθρο στην Καθημερινή μόλις προχθές, ότι τεράστιες αλυσίδες βιβλιοπωλείων χρωστάνε έως και 500 χιλιάδες σε μεγάλους εκδότες, ανά αλυσίδα δηλαδή κάθε εκδότης, μεγαλοεκδότης, έχει και 500 χιλιάδες χασούρα από κάθε αλυσίδα, οι μεσαίοι εκδότες από 150-200 χιλιάδες και οι μικροί εκδότες 60 χιλιάδες. Ε, αυτή η χασούρα μετακυλύεται προφανώς και σε απολύσεις υπαλλήλων και σε συρρίκνωση της εκδοτικής δραστηριότητας και ίσως σε μη απόδοση ποσοστών στους συγγραφείς και δεν ξέρω, σε κάποια χρόνια ο κλάδος αυτός θα οδηγηθεί σε έναν μαρασμό μιας κάποιας μορφής.

Με δυσάρεστα επακόλουθα…

Με δυσάρεστα επακόλουθα. Ίσως το μόνο καλό που βλέπω σ’ αυτό το πράγμα είναι να σταματήσει αυτός ο ανταγωνισμός, του ποιος θα βγάλει τους περισσότερους τίτλους, αμφίβολης ποιότητας, έως και αισχρής ποιότητας, δε λέω εννοείται –για να μη παρεξηγηθώ- για κάποια βιβλία εξαιρετικά που βγαίνουν, και είναι πάρα πολλά αυτά τα βιβλία, αλλά υπάρχει και μία τεράστια μάζα βιβλίων που δεν έχουν λόγο ύπαρξης.

Τώρα, λίγο μπορούμε να κάνουμε έτσι μια αναδρομή για το τι ακριβώς έχετε κάνει μέχρι σήμερα; Όσον αφορά στο συγγραφικό έργο…

Άρχισα να γράφω το ’96 και πήρα μέρος το ’96 και το ’98 σε δύο διαγωνισμούς, πήρα έναν έπαινο κι ένα βραβείο. Τα βιβλία, τα οποία βέβαια έπρεπε να βγουν, επειδή ήταν όρος του διαγωνισμού ότι ο αθλοθέτης πρέπει να βγάλει το βιβλίο, βγήκαν το 2000 και το 2001. Ε, αυτό κάπου με έκοψε, λιγάκι μου έκοψε την όρεξη, τα φτερά μου τα ψαλίδισε. Δεν είχα όρεξη τόσο πολύ να γράψω, αλλά το ξεπέρασα αυτό, δηλαδή τις πρώτες απογοητεύσεις και τα πρώτα κλεισίματα πόρτας που έφαγα στα μούτρα, τα ξεπέρασα και λέω «δεν πειράζει, εντάξει, το κέφι μου κάνω, θα το συνεχίσω». Είχα βγάλει 4 βιβλία μέχρι και το 2007, και το 2007 βγάζω τα «Χνότα στο Τζάμι», το οποίο μιλάει για την τρομοκρατία και το οποίο, με αφορμή αυτό το βιβλίο ήρθα εδώ πέρα στην Κοζάνη. Πώς να το πω τώρα; Έσπασε ο διάολος το ποδάρι του; Αυτό το βιβλίο πήρε τα βραβεία, του ΔΙΑΒΑΖΩ, πήρε το Κρατικό Βραβείο κλπ., και ξαφνικά είδα ότι άλλαξε εντελώς η κατάσταση. Άλλαξε και για μένα, δηλαδή εκεί που είσαι σε ένα καθεστώς πλήρους ανυποληψίας, ξαφνικά σε αντιμετωπίζουν πάρα πολλοί σαν κάτι πάρα πολύ σημαντικό, το οποίο βεβαίως σου φέρνει και μία ανατροπή στην ισορροπία την οποία είχες μέχρι εκείνη τη στιγμή. Θέλω να πιστεύω ότι…, είμαι πάντα σε μία εγρήγορση και σε μία προσπάθεια, ας το πω έτσι, να μην καβαλήσω το καλάμι, να κρατήσω μια κάποια ισορροπία. Και να κάνω το κέφι μου, να μη φύγω από τον αρχικό στόχο που είναι να γράφω βιβλία για το κέφι μου και να το περάσω σε ένα πιο βιομηχανοποιημένο προϊόν, θέλω να κάνω το κέφι μου. Αν δεν κάνω το κέφι μου, δε μου βγαίνει κι εμένα κάτι καλό, δεν το ευχαριστιέμαι, βγαίνει ένα βιβλίο λίγο μπούρδα, που δεν υπάρχει και νόημα να το παραδώσω για να εκδοθεί. Θέλω να διατηρήσω τη φρεσκάδα και την ορμή που είχα όταν ξεκίναγα, όσο δύσκολο τώρα και να είναι αυτό, αυτός είναι ο στόχος μου τώρα.

Ετοιμάζετε κάτι;

Έχω τελειώσει κάτι πριν από κάποιες μέρες, είναι νεανικό, καθαρά νεανικό και είναι το μεγαλύτερο που έχω γράψει, τουλάχιστον από πλευράς λέξεων. Το έχω παραδώσει, περιμένω να εκδοθεί κάπου μέσα στην άνοιξη, έχει σχέση με τα σκουπίδια και με την κρίση, τουλάχιστον όπως τη βιώνουμε στην Αθήνα, φαντάζομαι και σε άλλες μεγάλες πόλεις, στην επαρχία ίσως είναι λιγάκι σε πιο ελαφριά μορφή τα πράγματα, δεν είναι αυτή η αθλιότητα την οποία συναντάς καθημερινά στην Αθήνα, άστεγους να κοιμούνται έξω από την Τράπεζα της Ελλάδος, από την Εθνική Βιβλιοθήκη… Οι άστεγοι οι άνθρωποι, δεν είναι επιλογή τους, έγιναν άστεγοι, μην τρελαθούμε, δηλαδή να προχωράς σε κεντρικούς δρόμους και ανά δύο στενά να βλέπεις πέντε στρώματα με άστεγους. Δηλαδή, εντάξει, αυτή είναι μια εικόνα σοκαριστική ούτως ή άλλως. Όπως σοκαριστική είναι και η εικόνα με τα σκουπίδια, για μία μεγαλούπολη, η οποία θέλει να ονομάζεται μεγάλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, που δεν ήταν και κατά τη γνώμη μου ποτέ δε θα ’ναι, όλοι αυτοί οι σκουπιδόλοφοι και η βρωμιά που υπάρχει στην πόλη. Η Αθήνα δεν είναι όμορφη πόλη για μένα, εντάξει για άλλους είναι, για μένα είναι μια άσχημη πόλη, και αυτήν την ασχήμια προσπάθησα να τη δώσω σε ένα βιβλίο, το οποίο δεν περιορίζεται στην Αθήνα, δηλαδή θέλω να πω, δεν είναι ένα τοπικό βιβλίο για την Αθήνα. Διαδραματίζεται σε μια χώρα και σε μια πόλη, ίσως κεντροευρωπαϊκή, νοτιοευρωπαϊκή, δεν το διευκρινίζω, αλλά έχει μέσα παραστάσεις και εικόνες που βιώνουμε καθημερινά όσοι ζούμε στην Αθήνα.

Τι μηνύματα θέλετε να περάσετε μέσα από το βιβλίο αυτό και πώς τιτλοφορείται;

Θα τιτλοφορηθεί «Οι άρχοντες των σκουπιδιών». Μηνύματα δε θέλω να περάσω, με την έννοια ότι ο κάθε αναγνώστης παίρνει το δικό του μήνυμα. Εγώ μπορεί να πάρω κάποιο μήνυμα, κάτι να καταλάβω, να μην καταλάβω κάτι άλλο, κάποιος άλλος να καταλάβει ένα τρίτο πράγμα. Θα μ’ άρεσε απλά να το ευχαριστηθούν το βιβλίο κι ας μην πάρουν κανένα μήνυμα. Για μένα ακόμα και η διασκέδαση είναι το μεγαλύτερο μήνυμα, ειδικά στη σημερινή εποχή. Δεν είναι ανάγκη να πω «το μήνυμα είναι, ξέρω γω όλοι αδερφωμένοι», η οικολογία ή κάτι τέτοια. Ο καθένας καταλαβαίνει ό,τι θέλει, μπορεί και να μην καταλάβει τίποτα, είναι μεγάλο κέρδος αν περάσει κάποιες ώρες ευχάριστα με ένα βιβλίο.

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Εγώ σας ευχαριστώ.

Παρουσίαση στον Αθήνα 9,84 από τoν Γιώργο Μιχαηλίδη Μια μέρα στην Αθήνα - 01 Ιανουαρίου 2012

Να ξεφυλλίσουμε ένα βιβλιο; Ανάμεσα στον Άγιο Βασίλη, στο Μέγα Βασίλειο, στον Άγιο Βασίλη, στον Άι-Βασίλη, στο Σάντα Κλαους... «Ο Άι-Βασίλης στο ραντάρ», ένα ενδιαφέρον βιβλίο, ο κύριος Βασίλης Παπαθεοδώρου παρουσιάζει μια πραγματική ιστορία:

«Ο Άγιος Βασίλης στο ραντάρ» είναι ένα βιβλίο που έχει βασιστεί σε μια πραγματική ιστορία, αποτελείται από τέσσερις μικρές ιστοριούλες, η πρώτη που είναι και η ομότιτλη, αναφέρεται σε ένα πραγματικό περιστατικό, το οποίο έγινε το 1955 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε μία στρατιωτική βάση των Ηνωμένων Πολιτειών, τη NORAD, έτσι λέγεται, όπου είχαν ένα απόρρητο, κόκκινο τηλέφωνο, τότε μιλάμε και για τον «Ψυχρό Πόλεμο», που άμα χτυπούσε αυτό το κόκκινο τηλέφωνο θα σήμαινε πόλεμος. Και τη νύχτα της 24ης προς 25η Δεκεμβρίου χτύπησε αυτό το κόκκινο τηλέφωνο, το σηκώνει ο αξιωματικός της βάρδιας κι ακούει ένα παιδάκι να του λέει: «Μήπως είναι εκεί ο Άγιος Βασίλης; Μπορώ να του μιλήσω;». είχε γίνει ένα τυπογραφικό λάθος από ένα κατάστημα, ένα πολυκατάστημα της περιοχής, που είχε βάλει το τηλέφνο της βάσης αντί του τηλεφώνου του καταστήματος. Κι έτσι όλα τα παιδάκια έπαιρναν τη βάση. Από κείνη τη μέρα και κάθε χρόνο, 24 προς 25 Δεκεμβρίου έχει δημιουργηθεί ένα έθιμο, σ’ αυτή τη βάση οι αξιωματικοί και όσοι κάνουν βάρδια, να σηκώνουν το τηλέφωνο και να απαντάνε στις κλήσεις των μικρών παιδιών, δίνοντάς τους πληροφορίες για τον Άγιο Βασίλη. Και μάλιστα υπάρχει κι ένα site στο Ίντερνετ, το www.noradsanta.org, όπου μπορεί να παρακολουθήσει κανείς, στις 24 και 25 Δεκεμβρίου, την πορεία του Άγιου Βασίλη στον κόσμο. Άμα δεν αφήσεις το όνειρο και τη μαγεία να σε κατακλύσει, έστω και για μία μέρα το χρόνο, τότε δεν πρόκειται να πιστέψεις στα Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα πιο πολύ είναι η γιορτή της αγάπης, είναι η γιορτή της ελπίδας, είναι η γιορτή του χρώματος και της χαράς.

Συνέντευξη στην Κατερίνα Σαμψώνα στο vlepo.org - 22 Δεκεμβρίου 2011

Όπως σας είπα και στην αρχή της εκπομπής, σήμερα το παραμύθι μας έρχεται από το Βασίλη Παπαθεοδώρου. Τίτλος του παραμυθιού «Ο Άι-Βασίλης στο ραντάρ» και η περίληψη είναι ως εξής: όταν στις 24 Δεκεμβρίου του 1955, στην αεροπορική βάση NORAD των Ηνωμένων Πολιτειών, ο σμήναρχος Χάρυ Σουπ, σήκωνε το απόρρητο στρατιωτικό τηλέφωνο έκτακτης ανάγκης, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι στη άλλη άκρη της γραμμής ήταν ένα μικρό αγόρι που θα ζητούσε να μιλήσει με τον Άι-Βασίλη. Ούτε επίσης βέβαια, πως θα ήταν ποτέ δυνατόν από ένα τυπογραφικό λάθος, να ξεκινήσει το πιο παράξενο έθιμο. Από τότε, κάθε χρόνο την ίδια μέρα στην πόλη του Κολοράντο Σπρινγκς, οι αξιωματικοί της βάσης απαντούν σε κλήσεις μικρών παιδιών, δίνοντας πληροφορίες για το ταξίδι του αγαπημένου τους άγιου, ενώ μέσω Ίντερνετ www.noradsanta.org, μπείτε, είναι πάρα πολύ ωραίο, μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την πορεία του Άι-Βασίλη σε όλον τον κόσμο. Το διήγημα «Ο Άι-Βασίλης στο ραντάρ» είναι εμπνευσμένο από το πραγματικό περιστατικό και μαζί με άλλες τρεις χριστουγεννιάτικες ιστορίες, που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, αποδεικνύει ότι τα Χριστούγεννα είναι πραγματικά η γιορτή του ονείρου και της μαγείας, μια γιορτή που όλα μπορούν να συμβούν. Κύριε Παπαθεοδώρου, καλωσήλθατε στο ραδιόφωνο του vlepo, ευχαριστώ που δεχτήκατε να μας μιλήσετε.

Καλώς σας βρήκα κυρία Σαμψώνα, χρόνια πολλά σε εσάς και σε όλους τους ακροατές του vlepo.

Να είστε καλά, επίσης. Ένα παραμύθι, ένα από τα τέσσερα μάλλον παραμύθια, το οποίο εμένα μου άρεσε πάρα πολύ, γιατί έχει το πραγματικό μέσα περιστατικό.

Ακριβώς, μερικές φορές η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία του συγγραφέα. Πολλές φορές οι συγγραφείς εμπνέονται από γεγονότα που έχουν συμβεί, όπως καλή ώρα αυτό το περιστατικό με το απόρρητο τηλέφωνο και φτιάχνουν με τη φαντασία τους μία ακόμα πιο ελκυστική, ας το πω έτσι, για τα παιδιά, ιστορία. Η πρώτη ύλη πάντως είναι ένα πραγματικό γεγονός και πάρα πολλές φορές η ζωή ξεπερνά και μας τους ίδιους.

Νομίζω κι ότι η παιδική φαντασία μας ξεπερνά όλους.

Βέβαια, η παιδική φαντασία μας ξεπερνά όλους, δεν μπορούμε να τη φτάσουμε, αυτό είναι αληθές.

Και βλέπουμε λοιπόν το παιδί το οποίο ζητάει τον Άι-Βασίλη, γίνεται ένας πανικός και τελικά όμως υπάρχει επανασύνδεση στο τέλος, στο πρώτο παραμύθι.

Υπάρχει επανασύνδεση, βέβαια αυτό είναι η μυθοπλασία του παραμυθιού. Οι ήρωες είναι πραγματικοί, ο Χάρυ Σόουπ είναι πραγματικός, το παιδάκι που τηλεφώνησε είναι πραγματικό, το διαφημιστικό φυλλάδιο του εμπορικού καταστήματος Sears, το οπίο υπάρχει μέσα...

Το οποίο είναι μέσα, ναι, ναι…

…είναι πραγματικό, που έγινε το τυπογραφικό λάθος. Όλα τα άλλα είναι μια μυθοπλασία που βάζουν τον αναγνώστη στο πνεύμα των Χριστουγέννων και του δίνουν τα χριστουγεννιάτικα μηνύματα της εποχής, τα γιορτινά μηνύματα.

Να πούμε ότι και τα τέσσερα παραμύθια που είναι εδώ, υπάρχει ένα δίδαγμα, δηλαδή και στον μικρό Γιαννάκη, και ο τίτλος του είναι «Ο Άι-Βασίλης και ο χονδρός Γιαννάκης», και με τη Μαίρη μετά και με το τυχερό δέντρο, μέσα από αυτά τα παραμύθια περνάτε μηνύματα.

Μέσα από όλα τα βιβλία μου προσπαθώ να περνάω μηνύματα, τώρα το τι θα καταλάβει ο κάθε αναγνώστης, αυτό επαφίεται στον κάθε αναγνώστη. Ο κάθε αναγνώστης παίρνει από κάθε βιβλίο ό,τι αυτός νομίζει, ας είναι κι ευχαρίστηση, αυτό είναι το πιο σημαντικό, να παίρνει ευχαρίστηση. Εγώ βάζω το δικό μου στίγμα σε κάθε ιστοριούλα και σε κάθε βιβλίο, προσπαθώ να του δώσω μία διάσταση ή μία εικόνα να το πω έτσι... κοινωνική, να περάσω κάποια μηνύματα. Επαφίεται στον αναγνώστη πώς θα τα εκλάβει αυτά τα μηνύματα και πώς θα τα ερμηνεύσει.

Να πούμε ότι το βιβλίο αυτό ανήκει στη νεανική βιβλιοθήκη, δεν είναι παιδικό-παιδικό, είναι πάνω από 8 ετών. Πώς στραφήκατε εσείς και γράφετε παιδικά, νεανικά βιβλία;

Κατά κύριο λόγο νεανικά βιβλία γράφω, τα περισσότερα δηλαδή βιβλία μου είναι εφηβικά ή νεανικά. Αυτό το είδος μου αρέσει περισσότερο, πιο πολύ από το παιδικό. Μερικές φορές τα φέρνει η τύχη έτσι που να αρχίσεις να ασχολείσαι με κάτι ή με ένα συγκεκριμένο είδος. Και μένα τα ‘φερε η τύχη να διαβάσω μια προκήρυξη ενός διαγωνισμού, της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς, να γράψω κάτι, φαντάζομαι ότι θα το ‘χα πάντα το σαράκι, το μικρόβιο...

Και περιμένατε την κατάλληλη αφορμή…

Ακριβώς, και βγήκε στην κατάλληλη ώρα και στην κατάλληλη στιγμή. Το ότι ήταν αυτός ο διαγωνισμός για παιδική λογοτεχνία ή εφηβική λογοτεχνία, αυτό είναι η τύχη της υπόθεσης, δηλαδή φαντάζομαι ότι άμα ήταν ένας διαγωνισμός για λογοτεχνία ενηλίκων, ενδεχομένως να είχα ασχοληθεί με τη λογοτεχνία ενηλίκων.

Να πούμε ότι έχετε αποσπάσει και έξι λογοτεχνικά βραβεία, από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου.

Κρατικό βραβείο, του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ και από άλλους φορείς.

Παρόλο που δεν είναι η δουλειά σας, δηλαδή στα παιδικά ή νεανικά βιβλία βλέπουμε πιο πολύ τους καθηγητές ή τους δασκάλους να ασχολούνται και ιδίως στα παιδικά.

Κατά κύριο λόγο με την παιδική λογοτεχνία, όπως κι εσείς είπατε. Ναι, δεν είναι η δουλειά μου, είναι ένα πράγμα το οποίο με ευχαριστεί και κοιτάω, αν μη τι άλλο, να εξισορροπώ, να ισορροπώ την καθημερινότητά μου, ανάμεσα στην πραγματικότητα της δουλειάς ή του σπιτιού και στο φαντασιακό μέρος, την ευχαρίστηση των βιβλίων.

Είναι δύσκολο να γράφετε γι’ αυτές τις ηλικίες, δηλαδή να προσπαθήσετε να αποδώσετε τα νοήματα με απλά λόγια, με εικόνες, όχι όπως θα μιλούσαμε σε ενήλικες, αλλά σε μικρά παιδιά;

Κοιτάχτε, μου είναι αρκετά «εύκολο» να γράψω νεανική λογοτεχνία ή εφηβική λογοτεχνία, με την έννοια ότι ίσως κάπου κι εγώ μέσα μου αισθάνομαι πιο νέος, πιο έφηβος, έτσι, και επανέρχομαι σε κείνα τα χρόνια, τα γυμνασιακά ή τα λυκειακά. Το να γράψω παιδική λογοτεχνία, μου είναι δύσκολο. Φαντάζομαι ότι είναι δύσκολο και γι’ άλλους ομότεχνους, και είναι λογικό αυτό με την έννοια ότι δεν μπορεί κάποιος, ο οποιοσδήποτε να μπει τόσο βαθιά στο μυαλό ενός μικρού παιδιού, στο λεξιλόγιό του, στα συναισθήματά του, στο τι νιώθει κάθε στιγμή. Ενός νέου ίσως είναι λίγο πιο εύκολο, δεδομένου ότι έχει κάποιες απόψεις πιο αποκρυσταλλωμένες. Αλλά ενός μικρού παιδιού, το θεωρώ πάρα πάρα πολύ δύσκολο. Και το ακόμα πιο δύσκολο είναι να του κεντρίσεις το ενδιαφέρον και να παραμείνει αυτό το ενδιαφέρον καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης.

Κάτι καινούριο ετοιμάζετε; Γράφετε;

Ναι, αυτήν την περίοδο ετοιμάζω κάτι καινούριο, το οποίο θα ανήκει στη νεανική λογοτεχνία, δηλαδή για παιδιά, για νέους Γυμνασίου-Λυκείου.

Μια ιδέα για το τι περίπου είναι; Όχι την περίληψη, μια λέξη, κάτι…

Μια λέξη: Σκουπίδια.

Σκουπίδια...

Ναι.

Αυτό μπορεί να πάρει τεράστιες διαστάσεις, ιδίως με τα κοινωνικά δρώμενα...

Ακριβώς, ακριβώς, γιατί σας λέω η πραγματικότητα πολλές φορές ξεπερνά κάθε μυθοπλασία, οπότε ο συγγραφέας καλείται μέσα από αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα που ζούμε όλοι, να βγάλει κάτι ή να μεγιστοποιήσει κάτι για να του δώσει τα χαρακτηριστικά, ας το πούμε, ενός μυθιστορήματος.

Μάλιστα. Κύριε Παπαθεοδώρου, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη μικρή αυτή συνέντευξη...

Εγώ σας ευχαριστώ πολύ, να είστε καλά, εύχομαι καλά Χριστούγεννα, καλές γιορτές και με το καλό ο καινούριος χρόνος σε όλους τους ακροατές και σε σας, και προπάντων όλοι να είναι, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό, με ένα χαμόγελο.

Να είστε καλά, ανταποδίδω τις ευχές, καλή δημιουργική συνέχεια.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Γεια σας, καλό απόγευμα!

Γεια σας!

Παρουσίαση στον Αθήνα 9,84 από την Μαρία Τιγκιρίδου - 20 Δεκεμβρίου 2011

Το διήγημα «O Αϊ Βασίλης στο ραντάρ» του Βασίλη Παπαθεοδώρου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη και αποδεικνύει ότι τα Χριστούγεννα είναι πραγματικά η γιορτή του ονείρου και της μαγείας, μια γιορτή που όλα μπορούν να συμβούν. Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου μίλησε στην Μαρία Τιγκιρίδου.

«Ο Άγιος Βασίλης στο ραντάρ» είναι ένα χριστουγεννιάτικο βιβλίο που αποτελείται από τέσσερα διηγήματα. Το πρώτο, το ομότιτλο, αναφέρεται σε μία πραγματική ιστορία. Συνέβη το 1955, σε μία αεροπορική, στρατιωτική βάση των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου... είχε το κόκκινο τηλέφωνο, τέλος πάντων, στην αίθουσα επιχειρήσεων και άμα χτύπαγε αυτό το κόκκινο τηλέφωνο, αυτό θα σήμαινε πόλεμο, θα σήμαινε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Κι ένα βράδυ Χριστουγέννων, μια παραμονή Χριστουγέννων, 24 Δεκεμβρίου του 1955, αυτό το κόκκινο τηλέφωνο χτυπάει, το σηκώνει ο αξιωματικός υπηρεσίας κι ακούει ένα παιδάκι να του λέει: «Θέλω να μιλήσω στον Άγιο Βασίλη. Μήπως είναι εκεί;». Εκ των υστέρων αποδείχθηκε πως το παιδάκι είχε πάρει λάθος τηλέφωνο κι αυτό το νούμερο ήταν το νούμερο το απόρρητο της στρατιωτικής βάσης...

Συνέντευξη στο Δημήτρη Πολίτη στον Επικοινωνία 94fm στην εκπομπή «Βιβλιοθήκες στα FM» - 19 Ιουνίου 2011

Βιβλιοθήκες στα FM... Ήρθε η ώρα να συνομιλήσουμε τηλεφωνικά με το συγγραφέα εφηβικών και νεανικών βιβλίων, τον κύριο Βασίλη Παπαθεοδώρου, επειδή πιστεύουμε πάρα πολύ στη σημασία του εφηβικού και νεανικού βιβλίου και ειδικά, ακόμα και τώρα που είναι καλοκαίρι πιστεύουμε ότι το βιβλίο είναι η καλύτερη συντροφιά, βέβαια για όλες τις εποχές, όχι μόνο για το καλοκαίρι. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της εκπομπής φιλοξενούμε κατά καιρούς συγγραφείς, προκειμένου να σας προτείνουμε βιβλία τους. Πριν συνομιλήσουμε όμως τηλεφωνικά με τον κύριο Παπαθεοδώρου, θα’ θελα να πω λίγα λόγια για κείνον. Έχει κυκλοφορήσει μέχρι τώρα δέκα εφηβικά και νεανικά μυθιστορήματα, έχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας, το 2008 και το 2010, και δύο φορές με το βραβείο του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ επίσης το 2008 και το 2010 για τα βιβλία του «Χνότα στο Τζάμι» και «Στη Διαπασών». Επίσης έχει αποσπάσει άλλα έξι λογοτεχνικά βραβεία για διάφορα έργα του, από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά και τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου. Περισσότερα όμως θα μας πει ο ίδιος, τον οποίον θα ήθελα να τον καλημερίσω.
Κύριε Παπαθεοδώρου, καλημέρα σας...

Καλημέρα σας, κύριε Πολίτη.

Χαιρόμαστε που σας έχουμε κοντά μας, έστω και από το τηλέφωνο, να πούμε λίγα πράγματα και για τα βιβλία σας, αλλά θα ήθελα να ξεκινήσω, η πρώτη ερώτηση που θα ήθελα να σας κάνω είναι, τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή εφηβικών-νεανικών βιβλίων και να μοιραστείτε μαζί μας τον τρόπο που ξεκινήσατε να γράφετε το πρώτο σας βιβλίο.

Να σας πω, ίσως αυτό προέκυψε και λιγάκι τυχαία. Πάντα ο παράγοντας τύχη παίζει κι ένα ρόλο σ’ αυτές τις περιπτώσεις...

Ο παράγοντας τύχη και οι συγκυρίες...

Και οι συγκυρίες, ακριβώς. Είχα αρχίσει να γράφω ένα μυθιστόρημα για ενήλικες, το οποίο βεβαίως δεν έχει εκδοθεί, όταν στα χέρια μου έπεσε μια προκήρυξη για τον πρώτο λογοτεχνικό διαγωνισμό για παιδικό μυθιστόρημα. Κι αποφάσισα να γράψω και να λάβω μέρος σ’ αυτό το λογοτεχνικό διαγωνισμό. Διακρίθηκε το βιβλίο, ανέκδοτο κείμενο, και μετά αποφάσισα να συνεχίσω με την παιδική λογοτεχνία. Βεβαίως οι συγκυρίες και η τύχη παίζουν το ρόλο τους, αλλά υπάρχουν και οι αιτίες πίσω από αυτά που το σπρώχνουν, δηλαδή φαντάζομαι ότι είναι και μία ανάγκη να ασχοληθώ με την εφηβική λογοτεχνία, ίσως ξαναβρίσκοντας μια επαφή με τα εφηβικά και νεανικά μου χρόνια. Κάπως έτσι το βλέπω. Δεν έχω τολμήσει να ασχοληθώ με τη λογοτεχνία ενηλίκων, φαντάζομαι δε θα το κάνω και ποτέ, γιατί η εφηβική και νεανική λογοτεχνία σε μένα τον ίδιον προσφέρει ξεχωριστά πράγματα.

Αυτό είναι βέβαια κάτι, το οποίο το συναντάμε και σε άλλους συγγραφείς που ασχολούνται με το συγκεκριμένο είδος, δηλαδή συγγραφείς που ασχολούνται με το παιδικό, με το εφηβικό, με το νεανικό βιβλίο, δεν μεταπηδούν στο χώρο που αφορά τα βιβλία για μεγάλους.

Υπάρχουν κάποιοι, οι οποίοι έχουν γράψει...

Ή τουλάχιστον δε γίνεται με την ίδια επιτυχία, να το πω καλύτερα...

Ναι, σε αρκετούς δε βγαίνει η ίδια επιτυχία που έχουν στο παιδικό.

Ναι...

Σε άλλους βγαίνει, όπως να πούμε στον Πέτρο Χατζόπουλο, είναι το όνομα με το οποίο εμφανίζεται στην παιδική λογοτεχνία, Αύγουστος Κορτώ είναι το όνομα που εμφανίζεται στη λογοτεχνία ενηλίκων, τους βγαίνει πολύ πιο φυσιολογικά και εξίσου επιτυχημένα και στα δύο είδη. Εγώ δεν έχω την ανάγκη να ασχοληθώ με τη λογοτεχνία ενηλίκων, πιστεύω ότι υπάρχουν και εξαιρετικοί συγγραφείς και πάρα πολλοί συγγραφείς. Φαντάζομαι ότι δεν έχω και κάτι να πως σε αυτόν τον τομέα, των ενηλίκων.

Ναι, να σας ρωτήσω λίγο για τους ήρωες στα βιβλία σας, αν θα θέλατε να μας πείτε ποιος είναι ο αγαπημένος σας.

Ο αγαπημένος μου ήρωας είναι βεβαίως ο Θανάσης, ο ήρωας του τελευταίου βιβλίου «Στη Διαπασών».

Αν θέλετε να μας τον σκιαγραφήσετε λίγο, να μας πείτε λίγα πράγματα για εκείνον...

Ο Θανάσης είναι ένας δεκαεφτάχρονος νέος, με παραβατική συμπεριφορά, που ζει σε μία προβληματική οικογένεια και σε ένα προβληματικό περιβάλλον. Και το σχολείο του είναι προβληματικό και οι φίλοι του είναι προβληματικοί. Μπλέκει με ακροδεξιές οργανώσεις και ρατσιστικές οργανώσεις, επειδή θέλει κάπου να ανήκει κι αυτός. Ωθείται να κάνει πράγματα, τα οποία ενδεχομένως και να μην ήθελε να τα κάνει και μέσα από τα οποία επιβεβαιώνεται. Και κάποια στιγμή αρχίζει η ζωή να του παίζει διάφορα παιχνίδια, δηλαδή να τρώει τα χαστούκια απανωτά, το ένα πίσω απ’ το άλλο και να αλλάζει. Σαν ήρωας είναι λιγάκι, θα τον έλεγα καθημερινός, αλλά λιγάκι τραγικός, με την έννοια ότι δεν έχει γυρίσει τον καθρέφτη να δει ποιος πραγματικά είναι κι όταν το κάνει αυτό προς το τέλος, παθαίνει ένα σοκ κι αρχίζει η μεταστροφή του. Έχει κάποια στοιχεία δικά μου μέσα, δηλαδή όχι την παραβατικότητα βέβαια, αλλά ο τρόπος που σκέφτεται, το χιούμορ του ενδεχομένως, ο σαρκασμός του ή ο κυνισμός του, είναι κάποια στοιχεία δικά μου και κάποιες σκέψεις δικές μου, ο τρόπος έκφρασης... Οπότε τον θεωρώ πολύ αγαπημένο ήρωα, γιατί είναι ένας ήρωας που μιλά στο πρώτο πρόσωπο μέσα στο βιβλίο και γιατί φέρει και δικά μου χαρακτηριστικά.

Πρόσφατα κυκλοφορήσατε το νέο σας βιβλίο από τις εκδόσεις Καστανιώτη με τον τίτλο «Ιπτάμενες Σελίδες».

Ναι, είναι ένα βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε τέλη Μαΐου...

Ναι...

Αυτό το βιβλίο απευθύνεται σε παιδιά μικρότερης ηλικίας, δηλαδή δεν απευθύνεται σε έφηβους και νέους. Ηλικιακά φαντάζομαι ότι πιάνει από Πέμπτη Δημοτικού μέχρι Πρώτη-Δευτέρα Γυμνασίου. Σε κάθε βιβλίο θέλω λιγάκι να πειραματίζομαι και με τον τρόπο γραφής και με τον τρόπο που δομώ το κείμενο. Είναι κάποιες παράλληλες ιστορίες, οι οποίες κάπου συναντιούνται όλες μαζί στο τέλος, παράλληλες ιστορίες παιδιών, ένα παιδί άρρωστο, ένα παιδί των φαναριών, ένα παιδί επιμελές, καλός μαθητής, διάφορα παιδιά, που πέφτουν στα χέρια τους σελίδες από ένα σκισμένο βιβλίο, τις οποίες τις παρασύρει ο άνεμος, μιλάμε τώρα για μία φανταστική χώρα, τις οποίες τις παρασύρει ο άνεμος, αυτά τα παιδιά διαβάζουν τις σελίδες και βλέπουν μέσα από τις σελίδες τις ζωές τους, το παρελθόν τους και το μέλλον τους. Κάπου μπαίνει και το στοιχείο της δράσης και της περιπέτειας και του μυστηρίου και αποφασίζουν όλα αυτά να παιδιά να κάνουν, να πράξουν όπως λένε αυτές οι σελίδες, εφόσον έχουν ταυτιστεί μαζί τους.

Μάλιστα... Θα’ θελα να σας ρωτήσω λίγο για τη διαδικασία που ακολουθείτε όταν γράφετε ένα βιβλίο. Από ποια στάδια περνάτε, τι διαδικασία είναι αυτή, να μας την περιγράψετε λίγο.

Ίσως είναι λόγο περίεργη η διαδικασία που ακολουθώ εγώ, δεδομένου ότι όταν κάτσω να γράψω ένα βιβλίο, εκείνη τη στιγμή που θα κάτσω να γράψω, είναι εντελώς διεκπεραιωτική η διαδικασία. Το βιβλίο το έχω μέσα στο μυαλό μου για μήνες, ενδεχομένως και για χρόνια, δηλαδή τώρα έχω κάποιες ιδέες ακατέργαστες στο μυαλό μου, τις οποίες μπορεί να τις έχω και οχτώ χρόνια ή εννιά χρόνια. Όταν ολοκληρωθεί αυτή η ιδέα και σχηματιστούν οι χαρακτήρες, η αρχή, η μέση, το τέλος, πρέπει να το έχω δομημένο αυστηρά το βιβλίο, δηλαδή δεν μπορώ να ξεκινήσω ένα βιβλίο και όπου με βγάλει ή όπου με βγάλει ο χαρακτήρας ή όπου με βγάλει η αφήγηση η η δράση. Πρέπει να ξέρω εξαρχής πώς θα αρχίσω, τι θα είναι στη μέση και πώς θα είναι το τέλος.

Άρα λοιπόν έχετε στο μυαλό σας τα πάντα, πριν ξεκινήσετε. Είναι σχηματοποιημένη πλήρως η εικόνα.

Ναι, τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα από άποψη δομής. Εντάξει δεν ξέρω εννοείται τους διαλόγους. Άπαξ και το έχω σχηματίσει στο μυαλό μου κρατάω πολύ λίγες σημειώσεις, επιγραμματικές, δηλαδή κάποια σημεία, στο πρώτο κεφάλαιο θα γίνει αυτό, αυτός συναντά τον άλλον, κάπως έτσι, και μετά κάθομαι και γράφω το κάθε κεφάλαιο, κάθομαι και γράφω το βιβλίο. Δεν γράφω πολλές ώρες την ημέρα, δηλαδή κοιτάω να είναι ξέρω ’γω ένα κεφάλαιο τη μέρα, ή ένα κεφάλαιο το πρωί, ένα κεφάλαιο το απόγευμα. Δε γράφω πάρα πολλές ώρες. Κάπως έτσι γίνεται η διαδικασία.

Μάλιστα. Θα ήθελα τώρα να σας ρωτήσω για ένα βιβλίο, που δεν έχετε γράψει εσείς, αλλά θα θέλατε όμως να το είχατε γράψει από το χώρο της εφηβικής και νεανικής λογοτεχνίας.

Είναι πολλά τα βιβλία που θα ήθελα να είχα γράψει και που ζηλεύω και που θαυμάζω. Βέβαια είναι εξίσου πολλά και τα βιβλία που δε θα ήθελα να είχα γράψει, εννοείται αυτό. Θα πω το «Τσόκο Μπλοκ» της Ελένης Πριοβόλου, θα πω το «Τότε που κρύψαμε έναν άγγελο» της Αγγελικής Δαρλάση, αξιοθαύμαστα δηλαδή βιβλία, το «Χωρίς τη μαμά μου» της Τζένης Θεοφανοπούλου, το «Κρυμμένο εργοστάσιο των παιχνιδιών» της Βησσαρίας Ζορμπά-Ραμμοπούλου και υπάρχει βεβαίως και μία κατηγορία, δεν είναι παιδικό, έχει κυκλοφορήσει από τον Καστανιώτη ως βιβλίο ενηλίκων, εγώ όμως θα το τοποθετούσα επειδή μιλάει για ενήλικες και για την εφηβική τους, τη νεανική τους ηλικία, θα το τοποθετούσα στο είδος εκείνο του μυθιστορήματος που λέμε cross-over, που πιάνει και τις δύο ηλικίες, πιάνει και τους νέους, πιάνει και τους ενήλικες, τον «Τελευταίο Κύκνο» του Στέφανου Δάνδολου. Αυτά είναι κάποια βιβλία, τα οποία για μένα είναι αξιοζήλευτα και διαβάζοντάς τα παίρνω, όχι μόνο ως αναγνώστης, αλλά και ως συγγραφέας, παίρνω κάποια στοιχεία. Ήταν κέρδος μου που τα διάβασα αυτά τα βιβλία.

Ναι. Θα’ θελα να σας ρωτήσω τώρα την άποψή σας ως συγγραφέα, από πόσο νωρίς πιστεύετε ότι πρέπει να φέρνουμε σε επαφή τα παιδιά με τα βιβλία, έτσι, με ποιο τρόπο μπορεί να γίνει αυτό, αλλά κι αν υπάρχουν κάποια κριτήρια με τα οποία να διαλέγουμε στα παιδιά τα βιβλία.

Αυτό είναι μία δύσκολη ερώτηση, δεδομένου ότι ίσως να μην έχει σημασία από πόσο νωρίς πρέπει να τα φέρνουμε σε επαφή,… έχει κι αυτό τη σημασία του εννοείται, όσο το πόσο συχνά και με τι συνέπεια πρέπει να τα φέρνουμε σε επαφή. Φαντάζομαι ότι τα παιδιά τα οποία μεγαλώνουν σε οικογένειες, οι οποίες έχουν σχέση με το διάβασμα, δηλαδή διαβάζουν οι γονείς ενδεχομένως εφημερίδες, δηλαδή υπάρχει μία βιβλιοθήκη στο σπίτι ή βλέπουν τους γονείς τους να διαβάζουν, από πολύ μικρά θα μπουν στη διαδικασία της ανάγνωσης. Δεν έχει τόσο σημασία να τους πάρουν οι γονείς ή να τους πάρουν στην ηλικία των δύο ετών ή των τριών ετών αυτά τα παιχνιδοβιβλία μέχρι την πρώτη-δευτέρα Δημοτικού και μετά να παρατήσουν το παιδί μόνο του, δηλαδή να μην του παίρνουν βιβλία. Σημασία έχει η συνέπεια, δηλαδή πιστεύω ότι ο οικογενειακός περίγυρος παίζει ένα σημαντικότατο ρόλο πρώτον μέχρι την ηλικία των έξι, εφτά, οχτώ ετών και μετά το σχολείο. Στην εφηβεία τα περισσότερα παιδιά παρατάνε το διάβασμα, δεδομένου ότι δεν τους παίρνουν ούτε οι γονείς βιβλία, ούτε τους κάνουν δώρο κάποιοι, ελάχιστοι τώρα πλέον, βιβλία. Εκεί πέρα κάπου χάνεται το παιχνίδι. Φαντάζομαι ότι είναι μεγάλη ευθύνη του σχολείου και των καθηγητών και των δασκάλων να φέρουν σε επαφή το παιδί με το βιβλίο, όχι μόνο να το φέρουν σε επαφή, αλλά να συντηρήσουν κι αυτή την επαφή και για να σας πω και κάτι άλλο, γίνονται τον τελευταίο καιρό υπερβολικά πολλές προσπάθειες και από την Πολιτεία και από ιδιωτικούς φορείς και από τους ίδιους τους συγγραφείς. Γίνονται πολλές προσπάθειες, δηλαδή η προώθηση του βιβλίου είναι κατά τη γνώμη μου επαρκέστατη, απλά πρέπει να αλλάξει ή να αλλαχτεί, τώρα πώς, αυτό είναι μεγάλη κουβέντα, η νοοτροπία που κυριαρχεί στους έφηβους και στους νέους ότι έχω σημαντικότερα, σοβαρότερα πράγματα να κάνω από το βιβλίο, το βιβλίο είναι ένα χάσιμο χρόνου ή το βιβλίο ενδεχομένως, αν με δουν να διαβάζω ένα βιβλίο, να με πουν ξενέρωτο, να με πουν σπασίκλα, να με πουν το οτιδήποτε. Αυτή η νοοτροπία πρέπει να αλλάξει.

Για το μέλλον σχεδιάζετε κι άλλα πράγματα; Να περιμένουμε από εσάς ίσως κάτι διαφορετικό;

Κάτι διαφορετικό σε είδος όχι, δηλαδή το είδος είναι το νεανικό μυθιστόρημα, το εφηβικό-νεανικό μυθιστόρημα. Κάτι διαφορετικό ως προς τη θεματολογία ή ως προς τη δομή του κειμένου, σίγουρα ναι, με την έννοια ότι κι εγώ ο ίδιος ενδιαφέρομαι να αλλάζω από βιβλίο σε βιβλίο και να βλέπω ότι γίνονται κάποιες πρόοδοι, εσωτερικές ας το πούμε, κάποιες συγγραφικές πρόοδοι σε μένα. Οπότε σίγουρα να περιμένετε κάτι.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την επικοινωνία που είχαμε, να ευχηθώ στο νέο σας βιβλίο καλοτάξιδο και για το μέλλον ό,τι το καλύτερο.

Ευχαριστώ πάρα πολύ και εσάς και τους ακροατές σας για την ευκαιρία που μου δώσατε να συνομιλήσουμε.

Ευχαριστούμε πολύ. Καλή σας μέρα

Γεια σας.

Παρουσίαση στο τηλεοπτικό κανάλι Αργολίδας DRTV - 16 Απριλίου 2011

Στο πλαίσιο της διάδοσης και προσπάθειας να γνωρίσουν τα παιδιά το λογοτεχνικό βιβλίο, το ιδιωτικό σχολείο «Αυτενεργώ» προσκάλεσε το συγγραφέα Βασίλη Παπαθεοδώρου, ο οποίος έχει γράψει μία σειρά από νεανικά και εφηβικά βιβλία.

Χαίρομαι καταρχήν για την πρόσκληση που μου έγινε από το ιδιωτικό σχολείο «Αυτενεργώ», ξέρω ότι είναι η πρώτη φορά που το επισκέπτεται ένας συγγραφέας κι αυτό είναι και τιμή για μένα κι ελπίζω να ξεκινήσει μια παράδοση για το σχολείο. Μ’ αρέσει κατά κύριο λόγο να γράφω, όχι τόσο παιδικά, αλλά κυρίως εφηβικά και νεανικά μυθιστορήματα, τα οποία πιστεύω ότι εκεί χάνεται κάπου το νήμα της ανάγνωσης στις μικρές ηλικίες, δηλαδή τα παιδιά του Δημοτικού διαβάζουν, τα παιδιά του Γυμνασίου-Λυκείου δε διαβάζουν τόσο πολύ, ίσως λόγω υποχρεώσεων... άμα ήθελαν θα διάβαζαν εγώ πιστεύω, ίσως λόγω άλλων σειρήνων που χτυπάνε στ’ αφτιά τους τέλος πάντων, οπότε μ’ ενδιαφέρουν κατά κύριο λόγο αυτές οι ηλικίες να γράφω...

Έχουν κυκλοφορήσει εννιά βιβλία για νέους και παιδιά, δύο από αυτά έχουν πάρει το Κρατικό Βραβείο, τα «Χνότα στο Τζάμι» και η «Διαπασών», το βραβείο του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ και συνεχίζω να γράφω, όποτε μπορώ, όποτε έχω ώρα...

Η καταγωγή μου είναι εντελώς από την Πελοπόννησο, δεν ξεφεύγει ούτε ρίζα...

Τώρα ετοιμάζω ένα βιβλίο, τον Ιούνιο θα βγει, που είναι για πιο μικρές ηλικίες και θέλω να γράψω όποτε μπορέσω και μου έρθει η έμπνευση, ένα βιβλίο πάντα της επικαιρότητας, που να βρίσκεται η θεματολογία του στην επικαιρότητα, πάλι για νέους...

Το γράψιμο για τον καθένα είναι κάτι δύσκολο, δεν μπορώ κι εγώ να το ορίσω, τώρα το να απαντήσω κάτι, ξέρω ότι σε κάποια ίσως άλλη φάση της ζωής μου μπορεί να σημαίνει κάτι άλλο, οπότε εξαρτάται και από το άτομο και από την φάση της ζωής του στην οποία βρίσκεται...

...Το βιβλίο το διαλέξαμε μαζί με τα παιδιά. Είναι ένα νεανικό βιβλίο, έντονο, με συγκρούσεις, πολύ ενδιαφέρον, το οποίο δεν το άφησαν ούτε στιγμή, το τέλειωσαν μάλιστα τα περισσότερα μέσα σε μια-δυο μέρες.

Συνέντευξη στο Γιώργο Τουτουδάκη, Ρ/Σ Αγίου Νικολάου - 08 Απριλίου 2011

Κύριε Παπαθεοδώρου, καλή σας μέρα.

Καλημέρα σας, κύριε Τουτουδάκη.

Λοιπόν, για να πω την αμαρτία μου, μέχρι που μιλήσαμε με τους καθηγητές και το σχολείο είχα ακούσει απλά το όνομα, δεν είχα καν αίσθηση του έργου σας, το ομολογώ.

Δεν είναι περίεργο, πολλοί δεν την έχουν αυτήν την αίσθηση στα παιδικά βιβλία και στα εφηβικά. Δεν είναι κάτι κακό.

Ναι, οπότε... και μου έκανε εντύπωση το θέμα που καταπιαστήκατε, γιατί στην Ελλάδα η έννοια της τρομοκρατίας, είτε αντιμετωπίζεται με γηπεδικούς όρους, είτε με όρους άσπρο-μαύρο, ενώ δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα τελικά. Έχω την αίσθηση ότι και στο χώρο αυτό έχουμε μια ιδιαιτερότητα ως χώρα. Πώς αποφασίσατε να καταπιαστείτε με αυτό το συγκεκριμένο θέμα; Μελλοντολογικά μεν, αλλά βλέπω σ’ ένα βαθμό ότι αυτά είναι σημερινά.

Αυτά είναι σημερινά και το βιβλίο τελικά δυστυχώς αποδείχθηκε, απ’ ότι λένε, προφητικό, δεδομένου ότι υπάρχει μέσα δολοφονία παιδιού από αστυνομικές αρχές, για να αναφέρω το Γρηγορόπουλο το 2008. Η έμπνευση μου είχε έρθει από τις τρομοκρατικές επιθέσεις που είχαν γίνει στην Αγγλία το 2005 και τη δολοφονία ενός Βραζιλιάνου συντηρητή τρένων, επειδή τον πέρασαν για τρομοκράτη.

Ναι, τότε στο Λονδίνο που φοβήθηκε και δε σταμάτησε και τον πυροβόλησαν, αν θυμάμαι καλά.

Ακριβώς, ίσως και να μην άκουγε, γιατί φορούσε κουκούλα και οι Άγγλοι αστυνομικοί, από την κουκούλα ορμώμενοι του φώναζαν, δεν άκουγε, τον σκότωσαν. Συν το γεγονός ότι είχαν γίνει, πάλι το 2005, κάποιες ταραχές, επί Σαρκοζί υπουργού εσωτερικών τότε, στη Γαλλία, στα γκέτο του Παρισιού, όπου εισέβαλαν μέσα στα σπίτια των μεταναστών, ή των πολιτών τέλος πάντων, των Γάλλων πολιτών, χωρίς να υπάρχουν εντάλματα, χωρίς να γίνεται κάποια έρευνα, απλά και μόνο επειδή υπήρχαν υποψίες. Αυτά τα δύο γεγονότα με παρακίνησαν στο να γράψω τα «Χνότα στο Τζάμι» με θέμα την τρομοκρατία, προσαρμόζοντάς το βέβαια στα νεανικά, στα εφηβικά δεδομένα.

Το θέμα βέβαια εδώ σηκώνει πολλή συζήτηση κύριε Παπαθεοδώρου. Ναι, έχουμε ένα κομμάτι που σε ένα σημείο το βιβλίο φαίνεται προφητικό, σε σχέση με τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, έχουμε όμως και κάποιες ιδιαιτερότητες εδώ στη χώρα που μας κάνει και αναρωτιόμαστε, αν τελικά η τρομοκρατία είναι αυτό που φαίνεται ή είναι επάγγελμα κατά τη 17 Νοέμβρη, έτσι όπως το ‘δαμε να εξελίσσεται και πού ξεκινά ο μύθος, πού υπάρχει αλήθεια; Τρομοκρατία θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κανείς και με τη έννοια, δολοφονία των τριών ανθρώπων στην τράπεζα μέσα...

Βεβαίως...

Δεν ξέρω, εάν και κατά πόσον είμαστε ακόμα ιστορικά πολύ κοντά για να το αποτιμήσουμε αυτό.

Κοιτάχτε να δείτε, δεν ξέρω αν είμαστε ιστορικά κοντά να το αποτιμήσουμε αυτό, δεδομένου ότι τρομοκρατικές ομάδες υπάρχουν και σήμερα. Απλά θεωρώ ότι είμαστε ιστορικά πίσω, με την έννοια ότι η τρομοκρατία σα φαινόμενο στην Ευρώπη και γενικότερα στον κόσμο, αλλά κατά κύριο λόγο στην Ευρώπη ήταν ένα φαινόμενο της δεκαετίας του ’70, άρχισε και τελείωσε τη δεκαετία του ’70, βίαια τη δεκαετία του ’80. εδώ πέρα άρχισε τη δεκαετία του ’70 και διαρκεί μέχρι σήμερα. Το να λέμε πάντα, για μένα, κατ’ εμέ, ότι είμαστε μία ιδιαίτερη χώρα, σε οποιοδήποτε ζήτημα, για μένα βαυκαλιζόμαστε, ας το πω με τέτοιο τρόπο, δηλαδή θεωρώ ότι καλύτερα να είμαστε μια χώρα η οποία να κοιτά τα προβλήματά της, παρά να ψάχνει άλλοθι ότι είμαστε ιδιαίτερη χώρα, είτε στην οικονομία, είτε ξέρω γω στον τουρισμό, είτε ακόμα και στο θέμα της τρομοκρατίας. Το ζήτημα είναι ότι βεβαίως, όλα αυτά τα τρομοκρατικά κινήματα παγκοσμίως, εννοείται ότι δημιουργήθηκαν με ένα μανδύα επαναστατικό, θα μπορούσε να πει κανείς ίσως και «απελευθερωτικό». Αλλά αυτός ήταν ο μανδύας. Το ζήτημα είναι πού οδηγείται η κοινωνία και πού οδηγούνται οι συνειδήσεις των ανθρώπων πλέον με τις σύγχρονες μορφές τρομοκρατίας. Και οδηγούνται στο φόβο, στο φόβο και στην ανασφάλεια. Και το ζήτημα είναι ότι όλα αυτά τελικά τι εξυπηρετούν; Εξυπηρετούν το φόβο και την ανασφάλεια.

Δεν έθεσα την ερώτηση υπό την έννοια της ιδιαιτερότητας της χώρας αυτής, απλά προσπαθώ κι εγώ ως δημοσιογραφών να κατανοήσω τα τεκταινόμενα γύρω-τριγύρω. Δηλαδή όταν από τη μια κάποιοι νέοι, που δεν ξέρω, οι νεότεροι συλληφθέντες, ας μην τους καταδικάσουμε, μπορεί... ναι, οτιδήποτε, αλλά βγάζουν έξω αυτό που βγάζουν, και αναρωτιέμαι πόσο καταπιεσμένοι μπορεί να είναι. Από την άλλη μεριά ο καταπιεσμένος αστυνομικός που φοβάται ή δεν ξέρω κι εγώ για τη ζωή του σηκώνει το όπλο και σκοτώνει ένα αθώο παιδί...

Βεβαίως...

Από την άλλη, ένας, φαντάζομαι θα το έχετε ακούσει, πριν από μερικά χρόνια, σήκωσε το όπλο του, ένα κυνηγετικό όπλο και σκότωσε πέντε κυνηγούς, επειδή του πάτησαν το τριφύλλι...

Βεβαίως...

Έχω την αίσθηση ότι όλα αυτά είναι σε μεγάλο βαθμό αλληλένδετα, γι’ αυτό λέω, δεν απομονώνω την Ελλάδα, απλά είμαστε κάπως ιδιαίτεροι σα χώρα, και δεν το χρησιμοποιώ σα δικαιολογία, για να πω και να εξηγήσω ίσως ότι, αυτό που λέτε μέσα στο βιβλίο, ότι οι νέοι κάθονται στα κομπιούτερ και απομονώνονται ήδη, αυτό γίνεται ήδη, το φαντάζομαι το έχετε δει, αλλά υπάρχει ένα ερωτηματικό, υπάρχει ένα μεγάλο ερωτηματικό που με βασανίζει και ίσως βασανίζει και άλλους: Γιατί φτάσαμε κατά την άποψή σας ως εδώ;

Σα χώρα, σαν κοινωνία, θα τα πω και τα δύο...

Ναι, ναι...

Σα χώρα και σαν κοινωνία. Και πιστεύω πως δε φτάσαμε μόνο ως εδώ, δεδομένου ότι υπάρχουν και φαινόμενα πριν κάποια χρόνια βίας, ένοπλης βίας, στα σχολεία.

Ναι.

Υπήρχε εδώ πέρα περιστατικό, υπήρχε περιστατικό στην Αττική, όπου ένας σπουδαστής εισέβαλε στο σχολείο με ένα όπλο και καθάρισε κάποια άτομα τέλος πάντων και μετά αυτοκτόνησε. Στην ελληνική κοινωνία, και δε θα το περιορίσω μόνο στην ελληνική κοινωνία, αλλά κατά κύριο λόγο εδώ πέρα υπάρχει τεράστια συσσωρευμένη οργή, αφενός. Υπάρχουν πολλά μιμητικά φαινόμενα και υπάρχει και μεγάλη έλλειψη παιδείας κατ’ εμέ. Όλο αυτό το πράγμα μπορεί να ακούγεται λιγάκι φιλοσοφία και να ακούγεται λιγάκι γενικολογία, αλλά φαντάζομαι ότι το μείγμα αυτό σε μία κοινωνία, η οποία θεωρεί τον εαυτό της προηγμένο και πολιτισμένο, ενώ στην ουσία δεν είναι τόσο πολύ, με την έννοια ότι τα αρχέγονα ένστικτα μπορούν να βγουν ανά πάσα ώρα και στιγμή, το μείγμα αυτό το εκρηκτικό είναι έτοιμο να πυροδοτηθεί σε κάθε δευτερόλεπτο. Ότι παίζει ρόλο η απομόνωση, που αναφέρατε, ξέρω εγώ, με το Ίντερνετ, ότι παίζει ρόλο η αποβλάκωση με την τηλεόραση, ότι παίζει ρόλο η απαξίωση η γενικότερη σε οποιοδήποτε θεσμό και σε οποιοδήποτε είδος εκπαίδευσης και κουλτούρας, αυτά είναι γεγονότα τα οποία δρουν μακροπρόθεσμα, δρουν σε βάθος χρόνου και γενιές μεγαλώνουμε, ας μου επιτραπεί να το πω αυτό, με ψευδή εικόνα. Γενιές μεγαλώνουν χωρίς στόχους, χωρίς ιδανικά και με ένα κυρίαρχο συναίσθημα να τους κατακλύζει, το οποίο είναι αυτό που προαναφέραμε, η ανασφάλεια κι ο φόβος. Και μάλιστα στις μέρες που ζούμε τώρα προστίθενται κι άλλες μορφές τρομοκρατίας, κι άλλες μορφές ανασφάλειας, οι οποίες δεν είναι ένοπλες. Δηλαδή και η οικονομική τρομοκρατία με το πρόσχημα κάποιας οικονομικής κρίσης, υπαρκτής, κυριαρχεί, δηλαδή αυτήν την περίοδο βιώνουμε μια οικονομική τρομοκρατία. Μη μιλήσεις, μην κουνηθείς, γιατί θα χάσεις τη δουλειά σου, δούλευε περισσότερες ώρες, απλήρωτες υπερωρίες, όλα αυτά τα συμπαραμαρτούντα. Ε, αυτό το πράγμα σίγουρα είναι πίεση εσωτερική στην κοινωνία και στον κάθε ένα από εμάς, η οποία ανάλογα και με τον τρόπο που έχει μεγαλώσει ο καθένας και ανάλογα με τον τρόπο που αντιδρά, με την ψυχοσύνθεσή του, μπορεί να βγει σε κάτι επιθετικό.

Ναι και μπορεί να έχει διάφορες μορφές αυτή η λογική επίθεση, βεβαίως. Να σας ρωτήσω, όχι ποια βιβλία αγαπήσατε, αλλά ποια βιβλία σας επηρέασαν όλα αυτά τα χρόνια στο συγγραφικό σας έργο, ή από την εποχή που αρχίσατε να διαβάζετε; Για να κατανοήσω και τούτο δω, ας πούμε.

Ναι. Σα μικρό παιδί με επηρέασαν πάρα πολύ τα Κλασσικά τα Εικονογραφημένα, μου πρόσφεραν εικόνες. Μου πρόσφεραν εικόνες, μαζί με την ιστορία, πάρα πολλά κλασσικά έργα τον Ιβανόη, τον Μόμπυ Ντικ τα είχα γνωρίσει μέσα από τα Κλασσικά Εικονογραφημένα, κάποια τα διάβασα και σε βιβλίο αργότερα. Ήμουν παλιότερα λάτρης της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας, δηλαδή του Στάινμπεκ. Θεωρώ ότι με έχει επηρεάσει πάρα πάρα πολύ ο «Άρχοντας των Μυγών» του Ουίλιαμ Γκόλντινγκ, ενός άγγλου συγγραφέα που είχε πάρει Νόμπελ το 1983, ο «Φύλακας στη Σίκαλη» του Σάλιντζερ...

Ναι.

Εκεί κλίνω, δηλαδή αυτό είναι ο τύπος και το στυλ γραφής που μου πηγαίνει, δηλαδή ενήλικες ιστορίες ιδωμένες από μία νεανική ή εφηβική ματιά.

Πάντως από τα λίγα που κατάλαβα για το βιβλίο σας, θα μπορούσε να πει κανένας ότι σας έχει επηρεάσει κι ο Όργουελ σε ένα βαθμό.

Α, βέβαια, εννοείται με έχει επηρεάσει. Κοιτάχτε οι επιρροές είναι κάτι, το οποίο, ίσως είναι πιο σωστό να το κρίνουν οι άλλοι. Όταν γράφεις κάτι και σου βγαίνει κάτι στο χαρτί, στην οθόνη του υπολογιστή, ενδεχομένως να νομίζεις ότι είναι δικιά σου πρωτογενής η σκέψη και στην ουσία να μην είναι. Να είναι μία επήρεια, ένας επηρεασμός από άλλους συγγραφείς, ένα κράμα τέλος πάντων, μία μίξη που να βγαίνει. Αυτό άλλωστε είναι κι ο ορισμός της διακειμενικότητας, κάποια στοιχεία έρχονται, είτε γλωσσικά, είτε θεματολογικά, είτε υφολογικά και μπαίνουν μέσα στο βιβλίο κάποια στοιχεία άλλων συγγραφέων, άλλων κειμένων.

Ναι, και κάποιες έννοιες και κάποιες λογικές.

Ακριβώς.

Βεβαίως, οπότε τι έχετε σκοπό να κάνετε στον Άγιο Νικόλαο πέρα από το να παρουσιάσετε τα «Χνότα στο Τζάμι»;

Στον Άγιο Νικόλαο, κι ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ το Λύκειο που με προσκάλεσε, θα μιλήσω αύριο 7-9 το απόγευμα, είναι μία ανοιχτή συγκέντρωση, τα παιδιά του Λυκείου έχουν διαβάσει το βιβλίο, τους έχει αρέσει πολύ, μου ‘παν δηλαδή ότι το διάβαζαν και στο διάλειμμα, θυσίαζαν το διάλειμμα για να διαβάσουν το βιβλίο. Πιστεύω ότι θα έχουμε μία πολύ καλή κουβέντα, μία πολύ καλή συζήτηση με τα παιδιά, κι όχι μόνο με τα παιδιά, εννοείται και με όσους γονείς ή άλλους ενήλικες ενδιαφερθούν και έρθουν, τους προσκαλώ όλους, θα έχουμε μια πολύ καλή συζήτηση, όχι μόνο πάνω στο βιβλίο. Δεν είναι δηλαδή… η εκδήλωση μπορεί να έχει ως πρόσχημα το βιβλίο, δε θα περιοριστεί στο βιβλίο, θα ανοιχτεί σε μία γενικότερη συζήτηση για θέματα που αφορούν στη λογοτεχνία, για προβλήματα που αφορούν στους νέους και στους εφήβους, πώς αυτοί τα βιώνουν στην καθημερινότητά τους.

Οπότε λοιπόν, το Σάββατο το βράδυ, στην αίθουσα του Επιμελητηρίου Λασιθίου στον Άγιο Νικόλαο θα αντιμετωπίσετε παιδιά και γονείς και τα παιδιά θα παίξουν κάποια κομμάτια, αν έχω καταλάβει καλά, από το βιβλίο;

Αυτό, φαντάζομαι, ότι μου το φυλάνε σαν έκπληξη. Αυτό θα το δω κι εγώ.

Κύριε Παπαθεοδώρου, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Εγώ σας ευχαριστώ.

Γεια σας.

Γεια σας.

Συνέντευξη στο Θάνο Κορομπύλια, στο Ρ/Σ Λατώ FM - 08 Απριλίου 2011

Στην εισαγωγή της σημερινής μας εκπομπής, λίγο μετά τις 8.00, σας ανάφερα ότι το απόγευμα του Σαββάτου, θα γίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση στο Εμπορικό Επιμελητήριο του Αγίου Νικολάου, σχετικά με την παρουσίαση ενός βιβλίου, που έχει να κάνει παρακαλώ πάρα πολύ, με ένα μυθιστόρημα που είναι αστυνομικό, καλά αυτό δεν είναι και τίποτα σπουδαίο, υπάρχουν εκατοντάδες αστυνομικά μυθιστορήματα, είναι όμως ένα νεανικό αστυνομικό μυθιστόρημα. «Χνότα στο τζάμι» ο τίτλος του, ο συγγραφέας του είναι ο κύριος Βασίλης Παπαθεοδώρου και η εκδήλωση αυτή έχει προγραμματιστεί κι έχει διοργανωθεί από το 2ο Γενικό Λύκειο του Αγίου Νικολάου. Πάρα πολύ σημαντική πρωτοβουλία... Στην τηλεφωνική μας γραμμή έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε τον κύριο Βασίλη Παπαθεοδώρου.
Κύριε Παπαθεοδώρου, καλή σας μέρα.

Καλή μέρα σας και σε σας.

Θα σας έχουμε βέβαια αύριο εδώ κοντά μας στον Άγιο Νικόλαο, όμως δράττομαι της ευκαιρίας, αφού σας έχουμε τηλεφωνικά, να σας ρωτήσω τελικά, αυτό το μυθιστόρημα, που είναι νεανικό μυθιστόρημα, πώς μπορεί κι αγγίζει τους ανθρώπους που είναι στην ηλικία αυτή και κάνει τα παιδιά να δημιουργούν εκδηλώσεις, να διαβάζουν από το βιβλίο και να το παρουσιάζουν με ένα διαφορετικό τρόπο, όπως ακριβώς θα γίνει και το απόγευμα αύριο;

Καταρχήν πιστεύω ότι το δυνατό σημείο του μυθιστορήματος αυτού είναι η δράση, μία συνεχής δράση, που στην ουσία ανεβάζει την αδρεναλίνη των αναγνωστών και μπορεί να ταυτιστεί με τους νεαρούς αναγνώστες. Οι ήρωες του βιβλίου είναι επίσης νεαροί, ως επί το πλείστον και βεβαίως τα θέματα, τα οποία πραγματεύεται αυτό το βιβλίο, τα οποία είναι η τρομοκρατία, η ανασφάλεια, ο φόβος, οι ψεύτικες διαπροσωπικές σχέσεις, είναι κάτι το οποίο το συναντάνε στην καθημερινότητά τους οι έφηβοι και οι νέοι.

Οπότε έχει να κάνει με τα βιώματα που έχουν τα ίδια τα παιδιά, της ηλικίας αυτής, που όμως σαφώς πιστεύω κύριε Παπαθεοδώρου, αγγίζει κι άλλες ηλικίες, γιατί και εμείς έχουμε περάσει από την εφηβεία και θέλουμε να ξέρουμε σήμερα πώς την αντιλαμβάνονται τα παιδιά, αλλά και νεότερα παιδιά, τα οποία βλέπουν τον κόσμο για λίγο αργότερα.

Βεβαιότατα, κοιτάτε να δείτε... το μυθιστόρημα δεν έχει θεματολογία εφηβική ή νεανική, παιδική ας το θέσουμε έτσι. Το μυθιστόρημα έχει θεματολογία ενήλικη. Απλά ο τρόπος γραφής, το στυλ της γραφής η δράση, ταιριάζουν πιο πολύ σε εφήβους και σε νέους. Συνεπώς αυτό το μυθιστόρημα μπορεί να το διαβάσει ο οποιοσδήποτε είναι ευαισθητοποιημένος ή τον ενδιαφέρουν αυτά τα ζητήματα, τα οποία πραγματεύεται.

Αν μη τι άλλο κύριε Παπαθεοδώρου, το γεγονός και μόνο ότι τα παιδιά της εφηβείας ασχολούνται με ένα βιβλίο, το διαβάζουν, θα το διαβάσουν στο κοινό αύριο το απόγευμα στην εκδήλωση, θα τραγουδήσουν για το βιβλίο αυτό και παίρνουν ερεθίσματα από ένα βιβλίο, είναι σημαντικό διότι αφήνει το δικαίωμα στα παιδιά να είναι κοντά στον πολύτιμο φίλο μας που είναι το βιβλίο αν μη τι άλλο.

Έχετε απόλυτο δίκιο σ’ αυτό. Κοιτάτε να δείτε η επιβράβευση και η χαρά ενός συγγραφέα είναι αν καταφέρει να αγγίξει με κάποιο βιβλίο του έστω ένα παιδί και να το σπρώξει προς τη χαρά της ανάγνωσης. Μου ‘χει συμβεί κάποιες φορές αυτό, δηλαδή έχω πάει σε σχολεία, παιδιά τα οποία δεν έχουν ξαναπιάσει ποτέ βιβλίο στη ζωή τους, τους άρεσε ένα βιβλίο και μετά συνέχισαν και πήγαιναν στη δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου τους και ζήταγαν κι άλλα, κι άλλα βιβλία. Αυτό είναι η τεράστια ηθική χαρά, την οποίαν αποκομίζει, την οποίαν έχει μετά ο συγγραφέας, δηλαδή δικαιώνεται κάπως ο ρόλος του.

Όταν τα ίδια τα παιδιά κύριε Παπαθεοδώρου μιλούν για το βιβλίο αυτό, ποια είναι τα βασικότερα μηνύματα τα οποία θεωρείτε ότι έχουν πάρει διαβάζοντάς το;

Βασικά το κυριότερο μήνυμα, πέρα από το ζήτημα της τρομοκρατίας, του φόβου και της ανασφάλειας, το οποίο είναι και το κυρίαρχο ζήτημα αυτού του βιβλίου, είναι τα ζητήματα των σχέσεων, της φιλίας, το ότι εμπιστεύεσαι άτομα, τα οποία στην ουσία δεν είναι άξια εμπιστοσύνης και ενδεχομένως να σε προδώσουν και θα σε προδώσουν σε κάποια στιγμή, αυτό είναι ένα θέμα βεβαίως, το οποίο παίζει πάρα πολύ στην εφηβεία και στη νεανική ηλικία, καθώς επίσης και το ζήτημα της ανασφάλειας, δηλαδή τα παιδιά βλέπουν ότι και ο κόσμος των ενηλίκων, έχει παρόμοια αντιμετώπιση, δηλαδή νιώθει φόβο και νιώθει κι ανασφάλεια.

Μάλιστα. Πάντως κύριε Παπαθεοδώρου εύλογα γεννάται το ερώτημα σε όλους μας το «πώς ασχοληθήκατε με το θέμα της τρομοκρατίας», αναφερόμενος στα παιδιά, στις νεότερες ηλικίες, το ίδιο το θέμα της τρομοκρατίας τρομάζει ακόμα κι όλους εμάς τους ενήλικες.

Κοιτάχτε, το θέμα της τρομοκρατίας... Δεν ασχολήθηκα με το θέμα της τρομοκρατίας. Το θέμα της τρομοκρατίας είναι απλά η βάση, η οποία μου έδωσε μία αφετηρία για τη μυθοπλασία. Κι εγώ σαν πολίτης δέχομαι ερεθίσματα, ακούω, διαβάζω στις εφημερίδες, στο Ίντερνετ, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, απ’ οπουδήποτε, κάποια στοιχεία έρχονται και δένουν και μετουσιώνονται σε πλοκή ενός βιβλίου κι ένα από αυτά τα στοιχεία είναι το θέμα της τρομοκρατίας. Δεν είναι αποκλειστικά ένα βιβλίο για την τρομοκρατία, δηλαδή δεν θίγονται φιλοσοφικά ή πολιτικά ζητήματα ή κοινωνικά ζητήματα με την τρομοκρατία. Στην ουσία είναι ένα βιβλίο για τρομοκρατημένους ανθρώπους.

Μάλιστα. Πάντως κύριε Παπαθεοδώρου είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι ένας συγγραφέας, γιατί δεν έχετε γράψει μόνο το βιβλίο αυτό, έχετε γράψει κι άλλα βιβλία, ασχολείται με τη νεολαία, ασχολείται με τα παιδιά που βρίσκονται σε αυτήν την πολύ κρίσιμη φάση της ζωής τους και τι είναι αυτό, το οποίο σας κάνει να θέλετε να γράψετε βιβλία που αφορούν κυρίως στην ηλικία αυτή των ανθρώπων;

Ναι, αυτό είναι ένα ερώτημα το οποίο είναι σχετικά δύσκολο. Φαντάζομαι ότι κατά κάποιον τρόπο βιώνω ίσως κι εγώ μία δεύτερη εφηβεία, ας το θέσω έτσι. Ξαναπερνώ τα γυμνασιακά και τα λυκειακά μου χρόνια, αυτό βεβαίως είναι μία πολύ εσωτερική διεργασία.

Μακάρι όλοι μας να το κάναμε αυτό και να ήταν και με μεγάλη διάρκεια αυτή η επαναφορά στην ηλικία εκείνη.

Βεβαίως.

Πιστεύω θα μας βοηθούσε σε πολλά ζητήματα. Πείτε μου...

Τώρα, όταν γράφω σα συγγραφέας, κατά κύριο λόγο γράφω βιβλία, τα οποία να αρέσουν πρώτα σε μένα, δηλαδή να είμαι ευχαριστημένος με αυτό που εγώ έκανα, τόσο από πλευράς θεματολογίας, όσο κι από πλευράς τεχνικής και χειρισμών. Συνεπώς δε γράφω αποκλειστικά... δε θα κάτσω να ψάξω ένα θέμα το οποίο αποκλειστικά να κολλάει στους έφηβους ή στους νέους. Θα κάτσω να ψάξω ένα θέμα, ή θα μου ‘ρθει ένα θέμα, το πιο σωστό, το οποίο θα εκφράζει εμένα και θα το μεταφέρω σε πιο νεανικές καταστάσεις.

Μάλιστα. Κύριε Παπαθεοδώρου γίναμε μάρτυρες τα τελευταία χρόνια γεγονότων που είχαν συμμετοχή από νέους, από έφηβους στην Αθήνα, με τα γεγονότα και το θάνατο του πολύ καλού... μετά το θάνατο του φίλου μας του Αλέξανδρου... ποια πιστεύετε ότι είναι τελικά η εικόνα, το προφίλ του σημερινού έφηβου στη Ελλάδα του 2010 και 2011;

Το προφίλ του σημερινού έφηβου... είναι ένας έφηβος ο οποίος στην ουσία, όπως και όλη η κοινωνία δεν ξέρει πού πατά και πού βρίσκεται. Προσπαθεί να γραπωθεί από κάπου, αλλά δεν ξέρει τι είναι αυτό το οποίο θα τον βοηθήσει. Κυριαρχεί τεράστια ανασφάλεια κι αυτό το οποίο μπορούμε να κάνουμε οι καθηγητές, οι δάσκαλοι, οι συγγραφείς είναι να δώσουμε ορισμένες εναλλακτικές λύσεις τρόπων χειρισμού των καταστάσεων. Μέσα από το βιβλίο αυξάνεται η κριτική ικανότητα του οποιουδήποτε ανθρώπου, συνεπώς άμα τους προτείνεις, όχι τους προτρέπεις να κάνουν, αλλά τους προτείνεις κάποιες εναλλακτικές λύσεις, με την κριτική τους ικανότητα ενδεχομένως να στραφούν σε κάποια από αυτές, δηλαδή πρέπει να τους προτείνουμε εμείς διέξοδο, με τον τρόπο μας. Αλλά τα προβλήματα της νεολαίας και της εφηβείας, δε θα σταθώ να πω τώρα ναρκωτικά και τέτοια, αυτά υπήρχαν πάντα, είναι το τεράστιο ζήτημα της ανασφάλειας και του φόβου.

Μάλιστα. Κι αυτό γίνεται βίωμα όσο περνάει ο καιρός και θέλουμε να μην γίνει συνήθεια και μην μεγαλώσει τελικά ένας άνθρωπος και αποδειχθεί ότι παραμείνει μ’ αυτό και στην ενήλικη ζωή του.

Ακριβώς, ακριβέστατα. Συμφωνώ απόλυτα.

Πολύ ωραία. Κύριε Παπαθεοδώρου σίγουρα θα έχουμε να ακούσουμε πολλά ενδιαφέροντα πράγματα αύριο το απόγευμα από εσάς στην αίθουσα του Επιμελητηρίου. Ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτή τη ραδιοφωνική σας παρουσίαση στο δικό μας το ραδιόφωνο. Να ‘χετε μια καλή μέρα και θα τα πούμε και αύριο από κοντά, ελπίζω στην αίθουσα του Επιμελητηρίου.

Μακάρι, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Να είστε καλά. Καλημέρα.

Γεια σας.

Χάρηκα.

Συνέντευξη στους Θανάση Λάλα και Κωνσταντίνο Μπογδάνο, Flash 96 - 01 Μαρτίου 2011

Δεν ξέρουμε πώς μας ήρθε σήμερα. Πραγματικά ήταν σαν μιας μικρής αξίας έμπνευση να μιλήσουμε για τα παιδικά βιβλία, να μιλήσουμε για τα Κρατικά Βραβεία Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου, γιατί πιστεύουμε ότι από κει ξεκινά το πράγμα, δηλαδή κι εμείς οι ίδιοι όταν κάνουμε αυτήν την επιστροφή σ’ αυτόν τον μεγάλο κόσμο των βιβλίων, αυτή τη μεγάλη παρέα των βιβλίων, βλέπουμε ότι σε μια ηλικία έχουμε ξεκινήσει να διαβάζουμε πράγματα, σπουδαίους συγγραφείς, που αν θέλετε, αν δεν είχαμε πέσει πάνω σε αυτούς τους συγγραφείς, ίσως μετά να μη συνεχίζαμε την ανάγνωση, να μην συνεχίζαμε. Έτσι δεν είναι;

Και τις αφηγήσεις δηλαδή που θυμόμασταν από την παιδική μας ηλικία. Τις προάλλες επειδή το συζητούσαμε αυτό το πράγμα ως αφορμή της σημερινής κουβέντας και θυμάσαι που λέγαμε τι είμαστε αν δεν είμαστε το παραμύθι της γιαγιάς, αν δεν είμαστε οι τόμοι του Ιουλίου Βερν στην παλιά βιβλιοθήκη του θείου που βρήκαμε και κατεβάσαμε.

Τώρα δε είναι πολύ πιο αναγκαίο το παιδικό βιβλίο. Από τη στιγμή που σιγά-σιγά οι οικείοι, αν θέλετε οι αφηγητές του σπιτιού σιγά-σιγά εκλείπουν. Δηλαδή τώρα πια η γιαγιά, ο παππούς, σπάνια είναι ο αφηγητής, είναι ο άνθρωπος ο οποίος μας διηγείται ιστορίες...

Έχει γίνει παραμυθάς του σπιτιού το χαζοκούτι. Βέβαια από την άλλη έχει σημασία ότι οι παιδικές εκδόσεις αποτελούν το πιο δυναμικό τμήμα της αγοράς του βιβλίου.

Βεβαίως.

Από την άλλη αυτό όμως είναι πάντοτε καλό σε μία εποχή συνδρόμου Χάρι Πότερ;

Έλα ντε.

Δηλαδή μαζικότητα, μαζικότητα, μαζικότητα και μεγάλα καταναλωτικά προϊόντα ακόμα και σε αυτό το χώρο που ουσιαστικά είναι ένα ποτιστήρι για την παιδική ψυχή και παιδική ψυχή είναι και το μέλλον μας;

Ας είναι αυτή η αρχή της κουβέντας μας με το Βασίλη Παπαθεοδώρου, ο οποίος κύριος Βασίλης Παπαθεοδώρου είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Στη Διαπασών», που βραβεύτηκε επίσης με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού βιβλίου. Κύριε Παπαθεοδώρου, καλή σας μέρα.

Καλημέρα σας κύριε Λάλα και κύριε Μπογδάνο και καλό μήνα.

Χαίρομαι πάρα πολύ που είστε στην τηλεφωνική μας γραμμή και θα θέλαμε να ξεκινήσουμε με την ερώτηση που λίγο ως πολύ το έθεσε ο Κωνσταντίνος, δηλαδή τι σημαίνει να γράφεις βιβλία σε μία εποχή που είναι η εποχή του Χάρυ Πότερ;

Κοιτάχτε να δείτε, εγώ θα ξεκινήσω από αυτό που είχατε πει εσείς στην πρώτη πρότασή σας, δηλαδή ότι από το παιδικό βιβλίο ξεκινάνε όλα. Το ζήτημα είναι να μη σταματάνε όλα στο παιδικό βιβλίο, γιατί παρατηρείται ένα χάσμα, τουλάχιστον ηλικιακό, τα παιδιά μέχρι και τέλος Δημοτικού αγοράζουν βιβλία ή τους τα αγοράζουν τέλος πάντων οι γονείς τους και μετά στο Γυμνάσιο-Λύκειο τα παρατάνε εντελώς, δεν ασχολείται κανείς με το βιβλίο.

Ναι.

Υπ’ αυτήν την έννοια ο Χάρι Πότερ για μένα, άσχετα από τη λογοτεχνική του αξία κάνει καλό, βάζει κόσμο στα βιβλιοπωλεία, βάζει κόσμο που μπορεί να αναρωτηθεί αν υπάρχουν κι άλλα βιβλία.

Γιατί πουλάει τόσο πολύ στα παιδιά;

Να σας πω την αλήθεια έχω αναρωτηθεί κι εγώ, γιατί υπάρχουν και αντίστοιχοι «Χάρι Πότερ» ή αντίστοιχα βιβλία «Twilight» και στα ελληνικά, γράφονται και τέτοια, έτσι με βαμπίρ και δράκουλες που είναι πιο πολύ της μόδας ίσως από το Χάρι Πότερ. Τα ελληνικά βιβλία δεν έχουν μεγάλη επιτυχία όσο τα ξένα. Πιστεύω ότι πουλάει τόσο πολύ και η μία σειρά και η άλλη, πρώτα απ’ όλα γιατί είναι πρωτοπόρες στο είδος τους, έχουν δημιουργήσει ένα κοινό και αφέ τρίτου είναι και ζήτημα μόδας πλέον, έτσι;

Ναι.

Ο Χάρι Πότερ, όπως και αυτά τα βιβλία με τους βρυκόλακες και τα βαμπίρ, πίσω τους βρίσκεται μία ολόκληρη βιομηχανία, η οποία για τους έλληνες συγγραφείς είναι κάτι άγνωστο. Υπάρχει τεράστιο μάρκετινγκ, δηλαδή ο Χάρι Πότερ είναι μία αυτόνομη οντότητα, όπως και η Ρόουλινγκ είναι μία αυτόνομη οντότητα που την κυνηγάνε, ας πούμε, οι δημοσιογράφοι, έτσι; Το ένα υποβοηθά το άλλο. Κάτι τέτοιο στα ελληνικά μεγέθη είναι αδύνατο να υπάρξει.

Επειδή στο προηγούμενο μισάωρο μιλάγαμε για το πετρέλαιο και για τις χώρες, οι οποίες παράγουν πετρέλαιο, αέριο κι όλα αυτά τα πράγματα και είναι ισχυρές χώρες στον κόσμο αλλά όμως συνδυάζεται αυτό με τη φτώχεια και του ίδιου του λαού τους. Μήπως τελικά όλη αυτή η βιομηχανία, ας πούμε, του βιβλίου, που παρουσιάζεται αυτή τη στιγμή, που τη βλέπουμε να καθρεφτίζεται στο Χάρι Πότερ και σε άλλα πράγματα αντίστοιχα μ’ αυτά, σημαίνει πλούτος μιας βιομηχανίας, πλούτος αν θέλετε ενός χώρου, ενός κλάδου ας πούμε, αλλά φτώχεια των ίδιων των ανθρώπων που διαβάζουν;

Κοιτάχτε, δε θα ισχυριστώ ότι ο οποιοσδήποτε διαβάζει ένα βιβλίο, έχει φτώχεια. Το ξέρω ότι δεν το ισχυρίζεστε κι εσείς, δεν είναι αυτό το ζήτημα.

Όχι βέβαια.

Ε, εννοείται αυτό. Ότι υπάρχει μία βιομηχανία, τουλάχιστον έξω από την Ελλάδα, στο εξωτερικό, αυτό είναι δεδομένο. Ότι οι άνθρωποι αγοράζουν τα βιβλία και τα παιδιά, για να ξεφεύγουν ή για να υποβοηθούνται στα όνειρά τους, αυτό είναι δεδομένο. Αλλά το ζήτημα είναι ότι πέρα από αυτό, καλό ή κακό βιβλίο, για μένα, ίσως να μην έχει τόσο μεγάλη σημασία. Το ζήτημα είναι ότι είναι βιβλίο, δηλαδή το βιβλίο ίσως είναι η μόνη τέχνη με την οποία μπορεί κάποιος να πλάσει την κριτική του ικανότητα, δηλαδή να πει «α, διάβασα το προηγούμενο βιβλίο, αυτό δεν είναι τόσο καλό σαν το προηγούμενο». Με την τηλεόραση δε συμβαίνει αυτό το πράγμα, ή με το σινεμά. Δηλαδή το βιβλίο από μόνο του είναι μέσο που εκπαιδεύει, έτσι; Τώρα, άμα συζητήσουμε βέβαια για κάτι βιβλία που έρχονται και στην ελληνική αγορά, τα οποία είναι κινέζικα, μεταφράσεις κινέζικες, δεμένα στην Κίνα, σελιδοποιημένα, εικονογραφημένα, με φρου φρου κι αρώματα και με, ξέρω γω, μπαλαρίνες και γοργόνες και νεράιδες κι έρχονται μαζικότατα και στην ελληνική αγορά, όπως και σ’όλη την ευρωπαϊκή, θα πω παγκόσμια αγορά, έχουν κατακλύσει την παγκόσμια αγορά, έτσι, δεν υπάρχει καν συγγραφέας σ’ αυτό…, αυτό είναι εντελώς βιομηχανικό προϊόν, βιομηχανοποιημένο προϊόν, αμφίβολης ή μηδαμινής λογοτεχνικής αξίας και η μόνη αξία ίσως την οποίαν έχουν τέτοιου είδους βιβλία, είναι ότι αργά ή γρήγορα ο αναγνώστης τους θα μάθει και θα τα αρνηθεί.

Θα ήθελα να σας κάνω μία ερώτηση «λαλική».

Αυτό το φοβάμαι λιγάκι.

Πιο πριν μιλούσαμε με το Μάνο Κοντολέων… φυσικός στη σπουδή του. Εσείς, Μεταλλουργός-Χημικός Μηχανικός...

Μάλιστα.

...Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, μεταπτυχιακά Διοίκηση Επιχειρήσεων… Τι είναι αυτό, το οποίο σας έκανε να γράψετε παιδικά βιβλία;

Το τι είναι αυτό, είναι μία ερώτηση πάρα πολύ δύσκολη, δηλαδή κι εγώ θα... ίσως να μην έβρισκα κι απάντηση, για να πω τι είναι αυτό, δεδομένου ότι αρχίζεις σαν μία ανάγκη, έχεις κάποιες σκέψεις, κάποιες ιδέες, λες «δεν κάθομαι να τις γράψω;», έχεις και ώρα, έχεις άπλετο χρόνο, τουλάχιστον κατά το παρελθόν ίσχυε αυτό το πράγμα. Όσο προχωράς όμως, βλέπεις ότι αλλάζουν οι ανάγκες σου, δηλαδή στην αρχή λες «έχω μια ανάγκη, να κάτσω να γράψω κάτι». Κάθεσαι και το γράφεις. Ικανοποιείς αυτή σου την ανάγκη. Μετά έχεις μία ανάγκη να το εκδώσεις αυτό το κάτι, έτσι; Περνάμε σε δεύτερο στάδιο. Μετά, ενδεχομένως, να πάρει καλές κριτικές ή να πουλήσει ή να βραβευθεί ή το οτιδήποτε. Δηλαδή το «γιατί» σε έναν καινούριο συγγραφέα ή σε έναν συγγραφέα πολυετίας ή σε έναν συγγραφέα μέσου επιπέδου είναι εντελώς διαφορετικά. Για μένα, εγώ το κάνω κατά κύριο λόγο επειδή είμαι ευχαριστημένος εγώ με τον εαυτό μου, με τα δικά μου στάνταρντς. Δηλαδή γράφω κάτι και λέω «α, ωραία τα κατάφερα», μπορεί αυτό το κάτι να μην αρέσει σε κανέναν. Αυτό δε με ενδιαφέρει τόσο πολύ, γιατί μου έδωσε τη χαρά να ικανοποιηθώ με κάτι που έκανα μόνος μου.

Σημαντικότερες οι επιλογές ή οι επιρροές σας;

Οι επιλογές, θα έλεγα. Τις επιρροές δεν μπορείς πάντα να τις ορίζεις, ούτε και μπορείς πάντα να τις καταλάβεις. Δηλαδή θεωρώ ως μεγάλη επιρροή για μένα το Γουίλιαμ Γκόλντινγκ, τον Άρχοντα των Μυγών, που είχα διαβάσει σε γυμνασιακή ηλικία. Τις επιρροές δεν μπορείς πάντα να τις καταλάβεις, απλά σου προκύπτουν, τις έχεις θαμμένες μέσα σου και κάποια στιγμή έρχεται η ώρα να τις αποτυπώσεις, να τις βγάλεις στο χαρτί, στην οθόνη του υπολογιστή, αλλά δεν καταλαβαίνεις ακριβώς από πού προέρχονται.

Ένας τρόπος για να δώσετε το μήνυμά σας σε αυτόν τον κόσμο στον οποίο ζούμε, θα ήταν να βάλετε αυτό που πραγματικά πιστεύετε «Στη Διαπασών». Τι θα βάζατε «Στη Διαπασών» αυτή τη στιγμή;

Ναι. Τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως φαίνονται, ο καθένας… Καταρχήν δε μ’ αρέσει να δίνω μηνύματα, διότι πιστεύω ότι στα βιβλία ο καθένας παίρνει ότι θέλει αυτός, ότι θέλει ο ίδιος. Ας είναι ευχαρίστηση, που είναι πάρα πολύ σημαντικό, ας είναι και κάποια μηνύματα. Θα έλεγα ότι μ’ αρέσει να γράφω, να κάνω storytelling, να λέω ιστορίες, οι οποίες να έχουν μέσα κρυμμένα μηνύματα, για μένα, τα οποία δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά, κατ’ανάγκη με τα μηνύματα, τα οποία εισπράττει ο άλλος, αλλά το ζήτημα είναι ότι τίποτα δεν είναι καλό ή κακό, αυτούσια καλό ή κακό. Το καλό κρύβει μέσα του το κακό, το κακό κρύβει μέσα του το καλό, και πρέπει να είμαστε πολύ κριτικοί απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις που μας περιβάλλουν.

Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ που δεχτήκατε να μιλήσετε στην εκπομπή μας.

Εγώ σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Συγχαρητήρια για το Βραβείο.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Το βιβλίο σας είναι «Στη Διαπασών», είναι από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Πράγματι αξίζει να το διαβάσουν οι πιτσιρικάδες και οι μεγαλύτεροι. Ας είναι επιλογή των γονιών τους. Σας ευχαριστούμε πολύ.

Εγώ σας ευχαριστώ, καλή συνέχεια.

Να είστε καλά.

Γεια σας.

Συνέντευξη στη Χριστίνα Καρατζά, German Culture, στον On Air 104,4 - 02 Μαΐου 2010

Guten Abend Frau Karatzas, vielen Dank fuer dieses Gespraech. Ich bitte um Entschuldigung, denn fuer viele Jahre hab’ ich kein einziges deutsches Wort ausgesprochen, so einige Ausdrucksfehler sind unvermeidlich.

1. Sie beschäftigen sich mit sehr wichtigen gesellschaftlichen Problemen wie zum Beispiel Gewalt, Terrorismus, Rassismus, Umweltzerstörung, Technologiegebrauch und andere.Wie schwierig ist es über solche Themen, durch Bücher für Jugendliche und Kinder zu sprechen?

Zuerst soll ich betonen, dass man fuer Kinder kindlich und nicht kindisch schreiben soll. Also es haengt nicht von der Thematik, sondern von der Art des Schreibens ab. Das habe ich immer im Kopf, wenn ich mich mit solchen Themen beschaeftige. Der heutige Jugendliche ist heutzutage mehr informiert, als wir frueher waren. Das heisst aber nicht, dass er unbedingt besser informiert ist. Der Autor soll hier als eine Art „Filter“ dienen, bestimmte Aspekte beleuchten und natuerlich man soll dem Jugendlichen den Rahmen geben, seine eigene Kritik formulieren zu koennen. Diese Themen sind Teil unseres Alltagslebens, es waere mindestens laecherlich, wenn ich diese Problematik missachtete. Fuer mich ist schwieriger, die richtige Geschichte zu finden, in der diese Themen erscheinen und sie nachher so zu erzaehlen, dass sie gleichzeitig interessant und spannend fuer einen Jugendlichen ist. Aber diese Schwierigkeit macht mir den ganzen Prozess ebenso interessant und spannend.

2. In Ihrem letzten Buch "ΣΤΗ ΔΙΑΠΑΣΩΝ" sprechen Sie auch über gewinnen und verlieren. Sagen Sie uns etwas darüber.

Hier wuerde ich Ihnen besser eine Geschichte erzaehlen. Vor ungefaehr 2 Monaten habe ich eine Privatschule in Peiraeus besucht. Ich bekam eines Tages eine Einladung per Internet (per facebook besser) von einem 14-jaehrigen Schueler. Alexandros, so heisst er, geht in die 8. Klasse. Er schrieb mir, dass sich die Schueler und Lehrer, mit meinem Buch „Hnota sto Tzami“ beschaeftigten. Sie haben das Buch in der Klasse gelesen, das Buch hat ihnen sehr gefallen und sie wollten den Autor kennenlernen. Das hat mir einen sehr grossen Eindruck gemacht, also es ist ungewoehnlich, dass ein Schueler von sich selbst den Mut hat, einen Schriftsteller einzuladen. Ich fragte seine Klassenlehrerin nach ihm. Er war nicht nur der allerschlechteste Schueler der Klasse, sondern auch der unruhigste. Er wechselte staendig die Schulen, denn kein Schulleiter wollte ihn haben, sein Vater hat die Familie verlassen, und sein 20-jaehriger Bruder liegt seit langem, schwerverletzt im Bett, wegen eines Autounfalls. Das Leben war gar nicht so nett ihm gegenueber. Alexander konnte sehr leicht ein Looser werden, und das waere feur ihn ein ganz natuerlicher Vorgang vielleicht. Seine Entscheidung war aber, Buecher zu lesen, Geige zu spielen, also mit einem Wort gegen sein Schicksal zu kaempfen, sein Leben verbessern zu versuchen. Also, hier hab’ ich nichts Weiteres zu sagen, die Geschichte spricht von alleine. Alle Menschen haben ihre ups and downs, leichtere und schwerere Tage, der Kampf und der Versuch machen den Unterschied.

3. Ihrer Meinung nach, die finanzielle Krise hat auch den Literaturbetrieb beeinflusst?

Wenn man sozusagen oekonomisch spricht, dann soll man fuer die Literatur den Begriff langfristige Investition benutzen. Ich glaube, dass ja, Buecher sind eine Investition fuer den Menschen. Die heutige Mentalitaet aber leider hilft dieser Investition nicht. Die heutige Jugend liest nicht und das ist total unabhaengig von der Krise. Ein Buch kostet weniger als eine Eintrittskarte eines Nachtclubs. Die Krise soll kein „Alibi“ sowohl fuer den Literaturbetrieb, als auch fuer die eventuellen Leser sein. Ein Buch hat einen billigen Preis, aber einen teuren Wert, und das wird fuer immer gelten.

4. Die Jugendliche, die Kinder sind ein "leichtes" oder ein "schwieriges" Publikum? Und warum?

Das weiss ich noch nicht. Manche behaupten, Kinder seien ein schweres Publikum, denn sie wuerden sich leichter langweilen. Andere, dass sie ein leichtes Publikum seien, weil man einfachere Begriffe und Beschreibungen benutzen wuerde. Fuer mich sind die Leser vor allem ein Publikum, das ich sowieso respektieren soll. Aber wissen Sie, diese Frage ist eine Falle fuer mich. Ich bevorzuge, frei zu schreiben, ohne an mein eventuelles Publikum zu denken. Die heutigen Jugendlichen, die aufs Gymnasium gehen, aendern sich von Tag zu Tag, ihre Mentalitaet, ihr Koerper, ihre Denkweise usw... Auf der anderen Seite, die Kinder der Grundschule, sind mehr homogen als Publikum. Eine andere Falle ist, dass es zu einer “naiven” Schriftsweise fuehren koennte, wenn man die Kinder als ein leichtes Publikum bezeichnet. Wenn man die Jugendlichen als ein schweres Publikum bezeichnet, dass koennte zu einer mehr “lehrerischen” Schiftsweise fuehren (Du sollst das mach, sei vorsichtig!, usw). Nein, ich will frei schreiben.

Συνέντευξη στο "Σήμερα στις εφτά" στο Prisma tv - 15 Δεκεμβρίου 2009

Μαζί μας έχουμε τον κύριο Βασίλη Παπαθεοδώρου, καλησπέρα σας...

Καλησπέρα και σε σας...

Καλώς ήρθατε.
Γνωστός συγγραφέας, τώρα πριν μιλάγαμε για τις διαδικασίες, θα φτάσουμε και σ’ αυτά. Να ξεκινήσουμε όμως με το «Στη Διαπασών», που έχει έναν ελκυστικό τίτλο κατά την άποψή μου...

Ναι, τον οποίο παιδευτήκαμε λιγάκι να τον βρούμε με τον εκδοτικό οίκο, γιατί ο αρχικός τίτλος ήταν 33 Τραγούδια, όσα είναι και τα τραγούδια του βιβλίου. Είναι 33 κεφάλαια, είναι 33 τραγούδια, τα τραγούδια αυτά είναι κλάσικ ροκ, υπήρξε ένα πρόβλημα, δηλαδή ήθελα κάθε τραγούδι να εκφράζει την ψυχολογία του ήρωα, ο ήρωας να εμπνέεται από κάθε τραγούδι και «να τα σπάει», να κάνει ό,τι τον προστάζει το τραγούδι...

Ο έφηβος ήρωας...

Ο έφηβος ήρωας. Είναι ένας δεκαεφτάχρονος ας το πούμε... αλητάκι, κάπως έτσι, λοιπόν από διαλυμένη οικογένεια, μπλέκει με κακές παρέες και τα λοιπά. Η ιδέα αυτή μου 'ρθε κατακέφαλα, μπορεί να σου 'ρθουν κάποιες ιδέες, τις οποίες να τις έχεις στο μυαλό σου και να τις παιδεύεις και να τις τριβελίζεις επί χρόνια και τελικά να μην κάνεις τίποτα, και μπορεί να σου 'ρθει μία ιδέα ξαφνικά, στα ξαφνικά, «στη διαπασών» μέσα στο μυαλό σου και να πεις αυτό ήταν. Κάπως έτσι μου 'ρθε κι αυτή η ιδέα. Ήξερα τι θα κάνω, δηλαδή ήξερα από την πρώτη μέρα πού θα πάει ο ήρωας και τι θα γίνει, δηλαδή θα κάνει πολλές «κακές» πράξεις, μετά θα λυτρωθεί κατά κάποιον τρόπο όσο περνάνε τα κεφάλαια. Το μόνο πρόβλημα ήταν τα τραγούδια, έπρεπε να επιλέξω τα τραγούδια. Κι έπρεπε να επιλέξω τα τραγούδια, τα οποία να αγγίζουν αυτή την ηλικία, είχα τεράστιο πρόβλημα σε αυτό. Να λένε κάτι οι στίχοι, οπότε έκανα αναζήτηση στο google για να βρω τους στίχους, μετά να λένε κάτι σε αυτή την ηλικία, δηλαδή να είναι και γνώριμα τα τραγούδια και να είναι κατά κάποιον τρόπο και γνώριμα τα συγκροτήματα, και παράλληλα να μη θεωρηθεί άμα περάσουν 2-3 χρόνια ότι το βιβλίο είναι...

Παρωχημένο...

Παρωχημένο, πασσέ, έτσι δηλαδή επειδή τα τραγούδια είναι του 2009, το 2012 «κοίταξε, αυτό το βιβλίο είναι παλιό».

«Είναι παλιό, ναι»

Το 'χα αυτό ως πρόβλημα. Οπότε είπα να επιλέξω κλάσικ ροκ, η οποία δεν είναι η μουσική που εκφράζει ή θα έπρεπε να εκφράζει τον ήρωα. Θα έπρεπε κατά κύριο λόγο να τον εκφράζει η χέβι-μέταλ. Δεν μπόρεσα να μπω σε αυτή τη διαδικασία, ή δεν μπόρεσα...

Να το συνδυάσετε;

...να βρω στίχους οι οποίοι... Ήθελα κάτι πιο κλασσικό.

Για πείτε μας δηλαδή, ποια κομμάτια, πριν πάμε και στην υπόθεση του βιβλίου.

Ναι, έχω βάλει από Rolling Stones, Animals, έχω βάλει Depeche Mode, έχω βάλει Greenday και Amy Winehouse σαν πιο καινούρια ονόματα, έχω βάλει Siouxcie and the Banshees, έχω βάλει The Damned...

Σαράντα χρόνια είναι αυτά τα τραγούδια δηλαδή...

Εκτείνονται σε μία περίοδο σαράντα ετών. Κι έχω βάλει βέβαια και τους Cyanna, το μοναδικό ελληνικό συγκρότημα, είχα κάνει μία εκδήλωση τον Οκτώβρη στο Metropolis Live Stage, μου 'καναν μεγάλη τιμή που ήρθαν κι έπαιξαν κάποια κομμάτια live, το Shine. Με το Shine είχε γίνει ως εξής η ιστορία, το είχα ακούσει όταν είχε πρωτοβγεί το 2008, το καλοκαίρι, την άνοιξη του 2008, το είχα ακούσει στο ραδιόφωνο οδηγώντας, μου άρεσε φοβερά αυτό το τραγούδι, ήταν η περίοδος που έψαχνα τα τραγούδια και λέω, θα καταστρατηγήσω την τακτική που έχω βάλει, να βάλω κλάσικ ροκ, αυτό το τραγούδι πρέπει να το βάλω. Κι επειδή δεν είχα κεφάλαιο έτοιμο, διάβασα τους στίχους και είπα πρέπει να γραφεί ένα κεφάλαιο ειδικά γι' αυτό το τραγούδι. Τότε ήταν άγνωστοι και οι Cyanna, ήταν άγνωστο και το Shine, δεν είχαν κάνει ούτε τις διαφημίσεις ούτε τα πολλά τα live που έχουν κάνει σήμερα. Αυτά.

Τι διαβάζουμε λοιπόν στο βιβλίο; Τι βιβλίο είναι αυτό;

Κατά κύριο λόγο είναι ένα βιβλίο, δε θα το έλεγα κοινωνικό, είναι ένα βιβλίο εσωτερικής δράσης, ένα βιβλίο ψυχολογικό. Όπου ο ήρωας κάνει διάφορα πράγματα ακούγοντας αυτά τα τραγούδια και προσπαθώντας να εκφρασθεί, έχει κάποια εσώψυχα και κάποια απωθημένα, τα οποία περιγράφονται στα μισά και προς το τέλος του βιβλίου κεφάλαια, παθαίνει όταν ακούει κάποιο τραγούδι, γιατί θέλει να ακούει το τραγούδι και γιατί ασχολείται τόσο πολύ. Κάνει διάφορες «κακές πράξεις»...

Κακές ή πράξεις που κάνουν όλοι οι νέοι;

Δεν το κάνουν όλοι οι νέοι, γιατί δεν μπλέκουν όλοι οι νέοι με ρατσιστικές οργανώσεις, να τους λένε ξέρω γω, πήγαινε σπάσε στο ξύλο αυτόν που θα βρεις μπροστά σου και να τους πιστεύουν με θρησκευτική ευλάβεια. Δεν το κάνουν ευτυχώς όλοι οι νέοι, ούτε πάνε να κλέψουνε κάποια γριά στο δρόμο σε ένα στάδιο μύησης για να μπούνε σε αυτήν την ομάδα τη ρατσιστική. Αυτός τα έκανε. Άρχισε όμως να τρώει από ένα σημείο και μετά κατραπακιές, τη μία μετά την άλλη, και στην οικογένειά του, αλλά και από την ομάδα, δηλαδή τον πρόδωσε η ομάδα, κι άρχισε να αναθεωρεί. Και αναθεωρώντας άρχισε να ηρεμεί κι ο ίδιος εσωτερικά, οπότε τα τραγούδια που έρχονται από τα 3/4 του βιβλίου και μετά και προς το τέλος είναι κάπως πιο ήρεμα. Αρχίζουν να ηρεμούν και τα τραγούδια για να δείξω ότι αρχίζει να ηρεμεί και ο ήρωας εσωτερικά.

Τα συγκεκριμένα τραγούδια είναι επιλογές του ήρωα, ουσιαστικά, ή ταιριάζουν με τη φάση που περνάει;

Τα συγκεκριμένα τραγούδια είναι και τα δύο. Μπορεί να το ακούει στο mp3-player το τραγούδι εκείνη την ώρα βλέποντας μία κοπέλα να περνάει, αλλά μπορεί να είναι και σαν μοτίβο, να παίζει από πίσω από τις πράξεις του ήρωα. Δηλαδή όταν σπάει ένα μετανάστη στο ξύλο, δηλαδή τον κλωτσάει στο πρόσωπο και τα λοιπά, το μοτίβο από πίσω είναι το live and let die, των Guns’n’Roses. Δεν το ακούει ο ίδιος ο ήρωας, ακούγεται από ένα μπαλκόνι και παίζει στο μπαλκόνι κι αυτός δέρνει.

Αλλά υπάρχει πάντα ως αίσθηση.

Υπάρχει πάντα ένα τραγούδι.

Πώς αποφασίσατε να τα μπλέξετε αυτά τα δύο; Γιατί μου φαίνεται πολύ πρωτοποριακό.

Δεν ξέρω. Είχε τύχει ένας διαγωνισμός, διάβασα αυτό το θέμα «γράψτε ένα μυθιστόρημα για εφήβους, για νέους, το οποίο να έχει να κάνει με τη μουσική». Οποιοδήποτε θέμα με τη μουσική. Και μου 'ρθε ξαφνικά αυτό. Πώς και γιατί δεν ξέρω.

Η επιλογή της γλώσσας, σε ένα τόσο νεανικό μυθιστόρημα, με πινελιές κοινωνικές με ρατσισμό, με βία, με πολλά, διάφορα μέσα, ποια είναι η γλώσσα που χρησιμοποιήσατε;

Καταρχήν ήμουν πάρα πολύ επιφυλακτικός γιατί υπάρχουν αρκετές βωμολοχίες μέσα στο βιβλίο και ρώτησα αν έπρεπε να χρησιμοποιήσω, αν είναι θεμιτό και προβληματιστήκαμε σε ποια σειρά θα μπει, αν θα μπει σε νεανική σειρά ή αν θα μπει σε σειρά ενηλίκων λόγω των βωμολοχιών. Υπάρχουν ήδη κάποια προβλήματα σε σχολεία, δεν το συστήνουν εξαιτίας των βωμολοχιών και μόνο. Δηλαδή δε συστήνουν βιβλία που να αναφέρονται κάποιες συγκεκριμένες λέξεις έστω μία φορά. Στο δικό μου αναφέρονται καμιά πενηνταριά-εξηνταριά φορές. Ήμουν συγκρατημένος, παρόλα αυτά ήμουν συγκρατημένος. Πίστευα ότι το βιβλίο θα έχανε εάν δεν υπήρχαν οι συγκεκριμένες λέξεις πάρα πολύ. Δεν μπορεί ο άλλος να βγαίνει και να τα σπάει στο δρόμο και να μιλάει με το «σεις και με το σας».

Χωρίς να βρίζει...

Ναι, βέβαια... Σε άλλο βιβλίο το αντιμετώπισα αλλιώς, δεν ήθελα να βάλω βωμολοχίες, το αντιμετώπισα ότι επειδή έβριζε ο πατέρας του και ήταν αντιπαράδειγμα, δεν θελε να του μοιάσει, άρα ο ήρωας δε βρίζει, οπότε το απέφυγα έτσι. Εδώ πέρα εκ των πραγμάτων δεν μπορούσα να το αποφύγω, θα φαινόταν κάτι πλαστό, κάτι ψεύτικο.

Πώς ξεπηδάει λοιπόν ένας ήρωας σαν το Θανάση από τη φαντασία σας; Τον έχετε δει κάπου, έχει περάσει δίπλα σας, έχετε μιλήσει μαζί του;

Ο Θανάσης είναι..., κατά βάση όλοι μας κρύβουμε μέσα μας ένα Θανάση, γιατί είναι ένας τύπος λούζερ, όλοι μας σε κάποια φάση κι εγώ και ο οποιοσδήποτε άλλος, είτε πέρναγε κάποια μικρή φάση που μπορεί να κράτησε λίγες μέρες, λίγες εβδομάδες, είτε μία μεγαλύτερη φάση που ένιωθε χαμένος, δεν ήξερε τι να κάνει, πού πατά και πού βρίσκεται. Συνεπώς όλοι μας κουβαλάμε έναν τέτοιο χαρακτήρα, άσχετο του πώς τον εξελίσσουμε και πώς τον διαμορφώνουμε εμείς οι ίδιοι. Ήταν πάρα πολύ εύκολο να περιγράψω το Θανάση, γιατί... στην αρχή στα πρώτα οχτώ-εννιά κεφάλαια τον έβλεπα αποστασιοποιημένος, εγώ ήμουν ο συγγραφέας κι αυτός είναι ο Θανάσης, είναι ο ήρωάς μου. Έβλεπα τις πράξεις του εκ του μακρόθεν, ότι κάνει αυτά τα πράγματα. Όσο όμως πέρναγαν τα κεφάλαια, κατά κάποιον τρόπο τον αγαπούσα το Θανάση, άρχισα να τον αγαπώ, δενόμουν με το Θανάση. Έτσι από το εννιά, δέκα κεφάλαιο, τώρα δε θυμάμαι, δεν ξέρω από ποιο κεφάλαιο συγκεκριμένα και μετά, μπήκα εγώ μέσα στο Θανάση. Δηλαδή ό,τι λέει ο Θανάσης, οι ατάκες του, ή ο τρόπος που σκέφτεται ή ο κυνισμός του ή η ψυχρότητά του απέναντι στα πράγματα είναι καθαρά δικά μου. Χωρίς να υιοθετώ ή να έχω υιοθετήσει ποτέ ή να έχω ακολουθήσει τη συμπεριφορά του Θανάση, η σκέψη του και η ομιλία του είναι καθαρά δικές μου. Οπότε μου ήταν πάρα πολύ εύκολο..., πλέον μετά μίλαγε ο Βασίλης με συμπεριφορά άλλου...

Θανάση...

Έτσι...

Πάμε να δούμε κύριε Παπαθεοδώρου την παρουσίαση του βιβλίου σας και επιστρέφουμε.

Βεβαίως.

Μία αξιόλογη βραδιά πραγματοποιήθηκε της 22 Οκτωβρίου στη μουσική σκηνή του Μετρόπολις, όπου ο Βασίλης Παπαθεοδώρου παρουσίασε το νέο του βιβλίο με τίτλο «Στη Διαπασών». Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου είναι συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα, φοίτησε στο Γυμνάσιο και Λύκειο της Γερμανικής Σχολής Αθηνών. Στη συνέχεια σπούδασε Μεταλλειολόγος και Χημικός Μηχανικός στο Πολυτεχνείο, ενώ έκανε μεταπτυχιακά στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Σχολική Παράσταση» βραβεύτηκε στον αντίστοιχο διαγωνισμό της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς. Από τότε έως σήμερα γράφει παιδικά μυθιστορήματα, τρία από τα οποία διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στο τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης και σε μετεκπαιδευόμενους δασκάλους.
«Έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο το οποίο είναι πολύ νεανικό, είναι ζωντανό, είναι σαν να μιλάει πραγματικά ένας έφηβος, έχει μπει ο Βασίλης Παπαθεοδώρου μέσα στο μυαλό, όσο μπορεί να το κάνει αυτό ένας συγγραφέας, ενός παιδιού που είναι 17 χρονών, αλλά αυτό το βιβλίο και το πολύ ιδιαίτερο του βιβλίου είναι ότι είναι γεμάτο μουσική. Κάθε κεφάλαιο αναφέρεται σε ένα διαφορετικό τραγούδι και μάλιστα τυχαίνει, πώς τα κατάφερε έτσι ο Βασίλης, να είναι όλα αγαπημένα τραγούδια, ξεκινά πρώτο τραγούδι και πρώτο κεφάλαιο «House of the Rising Sun» από τους Animals και έχει φτιάξει έτσι την ιστορία που συνδυάζει ο ήρωας, ο χαρακτήρας, στιγμές από τη ζωή του με συγκεκριμένα τραγούδια. Κι έτσι λοιπόν διαβάζοντας το βιβλίο αυτό συγχρόνως είναι σαν να ακούς αν ξέρεις τα τραγούδια, τα περισσότερα τα ξέρει ο αναγνώστης, είναι πολύ γνωστά τραγούδια, είναι σαν να ακούει συγχρόνως και το συγκεκριμένο τραγούδι, σαν να ακούει τη μελωδία το διαβάζοντας το βιβλίο.»
Ο συγγραφέας Βασίλης Παπαθεοδώρου στην παρουσίαση του βιβλίου του συνομίλησε με το γνωστό δημοσιογράφο και παραγωγό Πέτρο Κουμπλή.
«Η δική μας συνάντηση με το Βασίλη Παπαθεοδώρου, μάλλον έχει να κάνει με το ότι από τη μία ασχολούμαι με τη μουσική γιατί είμαι και ραδιοφωνικός παραγωγός και ασχολούμαι και με συγκεκριμένο είδος μουσικής, δηλαδή τα τραγούδια αυτά, πολλά από τα τραγούδια αυτά που γράφει μέσα ο Βασίλης είναι και τραγούδια που έχουν συνοδεύσει και τις δικές μου ραδιοφωνικές εκπομπές, ή κι όταν ήμουν εγώ ακροατής, ήμουν εγώ έφηβος όπως το παιδί που είναι πρωταγωνιστής στο βιβλίο, αυτά τα τραγούδια άκουγα, επομένως νομίζω ότι με ήξερε κι έμπλεξε στο μυαλό του με την παρουσία μου την ραδιοφωνική κι από την άλλη επειδή είμαι κι εγώ λίγο συγγραφέας, είπαμε να μιλήσουν δύο συγγραφείς που έχουν ενδιαφέρον με τη μουσική, κοινό ενδιαφέρον.»
Την εκδήλωση πλαισίωσε το γνωστό μουσικό σχήμα της ελληνικής ηλεκτρονικής σκηνής Cyanna.

Πόση έρευνα λοιπόν χρειάστηκε κύριε Παπαθεοδώρου για να ξεπηδήσουν όλοι οι ήρωες και όλες αυτές οι φοβερές καταστάσεις που συμβαίνουν «Στη Διαπασών»;

Στο συγκεκριμένος βιβλίο δεν έκανα καμία απολύτως έρευνα, διότι...

Είστε κοντά με την ηλικία, δε λέω, αλλά...

Όχι και τόσο ίσως..., αλλά βλέποντας εφήβους είτε στο γυμναστήριο, είτε σε σχολεία που πηγαίνω κι επισκέπτομαι, το πώς μιλάνε μεταξύ τους, όχι το πώς θα μιλήσουν σε μένα, σε μένα δεν παίζει κανένα ρόλο το πώς θα μου μιλήσουν, θα μου μιλήσουν κατά κάποιο τρόπο ευγενικά και θα μου πούνε τις ερωτήσεις τις οποίες ίσως έχουν προετοιμάσει, στις εκθέσεις, στη Χελέξπο εδώ πέρα στην Αθήνα, που τους βλέπεις τρέχουν, μιλάνε μεταξύ τους, σπρώχνονται και τα λοιπά, πιάνεις το φρασεολόγιο και πιάνεις κινήσεις, έχω δηλαδή λιγάκι συνηθίσει πλέον να ψυχολογώ τον άλλον άμα τον βλέπω, να στέκομαι όχι μόνο στο τι λέει, αλλά στο τι μπορεί να κρύβει αυτό που λέει, πολλές φορές αυτά που λέμε κρύβουν τα συναισθήματα και το τι σκεφτόμαστε. Οπότε σε αυτό το βιβλίο μου βγήκε πάρα πολύ αβίαστα και είναι και το αγαπημένο μου. Σε άλλα βιβλία έχει χρειαστεί να κάνω έρευνα, δηλαδή στους «Εννέα Καίσαρες», το είχα γράψει το 2004 και αναφέρεται στη σύγχρονη εποχή, είναι ένα ιντερνετικό βιβλίο αλλά με βάση τη ρωμαϊκή ιστορία, που εμφανίζεται ένα μοτίβο δολοφόνων οι οποίοι είναι αυτοκράτορες και τα παιδιά από τα ηλεκτρονικά παιχνίδια επηρεάζονται από τους αυτοκράτορες, κάπως έτσι είναι η πλοκή, αναγκάστηκα να ερευνήσω πότε έζησαν οι αυτοκράτορες, τι έκανε ο καθένας, τι χαρακτηριστικό έγκλημα έκανε ο καθένας που θα μπορούσε να μεταφερθεί στη σύγχρονη εποχή. Οπότε αναγκαστικά εκεί υπήρξε έρευνα και απέρριπτα αυτοκράτορες ή υιοθετούσα άλλους για να τους εντάξω στην πλοκή.

Κύριε Παπαθεοδώρου εγώ θέλω να ρωτήσω γιατί «Θανάσης»;

Λοιπόν δεν ξέρω γιατί Θανάσης, η αλήθεια είναι ότι δίνω πολύ μεγάλη σημασία στα ονόματα, δίνω τεράστια σημασία στην ονοματολογία. Ήθελα ένα όνομα και δεν είναι προς παρεξήγηση, το οποίο να είναι κοινό, όχι και τόσο κοινό σαν να λέμε Γιώργος ή Δημήτρης.

Δεν είναι τόσο κοινό το «Θανάσης»...

Δεν είναι τόσο κοινό...

Αλλά είναι κοινό.

...αλλά κατά κάποιον τρόπο αν τον ονομάσεις τον ήρωα Παύλο ή Πέτρο ή Φίλιππο ή Στέφανο, του δίνεις..., άμα ακούσεις ένα τέτοιο όνομα περιμένεις να δεις ένα άλλο άτομο μπροστά σου. Φαντάζομαι είναι λίγο πιο μεγαλοπρεπή ονόματα ας το θέσω έτσι, και πάλι συγγνώμη.

Όχι, καλό είναι.
Θανάση μου, εμένα μ’αρέσει το όνομά σου.
Εμένα δε μ’ αρέσει πολύ...
Αρκεί να μην μπλέξεις με οργανώσεις και τέτοια.
Βέβαια.
Μακριά από αυτά τα πράγματα.
Γεράσαμε τώρα.
Άρα κύριε Παπαθεοδώρου, κάποιος που θα διαβάσει το βιβλίο, θα φτάσει στην τελευταία σελίδα...

Μπορούσε και Βασίλη να τον ονομάσω, έτσι, συγγνώμη. Το ίδιο, Βασίλη, Βαγγέλη...

Το Βασίλης μοιάζει με το Θανάσης.

Ναι.

Βασίλης, Βαγγέλης...
Και το Ηλίας.

Ενδεχομένως ναι.

Τέλος πάντων, αφήνουμε λοιπόν την ονοματολογία. Κάποιος που διαβάζει κύριε Παπαθεοδώρου το βιβλίο, τελειώνει την τελευταία σελίδα, το κλείνει, τι συναισθήματα θα θέλατε εσείς, σα συγγραφέας να έχει;

Τα συναισθήματα... χμ... αυτό το βιβλίο είναι το αγαπημένο μου. Είναι το μόνο, το οποίο το έχω διαβάσει από την αρχή μέχρι το τέλος.

Α, ναι;

Ναι. Κανένα άλλο βιβλίο μου δεν έχω καταφέρει να διαβάσω από την αρχή μέχρι το τέλος, να δω πώς ρέει. Διαβάζω τα τρία-τέσσερα προηγούμενα κεφάλαια για να μπω στο κλίμα και να γράψω το επόμενο, και αποσπασματικά κάποια κομμάτια για να δω «στέκουν καλά;», αλλά από την αρχή μέχρι το τέλος ποτέ. Αυτό είναι το μόνο που διάβασα από την αρχή μέχρι το τέλος. Τα συναισθήματα που θα έχει κάποιος αναγνώστης στο τέλος είναι ποικίλα. Αυτό είναι ένα βιβλίο μουσικής. Θα μπορούσε κάλλιστα, το είχα πει τότε τον Οκτώβριο και στην παρουσίαση, να είναι κι ένα βιβλίο γεύσεων, γιατί αυτό το βιβλίο αρχίζει κάπως αλμυρούτσικα με τη φρασεολογία ή με τη ζωή του Θανάση, μετά γίνεται λιγάκι ξινό, όταν αρχίζει ο Θανάσης να κάνει αυτές τις πράξεις, να σπάει στο ξύλο, να κλέβει, να του περνάνε διάφορες ιδέες και διάφορες εμμονές από το μυαλό, μετά γίνεται πικρό, όταν αρχίζει και τρώει τα διάφορα χαστούκια από τη ζωή αρχίζει η πίκρα, στο τέλος γίνεται γλυκό, γιατί συμφιλιώνεται ο ίδιος με τον εαυτό του. Στο τέλος δηλαδή μένει μια γλύκα, αυτό που θα μείνει, αλλά έχεις γευτεί όλες τις προηγούμενες γεύσεις.

Σαν ένα γεύμα λοιπόν...

Ακριβώς...

Θα καταλήγουμε πάντα στο γλυκό.

Ακριβώς. Και είχα πει ότι άμα το’κανα με γεύσεις, δε θα φώναζα τους Cyanna προφανώς, θα φώναζα...

Το Μαμαλάκη...
Κύριε Παπαθεοδώρου, να σας ρωτήσω κάτι. Αυτός ο δεκαεφτάχρονος ο Θανάσης, έχει κοινά με ένα δεκαεφτάχρονο της δικής σας εποχής, με ένα συμμαθητή σας π.χ., όταν είσαστε εσείς έφηβος;

Τότε δεν είχαμε παραβατική συμπεριφορά σε τέτοια έκταση. Δηλαδή τότε μπορεί να θεωρείτο παραβατική συμπεριφορά στο διάλειμμα να μπουγελώσεις ένα συμμαθητή σου, ενδεχομένως, ή να τον σπρώξεις, να τον πειράξεις, να τον γκρεμοτσακίσεις. Τώρα, παραβατική συμπεριφορά μπορεί να είναι να τον βιντεοσκοπήσεις με το κινητό και να τον απειλήσεις ότι θα το δείξεις αυτό κάπου αλλού. Δηλαδή έχουν αλλάξει λόγω της τεχνολογίας, έχουν αλλάξει και οι συνθήκες, όχι τόσο οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι, ο χαρακτήρας ο ανθρώπινος μπορεί να εξωτερικεύσει και τα καλύτερα και τα χειρότερα ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται. Το περιβάλλον τώρα είναι αυτό και γι' αυτό έχει αλλάξει αυτή η συμπεριφορά. Το 'χουν διαβάσει έφηβοι, δηλαδή έχω πάρει feedback ας το πω από εφήβους, στους οποίους άρεσε πάρα πολύ.

Γονείς; Γονείς το διάβασαν;

Ναι, στους οποίους άρεσε ακόμα περισσότερο. Κατά περίεργο τρόπο άρεσε περισσότερο σε γονείς παρά σε εφήβους. Δηλαδή έφηβοι που δε διαβάζουν, το διάβασαν μονομιάς.

Οι γονείς δε σοκαρίστηκαν κύριε Παπαθεοδώρου;

Καθόλου.

Όχι;

Όχι, κανένας. Κανένας.

Γιατί έχει στοιχεία μέσα, τα οποία μπορούν ίσως να σοκάρουν, και...

Κανένας. Βέβαια ενδεχομένως το διάβασαν κάποιοι γονείς που έχουν θάρρος με μένα και είχαν αυτή την άποψη. Δεν ήρθε κάποιος άγνωστος να μου πει τι γράφει εκεί και γιατί χρησιμοποιείς...

Και τελικά το βιβλίο με αυτό το λεξιλόγιο είναι για έφηβους ή για μεγάλους, ή για γονείς;

Το βιβλίο επειδή προβληματιστήκαμε κι εμείς σε ποια σειρά θα το βάλουμε, κάνει για όλους, δηλαδή κάνει από 16 χρονών και άνω. Δηλαδή μπορεί κι εσείς να αναγνωρίσετε κάποιο συμμαθητή σας μέσα σε αυτό το βιβλίο, ή τον εαυτό σας, κάποιες σκέψεις του εαυτού σας, που κάνατε όταν είσαστε στο Γυμνάσιο ή στο Λύκειο.

Μας κινήσατε το ενδιαφέρον σε όσους δεν το έχουμε διαβάσει.

Βέβαια, και σκέψεις που κάναμε στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο εγώ δε θέλω να τις θυμάμαι.

Εγώ δεν τις θυμάμαι γιατί πέρασαν τόσα χρόνια κιόλας, αυτό είναι το πρόβλημά μου. Κύριε Παπαθεοδώρου έχετε τελειώσει «Στη Διαπασών», έχετε ξεκινήσει κάτι καινούριο; Στα σκαριά έχουμε κάτι;

Όχι, τώρα δεν έχω ξεκινήσει κάτι καινούριο, προτιμώ έτσι να ξεκουραστώ, έχω κάτι στα σκαριά κι αυτό θέλει έρευνα.

Αυτό θέλει έρευνα, ε;

Αυτό θέλει πολλή έρευνα όμως, οπότε πρέπει να διαβάσω πολλά βιβλία ψυχολογίας πιο πριν.

Ωραίο πράγμα η έρευνα.
Μετά από πόσο καιρό μπορεί να γράψετε το επόμενο βιβλίο σας;

Μετά από χρόνια.

Μετά από χρόνια, ε;

Ναι, ή μετά από ένα μήνα.

Α, εντάξει ευχαριστώ.
Ευχόμαστε μετά από ένα μήνα, έτσι για να είστε δραστήριος.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Να είστε καλά.

Εγώ ευχαριστώ πολύ.

«Στη Διαπασών» λοιπόν. Έτσι δυνατά θα κλείσουμε σήμερα. Αύριο...

Ηλίας Παπαχαραλάμπους - Ανδρονίκη Κολοβού
Θανάσης Γούσιας - Εύα Τσουρέκα

Συνέντευξη στο κανάλι STAR Κεντρικής Ελλάδας - 3 Απριλίου 2009

Η σχολική βιβλιοθήκη του Λυκείου της Στυλίδας, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για την παγκόσμια ημέρα παιδικού βιβλίου, κάλεσε το συγγραφέα Βασίλη Παπαθεοδώρου, ο οποίος έχει γράψει σειρά βιβλίων, τα οποία απευθύνονται σε νέους και εφήβους. Στόχος της εκδήλωσης, η εξοικείωση των μαθητών της Δευτέρας τάξης με τη λογοτεχνία και κυρίως η γνωριμία τους με το λογοτέχνη και την πνευματική του δημιουργία.

Θα’ ναι μια ελεύθερη κουβέντα, δηλαδή τα ίδια τα παιδιά θα την οδηγήσουν εκεί που θέλουν. Πιστεύω ότι θα αναφερθούμε στα τελευταία γεγονότα που έγιναν στην Αθήνα, τις ταραχές και τα λοιπά, αλλά θα πούμε και ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, μπορεί να θίξουμε οικολογία ή μπορεί να θίξουμε και τεχνολογία. Πάντως θέλω να πιστεύω ότι θα δοθεί κάποιο ερέθισμα στα παιδιά να εκφρασθούν ελεύθερα και να οδηγήσουν αυτά την κουβέντα όπου θέλουν.

Έχετε διαπιστώσει ότι η νέα γενιά διαβάζει βιβλία; Εσείς είστε ένας πολυγραφότατος, απ’ότι βλέπουμε συγγραφέας. Διαβάζει η νέα γενιά βιβλία; Όχι μόνο τα δικά σας, γενικότερα... Έχει χρόνο για εξωσχολικά βιβλία;

Έχει χρόνο για εξωσχολικά βιβλία, απλά δεν τα διαβάζει. Δηλαδή, θυμάμαι ότι η δικιά μου η γενιά, εντάξει δεν είχε Ίντερνετ, δεν είχε ξέρω γω reality να βλέπει στην τηλεόραση και διάβαζε βιβλία. Η σημερινή γενιά δε διαβάζει, απλά φαντάζομαι γιατί ίσως υπάρχει μια γενικότερη τάση ευκολίας και μέσα σε αυτήν την τάση ευκολίας εισάγεται και το ότι δε διαβάζουμε βιβλία.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα δικά σας βιβλία απευθύνονται στη νέα γενιά;

Απευθύνονται κατά κύριο λόγο σε εφήβους και νέους. Βέβαια απευθύνονται και σε κάποιες μικρότερες ηλικίες, αλλά γενικά οι ηλικίες οι οποίες μπορούν να διαβάσουν τα βιβλία μου είναι Γυμνάσιο και Λύκειο, είναι μια δύσκολη ηλικία, το παραδέχομαι, αλλά δεν πειράζει, είναι και μια πρόκληση να γράφεις γι’ αυτές τις ηλικίες.

Παράλληλα στο χώρο του σχολείου λειτουργούσε κι έκθεση βιβλίου.

Συνέντευξη στη Δέσποινα Τσαντέ, Αθήνα 9,84 - 31 Δεκεμβρίου 2008.

...Και κοντά μας έχουμε έναν σημαντικό συγγραφέα, ο οποίος είναι μετ’ επαίνων, έχει γράψει ένα νεανικό βιβλίο και πολύ επίκαιρο και σύγχρονο, που λέγεται «Χνότα στο Τζάμι» και πρόκειται για ένα νέο παιδί, για έναν 15χρονο, ο οποίος έχει όλη αυτήν την κουλτούρα κι όλο αυτό το οποίο ζούμε στις μέρες μας. Πήρε βραβείο λογοτεχνικού βιβλίου για μεγάλα παιδιά από το περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, πήρε κρατικό βραβείο παιδικού λογοτεχνικού βιβλίου, είναι για πάνω από 15 χρονών αυτό το βιβλίο, και δίνουμε και τρία βιβλία να το ξέρετε, και τα «Χνότα στο Τζάμι» και ο Βασίλης Παπαθεοδώρου είναι κοντά μας. Κύριε Παπαθεοδώρου, καλημέρα, Χρόνια Πολλά...

Καλημέρα κυρία Τζαντέ, Χρόνια Πολλά σε εσάς και στους ακροατές σας.

Πώς... τώρα είναι πολύ επίκαιρο αυτά τα «Χνότα στο Τζάμι», δηλαδή διαβάζοντας κανείς το βιβλίο θα έλεγε ότι γράφτηκε το τελευταίο 15θήμερο.

Ακριβώς, αυτό το έχω ακούσει από αρκετούς. Η αλήθεια είναι ότι γράφτηκε δυο χρόνια πιο πριν, με αφορμή το περιστατικό που έγινε στο Λονδίνο, στο μετρό, με το Βραζιλιάνο, το νεαρό, το Μενέσες, που δολοφονήθηκε από την αστυνομία. Αυτό το συνδύασα και με τα γεγονότα που έγιναν μετά στο Παρίσι, η εξέγερση στο γκέτο, ας το πούμε στα προάστια του Παρισιού, όπως επίσης και με κάποιες ειδήσεις στο Ίντερνετ που έχω διαβάσει, περί Μεγάλου Αδελφού, και αυτό το έδεσα όλο στο μυαλό μου, να το πω έτσι, και βγήκε το «Χνότα στο Τζάμι», χωρίς βέβαια ποτέ να μπορώ να φανταστώ ότι μετά από ενάμισι-δυο χρόνια αυτό θα γινόταν στην Αθήνα, σ’ αυτή την ένταση.

Ναι, και με τη δολοφονία και με όλο αυτό το σκηνικό, δηλαδή μοιάζει πάρα πολύ διαβάζοντάς το διαπίστωσα ότι...λέω γράφτηκε 15 μέρες τώρα; Κι έχει πάρει τόσα βραβεία; Λοιπόν είναι πάρα πολύ σημαντικό, πιστεύω ότι θα πρέπει να το διαβάσουν μικροί και μεγάλοι.

Πιστεύω ότι είναι ένα βιβλίο αρκετά επίκαιρο που προβληματίζει, δηλαδή τα γεγονότα που ενδεχομένως θα μπορούσαμε ίσως και να τα προβλέψουμε, γιατί πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να τα προβλέψουμε, διότι όπου υπάρχει οργή και αγανάκτηση και συσσωρεύεται, όπως η κατσαρόλα που βράζει, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις, υπάρχουν κάποια σημεία, δηλαδή θα μπορούσε να προβλεφθεί αυτό το πράγμα, ή να γίνει κάτι...δεν έγινε τίποτα και ξέσπασε. Οπότε είναι επίκαιρο και ας το πω και «διδακτικό».

Ναι, αρκετά βοηθητικό, να πούμε και πάλι ότι είναι για παιδιά πάνω από 15 ετών, έτσι, από αναγνώστες πάνω από 15 ετών, να πούμε ότι δίνουμε τρία βιβλία εμείς δικά σας, απ’ τα «Χνότα στο Τζάμι», αξίζει τον κόπο να το διαβάσουμε όλοι. Θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε πάρα πολλά πράγματα. Πώς συνδυάζετε τη δουλειά σας στην τράπεζα και το γράψιμο, κύριε Παπαθεοδώρου;

Κοιτάχτε να δείτε, μπορείς να σκέφτεσαι όλες τις ώρες της ημέρας, ας πούμε διάφορες ιδέες, διάφορες ειδήσεις που θα διαβάσεις και διάφορες ιδέες να σου ‘ρχονται στο μυαλό, και να τις θάβεις κάπου στο μυαλό σου, και την κατάλληλη στιγμή, σε κάποια άδεια, σε κάποια ελεύθερη ώρα, να έρθει η στιγμή για να τις βγάλεις στο χαρτί ή στον υπολογιστή. Δεν πιστεύω ότι είναι τόσο ασύμβατα αυτά τα δύο, ίσα-ίσα πιστεύω ότι μία καθημερινή δουλειά βοηθάει κάποιαν συγγραφέα να στέκεται και πιο καλά στα πόδια του, ας το πω έτσι.

Ασφαλώς.

Ή να παίρνει και τα μηνύματα της κοινωνίας, από το να είναι απομονωμένος απλά και να γράφει.

Ναι, είναι δύσκολο να είναι απομονωμένος και να γράφει πια...

Ακριβώς.

Ναι είναι καλύτερα να είναι μέσα στον κόσμο και να πιάνει το σφυγμό του. Εμείς να σας ευχηθούμε κι άλλα βραβεία...

Ευχαριστώ πολύ...

...πολλά «Χνότα στα Τζάμια»...

Σας ευχαριστώ, εγώ εύχομαι σε όλους μας, εκτός από υγεία εύχομαι καλά μυαλά.

Ναι, το έχουμε ανάγκη. Έχουμε ανάγκη από κοινό νου...

Ακριβώς.

...και τη φαντασία τη δική σας και τη δική σας επιμέλεια να κάθεστε να γράφετε όλα αυτά τα όμορφα πράγματα. Να είστε καλά, να έχετε μια καλή, δημιουργική χρονιά κύριε Παπαθεοδώρου.

Ευχαριστώ πολύ, καλή χρονιά και σε σας.

Γεια σας.

Γεια σας.

Συνέντευξη στην Εύα Αντωνοπούλου για την εκπομπή «Σκάει Χαμόγελο», στον ΣΚΑΪ TV - 30 Δεκεμβρίου 2008

Χριστούγεννα και παιδιά, τι καλύτερο, τι πιο όμορφο, τι πιο αγνό και τι πιο ευτυχισμένο. Και θα ξεκινήσω λίγο ανάποδα. Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου, που είναι ο καλεσμένος μας σήμερα, έχει γράψει πολλά βιβλία μεταξύ των οποίων «Ποιος απήγαγε τον Άι-Βασίλη», στο κλίμα των ημερών. Επίσης στο κλίμα των ημερών και το αστυνομικό μυθιστόρημα, το «Χνότα στο Τζάμι», το οποίο πήρε και βραβείο «Λογοτεχνικό Βιβλίο για μεγάλα παιδιά» από το περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ 2008, και πολλά άλλα βιβλία, βιβλία του έχουν βραβευτεί, είναι βιβλία για εκπαιδευτικούς, για δασκάλους. Να σας καλωσορίσω, να σας ευχαριστήσω πολύ που είστε εδώ σήμερα...

Σας ευχαριστώ κυρία Αντωνοπούλου που με καλέσατε.

Θέλαμε πολύ να συζητήσουμε μαζί σας, γιατί το συγκεκριμένο βιβλίο που έχετε γράψει, το «Χνότα στο Τζάμι», να πούμε βέβαια ότι για το καινούριο σας βιβλίο θα μιλήσουμε στη συνέχεια, έχει και οικολογικό μήνυμα, που είναι κάτι που το στηρίζουμε και μας αρέσει πολύ εμάς εδώ στο ΣΚΑΪ, όμως βλέπω το βιβλίο αυτό, το «Χνότα στο Τζάμι», λες και είχατε μία αίσθηση αυτής της πραγματικότητας, της πολύ έντονης φέτος, παρότι το γράψατε πέρσι, γιατί μιλάτε για μία κοινωνία στην οποία υπάρχει βία, στην οποία υπάρχει τρομοκρατία, μια πανικόβλητη πόλη γράφει εδώ στο οπισθόφυλλο, όπου κινείται υπό την απειλή τρομοκρατικών χτυπημάτων, όπου οι πάντες και τα πάντα παρακολουθούνται, και διαβάζοντάς το αυτό, κάπου κάνουμε…δεν μπορούμε να μην κάνουμε τον παραλληλισμό με όλα αυτά που συνέβησαν τις τελευταίες δύο εβδομάδες στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις βέβαια.

Είπατε στην αρχή ότι το βιβλίο είναι αστυνομικό μυθιστόρημα. Είναι αστυνομικό μυθιστόρημα, εγώ θα έλεγα ότι είναι ωμή πραγματικότητα, τελικά κατέληξε το βιβλίο να είναι μία ωμή πραγματικότητα. Τώρα δεν μπορώ να πω αν είναι προφητικό ή όχι, πάντως το είχα εμπνευστεί από τα γεγονότα του 2005 στην Αγγλία με τη δολοφονία του Βραζιλιάνου ηλεκτρολόγου στο μετρό του Λονδίνου, του Μενέσες, από την αστυνομία, κατόπιν από τα γεγονότα που έγιναν στο Παρίσι, που ξέσπασαν ταραχές πάλι με τη δολοφονία δύο μεταναστών στα προάστια, στις συνοικίες του Παρισιού, καθώς και μετά από κάτι ειδήσεις που διάβαζα στις εφημερίδες, στο Ίντερνετ, περί Μεγάλου Αδελφού, ότι υπάρχουν κάμερες στο Λονδίνο που παρακολουθούν τους πάντες. Όλος ο συνδυασμός αυτός βγήκε στο βιβλίο. Δεν μπορούσα να φανταστώ βέβαια ότι θα έβγαινε μετά από δύο χρόνια στην Αθήνα.

Η αλήθεια είναι ότι στην Αθήνα, στην Ελλάδα, δεν έχουμε συνηθίσει να συμβαίνουν, να έχουμε γενικότερα τέτοια επεισόδια, όλα αυτά που συνέβησαν ήταν πρωτόγνωρα για εμάς. Για εσάς που είστε και συγγραφέας, είστε άνθρωπος των Γραμμάτων και φαντάζομαι ότι έχετε και ανησυχίες, αλλιώς δε θα μπορούσατε να γίνετε συγγραφέας, πώς σας φάνηκε όλο, πού πιστεύετε δηλαδή ότι κάπου χάθηκε το πράγμα και οδηγηθήκαμε σε όλα αυτά τα γεγονότα που συνέβησαν;

Αυτό το έχουν αναλύσει πάρα πολλοί, και στον Τύπο και στο Ραδιόφωνο και στην Τηλεόραση. Είναι συσσωρευμένη οργή αφενός και είναι η κοινωνία της ευδαιμονίας, ένας ψευδεπίγραφος ευδαιμονισμός, ο οποίος δεν οδήγησε τελικά πουθενά. Πάντως το ζήτημα είναι ότι οι νέοι βεβαίως δεν ακούγονται σε ό,τι και να λένε, οι υποσχέσεις που δίνονται προς τους νέους, προς τους μαθητές και προς τους φοιτητές είναι ένα κενό γράμμα. Υπήρχαν ήδη καταλήψεις εδώ και 15, 18 χρόνια, κανείς δεν έκανε τίποτα γι’ αυτό, τα μηνύματα ήταν ήδη πάρα-πάρα πολλά, συσσωρεύτηκαν και ξέσπασαν. Και να σας πω κάτι, επειδή το βιβλίο αρχίζει με τη δολοφονία ενός νεαρού από την αστυνομία μιας υποθετικής πόλης και τελειώνει με την «εξέγερση» των μικρών παιδιών, των μαθητών 9-10 ετών, δεν τους έκανα φοιτητές ή ξέρω εγώ μαθητές λυκείου ή γυμνασίου, θεωρώ χρέος μου...

Πώς και βάλατε παιδιά εννέα και δέκα ετών; Πώς σκεφτήκατε να αντιδρούν, γιατί εντάξει, είναι λίγο... είναι πολύ νεαρή αυτή η ηλικία.

Είναι πολύ νεαρή ηλικία, τα παιδιά μέσα στο μυθιστόρημα είναι κλεισμένα όλη μέρα μέσα στο σπίτι, δεν μπορούν καν να βγουν να παίξουν, δεν μπορεί να επικοινωνήσει το ένα με το άλλο και έβαλα τόσο μικρή ηλικία, γιατί ήθελα να δείξω την αθωότητα, το απονήρευτο αυτής της ηλικίας και το αυθόρμητο που ξεσπάει τελικά.

Και ακριβώς αυθόρμητο, και σ’ αυτό λέμε όλοι ναι, αυθόρμητη είναι η όλη αντίδραση των παιδιών, και λέμε ναι στα συλλαλητήρια, ναι στις διαμαρτυρίες, αλλά όχι στη βία και στα επεισόδια. Να τα ξεχωρίζουμε πάντα αυτά τα δύο, είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα.

Εγώ τα έχω ήδη ξεχωρίσει στο μυαλό μου, κυρία Αντωνοπούλου, άλλοι θέλουν να τα μπλέκουν. Δηλαδή αυτό καθαυτό το γεγονός είναι η δολοφονία, το αισχρό αυτό γεγονός, το απάνθρωπο, πώς να το πω, δεν υπάρχουν λόγια να το περιγράψω. Τα συλλαλητήρια και οι διαμαρτυρίες των φοιτητών και των μαθητών που ξέσπασαν μετά πολύ δικαιολογημένα, είναι άλλο γεγονός, που είχαν σαν αφορμή τη δολοφονία. Τώρα τα έκτροπα είναι ένα τρίτο, ανεξάρτητο γεγονός, που δε μ’ αρέσει καθόλου να το συγχέω με τα άλλα δύο. Θέλω να πω ότι εφόσον το βιβλίο μιλά στο τέλος για μία «εξέγερση» των μαθητών, επειδή τιμήθηκε πρόσφατα με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου, θεωρώ χρέος μου, αυτό δε λέει σε κανέναν τίποτα μάλλον, αλλά τέλος πάντων εγώ το θεωρώ ως χρέος μου, να το αφιερώσω αφενός στον Αλέξη κι αφετέρου στα παιδιά που διαμαρτύρονται, που διαδηλώνουν ειρηνικά.

Είστε αισιόδοξος; Πιστεύετε ότι αυτή τη φορά μέσα από όλες αυτές τις διεργασίες, γιατί κάποιοι πιστεύανε ότι με τις γιορτές θα ξεχαστούν όλα, εμείς λέμε ότι τίποτα δεν πρέπει να ξεχαστεί, ότι θα βγει κάτι θετικό;

Είμαι εντελώς απαισιόδοξος ως προς τη μεριά της Πολιτείας, πιστεύω ότι δε θα γίνει απολύτως τίποτα, ούτε καν τα πιο απλά πράγματα, δηλαδή να υπάρχουν περισσότερες αίθουσες, τα βιβλία στα σχολεία να είναι στην ώρα τους, να θερμαίνονται τα σχολεία, τα πιο βασικά, τα πιο ουσιώδη. Είμαι όμως πάρα πολύ αισιόδοξος για τα παιδιά. Πιστεύω ότι τα παιδιά τα οποία ήταν, τώρα ας μην κρυβόμαστε λίγο «αποχαυνωμένα», ας το πω έτσι όπως κι αν ακουστεί, ξύπνησαν, γυρνάνε διαφορετικοί άνθρωποι το βράδυ στο σπίτι τους μετά από τα συλλαλητήρια και τις διαμαρτυρίες και το ευχάριστο, και τους ευχαριστώ κι εγώ γι’ αυτό το πράγμα, είναι ότι έχουν ξεσηκώσει τους πάντες και τον πνευματικό κόσμο. Βρήκε... ο πνευματικός κόσμος είναι εκ φύσεως ανήσυχος, βρήκε κι αυτός διέξοδο να εκφραστεί.

Η αφορμή ώστε να ξεσπάσει όλο αυτό ξέρουμε ότι ήταν ο φόνος του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Όμως τα βαθύτερα αίτια που ενοχλούν τους μαθητές στην καθημερινότητά τους, τους φοιτητές, ποια πιστεύετε ότι είναι, αν θα μπορούσαμε να τα πούμε ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, τα πέντε βασικότερα που τους οδήγησαν να βγουν στους δρόμους;

Είναι η ανασφάλεια, είναι οι πολλές υποχρεώσεις ίσως που πέφτουν στην πλάτη τους με φροντιστήρια, με εξετάσεις, με το οτιδήποτε κι ο λίγος ελεύθερος χρόνος, ότι δεν υπάρχει συνεκτικός ιστός στην οικογένεια, άμα δουλεύει ο πατέρας και η μητέρα πολλές φορές δύο δουλειές, ίσως η πλήξη, ίσως η ανία σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά σίγουρα η συσσωρευμένη οργή. Γιατί βλέπουν ότι και να θέλουν να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις τους, να διαβάζουν, να το οτιδήποτε, ότι αυτά που τους προσφέρονται, αναλογικά είναι πάρα πολύ λίγα.

Μου είπατε πριν ότι θεωρείτε ότι τα παιδιά κατά κάποιον τρόπο ήταν…τα χαρακτηρίσατε «αποχαυνωμένα». Πέρα από το ότι οι γονείς λείπουν και μπορεί να είναι σε δύο δουλειές, πιστεύετε ότι δεν τους δίνουν και τα ερεθίσματα κάνοντάς τους συζητήσεις, για την ιστορία του τόπου μας, για το πώς φτάσαμε ως εδώ, για τις κοινωνικές εξελίξεις…δηλαδή πιστεύετε ότι και οι γονείς θα πρέπει λίγο να δίνουν τα ερεθίσματα στα παιδιά;

Καταρχήν δε λέω μόνο τα παιδιά αποχαυνωμένα. Λέω μάλλον όλο τον κόσμο αποχαυνωμένο, βάζω και τον εαυτό μου εννοείται μέσα σ’ αυτό. Πιστεύω ότι τα είκοσι τελευταία χρόνια έγινε μία επανάσταση ειρηνική στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο, η επανάσταση ίσως «της βλακείας» και του ευδαιμονισμού. Όλοι κάθονται και παρακολουθούν στην τηλεόραση σήριαλ ή εκπομπές χαμηλού ίσως επιπέδου, δεν είναι τυχαίο ότι τα όνειρα περιορίζονται σε αρκετά παιδιά στο πώς να εμφανιστούν σε ένα ριάλιτυ ενδεχομένως...;

Όπως να γίνουν τραγουδιστές...

Όπως να γίνουν τραγουδιστές...

Παρουσιαστές ή ηθοποιοί...

Ακριβώς...

Χωρίς αυτό να είναι κατ’ ανάγκη κακό...

Όχι, δεν είναι, προς Θεού, δεν λέω πως είναι κακό, αλλά πιστεύω επιπλέον ότι και η οικογένεια έχει λιγάκι χαλαρώσει τους δεσμούς μεταξύ της.

Για να πάμε και στο φετινό σας βιβλίο «Το ταξίδι της κινέζικης Πάπιας», το οποίο είναι ένα οικολογικό ταξίδι, κύριε Παπαθεοδώρου;

Στην ουσία ναι, παρόλο που έχει και ορισμένα άλλα κοινωνικά μηνύματα. Βασίζεται σε ένα πραγματικότατο γεγονός, όταν το 1992 στις θάλασσες της Κίνας αναποδογύρισε ένα πλοίο και άφησε το φορτίο του στη θάλασσα, που ήταν 28.000 παπάκια. Αυτά γύρναγαν όλη τη γη, παρασυρόμενα από τα θαλάσσια ρεύματα, στο Βόρειο Πόλο, Αυστραλία, Λατινική Αμερική. Τώρα εγώ βάζω μία πραγματική πάπια στη μυθοπλασία, να κατευθύνει τα παπάκια, να πηγαίνουν σε διάφορες περιοχές του κόσμου και να βλέπουν τι γίνεται. Δηλαδή στον Περσικό θα δούνε πόλεμο και οικολογική καταστροφή από τα πετρέλαια, στον Αμαζόνιο θα δουν το κάψιμο των δασών.

Είσαστε πάντα στην επικαιρότητα και πάντα ευαισθητοποιημένος στο τελευταίο σας βιβλίο. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ, να είστε καλά.

Εγώ σας ευχαριστώ πολύ, Χρόνια Πολλά.

Καλά Χριστούγεννα.

Καλά Χριστούγεννα.

Συνέντευξη στην εκπομπή «Η καλή ενημέρωση απ’ το πρωί φαίνεται», με τους Άννα Κανδύλη και Νίκο Παναγιωτόπουλο, Αθήνα 9.84 - Τετάρτη 2 Απριλίου 2008.

Σήμερα είναι η παγκόσμια μέρα παιδικού βιβλίου. Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Με αφορμή αυτή τη μεγάλη γιορτή μιλήσαμε με το συγγραφέα του παιδικού και νεανικού βιβλίου, τον κύριο Βασίλη Παπαθεοδώρου ο οποίος έκανε λόγο για την όχι ικανοποιητική απήχηση του παιδικού βιβλίου ιδιαίτερα σε ηλικίες από 6, 7, 8 χρονών μέχρι 16, δηλαδή τα παιδιά που πάνε στο δημοτικό και στο Λύκειο. Παρόλα αυτά τονίζει πως γίνονται κάποιες φιλότιμες προσπάθειες του κράτους σε συνεργασία με το Ε.ΚΕ.Βι., για να προωθηθούν τα παιδικά βιβλία. Ας ακούσουμε τον κύριο Παπαθεοδώρου.

Τα παιδικά βιβλία σήμερα έχουνε, μπορώ να πω, μερικώς απήχηση στα παιδιά. Είναι πολύ ευπώλητα τα βιβλιοπαιχνίδια, τα βιβλία γνώσεων, αλλά μπορώ να πω δυστυχώς ότι παρουσιάζει κάποια κάμψη το παιδικό βιβλίο, όσον αφορά τις ηλικίες από τέλη Δημοτικού μέχρι τέλος Λυκείου, διότι υπάρχουν πολλοί ισχυροί «ανταγωνιστές» απέναντι στο παιδικό βιβλίο. Είναι το Ίντερνετ, η τηλεόραση, τα video-games. Αυτοί είναι ισχυρότατοι ανταγωνιστές και παίρνουν τις ώρες και κοινό παιδικό. Τα τελευταία χρόνια γίνονται πολύ σημαντικές προσπάθειες προσέλκυσης νεανικού κοινού στο παιδικό και εφηβικό βιβλίο. Το κράτος μέσω του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου έχει ξεκινήσει μια τεράστια προσπάθεια με συγκεκριμένα και στοχευμένα προγράμματα όπως π.χ. «Συγγραφείς και Εικονογράφοι στα σχολεία». Γίνονται πάρα πολλές θεματικές εκθέσεις, περιοδείες εκθέσεων αλλά επίσης υπάρχει και μια φοβερή προσπάθεια εκ μέρους όλων των εκδοτικών οίκων. Πιστεύω ότι το κράτος και οι εκδοτικοί οίκοι και οι συγγραφείς έχουν κάνει σημαντικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Μένει τώρα το σχολείο και ο γονιός να μάθουν τα παιδιά τους να διαβάζουν. Κατά κύριο λόγο εγώ γράφω βιβλία για νεανικό και εφηβικό κοινό. Έχω γράψει βέβαια και κάποια για παιδιά δημοτικού ή και για ακόμα μικρότερα παιδιά. Τα βιβλία τα δικά μου συνδυάζουν αστυνομική πλοκή, επιστημονική φαντασία, νέες τεχνολογίες και προσπαθώ να δώσω το βάρος στην δράση και στα μηνύματα για τα οποία η προσπάθειά μου είναι να τα περνάω χωρίς διδακτισμό. Όταν βγαίνει ένα βιβλίο οι εκδοτικοί οίκοι, οι εκδότες, οι συγγραφείς μεταξύ τους εύχονται ο ένας στον άλλον καλοτάξιδο. Εγώ θέλω να πιστεύω και ελπίζω ότι κάθε χρόνο θα προστίθενται ολοένα και περισσότεροι ταξιδιώτες, τα παιδιά δηλαδή, σε αυτό το ταξίδι του βιβλίου.

Συνέντευξη στη δημοσιογράφο Μαρία Νταγιάντα, στο σταθμό 9.37 FM Αγρινίου - 15 Δεκεμβρίου 2007.

Εδώ λοιπόν στον 9.37, με την καλημέρα μας για σήμερα Δευτέρα 17 του Δεκέμβρη, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, θεωρήσαμε ότι το καλύτερο δώρο, το οποίο μπορεί κάποιος να κάνει στους ανθρώπους που αγαπά, είναι τι άλλο; Από ένα βιβλίο. Φυσικά το να ψάχνουμε να βρούμε κάποιο βιβλίο είναι αρκετά δύσκολο. Θα πρέπει να δούμε πού απευθυνόμαστε, σε τι ηλικία απευθυνόμαστε, και τι θέλουμε τελικά να περάσουμε σε αυτόν που θα το κάνουμε δώρο. Εμείς τουλάχιστον έχουμε μια πρόταση. Η αφορμή μας δόθηκε μέσα στο Σαββατοκύριακο. Έχουμε κοντά μας τον κ. Βασίλη Παπαθεοδώρου.
Καλώς ήρθατε.

Καλώς σας βρήκα. Θέλω να ευχαριστήσω το ραδιοφωνικό σταθμό σας, και το βιβλιοπωλείο Αφοί Χριστοδουλόπουλοι, οι οποίοι με κάλεσαν και μου έκαναν αυτή τη χαρά, να έρθω στο Αγρίνιο.

Είναι η πρώτη φορά... μπορούμε να μιλάμε στον ενικό;

Βεβαίως, βεβαίως.

Λοιπόν, Βασίλη, είναι η πρώτη φορά που επισκέπτεσαι την πόλη του Αγρινίου;

Ναι, η πρώτη μου φορά.

Λίγο μελαγχολικός καιρός βέβαια, αλλά άκρως χριστουγεννιάτικος, έτσι;

Δεν πειράζει, στην παρουσίαση που θα έχουμε μετά στο βιβλιοπωλείο, ελπίζω να ζεσταθούμε κάπως περισσότερο.

Μάλιστα. Λοιπόν να μιλήσουμε λιγάκι για τον κύριο λόγο, τον οποίον σε έκανε να επισκεφτείς το Αγρίνιο. Το βιβλιοπωλείο Χριστοδουλόπουλοι, οι οποίοι κάνουν μια πολύ μεγάλη δουλειά όλα τα χρόνια, πάνω στην καλή παρουσίαση των βιβλίων κι οτιδήποτε είναι καλύτερο στη συγγραφή και στην παρουσίαση, να δούμε λιγάκι τι ήταν αυτό το οποίο σε έκανε να ασχοληθείς με το βιβλίο.

Πιστεύω ότι κατά κάποιον τρόπο έχεις κάποιες σκέψεις, κάποιες ιδέες, ή έστω ένα ταλέντο, ας το πούμε κι αυτό, μέσα σου, απλά περιμένει την κατάλληλη αφορμή για να βγει σε κάποια δεδομένη στιγμή. Εντελώς τυχαία μου ήρθε αυτή η αφορμή, από ένα χαρτί για ένα λογοτεχνικό διαγωνισμό που πήρα μέρος, βραβεύτηκε το βιβλίο πριν δέκα χρόνια, και αποφάσισα να συνεχίσω, μου’δωσε θάρρος και κουράγιο αυτό το πράμα να συνεχίσω.

Αν δεν κάνω λάθος είναι η τρίτη συνεχόμενη δουλειά, το βιβλίο αυτό που παρουσιάστηκε;

Αυτό το βιβλίο είναι το έκτο βιβλίο.

Το έκτο;

Ναι. Αλλά είναι το πρώτο καθαρά παιδικό, και το πρώτο ας το πούμε εποχιακό, χριστουγεννιάτικο. Όταν λέω καθαρά παιδικό, συνήθως ασχολούμαι με ηλικίες Γυμνασίου, Λυκείου ή τα μεγάλα παιδιά του Δημοτικού, δηλαδή πιο πολύ νέους και εφήβους. Αλλά αυτό το βιβλίο απευθύνεται κυρίως σε παιδιά.

Μάλιστα. Να μιλήσουμε λιγάκι... ελαφρά για το περιεχόμενο και να αφήσουμε όλα τα ερωτήματα να λυθούν, διαβάζοντας κάποιος το βιβλίο, έτσι;

Το βιβλίο ονομάζεται «Ποιός απήγαγε τον Άγιο Βασίλη;», είναι ένα χριστουγεννιάτικο - πρωτοχρονιάτικο βιβλίο, όπου ο Άγιος Βασίλης δουλεύοντας στο εργαστήριό του δέχεται μία επίσκεψη από κάποιους άγνωστους, ας το πούμε κακούς, οι οποίοι τον απαγάγουν για κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Υπάρχει μία αγωνία, αν ο Άγιος Βασίλης τελικά θα προφτάσει να μοιράσει τα δώρα στα παιδιά στην ώρα τους, αν θα τον αφήσουν ελεύθερο, και μέχρι να λυθεί αυτό το ερώτημα, αυτή η αγωνία να περάσει, γίνονται διάφορα, ας το πω και ευτράπελα μέσα στο βιβλίο.

Τα υπόλοιπα δε χρειάζεται να τα πούμε, αφήνουμε όλους αυτούς που θα ασχοληθούν με το βιβλίο...

Ε ναι, βέβαια...

Έτσι να έχει και κάποιο σασπένς. Δέκα χρόνια που γράφεις βιβλία, μέσα σ’ αυτά τα δέκα χρόνια θα ήθελα να μιλήσουμε για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει κάποιος που γράφει ένα βιβλίο, γιατί δεν είναι όλα τόσο εύκολα όπως παρουσιάζονται κάποια στιγμή.

Οι δυσκολίες του να γράψει κάποιος ένα βιβλίο... σε μένα μάλλον δεν υπάρχουν δυσκολίες τόσες πολλές στο να γράψω ένα βιβλίο γιατί δεν είμαι από τους τύπους που θα κάτσω και θα πω «τώρα πρέπει να γράψω ένα βιβλίο». Έτσι και μου έρθει η ιδέα, μπορώ να τη γράψω στο χαρτί, να κάτσω να ασχοληθώ μαζί της. Άμα δεν έχω ιδέα δε θα ασχοληθώ. Πάντως αυτή η δουλειά, δε θα το πω επάγγελμα, αυτή η τέχνη, κρύβει μέσα της μεγάλες απογοητεύσεις, μέχρι να φτάσεις σε ένα σημείο να γίνεις αποδεκτός;, να γίνεις γνωστός;, να υπολογίζουν το όνομά σου;, κρύβει πολλά στάδια απογοήτευσης και στενοχώριας, από τα οποία, δεν μπορώ να πω ότι τα έχω γλιτώσει. Έχω ακολουθήσει κι εγώ αυτό το δρόμο, αλλά τον τελευταίο καιρό, δόξα τω Θεώ, ας το πούμε, και με τις εκδόσεις έχουμε μια πάρα πολύ καλή συνεργασία και υπάρχει μέλλον και στη συνεργασία και στις επισκέψεις που κάνω στα διάφορα μέρη, σχολεία και πόλεις της Ελλάδας.

Να πούμε και τις εκδόσεις...

Είναι οι εκδόσεις Καστανιώτη.

Βεβαίως. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να υπάρχει κάποιος ο οποίος να υποστηρίζει και να ξέρει ο εκάστοτε συγγραφέας ότι μπορεί να στηριχτεί πάνω σε αυτόν.

Ναι βεβαίως, αυτό ίσως είναι το σημαντικότερο.

Λιγάκι σκέφτηκα κάτι όταν είπες για την τέχνη. Άρα δεν μιλάμε για κύριο επάγγελμα, δε μιλάμε για βιοποριστικό επάγγελμα, έτσι;

Όχι, καθόλου. Είναι ψέματα να πει κανείς ότι οι συγγραφείς στην Ελλάδα ζούνε από την τέχνη αυτή τέλος πάντων. Έχω διαβάσει μια στατιστική κάπου ότι το 5% αυτών που δηλώνουν συγγραφείς, έχουν ως κύρια απασχόλησή τους τη συγγραφή. Βέβαια στο εξωτερικό τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Αλλά εδώ πέρα που το κοινό, το αναγνωστικό κοινό είναι αρκετά πιο περιορισμένο, μπορώ να πω ότι ίσως λείπει σε κάποιες φάσεις και η αναγνωστική παιδεία, γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο να ζήσει κάποιος αποκλειστικά από τη συγγραφή.

Λοιπόν, Βασίλη να μιλήσουμε λιγάκι για τα προηγούμενα βιβλία, για τις προηγούμενες συγγραφές που έχουμε κάνει.

Έχουν βγει ήδη πέντε βιβλία, η «Σχολική Παράσταση», το «Άλφα», το «Μήνυμα», οι «Εννέα Καίσαρες», και το «Χνότα στο Τζάμι». Τα περισσότερα από αυτά, αν όχι όλα κρύβουν ένα μήνυμα μέσα τους. Να το πούμε πολιτικό;, κοινωνικό;, τέλος πάντων είμαι της άποψης ότι στα παιδιά δεν πρέπει να δίνουμε τόσο «μασημένες» ή «αφελείς» ιστορίες, αλλά πρέπει να τα βάζουμε και σε μία διαδικασία να σκεφτούνε και να κρίνουν μόνα τους, τι είναι το σωστό και τι είναι το λάθος, χωρίς διδακτισμό και με αρκετά ίσως διλήμματα, έτσι ας το πω ηθικά ή κοινωνικά. Τα προηγούμενα βιβλία οδηγούν το παιδί, τον αναγνώστη μάλλον παιδί, έφηβο, προς μία πιστεύω εγώ σωστή κατεύθυνση, τη σκέψη του. Τον τελευταίο καιρό, στα τελευταία μυθιστορήματα ασχολούμαι κυρίως με αστυνομικό μυθιστόρημα, επιστημονικής φαντασίας και τεχνολογικό μυθιστόρημα, δηλαδή τα μηνύματα αυτά τα δίνω μέσα από το Ίντερνετ ή από κάποια αστυνομική ιστορία που γράφω, ή από κάποια ιστορία επιστημονικής φαντασίας, γιατί βεβαίως ένα βιβλίο δεν πρέπει να έχει μηνύματα μόνο, αλλά πρέπει να έχει και δράση, να έχει και ενδιαφέρον, να έχει και μία πλοκή να ευχαριστεί τον άλλον να το διαβάσει.

Ένα μεγάλο φάσμα δηλαδή, μπορώ να πω ότι έχεις καλύψει σχεδόν τα πάντα, απ’ότι έχεις ασχοληθεί. Και κυρίως πράματα τα οποία, μάλλον σημεία που ενδιαφέρουν τη νέα γενιά πάρα πολύ.

Ναι, τώρα μπορεί να έλεγε κάποιος ότι αυτά τα σημεία είναι, το Ίντερνετ π.χ., και οι νέες τεχνολογίες είναι κάπως της μόδας. Επειδή ενδιαφέρομαι κι εγώ γι’ αυτά τα πράματα κι ασχολούμαι κι εγώ μ’ αυτά τα πράματα, κρίνοντας από τον εαυτό μου, από το τι βλέπω, από τα καινούρια πράματα με τα οποία κατακλύζομαι κάθε μέρα, διαβάζοντας στο Ίντερνετ ή από την τηλεόραση, πλάθω μία ιστορία στο μυαλό μου που να έχει σχέση με αυτά τα ζητήματα.

Τώρα θα μου δοθεί η ευκαιρία να ρωτήσω κάτι άλλο. Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος ο οποίος ασχολείται με την πένα, με το χαρτί, με το να απεικονίζει και να καταγράφει τις σκέψεις του, να μπορεί να είναι και τόσο πολύ κοντά με την τεχνολογία, με το Ίντερνετ, με όλα αυτά; Γιατί συνήθως αυτοί οι άνθρωποι λίγο συγκρούονται.

Νιώθω ότι πάντα, ανέκαθεν μάλλον, πατούσα ίσως σε δυο βάρκες, δηλαδή από το σχολείο ήμουν καλός στα μαθηματικά, ήμουν καλός και στα φιλολογικά. Σπούδασα μηχανικός στο Πολυτεχνείο και παράλληλα άρχισα να γράφω κιόλας. Δηλαδή αυτές οι δύο τάσεις πήγαιναν παράλληλα. Οπότε κρίνω ότι συνέπεσαν και η σύγκλιση έγινε στα βιβλία.

Οπότε δηλαδή η χρυσή τομή ήταν για τους δύο αυτούς ανθρώπους που συναντήθηκαν όταν γράφεις ένα βιβλίο.

Ακριβώς.

Μάλιστα. Η παρουσίαση λοιπόν έγινε του βιβλίου, οι εντυπώσεις πάρα πολύ καλές.

Πάρα πολύ καλές. Τα παιδιά συμμετείχαν. Ευχαριστώ πάρα πολύ το βιβλιοπωλείο που το διοργάνωσε, ευχαριστώ πάρα πολύ τις εκδόσεις που με έστειλαν κι ευχαριστώ προπάντων τον κόσμο που ήρθε, τα παιδιά που ήρθαν.

Στην αρχή όταν είχα πει για τα τρία βιβλία, όπως πολύ καλά είπαμε, ήταν τα τρία βιβλία που είναι στις εκδόσεις Καστανιώτη. Λοιπόν δε μένει τίποτα άλλο από το να ευχαριστήσουμε πάρα πολύ το Βασίλη Παπαθεοδώρου, ο οποίος μας έδωσε λίγα λεπτά από τον πολύτιμο χρόνο του, βρισκόμενος εδώ στην πόλη του Αγρινίου, ευχόμαστε κάποια στιγμή ξανά, να τα ξαναπούμε πάλι εδώ στον 9,37...

Μακάρι, μεγάλη χαρά μου κι εμένα...

Και να αφήσουμε τελικά κάποιους να αναρωτηθούν για το ποιος τελικά...

Ποιος τον απήγαγε τον Άγιο Βασίλη; Θέλω να δώσω μια ευχή, τελικά ο Άγιος Βασίλης σε όλους να φέρει τα δώρα του, να γλιτώσει την τελευταία στιγμή από την απαγωγή και να τους πάει τα δώρα, σε όλους. Καλή χρονιά και καλές γιορτές σε όλους τους ακροατές σας.

Καλή χρονιά, καλές γιορτές λοιπόν, και αν θέλετε εσείς να λύσετε αυτήν την απορία, δεν έχετε τίποτα άλλο από το να αγοράσετε το βιβλίο, να το διαβάσετε και να δούμε τελικά τι θα κάνει ο Αι Βασίλης μέχρι την πρώτη του μήνα.

Συνέντευξη στη Δημοτική Τηλεόραση Κω - 30 Μαρτίου 2007

Η Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου που γιορτάζεται στις 2 Απριλίου είναι πάντα μια αφορμή καλή για τα σχολεία μας να ανοίξουν περισσότερο τα παράθυρά τους προς το μαγικό κόσμο του βιβλίου. Κύριε Παπαθεοδώρου, πώς αποδεχτήκατε την πρόσκληση εδώ από το σχολείο μας στην Κω να έρθετε;

Είναι πάντα μεγάλη χαρά και τιμή για μένα να με φωνάζουν από σχολεία κυρίως της περιφέρειας, και μεγάλη μου χαρά ήταν να ‘ρθω στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Κω. Εδώ πέρα ειλικρινά έχω μείνει εντυπωσιασμένος, αυτήν την ώρα που μιλάμε κάνουμε μία, ας το πούμε, υποδειγματική συγγραφή μυθιστορήματος, ιστορίας, βοηθάνε τα παιδιά πάρα πολύ. Έχω μείνει ειλικρινά εντυπωσιασμένος από όλες τις τάξεις, από όλες τις ιδέες και μπορώ να πω ότι όσο έμαθαν τα παιδιά ή βοηθήθηκαν με αυτή τη μέρα, άλλο τόσο έμαθα κι εγώ από αυτά και βοηθήθηκα και γι’ αυτό το λόγο ευχαριστώ και τα παιδιά και τη διεύθυνση και το σχολείο που με φώναξαν.

Ανακαλύψατε δηλαδή μερικά ταλέντα συγγραφέων εδώ;

Τα ταλέντα είναι δεδομένο ότι υπάρχουν, απλά ελπίζω να βοήθησα να ανακάλυψαν οι ίδιοι ότι είναι ταλέντα.

Το παιδικό βιβλίο είναι κάτι που είναι αγαπημένο στην Ελλάδα ή τώρα αρχίζουμε σιγά-σιγά και στρεφόμαστε προς τα εκεί;

Πιστεύω ότι από λόγους διαφήμισης και marketing, το παιδικό βιβλίο αρχίζει σιγά-σιγά να αναπτύσσεται στην Ελλάδα, ήταν ένα είδος λιγάκι πιο παραμελημένο, αλλά επειδή γίνεται μία πολύ μεγάλη και συντονισμένη προσπάθεια από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, το Ε.ΚΕ.ΒΙ., το οποίο και ευχαριστώ πάρα πολύ, καθώς και άλλοι συγγραφείς τους στέλνει σε σχολεία, φαντάζομαι ότι θα υπάρξει μία συνεχής ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια.

Οι σύγχρονοι Έλληνες αγαπούν το βιβλίο και κατ’ επέκταση καλλιεργούν αυτήν την αγάπη και στα παιδιά τους;

Για να είμαι ειλικρινής σε σχέση με τους ξένους δεν είμαι 100% σίγουρος ότι οι Έλληνες αγαπούν το βιβλίο. Είναι όμως σίγουρο ότι οι Έλληνες έχουν πολύ μεγάλο ταλέντο να διαβάζουν βιβλία και να γράφουν βιβλία, δηλαδή είναι πάρα πολύ… γενικά με τις τέχνες, είναι πάρα πολύ φιλότεχνοι.

Ωστόσο το γεγονός ότι είμαστε στην εποχή της εικόνας και της τεχνολογίας παραμερίζει το βιβλίο;

Να σας πω την αλήθεια δεν θα το έλεγα αυτό, γιατί τα δικά μου τα βιβλία ασχολούνται ειδικά με την εικόνα και την τεχνολογία, γιατί κι εγώ είμαι μέρος αυτής της εποχής, οπότε προσπαθώ σε αυτά τα βιβλία να αναφέρω αυτή τη θεματολογία και προσπαθώ εκεί που πηγαίνω, στα διάφορα σχολεία που πηγαίνω, να λέω στα παιδιά ότι καλό μεν και το Ίντερνετ και ο υπολογιστής, αλλά ανοίξτε και κάποιο βιβλίο γιατί είναι ανεκτίμητο.

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να γράφει κανείς για παιδιά;

Εξαρτάται από το πόσο αισθάνεται ο ίδιος ότι μπορεί να γράφει για παιδιά. Εγώ πιστεύω ότι ίσως είναι λίγο πιο δύσκολο από το να γράφεις για μεγάλους, γιατί το να γράφεις για μεγάλους έχει πάρα πολλούς βαθμούς ελευθερίας, μπορεί να γράψεις οτιδήποτε θέλεις και με όποιο λεξιλόγιο θες, ενώ για παιδιά πρέπει να εισάγεις συγκεκριμένα νοήματα μέσα, και να προσέχεις πάρα πολύ τη δομή του λόγου σου.

Ετοιμάζετε τώρα κάποιο καινούριο βιβλίο;

Έχει βγει κάποιο καινούριο βιβλίο, εντάξει πάντα ετοιμάζεται και κάποιο καινούριο βιβλίο, τώρα προχθές έχει κυκλοφορήσει ένα καινούριο βιβλίο αστυνομικού περιεχομένου.

Κλείνοντας λοιπόν έτσι το φετινό μήνυμα από την προσωπική σας εμπειρία, ποιο θα ήταν, τι θα λέγατε στα παιδιά;

Στα παιδιά θα έλεγα, όπως και θα τους πω μετά, ότι βλέπουν οι ίδιοι αυτή τη στιγμή τις ικανότητές τους, έχουν πάρα πολύ μεγάλες ικανότητες, και με τη βοήθεια των δασκάλων τους και των γονιών τους και του διαβάσματος, να ξέρουν ότι τίποτα δεν είναι άσκοπο.