Συνεντευξεις

Του Βασιλη Παπαθεοδωρου στον τυπο και στο διαδικτυο 02

Συνέντευξη στη Χριστίνα Κανάρια, www.teachingtherapy.com - 23 Νοεμβρίου 2014

Κύριε Παπαθεοδώρου, είναι πραγματικά μεγάλη μας χαρά να σας έχουμε στο teaching therapy!

Σας ευχαριστώ πολύ κι εγώ για την επικοινωνία που έχουμε, με εσάς και τους αναγνώστες σας!

Ποια γεγονότα αποτέλεσαν την αφορμή για τα βιβλία σας "Ναι, Βιρτζίνια! Υπάρχει Άγιος Βασίλης" και "Ποιος απήγαγε τον Αϊ-Βασίλη";

Τη Βιρτζίνια την είχα δει για πρώτη φορά σε κινούμενα σχέδια το 1977, όντας μαθητής της Ε’ Δημοτικού. Η ιστορία με είχε εντυπωσιάσει, μάλιστα είχα "ζηλέψει" τότε και ήθελα να την είχα πει εγώ, να την είχα διηγηθεί εγώ. Έκτοτε πέρασαν 35 χρόνια, η Βιρτζίνια ήταν μια ανάμνηση, θαμμένη στη σκέψη μου, την επανέφερα κάθε Χριστούγεννα με την ίδια και αμείωτη μάλιστα επιθυμία να την πω εγώ. Μέχρι που το 2012 έκατσα και την έγραψα, όντας πολύ ευχαριστημένος. Για τον Άγιο Βασίλη εμφανίζονται κάθε χρόνο σε εφημερίδες, περιοδικά, Ίντερνετ, διάφορα άρθρα που προσπαθούν να προσεγγίσουν επιστημονικά τα μεγέθη του χρόνου, της ταχύτητας του έλκηθρου, της μάζας και του όγκου των δώρων. Πήρα αυτά τα στοιχεία κι έγραψα ένα αστείο παραμύθι.

Τι σημαίνουν για εσάς τα γεγονότα αυτά;

Θα σταθώ πιο πολύ στη Βιρτζίνια. Το να τη γράφω μετά από 35 χρόνια είναι σαν να κλείνω το τετράδιο ή να γυρνώ μια σελίδα των παιδικών μου χρόνων, σαν να εκπληρώνω ένα "τάμα". Η Βιρτζίνια για μένα είναι θαλπωρή, είναι παιδικότητα, είναι αναμνήσεις. Και γι’ αυτό την έχω σε περίοπτη θέση στην καρδιά μου.

Ποιες ήταν οι σκέψεις που κάνατε όταν οι συντάκτες του elniplex σας είπαν ότι επιθυμούν να διασκευάσουν θεατρικά τα έργα σας "Ναι, Βιρτζίνια! Υπάρχει Άγιος Βασίλης" και "Ποιος απήγαγε τον Αϊ-Βασίλη";

Ένιωσα πολύ κολακευμένος όταν μου το πρότειναν τα παιδιά, το "ναι" το είπα αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη. Γνωρίζοντας τη δουλειά τους μέσα από το site τους, δεν αμφέβαλλα ή φοβήθηκα ούτε στιγμή για το αποτέλεσμα, δεν αμφισβήτησα τίποτα κι απλά αφέθηκα ή άφησα τις ιστορίες να ξαναειπωθούν μέσα από μια άλλη ματιά.

Συμμετείχατε στην όλη διαδικασία;

Την όλη διαδικασία την πήρα πολύ προσωπικά και μάλιστα όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιο πολύ μου άρεσε. Πιστεύω πως συμμετείχα σε συμβουλευτικό κυρίως επίπεδο, ως προς τα πρακτικά κυρίως ζητήματα της διακίνησης ή εκτύπωσης των θεατρικών. Στο δημιουργικό κομμάτι θεωρώ πως δε μου έπεφτε λόγος, πέρα από το ότι ήθελα να είμαι διακριτικός. Ας μη γελιόμαστε, δε θα μπορούσα να συνεισφέρω παραπάνω στο δημιουργικό, χωρίς να γνωρίζω τις ανάγκες των παιδιών του νηπιαγωγείου ή τη δουλειά που γίνεται σε αυτό. Με τα παιδιά μιλάμε σχεδόν σε καθημερινή βάση, θέλω κι εγώ το εγχείρημα να πετύχει, αφενός επειδή βασίζεται στα βιβλία μου κι αφετέρου επειδή το πλήρες πακέτο είναι κάτι που δεν έχει ξαναδιατεθεί ή ξαναπαρουσιαστεί στην ελληνική αγορά, είναι κάτι εντελώς νέο. Και μ’ αυτό δεν εννοώ μόνο τα θεατρικά, αλλά και το cd, το βιβλίο, τα παιχνίδια και τις δραστηριότητες, τις ιδέες για μουσική, κοστούμια, σκηνικά. Είναι μια πλήρης δουλειά.

Πώς σας φάνηκε το αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής;

Πέρα από κάθε προσδοκία, αν και τονίζω, ότι ως μη ειδικός, δεν ξέρω τι προσδοκίες θα μπορούσα να έχω. Η ομάδα έδωσε μια νέα πνοή, πιο φρέσκια, πιο χαρούμενη, ακόμα πιο γιορτινή στα δυο βιβλία. Τα διάβαζα και γέλαγα με τα στιχάκια, που ας σημειωθεί είναι στιχάκια που δεν υποτιμούν τη νοημοσύνη του παιδιού. Έχω δει πάρα πολλά έμμετρα να κυκλοφορούν και σε λογοτεχνικά βιβλία για παιδιά και τα θεωρώ, πλην εξαιρέσεων, παιδαριώδη και κακογραμμένα, γιατί εκβιάζουν την ομοιοκαταληξία και δεν τηρούν το μέτρο. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια επαγγελματικότατη δουλειά κι όχι απλά με μια πολύ καλή προσπάθεια. Αν δε, συνυπολογίσουμε τις άπειρες ώρες που ξόδεψαν αυτοί οι άνθρωποι όχι μόνο στο να τα γράψουν, αλλά και στο να οργανώσουν την εκτύπωση, την ηχογράφηση, την αποστολή, τη διαφήμιση, κλπ, κλπ, ώρες που δε μεταφράζονται χρηματικά, αλλά μόνο ηθικά, τους οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ.

Τι θα απαντούσατε εάν ήσασταν εσείς συντάκτης σε ένα περιοδικό και κάποιο παιδί έστελνε γράμμα και ρωτούσε αν υπάρχει ο Άγιος Βασίλης;

Μμμ, δύσκολη ερώτηση. Επειδή ήδη από πολύ μικρός είχα δει τη Βιρτζίνια στην τηλεόραση, πιστεύω πως θα τους απαντούσα ό,τι είχε απαντήσει και ο Φράνσις Τσερτς στο γράμμα του μικρού κοριτσιού, ότι δηλαδή ο Άγιος Βασίλης υπάρχει μέσα μας, όλες τις ημέρες του χρόνου, ότι ίσως εμείς είμαστε ο Άγιος Βασίλης για πολλούς. Τελικά μάλλον δεν ήταν και τόσο δύσκολη ερώτηση.

Τι σας κάνει να αγαπάτε τα Χριστούγεννα;

Οι αναμνήσεις, η ζεστασιά, τα φώτα, ο στολισμός. Πέρα από αυτά είναι και η γενικότερη ψυχολογία και αύρα των γιορτών πως μπορούμε για λίγο να αφήσουμε τις έγνοιες και τα προβλήματά μας στην άκρη, τουλάχιστον μέχρι να περάσουν οι γιορτές, πως “δικαιούμαστε” να χαμογελάμε στον δρόμο χωρίς λόγο, και να είμαστε χαρούμενοι.

Τι κάνει τα παιδιά να αγαπούν τα Χριστούγεννα;

Φαντάζομαι όλα τα παραπάνω συν η ξενοιασιά λόγω των σχολείων που είναι κλειστά, οι βόλτες και τα δώρα. Δε διαφέρουμε και πάρα πολύ, μεγάλοι και μικροί, στο γιατί χαιρόμαστε αυτές τις μέρες. Είναι όλα μαζί, αλλά και κάποια πράγματα που δεν μπορούν να εξηγηθούν, αυτά που είναι η αστερόσκονη ή η ζάχαρη άχνη των γιορτών. Αυτά που είναι η μαγεία τους.

Είναι ήδη πάρα πολλά τα σχολεία που ασχολούνται με τις θεατρικές διασκευές των έργων σας. Ποια ανατροφοδότηση θα θέλατε να τους δώσετε;

Ίσα ίσα εγώ θα ήθελα ανατροφοδότηση από τα σχολεία, να μας πούνε (στο elniplex και σε μένα) πώς τους φάνηκαν οι διασκευές, πώς πήγε η παράσταση, να μας δώσουν κι άλλες ιδέες, να μας πούνε τα σχόλιά τους. Γι’ αυτό και παρακαλώ ή προτρέπω όσους θέλουν να μας γράψουν για να ανταλλάξουμε απόψεις και ιδέες. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και για την ομάδα και για μένα.

Ευχαριστούμε πολύ!

Εγώ σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Εύχομαι καλές γιορτές και καλές παραστάσεις!

Συνέντευξη στον Απόστολο Πάππο, elniplex - 18 Οκτωβρίου 2014

"Η ανθρωπιά πρέπει να είναι παντός καιρού": συνέντευξη του Βασίλη Παπαθεοδώρου

Πέρασαν 14 χρόνια από τότε που έκανε εκδοτικά την εμφάνισή του με τη Σχολική Παράσταση. Και σε αυτά τα χρόνια, ο Βασίλης Παπαθεοδώρου κατέθεσε στο αναγνωστικό κοινό ισάριθμα βιβλία που κέρδιζαν βραβεία και διακρίσεις, κριτικούς και αναγνώστες. Πολυβραβευμένος, εξαιρετικός χειριστής του λόγου, της πλοκής και της εξέλιξης μιας ιστορίας στο χαρτί, ο Βασίλης Παπαθεοδώρου. Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, το νέο του βιβλίο "Το ημερολόγιο ενός δειλού" ενώ το καλοκαίρι ήρθε "Η λευκή απεργία των ροζ φλαμίνγκο" να υπενθυμίσει ότι δικαίως θεωρείται ένας από τους πιο ταλαντούχους Έλληνες συγγραφείς. Παράλληλα, πριν λίγες μέρες, ανακοινώθηκε ότι το βραβευμένο του μυθιστόρημα "Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης" συμπεριλήφθηκε στους ετήσιους καταλόγους White Ravens 2014, της Διεθνούς Βιβλιοθήκης Νεότητας Μονάχου, με τα 200 καλύτερα παιδικά και νεανικά βιβλία παγκοσμίως για το 2013. Και όχι μόνο αυτό… Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου ήταν η πηγή μιας μοναδικής εκδοτικής καινοτομίας όπου το elniplex έβαλε με αγάπη το χέρι του και δεν το παίρνει πίσω. Μια συζήτηση που αποκαλύπτει πολλά…

Βασίλη, καλησπέρα. Θα ήθελα να ξεκινήσουμε από τα Φλαμίνγκο. Μου έκανε εντύπωση που για ακόμα μια φορά βρίσκεις ένα σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό ειδησεογραφικό γεγονός, το διανθίζεις μυθιστορηματικά, το πηγαίνεις εκεί που θέλεις κρατώντας έναν άξονα του αληθινού γεγονότος. Το έχεις κάνει με αρκετά σου βιβλία (την Κινέζικη πάπια, το Αϊ-Βασίλης στο Ραντάρ). Πού βρίσκεις αυτά τα πολύ ιδιαίτερα ψήγματα ειδήσεων και σου γίνονται βιβλία; Ενημερώνεσαι κάπου ιδιαίτερα; Πέφτουν απλά στην αντίληψή σου και απλά οι περισσότεροι δεν τα κοιτάμε;

Μπορώ να πω ότι είναι όλα αυτά μαζί. Καταρχάς μου αρέσει και διαβάζω ακόμα εφημερίδα. Δε διαβάζω και πάρα πολύ τα ειδησεογραφικά blog και site και δε μένω μόνο σε αυτά. Μου αρέσει η εφημερίδα που προσφέρει κάποιες άλλες ειδήσεις οι οποίες διαβάζονται με έναν διαφορετικό τρόπο, δε διαβάζονται στα πεταχτά. Και τα Φλαμίνγκο και το Ραντάρ και την Αστεία Επιδημία, τα έχω διαβάσει στην εφημερίδα. Τις Ιπτάμενες Σελίδες τις διάβασα απλώς ως τίτλο σε μια εφημερίδα που ήταν για ένα εντελώς άσχετο γεγονός. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτές οι ειδήσεις στο ίντερνετ είναι στην κατηγορία «περίεργα» αλλά δεν είναι έτσι. Εγώ θα έλεγα ότι είναι στα πιο ανθρώπινα, στα πιο καθημερινά, άσχετα αν είναι με ζώα ή όχι, ίσως κι αυτά που επηρεάζουν τις μικρότερες κοινωνίες και για να είμαι ειλικρινής, αυτό δεν το έχω εξηγήσει στον εαυτό μου, πάντα μου αρέσει να ασχολούμαι με τα πιο μικρά και τοπικά προβλήματα τα οποία ουσιαστικά συνθέτουν τα μεγάλα προβλήματα αν μαζευτούν πολλά. Τα Φλαμίνγκο βασίζονται σε ένα πραγματικό γεγονός…

…στην Καμάργκ έτσι;

…στην Καμάργκ… που έγινε το 2007. Δεν είναι ανάγκη να το διαβάσω πολλές φορές το άρθρο. Αρκεί και μια διαγώνια ανάγνωση, μου μένει αμέσως στο μυαλό. Δηλαδή εντυπωσιάζομαι αμέσως από την είδηση και την κρατώ χρόνια στο μυαλό μου μέχρι να δέσει η ιδέα και να αρχίσω να το ψάχνω.

Τι σε κινητοποιεί στην συγκεκριμένη ιστορία; Σε γοητεύει ότι ένας κρίκος της ισορροπίας πατάει παύση και μπλοκάρει τα πάντα ή κάτι ακόμα παραπέρα;

Βασικά με γοητεύει πάντα το ανθρώπινο κι αφετέρου πως κάποια αρνητικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά όπως είναι η απληστία, η προδοσία ή οι ανίερες συμμαχίες μπορούν να επηρεάσουν σε τόσο μεγάλη κλίμακα τις ζωές των ανθρώπων. Κατά κύριο λόγο με ενδιαφέρει -κι ας μην παρεξηγηθεί αυτό- η κακή πλευρά των ανθρώπων. Τι συνέπειες φέρνει στη ζωή των υπόλοιπων ανθρώπων οι οποίοι είναι αμέτοχοι.

Είναι τόσο θέμα λεπτών ισορροπιών τα πράγματα στο περιβάλλον; Μια μικρή μεταβολή στην επιχειρηματικότητα της περιοχής και τα φλαμίνγκο αμέσως διαμαρτύρονται από τη φύση τους…Είναι όλα τόσο ρευστά;

Φαντάζομαι, χωρίς να είμαι ειδικός, ότι είναι, σε ορισμένα οικοσυστήματα είναι πολύ ρευστά όλα…

Ένα πολύ ιδιαίτερο οικοσύστημα αυτό εκεί, έτσι;

Ναι, βέβαια! Στην ουσία, ενώ φαίνεται ότι είναι οικολογικό δεν το έγραψα για να γράψω ένα οικολογικό μυθιστόρημα αλλά κατά κύριο λόγο πάντα γράφω έχοντας στο μυαλό μου κάτι πολιτικό ή κοινωνικό. Η πολιτική και κοινωνική ανισορροπία μπορεί να οδηγήσει και σε μία οικολογική καταστροφή. Πιστεύω ότι στα περισσότερα βιβλία μου, είναι και ο τρόπος σκέψης μου μάλλον, είναι πιο πολύ πολιτικοποιημένος. Κάθε βιβλίο μου θα έχει ένα τέτοιο στοιχείο της πολιτικής ή της κοινωνίας.

Είναι πολιτική στάση κάθε τι που κάνουμε;

Πιστεύω ότι είναι πολιτική στάση ακόμα κι όταν λέμε ότι δεν ασχολούμαι με την πολιτική. Δεν έχω καταλήξει αν είναι καλό ή κακό αυτό. Μερικές φορές όταν διαβάζω ή βλέπω ειδήσεις, σκέφτομαι γιατί όλα να είναι πολιτική και όλα οικονομία και να μην είναι τέχνες, ψυχαγωγία ή άνθρωποι απλά. Γιατί τελικά όλα να είναι πολιτική; Είναι πολύ απλουστευμένο αυτό που είπα, ίσως και αφελές. Σίγουρα η εποχή που ζούμε έχει πολύ έντονες πολιτικές διακυμάνσεις αλλά θα προτιμούσα να έχει και διακυμάνσεις άλλων ειδών, ας πούμε νέα ρεύματα στην τέχνη, καλλιτεχνικές ή εκπαιδευτικές διακυμάνσεις. Κάπου κι εμένα δηλαδή δε μου αρέσει όλη η ζωή μου να περιστρέφεται γύρω από τον οικονομικό ή τον πολιτικό παράγοντα.

Η Λίντσευ και ο Πολ, οι επιστήμονες στα Φλαμίγνκο, είναι οι άνθρωποι που αναζητούν την αλήθεια, να ξεμπλέξουν το κουβάρι που τυλίγει μια υπόθεση, ένα σύμβολο ας πούμε ανθρώπων που προσπαθούν ή είναι απλά δύο συνεπείς, ιδεολόγοι άνθρωποι που κάνουν σωστά αυτό που κάνουν; Γιατί είναι ήρωές σου και σε προηγούμενο βιβλίο σου…

Είναι και σε προηγούμενο και μάλλον θα είναι και σε επόμενο. Έχω άλλες δύο ιστορίες στο μυαλό μου με αυτούς.

Ε, αποκαλύψεις στο elniplex…(γέλια)

Λίντσευ και Πολ ήταν μάλιστα ένα αγγλικό συγκρότημα της δεκαετίας του 70’ (γέλια)… Η Λίντσευ και ο Πολ προσπαθούν να είναι δύο καθημερινοί άνθρωποι, δύο επαγγελματίες που έχουν μέσα τους βαθιά την αίσθηση και της συνέπειας και της ευθύνης των πράξεών τους αλλά και μία ξεχωριστή ηθική, ένα ήθος. Κι αυτοί είναι οι άξονες πάνω στους οποίους βαδίζουν. Είναι πρωταγωνιστές; Είναι και δεν είναι. Στην Κινέζικη Πάπια ήταν πρωταγωνιστές οι πάπιες, στα Φλαμίνγκο είναι η φύση. Είναι δύο άνθρωποι, που κατά κάποιο τρόπο τους έχω βαφτίσει πρωταγωνιστές. Θέλω να είναι δύο κουκίδες σταθερότητας και συνέπειας σε έναν κόσμο που οικολογικά είναι ασταθής.

Είχα διαβάσει μία έρευνα που έλεγε ότι η διαφορά των λαών που προόδευσαν περισσότερο από άλλους δε βρίσκεται στο dna αλλά στο ότι είχαν πολύ υψηλή την αίσθηση του καθήκοντος. Είναι και ο Πολ με τη Λίνσευ τέτοιοι άνθρωποι; Παίζει ρόλο αυτό το πράγμα; Αν ο καθένας μας έκανε αυτό που έπρεπε στον τομέα του, θα καταφέρναμε κάτι καλύτερο;

Θέλω να προσθέσω και μια άλλη διάσταση. Τη διάσταση των ορίων. Και στα δύο βιβλία υπάρχει μια ανισορροπία ορίων. Όλες οι προηγμένες κοινωνίες, όπως οι σκανδιναβικές ας πούμε, δεν είναι, φαντάζομαι, χωρίς να τους ξέρω, μόνο η αίσθηση του καθήκοντος όσο η αίσθηση των ορίων. Γιατί μπορούμε να πούμε ότι και η Αμερική είναι ένα κράτος προηγμένο αλλά σαν κοινωνία δεν είναι τόσο προηγμένη γιατί εκεί δεν υπάρχει τόσο βαθιά η αίσθηση των ορίων. Μπορεί να υπάρχει η αίσθηση του καθήκοντος αλλά όχι των ορίων. Με τα όπλα, την εγκληματικότητα, ότι είμαστε οι καλύτεροι και οι πιο δημοκράτες πάνω στη γη. Αλλά δεν υπάρχει η αίσθηση των ορίων. Οι άλλοι έχουν πιο καλά δομημένο το μέχρι που φτάνουν αυτοί και μέχρι που δίνουν το δικαίωμα στον άλλον να φτάσει. Κάπως έτσι το βλέπω χωρίς και πάλι να είμαι σίγουρος.

Τι περιμένουμε σε βιβλίο;

Σε λίγες μέρες θα κυκλοφορήσει ένα άλλο βιβλίο μου, στη σειρά Γέφυρες, δηλαδή απευθύνεται σε εφήβους και νέους, με θέμα το bullying. Είναι γραμμένο σε πρώτο ενικό πρόσωπο. Θέλω να γίνει κατά κάποιο τρόπο, άτυπα, μία τριλογία με τη Διαπασών, το τωρινό και ένα ακόμα που θα προκύψει στο μέλλον τα οποία να περιγράφουν τους σημερινούς νέους διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων, ιδεολογιών και ιδεοληψιών που κινούνται στη σύγχρονη Ελλάδα.

Το bullying υπήρχε πάντα έτσι; Και μάλλον ο όρος είναι πιο καινούριος…

Ακριβώς! Ναι!

Γιατί οι κοινωνίες ευαισθητοποιήθηκαν τώρα πολύ με αυτό; Τους απασχόλησε παραπάνω; Έγιναν κάποιες αντιδράσεις νέων πιο ακραίες;

Αυτό πράγματι με έχει απασχολήσει κι εμένα. Δε ξέρω. Φαντάζομαι ότι κάποιες κοινωνίες έχουν γίνει λίγο πιο «politically correct» ως υστερικές. Και παλιά στην Ελλάδα γινόντουσαν διάφορες «πλάκες» ως χοντράδες αλλά απουσίαζε κάτι. Η κακία! Φαντάζομαι ότι το καινούριο στοιχείο που έχει προστεθεί αυτές τις μέρες είναι η κακία. Δηλαδή κάποιος το κάνει κάποιος με σκοπό να βλάψει. Παλιά το έκανε κάποιος με σκοπό την πλάκα, το χαβαλέ, όσο χοντρό και να ήταν. Όταν κάποιος σπρωχνόταν στο ποδόσφαιρο, γινόταν γιατί απλά έπαιζε ποδόσφαιρο. Τώρα αν σπρώξει κάποιος τον άλλον, πολλές φορές τον σπρώχνει για να τον χτυπήσει. Πιστεύω ότι το καινούριο στοιχείο είναι η κακία.

Είναι δείγμα ότι οι δυτικές κοινωνίες κυρίως νοιάζονται περισσότερο να προστατέψουν το άτομο, την ιδιαιτερότητά του την ακεραιότητά του; Γίνονται ομιλίες, λαμβάνονται πρωτοβουλίες…

Ένα σημείο είναι η πρόληψη. Ένα άλλο είναι η προστασία των πιο αδύναμων ατόμων. Ένα άλλο όμως πολύ σημαντικό στοιχείο για μένα, που έχει έρθει ως όρος στο προσκήνιο, είναι η απενοχοποίηση των κοινωνιών. Μιλάμε συνέχεια για το ίδιο πράγμα, ανεχόμενοι το ίδιο πράγμα, μιλάμε συνέχεια νομίζοντας ότι το ξορκίζουμε και νομίζοντας ότι κάτι κάνουμε. Στην ουσία δεν κάνουμε τίποτα. Άμα δεν πράξεις, με τα λόγια και το ευχολόγιο, με τα σεμινάρια κι όλα αυτά, λίγα πράγματα καταφέρνεις. Πιστεύω ότι και η απενοχοποίηση και ότι θέλουμε να δείξουμε ότι κάνουμε κάτι ενώ στην ουσία δεν κάνουμε τίποτα, παίζει κι αυτό ένα ρόλο στο ότι έχει γιγαντωθεί όλη αυτή η κουβέντα γύρω από το bullying. Ένα υπαρκτό πρόβλημα, όπως είπαμε πριν είναι η κακία, είναι και η έλλειψη των ορίων αλλά από την άλλη μεριά θεωρώ εξίσου κακό το ο,τιδήποτε γίνεται να ονομάζεται bullying γιατί τότε δίνει συγχωροχάρτι στο πραγματικό bullying.

Τίτλο έχουμε;

Το ημερολόγιο ενός δειλού.

Από ό,τι ξέρω πηγαίνεις σε πολλά σχολεία, γυμνάσια και λύκεια κυρίως. Σου μιλούν γι αυτά τα θέματα είτε οι καθηγητές είτε τα παιδιά;

Όχι! Έχω πιάσει σκηνές bullying κι αυτό ήταν ένα ερέθισμα για να γράψω αυτό το βιβλίο. Μου έχει μιλήσει και φίλος μου για την κόρη του που ήταν θύμα στο σχολείο. Ούτως ή άλλως όλοι τα έχουμε ζήσει. Κι εγώ παλιά, όταν ήμουνα μικρός, υπήρξα κατά κάποιο τρόπο θύμα και η αδερφή μου και άλλα παιδιά, γνωστοί και φίλοι. Αλλά να έρθει κάποιος να κάνουμε κουβέντα για το bullying στο σχολείο δεν έχει γίνει, όχι για κάποιον άλλο λόγο αλλά γιατί η θεματολογία των βιβλίων μου ήταν διαφορετική.

Οπότε τώρα μάλλον θα είναι αφορμή…

Ακριβώς!

Βασίλη να ανοίξουμε μια μικρή ενότητα για τη Βιρτζίνια. Το «Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Αϊ-Βασίλης» κυκλοφόρησε πέρυσι το Νοέμβριο. Ένα βιβλίο που όπως είδαμε κι εμείς αγαπήθηκε πολύ, βραβεύτηκε τον Απρίλιο στον Ελληνικό Κύκλο, λίγο αργότερα πήρε και το βραβείο του Αναγνώστη. Πάλι μια πραγματική ιστορία, πολύ ιδιαίτερη. Πώς έρχεται στην αντίληψή σου η ιστορία της Βιρτζίνια Ο’ Χάνλον;

Απλά την είδα στην τηλεόραση τα Χριστούγεννα του 1977. Οι γονείς μου εργάζονταν μακριά, έμενα με τη γιαγιά και τον παππού. Αν την έβλεπα μαζί με την οικογένειά μου δε ξέρω αν θα με εντυπωσίαζε τόσο. Τότε μου έλειπαν οι γονείς μου, η οικογένειά μου και ρουφούσα την κάθε στιγμή από τις δεκαπέντε μέρες που ήμουνα μαζί τους, το ο,τιδήποτε, ακόμα και μία βόλτα για να ψωνίσουμε με το αμάξι ενώ έβρεχε μπορεί να μου έκανε την ίδια εντύπωση. Εκείνα τα κινούμενα σχέδια με είχαν εντυπωσιάσει γιατί μου είχαν δώσει την αίσθηση της ζεστασιάς και της οικογενειακής θαλπωρής που μου είχε λείψει εκείνη την εποχή. Μπορεί άμα τα έβλεπα το 1976 να μη μου έλεγαν αυτό το πράγμα. Είναι και η ιστορία, είναι μια πολύ ανθρώπινη και ιδιαίτερη ιστορία, αλλά είναι και οι συνθήκες. Όλα είναι και θέμα συνθηκών.

Και είναι ένα γραμμάτιο αυτή η ιστορία που το ξοφλάς 35 χρόνια μετά.

Ναι και χαίρομαι!

Πότε αποφάσισες όμως ότι θα το ξοφλήσεις;

Από τότε, αμέσως!

Αφού δεν ήσουν συγγραφέας…

Δε ξέρω. Αλλά είπα ότι αυτήν την ιστορία θέλω να τη γράψω. Δεν το έχω πει για άλλο πράγμα, ότι θέλω να γράψω το Σκούμπι Ντου, τον Αστερίξ ή τη Χάιντι. Για μία φορά στη ζωή μου το είπα για αυτό το πράγμα κι έκτοτε για κανένα. Ότι έχω δει πράγματα που έχω ζηλέψει και βιβλία άλλων συγγραφέων και έχω πει «αχ τι ωραία θα ήταν να τα έχω γράψει εγώ». Πολλά πράγματα με εντυπωσιάσει και με έχουν επηρεάσει. Δηλαδή «Ο Άρχοντας των Μυγών» και «Ο Φύλακας της Σίκαλης» έχω συνειδητοποιήσει ότι με έχουν επηρεάσει συγγραφικά. Δεν έλεγα όταν το διάβαζα «μακάρι να το ‘χα γράψει εγώ». Η Βιρτζίνια δε με έχει επηρεάσει συγγραφικά αλλά έλεγα «μακάρι να είχα πει εγώ αυτήν την ιστορία. Θα μου άρεσε να είμαι εγώ αυτός που την έλεγε».

Και την είπες την ιστορία…

Την είπα την ιστορία…

Και πολλοί λένε ότι την είπες και καλά…

Για να είμαι ειλικρινής, ακόμα και να έλεγαν ότι την είπα κι άσχημα την ιστορία, μου αρκεί που την είπα κατά τρόπο που εμένα με ευχαρίστησε, μπορεί να μην άρεσε και σε κανέναν. Μου αρκεί δηλαδή πως μου άρεσε όπως την είπα, ανεξάρτητα από το πώς φάνηκε στους άλλους και επίσης μου άρεσε ότι δεν περίμενα πως θα το έκανα μετά από 35 χρόνια κάτι που είχε θαφτεί στη μνήμη.

Η αληθινή Βιρτζίνια είπε ότι «εγώ δεν έκανα τίποτα, το σπουδαίο το έκανε ο Φράνσις Τσερτς με την απάντησή του». Τι το γοητευτικό είχε η Βιρτζίνια για σένα, καθώς είχες μεγαλώσει πια; Ήταν μόνο το γράμμα ή και αρκετά άλλα;

Όχι, δεν ήταν μόνο αυτό γιατί τότε θα έμενα μόνο σε αυτό. Τα κινούμενα σχέδια που είχα δει ήταν μόνο το γράμμα και η απάντηση. Αλλά έπιασα δύο ανθρώπους, τη Βιρτζίνια κατά κύριο λόγο και λιγότερο το Φράνσις Τσερτς. Ο Φράνσις Τσερτς επηρεασμένος από το παρελθόν του απαντά αυτό το πράγμα στο μέλλον του και η Βιρτζίνια εισπράττοντας αυτήν την απάντηση διαμορφώνει το μέλλον της. Ο άνθρωπος αυτός είχε ένα ήθος και μια συνέπεια από τον αμερικάνικο πόλεμο, το μετέφερε στο γράμμα και έδωσε έτσι σκοπό ζωής και ήθος και συνέπεια σε ένα άλλο παιδί που δεν τα είχε διαμορφώσει ακόμα. Προσπάθησα σε αυτό το βιβλίο κατά κύριο λόγο να υπάρχει μία γραμμή ήθους. Ότι μπορεί να περνάνε πόλεμοι, ρατσισμοί, φτώχειες, εγκληματικότητες, να χώρισε η Βιρτζίνια, να μην ήταν εύκολη η ζωή της, ειδικά ως μάνα μόνη, αλλά τελικά εξαρτάται από εμάς να κρατήσουμε την ανθρωπιά μας. Ίσως αυτό είναι το μήνυμα. Η ανθρωπιά πρέπει να είναι παντός καιρού.

Παγκόσμιοι πόλεμοι, φυλετικές διακρίσεις και ρατσισμός, αλλαγή των κοινωνιών. Πώς ένας άνθρωπος μένει και κρατάει το μέσα του αλώβητο και δε γίνεται «παρτάκιας» κι «ωχ αδερφέ» μέσα σε τέτοιες συνθήκες; Η Βιρτζίνια είναι πάντα αυτή που πρέπει για όλους…

Με είχε εντυπωσιάσει πριν κάποια χρόνια ο Ρομπέρτο Μπενίνι που πριν λίγα χρόνια είχε πάρει το Όσκαρ Α’ αντρικού ρόλου για το Η ζωή είναι ωραία κι όταν σηκώθηκε να παραλάβει το Όσκαρ είπε «ευχαριστώ τους γονείς μου που μου έδωσαν το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να μου δώσει κανείς. Τη φτώχεια». Αυτό μου άρεσε πολύ σαν ατάκα. Στο Μπενίνι ήταν η φτώχεια. Στη Βιρτζίνια ήταν ένα γράμμα. Μερικές φορές αυτό που σε καθορίζει σαν άνθρωπο μπορεί να είναι ένα γεγονός, ίσως και τυχαίο κι είναι η δύναμη αυτού του γεγονότος τόσο δυνατή ώστε να σου δώσει σπίθα για μια ολόκληρη ζωή. Αυτό συμβαίνει βέβαια και στον αρνητικό βαθμό, ίσως και πιο εύκολα.

Έρχονται τώρα λοιπόν και οι τρελοί από το elniplex και σου προτείνουν να το κάνουν θεατρικό έργο…

Ίσως είναι αναμενόμενο και τετριμμένο να πω ότι με χαροποιεί και είναι μεγάλη τιμή κτλ. Για μένα είναι μία πρόκληση όλο αυτό το νέο είδος συνεργασίας και κατά κάποιο τρόπο μαθαίνω κι εγώ απ’ όλο αυτό το πράγμα. Έχοντας διαβάσει τα θεατρικά, πήγα κι εγώ ένα βήμα μπροστά για πράγματα τα οποία δε μπορούσα να φανταστώ ότι θα γίνουν έτσι, πέρα ασφαλώς από το ότι είναι τεράστιο κομπλιμέντο να δουλεύει κάποιος το βιβλίο μου κι όχι μόνο το elniplex αλλά και ο οποιοσδήποτε άλλος ή ακόμα και το παιδί που θα το διαβάσει.
Πέρα από το elniplex του οποίου ήταν δική του ιδέα και υλοποίηση, κάπως εκ του μακρόθεν το έχω αγκαλιάσει κι εγώ με το δικό μου τρόπο. Το νιώθω κάπως σα δεύτερο «παιδί» μου.

Πώς αισθάνεσαι που θα μπουν τα δύο αυτά έργα σου σε αρκετές τάξεις;

Προφανέστατα είναι μεγάλη χαρά να δουλευτεί σε όλες τις τάξεις. Για μένα είναι και διπλή χαρά γιατί όλο αυτό το concept που άρχισε το 1977, αφενός συνεχίζεται, αφετέρου αμπαλάρεται υπερβολικά πολυτελώς και παίρνει μία τροπή την οποία δεν περίμενα ειδικά για αυτήν την ιστορία. Ίσως όχι τόσο πολύ για το «Ποιος απήγαγε τον Αϊ-Βασίλη» που με τιμάει και αυτό προφανώς αλλά η Βιρτζίνια έχει άλλο συναισθηματικά βάρος για μένα. Με συνδέει κατά κάποιο τρόπο με το παρελθόν, όχι με μια περίοδο, αλλά με μια συγκεκριμένη στιγμή, τα Χριστούγεννα του 77’, μία μέρα, ένα απόγευμα από εκείνα τα Χριστούγεννα.

Να ευχηθούμε καλά βιβλία σε σένα και καλές παραστάσεις στους εκπαιδευτικούς…

Είμαι σίγουρος ότι οι εκπαιδευτικοί διαβάζοντας και το βιβλίο και τη θεατρική διασκευή θα βρουν διαφορετικά στοιχεία και στο ένα και το άλλο. Και τι εννοώ με αυτό; Εγώ όταν διάβασα τη θεατρική διασκευή, μου φάνηκε ότι διάβαζα κάτι πάρα πολύ φρέσκο, κάτι πάρα πολύ καινούριο και δημιουργικό. Πρώτα απ’ όλα είναι δύο θεατρικές διασκευές οι οποίες έχουνε υπερβολικό χιούμορ το οποίο δε βρίσκεται και τόσο πολύ μέσα στα ίδια τα βιβλία. Ίσως λίγο περισσότερο στον Αϊ-Βασίλη. Δηλαδή έπιασα τον εαυτό μου να γελάει. Είναι μία από τις λίγες φορές που γίνεται ερασιτεχνικά τόσο επαγγελματική δουλειά με πολύ μεράκι και αγάπη που απευθύνεται σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό. Ο καθένας μπορεί να ερμηνεύσει μέσα από αυτές τις δύο διασκευές όπως ο καθένας θέλει τη Βιρτζίνια και τον Αϊ-Βασίλη. Είναι από τα θεατρικά που αφήνουν βαθμούς ελευθερίας και διαφορετικές αναγνώσεις στους εκπαιδευτικούς που θα ασχοληθούν μαζί του. Πιστεύω ότι θα το χαρούν, πέρα από τους εκπαιδευτικούς και τα παιδιά, και οι γονείς οι οποίοι θα χαρούν και την ίδια την παράσταση πέρα από το παιδί τους γιατί είναι πολύ σπιρτόζικο το κείμενο. Το διάβασα και πράγματι εντυπωσιάστηκα. Δεν είμαι εκπαιδευτικός, δεν έχω στήσει παράσταση αλλά μπορώ να πω ότι μετά από αυτά τα δύο θεατρικά μου άνοιξε κι εμένα η όρεξη…

Βασίλη, σε ευχαριστούμε πολύ για όλα…

Εγώ ευχαριστώ!

3 υπέροχες κυρίες για τον ξεχωριστό κύριο Παπαθεοδώρου

Τρεις υπέροχες κυρίες. Τρεις γυναίκες που εκτιμά πολύ το elniplex για το έργο τους, τη γραφή τους, τη στάση ζωής τους. Τους ζητήσαμε να κάνουν εκείνες τον επίλογο για τον Βασίλη Παπαθεοδώρου. Και από τα χείλη και τα χέρια τους βγήκαν λέξεις όμορφες, όχι μασκαρεμένες, μα ντυμένες την αλήθεια. Κι αυτή φάνηκε πριν το μικρό τους κείμενο παρακάτω, από την γλυκύτητα στην αντίδρασή τους στο άκουσμα δυο λόγων για τον Βασίλη Παπαθεοδώρου.

"Τον Βασίλη τον γνωρίζω πολλά πολλά χρόνια όμως πάντα βρισκόμασταν στην χάση και στη φέξη. Συγκεκριμένα το γνωστό σε όλους μας φεγγάρι έχει κάνει πολλούς κύκλους περιμένοντας τη στιγμή που ο Βασίλης κι εγώ θα βρισκόμασταν να πούμε νέα (που είχαν γίνει παλιά) και καινούριες ιδέες. Στο μεταξύ, οι κύκλοι του φεγγαριού κι εγώ πάντα μέναμε έκπληκτοι από όλα όσα είχε στο μεταξύ σκαρώσει ο Βασίλης. Αλλά όλα αυτά είναι τίποτα μπροστά στην σπουδαιότητα αυτού του ανθρώπου για την εφηβική λογοτεχνία της χώρας. Θυμώνω που ακόμα τα βιβλία του δεν έχουν μεταφραστεί ή τουλάχιστον βρει γόνιμα μυαλά έξω από τα σύνορα, θυμώνω που άνθρωποι σαν το Βασίλη με τόσο κοφτερή ματιά, χιούμορ που πάντα σώζει, επιμονή κι αγάπη στη δουλειά του πρέπει να συζητάνε ακόμα για τα αυτονόητα. Είναι δουλευτής των λέξεων και δε μπορώ παρά να τον σέβομαι και να μιλάω για τη δουλειά του εκεί που πρέπει ακόμα να τον μάθουν και να τον διαβάσουν."

Γιολάντα Τσιαμπόκαλου (Sadahzinia, συγγραφέας, μουσικός)

"Είναι πολλά πράγματα ο Βασίλης. Ξεκινώ από αυτό που μας έφερε κοντά. Είναι ο αγαπημένος συγγραφέας του γιου μου. Ο οποίος είναι απαιτητικός και δύσκολος αναγνώστης. Κάθε φορά όμως που παίρνει στα χέρια του ένα βιβλίο του Βασίλη, ξέρει πως δεν θα απογοητευτεί. Ξέρει πως κάπου μέσα στην ιστορία θα βρει τον εαυτό του.
Απολαμβάνω να τον διαβάζω, να τον ακούω, να του μιλάω. Με κάνει να γελάω με το καυστικό του χιούμορ. Τι να λέμε τώρα… Είναι ο Βασίλης Παπαθεοδώρου. Ένας έφηβος με γκρίζα μαλλιά."

Ιωάννα Μπαμπέτα (συγγραφέας)

"Η εξαιρετική πλοκή, η γοργή αφήγηση, οι διαρκείς ανατροπές κι οι ήρωες κάθε ηλικίας συνθέτουν το μυθιστορηματικό κόσμο του Βασίλη Παπαθεοδώρου που δικαιολογημένα καταφέρνει να παρασύρει, κάθε φορά, τους νεαρούς αναγνώστες του σε απολαυστικές αναγνωστικές εμπειρίες".

Αγγελική Δαρλάση (συγγραφέας, σκηνοθέτης)

Συνέντευξη σε μαθητές του Γυμνασίου Νεάπολης Λασιθίου - Μάιος 2014

Oι μαθητές έστειλαν τις ερωτήσεις τους στο συγγραφέα Βασίλη Παπαθεοδώρου και εκείνος με μεγάλη προθυμία απάντησε...

Tις παρακάτω ερωτήσεις διατύπωσαν:
Νίκος Γ., Άννα, Γιώργος Γ., Μιχάλης Δ., Κωνσταντίνα

1. Τι σας παρακίνησε να γράψετε αυτό το βιβλίο; Από πού εμπνευστήκατε το μυθιστόρημα «Χνότα στο τζάμι»;

Το 2005 είχαν γίνει ταραχές στα γκέτο του Παρισιού, όπου ζούσαν μετανάστες. Επίσης, την ίδια χρονιά, είχε γίνει μια τρομοκρατική επίθεση στο Λονδίνο. Αυτά οδήγησαν τόσο στην αύξηση της ανασφάλειας και του φόβου σε αυτές τις δυο χώρες, όσο και στη λήψη μέτρων που περιόριζαν τις ελευθερίες των ανθρώπων. Αυτή ήταν η αρχική ιδέα για το μυθιστόρημα.

2. Πότε σκεφτήκατε να γράψετε το βιβλίο;

Από το 2005, όπου έγιναν τα περιστατικά που προανέφερα, δούλευα το βιβλίο στο μυαλό μου, όχι καθημερινά βέβαια, ούτε τόσο έντονα. Απλά με απασχολούσε κι εγώ το άφηνα να κατακάτσει, να ωριμάσει μέσα μου.

3. Πότε αρχίσατε να το γράφετε;

Το βιβλίο άρχισα να το γράφω το καλοκαίρι του 2006, αν θυμάμαι καλά, ενώ εκδόθηκε το 2007.

4. Πόσο καιρό κράτησε η συγγραφή του βιβλίου;

Από τη στιγμή που μια ιδέα ολοκληρωθεί στο μυαλό μου, η συγγραφή του μυθιστορήματος δεν κρατά πολύ. Έτσι τα «Χνότα στο τζάμι» τα έγραψα περίπου σε 1,5-2 μήνες. Αυτό συμβαίνει και με τα υπόλοιπα βιβλία μου, γράφονται σχετικά γρήγορα. Πρέπει όμως να έχω όλη την ιδέα, αρχή, μέση, τέλος, στο μυαλό μου, να ξέρω τι θα γράψω.

5. Γιατί δώσατε αυτό τον τίτλο; Πώς σκεφτήκατε τον τίτλο του βιβλίου;

Η αλήθεια είναι λίγο παράξενη. «Έβλεπα» στο μυαλό μου μια εικόνα, παιδιά να γράφουν με τα χνότα τους στα τζάμια και να ανταλλάσσουν μηνύματα. Δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν αλλιώς. Άρχισα μετά να σκέπτομαι το «γιατί» κι έτσι πήγαινε η ιστορία μου προς τα πίσω. Όταν έφτασα στο σημείο να έχω απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα, τότε άρχισα να το γράφω κανονικά, από την αρχή προς το τέλος.

6. Είχατε σκεφτεί από την αρχή την εξέλιξη του βιβλίου;

Ναι, βέβαια, αν δεν έχω όλο το βιβλίο στο μυαλό μου, ποτέ δεν κάνω βήμα για να αρχίσω να γράφω κάτι. Σε αντίθεση με άλλους, οι οποίοι οδηγούνται από την πλοκή και δεν ξέρουν πού θα τους βγάλει, εγώ πρέπει να ξέρω από την αρχή τι θέλω να πω, πως θα είναι η πλοκή, πώς θα τελειώνει το μυθιστόρημα.

7. Γιατί επιλέξατε να είναι αστυνομικό και «περιπετειώδες»;

Γιατί μου αρέσει αυτό το είδος, να έχει δράση και γρηγοράδα. Πάντα γράφω πράγματα, που στο τέλος θα αρέσουν και σε μένα να τα διαβάζω, ως αναγνώστης. Κοινώς, η ιδιότητα του αναγνώστη είναι ίσως πιο δυνατή από αυτήν του συγγραφέα. Και ένα περιπετειώδες βιβλίο, σίγουρα μου αρέσει να το διαβάζω.

8. Γιατί επιλέξατε τον Πάμπλο να σκοτωθεί στο μετρό;

Ο χώρος είναι πολυσύχναστος και πολύβουος. Μπορεί να γίνει το οτιδήποτε, να πανικοβληθούν όλοι και παράλληλα κανείς να μην έχει προσέξει το παραμικρό. Άλλωστε ο χώρος παίζει και στη συνέχεια ρόλο στην εξέλιξη. Ο Άλεκ θα πάρει το μετρό για να πάει στα στούντιο της πόλης. Σε τέτοιους χώρους είναι συγχρόνως πολύ εύκολο να παρακολουθηθεί κάποιος και συγχρόνως να παραμείνει αόρατος, ανώνυμος.

9. Είναι το βιβλίο κατάλληλο σε μια ηλικία από 10 και άνω;

Το βιβλίο δεν είναι παιδικό, είναι περισσότερο εφηβικό/νεανικό. Πιστεύω ότι οι ηλικίες, στις οποίες απευθύνεται είναι από 12 και άνω, ίσως και από 15 και άνω. Βέβαια έχω διαψευστεί, καθώς βλέπω ότι διαβάζεται και από μικρότερους αναγνώστες.

10. Τι συναισθήματα σας κυρίευαν όταν τελικά καταφέρατε να ολοκληρώσετε εντελώς το βιβλίο αυτό (αλλά και κάθε άλλο);

Κυρίως χαρά και ανακούφιση γιατί είναι κάτι που το ολοκλήρωσα και το χάρηκα γράφοντάς το. Παράλληλα έχω και ανυπομονησία να εκδοθεί, περιέργεια για το πώς θα φανεί στους αναγνώστες. Βέβαια μετά από κάθε βιβλίο υπάρχει μια αρκετά μεγάλη περίοδος, που δεν ασχολούμαι με το γράψιμο, κυρίως για να ανασυνταχθούν δυνάμεις και να σκεφτώ κάτι άλλο που να μου αρέσει.

11. Η υπόθεση είναι αυτοτελής ή να περιμένουμε τη συνέχειά της στα βιβλιοπωλεία;

Θεωρώ πως η υπόθεση είναι αυτοτελής. Δεν ξέρω αν το βιβλίο προσφέρεται για συνέχεια. Για κάποια βιβλία μου είναι αλήθεια πως έχω σκεφτεί να δώσω μια συνέχεια, αλλά τελικά δεν το έχω κάνει. Ίσως γιατί θέλω να πω μια άλλη, εντελώς διαφορετική ιστορία.

12. Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να δώσετε στα παιδιά με το βιβλίο σας;

Στην ουσία δεν θέλω να δίνω μηνύματα. Ο κάθε αναγνώστης είναι ελεύθερος να παίρνει, αν θέλει, όποιο μήνυμα αυτός θέλει. Εμένα με ευχαριστεί να περνά καλά διαβάζοντας το βιβλίο. Τα «Χνότα στο τζάμι» για μένα είναι ένα βιβλίο που βάζει το ζήτημα των επιλογών και των πράξεων του κάθε ανθρώπου. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως όλοι οι αναγνώστες πρέπει να βρουν αυτό το στοιχείο στο βιβλίο. Το μεγαλύτερο και καλύτερο μήνυμα γενικά αναφορικά με την ανάγνωση είναι η ευχαρίστηση που προκαλεί.

13. Νομίζετε ότι θα εντυπωσιαστούν αρκετά τα άτομα που θα το αγοράσουν;

Αυτό δεν το ξέρω στα σίγουρα. Υποθέτω λόγω εμπειρίας από αυτό το βιβλίο, ότι γενικά θα αρέσει σε αρκετά άτομα. Επειδή είναι γρήγορο και περιπετειώδες, φαντάζομαι πως γενικά θα τραβήξει αναγνώστες.

14. Πόσα αντίτυπα έχουν εκδοθεί και πουληθεί;

Τα «Χνότα στο τζάμι» βρίσκονται στην 7η έκδοση. Αυτό σημαίνει πως έχουν πουληθεί 7-8.000 αντίτυπα. Το ευχάριστο είναι, πως παρόλο που το βιβλίο έχει εκδοθεί το 2007, εντούτοις αγοράζεται σταθερά κάθε χρόνο.

15. Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο βιβλίο να είναι τόσο διαφορετικό από τα υπόλοιπα βιβλία σας;

Δεν ξέρω αν είναι διαφορετικό επί της ουσίας. Εννοώ πως σε όλα τα βιβλία μου προσπαθώ να δώσω ταχύτητα, περιπέτεια και δράση, ενώ όλα έχουν ένα πολιτικό ή κοινωνικό μήνυμα. Αλλά αυτό που ρωτάτε είναι σωστό, επειδή κάθε βιβλίο μου το βλέπω σαν πρόκληση, θέλω να κάνω κάτι διαφορετικό κάθε φορά. Θέλω να πιστεύω ότι τα βιβλία μου δεν μοιάζουν και τόσο πολύ μεταξύ τους.

16. Πιστεύετε ότι καμιά μέρα μπορεί να το δείτε σε ταινία;

Μακάρι, πολύ θα το ήθελα. Αυτό όμως δεν εξαρτάται από μένα, αλλά από πολλούς άλλους παράγοντες. Η έλλειψη χρημάτων είναι ο σημαντικότερος από αυτούς. Πιστεύω ότι επειδή δεν είναι κλασικά ελληνικό το θέμα, αλλά παγκόσμιο, ίσως να του πήγαινε να γίνει ξένη ταινία. Αλλά από το στόμα σας και στου Θεού τ’ αφτί.

17. Σκέφτεστε να γράψετε κι άλλα βιβλία σαν το «Χνότα στο τζάμι»;

Σίγουρα, αν εννοούμε το πολιτικοκοινωνικό μήνυμα του βιβλίου, τη δράση και την πλοκή, τότε όλα τα βιβλία προσπαθώ να είναι κάπως σαν τα «Χνότα». Αν εννοούμε την υπόθεση, νομίζω –για την ώρα- ότι αυτό που είχα να πω, το είπα, σχετικά με τη θεματολογία.

18. Ποιο από τα βιβλία που έχετε γράψει μέχρι τώρα είναι το αγαπημένο σας;

Οι «Άρχοντες των σκουπιδιών» ήταν ίσως το πιο απαιτητικό στη συγγραφή του, θεωρώ πως είναι το καλύτερό μου. Επίσης το «Στη Διαπασών» έχει τη γοητεία του, επειδή είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, συνεπώς είναι πιο άμεσο.

19. Πόσο ετών είστε;

Χμ, 47 χρονών, αλλά σας το λέω και το ξεχνάτε. Και βέβαια δεν το λέτε πουθενά αλλού.

20. Πού ζήσατε τα παιδικά και εφηβικά σας χρόνια;

Στην Αθήνα, στα Κάτω Πατήσια αρχικά, στο Περιστέρι για ένα χρόνο και μετά, μέχρι σήμερα, στη Γλυφάδα.

21. Σε ποια σχολεία σπουδάσετε;

Στο δημοτικό τέλειωσα την Εράσμειο, όπου μάθαινα γερμανικά. Έτσι, Γυμνάσιο και Λύκειο, πήγα στη Γερμανική Σχολή, απ’ όπου και πήρα απολυτήριο.

22. Ήταν κάποιος από την οικογένειά σας συγγραφέας;

Όχι, κανένας. Αλλά όλοι τους διάβαζαν βιβλία. Έτσι μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον που το βιβλίο, το έντυπο γενικότερα (εφημερίδες, περιοδικά), μου ήταν πάρα πολύ οικείο. Συνεπώς έμαθα να διαβάζω από πολύ μικρός.

23. Πόσα βιβλία έχετε γράψει;

Έχουν εκδοθεί 13, το καλοκαίρι θα βγει και το 14ο. Κάποια άλλα υπάρχουν στον εκδοτικό οίκο, και μερικά και στα συρτάρια μου, αλλά τα τελευταία θέλουν πολλή δουλειά ακόμα, μέχρι να αποφασίσω να τα δώσω.

24. Σήμερα εργάζεστε ως συγγραφέας;

Όχι, δυστυχώς στην Ελλάδα, κανείς δεν μπορεί να ζήσει από τα δικαιώματα των βιβλίων του ή για να μην είμαι τόσο απόλυτος, ελάχιστοι –μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού- μπορούν να το κάνουν αυτό. Εργάζομαι σε τράπεζα.

25. Σας αρέσει η δουλειά σας ή θα θέλατε τελικά να κάνετε κάτι άλλο;

Εννοείτε ως συγγραφέας; Μου αρέσει πολύ. Τώρα βέβαια σε κάθε δουλειά υπάρχουν διάφορες φάσεις και διακυμάνσεις, μερικές φορές βαριέσαι, άλλες ζορίζεσαι, γενικά όμως φροντίζω να το ισορροπώ.

26. Τι αγαπάτε πιο πολύ στη δουλειά σας, το ότι γράφετε και ασκείτε το μυαλό σας ή ότι δίνετε ένα μήνυμα στους αναγνώστες;

Το πρώτο. Γράφω κυρίως για μένα, για να τα περνώ εγώ καλά και για να κάνω κάτι που μου αρέσει. Μόνο αν κάνω κάτι με αγάπη κι επειδή μου αρέσει, υπάρχει η πιθανότητα να αρέσει και σε άλλους. Πάντως τον αναγνώστη φροντίζω να μην τον πολυέχω στο μυαλό μου, γιατί ίσως και να έγραφα διαφορετικά, όχι τόσο ελεύθερα.

27. Έχετε βραβευτεί για τα βιβλία σας; Πώς αισθανθήκατε όταν παίρνατε τα βραβεία για το βιβλίο σας;

Πάρα πολύ ωραία. Πέρα από το γεγονός πως μια βράβευση είναι κυρίως μια αναγνώριση για το έργο σου, είναι παράλληλα και μια ώθηση να συνεχίσεις να κάνεις ό,τι έκανες, ένα σπρώξιμο, ένα σημάδι πως βρίσκεσαι σε καλό δρόμο.

28. Ποιο θέμα υπερτερεί στα βιβλία σας;

Κυρίως, όπως είπα προηγουμένως, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Το ζήτημα των επιλογών και των διλημμάτων του κάθε ανθρώπου είναι επίσης ζητήματα που έρχονται κι επανέρχονται στα βιβλία μου.

Tις παρακάτω ερωτήσεις διατύπωσαν:
Ειρήνη, Μαρκέλλα, Ραφαήλ, Κωνσταντίνος

1. Πώς νιώθετε που γράψατε ένα τόσο ωραίο βιβλίο;

Αυτό το βιβλίο είναι και το πρώτο μου, εκδόθηκε το 2000 και επανεκδόθηκε το 2013. Κι ακριβώς επειδή είναι το πρώτο μου βιβλίο, ένιωσα τότε πολύ περήφανος που το είχα γράψει και πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό μου. Αυτή ήταν η αρχή για μένα, οπότε και σημαίνει αρκετά πράγματα, διαφορετικά ίσως σε σύγκριση με τα επόμενα βιβλία μου.

2. Περιμένατε πως το βιβλίο σας θα είχε τόσο μεγάλη επιτυχία;

Δεν ξέρω αν έχει επιτυχία. πιστεύω όμως πως λόγω θέματος είναι αρκετά επίκαιρο και σήμερα, 14 περίπου χρόνια μετά από την πρώτη κυκλοφορία του και 18 από τότε που γράφτηκε.

3. Από πού εμπνευστήκατε τον τίτλο; Μπορεί και να μην είναι ο ιδανικότερος γι’ αυτό το βιβλίο;

Χαχα, ναι, τώρα που το λέτε, μάλλον δεν είναι και ο ιδανικότερος. Επειδή όλη η πλοκή εκτυλίσσεται με φόντο μια σχολική παράσταση, πίστευα πως ο τίτλος θα έδινε μια ιδέα για την πλοκή. Μάλλον την αδίκησε κάπως. Ας μην ξεχνάμε πως το βιβλίο είναι και το πρώτο μου, οπότε δεν είχα και μεγάλη εμπειρία από τίτλους. Ίσως σήμερα να το ονόμαζα κάπως διαφορετικά, χωρίς να ξέρω όμως πώς.

4. Εμπνευστήκατε από κάπου για να γράψετε το βιβλίο; Πώς σκεφτήκατε ένα τέτοιο θέμα;

Στις αρχές τις δεκαετίας του ’90 είχαν γίνει ρατσιστικές ταραχές στη Γερμανία, σε τούρκικη γειτονιά. Αυτή ήταν και η αρχική ιδέα. Εγώ έγραψα για ελληνική παροικία και αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά με τα αληθινά γεγονότα.

5. Είχατε ανθρώπους που σας έδιναν ιδέες ή το γράψατε μόνος σας;

Για να είμαι ειλικρινής όλες τις ιδέες τις αναζητώ μόνος μου, έτσι τις θεωρώ δικές μου. Δεν μπορώ να πω μια ιστορία που θα μου έχει πει άλλος το θέμα. Βέβαια εμπνέομαι και από αληθινά περιστατικά, που είναι σαν να μου τα έχει πει άλλος, το ξέρω, έχει μια αντίφαση αυτό που λέω, αλλά ακόμα και τις πραγματικές ιστορίες μου αρέσει να τις αναζητώ μόνος μου.

6. Πήρατε τη γνώμη των αγαπημένων σας προσώπων πριν πάτε το βιβλίο στον εκδότη σας;

Αρχικά το έδωσα στους γονείς μου, έπειτα το έστειλα σε διαγωνισμό, όπου και πήρε έπαινο. Η αλήθεια είναι πως δεν το περίμενα, ήταν το πρώτο μου βιβλίο και η πρώτη μου διάκριση και είχα συγκινηθεί πολύ. Από κει και πέρα κι επειδή τα βιβλία που θα έπαιρναν διάκριση, έπρεπε να εκδοθούν από συγκεκριμένους εκδότες, ήταν και αρκετά πιο εύκολο να βγει.

7. Σας πήρε πολύ καιρό να το γράψετε;

Κάποιους μήνες, αν θυμάμαι καλά, πάνε και 18 χρόνια πια. Επειδή ήταν το πρώτο μου, είχα μια φυσιολογική ανασφάλεια, δεν ήξερα τι έκανα, πώς έγραφα. Ήταν όλα κάτι πρωτόγνωρο, που δεν ήξερα πώς να τα χειριστώ.

8. Πιστεύετε πως το βιβλίο σας μας δείχνει ένα σύγχρονο πρόβλημα, το ρατσισμό;

Ναι, δυστυχώς, πάνε τόσα χρόνια και δεν έχει γίνει το παραμικρό γι’αυτό το ζήτημα. Το βιβλίο όμως δείχνει πως υπήρξαν εποχές, όπου οι Έλληνες ήταν αυτοί τα θύματα, σε κάποια άλλη χώρα. Ενώ τώρα, στην Ελλάδα, γίνονται πολλές φορές οι θύτες.

9. Γιατί επιλέξατε τη Γερμανία ως τόπο που γίνονται τα γεγονότα;

Γιατί τότε η Γερμανία είχε ένα ιστορικό ρατσιστικών επεισοδίων και ξεσπασμάτων. Επίσης στη Γερμανία ζούσαν και ζουν πολλοί Έλληνες μαζί, στις κοινότητές τους και βοηθά αυτό το στοιχείο πολύ την πλοκή και την εξέλιξη.

10. Θεωρείτε ότι ο Γκέοργκ σας μοιάζει στο χαρακτήρα;

Μμμ, δεν ξέρω. Ήμουν κι εγώ καλός μαθητής, αυτό είναι ένα κοινό στοιχείο. Δεν ξέρω όμως αν θα είχα την καρτερικότητα και την υπομονή, το κουράγιο να αντιμετωπίσω τα γεγονότα, όπως τα αντιμετώπισε αυτός και μάλιστα σε μια τόσο μικρή ηλικία. Η αλήθεια είναι πως σε όλα τα βιβλία μου και σε όλους τους ήρωες (κι αν όχι σε όλους, τότε σε πάρα πολλούς) βρίσκονται σκόρπια στοιχεία από το χαρακτήρα μου, τις σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου.

11. Είχατε παρόμοια εμπειρία όταν ήσασταν μαθητής;

Όχι. Εννοείται πως τα πειράγματα που κάναμε ή δεχόμαστε ως παιδιά ήταν σε κάποιον βαθμό μέρος της καθημερινότητάς μας, αλλά τέτοια εμπειρία δεν είχα ποτέ.

12. Ποια είναι τα συναισθήματά σας για το βιβλίο;

Μεγάλη ευχαρίστηση όταν το τελείωσα, αφού ήταν και το πρώτο μου, καθώς και ευχαρίστηση, που μετά από τόσα χρόνια διαβάζεται ευχάριστα και δεν είναι εκτός εποχής.

13. Τι νομίζετε ότι μένει στο μυαλό του αναγνώστη αν διαβάσει αυτό το βιβλίο;

Αυτό μπορείτε να το απαντήσετε καλύτερα εσείς. Πολλές φορές άλλα νομίζω εγώ και άλλα μένουν. Αυτό ίσως είναι και το πιο φυσιολογικό. Ο κάθε αναγνώστης παίρνει από κάθε βιβλίο αυτό που θέλει και που τον εκφράζει.

14. Αν μπορούσατε να ξαναγράψετε το βιβλίο θα αλλάζατε κάτι;

Ναι, θα άλλαζα. Καταρχήν η σκηνή με το ποδήλατο και το σκύλο είναι σαν να επαναλαμβάνεται. Έπειτα θα έβαζα περισσότερα κεφάλαια προς το τέλος για να δείξω τη μεταστροφή του Κουρτ.

15. Ποιο κεφάλαιο σας άρεσε περισσότερο;

Δεν μπορώ να το προσδιορίσω σε κεφάλαιο. Περισσότερο μου αρέσει το σημείο όπου ο ήρωας μένει μόνος του και πρέπει να το παλέψει, οι σκέψεις και οι έγνοιες που τον ταλαιπωρούν και τον βασανίζουν.

16. Σκεφτήκατε να δώσετε συνέχεια στο βιβλίο σας ή θεωρείτε ότι το κεφάλαιο αυτό έχει κλείσει;

Με το που τελειώνω κάθε βιβλίο μου θεωρώ πως αυτό το κεφάλαιο έχει κλείσει, ακριβώς γιατί έχω πει την ιστορία που θέλω να πω και επειδή έχει περάσει και η φάση ή η ψυχολογία που είχα όταν έγραφα το βιβλίο. Θεωρώ πως στο συγκεκριμένο δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο.

17. Θεωρείτε ότι το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και από μεγαλύτερες ηλικίες;

Σα θέμα σίγουρα, άλλωστε το ζήτημα του ρατσισμού μας αφορά όλους. Στην ερώτηση όμως μπορείτε και πάλι εσείς να απαντήσετε καλύτερα μετά από μερικά χρόνια. Θα το ξαναδιαβάζατε;

18. Πιστεύετε ότι αυτό το βιβλίο θα είχε κατανάλωση στο μέλλον από τους λάτρεις του βιβλίου;

Πιστεύω πως κανείς δεν ξέρει πώς μπορεί να πάει κάποιο βιβλίο και αν θα αρέσει και στο μέλλον. Πολλά βιβλία έκαναν ανέλπιστη επιτυχία, άλλα που είχαν όλες τις προδιαγραφές να αρέσουν, δεν άρεσαν τελικά. Θέλω να πιστεύω πως θα έχει μια συμπαθητική πορεία στο μέλλον, κυρίως λόγω θεματικής το πιστεύω αυτό.

19. Θα επιχειρούσατε να γράψετε ένα βιβλίο στο οποίο τονίζεται ένα άλλο πρόβλημα της εποχής μας;

Σε όλα μου τα βιβλία γράφω για θέματα της εποχής μας, κρίση, οικολογία, βιβλία με πολιτικά ή κοινωνικά μηνύματα. Στην ουσία δεν ξέρω αν θα επιχειρούσα να γράψω ένα βιβλίο όπου δε θα τονιζόταν κάποιο πρόβλημα της εποχής μας, για να αντιστρέψω την ερώτηση. Στην ουσία γράφω πάντα για προβληματισμούς της εποχής μας.

20. Ποιο είναι το μήνυμα που προσπαθείτε να δώσετε μέσα από το βιβλίο;

Κανένα συγκεκριμένο. Ο κάθε αναγνώστης ανάλογα με τα συναισθήματα και την κρίση του, πρέπει να λαμβάνει και να διαμορφώνει το δικό του μήνυμα. Το βιβλίο είναι το μέσο για τον προβληματισμό. Τώρα το πού θα οδηγήσει ο προβληματισμός αυτός και αν τελικά θα υπάρχει, εξαρτάται από τον κάθε αναγνώστη ξεχωριστά.

21. Ποιο είναι το αγαπημένο βιβλίο που έχετε γράψει;

Οι «Άρχοντες των σκουπιδιών» ήταν ίσως το πιο απαιτητικό στη συγγραφή του, θεωρώ πως είναι το καλύτερό μου. Επίσης το «Στη Διαπασών» έχει τη γοητεία του, επειδή είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, συνεπώς είναι πιο άμεσο.

22. Όταν ήσασταν μικρός τι θέλατε να γίνετε όταν μεγαλώσετε;

Πάντως δε μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό πως θα έγραφα. Ίσως να ήθελα να γίνει μηχανικός (που σπούδασα), άλλοτε καθηγητής, κάποιες φορές δικηγόρος. Πάντως συγγραφέας δεν το είχα σκεφτεί.

23. Από πόσο χρονών αρχίσατε να γράφετε βιβλία;

Ήμουν 28 χρονών όταν άρχισα να γράφω τη «Σχολική Παράσταση». Ευτυχώς το να γράφει κανείς δεν έχει το άγχος της ηλικίας, μπορεί να αρχίσει και πιο μικρός, αλλά και πιο μεγάλος στην ηλικία. Αυτό είναι από τα καλά της συγγραφής, ότι δεν περιορίζεσαι ηλικιακά.

24. Πώς περάσατε την παιδική σας ηλικία;

Τυπικά, χωρίς ξεσπάσματα. Ήμουν αρκετά μοναχικός, δεν είχα πολλές παρέες, ενώ παράλληλα ήμουν και κοινωνικός. Ίσως γι’ αυτό διάβαζα και πολύ όταν ήμουν μικρός. Έβρισκα μια ωραία παρέα όταν ήμουν μόνος. Επίσης ήμουν και από τους καλούς μαθητές.

25. Από μικρός μένατε στην Αθήνα ή μένατε αλλού και μετά ήρθατε;

Στην Αθήνα γεννήθηκα και μένω από μικρός, τα πιο πολλά χρόνια στη Γλυφάδα. Την Αθήνα σαν πόλη δεν την αγαπώ, ούτε μ’άρεσε ποτέ ή θα μ’αρέσει, αλλά τι να κάνουμε; Συνήθεια…

Συνέντευξη/Διπλωματική - Φεβρουάριος 2014

Τι προσδοκάτε ότι θα αποκομίσει ο έφηβος της σημερινής εποχής από την ανάγνωση του βιβλίου σας;

Ευχαρίστηση. Αυτό θέλω να νιώθει ένας έφηβος όταν διαβάζει τα βιβλία μου, φαντάζομαι ότι όλοι οι συγγραφείς το θέλουν αυτό. Δεν είναι απαραίτητο να γίνει βέβαια, εννοώ πως κάποιο βιβλίο σε κάποιους μπορεί να είναι βαρετό ή ανούσιο. Προφανώς σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορούμε να μιλάμε για μηνύματα ή δεύτερα και τρίτα επίπεδα ανάγνωσης. Όλα αυτά προϋποθέτουν να αρέσει το βιβλίο. Επιπλέον δεν είμαι εγώ αυτός που θα μιλήσω για μηνύματα, ο κάθε αναγνώστης παίρνει από κάθε βιβλίο αυτό που θέλει, αυτό που «χρειάζεται». Ενδεχομένως να έχω άλλα πράγματα στο μυαλό μου, δεν πειράζει αν καταλάβει ο έφηβος κάτι άλλο, αν κάποιο άλλο θέμα του κεντρίσει το ενδιαφέρον. Για μένα το σημαντικό είναι να υπάρχει για ένα βιβλίο μου ενδιαφέρον, να μην σκεφθεί ο αναγνώστης πως έχασε την ώρα του διαβάζοντάς το.

Πιστεύετε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται και ότι ο άνθρωπος δεν διδάσκεται από το παρελθόν του;

Σε γενικές γραμμές ναι, αυτό ισχύει κατά κύριο λόγο για λαούς. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως δεν μπορεί να συμβεί ή δεν έχει συμβεί και το αντίθετο. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις ίσως είναι πιο εύκολο να διδαχτεί κανείς από τα λάθη του. Πιστεύω πως γενικά η άγνοια κινδύνου σε συνδυασμό με την έλλειψη αρχών και ορίων είναι παράγοντες που γενικά οδηγούν σε αυτό που στο βιβλίο αναφέρεται ως «εντροπία», το πλήρες χάος δηλαδή. Ούτως ή άλλως η φυσική ροή των πραγμάτων είναι η εντροπία, αυτό συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Αν δεν υπάρχουν ισχυροί ηθικοί και ανασταλτικοί παράγοντες στο μυαλό και στην προσωπικότητα κάποιου, τότε το πιο πιθανό είναι να γίνουν τα ίδια λάθη.

Όταν γράφατε το βιβλίο είχατε συγκεκριμένα πρόσωπα στο μυαλό σας;

Πριν από 4-5 χρόνια είχα γνωρίσει στο γυμναστήριο έναν τύπο, ταξιτζής τώρα, που σε ηλικία 16 χρονών είχε περάσει από φυλακές ανηλίκων. Έκτοτε υπήρξε χρήστης κοκαϊνης, για να αντικαταστήσει τη ναρκωτική ουσία με κοκτέηλ φαρμάκων στο γυμναστήριο. Επειδή παρουσίαζε μεγάλο «μυθιστορηματικό» ενδιαφέρον, μου είχε κεντρίσει την περιέργια. Σε κάποια συζήτηση μου είχε πει «ξέρω πως οι άλλοι όταν ακούνε αυτά που έχω περάσει, εντυπωσιάζονται. Για μένα όμως αυτά που έζησα δεν είναι καθόλου εντυπωσιακά. Υπήρξα άνθρωπος, δεν ήταν ανάγκη να γίνω ζώο για να ξαναϋπάρξω άνθρωπος. Αυτό το στάδιο μπορούσε και να μην είχε υπάρξει». Αυτή τη φράση την έβαλα, όσο μπορούσα αυτούσια, στο βιβλίο. Αλλά και εκτός από αυτόν, στην Αίγυπτο υπάρχουν όντως οι Τζιμπαλίν, οι σκουπιδάνθρωποι, εξ ου και Τζίμπα. Πέρα όμως από αυτά, πιστεύω πως και άλλοι χαρακτήρες, αν και κινούνται σε ένα περιβάλλον υπερβολικό, είναι αρκετά αναγνωρίσιμοι. Π.χ. η αγωνία της αποδοχής μέσω Facebook είναι κάτι πολύ σύνηθες σήμερα. Η αδιαφορία του κόσμου επίσης.

Θεωρείτε ότι κάποιος ήρωάς σας είναι τραγικό πρόσωπο; Κι αν ναι, ποιος;

Στην αρχή, προτού αρχίσω να το γράφω, πίστευα πως το βάρος της ιστορίας θα έπεφτε κατά κάποιον τρόπο στον Πολ και στην Τζίμπα. Οι χαρακτήρες και των δύο φαντάζουν ίσως οι πιο τραγικοί, καθώς και η σχέση τους, η οποία όμως οδηγεί στη λύτρωση. Αυτό και προσπάθησα να αποφύγω, το δίδυμο Πολ-Τζίμπα να υπερισχύσει των υπολοίπων. Το βιβλίο το έγραψα συνειδητοποιώντας πως όλοι οι ήρωες είναι τραγικοί, αυτό με κατεύθυνε στη συγγραφή. Κι όχι μόνο οι ήρωες, αλλά και οι κοινωνία. Όλοι έχασαν κάτι, είτε αυτό λέγεται οικογένεια, είτε ανθρωπιά, είτε προσδοκίες κι ελπίδες, είτε βιοτικό επίπεδο, είτε πίστη. Δεν είναι τραγικό πρόσωπο ο Ντιέγκο, που κυνηγά το όνειρό του και τη χαμένη παιδική του αθωότητα, μέσω της ανάγκης του για επιβράβευση, μια ανάγκη που τον οδηγεί στην παραβατικότητα; Οι οι ζητιάνοι Τζο, όλοι οι Τζο του βιβλίου; Πιστεύω πως όλοι οι χαρακτήρες των Αρχόντων είναι τραγικά πρόσωπα, ανεξάρτητα από το βαθμό τραγικότητας που φέρουν, καθώς κι από το πόσο θα ταυτιστεί ο αναγνώστης με κάποιον από αυτούς.

Πιστεύετε ότι στη σημερινή πραγματικότητα της κοινωνικής εξαθλίωσης και του αμοραλισμού είναι δυνατή η μεταστροφή μιας προσωπικότητας σαν το μισθοφόρο Πολ;

Παρόλο που ως άτομο δε θέλω να φορτώνω τα πάντα στην κρίση, είναι γεγονός πως έντονοι περίοδοι συντελούν σε μια μεταστροφή του χαρακτήρα των ανθρώπων. Το αν αυτή η μεταστροφή θα αποκτήσει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά, αυτό εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το άτομο, από τη συναισθηματική νοημοσύνη του. Επίσης δεν είναι απαραίτητο αυτή η αλλαγή να είναι προς το καλύτερο. Σε πιο ήρεμες περιόδους είναι αρκετά πιο δύσκολο να γίνουν αλλαγές, υπάρχει η ηρεμία και η ασφάλεια του καθημερινού τέλματος, εύκολα μπορούν να αναβληθούν αποφάσεις. Αν μη τι άλλο δυσχερείς καταστάσεις φέρνουν τον άνθρωπο προ των ευθυνών του, είναι σαν να βάζουν έναν καθρέφτη μπροστά του, να δει καλύτερα ποιος είναι στην πραγματικότητα.

Το τέλος του βιβλίου σας είναι ανοιχτό, ώστε ο κάθε αναγνώστης να δίνει τη δική του ερμηνεία. Ποια είναι η δική σας ως αναγνώστης και ως συγγραφέας;

Δεν πιστεύω πως είναι και τόσο ανοιχτό όπως φαίνεται. Ημιτελές ίσως, απότομο μπορεί, αλλά μάλλον όχι ανοιχτό (σύμφωνα με μένα βέβαια). Όταν το έγραφα είχα στο μυαλό μου να τερματίσει η Παγκόσμια Ιστορία και εκεί να αρχίσει να ξαναγεννιέται ο κόσμος, από αυτή την αχτίδα φωτός που μπήκε στη σπηλιά. Η ανθρωπότητα δηλαδή να πιάσει πάτο, για να αρχίσει να αναπτύσσεται ξανά. Εξ’ ου και οι άνθρωποι των σπηλαίων, οι σπηλαιογραφίες, καθώς και οι πρώτες λέξεις που βγήκαν από το στόμα της Τζίμπα (γυναίκα από την Αφρική, όπως η «προπροπροπρογιαγιά» μας). Γενικά πάντως δε μου αρέσει να βάζω οριστικά τέλη, η έννοια του «ανοιχτού» που αναφέρετε με εκφράζει πιο πολύ.

Υπάρχει κάποιος ήρωας με τον οποίο ταυτιστήκατε και ίσως να εκφράσατε δικές σας απόψεις;

Σε κάθε βιβλίο μου βγαίνει κι από ένα κομμάτι του εαυτού μου, είτε ως σκέψεις, είτε μέσω των αντιδράσεων των ηρώων. Με κάποιους υπάρχει μια σχετική ταύτιση, όπως με το Θανάση της «Διαπασών», με άλλους όχι. Το σίγουρο είναι πως οι απόψεις μου, η ιδεολογία μου, αυτά που θέλω να κάνω και ενδεχομένως να μην έχω κάνει ή να μην κάνω ποτέ, οι αγωνίες μου, οι φόβοι και οι ανασφάλειές μου, βρίσκονται διάχυτα σε κάθε μυθιστόρημα, ακόμα κι αν αυτό απευθύνεται σε πολύ μικρότερα παιδιά. Ενδεχομένως προσαρμόζω κάποια βιώματα δικά μου στην πλοκή, άλλοτε βάζω βιώματα και σκέψεις άλλων, μοιρασμένα στους διάφορους ήρωες, το σίγουρο είναι πως τα πιστεύω μου βρίσκονται μέσα στα γραπτά μου

Συνέντευξη στο anamesastoustoixous.blogspot.gr - 24 Φεβρουαρίου 2014

1. Από πού εμπνευστήκατε το θέμα του βιβλίου "Στη διαπασών";

Όλα ξεκίνησαν από ένα λογοτεχνικό διαγωνισμό, το 2009, στον οποίον αποφάσισα να λάβω μέρος. Το θέμα του είχε να κάνει με τη μουσική, οτιδήποτε σχετιζόταν με αυτή. Δεν ξέρω πώς, αλλά με το που διάβασα το θέμα μου ήρθε αμέσως αυτή η ιδέα. Ήθελα να γραφτεί κάτι πιο άγριο, η μουσική εξαγριώνει και εξημερώνει ταυτόχρονα. Παράλληλα, κάποιες ιδέες ή σκέψεις που είχα για καιρό στο μυαλό μου και που ενδεχομένως να γράφονταν σε άλλο βιβλίο, θεώρησα πως μπορούσαν να ταιριάξουν μια χαρά στη "Διαπασών".

2. Γιατί στο τέλος δεν γίνεται η αναγνώριση του Θανάση από τον πραγματικό του πατέρα;

Γιατί πολλά πράγματα στη ζωή δεν έρχονται έτσι όπως τα θέλουμε. Ίσως να ήταν και λίγο αφύσικο να γίνει αυτό, ίσως από την άλλη να δίνεται περισσότερος χώρος στη φαντασία του κάθε αναγνώστη να διαμορφώσει το δικό του τέλος. Το ζήτημα είναι πως τόσο ο πατέρας του Θανάση, όσο και ο ίδιος ο ήρωας, έκαναν τις επιλογές τους. Κάποιες έγιναν επειδή έτσι τα έφερε η ζωή, κάποιες άλλες ήταν συνειδητές, κάποιες άλλαξαν. Δεν ήθελα να δώσω ένα απόλυτο χάπυ-εντ, δε θα ταίριαζε κατά τη γνώμη μου με το όλο κλίμα του βιβλίου.

3. Πώς σας έρχονται οι ιδέες για να γράψετε ένα βιβλίο;

Όπως λέγεται ο συγγραφέας έχει συνήθως τεντωμένες τις κεραίες του, κάποια είδηση, κάποια σκηνή στο δρόμο που περνά απαρατήρητη, μπορεί να κάτσει στο μυαλό κάποιου συγγραφέα, ακόμα και για χρόνια. Οι συμμορίες ανηλίκων στις συνοικίες του Πειραιά, οι αγκυλωτοί σταυροί, το κλέψιμο κινητών, το bullying, δεν προέκυψαν ξαφνικά, ήταν ήδη γνωστά ήδη από τη δεκαετία του ’90, απλά κανείς δεν ασχολιόταν με αυτά. Ήταν ζήτημα χρόνου όλο αυτό να ξεσπάσει. Πέρα όμως από όλα αυτά, οι ιδέες υπάρχουν παντού γύρω μας, όταν αποφασίσουμε να τις γράψουμε σε βιβλίο, απλά πρέπει να τους δώσουμε ένα νόημα, μια υπόσταση, μια ουσία. Κοινώς να πειστεί ο αναγνώστης για τη «χρησιμότητα» να γίνει αυτή η ιδέα ιστορία.

4. Γιατί η μητέρα του Θανάση δεν έλεγε από την αρχή την αλήθεια στο Θανάση;

Γιατί ήθελε να τον προστατέψει και να του προσφέρει την ψευδαίσθηση μιας πραγματικής οικογένειας, αυτό τουλάχιστον νόμιζε. Η κυρία Ελευθερία είναι ένα τραγικό πρόσωπο, μια φιγούρα που θυσίασε τη ζωή της και τα όνειρά της για το γιο της. Στο τέλος κατάλαβε πως αυτό που ζούσαν όλοι τους δεν μπορούσε να συνεχιστεί μ’ αυτόν τον τρόπο κι έτσι όταν της μίλησε ο Θανάσης, του έταξε συζήτηση. Μια συζήτηση που δεν έγινε ποτέ…

5. Πώς σας ήρθε η ιδέα να βάλετε το Θανάση να μπλέξει με νεοναζιστικές οργανώσεις; Μήπως προλάβατε λίγο τις εξελίξεις;

Πώς έρχεται η ιδέα σε όλα αυτά τα παιδιά να μπλέκουν με νεοναζιστικές οργανώσεις; Θέλουν να πιστεύουν, ψευδώς, ότι κάπου ανήκουν; Θέλουν ένα υποκατάστατο της οικογένειάς τους; Κάποιον να «νοιάζεται»; Μήπως έλκονται από τη δύναμη, επειδή τα ίδια δεν είναι αρκετά δυνατά στη θέληση ώστε να αντισταθούν; Πολλά ερωτήματα, σίγουρα με πολλές και διαφορετικές απαντήσεις. Το γεγονός όμως είναι ένα: Αυτό το φαινόμενο δεν προέκυψε στα ξαφνικά, ο σπόρος προϋπήρχε, περίμενε να βρει γόνιμο έδαφος για να ωριμάσει. Και σίγουρα ευθύνη φέρουμε όλοι μας.

6. Τελικά ο συγγραφέας αγαπάει το ίδιο όλους τους ήρωες του βιβλίου του; ή εσείς ξεχωρίζετε κάποιον;

Σε όλους τους ήρωες βρίσκονται ψήγματα ή κομμάτια από την ψυχοσύνθεση και της ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα, ακόμα και σε αυτούς με τους οποίους δεν έχει, επιφανειακά, τίποτα κοινό. Ίσως έχουν κάποια χαρακτηριστικά που ποτέ δεν τα είχε αυτός, ίσως ακούει μέσω αυτών μια διαφορετική άποψη, ή εκφράζει μια διαφορετική άποψη που ο ίδιος ντρεπόταν να παραδεχτεί. Πάντως τον Θανάση τον αγάπησα, όχι από την αρχή, αλλά όσο προχωρούσαν τα κεφάλαια ένιωθα μια κάποια ταύτιση μαζί του, πέρα από τη συμπάθεια. Πολλά από αυτά που λέει, πολλές από τις σκέψεις και τα αδιέξοδά του, τα έχω γνωρίσει κι εγώ, σε άλλη κλίμακα και σε άλλες περιστάσεις βέβαια. Έτσι κατέληξε να εξαφανιστεί η όποια αποστασιοποίηση είχα από τον ήρωα και στην ουσία να εκφραστώ πολύ άνετα πίσω από το προσωπείο του. Σε αυτό βέβαια βοήθησε και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση.

7. Έχετε στα αλήθεια γνωρίσει κάποιο παιδί σαν το Θανάση;

Δεν είχα συγκεκριμένο άτομο στο μυαλό μου. Πιστεύω όμως πως ο Θανάσης είναι άμεσα αναγνωρίσιμος από τους περισσότερους, χωρίς ίσως να έχουμε γνωρίσει τον ακριβή τύπο του, ώστε να πούμε «να, αυτός είναι», θεωρώ πως δε ξενίζει κανέναν από μας η σκέψη του, η οργή του, ακόμα και οι πράξεις του. Όλοι κρύβουμε από ένα μικρό Θανάση μέσα μας, η διαφορά είναι πως κάποιοι τον καταπνίγουμε και κάποιοι άλλοι τον αφήνουμε να βγει προς τα έξω. Κι όταη λέω κρύβουμε, εννοώ φυσικά σε κάποια στοιχεία της προσωπικότητάς του, τα οποία διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Ο βαθμός ωριμότητας και ικανότητας χειρισμού του καθενός κρίνεται στο κατά πόσο θα δαμάσουμε εμείς το Θανάση ή θα τον αφήσουμε να μας κυριεύσει και να μας καθοδηγεί εντελώς.

8. Πότε αρχίσατε να γράφετε βιβλία και ποιο ήταν το κίνητρό σας;

Το 1995 άρχισα να γράφω, το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, από καθαρή πλήξη και βαρεμάρα. Ειλικρινά μέχρι τότε δεν είχα κάτι που να μπορώ να το ονομάσω χόμπι, ή κλίση ή έστω ευχαρίστηση. Κι ένιωθα άσχημα γι’ αυτό, εννοώ πως μου έλειπε μια προσωπική απασχόληση. Πάντως με το γράψιμο αισθάνομαι ευχάριστα, για τα δικά μου δεδομένα κάνω κάτι που θεωρώ πως αξίζει, άσχετα αν αρέσει ή όχι στους άλλους. Είναι δε και αρκετά σημαντικό να κατορθώνω να διοχετεύσω την ανία μου σε κάτι δημιουργικό.

9. Επιθυμείτε να συνεχίσετε να γράφετε βιβλία;

Επιθυμώ, για όσο καιρό έχω να πω κάτι και για όσο καιρό το ευχαριστιέμαι, δε θεωρώ πως είναι αυτοσκοπός να γράφω βιβλία, έτσι απλά για να γράψω. Τουλάχιστον προσπαθώ να μην το θεωρώ έτσι. Το γράψιμο είναι μια διαδικασία ευχαρίστησης για μένα και πρέπει να παραμείνει έτσι, αν δε με ευχαριστεί ή αν με έχει κουράσει, τότε το σταματώ, όπως έχω κάνει πάρα πολλές φορές στο παρελθόν.

10. Στην απόφασή σας να γίνεται συγγραφέας είχατε στήριξη από την οικογένειά σας και τους γνωστούς σας; Ποιος σας στήριξε περισσότερο;

Από την οικογένειά μου και μόνο, ακόμα και σε εποχές που είχα απογοητευθεί και δεν ήθελα να ξανασχοληθώ με αυτό, στην αρχή ήταν. Βέβαια δεν το έλεγα κι εγώ ότι γράφω, κάπου ντρεπόμουν, κι έτσι το ήξεραν ελάχιστοι. Ακόμα κι όταν εκδιδόταν ένα βιβλίο πάλι δεν το έλεγα. Ποτέ δε μου άρεσε να λέω «είμαι συγγραφέας», αυτό νομίζω πως πρέπει να το πουν οι άλλοι για σένα. Αυτό το πίστευα και το πιστεύω και τώρα.

11. Ξεχωρίζετε κάποιο από τα βιβλία σας;

Σίγουρα ξεχωρίζω τη "Διαπασών", γιατί είναι άμεσο και αβίαστο. Επίσης τους "Άρχοντες των σκουπιδιών" επειδή θεωρώ πως τεχνικά είναι το πιο καλό από όλα μου. Τέλος αγαπώ πολύ το "Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης", γιατί βασίζεται σε πραγματική ιστορία, που την είχα δει σε κινούμενα σχέδια όταν πήγαινα 5η Δημοτικού και ήθελα να την έχω γράψει εγώ, χωρίς φυσικά τότε να μπορούσα να φανταστώ ότι κάποτε θα έγραφα. Είναι σαν ένα όνειρο, μια παιδική επιθυμία, που έγινε πραγματικότητα μετά από 35 χρόνια.

12. Σκεφτήκατε ποτέ να είχατε βάλει κάποιο άλλο τέλος στο βιβλίο σας;

Σκόπιμα άφησα το τέλος κάπως ανοιχτό, για να μπορεί ο καθένας να φαντάζεται αυτό που θέλει. Άλλωστε η ζωή είναι έτσι που συνήθως πολλές ιστορίες μένουν ημιτελείς, ειδικά οι πιο δύσκολες. Ας μην ξεχνάμε όμως πως το 1ο κεφάλαιο του βιβλίου είναι στην ουσία το τέλος του, ξέρουμε πως ο πρωταγωνιστής άλλαξε και «συμβουλεύει» με την ιστορία του τους υπόλοιπους, να μην κάνουν τα ίδια με αυτόν. Οπότε το κομμάτι 33, στην ουσία είναι το προτελευταίο κομμάτι.

13. Σας πήρε πολύ καιρό να ολοκληρώσετε το βιβλίο;

Όχι, ποτέ δε μου παίρνει κάποιο βιβλίο πολύν καιρό να το γράψω. Ξοδεύω αρκετό χρόνο στο να το σκεφτώ, να το δέσω στο μυαλό μου, αλλά όχι να το γράψω. Ποτέ δεν κάθομαι να γράψω χωρίς να ξέρω τι θα συμβεί σε γενικές αλλά και πιο ειδικές γραμμές. Ας πούμε πως η Διαπασών μου πήρε 1,5 μήνα χοντρικά, με 1-2 ώρες δουλειά τη μέρα, όχι όλες τις μέρες. Εννοείται πως στο μυαλό μου έχω ιστορίες που ακόμα δεν έχουν ωριμάσει και δέσει, αυτό μπορεί να πάρει και χρόνια. Το περίεργο με μένα είναι πως γράφω για να πω μια ιστορία κι έτσι όταν την τελειώσω, θεωρώ πως την είπα και δεν την ξαναδιαβάζω ποτέ. Μόνο τους "Άρχοντες" έχω ξαναδιαβάσει από την αρχή μέχρι το τέλος κι αυτό επειδή με ζόρισε ο επιμελητής του κειμένου. Κι εννοείται πως δεν την ξανακοιτώ για να διορθώσω κάτι.

14. Δεχτήκατε καλά σχόλια από τους ανθρώπους που το πρώτο διάβασαν;

Ναι, πολύ καλά. Γενικά έχω δεχτεί καλά σχόλια γι’ αυτό το βιβλίο. Σε κάποιους δεν άρεσε η γλώσσα που χρησιμοποιώ, δεν πειράζει, τι να κάνουμε; Αυτή είναι η γλώσσα. Μόνο ένας συγγραφέας είπε πως ο Θανάσης του φάνηκε πολύ επίπεδος και ήθελε ένα «γιατί» σε όλη αυτή την ιστορία.

15. Γιατί διαλέξατε αυτό τον τίτλο για το βιβλίο σας;

Ο αρχικός τίτλος ήταν διαφορετικός, "33 τραγούδια". Ήθελα να είναι 33 κομμάτια-κεφάλαια, ειδικά αυτό το νούμερο που είναι τα χρόνια του Χριστού και του Μεγ.Αλεξάνδρου. Κοινώς να εμπεριέχεται κάτι ηρωικό και τραγικό, άλλωστε όλοι μας, στην καθημερινότητά μας βιώνουμε τραγικές και ηρωικές στιγμές, προσαρμοσμένες βέβαια στη ζωή μας. Κατάλαβα πως αυτός ο τίτλος θα ήταν αποτυχημένος και δε θα παρέπεμπε γενικά πουθενά. Μου προτάθηκαν κι άλλοι τίτλοι, όπως «με όλη μου τη δύναμη», γενικά τίτλοι πολύ εύστοχοι. Κατέληξα όμως στη "Διαπασών", τόσο ως προς τη μουσική όσο και ως προς τα συναισθήματα και τις ορμές του ήρωα. Πιστεύω πως ο τίτλος, αν και συνηθισμένος ως φράση, είναι αρκετά καλός, γιατί επιπλέον είναι και σύντομος.

16. Ποιος ο λόγος που διαλέξατε τα συγκεκριμένα τραγούδια ως τίτλους των κεφαλαίων του βιβλίου; Γιατί δε διαλέξατε κάποια πιο μοντέρνα τραγούδια;

Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο πρόβλημα με το βιβλίο. Ήθελα τα κομμάτια να είναι κάπως κλασσικά, για να μην προδίδουν πότε γράφτηκε το βιβλίο, αλλά από την άλλη θα ήταν γνωστά; Και πάλι, μήπως ήταν αρκετά κλασσικά και πολυακουσμένα; Όντως, σίγουρα δεν μπορεί κάποιος να ωθηθεί σε βίαιες πράξεις ακούγοντας αυτά τα κομμάτια. Έτσι κι εγώ έκανα ένα τέχνασμα, με το να τοποθετώ τα κομμάτια είτε στο background της ιστορίας, είτε με το να εκφράζουν τον ψυχισμό του Θανάση, είτε με το να περιγράφουν τις σκηνές και τις καταστάσεις που βίωνε, και όχι με το να είναι ενδεικτικά της βίαιης συμπεριφορά του.

17. Όταν ήσασταν παιδί πιστεύατε πως κάποια στιγμή θα γινόσασταν συγγραφέας; Ήταν κάτι που θέλατε από πάντα ή η επιθυμία αναπτύχθηκε στα επόμενα χρόνια;

Όχι, αυτό είναι κάτι που προέκυψε, όπως σας είπα και παραπάνω. Πάντως για να είμαι ειλικρινής, μετά από τόσα χρόνια, ακόμα δεν το έχω χωνέψει 100% πως κατάφερα κι έγραψα τα βιβλία, χωρίς να έχω ασχοληθεί από παιδί με το γράψιμο, πέρα από κάτι ποιηματάκια Δημοτικού. Το ξέρω πως ακούγεται παράξενο όμως έτσι είναι.

18. Το βιβλίο "Στη Διαπασών" έχει πάρει και βραβείο. Τι πιστεύετε πως ήταν αυτό που το έκανε να ξεχωρίσει και να αγαπηθεί τόσο πολύ;

Η αμεσότητά του, το γεγονός ότι υπάρχει άμεση ταύτιση με το Θανάση και τα προβλήματά του. Κι όπου δεν υπάρχει ταύτιση υπάρχει κατανόηση. Αλλά πιστεύω πως το βιβλίο προσφέρει και αυτή την έννοια του αγώνα, του παιδέματος, της θυσίας. Όλοι μας είμαστε σε κάποιες φάσεις loosers κι αυτό πρέπει να το διαχειριστούμε εμείς. Ο Θανάσης το διαχειρίστηκε μέσω των τραγικών περιστατικών που βίωσε.

19. Ποιος ήταν ο δικός σας αγαπημένος συγγραφέας όταν ήσασταν στην ηλικία μας;

Ο Ιούλιος Βερν στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο και αργότερα ο Τζων Στάινμπεκ, καθώς και όλη η αγγλοσαξονική λογοτεχνία. Πιστεύω πως υποσυνείδητα έχω επιρροές από αυτούς, δεν ξέρω, έτσι το βλέπω εγώ.

Συνέντευξη σε μαθητές του 7ου Γυμνασίου Ιωαννίνων - 4 Φεβρουρίου 2014

Ευχαριστούμε τον κύριο Βασίλη Παπαθεοδώρου για την ευγένειά του να απαντήσει στις ερωτήσεις μας.
Του ευχόμαστε να είναι καλά και πάντα δημιουργικός!

1. Κύριε Παπαθεοδώρου, σας άρεσε από παιδί να διαβάζετε λογοτεχνία;

Από μικρός διάβαζα, αυτό είναι σίγουρο. Τότε είχαμε τα Κλασσικά Εικονογραφημένα, λογοτεχνία σε κόμικς δηλαδή, που σε έκαναν να αγαπήσεις την πραγματική λογοτεχνία. Πολλά βιβλία τα έχω διαβάσει μόνο ως Κλασσικά και τα έχω αγαπήσει έτσι. Από τότε θυμάμαι δε τις υποθέσεις τους. Για να μην ξεχάσω, ακόμα και τα Μίκυ-Μάους, τα Αστερίξ, κλπ, όλα αυτά με βοηθούσαν να μπω στον κόσμο του βιβλίου. Τα βιβλία για μένα ήταν πράγματι αυτό που λένε «καλή συντροφιά» ή «φίλοι», μικρός δεν είχα και πάρα πολλούς, μόνο τους συμμαθητές μου στο σχολείο, που σε περίοδο διακοπών τους έχανα. Έτσι είχα μια επιπλέον παρέα, τα βιβλία.

2. Πότε αρχίσατε να γράφετε βιβλία και πόσο εύκολο ήταν να εκδώσετε το πρώτο σας βιβλίο;

Άρχισα να γράφω το 1996, με αφορμή ένα διαγωνισμό της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς. Μάλλον είχα γράψει και ένα μυθιστόρημα για ενήλικες το 1995, επειδή υπήρξε ένα καλοκαίρι που βαριόμουν φοβερά και είπα να γράψω κάποιες σκέψεις σε χαρτί και αυτό στη συνέχεια έγινε ολόκληρο μυθιστόρημα. Το κείμενο που έδωσα το 1996 στη Γ.Λ.Σ. πήρε έπαινο και ως εκ τούτου θα εκδιδόταν αυτόματα από εκδοτικό οίκο. Αυτό το «αυτόματα» όμως κράτησε 4 ολόκληρα χρόνια, μου έδωσε μεγάλη απογοήτευση, αλλά μετά κατάλαβα ότι και οι απογοητεύσεις είναι μέρος του παιχνιδιού, αν κατορθώσεις να την νικήσεις, τότε το πείσμα σε ατσαλώνει και σε κάνει πιο δυνατό και υπομονετικό.

3. Πώς σας έρχονται οι ιδέες για να γράψετε ένα βιβλίο;

Ιδέες μπορώ να αντλήσω από παντού, από το Ίντερνετ, από εφημερίδα, από κάτι που είδα, άκουσα ή μου διηγήθηκαν. Ο κινηματογράφος είναι μεγάλη πηγή φαντασίας για μένα, η φωτογραφία επίσης. Μου αρέσει ακόμα να χαζεύω φωτογραφίες μεγάλων φωτογράφων, παλιές και καινούριες, ασπρόμαυρες κι έγχρωμες και υποσυνείδητα ή άθελά μου μου έρχεται στο νου μια ιστορία.

4. Για ποιο λόγο αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας;

Όπως σας είπα προηγουμένως, δεν αποφάσισα, μάλλον έτυχε. Φαντάζομαι θα είχα κάποιου είδους προδιάθεση ή κλίση στα γραπτά, θα μπορούσα να αφηγηθώ ιστορίες και μάλλον δεν θα το ήξερα. Ήταν θέμα συγκυριών να ασχοληθώ και κυρίως να επιμείνω σε αυτό, παρά να το αποφασίσω. Πιστεύω πως τέτοια πράγματα δεν αποφασίζονται. Αρχίζεις να βαδίζεις σε ένα δρόμο κι όπου αυτός σε βγάλει, αν σε βγάλει. Στη διαδρομή δοκιμάζεις τη θέλησή σου και τις ικανότητές σου.

5. Στα βιβλία σας αναφέρεστε σε προσωπικά σας βιώματα;

Φαντάζομαι όλα τα βιβλία φέρουν τα προσωπικά βιώματα, ή κάποια από αυτά, του συγγραφέα. Και για να μην το περιορίσω, εννοώ σκέψεις, ιδέες, τρόπους έκφρασης, λεξιλόγιο, διλήμματα. Με αυτήν την έννοια λοιπόν, ναι, κάθε βιβλίο μου έχει κάτι από μένα, από το ποιος είμαι ή και από το ποιος θα ήθελα να είμαι. Αν μιλάμε πάντως για καθαρά βιώματα, τότε η Διαπασών, το Άλφα και η Σχολική Παράσταση έχουν σκηνές που παρόμοιες έχω ζήσει.

6. Στο βιβλίο σας "Στη Διαπασών", κάθε κεφάλαιο συνδέεται και με ένα τραγούδι. Ποια είναι η σχέση σας με την μουσική;

Ανέκαθεν άκουγα κι ακούω μουσική, όλων σχεδόν των ειδών, από πολύ μικρός. Η μουσική εκφράζει τη συναισθηματική μου κατάσταση της στιγμής, τη φάση που περνώ. Δεν πολυακούω ελληνικά, ούτε κλασσική μουσική, όλα τα άλλα όμως είδη μου αρέσουν. Πάντα ήθελα να έχω μάθει κιθάρα ή πιάνο, φοβάμαι όμως πως είμαι ανεπίδεχτος. Γνωρίζω κάποιους που λένε πως δεν ακούνε μουσική, ούτε ξέρουν, ούτε τους ενδιαφέρει κι αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν.

7. Στο βιβλίο σας "Στη Διαπασών" αναφέρεστε στο θέμα της βίας και του μίσους. Πώς αποφασίσατε να γράψετε για αυτά τα κοινωνικά θέματα;

Σε όλα μου τα βιβλία καταπιάνομαι με κοινωνικά ή πολιτικά θέματα, φαντάζομαι είναι κατάλοιπο της εφηβικής μου ηλικίας, εκείνης της εποχής που είχε πολλή πολιτικοποίηση. Πιστεύω όμως πως ειδικά στις μέρες μας αυτά τα θέματα είναι πρώτης γραμμής και πρέπει να τονίζονται και να προβάλλονται. Είναι άλλωστε τόσα πολλά τα βιβλία που μιλάνε για ανώδυνα θέματα, που ειλικρινά, κάποια ακόμα αυτού του είδους δεν θα πρόσφεραν τίποτα στη λογοτεχνία.

8. Πότε σας αρέσει να γράφετε, το χειμώνα ή το καλοκαίρι, το βράδυ ή το πρωί;

Είμαι πρωινός τύπος, μάλιστα μου αρέσει να προγραμματίζομαι πως στις διακοπές π.χ. θα γράφω το πρωί. Αυτό δεν είναι πάντα δυνατόν. Έτσι προσπαθώ να επεκτείνω το ωφέλιμο για μένα διάστημα της ημέρας, χωρίς αυτό να είναι πάντα δυνατόν. Πάντως εννοείται πως γράφω όταν έχω καθαρό κεφάλι, αυτό συμβαίνει κυρίως το πρωί. Το απόγευμα και μετά σκέπτομαι για το τι θα γράψω το επόμενο πρωί.

9. Πώς σας αρέσει να γράφετε τα κείμενά σας, ηλεκτρονικά ή χειρόγραφα;

Είχα αρχίσει να τα γράφω χειρόγραφα, μετά τα δακτυλογραφούσα στον υπολογιστή. Κατάλαβα ότι έκανα διπλή δουλειά, ότι γινόταν σπατάλη ώρας. Έτσι άρχισα διστακτικά να γράφω απευθείας στον υπολογιστή, παρόλο που φοβόμουν πως θα γυρνώ συνέχεια πίσω για να διορθώνω πράγματα ή μέχρι να πληκτρολογήσω τη μια λέξη θα είχα ξεχάσει τι ήθελα να πω. Ευτυχώς αυτοί οι φόβοι αποδείχτηκαν αστήρικτοι, δε συνέβη τίποτα από αυτά και τώρα πλέον δεν μπορώ να γράψω σε χαρτί. Χειρόγραφα κρατώ μόνο κάποιες, λίγες, σημειώσεις.

10. Θα σας ενοχλούσε αν κάποιος έκανε αρνητική κριτική για τα βιβλία σας;

Θα με ενοχλούσε αν κάποιος έκανε κακόπιστη κριτική ή κριτική χωρίς επιχειρήματα. Δε με ενοχλεί η κακή κριτική, αρκεί αυτή να γίνεται καλόπιστα. Επιπροσθέτως με ενοχλεί και η υπερβολικά καλή κριτική, όλα αυτά τα ενθουσιώδη λόγια, που πιστεύω πως σε κάποιο βαθμό δε στέκουν. Μου αρέσει η εμπεριστατωμένη κριτική, καλή ή κακή, αδιάφορο, αρκεί να με βοηθά αυτή, να μου υποδεικνύει είτε πως βαδίζω καλά είτε πώς να διορθώσω κάτι.

11. Τι θα συμβουλεύατε ένα παιδί που θέλει να γίνει συγγραφέας;

Να επιμείνει. Να μη θεωρεί τον εαυτό του συγγραφέα. Να μην καβαλήσει το καλάμι. Να χαίρεται αυτό που κάνει. Να μπει κι ο ίδιος στη θέση του αναγνώστη, έτσι ώστε όταν διαβάζει το κείμενό του να αρέσει πάνω απ’ όλα σε αυτόν τον ίδιο.

Συνέντευξη στην Ξένια Σ., Β2

1. Από ποια ηλικία αρχίσατε να γράφετε;

Ευτυχώς στο γράψιμο δεν υπάρχει ηλικία. Άρχισα στα 28 μου και συνεχίζω, συνεπώς ούτε μικρός ούτε μεγάλος.

2. Γιατί αποφασίσατε να γράψετε για παιδιά;

Ειλικρινά αυτό το αποφάσισε η τύχη, όταν έπεσε στα χέρια μου η προκήρυξη για ένα διαγωνισμό της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς το 1996. Αμφιβάλλω αν θα έγραφα για παιδιά αν δεν είχα δει αυτήν την προκήρυξη. Από την άλλη όμως, πάλι δεν ξέρω, δεν είμαι κι εντελώς σίγουρος. Μάλλον ζω ξανά την παιδική και νεανική μου ηλικία από διαφορετική σκοπιά.

3. Ασχολείστε αποκλειστικά με τη συγγραφή βιβλίων;

Εννοείται πως όχι, εργάζομαι σε τράπεζα. Ελάχιστοι ζουν αποκλειστικά από τα δικαιώματα των βιβλίων τους και πάντως δεν ανήκω σε αυτούς. Πάντως η καθημερινή δουλειά με βοηθά να έρχομαι σε επαφή με ανθρώπους, να κινούμαι στη πόλη, να κουράζομαι, να έχω μια ισορροπία. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να αφοσιωθώ εντελώς στη συγγραφή, μπορεί ναι, μπορεί και όχι.

4. Πόσο καιρό χρειάζεστε για να ολοκληρώσετε ένα βιβλίο σας;

Κάθε βιβλίο μου το δουλεύω στο μυαλό μου, μπορεί και για χρόνια. Μόνο όταν έχω αρχή, μέση, τέλος, χαρακτήρες, πλοκή, κλπ. Αποφασίζω να κάτσω να το γράψω. Έτσι η διαδικασία μπροστά στον υπολογιστή είναι καθαρά «τυπική», αφού έχει γίνει και κατασταλάξει το δημιουργικό κομμάτι της δουλειάς στο μυαλό μου. Για να δώσω όμως και μια χρονική διάσταση, θα πω πως χοντρικά κάθε κεφάλαιο μου παίρνει περίπου μια ώρα ή λίγο λιγότερο. Μετρώντας τα κεφάλαια βρίσκουμε στο περίπου τις ώρες που ξόδεψα, τονίζω στη δακτυλογράφηση στον υπολογιστή. Η ιδέα και η πλοκή όμως χρειάζονται χρόνο. Γενικά δεν κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή χωρίς να ξέρω τι θα γράψω ή πού θα οδηγήσω την ιστορία.

5. Από τα βιβλία που έχετε γράψει, ποιο είναι το αγαπημένο σας;

Αρκετά, θα αναφέρω τη Διαπασών γιατί είναι πολύ άμεση, τους Άρχοντες των σκουπιδιών γιατί έχω προσπαθήσει πολύ στην τεχνική και τους Εννέα Καίσαρες γιατί… με παραπαίδεψε.

6. Πιστεύετε πως για έναν καλύτερο κόσμο χρειάζεται «Μια αστεία επιδημία»;

Πιστεύω πως χρειάζεται το χιούμορ και το γέλιο, έστω το χαμόγελο, κι ας μην είναι με μορφή επιδημίας. Δυστυχώς είναι στενάχωρο να βλέπει κανείς ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν από αστεία ή εξοργίζονται με αυτά. Ειδικά στο Ίντερνετ το πράγμα έχει παραγίνει, έχει ξεχειλίσει από οργή και σοβαροφάνεια. Ας μην παίρνουμε τον εαυτό μας και τις απόψεις μας και τόσο στα σοβαρά…

Συνέντευξη στo Θάνο Κ., μαθητή Δημοτικού

Υπεύθυνη καθηγήτρια Σταματία Σταμάτη
http://esynergasia.pbworks.com

Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο, Ο Δρόμος της Αριστεράς – 8 Οκτωβρίου 2013

Βασίλης Παπαθεοδώρου: "Στα παιδιά πρέπει να λέμε την αλήθεια"

Ανακάλυψα τα βιβλία του Βασίλη Παπαθεοδώρου μέσω του… γιου μου. Εντάσσονται στη «λογοτεχνία για νέους», όμως -όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω- ο χαρακτηρισμός αυτός είναι μόνο εν μέρει ακριβής.

Αφορμή ήταν το βιβλίο Σχολική παράσταση (Εκδ. Καστανιώτης) που επανακυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό και παρουσιάζει όχι απλώς μια επικαιρότητα, αλλά θα μπορούσε να είναι κι ένα «όπλο» για τη μάχη κατά του ρατσισμού και του φασισμού. Όταν ήδη γνωρίζουμε πως η Χρυσή Αυγή έχει σημαντική επιρροή και είχε εκπονήσει στρατηγικό σχέδιο για την διείσδυσή της στους μαθητές, τότε θα καταλάβουμε καλύτερα τη μεγάλη αξία που έχει το βιβλίο του Βασίλη Παπαθεοδώρου. Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα σχολείο της Γερμανίας. Αυτή τη φορά ο «ξένος», ο «μετανάστης» είναι ο Γιώργος, ένα Ελληνόπουλο, μαθητής της Β’ γυμνασίου που αντιμετωπίζει το ρατσισμό από μαθητές και γονείς, ειδικά όταν του ανατίθεται από τον καθηγητή του ο βασικός ρόλος της σχολικής παράστασης. Την εποχή εκείνη, μάλιστα, είχαν ξεσπάσει ταραχές και εις βάρος των Ελλήνων από ομάδες νεοναζί. Ο συγγραφέας δείχνει και πως ένα «παιδί της γειτονιάς» καταλήγει σε μια συμμορία νεοναζί... Από αυτό το βιβλίο βρέθηκα να διαβάζω τους Άρχοντες των σκουπιδιών (Εκδ. Καστανιώτης) μια σκληρή εικόνα του μέλλοντος που κατά κάποιον τρόπο ήδη βρίσκεται εδώ... Ένα βιβλίο που σαφώς αξίζει αν διαβάσουμε έφηβοι αλλά και ενήλικες. Η συζήτηση με το συγγραφέα, όπως πιστεύω θα συμφωνήσετε κι εσείς, ήταν άκρως ενδιαφέρουσα.

Καταπιάνεστε με δύσκολα θέματα. Μερικοί γονείς θεωρούν ότι τα παιδιά πρέπει να μένουν μακριά από αυτά. Εσείς τι θα τους απαντούσατε;

Έχω δεχτεί κάποιες φορές κριτική για τη βία, το λεξιλόγιο, τη θεματολογία των βιβλίων μου, ότι είναι βίαια, λίγο «ανάρμοστα» κ.λπ. Κάθε βιβλίο γενικά εμπεριέχει και το στοιχείο της απεικόνισης της εποχής του. Δεν είναι κακό αυτό, αντιθέτως. Άποψή μου είναι πως για να αντιμετωπίσει κανείς το κακό πρέπει να το γνωρίσει κάπως και τα βιβλία αποτελούν μέσο ασφαλούς συνειδητοποίησης. Ζούμε σε μια εποχή όπου η βία, σε όλες της τις μορφές, ανθεί. Αυτό πρέπει να καταδειχθεί, να αποτελέσει αφορμή για προβληματισμό και συζήτηση. Αλλά για να δώσω και μια πιο απλή απάντηση, θα έλεγα πως είναι πάρα πολλά τα βιβλία που κρατάνε τα παιδιά μακριά από αυτά τα θέματα. Ας υπάρχουν και κάποια διαφορετικά.

Στη "Σχολική Παράσταση" σας απασχολεί ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αλλά και τα φαινόμενα νεοναζισμού. Υποθέτω πως αν το διάβαζαν διάφοροι θιασώτες της Χρυσής Αυγής θα πάθαιναν ένα σοκ, αφού τα θύματα είναι Έλληνες μετανάστες. Και τα επιχειρήματα μοιάζουν τόσο με όσα λένε οι εδώ μιμητές τέτοιων ομάδων... Ποια σκέψη σας έκανε να διαλέξετε αυτό το θέμα;

Πάντα υπάρχει κάποιο γεγονός της επικαιρότητας, που ίσως περνά στα «ψιλά» των εφημερίδων, αλλά που αν δεν προσεχθεί σίγουρα θα γίνει προάγγελος κάποιου μελλοντικού πρωτοσέλιδου. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχαν γίνει ρατσιστικές επιθέσεις από νεοναζί σε τούρκικες συνοικίες γερμανικών πόλεων. Αντίστοιχα, πριν κάποια χρόνια (πάνω από δέκα) στη Νίκαια, όταν τα κινητά δεν ήταν και τόσο διαδεδομένα, κάποιοι νεαροί γύρω στα 14-15 είχαν επιτεθεί σε συνομήλικο μαθητή, με σκοπό να του κλέψουν το κινητό του. Στο τέλος του είχαν χαράξει το μέτωπο με σουγιά. Εγώ απλά χρησιμοποίησα Έλληνες ως θύματα στη Σχολική Παράσταση. Το ενδιαφέρον είναι πως 12 χρόνια αργότερα, στη Διαπασών, με βάση το δεύτερο περιστατικό, τα ίδια ακριβώς φαινόμενα περιγράφονται σε ελληνική γειτονιά, με μετανάστες αυτή τη φορά ως θύματα. Συγκρίνοντας τα δυο βιβλία μπορούμε να σταθούμε στην εναλλαγή ρόλων «θύματος» και «θύτη».

Με ενδιαφέρον είδα ότι η προσέγγιση σας είναι αρκετά διαφορετική στο πώς μπορεί κανείς να απαντήσει στο ρατσισμό. Θα θέλατε να μας πείτε πώς αυτό θα μπορούσε να συνδεθεί με τη σημερινή κατάσταση που βιώνουμε; Πώς πολεμά κανείς τον φασισμό στην καθημερινότητά του;

Μια κάποια μορφή ρατσισμού μπορεί να επιδεικνύουμε σχεδόν όλοι στην καθημερινότητά μας, έστω και στις σκέψεις μας. Από τα πολύ μικρά, το πώς εκφραζόμαστε όταν οδηγούμε π.χ., μέχρι τα πιο σοβαρά, το καλό και το κακό, σε διάφορες αναλογίες και αποχρώσεις ενυπάρχει στον καθένα μας. Το πόσο χαλιναγωγούμε και καταπνίγουμε αυτές τις τάσεις είναι μέτρο του πολιτισμικού επιπέδου μας, του συστήματος αξιών μας και της παιδείας μας. Συνεπώς, εάν πρόκειται για τον εαυτό μας, η γενικότερη μόρφωση σε όλες της τις μορφές, είναι σίγουρα μέτρο αντιμετώπισής του. Εάν αφορά τους άλλους, η ατομική και ομαδική κοινωνική αποδοκιμασία/γελοιοποίηση του φαινομένου ίσως να προσφέρει κάτι. Ειλικρινά, όμως, πιστεύω πως άμεσες μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν. Απλά αρχίζεις να εμφυτεύεις στους νεότερους έναν αέρα μη φοβικό.

Στους "Άρχοντες των σκουπιδιών" μας ταξιδεύετε σε μια κοινωνία που έχει καταρρεύσει. Πιστεύετε ότι αυτή η ζοφερή εικόνα μπορεί να γίνει αληθινή; Μήπως είναι ήδη παρούσα κατά κάποιον τρόπο; Τι μπορούμε να κάνουμε;

Θεωρώ ότι η ζοφερή εικόνα στην οποίαν αναφέρεστε είναι ήδη παρούσα. Οι Άρχοντες των σκουπιδιών αποτελούνται από δύο μέρη: Στο πρώτο δίνεται η σημερινή εικόνα, σχεδόν αυτούσια, της οικονομικής εξαθλίωσης αφενός και της ελιτίστικης αδιαφορίας αφετέρου. Υπάρχει και το στοιχείο της μαζικοποίησης-«οχλοποίησης» το οποίο διατρέχει όλη την πλοκή του βιβλίου. Το δεύτερο μέρος, αν και επιφανειακά μελλοντολογικό ή επιστημονική φαντασία, πείτε το όπως θέλετε, είναι μια προβολή του σήμερα στο αύριο. Ο κόσμος γυρνά προς τα πίσω, ήδη οικονομικά, κοινωνικά, εργατικά είμαστε εκεί που ήμασταν χρόνια πριν. Πολιτικά επίσης. Το βιβλίο, καθ’ υπερβολήν ή αλλιώς συγγραφική αδεία, γυρνά πίσω το χρόνο, στον Μεσαίωνα, στις Σταυροφορίες, στην αρχαία εποχή, στον πρωτόγονο άνθρωπο τελικά. Δεν είμαι σε θέση να πω τι μπορούμε να κάνουμε, έτσι ώστε να υπάρχει κάποιο αποτέλεσμα. Απλά πιστεύω πως με τα βιβλία, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τι ενδέχεται να γίνει, αν «δεν» κάνουμε. Κι αυτό ίσως είναι το πρώτο βήμα, η κατανόηση της κατάστασης.

Στην επίσης επίκαιρη "Διαπασών" καταπιάνεστε με το θέμα της βίας γενικότερα. Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί; Πώς να πείσεις τα παιδιά που δεν βλέπουν να έχουν μέλλον;

Η Διαπασών θίγει αρκετά θέματα. Ο ρατσισμός, που είναι ένα από τα κύρια σημεία του βιβλίου, είναι αποτέλεσμα τόσο ενδοοικογενειακής βίας, όσο και αισθητικής. Είναι και αυτοί παράγοντες που οδηγούν στη γένεσή του. Από κει και πέρα το φαινόμενο μπορεί να λάβει πολλές διακλαδώσεις, είτε αυτές λέγονται ενδοσχολική βία, είτε φασίζουσες συμπεριφορές. Και προφανώς η βία γεννά, στο βιβλίο τουλάχιστον, και άλλη βία. Πάντα είμαι της άποψης ότι η κάθε μορφής δημιουργικότητα βοηθά πολύ στην εκτόνωση τέτοιων φαινομένων, όσο κλισέ και να ακούγεται αυτό. Κοινώς το σχολείο πρέπει να είναι αρωγός της δημιουργίας. Μέσω αυτής απομυθοποιείται η έννοια της «σωματικής δύναμης», η λατρεία της οποίας ως μόνης αρετής, που βρίσκεται στον πυρήνα παρόμοιων φαινομένων. Πάντα λέω στα παιδιά, όταν επισκέπτομαι σχολεία, πως στην ουσία η ηλικία τους τα έχει όλα: Νιάτα, ομορφιά, ελπίδα, όνειρα, ξενοιασιά, υγεία. Ας πάρουν κουράγιο από αυτά που έχουν, τα οποία δεν είναι καν αυτονόητα για τους υπόλοιπους και χρησιμοποιώντας τα ως εφόδιο, ας κάνουν κάτι δημιουργικό.

Ποιος πιστεύετε ότι θα έπρεπε να είναι σήμερα ο ρόλος ενός συγγραφέα -ή καλλιτέχνη- που απευθύνεται στα παιδιά;

Να μην «ξεγελάει», να μην «αποδιώχνει», να μην «κοροϊδεύει». Να «εμπνέει», ει δυνατόν, και με το έργο του και με τη γενικότερη στάση του. Προφανώς και δεν ξέρω αν τα εκπληρώνω όλα αυτά, μπορεί και όχι ή μπορεί όχι όλες τις φορές, δεν ξέρω, όμως τουλάχιστον τα έχω πάντα στο μυαλό μου και προσπαθώ να κινούμαι προς αυτήν την κατεύθυνση

Συνέντευξη στο «Εφημεριδάκι μας», Σχολική εφημερίδα 2ου Δημοτικού Αγίου Νικολάου Φύλλο 9 - Απρίλιος 2013

1. Σε ποια ηλικία γράψατε το πρώτο σας βιβλίο; Πως δέχτηκαν οι γονείς σας την ενασχόλησή σας με την συγγραφή;

Άρχισα να γράφω από την ηλικία των 27 ετών και έκτοτε, μάλλον δεν έχω σταματήσει. Γράφω και το χαίρομαι, όταν φυσικά βρω κάποιο θέμα που να μου αρέσει. Οι γονείς μου είχαν ενθουσιαστεί με την ενασχόλησή μου αυτή. Πάντα διάβαζαν πρώτοι τα χειρόγραφά μου και πάντα με ενθάρρυναν με την κριτική τους, αλλά και τους επαίνους τους. Οι πολυτιμότεροι συνεργάτες και υποστηρικτές μου…

2. Στη λέσχη ανάγνωσης του σχολείου μας διαβάζουμε το βιβλίο σας "Ιπτάμενες σελίδες" ...είναι απ τα αγαπημένα σας βιβλία και ποιο γεγονός στάθηκε αφορμή για να το γράψετε;

Οι «Ιπτάμενες σελίδες» είναι από τα αγαπημένα μου βιβλία. Είναι περίεργο το γεγονός που υπήρξε η αφορμή για να γραφτούν: Κάποια μέρα στην εφημερίδα είδα τον τίτλο ενός άρθρου, «Ιπτάμενες σελίδες» ήταν, παρόλο που το άρθρο δεν είχε τίποτα σχετικό με το βιβλίο. Αυτό ήταν! Αμέσως σχεδόν άρχισε να πλάθεται η ιδέα στο μυαλό μου, μια ιδέα που θα βασιζόταν σε σελίδες που πετάνε.

3. Πιστεύετε ότι οι ήρωές σας θα μπορούσαν να είναι καθημερινοί άνθρωποι που ζουν δίπλα μας και οι δύο αντίπαλες χώρες να σχετίζονται με μια πολιτική κατάσταση που ίσως ζήσουμε κι εμείς;

Φυσικά και είναι καθημερινοί άνθρωποι, το παιδί των φαναριών, ο επιμελής μαθητής που μόνο τα μαθήματά του σκέφτεται, το άρρωστο παιδί, το κακοποιημένο, τα παιδιά-στρατιώτες. Όσον αφορά τις αντίπαλες χώρες, να θυμίσω την Κύπρο που είναι διαιρεμένη, την Κορέα, τη Γερμανία παλιότερα…

4. Αν στα χέρια σας παίρνατε μια ιπτάμενη σελίδα ποια μηνύματα πιστεύετε ότι θα σας μετέφερε;

Θα ήθελα να μου υποδείξει το δρόμο και τον τρόπο να γελάω καθημερινά, ένα γέλιο αβίαστο και ξένοιαστο.

5. Ποιο είναι το αγαπημένο σας ανάγνωσμα από άλλον συγγραφέα Έλληνα ή ξένο;

Οι «Άρχοντες των Μυγών» του Γκόλντινγκ και «Ο Φύλακας στη Σίκαλη» του Σάλιντζερ είναι δύο βιβλία που με σημάδεψαν στα παιδικά μου χρόνια, αλλά και με επηρέασαν στη συνέχεια ως προς το γράψιμο.

Συνέντευξη στην Ελένη Κορόβηλα, Bookpress - 31 Μαρτίου 2013

18 συγγραφείς & εικονογράφοι ανοίγουν την παιδική βιβλιοθήκη τους

Μεγάλωσα, όπως πολλά παιδιά της εποχής, διαβάζοντας ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ, μαζί βέβαια με τα κλασσικά comics «ΑΓΟΡΙ», «ΜΠΛΕΚ» και Μίκυ Μάους. Από όλα αυτά τα παιδικά αναγνώσματα, πήρα εικόνες σε συνδυασμό με κείμενο. Με βοήθησαν στο να οπτικοποιώ μια ιστορία.

Αργότερα, αρχίζοντας να διαβάζω λογοτεχνία, μπορώ να πω ότι δύο είναι τα βιβλία που με έχουν σημαδέψει: Ο Άρχοντας των Μυγών του Ουίλιαμ Γκόλντινγκ και Ο φύλακας στη σίκαλη του Σάλιντζερ. Από τα δύο αυτά βιβλία δεν πήρα μόνο την έννοια της δράσης, το πώς δηλαδή προχωρά μια ιστορία, αλλά κυρίως την έννοια των επιλογών που έχει κάθε άνθρωπος και καλείται να αποφασίσει.

Πιστεύω ότι ο «Άρχοντας των Μυγών» με επηρέασε ως προς το στοιχείο της δυστοπίας, το οποίο μου αρέσει να επαναφέρω στα βιβλία μου, ενώ ο «Φύλακας» μου έδωσε στοιχεία ρεαλισμού. Έκτοτε δεν έχω «τολμήσει» να τα ξαναδιαβάσω, από φόβο ίσως μην τα απομυθοποιήσω. Πάντως αυτά τα δύο αναγνώσματα δημιούργησαν μέσα μου την αγάπη και εκτίμηση που έχω για την Αγγλοσαξονική λογοτεχνία.

Συνέντευξη στην Έλενα Αρτζανίδου, Thinkfree - 26 Νοεμβρίου 2012

Β. Παπαθεοδώρου: «Βγάζω το καπέλο στη σιωπηλή καρτερικότητα του πόνου»

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΡΩΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΑΠΑΝΤΑ!
Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου στην Έλενα Αρτζανίδου

Ποιό είναι το στίγμα του τελευταίου σας βιβλίου;

«Οι Άρχοντες των σκουπιδιών» είναι ένα βιβλίο περιπετειώδες και «πολιτικοποιημένο», όπως πιστεύω και τα προηγούμενα βιβλία μου. Μιλά για το σήμερα, για μια κρίση που προέρχεται από τα σκουπίδια, τα οποία ως μόνη πλουτοπαραγωγική πηγή πλέον, έχουν κεντρικό ρόλο στη δυστοπική κοινωνία του μυθιστορήματος. Οι χαρακτήρες έρχονται αντιμέτωποι με τη γενικότερη αποκτήνωση, αφού πλέον οι άνθρωποι με το να ασχολούνται, μαζεύουν και κυνηγούν τα σκουπίδια, φτάνουν στο σημείο να γίνουν οι ίδιο ανθρώπινα σκουπίδια. Πάνω απ’ όλα όμως οι ήρωες, κάνοντας ένα ταξίδι στην ιστορία, την Παγκόσμια Ιστορία που κάνει την επανεκκίνησή της και τρέχει ολοταχώς προς τα πίσω, θα καταλάβουν τον πραγματικό τους εαυτό, θα τον αναζητήσουν, θα προσπαθήσουν να γλυτώσουν από τους διώκτες τους και από το παλιό τους «εγώ». Δε θα τα καταφέρουν όλοι…

Πείτε μας πέντε λόγους για να το διαβάσουν οι αναγνώστες.

Το βιβλίο κινείται μεταξύ νεανικής και ενήλικης λογοτεχνίας. Το βάρος δίνεται στη δράση, με κινηματογραφικό ρυθμό, με ένα τέμπο που παραμένει σχεδόν αμείωτο από την αρχή μέχρι το τέλος. Υπάρχουν ανατροπές, λειτουργούν πολλά επίπεδα, τόσο σε καθημερινή βάση όσο και σε συμβολική μορφή. Δεν πρόκειται για διδακτικό-καταγγελτικό κείμενο, είναι μυθιστόρημα που αγγίζει την επιστημονική φαντασία και προ(σ)καλεί σχεδόν τους αναγνώστες να διατρέξουν μαζί του τις διάφορες ιστορικές περιόδους, ίσως και να τις μάθουν οι νεότεροι.

Μιλήστε για δυο ήρωες, είτε δική σας είτε άλλου δημιουργού, που σας σημάδεψαν θετικά ή αρνητικά.

Ελπίζω να μην ευλογήσω τα γένια μου όταν θα πω ότι με έχει «σημαδέψει» ο Θανάσης, ο ήρωας της «Διαπασών». Κι αυτό γιατί ταυτίστηκα μαζί του, εκφραζόμουν μέσω αυτού (χιούμορ, κυνισμός, λεξιλόγιο, κλπ) και στο τέλος τον αγάπησα. Αυτό δε μου έχει ξανασυμβεί με άλλον ήρωά μου. Όμως με έχουν εντυπωσιάσει πραγματικά οι ήρωες, το βάθος των χαρακτήρων που συναντάμε στις «Επικίνδυνες Σχέσεις», μια παλαιότερη ταινία του Φρίαρς, βασισμένη στο επιστολικό μυθιστόρημα του Σαντερλώ ντα Λακλός. Ήρωες διεστραμμένοι και προβληματικοί, κακοί και αλαζόνες, λύκοι που ντύνονταν αρνιά και υποδύονταν τους καλούς και τους φιλεύσπλαχνους. Είναι εκπληκτική η γκάμα των συναισθημάτων, αλλά και των διαστροφών,που συναντάμε σε αυτούς τους ήρωες.

Τι μπορεί να προσφέρει η Λογοτεχνία ειδικά σήμερα;

Αυτά που λέγονται, ότι το βιβλίο είναι ο καλύτερος φίλος και συντροφιά του ανθρώπου, ισχύουν και είναι διαχρονικά. Ειδικά όμως σήμερα η λογοτεχνία προσφέρει «Λογική και Ευαισθησία», για να δανειστώ τον τίτλο παλιότερης ταινίας. Δίνει νηφαλιότητα, κριτική θεώρηση των πραγμάτων και μόρφωση, καθώς λειτουργεί σε πολλά και διάφορα επίπεδα. Ο συνδυασμός ημιμάθειας και οργής που χαρακτηρίζει τις μέρες μας είναι ο πιο επικίνδυνος. Η λογοτεχνία συμβάλλει στην ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων αυτού του συνδυασμού.

Πείτε μας τρία πράγματα που σας θυμώνουν και τρία που θα θέλατε αμέσως να αλλάξετε στην εποχή μας.

Μόνο τρία; Με θυμώνουν η αχαριστία και η έλλειψη χιούμορ, η διάχυτη απόδοση ευθυνών δίχως ατομική ανάληψη, η μοιρολατρία και η κλάψα. Με θυμώνει η ημιμάθεια που πλέον έχει βρει πεδίον δόξης λαμπρό σε έναν ψευτοπατριωτισμό. Και ας μην ξεχάσω την αγένεια, καθώς και τη νοοτροπία του «σ’ όποιον αρέσουμε», μέσω της οποίας απαιτούμε από τον άλλον να μας αποδεχτεί όπως είμαστε, δίχως να κάνουμε την παραμικρή προσπάθεια αυτοβελτίωσης, ενώ συγχρόνως δεν τον αποδεχόμαστε εμείς. Φαντάζομαι ότι αν ήταν να αλλάξω αμέσως κάτι θα άλλαζα το μάθημα της ιστορίας και των κειμένων από όλες τις βαθμίδες της σχολικής εκπαίδευσης, κοινώς θα πρόσθετα ώρες και θα προσπαθούσα να δοθεί μια άλλη κατεύθυνση, πιο προσγειωμένη, πιο οικουμενική, πιο ανθρώπινη.

Αν έπρεπε να πάρετε μόνο τρία πράγματα μαζί σας ποια θα ήταν αυτά;

Επειδή είμαι πρακτικός και ορθολογιστής φαντάζομαι θα έπαιρνα μαζί μου είδη πρώτης ανάγκης (οδοντόβουρτσα, εσώρουχα, ρολόι, σουγιά, κλπ). Μέσα σε όλα αυτά όμως θα έβρισκα χώρο για να βάλω και κάποιο άλμπουμ φωτογραφιών με αγαπημένα πρόσωπα. Ευτυχώς (ή ακόμα και δυστυχώς για πολλούς...) τις σκέψεις και τις αναμνήσεις μας, τις κουβαλάμε πάντα και παντού. Όπως και τα όνειρά μας.

Ποιο από τα βιβλία που έχετε διαβάσει θα θέλατε να το είχατε γράψει εσείς και γιατί;

Με έχουν επηρεάσει και έχω «ζηλέψει» πάρα πολλά βιβλία, Ελλήνων και ξένων, καινούρια και παλιά. Πιστεύω όμως πως τα πρώτα «σπέρματα» συγγραφικών ονείρων, μου τα έδωσαν «Ο φύλακας στη Σίκαλη» του Σάλιντζερ και «Ο άρχοντας των μυγών» του Γκόλντινγκ. Ίσως να μην είναι τυχαίο που ανήκουν και τα δύο στην αγγλοσαξονική λογοτεχνία. Από αυτά τα δύο βιβλία, από τα οποία έχω πάντα πράγματα στο νου μου, ακόμα κι αν έχω ξεχάσει τα περισσότερα σημεία τους, έμαθα να πλάθω χαρακτήρα μέσω της δράσης, αλλά και να φέρνω τον ήρωά μου μπροστά στα διλήμματα και τις επιλογές του.

Ο θάνατος έχει θέση στα συγγράμματά σας και πως οι ήρωες σας τον αντιμετωπίζουν;

Η αλήθεια είναι ότι στα πρώτα μου τέσσερα βιβλία, φοβόμουν πολύ να καταπιαστώ με αυτό το θέμα, έστω και ως αναφορά. Μετά θεώρησα ότι είναι αφύσικο να μην υπάρχει και αυτό το κομμάτι της ζωής. Στα «Χνότα στο τζάμι» ο θάνατος για μένα ήταν ένα εργαλείο της πλοκής, δηλαδή ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας, εκεί βασίστηκε η μυθοπλασία. Στο «Μεγάλο ταξίδι της κινέζικης πάπιας» ο θάνατος υπονοείται στο τέλος, όταν η πάπια βρίσκεται στα τελευταία της, έχοντας ζήσει μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, δυσκολίες κι εμπειρίες και ως τελευταία εικόνα κλείνει ευτυχισμένα και φυσιολογικά τη ζωή της με το να ξαναδεί τα παιδιά της. Το μεγάλο συναισθηματικό φορτίο έρχεται στη «Διαπασών», όπου το γεγονός αποτελεί καταλύτη για την αλλαγή της στάσης ζωής, της νοοτροπίας, της φιλοσοφίας του κεντρικού ήρωα Θανάση. Τέλος, στους «Άρχοντες των σκουπιδιών» ο παράλογος θάνατος υπάρχει παντού, ως στοιχείο μιας παράλογης και αποκτηνωμένης κοινωνίας.

Ένα σχόλιο για όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα σήμερα...

Δε θα μιλήσω για αυτά που έχουν ήδη λεχθεί τόσες φορές και είναι πλέον τετριμμένα, όπως «εδώ που μας έφτασαν», «οι πολιτικοί φταίνε», η τρόικα, το μνημόνιο, κλπ. Άμα ζεις μια κατάσταση δεν έχεις την απαιτούμενη νηφαλιότητα να την κρίνεις αντικειμενικά, οργή ναι, αλλά ηρεμία όχι. Δεν έχει ίσως και νόημα πια, κι εξάλλου ο καθένας το βιώνει διαφορετικά, ανάλογα με την περίπτωση. Σέβομαι απόλυτα τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν με αξιοπρέπεια την τραγικότητα της κατάστασης και τις απώλειές τους. Με απωθούν αυτοί που δεν έχουν χάσει τίποτα, δεν έχουν στερηθεί κάτι ακόμα και κάνουν σαν να τους έχει βρει αυτούς η καταστροφή. Κάποιοι πολιτικοί, κάποιοι καλλιτέχνες, κληρικοί, πολλοί εργαζόμενοι που συνεχίζουν να ζουν όπως ζούσαν, και υποκρίνονται τους καταθλιμμένους και τους κατεστραμμένους. Αποστρέφομαι την προκλητική επίδειξη μη υπαρκτής κακομοιριάς από πολλούς και βγάζω το καπέλο στη σιωπηλή καρτερικότητα του πόνου.

Πως φαντάζεστε πως θα συνεχίσουμε, αν θέλουμε ένα καλύτερο αύριο;

Με το να κοιταχτούμε στον καθρέφτη και να δούμε τον πραγματικό μας εαυτό, αν μας αρέσουμε, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση. Αν είμαστε αυτοί που θα επιθυμούσαμε να έχουμε για φίλους.

Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Μπαμπέτα, Περιοδικό “ΔΑΙΜΟΝΙΟ” εκπαιδευτηρίων ΚΑΙΣΑΡΗ, Τεύχος 4 - Μάιος 2012

Μια μέρα με το Βασίλη Παπαθεοδώρου: «ουσιαστικα εγινα συγγραφεας κατα τυχη»

Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα και σπούδασε μεταλλουργός και χημικός μηχανικός στο ΕΜΠ, ενώ έκανε μεταπτυχιακά στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Έχει κυκλοφορήσει έως τώρα εννέα νεανικά και εφηβικά μυθιστορήματα, πέντε από τα οποία (Το μήνυμα, Οι Εννέα Καίσαρες, Χνότα στο τζάμι, Στη διαπασών, Το μεγάλο ταξίδι της κινέζικης πάπιας) διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, σε μετεκπαιδευόμενους δασκάλους. Έχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας (2008, 2010) και δύο φορές με το Βραβείο του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ (2008, 2010) για τα βιβλία του «Χνότα στο τζάμι» και «Στη διαπασών». Επίσης έχει αποσπάσει άλλα έξι λογοτεχνικά βραβεία για διάφορα έργα του από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά και τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου.
Είχα την τύχη και την τιμή να τον γνωρίσω και να του πάρω μια συνέντευξη.

Πώς αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας;

Ουσιαστικά έγινα συγγραφέας κατά τύχη. Το καλοκαίρι μετά το ναυτικό έχοντας εξαντλήσει όλες τις εναλλακτικές για να περάσω ευχάριστα το χρόνο μου, αποφάσισα να γράψω. Έτυχε να δω την προκήρυξη ενός διαγωνισμού από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά. Κάθισα κι έγραψα ένα παιδικό μυθιστόρημα. Ήταν τη χρονιά 1995 -1996. Το μυθιστόρημα βραβεύτηκε.

Πώς εμπνέεστε για να γράψετε ένα βιβλίο;

Αρκετές φορές εμπνέομαι είτε από κάποια παράξενη ιστορία που θα τύχει να ακούσω ή να διαβάσω ή από κάποια σκηνή που θα δω στο δρόμο.

Πόσο καιρό σας παίρνει να γράψετε ένα βιβλίο;

Κατά μέσο όρο ένα κεφάλαιο την ημέρα, δηλαδή δουλειά μιας ώρας την ημέρα. Το έχω όλο έτοιμο στο μυαλό μου.

Ποιο είναι το αγαπημένο σας βιβλίο από τα δικά σας και ποιο από άλλους συγγραφείς;

Από τα δικά μου, το αγαπημένο μου βιβλίο είναι το «Στη Διαπασών» Από άλλους συγγραφείς μ’ αρέσουν το «Φύλακας της Σίκαλης» του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ και το «Ο Άρχοντας των μυγών» του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ.

Γιατί γράφετε εφηβικά και παιδικά βιβλία;

Καταρχάς νιώθω παιδί μέσα μου. Ίσως ξαναζώ την εφηβεία που μπορεί να μην την είχα ζήσει τόσο έντονα. Νιώθω πιο σίγουρος όταν γράφω παιδικά και εφηβικά βιβλία. Θεωρώ ότι μπορεί να μην είμαι ικανός να γράψω βιβλία για ενήλικες.

Διαβάζατε από μικρός λογοτεχνία;

Διάβαζα αρκετά λογοτεχνικά βιβλία αλλά και βιβλία Ιστορίας στην παιδική μου ηλικία μιας και ήμουν αρκετά μοναχικός. Πήγαινα σε ιδιωτικό σχολείο που βρισκόταν μακριά και οι φίλοι μου ήταν μοιρασμένοι σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας, οπότε τα καλοκαίρια ήμουν μόνος.

Υπάρχει κάτι που έκαναν οι αναγνώστες σας και σας συγκίνησε;

Καθημερινά μου στέλνουν mail και μου κάνουν αίτηση φιλίας στο facebook άνθρωποι που δεν τους γνωρίζω αλλά έχουν διαβάσει τα βιβλία μου και θέλουν να μου μιλήσουν. Αλλά αυτό που με είχε συγκινήσει πιο πολύ, όμως, ήταν όταν είχα κάνει μια παρουσίαση σε ένα σχολείο και ένας μαθητής μου έκανε αίτηση φιλίας στο facebook. Εγώ νόμιζα, μέσα από συζητήσεις μας, ότι είναι ένας από τους καλύτερους μαθητές του σχολείου του. Όμως αποδείχθηκε ότι ήταν ένας πολύ άτακτος μαθητής που τον είχαν διώξει από πολλά σχολεία και τους είχε εγκαταλείψει ο πατέρας του και ο αδερφός του είχε μείνει ανάπηρος από αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Παρ’ όλες τις δυσκολίες του, μέσα από τα βιβλία μου, έβρισκε μία δίοδο ώστε να ξεφύγει από την καθημερινότητα.

Είναι πολύ ωραία εμπειρία να γνωρίσεις από κοντά τον άνθρωπο που έγραψε τα βιβλία που αγαπάς. Σας ευχαριστώ πολύ.

Συνέντευξη στους Μικρούς Αναγνώστες στην εφημερίδα ΠΑΙΔΕΣ ΡΟΔΙΩΝ, των Εκπαιδευτηρίων ΡΟΔΙΩΝ ΠΑΙΔΕΙΑ, Τεύχος 14 - Απρίλιος 2012

«Στη διαπασών» με τον Βασίλη Παπαθεοδώρου

Οι φίλοι μας από τη Λέσχη Ανάγνωσης του Γυμνασίου Κρεμαστής μάς κάλεσαν ένα σαββατιάτικο απόγευμα στο σχολείο τους, για να συναντήσουμε τον λογοτέχνη Βασίλη Παπαθεοδώρου, συγγραφέα παιδικών, νεανικών και εφηβικών βιβλίων. Όπως ο ίδιος εκμυστηρεύεται, η ενασχόλησή του με το γράψιμο άρχισε το 1996, σχεδόν τυχαία, όταν είδε μία προκήρυξη για τον διαγωνισμό της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς. Τελικά, οι βραβεύσεις των βιβλίων του «Σχολική Παράσταση» το 1996 και «Άλφα» το 1998 τού έδωσαν θάρρος να συνεχίσει καθώς και νέο ενδιαφέρον να ασχοληθεί, ώστε μέχρι σήμερα να έχει κυκλοφορήσει δέκα βιβλία. Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου έχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας και δύο φορές με το Βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω» και έχει αποσπάσει άλλα έξι λογοτεχνικά βραβεία από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά και τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου. Τα βιβλία του διαβάζονται από μικρούς, αλλά γοητεύουν και τους μεγάλους. Όσο για το μυθιστόρημα «Στη διαπασών», ελάτε μαζί μας στις σελίδες του, όπως μας ταξίδεψε ο ίδιος ο δημιουργός!

Ο Θανάσης, ένας ατίθασος μαθητής, τρελαίνεται για τη μουσική, εκνευρίζεται με τους καθηγητές του, τους ξένους και τα δύο ετεροθαλή αδέρφια του. Δέρνει τους συμμαθητές του, μαλώνει με τον μέθυσο και χαρτοπαίχτη πατριό του, φεύγει από το σπίτι του εγκαταλείποντας τη ράφτρα και καρδιακή μητέρα του, μπλέκεται σε οργανώσεις νεοναζί και εμπόρων ναρκωτικών. Βγάζει γλώσσα στη ζωή και τη μουντζώνει. Τι θα γίνει, όμως, όταν και η ζωή αποφασίσει να του βγάλει γλώσσα και να παίρνει ανάποδες στροφές; Το «Στη διαπασών» είναι ένα νεανικό μυθιστόρημα μελωδικό, όσο και η μουσική, σκληρό, όσο και η εφηβεία. Κυρίως, όμως, είναι ένα βιβλίο για τους νέους που δεν αρκούνται μόνο στο να φαντάζονται τη ζωή τους μέσα από τα τραγούδια που ακούν, αλλά που πατάνε το stop, βγάζουν τα ακουστικά και αποφασίζουν να τη ζήσουν.

Απομαγνητοφώνηση: Μαρία Σπυρίδη, μαθήτρια Β΄ Λυκείου

Μικροί Αναγνώστες: Καλώς ήρθατε στο νησί μας! Είμαστε πολύ χαρούμενοι που σας γνωρίζουμε από κοντά.

Βασίλης Παπαθεοδώρου: Καταρχήν σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την πρόσκληση. Μάλιστα, να σας πω ότι αυτή η συνάντηση είναι ρίσκο για μένα, γιατί φοβάμαι ότι θα σας απογοητεύσω, με την έννοια ότι τα βιβλία μου που έχετε διαβάσει μπορεί να σας φανούν κατά πολύ ανώτερα από την παρουσία μου. Ρισκάρω, δηλαδή, την απομυθοποίηση. Ειδικά εάν πρόκειται για το βιβλίο «Στη Διαπασών», που μου αρέσει περισσότερο από τα άλλα βιβλία μου.

Μ.Α.: Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, με κάθε ρίσκο -γέλια! Σπουδάσατε Πολιτικός Μηχανικός και δουλεύετε στην τράπεζα. Πώς προέκυψε να γίνετε συγγραφέας;

Β.Π.: Η σκέψη του μηχανικού μού έδωσε τις στέρεες βάσεις, τη δομή. Μόνο που δεν τα αξιοποίησα ως μηχανικός, αλλά τα δούλεψα ως μυθιστοριογράφος. Στην τράπεζα ένιωθα τη μιζέρια και έτσι ασχολήθηκα με το γράψιμο. Ήταν το απαραίτητο αντικίνητρο.

Μ.Α.: Δηλαδή, δεν έχετε σπουδάσει συγγραφέας; - γέλια -

Β.Π.: -γέλια-. Κανείς δεν σπουδάζει συγγραφέας. Είναι να το έχεις. Φυσικά και να το καλλιεργείς. Πρέπει, όμως, και να το αγαπάς.

Μ.Α.: Από πού αντλείτε έμπνευση;

Β.Π.: Η έμπνευση έρχεται από παντού. Μπορεί να είσαι ακόμα και στο λεωφορείο, να δεις μια σκηνή και τότε να σου έρθει μία ιδέα. Μετά, βέβαια, πρέπει να πλάσω την ιδέα, να δέσω το παζλ.

Μ.Α.: Και τι μεσολαβεί από την έμπνευση μέχρι τη συγγραφή;

Β.Π.: Εμένα μου έρχονται κατά καιρούς ιδέες, τις θάβω σε συρταράκια του μυαλού και περιμένω να φουσκώσουν. Κάποιες φουσκώνουν. Μπορεί να πάρει χρόνια να δέσει η ιστορία. Δένει, όταν ξέρω με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες τι θα κάνουν οι πρωταγωνιστές, τι θα γίνει στην αρχή, τη μέση και το τέλος. Δεν αρχίζω να γράφω, εάν δεν ξέρω τι θέλω να βρίσκεται στο βιβλίο, πού θέλω να το πάω, πού θα καταλήξω.

Μ.Α.: Και όταν αρχίζετε να γράφετε, πώς δουλεύετε;

Β.Π.: Είναι λίγο ανορθόδοξος ο τρόπος που γράφω, με την έννοια ότι δεν κρατάω σημειώσεις, δεν ξαναδιαβάζω το βιβλίο από την αρχή, διαβάζω μόνο δύο κεφάλαια πιο πίσω, για να μην μου ξεφύγουν τα ονόματα. Από τη στιγμή που θα τελειώσω ένα βιβλίο, παύω να ασχολούμαι μαζί του, γιατί βαριέμαι. Για μένα το βιβλίο είναι μια ιδέα που έρχεται κάποια στιγμή και με ευχαριστεί να το γράψω εκείνη την περίοδο. Συνεπώς, δεν το ξαναπιάνω μετά, αφού όλα έχουν ολοκληρωθεί.

Μ.Α.: Σας αρέσει να γράφετε βιβλία για μικρά παιδιά ή εφήβους;

Β.Π.: Μου αρέσει το νεανικό ύφος, το παιδικό δεν μου αρέσει. Έγραψα, όμως, παιδικό βιβλίο, γιατί πίστευα ότι η συγκεκριμένη ιδέα δεν μπορούσε να γραφτεί για νεανικό κοινό. Τα νεανικά μυθιστορήματα μου αρέσουν, γιατί ξαναζώ την εφηβεία μου. Και δεν πέρασα μια ευχάριστη εφηβεία, κάτι που βγαίνει στα βιβλία μου. Να σας πω και μία ιστορία σχετικά με αυτό αλλά και τη Ρόδο. Μικρός περνούσα μοναχικά καλοκαίρια, γιατί οι φίλοι μου ήταν διασκορπισμένοι στην Αττική, αφού ήμασταν σε ιδιωτικό σχολείο. Και οι γονείς μου; Με άφησαν στον παππού και τη γιαγιά στην Αθήνα, γιατί πήραν μετάθεση στη Ρόδο στο νέο τότε αεροδρόμιο. Γι΄ αυτό με τη Ρόδο έχω σχέση πάθους και μίσους. Μου πήρε τους γονείς μου, αλλά και με μάγεψε. Μετά από χρόνια, όταν ήρθα ξανά εδώ, ένιωσα μια γλύκα. Ήταν ένα κομμάτι του εαυτού μου. Στη συνέχεια τη λάτρεψα, και όχι μόνο για τη μοναδική φυσική ομορφιά της.

Μ.Α.: Ας ανεβάσουμε, τώρα, τους τόνους... «Στη διαπασών». Είναι δυνατόν σε ένα παιδί να συμβαίνουν οι καταστάσεις που γράφετε στο βιβλίο; Σε εμάς που ζούμε σε μια επαρχιακή πόλη μάς φαίνονται παρατραβηγμένες.

Β.Π.: Πράγματι, για μία επαρχιακή πόλη είναι μάλλον ασυνήθιστες, με την έννοια ότι, εάν συμβεί κάτι σε αυτήν, θα το μάθουν όλοι. Στην Αθήνα, όμως, ακόμα και αν γίνει κάτι γνωστό, θα ξεχαστεί γρήγορα. Μάλιστα, εκεί είναι πιο άγρια τα πράγματα από ό,τι γράφω.

Μ.Α.: Παρεμπιπτόντως, μία κεντρική φράση του βιβλίου είναι της μαμάς του ήρωα, που του είπε να δώσει τόπο στην οργή του.

Β.Π.: Είναι φράση που έχω ακούσει και εγώ πολλές φορές από τη μάνα μου. Τη θεωρώ κεντρική για το βιβλίο, γιατί το ζήτημα είναι η οργή. Εσείς ποια ζητήματα του βιβλίου θεωρείτε κύρια;

Μ.Α.: Τον ρατσισμό, τη βία και γενικά τη «σκληρή» ζωή. Αλήθεια, γιατί χρησιμοποιείτε τόσο σκληρή γλώσσα σε ένα βιβλίο για εφήβους;

Β.Π.: Για να μιλήσω ξεκάθαρα για τη βία, για όλα. Να σας πω, μάλιστα, ότι ήμουν συγκρατημένος, λογόκρινα τον εαυτό μου, θα μπορούσα να είχα μεγαλουργήσει -γέλια! Άλλωστε, μία άλλη γλώσσα θα ήταν επίπλαστη για τον χαρακτήρα του ήρωα. Δεν θα του ταίριαζε. Πάντως, στα περισσότερα παιδιά είναι γνωστές τέτοιες εκφράσεις, θεωρώ απίθανο να σοκάρονται με αυτό το λεξιλόγιο. Με έχουν ρωτήσει εάν θεωρώ τη βία απαραίτητο στοιχείο στο παιδικό βιβλίο. Η απάντησή μου ήταν και ναι και όχι, εννοώντας ότι όλα τα βιβλία δεν μπορεί να είναι ροζ και να μιλούν για πεταλουδίτσες και ζουζουνάκια ούτε όλα να έχουν βία. Το να μας σοκάρει κάτι στην παιδική λογοτεχνία, επειδή απλώς δεν συνηθίζεται, με βρίσκει αντίθετο.

Μ.Α.: Πώς νιώθετε εάν τα βιβλία σας δεν αρέσουν σε όλους;

Β.Π.: Γράφω κάτι, εάν αρέσει σε εμένα, χωρίς να σκέφτομαι εάν θα αρέσει σε όλους. Πρέπει να γράφουμε ελεύθερα, ακόμα και μέσα σε συντηρητικούς κύκλους. Δεν γράφω με σκοπό να είμαι αρεστός σε όλους όσους απευθύνομαι. Θεωρώ ότι ένα βιβλίο είναι καλό, και εάν αρέσει και εάν δεν αρέσει. Μάλιστα, η «Διαπασών» διαβάζεται και από παιδιά που δεν είναι εξοικειωμένα με το διάβασμα. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο ήρωας τους κεντρίζει το ενδιαφέρον, ταυτίζονται τις περισσότερες φορές μαζί του.

Μ.Α.: Δηλαδή το βιβλίο αυτό γράφτηκε για παιδιά που δεν διαβάζουν για το σχολείο ή δεν ασχολούνται με τη λογοτεχνία;

Β.Π.: Όχι, η «Διαπασών» γράφτηκε με αφορμή έναν διαγωνισμό βιβλίων που έπρεπε να περιέχουν μουσική. Μου ήρθε να γράψω ένα βιβλίο με έναν έφηβο που τον εξαγριώνει η μουσική, αλλά στο τέλος τον ηρεμεί.

Μ.Α.: Πώς επιλέξατε τα τραγούδια του βιβλίου;

Β.Π.: Να σας πω ότι παιδεύτηκα να δέσω τους στίχους με τα κεφάλαια. Ενδεχομένως, να ήταν πιο εύστοχη η επιλογή τραγουδιών ενός νέου καλλιτέχνη, με δεδομένο ότι ελάχιστοι σήμερα ξέρουν τα τραγούδια του βιβλίου. Ήθελα, όμως, κλασικά τραγούδια, δηλαδή διαχρονικά. Και επειδή αυτά έχουν χάσει την πολλή αγριάδα τους, αφού γράφτηκαν πριν από χρόνια, δεν θα μπορούσε ο ήρωας του βιβλίου να τα ακούει και να σπάει πράγματα. Γι΄αυτό τα αξιοποίησα έτσι, ώστε να εκφράζουν την ψυχολογία του. Εσάς πώς σας φάνηκε; Έδενε;

Μ.Α.: Σε ορισμένους από εμάς φάνηκε λίγο απότομη η είσοδος των τραγουδιών στην ιστορία, αλλά καταλάβαμε ότι ακολουθούσε κάποιο σκεπτικό σας.

Β.Π.: Εσείς ακούτε πολλή μουσική;

Μ.Α.: Ναι, όλα τα είδη.

Β.Π.: Πιστεύετε ότι η μουσική μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο να κάνει κάτι, να τον εξαγριώσει ή να τον εξημερώσει;

Μ.Α.: Αναλόγως τη μουσική που ακούει ο καθένας. Εσείς το πιστεύετε;

Β.Π.: Η μουσική αυτή καθαυτή δεν μπορεί να σε ωθήσει να κάνεις βίαιες πράξεις. Το 1999 στην Αμερική δύο ή τρία παιδιά περίπου στην ηλικία σας πήγαν σε ένα πολυκατάστημα, για να αγοράσουν κάτι, και πήραν και όπλα -στην Αμερική τα πουλάνε εύκολα. Την επόμενη μέρα άρχισαν να σκοτώνουν στο σχολείο τους όποιον έβλεπαν μπροστά τους. 11 άτομα σκότωσαν. Έγινε μακελειό. Αυτά τα παιδιά άκουγαν ένα γερμανικό συγκρότημα που λεγόταν «Κανένας οίκτος για την πλειοψηφία». Ήταν πολύ επιθετικοί οι στίχοι και η μουσική του, αλλά τα παιδιά παρανόησαν. Μετά βγήκε το συγκρότημα και το καταδίκασε. Κάτι ανάλογο έγινε στη Φινλανδία και τη Νορβηγία.

Μ.Α.: Προφανώς το τραγούδι θα ήταν η αφορμή γι΄ αυτά τα παιδιά. Δεν άκουγαν μόνο αυτά το συγκεκριμένο κομμάτι.

Β.Π.: Ναι. Εννοείτε ότι θα είχαν ήδη εσωτερικά προβλήματα και το τραγούδι τούς άγγιξε κάποια ευαίσθητη χορδή.

Μ.Α.: Ακριβώς. Εσάς σας επηρεάζει η μουσική;

Β.Π.: ‘Όχι. Βέβαια, όταν είμαι στις πιο κλειστές μου, βάζω τραγούδια λίγο πιο ήρεμα που με κατεβάζουν περισσότερο, ενώ, αν είμαι στα πιο χαρούμενά μου, βάζω πιο ζωηρά τραγούδια που με κάνουν πιο χαρούμενο.

Μ.Α.: Ποιο είναι το αγαπημένο σας τραγούδι;

Β.Π.: Μου αρέσουν τα τραγούδια των “LinkingPark” καιτων “Greenday”. Αγαπημένα μου τραγούδια είναι το “Boulevard Of Broken Dreams” και το “Bitter Sweet Symphony”. Πάντως, στο βιβλίο, εκτός από τη μουσική, κύριο είναι και το θέμα της προδοσίας μεταξύ φίλων. Τι είναι για εσάς «κολλητός», τι είναι φίλος;

Μ.Α.: «Κολλητός» είναι εκείνος που, όταν έχεις προβλήματα, σε στηρίζει, σε ακούει, προσπαθεί να σε βοηθήσει και, όταν θέλεις παρέα, έρχεται. Φίλος είναι αυτός που σου εμπνέει εμπιστοσύνη. ‘Όμως, δεν μπορείς να λες τα πάντα σε έναν «κολλητό», έναν φίλο, γιατί είναι και ανταγωνιστές σου στη ζωή, αφού πολλές φορές με τον καιρό μπορεί να δημιουργηθεί και ζήλια μεταξύ φίλων. ‘Έτσι, κρατάς κάτι μόνο για τον εαυτό σου. ‘Ίσως, άτομα που είναι λιγότερο κοινωνικά, πιο κλειστοί χαρακτήρες, να διατηρούν κολλητούς φίλους, ενώ άτομα που είναι πιο κοινωνικά να μην κρατάνε «κολλητούς». Για εσάς τι είναι η φιλία;

Β.Π.: Η φιλία είναι σαν έναν τοίχο. ‘Έχει χώρο για πολλούς, μπορείς να στηριχτείς πάνω του, μπορεί να σε προστατέψει από τη βροχή και, αν έχεις τα νεύρα σου, να ξεσπάσεις. Ο τοίχος είναι εκεί, αλλά, αν αποφασίσεις να πάρεις κομπρεσέρ ή βαριοπούλα και να τον γκρεμίσεις, μένεις απροστάτευτος. Συνεπώς, η φιλία είναι ένα είδος αλληλοϋποστήριξης. Εσείς με ποιο κριτήριο κάνετε κάποιον φίλο;

Μ.Α.: Να σου εμπνέει εμπιστοσύνη, να σου δείχνει αγάπη, να μην μένει στις λεπτομέρειες. Να συμπληρώνει ο ένας τον άλλον. Αν του προσφέρω κάτι, να μου προσφέρει και εκείνος. Να μην με κάνει να ντρέπομαι για ένα στοιχείο πάνω μου. Να μπορείς να του πεις κάτι και να σε συμβουλέψει.

Β.Π.: Να σου βγάζει τον καλύτερό σου εαυτό και να σε κάνει χαρούμενο.

Μ.Α.: Να μπορεί να σε κάνει να διορθωθείς... Ας επιστρέψουμε, όμως, σε εσάς. Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα;

Β.Π.: Μα, τι άλλο; Μίκυ Μάους! Τιραμόλα, Σεραφίνο! Τότε κυκλοφορούσαν και τα Κλασικά Εικονογραφημένα, που ήταν εκπαιδευτικά.

Μ.Α.: Μιας και μιλάμε για βιβλία, πώς εμπνευστήκατε τις «Ιπτάμενες σελίδες»;

Β.Π.: Από τον τίτλο μιας εφημερίδας. Μου άρεσε και είπα ότι θα γράψω κάτι για αυτό. Περίεργα που είναι μερικά πράγματα...

Μ.Α.: Και τα «Χνότα στο τζάμι»;

Β.Π.: Αυτή και αν είναι ιστορία! Απλώς μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα ενός παιδιού να γράφει στο τζάμι με τα χνότα του. «Τι γράφει», σκέφτηκα... ‘Ένα μήνυμα σε άλλο παιδί. Και «γιατί»; Γιατί βρίσκονταν σε καθεστώς απολυταρχικό. Κι έτσι από το τέλος έφτασα στην αρχή της ιστορίας του βιβλίου.

Μ.Α.: Από όλα τα βιβλία που έχετε γράψει ποιο θεωρείτε καλύτερο;

Β.Π.: Το «Στη διαπασών» είναι το καλύτερο, το αγαπημένο μου, γιατί με παίδεψε. Και επειδή το έγραφα, όπως το σκεφτόμουν, σαν να έβαλα τον αυτόματο πιλότο. ‘Έχει και πολλά προσωπικά στοιχεία. Η σκηνή με τα γαρύφαλλα, όταν είναι η μαμά του Θανάση στο νοσοκομείο, είναι δική μου ιστορία, όταν έχασα τη μητέρα μου...

Μ.Α.: Κάποιοι αναγνώστες σας διακρίνουν μια τάση διδακτισμού στα βιβλία σας, κυρίως, στη «Διαπασών».

Β.Π.: Με παραξενεύει αυτή η αίσθηση των αναγνωστών, ειδικά για το συγκεκριμένο βιβλίο, γιατί άφησα ελεύθερο τον πρωταγωνιστή. Σε άλλα βιβλία μου είναι αλήθεια ότι υπάρχει τέτοια τάση. Είναι κάτι που θεωρώ μειονέκτημά μου. Πέφτω στην παγίδα που στήνω ο ίδιος.

Μ.Α.: Με την έννοια ότι μας προτρέπει να μην κάνουμε κάποια πράγματα.

Β.Π.: ‘Άλλο ο διδακτισμός και άλλο περνάω κάποια μηνύματα. Είναι αλήθεια ότι περνάω μηνύματα αντιρατσιστικά ή το μήνυμα ότι ο καθένας πρέπει να προσπαθεί να καλυτερεύσει τον εαυτό του. Χωρίς, όμως, πρόθεση διδακτισμού. Είχα διαβάσει μικρός τα βιβλία «Φύλακας στη Σίκαλη» και «‘Άρχοντας των μυγών», που με επηρέασαν στο ότι ο άνθρωπος είναι κύριος των επιλογών του. Στη «Διαπασών» ο Θανάσης θα μπορούσε να παραμείνει ένας loser, που θα ήταν και αναμενόμενο. ‘Όμως, έκανε την επιλογή του. Θα σας πω μια πραγματική ιστορία που σχετίζεται με τις επιλογές. ‘Ένας νέος περνούσε έξω από μια τράπεζα στα Καμίνια, όπου γινόταν ληστεία. Οι ληστές σκότωσαν τον φύλακα και βγήκαν στον δρόμο με τα χρήματα. Το παιδί ανακόπτει τον έναν και οι άλλοι το σκοτώνουν. Από την κίνηση του παιδιού η αστυνομία συνέλαβε τους ληστές. Αυτός ο νέος ήταν παραβατικός. Εκείνη τη στιγμή, όμως, έγινε ένα κλικ, ένα γύρισμα. ‘Έκανε την επιλογή του. Η Ακαδημία Αθηνών έδωσε βραβείο σε αυτόν τον νέο, ναι, μετά θάνατον. Η «Διαπασών» μπορεί να χαρακτηριστεί μυθιστόρημα των επιλογών. ‘Όλα τα πρόσωπα στο βιβλίο κάνουν επιλογές.

Μ.Α.: Γιατί γράφετε;

Β.Π.: Σε αυτήν την ερώτηση σήμερα θα σας απαντήσω άλλο από αυτό που θα σας απαντήσω αύριο. Τι εννοώ: για παράδειγμα, ξεκινάς με μια κιθάρα, για να τη γρατζουνάς στο δωμάτιό σου. Μετά λες να μάθεις νότες, μετά να παίζεις σωστά. Θέλω να πω ότι οι λόγοι για τους οποίους κάνουμε κάτι εξαρτώνται από τις ανάγκες μας. Δηλαδή, άλλος ήταν ο λόγος, όταν άρχισα, άλλος, όταν συνέχισα, άλλος είναι τώρα. Πάντως, γράφω, γιατί πιστεύω ότι κάνω κάτι καλό, με τα δικά μου δεδομένα.

Μ.Α.: Οι ήρωες των βιβλίων σας είναι υπαρκτά πρόσωπα;

Β.Π.: ‘Όχι, μπορεί να είναι ένα παζλ από ιδιότητες υπαρκτών προσώπων, δεν είναι συγκεκριμένα πρόσωπα.

Μ.Α.: ‘Έχουν κάτι από τον δικό σας χαρακτήρα;

Β.Π.: Ναι, την αμεσότητα, φαντάζομαι, την έκφραση. Στη «Διαπασών» από ένα κεφάλαιο και πέρα έγραφα σαν να ήμουν εγώ ο Θανάσης, ως έναν βαθμό.

Μ.Α.: Οι ήρωες που δεν αναφέρετε το τέλος τους; Τι απέγιναν;

Β.Π.: Δεν μπορώ να σας πω εγώ, γιατί ούτε εγώ ξέρω!

Μ.Α.: Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο αυτήν την περίοδο;

Β.Π.: ‘Όχι, είμαι ακόμα στη σκέψη. Κάτι που, όπως σας είπα, θεωρώ το πιο σημαντικό στάδιο προτού γράψω ένα βιβλίο.

Μ.Α.: Σκέφτεστε να μεταφερθεί κάποιο βιβλίο σας στον κινηματογράφο;

Β.Π.: Ναι, το έχω σκεφτεί, αλλά δεν εξαρτάται από μένα.

Μ.Α.: Ποιον λογοτέχνη θα χαρακτηρίζατε ως μεγάλο;

Β.Π.: Πολλούς. Κλασικούς θεωρώ την ‘Αλκη Ζέη και την Ζωρζ Σαρή.

Μ.Α.: Ποιον λογοτέχνη θαυμάζετε;

Β.Π.: Θαυμάζω εκείνον που το ήθος του βιβλίου του συνάδει με το δικό του ήθος.

Μ.Α.: Πόσο επηρεάζει η οικονομική κρίση την αγορά βιβλίων;

Β.Π.: Αρκετά. Αν και εγώ πίστευα ότι τώρα με την οικονομική κρίση οι περισσότεροι άνθρωποι θα αγόραζαν περισσότερα βιβλία, για να τα δωρίσουν, αφού έχουν σταθερή τιμή - 15 ή 20 ευρώ. Βέβαια, με την κρίση και οι εκδότες έχουν σταματήσει να βγάζουν τη σαβούρα που έβγαζαν τα προηγούμενα χρόνια.

Μ.Α.: Αυτή η εποχή είναι δύσκολη για τους εφήβους;

Β.Π.: ‘Όχι, είναι όπως κάθε εποχή για κάθε έφηβο. Δεν επηρεάζονται τα παιδιά από αυτό. Περισσότερο επηρεαζόμαστε εμείς που είμαστε σε μεγαλύτερες ηλικίες. Οι πιο δυστυχισμένοι άνθρωποι είναι οι ηλικιωμένοι, γιατί δεν έχουν ούτε νιάτα, ούτε ομορφιά, ούτε υγεία, ούτε όνειρα. Οι έφηβοι τα έχετε όλα!

Α.Μ.: Ποιος είναι ο μεγαλύτερος στόχος που έχετε θέσει;

Β.Π.: Ο μεγαλύτερος στόχος στη ζωή μου είναι να τα έχω καλά με τον εαυτό μου σε οτιδήποτε κάνω.

Α.Μ.: Σας ευχαριστούμε για την ωραία συζήτηση.

Β.Π.: Σας ευχαριστώ που είχατε την υπομονή να με ανεχτείτε αυτό το δίωρο.

Συνέντευξη στον Βασίλη Κουτσιαρή, kosvoice.gr Ο Μαγικός Κόμσος του Βιβίου - 02 Δεκεμβρίου 2011

1. Το μεγάλο ταξίδι της κινέζικης πάπιας είναι ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία για παιδιά. Μιλάει για μόλυνση περιβάλλοντος, πόλεμο, παιδική εκμετάλλευση και τόσα άλλα. Πιστεύετε πως το κάθε παιδικό βιβλίο πρέπει να έχει συγκεκριμένο στόχο ή μπορεί να θίγει πολλά θέματα;

Μου αρέσει να γράφω βιβλία, που να θίγουν παραπάνω από ένα θέματα, άλλωστε έτσι δεν είναι και η ζωή; Δεν είναι μόνο ένα πράγμα που μας προβληματίζει και μας κάνει να σκεφτόμαστε, αλλά πολλά. Έτσι και στα μυθιστορήματα, μπορεί να βάζω μία προβληματική ως κύριο θέμα, αλλά προσπαθώ να το εξετάζω από διάφορες σκοπιές και οπτικές γωνίες. Έτσι ο αναγνώστης, θεωρώ ότι μπορεί να ταυτιστεί με κάποια από αυτές. Ας αφήσουμε και το γεγονός ότι το βιβλίο έτσι ενδεχομένως, να είναι και πιο ενδιαφέρον. Πάντως αυτό δεν είναι κανόνας βέβαια, πάρα πολλά βιβλία είναι μονοθεματικά και υπέροχα. Απλά εγώ προτιμώ να συνθέτω κατ’ αυτόν τον τρόπο την ιστορία.

2. Το βιβλίο Στη Διαπασών τιμήθηκε με κρατικό βραβείο λογοτεχνίας και βραβείο του περιοδικού Διαβάζω (2010). Τι πιστεύετε πως ήταν αυτό που το έκανε να ξεχωρίσει και να αγαπηθεί τόσο πολύ;

Θεωρώ ότι η αμεσότητα του κειμένου, ότι είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, με κρυφές σκέψεις του Θανάση (του ήρωα), όπως και με καθημερινό λεξιλόγιο, συμπεριλαμβανομένων των βρισιών, όλα αυτά είναι παράγοντες που έκαναν αρεστό το βιβλίο. Πιστεύω ότι πρόκειται για ένα ζωντανό και αρκετά πραγματικό κείμενο, που μπορεί να απευθυνθεί σε πολλές ηλικίες, εξίσου στα αγόρια και στα κορίτσια.

3. Έχετε συνεργαστεί με τον εικονογράφο Πέτρο Μπουλούμπαση σε πολλά βιβλία. Φαντάζομαι όχι τυχαία, έτσι δεν είναι;

Ο Πέτρος είναι από τους κορυφαίους εικονογράφους. Και οι δύο συμφωνούμε ότι είναι πολύ καλό που σε τρία μέχρι στιγμής βιβλία, παρουσιαζόμαστε ως «δίδυμο», έτσι εξοικειώνεται πιο πολύ ο ένας με τη δουλειά του άλλου. Πέρα από αυτό, ο Πέτρος αναδεικνύει την πιο σκοτεινή πλευρά των βιβλίων, τα πλάγια νοήματα. Θαρρώ ότι ούτε και του ίδιου του αρέσει να παρουσιάζει εντελώς «ροζ» και εξιδανικευμένες καταστάσεις, συνεπώς «πιάνεται» από τη μαύρη πλευρά των ιστοριών. Δεν παρεμβαίνω στη δουλειά του, ούτε καν για να του δώσω ιδέες. Δουλεύουμε και οι δυο ανεξάρτητα, σεβόμενοι ο ένας τα χωράφια του άλλου. Ούτε καν ζητώ να δω τα σχέδια, ή τα προσχέδια, αλλά ούτε και θέλω. Θεωρώ σημαντικό να υπάρχει σε κάθε βιβλίο η εντελώς ξεκάθαρη ματιά του εικονογράφου και αυτή να μη νοθεύεται από τις απόψεις του συγγραφέα.

4. Πείτε μας δυο λόγια για το νέο σας βιβλίο Ο Αϊ Βασίλης στο ραντάρ που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Το βιβλίο περιέχει τέσσερις ιστορίες. Η αρχική και ομότιτλη είναι εμπνευσμένη από ένα πραγματικό περιστατικό που έγινε το 1955 σε στρατιωτική βάση των Η.Π.Α., όπου από μια παρανόηση, από ένα τυπογραφικό λάθος σε διαφημιστικό φυλλάδιο, τα παιδάκια εκείνης της πόλης έπαιρναν τηλέφωνο τους αξιωματικούς της βάσης και ρώταγαν πληροφορίες για το πού βρίσκεται ο Άγιος-Βασίλης. Από εκείνη τη χρονιά άρχισε και το πολύ ωραίο έθιμο, στις 24 Δεκεμβρίου κάθε χρόνου, οι εκάστοτε αξιωματικοί να συνομιλούν με μικρά παιδιά, δίνοντας πληροφορίες για τον Άγιο. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα υπάρχει και το site www.noradsanta.org, όπου τα παιδιά βλέπουν «ζωντανά» το ταξίδι του Αϊ-Βασίλη, από τη Λαπωνία σε όλη τη Γη. Τελικά οι πραγματικές ιστορίες ξεπερνούν κάθε φαντασία...

Συνέντευξη στη Μαρία Καζάντη, «Ερευνητές» Καθημερινής - 19 Νοεμβρίου 2011

«Όλοι δικαιούμαστε έναν wonderful world»

Τι γυρεύει ένας αναλυτής κινδύνων μεγάλης τράπεζας στις σελίδες μας αυτή την εποχή; Να μιλήσει για την οικονομική κρίση; Γελιέστε... Με τον Βασίλη Παπαθεοδώρου, που είναι παράλληλα συγγραφέας βιβλίων που απευθύνονται σε παιδιά και νέους, συζητάμε για τη ζωή των παιδιών σήμερα, για τα δικαιώματά τους, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, αλλά και για το πώς θα μπορούσαν να διεκδικήσουν έναν wonderful world!

Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου σπούδασε μεταλλειολόγος μηχανικός και χημικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο. Έκανε μεταπτυχιακά στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και σήμερα εργάζεται ως αναλυτής κινδύνων σε τράπεζα. Πώς συνδυάζει αυτή την επαγγελματική του ιδιότητα με τη συγγραφή βιβλίων που απευθύνονται σε παιδιά και νέους; Με… επιτυχία! Τα θέματα των βιβλίων του αναφέρονται στη σύγχρονη πραγματικότητα και έχουν έντονο κοινωνικό χαρακτήρα. Εμπνέεται συχνά από την ψηφιακή εποχή μας και μας καθηλώνει με περιπέτειες αστυνομικής πλοκής και πηγαίου χιούμορ. Το 2008 απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου για το βιβλίο του «Χνότα στο Τζάμι» και το 2010 για το βιβλίο του «Στη Διαπασών». Επίσης, βιβλία του έχουν βραβευτεί από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, το περιοδικό «Διαβάζω» κ.ά. Τελευταίο του βιβλίο είναι «Ο Άι-Βασίλης στο ραντάρ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

1. Πως είναι η ζωή ενός συγγραφέα σήμερα;

Όπως και κάθε άλλου, μη φανταστείτε πως είναι κάτι διαφορετικό, επειδή είναι συγγραφέας. Προσωπικά, σηκώνομαι το πρωί, πάω στη δουλειά, ασχολούμαι με πράγματα της μέρας, χαζεύω στο Ίντερνετ (μεταξύ μας... μάλλον παραχαζεύω), αλλά παράλληλα έχω ανοιχτά τα αφτιά μου και τεντωμένες τις «κεραίες» μου, για να βρω ερεθίσματα και καταστάσεις που θα μου δώσουν μια ιδέα. Κι αυτές τις ιδέες τις σκέφτομαι παντού, στο δρόμο, στο μετρό, οπουδήποτε. Έτσι όταν φτάσει η κατάλληλη στιγμή και βρω αρκετό χρόνο, κάθομαι και γράφω. Ποτέ όμως δε θα πιέσω τον εαυτό μου.

2. Είναι δύσκολο να γράφει κάποιος για παιδιά;

Τα παιδιά είναι ένα πολύ απαιτητικό κι έξυπνο κοινό. Μπορούν να βαρεθούν εύκολα και να παρατήσουν το βιβλίο, ή να μην τους αρέσει η δράση και η πλοκή. Και βέβαια θα έχουν δίκιο. Ναι, είναι σχετικά δύσκολο να γράφει κανείς για παιδιά, γιατί το βιβλίο πρέπει να τους κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον, να μην κάνει κοιλιά. Δεν πρέπει να είναι διδακτικό, πρέπει να έχει χιούμορ, αλλά κυρίως οι ήρωες χρειάζεται να είναι τέτοιοι, ώστε ο νεαρός αναγνώστης να ταυτιστεί μαζί τους και να πει «να και κάποιος σαν και μένα. Και σε εμένα θα μπορούσε να έχει συμβεί αυτό».

3. Πως ήσασταν εσείς ως παιδί; Είναι αλλιώς τα παιδιά σήμερα; Κέρδισαν ή έχασαν δικαιώματα τους;

Ήμουν του διαβάσματος, τόσο εντός όσο και εκτός σχολείου. Αρκετά επιμελής και οργανωτικός, ίσως όχι τόσο αυθόρμητος όσο θα έπρεπε για την ηλικία μου, και πάντως κάπως μοναχικός. Κάποιες από αυτές τις ιδιότητες φυσικά τις έχω και σήμερα ως συγγραφέας. Τα παιδιά σήμερα σίγουρα είναι διαφορετικά από παλιότερα, γιατί έχουν αλλάξει τα πάντα, έχει έρθει το Ίντερνετ, ασχολούνται με το facebook, πληροφορούνται τα πάντα πιο γρήγορα. Όμως, όπως είναι φυσικό, παραμένουν παιδιά. Πιστεύω ότι έχουν κερδίσει κάποια δικαιώματα, δηλαδή οι γονείς τους είναι πιο ανεκτικοί και πιο ανοιχτοί, τα ίδια τα παιδιά έχουν περισσότερες ελευθερίες και δυνατότητες. Όμως, επειδή έχουν καταργηθεί και κάποια όρια, αυτό φέρνει προβλήματα στις σχέσεις τους με τους μεγαλύτερους και με τους συνομηλίκους τους.

4. Μπορούν τα βιβλία να γίνουν «Ιπτάμενες σελίδες» και να φτάσουν σ΄ όλου του κόσμου τα παιδιά;

Μακάρι να γινόταν αυτό, δεν είναι άλλωστε τόσο δύσκολο. Το βιβλίο είναι ένας φίλος που σε συντροφεύει για μια ζωή, αυτά που σου μαθαίνει δεν μπορείς να τα δεις και να τα καταλάβεις εκείνη τη στιγμή, αλλά μετά από χρόνια. Το ζήτημα είναι να είσαι ανοιχτός σε αυτά που σου δίνει το βιβλίο. Όλοι οι νέοι και τα παιδιά μπορούν να δημιουργήσουν όνειρα μέσα από τις σελίδες κάποιου βιβλίου και να μάθουν να τα κυνηγούν.

5. Σήμερα με την οικονομική κρίση ποια είναι «Το άλφα» και ωμέγα που πρέπει να διαφυλάξουμε;

Το χαμόγελο και την αισιοδοξία μας. Ξέρω πως είναι πολύ δύσκολο αυτό, αλλά τι να κάνουμε; Μαθαίνουμε και στα δύσκολα. Πάνω απ’ όλα όμως, θεωρώ πολύ σημαντικό επίσης να διαφυλάξουμε την αξιοπρέπειά μας. Και αυτό το πετυχαίνουμε με το να ξέρουμε και να διεκδικούμε τα δικαιώματά μας, να αγωνιζόμαστε γι’ αυτό που θεωρείται καλό και σωστό. Και βέβαια να σεβόμαστε το διπλανό μας.

6. Μήπως μας χρειάζεται μια «αστεία επιδημία», δεν έχουμε άλλωστε δικαίωμα στο γέλιο;

Μας χρειάζεται μία επιδημία γέλιου και αισιοδοξίας, αυτή είναι η μόνη «αρρώστια» που μπορεί να βγει σε καλό. Το δικαίωμα στο γέλιο είναι για κάθε άνθρωπο δικαίωμα στο να ζει καλύτερα. Είναι βέβαια λίγο δύσκολο να υπάρχει χαμόγελο κάθε στιγμή, αλλά πιστεύω ότι αξίζει να προσπαθούμε όλοι μας να σκεφτόμαστε θετικά και να μεταδίδουμε αυτή μας την ενέργεια και στους άλλους. Ας γελάμε λοιπόν, ας είμαστε αισιόδοξοι, δεν είναι ντροπή! Δεν κερδίζουμε και τίποτα με το να είμαστε κατσούφηδες.

7. Σήμερα πολλά παιδιά «θυματοποιούνται», υπάρχουν, επιθετικότητα στα σχολεία, βία στα γήπεδα, κίνδυνοι στο διαδίκτυο. Πως θα προστατευτούμε; είναι τόσο δύσκολο να σεβόμαστε ο ένας τον άλλον;

Εδώ μιλάμε πια για μια επιδημία, όχι τόσο «αστεία», μια πολύ σοβαρή επιδημία. Κάθε άνθρωπος και κάθε παιδί έχει το δικαίωμα να ζει χωρίς φόβο. Ακόμα και στα σχολεία, οι πλάκες που γίνονται μεταξύ των παιδιών δεν είναι πάντα τόσο αθώες. Το σχολείο και η οικογένεια πρέπει να μαθαίνουν στα παιδιά καταρχήν το σεβασμό προς τους άλλους και μετά όλα τα άλλα. Αλλά και τα παιδιά πρέπει να βρίσκουν τη δύναμη και να απαιτούν από τον άλλον, από τους συμμαθητές τους, από τους φίλους τους, το σεβασμό. Εγώ θα έλεγα ότι αυτός που κάνει τις «χοντρές» πλάκες, αυτός που δε σέβεται το διπλανό του, είναι αυτός που έχει το πρόβλημα. Οπότε, παιδιά, βάλτε τέλος στο φόβο και διεκδικείστε αυτό που αξίζετε...

8. Ποιο είναι «το μήνυμα» που πρέπει να στείλουν οι πνευματικοί άνθρωποι στους δυνατούς της Γης, όταν αδικούνται τα παιδιά;

Το μήνυμα που θα έπρεπε να στείλουν καταρχήν τα παιδιά στους ηγέτες είναι, ότι κι αυτοί είχαν κάποτε υπάρξει παιδιά, και ήθελαν να ζουν ξένοιαστα και με χαρά. Θα μπορούσαν να τους πουν: «Κύριοι, γιατί μας συμπεριφέρεστε όπως σας συμπεριφέρονταν εσάς τότε; Σας άρεσε να μη σας υπολογίζουν;» Και βέβαια οι πνευματικοί άνθρωποι, οι συγγραφείς, οι μουσικοί, κλπ., πρέπει μέσα από τα έργα τους να ενισχύσουν και να διαδώσουν αυτό το μήνυμα σεβασμού των δικαιωμάτων του παιδιού.

9. Τελικά δικαιούμαστε όλοι έναν wonderful, έναν θαυμάσιο κόσμο όπως λέει ο Θανάσης «στη διαπασών»;

Όλοι δικαιούμαστε ένα wonderful world, αρκεί να παλέψουμε και να προσπαθήσουμε γι’ αυτόν, κανείς δε θα μας τον προσφέρει. Τα παιδιά έχουν νιάτα, ομορφιά, υγεία, όνειρα, δύναμη κι ελπίδα, έχουν το θαυμάσιο κόσμο στα πόδια τους, έτοιμο, να τους περιμένει. Είναι δικαίωμά τους να τον ζήσουν, με σύνεση μεν, στη «Διαπασών» δε. Και κανείς άνθρωπος, δεν έχει το δικαίωμα να τους τον στερήσει.

Συνέντευξη στη Νίκη Σαλπαδήμου, Περιοδικό «Νουμάς», Τεύχος 132 Μάιος - Ιούνιος 2011

ΤΑ ΚΡΑΤΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΦΗΒΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Μια συνομιλία με τον βραβευθέντα Βασίλη Παπαθεοδώρου

Τα βραβεία για τους συγγραφείς και όχι μόνο, έχουν την αξία τους, είναι μια έμπρακτη αναγνώριση από τη μεριά της Πολιτείας για το πνευματικό έργο τους. Ο καλεσμένος μας κ. Βασίλης Παπαθεοδώρου είναι ο νικητής, μαζί με τον κ. Μάνο Κοντολέων, του φετινού κρατικού βραβείου εφηβικού μυθιστορήματος. Η βράβευσή του μου έδωσε την ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί του για τα βραβεία, το έργο του αλλά και για τη λογοτεχνία για μικρούς και μεγάλους, απόψεις χρήσιμες και ενδιαφέρουσες πιστεύω για τους αναγνώστες του «Νουμά».

Κύριε Παπαθεοδώρου θέλω να σας εκφράσω από αυτό το βήμα τα συγχαρητήριά μου για το κρατικό βραβείο που απέσπασε το βιβλίο σας «Στη Διαπασών».

Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Σαλπαδήμου, καθώς και για τη φιλοξενία σας στο «Νουμά»

Περιμένατε βραβείο για το συγκεκριμένο βιβλίο; Ξέρω πως συμμετείχε στον ετήσιο διαγωνισμό της Γ.Λ.Σ. πριν λίγα χρόνια και απέσπασε εύφημο μνεία.

Κάθε συγγραφέας ευελπιστεί τα καλύτερα για τα βιβλία του.

Συγκριτικά με τις δύο επιτροπές, της Συντροφιάς και των κρατικών βραβείων, έχετε να κάνετε κάποιο σχόλιο;

Δεν έχω να κάνω κάποιο ιδιαίτερο σχόλιο. Οι επιτροπές αποτελούνται από άτομα εγνωσμένης αξίας, που ασχολούνται πάρα πολλά χρόνια με το παιδικό βιβλίο, και έχουν βάθος γνώσεων και εμπειριών.

Το βιβλίο σας «Στη Διαπασών», εκτός από τη σχέση του με τη μουσική, μήπως έχει σχέση και με τη σημερινή πραγματικότητα των εφήβων;

Η «Διαπασών» κατά κύριο λόγο έχει να κάνει με τη σημερινή πραγματικότητα των εφήβων, ίσως όχι όλων από πλευράς συμπεριφορών και βιωμάτων, αλλά πιστεύω ότι αγγίζει τους περισσότερους, από πλευράς συναισθημάτων, είτε αυτά είναι αρνητικά, όπως ο θυμός και η οργή, η αίσθηση της προδοσίας και της απόρριψης, είτε αυτά είναι θετικά, όπως η προσπάθεια για να δείξουν τον καλύτερο εαυτό τους, και η ευαισθησία.

Την αναπαραγωγή της βίας μέσα από τα λογοτεχνικά βιβλία τη θεωρείτε αναγκαία;

Ναι, για ορισμένα βιβλία, η αναπαραγωγή της βίας είναι αναγκαία, είναι καθρέφτης της πραγματικότητας. Για άλλα βέβαια, όχι. Αλλά για να ξορκίσεις το κακό, πρέπει πρώτα να το γνωρίσεις. Άλλωστε η βία δεν είναι σημερινό φαινόμενο, ούτε καν στην παιδική λογοτεχνία. Σκηνές βίας και σκληρότητας υπάρχουν και στα κλασσικά παραμύθια. Στην Κοκκινοσκουφίτσα, ανοίγεται η κοιλιά του Λύκου κι από μέσα ξεπετάγεται η γιαγιά. Στο Χένσελ και Γκρέτελ, η κακιά γυναίκα θέλει να ψήσει τα δύο παιδιά. Η απεικόνιση της βίας έχει τις περισσότερες φορές και πρέπει να έχει βέβαια εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Άλλωστε όταν μιλάμε για βία, δεν εννοούμε πάντα τη σωματική, αλλά και τη λεκτική, την ψυχολογική κλπ.

Το λογοτεχνικό βιβλίο δε θα πρέπει να ανοίγει υγιείς ορίζοντες, να δίνει φως και αισιοδοξία στη ζοφερή πραγματικότητα, να είναι ένα αποκούμπι ζωής;

Όχι πάντα, εξαρτάται. Για μένα το λογοτεχνικό βιβλίο καταρχήν πρέπει να ευχαριστεί τον αναγνώστη και όχι να του δίνει ψευδείς εικόνες και φρούδες ελπίδες. Κατά δεύτερον, πιστεύω ότι τα νεανικά βιβλία πρέπει να απεικονίζουν την πραγματικότητα, όσο ωμή και να είναι αυτή, ούτως ώστε ο έφηβος να ταυτίζει ευκολότερα καταστάσεις του βιβλίου με δικά του βιώματα και σκέψεις. Αυτό που θεωρώ σωστό είναι να ενυπάρχει στο βιβλίο η ελπίδα, έστω κι αν αυτή δεν είναι ορατή με την πρώτη ματιά.

Πιστεύετε στην αντικειμενική κρίση της εκάστοτε επιτροπής βραβείων;

Ναι, πιστεύω στην αντικειμενική κρίση των μελών της επιτροπής. Καλύτερα ειπωμένο, θα έλεγα ότι πιστεύω στην αντικειμενική σύνθεση των απόψεων των μελών κάθε επιτροπής. Τα εκάστοτε μέλη αποτελούνται από πανεπιστημιακούς ευρύτατου κύρους, γνώσεων και αξίας και από πολύ καταξιωμένους συγγραφείς και εικονογράφους.

Τα μέλη της επιτροπής ορίζονται από το Υπουργείο Πολιτισμού, δε νομίζετε ότι υπάρχει και... χρώμα;

Αν κατάλαβα καλά την ερώτηση εννοείτε πολιτικό χρώμα. Επ’ ουδενί, κατηγορηματικά όχι. Προσωπικά δεν είμαι οπαδός των θεωριών συνωμοσίας, όπου πίσω από κάθε θεσμό, κρύβεται και κάτι κακό. Άλλωστε βραβεύτηκα και το 2008 και το 2010, με δυο βιβλία, εκ των οποίων το πρώτο μιλά για πολιτική τρομοκρατία και το δεύτερο για ρατσιστικές οργανώσεις και βίαιη παραβατικότητα.

Κάθε χρόνο εκδίδεται από τους οίκους ένας μεγάλος αριθμός βιβλίων, πώς επιλέγονται τα προς βράβευση, δεν είναι δύσκολο, εξ’ αντικειμένου, να επιλεγούν τα αξιόλογα και με ποια κριτήρια επιλέγονται;

Αυτή η ερώτηση μάλλον πρέπει να απευθυνθεί στα μέλη των επιτροπών, καθώς δε γνωρίζω την οργάνωση της συγκεκριμένης δουλειάς. Το σίγουρο είναι ότι μέχρι και φέτος, υποψήφια ήταν όλα τα βιβλία της προηγούμενης χρονιάς που είχαν κατατεθεί εμπρόθεσμα στην Εθνική Βιβλιοθήκη.

Υπάρχει ένα παράδειγμα μιας άγνωστης συγγραφέα, που βραβεύτηκε για το ένα και μοναδικό της βιβλίο, και έκτοτε εξαφανίστηκε ως συγγραφέας.

Το αν είναι γνωστός ή άγνωστος ο συγγραφέας, το αν βγάζει μόνο ένα βιβλίο που βραβεύεται και μετά το άτομο εξαφανίζεται, δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο και δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει το έργο καθαυτό, όχι η πορεία του συγγραφέα. Το έργο είναι προς κρίση πάντα.

Οι εκδοτικοί οίκοι παίζουν κάποιο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία, μπορούν δηλαδή να ασκήσουν κάποια επιρροή;

Δεν έχει υποπέσει στην αντίληψή μου κάτι τέτοιο. Προσωπικά, τόσο στον Καστανιώτη όσο και στον Κέδρο, εγώ είχα ειδοποιήσει τους εκδοτικούς οίκους όταν είχαν ανακοινωθεί οι βραβεύσεις.

Πόσο σημαντικό θεωρείτε το βραβείο με την ευρύτερη έννοιά του; Τι ρόλο μπορεί να παίξει για τον βραβευθέντα;

Ένα βραβείο αποτελεί ηθική ικανοποίηση και αναγνώριση για ένα συγγραφέα, του δίνει πάντα μια ψυχολογική ώθηση και μια επιβεβαίωση ότι βαδίζει σε έναν αξιοπρεπή και αποδεκτό δρόμο. Το ίδιο ισχύει και για τις υποψηφιότητες, αλλά και για τις καλοπροαίρετες κριτικές.

Κάτι μου λέγατε για «οφειλές» σας στη Συντροφιά, πόσες και ποιες είναι αυτές;

Η Συντροφιά για μένα ήταν το εφαλτήριο της συγγραφικής μου δραστηριότητας, μου έδωσε ένα φύσημα, μια πνοή για να ανοίξω τα πανιά μου. Θέλω να ευχαριστήσω τις δύο προέδρους της, την κυρία Βαρελά και την κυρία Σακκά, τις οποίες θαυμάζω και ακούω πάντα.

Το βιοποριστικό σας επάγγελμα ποιο είναι; Πώς μοιράζετε το χρόνο σας ανάμεσα στα δύο;

Είμαι τραπεζικός και γράφω στον ελεύθερο χρόνο μου, κυρίως σε περιόδους διακοπών. Όλες τις άλλες ώρες σκέπτομαι και καταστρώνω τη δομή του μυθιστορήματος στο μυαλό μου, ούτως ώστε να έχει συμπληρωθεί η πλοκή μέσα μου, προτού ξεκινήσω με το γράψιμο.

Ποιους ήρωες θεωρείτε συναρπαστικούς και τους βάζετε οπωσδήποτε στα βιβλία σας;

Συναρπαστικοί για μένα είναι οι αμφιλεγόμενοι, μη μονοδιάστατοι χαρακτήρες. Αυτοί που έχουν περιθώρια επιλογών και χειρισμών και που φέρουν τελικά το βάρος των αποφάσεών τους. Αυτό τους προσδίδει μια τραγικότητα και ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Ο κάθε άνθρωπος είναι τελικά οι επιλογές που κάνει.

Ποια άλλα στοιχεία δημιουργούν τον κόσμο των βιβλίων σας;

Η δράση είναι ένα απαραίτητο στοιχείο των βιβλίων μου. Αυτή πρέπει να συνοδεύεται από μία, όσο το δυνατόν περισσότερο, σφικτοδεμένη δομή, για να γίνεται πιο πιστευτό το βιβλίο. Οι χαρακτήρες και το βάθος τους είναι βέβαια προαπαιτούμενο. Πάνω απ’ όλα γράφω κάτι που να ευχαριστεί εμένα.

Είστε ένας νέος συγγραφέας ηλικιακά, με σημαντικό έργο, που έχει λάβει και διακρίσεις, πιστεύετε ότι οι σημερινοί νέοι δίνουν πιο ποιοτικά έργα;

Δεν τίθεται θέμα ηλικίας όταν μιλάμε για ποιότητα. Ίσως τίθεται θέμα εξοικείωσης με τις νέες τεχνολογίες, ίσως τίθεται θέμα άλλης οπτικής. Η ποιότητα όμως είναι κάτι που αφενός προϋπάρχει και αφετέρου δουλεύεται.

Ένα καλό βιβλίο τι στοιχεία πρέπει να συγκεντρώνει;

Δράση και ολοκληρωμένους χαρακτήρες κυρίως. Επιπλέον χρειάζεται ένας πρωτότυπος χειρισμός του θέματος, γιατί όπως είναι φυσικό, αρκετές φορές η θεματολογία είναι παρεμφερής. Προπάντων ένα καλό βιβλίο δεν πρέπει να έχει ίχνος διδακτισμού. Τέλος η αληθοφάνεια για μένα παίζει σημαντικότατο ρόλο.

Τι έχετε να πείτε για τη λεξιπενία της σημερινής νεολαίας, πώς μπορεί να βοηθήσει η λογοτεχνία;

Η λεξιπενία είναι γεγονός, δυστυχώς. Το βιβλίο βοηθά με την έννοια ότι ενεργοποιεί όλες τις αισθήσεις του ανθρώπου, αλλά και το μυαλό του, το βοηθά να πλάθει καταστάσεις. Δεν αρκείται μόνο στο θέαμα, μονοδιάστατα. Παράλληλα ο κατεξοχήν εκπαιδευτικός του χαρακτήρας είναι η εκφραστική και λεκτική υποβοήθηση και εξάσκηση του αναγνώστη.

Σε σύγκριση με τους παλιούς, φυσικά ξένους συγγραφείς, θεωρείτε ότι οι σημερινοί δίνουν καλό βιβλία στο παιδί, τον έφηβο, το νέο;

Οι παλιοί συγγραφείς καταπιάνονταν με θέματα της δικής τους επικαιρότητας, οι νέοι με την επικαιρότητα που ζούμε. Και οι δύο κατηγορίες έχουν προσφέρει και προσφέρουν πολλά. Ένας καλός συγγραφέας δε σχετίζεται με την εποχή του αναγκαστικά, διαπερνά τους χρονικούς και τοπικούς περιορισμούς.

Τι έχετε να πείτε για την πληθώρα των βιβλίων που κυκλοφορεί σήμερα;

Ο υπερβάλλων ανταγωνισμός και η υπερπληθώρα βιβλίων, δε σημαίνουν κατ’ ανάγκη ποιότητα, ούτε βέβαια και περισσότερες επιλογές, καθόσον ο αναγνώστης τελικά αποπροσανατολίζεται. Πιστεύω ότι χρειάζεται μια κάποια αυτοσυγκράτηση στον αριθμό των τίτλων που κυκλοφορούν, καθώς και αυστηρότερα ποιοτικά κριτήρια.

Για ποιο πράγμα έχετε μετανιώσει ως τώρα;

Πολλές φορές είμαι ανεκτικός και υπομονετικός εκεί που δε χρειάζεται, ενώ άλλες επιδεικνύω το αντίθετο εκεί που χρειάζονται οι προαναφερόμενες αρετές.

Ποιο είναι το μεγαλύτερο ελάττωμά σας και ποιο το αντίθετό του;

Τα ελαττώματά μου είναι πολλά, ίσως να μην είμαι κατάλληλος να μιλήσω γι’ αυτά. Ως προτερήματά μου θεωρώ το χιούμορ στις διαπροσωπικές μου σχέσεις και την έλλειψη αγνωμοσύνης.

Είστε αισιόδοξος για το μέλλον, ως άνθρωπος και μάλιστα νέος, πώς βλέπετε το μέλλον γενικά ή και ειδικά;

Ώρες-ώρες αισθάνομαι πολύ αισιόδοξος, άλλες φορές τρομερά απαισιόδοξος. Θα έλεγα ότι κατά κύριο λόγο κρατώ μια στάση αναμονής και ψυχραιμίας, καθώς τίποτα δε μοιάζει τώρα ικανό να αποκρυσταλλωθεί σύντομα.

Θα θέλατε να προκαλέσετε «Μια αστεία επιδημία»; Είναι ο τίτλος βιβλίου σας και θεωρώ ότι όλοι μας έχουμε ανάγκη από μια τέτοια επιδημία.

Σίγουρα, το γέλιο είναι το καλύτερο «ψυχοπραϋντικό». Τώρα αν είναι να συμβεί μια κολλητική επιδημία γέλιου, τόσο το καλύτερο για όλους μας.