Αρθρα

Αρθρογραφημενες σκεψεις του Βασιλη Παπαθεοδωρου

Περιοδικό ΦΡΕΑΡ - 4 Μαΐου 2022

Πώς γράφεται ένα κακό παιδικό βιβλίο

Τα τελευταία χρόνια είναι η αλήθεια πως έχουν γραφτεί αρκετά άρθρα (σε ΑναγνώστηΚόκκινη Αλεπού, του καθηγητή Γιάννη Παπαδάτου κ.α.), αλλά έχουν γίνει και ημερίδες αναφορικά με διάφορα μειονεκτήματα και αδυναμίες στον τρόπο γραφής των παιδικών βιβλίων, μειονεκτήματα και αδυναμίες που τοποθετούν τη χώρα μας ποιοτικά αρκετά πίσω σε σύγκριση με την παραγωγή παιδικών βιβλίων σε ξένες χώρες. Έχει αναλυθεί το φαινόμενο του νέο-διδακτισμού, έχει αναδειχθεί ο καμουφλαρισμένος –ή μη– νεοσυντηρητισμός. Και λέγοντας «νεοσυντηρητισμό», δεν εννοώ τόσο την θεματολογική ατολμία όσο έναν διάχυτο μικροαστισμό που σε πάρα πολλές περιπτώσεις ξεχύνεται από τις σελίδες ενός βιβλίου. Σαν να είμαστε κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και να μη θέλουμε να ξεφύγουμε από εκεί. Παρ’ όλα αυτά όμως, η υποβολή κακών χειρογράφων και η έκδοση μέτριων βιβλίων συνεχίζεται.

Ίσως λοιπόν να μην ωφελεί τόσο να απαντηθεί το «πώς» αλλά το «γιατί». Γιατί εκδίδονται πολλά μέτρια βιβλία, γιατί υποβάλλονται κακογραμμένα χειρόγραφα σε μεγάλη έκταση; Θα επιχειρήσω να κάνω κάποιες επισημάνσεις λοιπόν, οι οποίες φυσικά δεν γίνεται να καλύψουν το θέμα σε όλες του τις πτυχές, αλλά ίσως αποτελέσουν μια πρώτη ύλη για εξαγωγή συμπερασμάτων. Και θα αρχίσω σκοπίμως με μια απόλυτη παρατήρηση, που κατά κάποιον τρόπο απαντά σε αυτό το γιατί:

Γιατί δεν ξέρουν να γράφουν.

Και κάπου εδώ θα μπορούσε να τελειώσει το άρθρο.

Παραδέχομαι πως η παραπάνω φράση είναι απόλυτη, δεν παύει όμως να απηχεί απόψεις που κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα και κρύβονται δημόσια κάτω από υπαινιγμούς. Καιρός είναι, λοιπόν, να ειπωθεί αυτή η άποψη αφιλτράριστα.

Όταν λέω «δεν ξέρουν να γράφουν» δεν εννοώ φυσικά πως δεν γνωρίζουν γραφή αρκετοί υποψήφιοι προς έκδοση ή άτομα που έχουν ήδη εκδώσει. Ο καθένας μπορεί να μεταφέρει κάποιες σκέψεις ή μια ιδέα στο χαρτί ή σε ένα αρχείο word, αρκεί όμως αυτό για να μετατρέψει το κείμενο σε λογοτεχνία; Προφανώς και όχι. Και εδώ έρχεται η διαπίστωση πως μια –όχι και τόσο αμελητέα– πλειοψηφία κειμένων στερείται λογοτεχνικότητας. Στερείται δηλαδή του βασικού παράγοντα διαχωρισμού ενός καλού βιβλίου από ένα αδιάφορο κείμενο. Τα περισσότερα κείμενα είναι μια απλή, «δημοσιογραφική» αφήγηση, με εμφανέστατη αδυναμία να καταστήσουν τον αναγνώστη κοινωνό τους. Να τον κάνουν να νιώσει, να τον κάνουν να ταυτιστεί, να ενεργοποιήσουν μνήμες και αισθήσεις. Πήγε-ήρθε-έκανε, μια απλή περιγραφή δηλαδή που απλώς δίνει άχρηστες λεπτομέρειες κινήσεων των ηρώων. Έτσι οι ήρωες γίνονται χάρτινοι, επίπεδοι, χωρίς βάθος.

Δεν εξυπακούεται ότι ο κάθε αναγνώστης θα συγκινηθεί από το δράμα των χαρακτήρων, τις δυσκολίες τους και την τραγικότητα των καταστάσεων. Είναι δουλειά του συγγραφέα να παρακινήσει τον αναγνώστη να συγκινηθεί. Και μάλιστα τον κάθε αναγνώστη. Αυτή η σύμβαση πραγματοποιείται μόνο μέσω της γλώσσας και της δομής, μέσω της λογοτεχνικότητας. Δεν είναι a priori σίγουρο δηλαδή ότι επιλέγοντας ένα θέμα δύσκολο, όπως το προσφυγικό ή η κακοποίηση, θα αναγκαστεί ο αναγνώστης να ταυτιστεί με τους ήρωες και να βιώσει τις καταστάσεις, λόγω της θεματολογικής βαρύτητας. Έτσι, τις περισσότερες φορές, σοβαρά θέματα «καίγονται» σε έναν αγώνα να ειπωθούν πρώτα, παράγοντας όχι μόνο άνισα αποτελέσματα, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις μία αβάσταχτη ελαφρότητα.

Πέραν τούτου υπάρχει η καλά κρυμμένη αντίληψη ότι το παιδικό βιβλίο είναι κάτι πολύ εύκολο. Γιατί πόσο δύσκολο είναι να γράψει κάποιος 500 λέξεις, δύο σελίδες Α4, οι οποίες θα αναδειχθούν με μια καλή εικονογράφηση ή έκδοση; Και φτάνουμε έτσι στο αποτέλεσμα που επί χρόνια συζητιέται στις διάφορες κριτικές επιτροπές, ότι η εικονογράφηση σε κάποια βιβλία είναι πολύ πιο δυνατή από το κείμενο, ότι το βοηθά, το στηρίζει, το αναδεικνύει. Απλά και μόνο επειδή το κείμενο δεν μπορεί να σταθεί μόνο του. Είτε θα πρόκειται για ένα εύρημα της στιγμής, που δεν αναπτύσσεται στη συνέχεια, είτε για μια ιστορία που δεν οδηγεί πουθενά. Κι εδώ υπάρχει ένα άλλο μείον στα κείμενα παιδικής λογοτεχνίας: Υστερούν στο storytelling, ακριβώς επειδή δεν έχουν κάτι να πουν. Κυκλοφορούν πάρα πολλά βιβλία με υποτυπώδεις ιστορίες, χωρίς αρχή, μέση και τέλος, που βασίζονται σε ένα πυροτέχνημα.

Ή που βασίζονται σε μιαν ευρέως διαδεδομένη αντίληψη τού «θα μιλήσω για τη φιλία/ τον παππού και τη γιαγιά/ τη ζωή στο χωριό». Κοινώς, μια λέξη κλειδί, υπαγορεύει την ανάπτυξη μιας ιστορίας. Μια λέξη κλειδί, που αποσκοπεί στο να αγοραστεί από γονείς, να δουλευτεί από εκπαιδευτικούς, ενώ τις περισσότερες φορές δεν αγγίζει καν τα ενδιαφέροντα των παιδιών. Κι όμως, το δικαίωμα ενός παιδιού να ευχαριστιέται την ανάγνωση είναι πολύ πιο σημαντικό και ισχυρό από το καθήκον του να μάθει κάτι. Γιατί το βιβλίο δεν είναι δάσκαλος, είναι συντροφιά και καλή παρέα.

Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί αν κάποια βιβλία θα τα διαβάσει ένα παιδί ή ένας έφηβος. Και άμα τα διαβάσει, εάν θα τα ευχαριστηθεί. Κι αυτό, γιατί πάρα πολύ συχνά πέφτουν στην παγίδα της οπτικής του ενήλικα.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι πολύ λίγοι έχουν στην ουσία εντρυφήσει (όσο γίνεται τουλάχιστον) στα θέλω και στις ανάγκες του παιδιού, της κάθε ηλικιακής ομάδας. Περισσότερο έχουν υποταχθεί στα θέλω και στις ανάγκες τις δικές τους. Έτσι κυκλοφορούν και υποβάλλονται κείμενα που μαρτυρούν την ηλικία του συγγραφέα, κείμενα χωρίς παιδικότητα, κείμενα που θα ταίριαζαν να γραφτούν σε λεύκωμα δημοτικού (Τι είναι φιλία; Τι είναι αγάπη;). Ας το πω κάπως διαφορετικά: Κυκλοφορούν απελπιστικά πολλά κείμενα που δεν αφορούν το παιδί, αλλά πλασάρονται σαν παιδικά, γιατί δεν θα είχαν καμία τύχη να εκδοθούν ποτέ ως ενήλικα.

Πέραν τούτου έχω πολλές φορές την εντύπωση ότι συγγραφείς δεν έχουν αφομοιώσει (ή δεν γνωρίζουν) βασικές αρχές μυθιστορηματικής ανάπτυξης και πλοκής. Πώς θα ξετυλιχθεί ή αναπτυχθεί μια ιστορία, πώς και ποιοι ήρωες θα μπουν, για να μη μιλήσω για το in media res και την οικονομία, που σε πλείστα βιβλία είναι σχεδόν άγνωστες λέξεις, και ανακαλύπτουμε τον τροχό (από πλευράς πληροφοριών) ξανά και ξανά. Η σύνθεση μοιάζει σχεδόν άγνωστη έννοια, αν εξετάσουμε έναν μεγάλο αριθμό μυθιστορημάτων, θα δούμε ότι πρόκειται για ασύνδετα (ή έστω, με μια χαλαρή σύνδεση) στιγμιότυπα, σαν σε ημερολόγιο, που επειδή αριθμούν πολλές λέξεις, βαφτίζονται καταχρηστικά ως μυθιστορήματα. Με δυο λόγια χρεώνω μυθιστορηματική άγνοια σε πολλούς και αδυναμία στησίματος μιας στοιχειώδους πλοκής. Πολύ συχνά πέφτω πάνω σε μυθιστορήματα που δεν μπορούν να αναπτυχθούν ή σε μικρές φόρμες, που δεν μπορούν να μαζέψουν, δηλαδή ακριβώς το αντίθετο από αυτό που προστάζει το εκάστοτε είδος.

Είναι γεγονός ότι μέσα στα «καθήκοντα» ενός συγγραφέα είναι το να πειραματίζεται και να ενημερώνεται. Τι κυκλοφορεί στο εξωτερικό, ποιες είναι οι τάσεις, πώς θα αποφύγει την επανάληψη, πώς θα χρησιμοποιήσει μια λοξή ματιά. Εδώ, έχω την εντύπωση, πως η τάση για ευκολία συνιστά ένα σημαντικό ποσοστό. Ευκολία που αποτρέπει τον συγγραφέα να παρουσιάσει κάτι πραγματικά καλό και σημαντικό, κάτι που θα μείνει. Έτσι, πολύ συχνά, βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο του χυλού ή πολτού, μιας ομοιογενούς σχεδόν μάζας γραπτών, που τελειώνοντας την ανάγνωση δεν θυμάσαι σχεδόν τι διάβασες, εφόσον το συγκεκριμένο βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου μοιάζει με ένα σωρό άλλα.

Ναι, φυσικά και υπάρχουν αρκετά καλά βιβλία, τα οποία όμως σε μια αναλογικά μεγάλη παραγωγή βιβλίων στη χώρα μας, δεν έχουν την πρωτοκαθεδρία.

Και ναι, φυσικά υπάρχουν και οι ευθύνες εκδοτών, γονέων και εκπαιδευτικών, για τις οποίες θα πρέπει να γραφούν ισάριθμα ανεξάρτητα άρθρα.

Max Stores, 6 Μαρτίου 2020

Η 6η Μαρτίου έχει καθιερωθεί ως Πανελλήνια Ημέρα κατά του Σχολικού Εκφοβισμού ή Βullying όπως είναι ευρύτερα γνωστό το φαινόμενο στις μέρες μας. Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί σχετικά, μα στόχος παραμένει να μιλήσουμε όλοι ανοιχτά και κυρίως όσα παιδιά υποφέρουν από αυτό. Το παρακάτω απόσπασμα είναι ένα δυνατό, κείμενο που περιγράφει παραστατικά όσα βιώνουν και αισθάνονται τα θύματα του Bullying μα δεν τολμούν να εκφράσουν. Ανήκει στο συγγραφέα παιδικών και εφηβικών βιβλίων Βασίλη Παπαθεοδώρου ο οποίος το παραχώρησε ευγενικά στα Max Stores, προκειμένου να διαδοθεί ένα ισχυρό μήνυμα με την αφορμή της ημέρας

ΣΟΥ ΜΙΛΩ ΕΓΩ, ΤΟ ΘΥΜΑ

Σου μιλώ εγώ, το θύμα.

Η ενδοσχολική βία δεν είναι μόδα των τελευταίων χρόνων, υπήρχε χρόνια πριν, υπάρχει και θα υπάρχει. Μόνο που παλιά δεν ονομαζόταν bullying, ίσως να μην είχε καν ονομασία. Παρόλο που αυτοί που τη βίωναν την ονόμαζαν βασανισμό.

Σου μιλώ εγώ, το θύμα.

Πήγαινε στην πρώτη γυμνασίου, όταν άρχισε ο βασανισμός του. Τέσσερα άτομα της πρώτης λυκείου έρχονταν κάθε μεσημέρι γύρω του, στο σχολικό, εκεί που καθόταν μόνος του και τον περικύκλωναν. Δύο βρίσκονταν στα μπροστινά καθίσματα και στρέφονταν ανάποδα, προς αυτός, ένας ήταν στο διάδρομο, μία ξεπρόβαλε από το πίσω κάθισμα. Δεν μπορούσε να ξεφύγει από πουθενά. Και τότε άρχιζε το μαρτύριο, όχι τίποτα βίαιο, αλλά ένα καθημερινό δούλεμα, που ίσως να χαρακτηριζόταν σήμερα ως «πλάκα», αλλά που του έριχνε την ψυχολογία και την αυτοεκτίμησή του.

Να φταίει που ήταν παχουλός; Μα δεν ήταν το μόνο παχουλό παιδί στο σχολείο, υπήρχαν και άλλα. Άραγε να υπέφεραν και αυτά;

Γυρνούσε σπίτι, ένα ψυχολογικό ράκος, έπεφτε με τα μούτρα στα μαθήματά του και μετά, όταν τέλειωνε, άκουγε μουσική από το Walkman. Σκεφτόταν κυρίως μαύρα πράγματα, αρρώστιες, θανάτους, ατυχήματα, με αυτόν πρωταγωνιστή. Σκεφτόταν όλο το σχολείο να κλαίει, τους βασανιστές του συντετριμμένους να ζητούν συγγνώμη. Κάπως έτσι έπαιρνε την «εκδίκησή» του. Αλλά η συγγνώμη δεν θα ερχόταν ποτέ.

Σου μιλώ εγώ, το θύμα.

Δεν το είπε σε κανέναν. Δεν θα το έλεγε, γιατί νόμιζε πως θα τον χαρακτήριζαν ως καρφί ή ρουφιάνο. Κι αν έκανε λάθος; Κι αν αυτά τα τέσσερα παιδιά της πρώτης λυκείου ήταν κατά βάθος καλά παιδιά; Πώς να τα έπαιρνε στο λαιμό του; Και το σημαντικότερο, ποιος θα τον πίστευε; Και ποια γνώμη θα σχημάτιζε γι’αυτόν, ένα παιδί που δεν μπορεί στοιχειωδώς να υπερασπιστεί τον εαυτό του;

Σου μιλώ εγώ, το θύμα.

Δεν ήθελε να χτυπήσει το κουδούνι για το σχόλασμα. Αν γινόταν θα προτιμούσε να έμενε εκεί, στο σχολείο, για όλη του τη ζωή. Γιατί το να έμπαινε στο σχολικό θα σήμαινε αυτόματα την έναρξη του βασανισμού του. Μόνο στο σχολικό δεν ήθελε να μπει, μόνο εκεί…

Σου μιλώ εγώ, το θύμα.

Και κάποια μέρα, μετά από πολλές εβδομάδες, όλα σταμάτησαν. Τα τέσσερα παιδιά έπαψαν να ασχολούνται με αυτόν. Τι να είχε συμβεί; Ποτέ δεν θα μάθαινε. Όμως ο φόβος δεν έφυγε. Κάθε μέρα έφευγε για το σπίτι με τη σκέψη ότι όλο αυτό θα ξανάρχιζε, ότι ήταν ένα μικρό διάλλειμα κι ότι η συνέχεια θα ήταν χειρότερη.

Πέρασαν χρόνια. Τέλειωσε το σχολείο. Οι μνήμες ξεθώριασαν. Αλλά δεν έφυγαν. Γιατί ο δισταγμός ήταν εκεί, η καχυποψία ότι κάπου, κάπως, κάποτε, από κάποιον ή κάποιους άλλους το πράγμα θα ξανάρχιζε με κάποια άλλη μορφή.

Μια μέρα πήγε σε ένα σχολείο. Με μια άλλη ιδιότητα, μια ιδιότητα που ούτε κι αυτός ο ίδιος πίστευε ότι θα είχε κάποτε. Και λίγο πριν μιλήσει στα παιδιά είδε μπροστά στα μάτια του να εκτυλίσσεται μια παρόμοια σκηνή. Το θύμα, ένα παιδί της πρώτης γυμνασίου, να μην μπορεί να καταπιεί από την ντροπή του.

Και τότε τα θυμήθηκε πολύ καλά όλα.

Θυμήθηκε τα πρόσωπα, θυμήθηκε τη χροιά της φωνής τους, θυμήθηκε τα συναισθήματά του. Σαν να ήταν χτες, σαν να ήταν 1980-1981.

Και αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο για να τα ξεχάσει. Ή για να συμφιλιωθεί με το παρελθόν του. «Το ημερολόγιο ενός δειλού».

Γιατί υπήρξε δειλός. Δειλός που δεν μίλησε, δειλός που πίστεψε πως έφταιγε αυτός. Κυρίως όμως δειλός απέναντι στον εαυτό του.

Και γράφοντάς το, ένιωσε πως γύρισε σελίδα, πως ξέμπλεξε με μια εκκρεμότητα από το παρελθόν του. Πως τα άφησε όλα πίσω του.

Και αυτό ακριβώς είναι το bullying: Οι βαθιά κρυμμένες σκέψεις από έναν αλλοτινό βασανισμό, διαρκή κι επαναλαμβανόμενο, βασανισμό από τον οποίον δεν μπορείς να ξεφύγεις εκείνη τη στιγμή και που όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα τον θυμάσαι.

Τουλάχιστον αυτός μπόρεσε να γράψει ένα βιβλίο για να κλείσει τους λογαριασμούς με το παρελθόν του. Άλλοι;

Σου μιλώ εγώ, το θύμα.

Αν θέλεις, άκουσέ με…

Νέα Σαββατοκύριακο, στο ένθετο Πρόσωπα, 3 Αυγούστου 2019

 «Μια φωτογραφία, πολλές ιστορίες»

Η ασπρόμαυρη φωτογραφία θα μπορούσε να γράφει στην πίσω πλευρά απλά ένα μέρος και μια ημερομηνία, όπως συνηθιζόταν παλιότερα.  «Μέθανα 1955», «Αιδηψός 1962», «Αϊ-Γιάννης 1970». Έστω κι αν δεν υπάρχει θάλασσα ή δεν παραπέμπει σε ελληνικό τοπίο. Παραπέμπει όμως σε καλοκαίρι, ξεγνοιασιά, διακοπές. Έξι φίλοι, έξι εικοσάρηδες νεαροί πάνε στην εξοχή για λίγες μέρες, να χαρούν, να μιλήσουν για τα σχέδιά τους, να κυνηγήσουν κάποιες εμπειρίες. Αν ήταν έγχρωμη η φωτογραφία, αυτά τα έξι παιδιά θα νομίζαμε πως είναι της σημερινής εποχής, και ενδεχομένως κάνουν κάμπινγκ. Και πως ένα πρωινό, μετά από το ξενύχτι και το μεθύσι της προηγούμενης νύχτας, ξυπνάνε, πάνε σε ένα μικρό ποτάμι, σε ένα ρυάκι, και πλένονται. Σε ένα ρυάκι που κυλά ήρεμα μέσα από ένα λιβάδι με μαργαρίτες. Ή μήπως όχι; Μήπως είναι φοιτητές μετά από εξεταστική; Ή εργάτες σε κάποια βιομηχανία ή βιοτεχνία, που σε κάποια ανάπαυλα κάνουν ένα μικρό περίπατο για να δροσιστούν;

Στη φωτογραφία όμως απεικονίζονται έξι στρατιώτες κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Έχω πέσει πολύ συχνά πάνω σε τέτοιες φωτογραφίες, που δείχνουν στιγμές καθημερινότητας, στιγμές χαράς, σε εποχές βάρβαρες και σκοτεινές. Για τη συγκεκριμένη δεν ξέρω ούτε την ημερομηνία, ούτε το μέρος που τραβήχτηκε, ούτε την εθνικότητα των στρατιωτών. Δεν μ’ ενδιέφερε να ψάξω περισσότερα στοιχεία. Η εικόνα είναι αρκετά δυνατή κι από μόνη της σε επίπεδο συμβολισμών. Προκαλεί σε σκέψεις. Οι εικονιζόμενοι ποζάρουν σε ένα στιγμιότυπο που, απελευθερωμένο από τις βασικές πληροφορίες, τόπο, χρόνο κι εθνικότητα, εστιάζει στα πρόσωπα και στα συναισθήματά τους. Ένας ξυρίζεται, άλλος σκουπίζει το αφτί του, ο τρίτος πλένει τα πόδια του, άλλοι δυο χαμογελούν με αισιοδοξία στο φακό, ενώ ο δεξιά δείχνει πιο αποστασιοποιημένος. Σαν να μη συμμετέχει σε όλο αυτό, σε αντίθεση με τους διπλανούς του, σαν να μην μπορεί να χαρεί ή να χαλαρώσει έστω και για λίγο. Έξι άνθρωποι που γνωρίστηκαν στο πεδίο της μάχης, ενδεχομένως και την ίδια μέρα που τραβήχτηκε η φωτογραφία και που προσπαθούν να ξεχάσουν την εποχή που ζουν, αυτά που είδαν, αυτά που τους περιμένουν. Έξι νεαροί που υπό άλλες συνθήκες να μη συναντιόνταν ποτέ, ή αν βρίσκονταν να μην έκαναν ποτέ παρέα. Και κοντά σε αυτούς ένα έβδομο άτομο, ο φωτογράφος που τράβηξε τη φωτογραφία, να θέλει εξίσου να ξεχάσει την εποχή που ζει, αυτά που είδε, αυτά που τον περιμένουν.

Οι στρατιώτες χαμογελούν αθώα και αυθόρμητα, γνωρίζοντας πως αυτή η στιγμή θα είναι ίσως η πιο χαλαρή στιγμή της μέρας τους. Ίσως να ήθελαν να δώσουν κι ένα μήνυμα στους δικούς τους. «Μαμά, είμαι καλά, να, βλέπεις; Δεν είναι ανάγκη να ανησυχείς.». Άσχετα αν μετά έμεινε ο καθένας μόνος με τις σκέψεις του. Ίσως πάλι να υπήρχε καμία Μαργαρίτα, Κατρίν, Γκρέτα, Μαρία, να τον περιμένει στην πατρίδα, σε οποιαδήποτε πατρίδα, που θα έδειχνε μετά αυτή τη φωτογραφία στις φίλες της και θα συζητούσαν όλες μαζί τις λεπτομέρειες μιας κατοπινής, ειρηνικής ζωής, με πολλά παιδιά, σκύλο και βόλτες στο πάρκο.

Άραγε πόσοι από αυτά τα παιδιά να επέζησαν τις επόμενες μέρες, να πρόλαβαν να γυρίσουν στην πατρίδα, στη Μαργαρίτα, Κατρίν, Γκρέτα και Μαρία ή ακόμα και στη μαμά τους; Και πόσοι από τους επιζήσαντες θα κράτησαν μετά επαφή, για να θυμούνται αυτά που έζησαν; Άραγε η πατίνα του χρόνου δημιουργεί νοσταλγία στους στρατιώτες εκείνης της εποχής ή μήπως αυτά που έζησαν τους στοιχειώνουν ακόμα;

Τέτοιου είδους φωτογραφίες είναι που προσωπικά θεωρώ διαχρονικές. Στιγμιότυπα που ξεφεύγουν από τη συνηθισμένη βλοσυρότητα που έχουμε συνηθίσει για φωτογραφίες εποχής. Εδώ οι περισσότεροι χαμογελάνε, είναι πιο ανθρώπινοι, δεν στήνονται σε μία πόζα για να υποδυθούν τους σοβαρούς. Μάλλον γιατί οι εποχές ήταν απείρως σοβαρότερες από το οποιοδήποτε φωτογραφικό στιγμιότυπο. Παιδιά που παίζουν μέσα σε βομβαρδισμένο αστικό τοπίο, μανάβηδες που πουλάνε προϊόντα δίπλα σε ερείπια, κοπέλες που περπατάνε παρέα, χαμογελαστές, φορώντας ό,τι ρούχα τους έχουν απομείνει και θεωρούν «καλά», ρούχα για να «βγουν και να τις δει ο κόσμος», ασπρόμαυρες ή επιχρωματισμένες στιγμές μιας άλλης ίσως εποχής, που εκφράζουν όμως παντοτινά συναισθήματα.

Κι ενώ έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τις ιστορικές φυσιογνωμίες, ηγέτες, στρατιωτικούς και καλλιτέχνες, να απεικονίζονται σε φωτογραφίες εποχής -η διασημότητα ως κύριο θέμα της εικόνας και ο κόσμος γύρω της ως στοιχείο περιβάλλοντος-, είναι αυτές ακριβώς οι λήψεις που βάζουν στο κέντρο τους τον καθημερινό άνθρωπο και τη ζωή του, αναδεικνύοντας σκέψεις και συναισθήματα που έχουμε όλοι μας. Γιατί όλοι μας έχουμε βρεθεί σε εφήμερες παρέες, ζώντας λίγες στιγμές ξεγνοιασιάς και επικεντρώνοντας τη διάθεσή μας στην απόλαυση της στιγμής, προσπαθώντας να μη σκεφτούμε τι μας περιμένει, αλλά και να ξεχάσουμε αυτό που ήδη πέρασε.

Αλλά πάνω απ’ όλα αυτές οι λήψεις μου αρέσουν γιατί φανερώνουν θάρρος, δίψα για ζωή, αισιοδοξία για το μέλλον. Άραγε εγώ σε αντίστοιχη περίσταση θα χαμογελούσα στο φακό ή θα ήμουν σαν το μοναχικό αγόρι στα δεξιά;

Θανάσης Νιάρχος

Τα Νέα Σαββατοκύριακο, 6-7 Ιουλίου 2019

Τι μου αρέσει, τι δεν μου αρέσει στην Αθήνα

Τα πρώτα μου χρόνια, μέχρι την Πέμπτη Δημοτικού ζούσα στα Κάτω Πατήσια, κάτω από τις γραμμές του τρένου, κοντά στα Θυμαράκια, σε μια γειτονιά που ακόμα έχει την αύρα της δεκαετίας του ’60. Όχι απαραιτήτως κακό αυτό. Ανάμικτες αναμνήσεις γλυκών αλλά και μοναχικών παιδικών χρόνων. Έκτοτε ζω στη Γλυφάδα, αυτή θεωρώ πόλη μου. Η Γλυφάδα μου αρέσει για την άπλα της και τον κοσμοπολίτικο αέρα της. Η πρώτη πολυπολιτισμική περιοχή της Αθήνας, before it was cool. Την εποχή των αμερικάνικων βάσεων. Στο κέντρο κατεβαίνω δυστυχώς καθημερινά, το βρίσκω μίζερο, βρώμικο, καταθλιπτικό κι απάνθρωπο. Παλιότερα, όταν ήμουν φοιτητής δεν έδινα σημασία. Μεγαλώνοντας έπαψα να προσποιούμαι πως μου αρέσει το χάος και πως βρίσκω δημιουργική την ασχήμια. Μάλλον έπαψα να συμβιβάζομαι μ’αυτά.

Στη στήλη «Συνέβη στην Αθήνα (και αλλού)» της Πέπης Ραγκούση

Κόκκινη Αλεπού, 20 Ιουνίου 2019

Νεο-συντηρητισμός και εφηβικά/ νεανικά βιβλία

Είναι εύκολο – δυστυχώς – να διαγνώσεις το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα που υπάρχει στα λογοτεχνικά βιβλία που απευθύνονται σε παιδιά άνω των 12 ετών. Και μιλάμε για την εγχώρια παραγωγή, καθώς στο εξωτερικό τα πράγματα φαίνεται να είναι εντελώς διαφορετικά. Με εξαίρεση μια χούφτα βιβλία, τα περισσότερα είναι αδιάφορα θεματολογικά, μιλούν με μάλλον δασκαλίστικο τρόπο στους έφηβους και τους νέους, αποφεύγοντας επιμελώς να θίξουν θέματα που τους “καίνε” και δημιουργώντας χαρακτήρες που θυμίζουν παιδιά μιας άλλης εποχής. Ρωτήσαμε τον Βασίλη Παπαθεοδώρου, συγγραφέα δεκάδων βιβλίων για παιδιά, έφηβους και νέους και βραβευμένο για το έργο του, για το αν τα εφηβικά και νεανικά βιβλία στην Ελλάδα είναι συντηρητικά.

Στην Ελλάδα δεν γράφονται πολλά εφηβικά βιβλία, νεανικά δε, ακόμα λιγότερα. Επιπλέον είναι κάπως γενικός ο όρος ‘εφηβεία’, καθώς περιλαμβάνει από την προεφηβεία έως και τη μετεφηβεία, που βέβαια έχει να κάνει με το κάθε παιδί ξεχωριστά. Συνεπώς, θα μιλήσω για τα βιβλία αυτά που εκτείνονται σε όλο το παραπάνω φάσμα και χωρίς να παραγνωρίζω τη σημασία και την ποιότητα βιβλίων που έχουν γραφτεί ακόμα και πριν από πάρα πολλά χρόνια και καταπιάνονται με σημαντικά θέματα του τώρα ή του τότε (ναρκωτικά, Aids, κλπ). Θα αναφερθώ κυρίως στα πάμπολλα βιβλία που δίνουν το στίγμα στην κατηγορία.

Ναι, υπάρχει ένας διάχυτος νέο-συντηρητισμός. Αυτός ξεκινά ήδη από τη φιλοσοφία γραψίματος του κειμένου: το μήνυμα υπερισχύει της υπόθεσης. Πρέπει υποχρεωτικά να διδαχτεί κάτι ο έφηβος, πρέπει το βιβλίο να περνά κάτι, ενώ δεν λαμβάνουμε υπόψη μας ότι όλα τα βιβλία διδάσκουν κάτι, χωρίς απαραιτήτως να έχουν διδακτισμό. Και όλα αυτά πρέπει να γίνουν για να μπει το βιβλίο στα σχολεία, να πουλήσει, να μην υπάρχουν αντιδράσεις από εκπαιδευτικούς και -πολύ περισσότερο- από γονείς. Συνεπώς υπάρχει ήδη η πρώτη στρέβλωση.

Η δεύτερη στρέβλωση έρχεται με τον τρόπο γραψίματος που υποκρύπτει την οπτική του ενήλικα. Μία αύρα μικροαστισμού πλημμυρίζει ακόμα και κείμενα που πραγματεύονται πιο προχωρημένα θέματα. Επαναλαμβανόμενα μοτίβα, όπως το χωριό, το νησί, ο παππούς και η γιαγιά, το δυναμωτικό πρωινό από δημητριακά, μοσχομυριστό καρβέλι και χειροποίητη μαρμελάδα. Εικόνες από τη δεκαετία του ’70 και του ’80 δείχνουν σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα από τότε και να μην υπάρχει διάθεση να αλλάξει. Είναι εξαιρετικά  ενοχλητικό το ‘άρωμα νοσταλγίας’ του ενήλικα στα μάτια ενός έφηβου. Γιατί ετεροπροσδιορίζεται συγγραφικά, είναι σαν να εξαρτάται από τις αναμνήσεις των μεγάλων. Σε αυτό συνεπικουρούν και λέξεις σε διαλόγους, μια σειρά από εκφράσεις, παροιμίες, γνωμικά, κομμάτια ντοπιολαλιάς, που αναδεικνύουν μάλλον την Ελλάδα όπως την απαθανάτισε ο φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας τον προηγούμενο αιώνα, παρά την Ελλάδα του σήμερα.

Ο ρόλος της τρίτης ηλικίας σε βιβλία προεφηβείας τονίζεται υπερβολικά. Κοντά σε αυτά προστίθενται και διάλογοι μεταξύ εφήβων. Δίνω ένα δικό μου παράδειγμα, όπου κοπέλα Β’ γυμνασίου βλέπει ένα αγόρι που της αρέσει, ενώ η φίλη της από δίπλα της κάνει πλάκα. «Καλέ κολλητή, κλείσε το στόμα σου, σου τρέχουν τα σάλια. Μη δεις αγόρι να περνά από μπροστά μας, εκεί εσύ. Δε σ’αδικώ βέβαια, είναι θεός». Η άλλη μπορεί να της απαντήσει κάτι αντίστοιχο, μπορεί και όχι. Πάντως σίγουρα γελάνε και οι δύο μετά. Ξελιγωμένες. Όλος αυτός ο μικροαστικός σουσουδισμός ενσωματώνεται στα βιβλία, αλλά και σε υπερβολικά πολλά χειρόγραφα προς έκδοση, ως ‘αυθεντικός διάλογος εφήβων’. Δεν είναι έτσι όμως. Ούτε η χρήση βωμολοχιών, αφύσικα τοποθετημένων στα χείλη των ηρώων, δείχνει κάτι άλλο πέρα από το ότι ο ενήλικας συγγραφέας γνωρίζει αυτές τις λέξεις και προσπαθεί να κλείσει το μάτι στον έφηβο.

Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και η αρχαιολατρεία, η παρελθοντολαγνεία. Προσοχή, δεν αναφέρομαι σε ιστορικά μυθιστορήματα ή μυθιστορηματικές βιογραφίες, δεν αναφέρομαι καν σε ποιότητα. Αναφέρομαι στις υπερβολικά πολλές αναφορές που γίνονται στην Κατοχή, στο 1821, σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη, σε αρχαίες πόλεις, κλπ. Προφανώς για να δοθεί ένα ηρωικό ή τραγικό υπόβαθρο, όμως πόσο πιο ενδιαφέρον θα γινόταν το βιβλίο αν για παράδειγμα ο εγγονός μάθαινε πως ο παππούς του ήταν καταδότης επί Χούντας; Η ιστορία δίνεται με τρόπο που να αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης πως τα χώματα είναι ευλογημένα, ποτισμένα με δάκρυ και αίμα., ενώ απουσιάζουν προκλητικά σκοτεινές περίοδοι ή και πιο σύγχρονες περίοδοι για τις οποίες θα πρέπει να λάβει ο συγγραφέας μια υποτυπώδη έστω θέση.

Κι ερχόμαστε έτσι στη θεματολογία. Δεν ξέρω, ειλικρινά, αν οι Ιταλοί αναφέρουν τόσο συχνά στα βιβλία τους τη ρωμαϊκή εποχή ή οι Σκανδιναβοί τους Βίκινγκς κ.ο.κ. Το σίγουρο όμως είναι πως η θεματολογία στο εξωτερικό διαφέρει κατά πολύ από τη δική μας. Μάλλον, για να το θέσω καλύτερα, οι ξένοι δε φοβούνται να καταπιαστούν με θέματα ταμπού. Το βιβλίο «Λόγια δηλητήριο» της Μάιτε Καράνθα (μτφρ. Βασιλική Κνήτου, εκδ. Κέδρος) έχει τιμηθεί με το κρατικό βραβείο νεανικού βιβλίου στην Ισπανία και μιλάει για μια ιστορία αποπλάνησης ανήλικης και αιμομιξίας. Οι Φινλανδοί έχουν γράψει για τη ζωή ενός τρανς νέου, οι Αμερικάνοι για αυτοκτονία και οπλοκατοχή, ενώ έχει κυκλοφορήσει βιβλίο που πραγματεύεται τη ζωή ενός παιδιού που γεννιέται στη φυλακή από γονείς τρομοκράτες. Δε θα μιλήσω για ομόφυλες σχέσεις, έμφυλες ταυτότητες, ούτε καν για διαφορετικότητες, bullying, κλπ. Εδώ και δεκαετίες έχουν γραφτεί τέτοια βιβλία στο εξωτερικό.

Ο συντηρητισμός στην πλειοψηφία των ελληνικών βιβλίων αναφορικά με θέματα ταμπού εκδηλώνεται κυρίως στον ρόλο του παραβατικού/ διαφορετικού/ περιθωριακού ατόμου. Στα περισσότερα κείμενα κρατά τη θέση κομπάρσου, δευτεραγωνιστή ή και τριταγωνιστή ακόμα που απλά υπάρχει στο κείμενο, ούτως ώστε το βιβλίο να αποκτήσει μια παραπάνω λέξη-κλειδί στα χαρακτηριστικά του. Δε θυμάμαι πολλές περιπτώσεις που ο πρωταγωνιστής να είναι πρόσφυγας/ Ρομά/ ομοφυλόφιλος και όλη η υπόθεση να έχει χτιστεί γύρω από αυτόν. Προσωπικά, διαφωνώ και με τον τρόπο που παρουσιάζεται η διαφορετικότητα σε άτομα που είναι πολύ πιο ανοιχτά ή ανεκτικά από τους ενήλικες (όπως είναι οι νέοι). Είναι σαν να τους τονίζεται πως κάποιο άτομο είναι διαφορετικό, και αφού πειστούν κάπως ως αναγνώστες για το διαφορετικό του ατόμου, μετά να γίνεται «διδαχή» ότι είναι λάθος να βλέπουμε ένα άτομο ως διαφορετικό.

Θα μπορούσα να πω και πολλά άλλα ακόμα, όμως τα παραδείγματα που ανέφερα πιο πάνω είναι ενδεικτικά. Επαναλαμβάνω πως τα συμπεράσματά μου εδράζονται στα δέκα χρόνια που ήμουν και είμαι σε κριτικές επιτροπές βραβείων καθώς και σε ανέκδοτα χειρόγραφα εφηβικών ή νεανικών βιβλίων που έχω διαβάσει. Και αναφέρονται σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό κειμένων, που όμως δίνει στίγμα. Δε μιλώ αφοριστικά και ισοπεδωτικά για όλα, προφανώς όχι. Κλείνοντας θα ήθελα να αναφέρω αυτό που ακούω συνέχεια από παιδιά Γυμνασίου ή Λυκείου στις επισκέψεις που κάνω σε σχολεία. Ότι δηλαδή προτιμούν ένα μη αισιόδοξο έως τραγικό τέλος, γιατί δεν θέλουν να ζουν σε γυάλα και γιατί δικαιούνται να ξέρουν αυτά που ενδεχομένως συναντήσουν μετά από χρόνια. Για να γνωρίζουν και για να προφυλαχτούν. Και το δικό μου συμπέρασμα είναι πως το εφηβικό/νεανικό βιβλίο δεν πρέπει να θυμίζει καθόλου παιδικό βιβλίο, γιατί οι έφηβοι έχουν μεγαλώσει και δεν θεωρούν τους εαυτούς τους παιδιά”.

Συνέντευξη στη Ζωή Κοσκινίδου

Liberal, 18 Ιανουαρίου 2019

Φέρνοντας τα παιδιά κοντά στο βιβλίο

Τα παιδιά διαβάζουν! Ασχολούνται με τα μαθήματά τους, ενημερώνονται από το Ίντερνετ, βλέπουν αναρτήσεις, κοιτάνε μηνύματα στο κινητό τους. Ποτέ δεν διάβαζαν (με την γενική έννοια του όρου) περισσότερο, σε καμία άλλη εποχή. Όμως δεν διαβάζουν λογοτεχνικά βιβλία ή διαβάζουν —κάποια— ένα σε όλη τους τη σχολική ζωή, εάν κι εφόσον πάει κάποιος συγγραφέας στο σχολείο τους. Κι εδώ είναι που πρέπει να ψάξουμε καλύτερα τα αίτια αυτής της διαστρέβλωσης. Πώς γίνεται να διαβάζουν τα πάντα και να μη θέλουν τη λογοτεχνία; Μήπως φταίει που αυτή έχει περάσει ως ψυχαναγκασμός στην τάξη; Μήπως έχει συνδεθεί άρρηκτα με την εκπαίδευση σε βαθμό η τελευταία να πνίγει την πρώτη; Μήπως επειδή δεν υπάρχει αναγνωστική χαρά, αλλά projects, εργασίες και «πείτε μου τι καταλάβατε από το βιβλίο»; Κακά τα ψέματα, το ερώτημα πρέπει να απευθύνεται στους ενήλικες. Τι γίνεται λάθος έτσι ώστε τα παιδιά να αποστρέφονται τα λογοτεχνικά βιβλία; Η απάντηση, που είναι πολυσύνθετη, περιλαμβάνει φυσικά και όλα τα προαναφερόμενα. Επιπλέον το βιβλίο έχει απαξιωθεί εντελώς στα μάτια του νεαρού αναγνώστη ως αντικείμενο. Είναι κάτι το οποίο μπορεί να φωτοτυπηθεί, να περάσει από χέρι σε χέρι, να δανειστεί, να του πουν μια περίληψη από αυτό, να…, να…, αλλά όχι να δεθεί ο αναγνώστης μαζί του. Είναι δηλαδή κάτι για το οποίο δεν αξίζει κανείς να σπαταλήσει χρήματα, κάτι που μπορεί να ζητηθεί δωρεάν από εκδοτικούς οίκους και συγγραφείς για να πουληθεί σε bazaar σχολείων και να αγοραστούν ράφια, ενώ ποτέ δεν θα συνέβαινε το αντίθετο. Κι επειδή οι εποχές, λόγω διαδικτύου, έχουν αλλάξει ριζικά, είναι κάτι που θεματολογικά και υφολογικά έχει μείνει αρκετά πίσω, περιέχει διδακτισμό, δεν αφορά καθόλου το υποτιθέμενο κοινό στο οποίο απευθύνεται. Δεν βασίζεται πολλές φορές στην ιστορία, αλλά στο νόημα που μπορεί να συμπυκνωθεί σε μια λέξη-κλειδί για να βοηθήσει τον εκπαιδευτικό να κάνει τη δουλειά του. Έχει εργαλειοποιηθεί ως βοηθητικό μέσο της διδακτικής διαδικασίας. Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να συνυπολογίσουμε και τις παρεμβάσεις των γονέων προς τους εκπαιδευτικούς που θέλουν να κάνουν ανεπηρέαστα και σωστά τη δουλειά τους, παρεμβάσεις που ακροβατούν στα όρια του εκφοβισμού, αν το ανάγνωσμα δεν είναι «κατάλληλο» στα μάτια των γονέων για τα παιδιά τους… Για το βιβλίο δεν υπάρχει πρέπει. Δεν υπάρχει καλό και κακό, παιδαγωγικό ή μη. Αυτό πρωτίστως ας το χωνέψουν οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και οι συγγραφείς και μετά μπορεί να γίνει ίσως μια καλύτερη κουβέντα για τη φιλαναγνωσία. Αλλά μέχρι τότε ας μην τα φορτώνουμε όλα στα παιδιά. Δεν φταίνε πάντα.

Περιοδικό ΦΡΕΑΡ, Τεύχος 24 - Δεκέμβριος 2018

Νετφλίξειον άγχος

Το έχω πάθει τα τελευταία χρόνια, φαντάζομαι δεν είμαι ο μοναδικός. Κοντά σε όλα τα άλλα άγχη και τις σκοτούρες της καθημερινότητας έχει προστεθεί κι αυτό το «θέλω να τα δω όλα, θέλω να τα διαβάσω όλα, θέλω να τα ακούσω όλα». Και αναφέρομαι φυσικά σε όλον αυτό τον πλούτο από νέες ταινίες, σειρές, βιβλία, ακούσματα, εκδηλώσεις, πληροφορίες. Και μάλιστα είναι τόσο μεγάλο αυτό το άγχος βούλησης να τα κάνω όλα, που σχεδόν παραλύω και δεν κάνω τίποτα. Γιατί δεν έχω χρόνο. Κι όταν έχω ασχολούμαι με άλλα. Ή χαζεύω. Κι ο χρόνος κυλά. Και η σκοτούρα μεγαλώνει. Και ο φαύλος κύκλος μεγαλώνει και συνεχίζει.

Με νοσταλγία θυμάμαι τα νεανικά μου χρόνια, μέχρι και καμιά δεκαπενταριά χρόνια πιο πριν, που το να αποκτήσεις κάτι ήταν πραγματικός θρίαμβος. Το χαιρόσουν. Αδημονούσες να έρθει κάποια ταινία, να πεις μετά στον κύκλο σου «την είδα, πολύ καλή» και να την έχουν παρακολουθήσει κι άλλοι για να γίνει η σχετική κουβέντα για κάποια σκηνή. Τότε που ο κύκλος των βιβλίων στις προθήκες κρατούσε ένα εξάμηνο σχεδόν, ενώ οι έντυποι κατάλογοι δεν ανανεώνονταν κάθε 15 ημέρες. Και που ένα βιβλίο δύο ετών δεν θεωρείτο παλιό. Τώρα μετά βίας ο κύκλος βαστά ένα μήνα, βιβλία βγαίνουν, γίνονται γνωστά μόνο από τα εξώφυλλα και τις αναρτήσεις, οι πραγματικές τους πωλήσεις όμως είναι αντιστρόφως ανάλογες του διαδικτυακού τους ντόρου.

Κάθε έλευση είτε ταινίας είτε σειράς είτε βιβλίου (σε μικρότερη έκταση όμως) ήταν κι ένα γεγονός. Περίμενες κάτι. Μάζευες λεφτά, πήγαινες στο τότε δισκοπωλείο λ.χ. και ρωτούσες αν είχαν φέρει το τάδε άλμπουμ. Αν το είχαν φέρει, το αγόραζες, το άκουγες άπειρες φορές, μέχρι να «λιώσει η βελόνα», το αισθανόσουν δικό σου. Και μετά παρακολουθούσες την καριέρα του καλλιτέχνη με θρησκευτική ευλάβεια. Αν δεν το είχαν φέρει ακόμα, απογοητευόσουν αλλά ένιωθες μεγαλύτερη την ανάγκη του να το αποκτήσεις, ήσουν διατεθειμένος να πάρεις λεωφορεία και να πας σε ένα μακρινό δισκοπωλείο που είχες ακούσει ότι το είχαν ήδη εισάγει.

Ο κόσμος μουσικά χωριζόταν σε καρεκλάδες και ροκάδες, κατόπιν σε λάτρεις του ενός ή του άλλου γκρουπ, συζητήσεις γίνονταν, φιλίες χτίζονταν πάνω σε κοινά γούστα.

Όχι πως είναι απαραίτητα καλό αυτό, δεν το λέω με διάθεση νοσταλγίας για τη νοσταλγία. Ο κόσμος πάει μπροστά, η επικοινωνία αλλάζει, το ίδιο και η διασκέδαση, η πληθώρα των προϊόντων και η ανά πάσα στιγμή απόκτησή τους διευκολύνει τις ζωές μας. Ίσως βέβαια να μην τις χρωματίζει συναισθηματικά. Η ευκολία πρόσβασης σε κάτι ακολουθείται από ευκολία εγκατάλειψής του τις περισσότερες φορές, χωρίς να υπάρχει κάποιο δέσιμο με το προϊόν, χωρίς να υπάρχει αυτό το χρονικό κάτι που σε κάνει να το αναπολήσεις όταν το συναντήσεις μετά από χρόνια. «Α, αυτό το είχα δει μετά το λύκειο, μαζί με τους…, τότε που…». Ναι, αυτό μου λείπει. Τώρα απλά κάθομαι και βλέπω στο youtube διάφορα κομμάτια, διάφορα συγκροτήματα, που σίγουρα δε θα γνώριζα αν δεν υπήρχε το μέσον, αλλά δεν δένομαι με κανένα. Η φάση περνά, ο εγκέφαλος έχει κατακλυστεί με εκατομμύρια άλλες πληροφορίες, σπάνια να ξανα-αναζητήσω το συγκεκριμένο κομμάτι.

Παρόλα αυτά όμως αγχώνομαι. Πως δε θα προφτάσω να δω τις εβδομήντα νέες σειρές, να διαβάσω τα εκατοντάδες βιβλία, να παρακολουθήσω τις δεκάδες ταινίες. Ίσως να μην το ευχαριστιέμαι όπως παλιά, αλλά παραδόξως, αντί να χαλαρώσω και να επικεντρωθώ επιλεκτικά σε λίγα πράγματα, θέλω σχεδόν τα πάντα.

Πάσχω μάλλον από το νετφλίξειον άγχος.

Γιατρεύεται;

Περιοδικό ΦΡΕΑΡ, Τεύχος 22 - Ιούλιος 2018

Χρόνια Πολλά….

Δεν ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει, αλλά χρόνο με το χρόνο οι εορταστικές περίοδοι αποκτούν μια διαφορετική σημασία, άσχετη με τα ήθη, τα έθιμα και τις όποιες θρησκευτικές παραδόσεις και συνήθειες του καθενός, άσχετη ακόμα και με τις αναμνήσεις ή τους εξατομικευμένους συμβολισμούς που φέρουν συνήθως για τον καθένα. Χρόνο με το χρόνο λοιπόν οι γιορτές είναι σαν να αποκτούν ένα κακώς νοούμενο ιδεολογικό ένδυμα στις προσωπικές επιδιώξεις του καθένα, στον τρόπο που αυτός θέλει να δείχνει προς τα έξω.

Για να γίνω πιο κατανοητός θυμίζω τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά που πέρασαν. Πήγαινες να ευχηθείς «Καλά Χριστούγεννα» στα social media, όλο και κάποιος θα βρισκόταν να σε βάλει στη θέση σου, ότι με αυτές τις δυο λέξεις που τόσο άκριτα γράφεις, μπορεί να προσβληθεί κάποιος, είτε άλλου δόγματος είτε καμίας θρησκευτικής πίστης. Ευχόσουν σε κάποιον για την ονομαστική του εορτή και υπήρχε το ενδεχόμενο να σε κατακεραυνώσει πως «δεν γιορτάζω». Ήρθε μετά το Πάσχα και η Μεγάλη Βδομάδα και ουαί κι αλίμονο αν υπήρχαν έστω κάποιες ενδείξεις νηστείας, αυτός που νήστευε θα γινόταν έρμαιο σε έναν διαδικτυακό εμπαιγμό, χωρίς καν να τον προκαλέσει. «Γιατί νηστεύεις;», «Πιστεύεις και το κάνεις αυτό;», «Εγώ τα θεωρώ υποκρισία όλα αυτά», κ.ο.κ. Επιπροσθέτως έβλεπες αναρτήσεις, όπου διάφοροι τύποι, γεμάτοι περηφάνια θα έγραφαν για τα κρεατικά που σκόπευαν να φάνε τη Μεγάλη Παρασκευή. Κατά παρόμοιο τρόπο κυκλοφορούν φωτογραφίες κάθε 15Αύγουστο με την Παναγιά της Τήνου και ηλικιωμένες που περπατάνε μπουσουλώντας προς το ναό ή προσεύχονται ή κρατάνε ένα κεράκι. Η Καθαρά Δευτέρα και ο χαρταετός δεν άρεσαν ποτέ σε κανέναν, κανείς δεν κατάλαβε γιατί τρώμε μπακαλιάρο την 25η Μαρτίου, λες κι αυτό είναι το ζήτημα, το να γίνει κατανοητό από όλους αυτό.

Για να εξηγηθώ: Δεν είμαι κάποιος φανατικός της θρησκείας, ούτε κάποιος που σοκάρεται από αυτά. Επιπροσθέτως δεν τηρώ απαρέγκλιτα όλα τα έθιμα. Θεωρώ όμως πολύ ενοχλητικό έως βαθιά αντιδημοκρατικό και προσβλητικό, άνθρωποι να γίνονται αντικείμενο χλεύης από κάποιους για τον τρόπο που μεγάλωσαν, για κάποια έθιμα που έμαθαν να τηρούν. Άνθρωποι ως επί το πλείστον ηλικιωμένοι ή προχωρημένοι στην ηλικία, γίνονται αντικείμενο κριτικής μετά από δεκαετίες, για τον τρόπο που γιόρταζαν κάποια πράγματα, για κάποιες συνήθειες, που, ας το ομολογήσουμε, δεν έβλαψαν δα και κανέναν. Με πρόσχημα μια «αντισυμβατικότητα» και ένα «ανατρεπτικό φαίνεσθαι» κάποιοι αισθάνονται έντονα την ανάγκη να επιδείξουν πόσο διαφωνούν με κάποια πράγματα ή πρακτικές αιώνων (όπως τα έθιμα) κακοποιώντας λεκτικά αυτούς που σιωπηλά τα τηρούν. Και είναι βαθιά συντηρητική αυτή η αντίληψη, που βάζει σε πρώτο πλάνο τον φέροντα αυτές τις ιδέες και τις ανάγκες του να χαρακτηριστεί ως αντισυμβατικός ή ανατρεπτικός από τους υπόλοιπους και σε βάρος των υπολοίπων.

Όχι, δεν είναι η κυρά-Μαρία στο χωριό συντηρητική, επειδή κάθε Μεγάλη Πέμπτη βάφει κόκκινα αβγά ή πλάθει κουλουράκια. Είμαι εγώ που τη χλευάζω, επειδή ακριβώς δεν της αναγνωρίζω το δικαίωμα κάθε Μεγάλη Πέμπτη να βάφει κόκκινα αβγά ή να πλάθει κουλουράκι ή να νηστεύει. Είμαι εγώ που θα πάω να φάω μπροστά της επιδεικτικά ένα σουβλάκι τη Μεγάλη Παρασκευή, για να την κάνω να νιώσει άβολα, να την «κολάσω» ή να την σοκάρω, χτυπώντας της έμμεσα πόσο «οπισθοδρομική» είναι.

Τα ήθη και τα έθιμα καθώς και οι ευχές, δε φέρουν το συμβολισμό που είχαν όταν πρωτοκαθιερώθηκαν. Με τα χρόνια υπήρξαν και μεταβολές και τροποποιήσεις. Επιπλέον ο καθένας έχει το δικαίωμα να ερμηνεύει κάθε γιορτή με τον τρόπο που θέλει, με τα βιώματα και τις αναμνήσεις του. Σε καθέναν οι γιορτές παίζουν ένα διαφορετικό ρόλο, τις περισσότερες φορές άσχετο με τη θρησκεία. Και το να ακολουθεί κάποιος ένα τυπικό τις ημέρες των γιορτών δεν τον κάνει απαραίτητα ζηλωτή. Ούτε πρέπει να απολογηθεί γιατί το κάνει, ούτε να πείσει τον άλλον αν πιστεύει ή όχι. Ούτε να κάνει ενδοσκόπηση για να αναιρέσει τις συνήθειες και πρακτικές όλης της ζωής του, επειδή κάποιος τον ρώτησε αγενώς. Ο καθένας είναι ελεύθερος να κάνει αυτό που θέλει, στο βαθμό που δεν ενοχλεί κάποιον. Θεμελιώδες αυτό.

Και είναι αξιοσημείωτο πως αυτό το διαδικτυακό λιντσάρισμα προέρχεται συνήθως από τα άτομα, που θα γράφουν πύρινες αναρτήσεις περί αποδοχής της διαφορετικότητας, ελευθερίας βούλησης κι επιλογών, δικαιώματος στο «όνειρο και σ’έναν καλύτερο κόσμο».

Αντίθετα λοιπόν με αυτήν την τάση, να καταργηθούν κατά κάποιον τρόπο οι ευχές «Καλά Χριστούγεννα» και να αντικατασταθούν από το «Καλές γιορτές», μην τυχόν και παρεξηγηθεί κάποιος, προσωπικά χαίρομαι πραγματικά να ακούω ευχές οποιουδήποτε θρησκεύματος, δεν θα ένιωθα καθόλου άβολα αν μου εύχονταν π.χ. «καλό ραμαζάνι» κλπ. Οι ευχές δεν είναι προσηλυτισμός, δεν είναι προσβολή, δεν είναι επίθεση. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια έχουν φύγει από το καθαρά θρησκευτικό πλαίσιο. Είναι καλή καρδιά, αύρα. Ακόμα κι αν είναι τυπικές, κάτι εκφράζουν. Πολλές ευχές δεν τις έχω συνηθίσει, δεν μου ηχούν κι ωραία κιόλας, δεν θα τις χρησιμοποιούσα επ’ ουδενί, αλλά δε θα προσβληθώ αν μια γιαγιά μου ευχηθεί «Καλή Παναγιά», δεν θα της αλλάξω τη συνήθεια τόσων δεκαετιών, ούτε θα απαιτήσω από τον άλλον κάποιο είδος προσωπικής αντιμετώπισης, να γνωρίζει δηλαδή ανά πάσα ώρα και στιγμή τι πιστεύω εγώ, με τι θα προσβληθώ και με τι θα νιώσω άνετα. Πάνω απ’όλα θεωρώ πολύ πιο προσβλητικό να δείξω εγώ θιγμένος σε κάποιον που μου ευχήθηκε, κάτι που σαν συνήθεια υπάρχει εδώ και αιώνες, χωρίς αυτός ο κάποιος να γνωρίζει καν το τι έκανε και πιστεύοντας πως έκανε κάτι ευγενικό.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, αποδοχή είναι να δέχεσαι τις όποιες ευχές σεβόμενος τον άλλον και να δίνεις εσύ τις δικές σου, αυτές στις οποίες πιστεύεις, και ο άλλος να τις αποδέχεται. Όλα τα πράγματα είναι πάντα αμφίδρομα.

Ο Αναγνώστης, 6 Φεβρουαρίου 2018

Αφιέρωμα: Αυτολογοκρίνομαι όταν γράφω για εφήβους;

Θυμάμαι τον εαυτό μου στα πρώτα μου βήματα στο χώρο του βιβλίου, να είμαι αρκετά επιφυλακτικός ως προς το ποιες λέξεις «έπρεπε» κατά τη γνώμη μου να χρησιμοποιήσω και πότε. Είχα ένα δισταγμό, προφανώς μη γνωρίζοντας και μη έχοντας μάλλον αποκρυσταλλώσει άποψη για το αν υπάρχουν κάποια όρια που δεν «επιτρεπόταν» να υπερβώ και ποια ήταν αυτά. Μάλιστα, στο «Άλφα», όπου ο πρωταγωνιστής είναι παραβατικός και δικαιολογείται να μιλά αργκό, ξεπέρασα το πρόβλημα με ένα τέχνασμα, του να προσπαθεί να εναντιωθεί στον πατέρα του, που μιλούσε με αυτόν τον τρόπο, μη χρησιμοποιώντας ο ίδιος βωμολοχίες. Τέχνασμα που προφανώς εξαντλήθηκε από την πρώτη χρήση του. Πολύ γρήγορα όμως κατάλαβα πως αυτό ήταν λάθος μου, ένα κόλλημα δικό μου και ξεπέρασα αυτούς τους λίγους δισταγμούς, κατανοώντας ότι δεν μπορεί να υπάρξει λογοτεχνία ή μυθοπλασία αν δεν είναι πρωτίστως πειστική, αν δε βάζει τον αναγνώστη στη θέση των ηρώων, στις καταστάσεις που ζούνε και στον τρόπο που εκφράζονται. Το μόνο πλέον που προσέχω είναι να μην χρησιμοποιούνται οι προαναφερόμενες καταστάσεις κι εκφράσεις ως μέσα εντυπωσιασμού, ως κλείσιμο του ματιού στον έφηβο αναγνώστη, ότι να, εδώ είμαι, μιλώ σαν και σένα, είμαι ένας από εσάς. Κοινώς να μην υπάρχουν εξυπνακισμοί, επίτηδες βαλμένες λέξεις και υπέρβαση της αισθητικής, ροής και σκοπού του βιβλίου, απλά και μόνο για να προκαλέσουν. Όχι πρόκληση για την πρόκληση δηλαδή. Το να πει ένας έφηβος πρωταγωνιστής μια φορά τη λέξη «μαλάκας» δεν λέει κάτι. Το να τη λέει συνέχεια, ούτε αυτό πάλι λέει κάτι. Οι συγκεκριμένες λέξεις πρέπει να εξυπηρετούν κάτι στο έργο, όπως και κάθε άλλη λέξη βέβαια. Όλα είναι άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους στην υπηρεσία του συνόλου.

Το θέμα όμως στις μέρες μας είναι πλέον και να μην αυτολογοκρίνονται οι συγγραφείς νεανικής λογοτεχνίας από φόβο μην τυχόν και δεν διαβαστούν τα βιβλία τους, δεν αγοραστούν από ενήλικες ως δώρα σε εφήβους ή δεν μπουν σε σχολεία. Προσωπικά είμαι αντίθετος με την ασφυκτική σχέση λογοτεχνίας-εκπαίδευσης ή μάλλον με το πνίξιμο της πρώτης από τη δεύτερη. Δε με αφορά αν κάποιο βιβλίο μου δεν μπει σε τάξη, δεν γράφω βοήθημα για ένα θέμα. Η λογοτεχνία υποχωρεί και αυτοακυρώνεται αν υπάρχουν αυτές οι σκέψεις. «Ξέρετε, δεν μπορούμε να συστήσουμε αυτό το βιβλίο στα παιδιά, λόγω λεξιλογίου», έχω ακούσει αρκετές φορές να λέγεται για κάποια από τα δικά μου νεανικά μυθιστορήματα. «Δεν πειράζει, μην το συστήνετε», είναι πάνω-κάτω η δική μου απάντηση. Πρέπει να γίνει κατανοητό το αυτονόητο: Πως η λογοτεχνία απελευθερώνει, δεν περιορίζει. Κι αυτό ισχύει τόσο για τους αναγνώστες όσο και για τους συγγραφείς. Αντιλαμβάνομαι μεν πως πολλοί έχουν στο μυαλό τους το είδος εκείνο της λογοτεχνίας που διδάσκει ή χειραγωγεί, έναν έντυπο δάσκαλο δηλαδή, αλλά αυτό είναι εντελώς εσφαλμένο. Διδακτισμός και καθωσπρεπισμός χτίζουν μια ψευτολογοτεχνία, η οποία εν πολλοίς γίνεται αντιληπτή από τα παιδιά, που εν τέλει την απορρίπτουν.

Ένα άλλο σημείο το οποίο θα χαρακτήριζα ως έμμεση αυτολογοκρισία είναι η γενικευμένη τάση που θέλει τα εφηβικά/νεανικά βιβλία να έχουν ένα είδος happy end, να αποπνέουν αισιοδοξία. Και είναι τόσο υποδόρια αυτή η αύρα που έχει περάσει και σε σκεπτικά αρκετών επιτροπών. Γιατί ΠΡΕΠΕΙ να είναι πάση θυσία αισιόδοξα; Δεν αποτελεί αυτό μια μορφή στρέβλωσης;

Παρακολουθώντας και τις τάσεις στο εξωτερικό, όσο γίνεται, παρατηρώ μιαν ουσιώδη διαφορά μεταξύ ελληνικών και ξένων κειμένων, διαφορά που τείνει κάπως να μειωθεί. Τα ξένα κείμενα διαπνέονται από έναν αέρα πουριτανισμού, καθώς δεν συνηθίζονται βωμολοχίες, αλλά περιγράφουν καταστάσεις ενίοτε σκληρές (αυτοκτονία, αιμομιξία, καρκίνο, κλπ…). Τα ελληνικά κείμενα –φυσικά με τις εξαιρέσεις τους, μιλάμε για τάση- τείνουν να αποφεύγουν σκληρές θεματολογίες, δείγμα συντηρητισμού, αλλά χρησιμοποιούν με ευκολία βωμολοχίες. Τον τελευταίο καιρό βέβαια εισέρχεται όλο και πιο έντονα η σκληρή θεματολογία στα ελληνικά βιβλία.

Για να επανέλθω λοιπόν στο αρχικό ερώτημα: Όχι, δεν αυτολογοκρίνομαι. «Αυτοκρίνομαι» όμως, εάν αυτό που θα γράψω είναι συνεπές, αν έχει κάτι να πει, αν βάζει ένα λιθαράκι στην πορεία μου τουλάχιστον, αν είναι καλαίσθητο. Γιατί όπως είπα και προηγουμένως, δεν γίνεται να πετάξεις με τη λογοτεχνία αν έχεις αλυσίδες να σε κρατούν στο έδαφος.

Τα Νέα Σαββατοκύριακο, Ζωή & Τέχνες - 1 Ιουλίου 2017

ΕΣΕΙΣ ΤΙ ΘΥΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΑΡΙ ΠΟΤΕΡ;

«Εβλεπα ήρωες να εξελίσσονται»

Βασίλης Παπαθεοδώρου - Συγγραφέας

Δεν είχα συνειδητοποιήσει πως πέρασαν κιόλας 20 χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου «Χάρι Πότερ». Είκοσι χρόνια είμαι κι εγώ στον χώρο του παιδικού βιβλίου. Έτσι από τις αρχές σχεδόν της πορείας μου άκουγα γι' αυτό το φαινόμενο, ένα φαινόμενο που δεν έχει εξασθενήσει έκτοτε. «Σου εύχομαι να γράψεις τον νέο "Χάρι Πότερ"», είναι μια ευχή που δίνεται μισοαστεία - μισοσοβαρά στους συγγραφείς της παιδικής λογοτεχνίας. Η αλήθεια είναι πως αρχικά δεν μου άρεσε το βιβλίο, το είχα παρατήσει μάλιστα στη μέση, καθώς μου άρεσαν πιο ρεαλιστικά κείμενα. Ούτε και η πρώτη ταινία μού είχε κάνει εντύπωση. Έψαχνα το γιατί να γίνεται τόσος ντόρος. Με τον καιρό όμως έβλεπα ήρωες να εξελίσσονται και να μεγαλώνουν, σχέσεις να γίνονται πιο περίπλοκες, καταστάσεις να γίνονται πιο σκοτεινές, διλήμματα να τίθενται. Το άσπρο - μαύρο ξεθώριαζε, έμπαιναν αρκετές γκρι αποχρώσεις. Στο τέλος με κέρδισε ως σειρά, το παραδέχτηκα. Ναι, όλο αυτό είναι και πολύ αποτελεσματικό μάρκετινγκ, σε μεγάλο ποσοστό, αλλά η απενοχοποίηση που προσφέρει σε μικρούς και μεγάλους είναι αδιαμφισβήτητη. Η σειρά «Χάρι Πότερ» εξοικείωσε εκατομμύρια παιδιά σε όλον τον κόσμο με την ανάγνωση, με την ανάγνωση πολυσέλιδων κειμένων μάλιστα, τα έφερε κοντά σε ένα άλλο είδος. Ναι, υπάρχουν αναγνώστες που πέρα από τον «Χάρι Πότερ» δεν έχουν διαβάσει κάτι άλλο. Υπάρχουν όμως πάρα πολλοί που ξεπέρασαν τις όποιες αμφιβολίες τους σχετικά με τα βιβλία και προχώρησαν σε άλλα. Και δεν χωρά αμφιβολία πως οι τελευταίοι λογίζονται ως κέρδος, τεράστιο κέρδος. Χάρη στον «Χάρι Πότερ»!

Περιοδικό ΦΡΕΑΡ, Τεύχος 14 - Φεβρουάριος 2016

ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΑ: ΕΛΛΑΔΑ-ΤΟΥΡΚΙΑ 0-1

Στις 11-13 Νοεμβρίου βρέθηκα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Κωνσταντινούπολης, καλεσμένος από τούρκικο εκδοτικό οίκο. Η επίσκεψή μου θα περιλάμβανε παρουσία σε τρία ιδιωτικά σχολεία, μια ομιλία στην Έκθεση και υπογραφή βιβλίων στο περίπτερο του εκδοτικού.

Ίσως υποσυνείδητα και χωρίς να το έχω αντιληφθεί να πήγα με ένα κάποιο τουπέ, έναν αέρα ο οποίος κόπασε εντελώς όταν είδα τον τρόπο με τον οποίον χειρίζονται οι γείτονες τα σχετικά με το βιβλίο θέματα. Επισημαίνω ότι οι όποιες συγκρίσεις γίνονται μεταξύ δυο μητροπόλεων (Αθήνα- Κων/πολη), ιδιωτικών σχολείων και δεδομένου του μικρού χρονικού διαστήματος που ήμουν εκεί.

Με δυο λόγια θα μπορούσα να πω, ότι οι Τούρκοι βρίσκονται δεκαετίες μπροστά στον τρόπο προώθησης, αλλά και στη γενικότερη αναγνωστική κουλτούρα τους. Τόσο, όσο να ντρεπόμαστε εμείς ή τέλος πάντων να τους ζητήσουμε τεχνογνωσία, το know-how. Καταρχήν οι περισσότεροι λογοτεχνικοί τίτλοι (τουλάχιστον στο παιδικό) δουλεύονται σχεδόν κατ’αποκλειστικότητα με τα ιδιωτικά σχολεία, τα οποία κάθε άλλο παρά λίγα είναι. Εννοείται πως αυτούς τους τίτλους τους βρίσκει κανείς και στα βιβλιοπωλεία, εκεί όμως δεν κάνουν μεγάλες πωλήσεις, σε αντίθεση π.χ. με τον Χάρι Πότερ ή τον Σπασίκλα, που δεν μπαίνουν στα σχολεία, αλλά είναι μόνο μπεστ-σέλλερ τίτλοι στα βιβλιοπωλεία. Συνεπώς το σύστημα βασίζεται σε καλά οργανωμένες δημόσιες σχέσεις, υπό τη μορφή της ενημέρωσης και του «κυνηγιού» του πελάτη. Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτό είναι εντελώς ρόδινο, καθώς έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα χρηματισμού σε μεγάλα ιδιωτικά σχολεία και αλυσίδες ιδιωτικών για να μπει κάποιο βιβλίο σε τάξεις, αλλά τουλάχιστον, ως προς το τελικό αποτέλεσμα υπάρχει μια δικαίωση. Κι αυτό γιατί κάθε (επαναλαμβάνω: κάθε. Να το πω και Τρίτη φορά για να το εμπεδώσουμε; Κάθε) μαθητής έχει το δικό του βιβλίο, το πιάνει, το επεξεργάζεται, το διαβάζει, καθορίζει μόνος του τη σχέση χρόνου/ ανάγνωσης, το βάζει σε βιβλιοθήκη, στη δικιά του βιβλιοθήκη. Ούτε που διαννοείται κανείς να μην το αγοράσει το βιβλίο, να το βγάλει φωτοτυπίες, να το δουλέψει από τον έναν αναγνώστη στον άλλον. Και φυσικά είναι εξίσου αδιανόητη η ελληνική επίκληση του «δεν μπορούμε να αναγκάσουμε τους γονείς να το αγοράσουν», τη στιγμή που στην Ελλάδα μιλάμε για ένα (1) αγορασμένο βιβλίο το χρόνο ή καθ’όλη τη διάρκεια των μαθητικών ετών. Και βέβαια τη στιγμή που οι ίδιοι γονείς εδώ πληρώνουν για χοροεσπερίδες, εκδρομές, εισόδους σε μουσεία, ναύλωση λεωφορείων, κλπ. Η κρίση στο χώρο του ελληνικού βιβλίου είναι σε κάποιον βαθμό ανατροφοδοτούμενη από την εγχώρια νοοτροπία του «δωρεάν» μόνο σε αυτόν το χώρο. Και βέβαια από την εντύπωση ότι η φιλαναγνωσία είναι μια «σταυροφορία» που πρέπει να διεξαχθεί με όρους φιλευσπλαχνίας και μόνο. Έτσι λοιπόν στα ιδιωτικά σχολεία οι μαθητές μαθαίνουν να δένονται με το βιβλίο, καθώς σε κάποια από αυτά υπάρχει η πολιτική του «ένα βιβλίο την εβδομάδα».

Μου έκανε εντύπωση η ποιότητα των μαθητών. Και δεν είναι μόνο το γεγονός ότι δεν υπήρξε καν ως εμπόδιο το γλωσσικό ζήτημα, αφού η κουβέντα έγινε στα αγγλικά ή σε κάποιες περιπτώσεις με μετάφραση, αλλά το γεγονός ότι παιδιά 5ης και 6ης δημοτικού συμμετείχαν μαζικά και ενεργά στην εκδήλωση, σηκώνοντας το χέρι τους και ρωτώντας ή λέγοντας τη γνώμη τους, αφού τελείωνε ο συμμαθητής τους. Μίλησαν από την πρώτη στιγμή, δεν ντράπηκαν κι επιπλέον σεβάστηκαν τα άλλα παιδιά που ήθελαν να τοποθετηθούν, κοινώς περίμεναν τη σειρά τους. Και στο τέλος σχημάτισαν μια σειρά όπου περίμεναν εξίσου υπομονετικά να υπογραφούν τα βιβλία τους.

Η ίδια η Έκθεση βιβλίου ήταν ένα πολιτισμικό σοκ από μόνη της. Ένας τεράστιος εκθεσιακός χώρος με πολλές σάλες, χτισμένος στη μέση του πουθενά (1,5 ώρα από την παλιά πόλη), με παρακείμενο ξενοδοχείο για τους επισκέπτες. Ξενοδοχείο και χώρος ανήκουν στον ίδιο όμιλο, που αναλαμβάνει, ως χορηγός, να φιλοξενεί τους ξένους συγγραφείς-καλεσμένους. Η τοποθεσία είναι εύκολα προσπελάσιμη, αλλά λόγω του όγκου των επισκεπτών παρουσιαζόταν συνέχεια κυκλοφοριακό πρόβλημα. Ναι, λόγω του όγκου των επισκεπτών, λόγω του καραβανιού από σχολικά λεωφορεία, της τεράστιας ουράς που σχημάτιζαν για να πάνε και να φέρουν μαθητές. Τα μέσα μαζικής μεταφοράς ήταν δωρεάν για τους μαθητές που ήθελαν να πάνε στην Έκθεση. Και εννοείται πως μέσα στις αίθουσες γινόταν στην κυριολεξία το αδιαχώρητο. Δεν υπήρχε στιγμή που να μην υπάρχει πολύς κόσμος, όταν έλεγαν πως το απόγευμα, που έφευγαν τα σχολεία, η έκθεση ηρεμούσε, εννοούσαν πως παρουσίαζε την εικόνα των δικών μας εκθέσεων βιβλίου σε ώρες αιχμής του Σαββατοκύριακου. Αλλά το πιο μαγευτικό ήταν πως οι επισκέπτες γύριζαν τα περίπτερα και αγόραζαν. Πως έβλεπες παρέες παιδιών κι εφήβων, να κυκλοφορούν από μόνες τους και να ρωτούν για τα βιβλία, να αγοράζουν, να διαβάζουν τα οπισθόφυλλα. Δεν τους έβλεπες όλους συγκεντρωμένους στην καφετέρια, οι επισκέψεις δεν γίνονταν με αυτό τον αυτοσκοπό. Και στο τέλος, ελάχιστα ήταν τα παιδιά, που φεύγοντας από την Έκθεση δεν κρατούσαν κάποια σακούλα, είτε με βιβλία, είτε με διαφημιστικά φυλλάδια. Στην κυριολεξία δεν υπήρχε νεκρό από κόσμο συνεχόμενο πεντάλεπτο σε οποιοδήποτε περίπτερο.

Οι Τούρκοι έχουν μια μεσαία τάξη που αναπτύσσεται ραγδαία, που θέλει να ενσωματώσει την κουλτούρα στα χαρακτηριστικά της ευμάρειας και της ευημερίας της. Αληθινή ή επίπλαστη η εικόνα αυτή, μικρή σημασία έχει. Αντίθετα είναι πολύ σημαντικό που έχουν εντάξει αβίαστα το βιβλίο στη ζωή τους, χωρίς οποιαδήποτε σύνδρομα απέναντί του.  Που δεν τα περιμένουν όλα από το Κράτος, που η ιδιωτική πρωτοβουλία κινείται δυναμικά. Η σύγκριση με την εδώ πραγματικότητα προκαλεί μελαγχολία, καθώς εδώ ξοδεύονται ή ξοδεύονταν μεγάλα σχετικά κονδύλια για τη φιλαναγνωσία, με ασθενικά αποτελέσματα, καθώς εδώ πρέπει να γίνεται μια συνεχής τιτάνια προσπάθεια με πενιχρά αποτελέσματα.

Η Τουρκία σε αυτόν τον τομέα, τουλάχιστον από αυτά τα λίγα που είδα αυτές τις δυο μέρες, είναι ένα case study, άξιο όχι μόνο να μελετηθεί από εμάς, αλλά ίσως και να αντιγραφεί ατόφιο.

Καθημερινή της Κυριακής, 18 Σεπτεμβρίου 2016

Η πρώτη μου μέρα στην Α΄ Δημοτικού είχε ένα μεγάλο μείον: Δεν θα ξανάβλεπα τη Στεφανία. Η Στεφανία ήταν ο έρωτάς μου στο νηπιαγωγείο. Ήμασταν φίλοι, μετά «αρραβωνιαστήκαμε», μετά πέταξε ο ένας στον άλλον τη συρμάτινη βέρα του, μετά τα ξαναβρήκαμε. Πολιτισμένο τέλος για ένα καθημερινό νηπιακό ψυχόδραμα πάθους και ξεκατινιάσματος.

Παρ’ όλα αυτά, την πρώτη μέρα είχα ενθουσιαστεί με τη σχολική ποδιά, με τη σάκα και την κασετίνα, με τα σχολικά βιβλία, με τα τετράδια από τον Πάλλη που μου έντυνε τα απογεύματα με μπλε κόλλα και ζελατίνα η μητέρα μου, με τις ζωγραφιστές ετικέτες τους. Ήθελα να μάθω καινούργια πράγματα, ανυπομονούσα, το θυμάμαι αυτό.

Ήθελα όμως και να κάνω φιλίες, παρόλο που από συστολή ήξερα πως δεν θα έκανα το πρώτο βήμα. Κι ένιωθα περήφανος, επειδή είχα μεγαλώσει, τότε δεν το υπολόγιζα ακόμη.

Το είχα δει κάπως σαν γιορτή όλο αυτό και συνέχιζα να το βλέπω έτσι όλα τα επόμενα σχολικά χρόνια. Χαιρόμουν και ανυπομονούσα. Και τελικά ξέχασα τη Στεφανία πολύ γρήγορα...

Περιοδικό ΦΡΕΑΡ, Τεύχος 15 - Ιούνιος 2016

Ο ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΛΧΑΣ

Αυτό το κείμενο ήθελα να το γράψω από το περασμένο καλοκαίρι, με αφορμή τον πνιγμό του μικρού Αϊλάν, με αφορμή αυτή τη φωτογραφία που είχε σοκάρει τότε τους πάντες κι ακόμα συνεχίζει. Έκτοτε, ανάλογα περιστατικά υπήρξαν κι άλλα, ίσως όχι με τόσο ευρεία δημοσιότητα, αλλά σίγουρα εξίσου τραγικά.

Αυτό λοιπόν που είχα παρατηρήσει τότε, ήταν, με αφορμή το εν λόγω γεγονός, ότι βγήκαν κάποιες ευαίσθητες φωνές -συγγραφέων ή αρθρογράφων κυρίως- να διαλαλήσουν πως έχουν γράψει σε ανύποπτο χρόνο για το προσφυγικό, το μεταναστευτικό τον πόλεμο, και άρα δικαιούνται κατά κάποιον τρόπο αυτή την αναγνώριση. Το τελευταίο δεν το έγραψαν βέβαια, απλά το υπονόησαν, βάζοντας πάνω από τη φωτογραφία του άψυχου παιδιού ένα απόσπασμα από παλιότερο βιβλίο τους. Και βέβαια από κάτω, στα σχόλια του ΦΒ, οι περισσότεροι οπαδοί-ακόλουθοι να επικροτούν την ευαισθησία του γράφοντος, εκφράζοντας παράλληλα την οργή, τη θλίψη ή την απόγνωσή τους, συναισθήματα που ενδεχομένως σε κάποιους να κράτησαν λιγότερο απ’ ότι χρειάσθηκε για να τα εκφράσουν γραπτά.

Έκτοτε αυτή η τακτική επανέρχεται συνέχεια με αφορμή παρόμοια περιστατικά. Εμφανίζονται οι ευαίσθητοι μάντεις- Κασσάνδρες να κουνάνε το δάχτυλο της ανθρωπιάς μέσω παλαιότερων κειμένων τους. Και προφανώς αυτή η κατηγορία δημιουργών έχει έτοιμο ένα ολόκληρο στοκ από θέματα με τα οποία έχει καταπιαστεί, από το bullying και την οικολογία, μέχρι τον πόλεμο, την προσφυγιά και τις αυτοκτονίες. Αρκεί να εμφανίζεται κάτι τραγικό ή έστω θλιβερό για να μας υπενθυμίζεται η παρουσία του «εγώ τα’ λεγα από τότε, είχα τεντωμένες τις κεραίες μου, αλλά πού εσείς».

Δεν καταλαβαίνουν τη φτήνεια με την οποία εμποτίζουν αυτό το γεγονός; Προφανώς κι όχι, εδώ ισχύει πάντα ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, άσχετα αν τα μέσα δεν είναι βίαια. Υπάρχει όμως, κατά τη γνώμη μου, διακριτός σκοπός, τουλάχιστον στο μυαλό των γραφόντων. Κι αυτός δεν είναι άλλος από το χτίσιμο μιας περσόνας ή ενός χαρακτήρα, έξω από τα βιβλία και τη μυθοπλασία τους, στο χτίσιμο και την επιβολή της δικής τους εικόνας. Αρνούμαι να πιστέψω πως κάποιοι θα παρακινηθούν και θα σπεύσουν να αγοράσουν βιβλία με τα συγκεκριμένα, αναρτημένα αποσπάσματα, ότι θα γίνει ένας εμπορικός χαμός δηλαδή. Ακόμα όμως κι αυτό να γινόταν, η τακτική αυτή δεν παύει να είναι το ανώτατο στάδιο της τυμβωρυχίας, όπου ο νεκρός, ο όποιος νεκρός, «σκυλεύεται» για την προβολή του εκάστοτε δημιουργού.

Όλοι οι συγγραφείς έχουν καταπιαστεί με όλα σχεδόν τα θέματα, υποψίες έστω κάποιας θεματικής υπάρχουν διάσπαρτες σε όλο τους το έργο. Ίσως αυτή να είναι και η δουλειά τους στο κάτω-κάτω της γραφής, να έχουν τεντωμένες τις κεραίες τους, να καταπιάνονται, πρόωρα ίσως, με κάποια θέματα, να αφυπνίζουν και να ευαισθητοποιούν, υποσυνείδητα τις περισσότερες φορές, ούτως ώστε να προλαμβάνουν σε έναν ελάχιστο βαθμό κάποια πράγματα. Δίνει όμως αυτό το βασικό χαρακτηριστικό της δουλειάς τους, το δικαίωμα να το προβάλουν ή πλασάρουν σαν κάτι υπερφυσικό; Μια ιδιότητα που τους κάνει να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους; Και μήπως κάνοντάς το διαπράττουν μια μορφή ύβρεως; Κι από κοντά βέβαια και άλλοι, που δεν είχαν γράψει κάτι αντίστοιχο τότε, αλλά επειδή τώρα αυτά τα περιστατικά είναι επίκαιρα, βρίσκουν την ευκαιρία να επωφεληθούν από αυτό το momentum, ποντάροντας στην προβολή της στιγμής.

Όχι, δεν είναι απλά απαράδεκτο αυτό, είναι ελεεινό, είναι άθλιο. Είναι σαν να εύχεσαι την επόμενη τραγωδία, απλά και μόνο για να διαφημίσεις την προνοητικότητά σου να την αναφέρεις σε κάποιο γραπτό σου. Και βέβαια να την προβάλλεις μετά σε κάποιαν ανάρτηση γράφοντας κι μια δακρύβρεχτη παράγραφο από πάνω. Κι αυτή η ανάρτηση να μοιραστεί διαδικτυακώς, από τοίχο σε τοίχο, να επικροτηθεί και μετά να γίνει ευρύτερα γνωστός ο κειμενογράφος ως «αυτός ή αυτή που στα βιβλία του τόλμησε, πρώτος απ’ όλους, να μιλήσει γι’ αυτά τα ζητήματα».

Προφανώς δε θα σταματήσει αυτό από τους ίδιους που το δημιουργούν. Μπορεί όμως να σταματήσει από αυτούς που το συντηρούν, από το κοινό δηλαδή. Η αποδοκιμασία ή καλύτερα η μη επιδοκιμασία τέτοιων τακτικών είναι το μοναδικό αντίδοτο απέναντι σε μια αρρωστημένη εμμονή αυτοπροβολής.

Ο Αναγνώστης, 14 Οκτωβρίου 2014

Τα αγαθά κόποις κτώνται(;)

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι διατύπωσαν το ρητό του τίτλου ως μια πρώιμη οικονομική θεωρία. Για να πάρει κανείς δυο μπριζόλες, αυτονόητο είναι πως θα πληρώσει. Το ίδιο συμβαίνει και για το ψωμί, τα παπούτσια, τη βενζίνη, μια φριτέζα και οποιοδήποτε άλλο αγαθό. Το ίδιο συνέβαινε πάντα και παντού, εκτός φυσικά κι αν το έκλεβε, πράγμα που δεν το εξετάζουμε εδώ. Κοινώς, για να αποκτήσει κανείς κάτι, πρέπει να το αγοράσει για να το κάνει κτήμα του. Τόσο απλά. Ο αιώνιος  κι άγραφος αυτός κανόνας φαίνεται πως τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας αρχίζει να γνωρίζει μια σημαντικότατη εξαίρεση: Το βιβλίο.

Πέρα από το χιουμοριστικό της εισαγωγής, είναι γεγονός πως εκδοτικοί οίκοι και συγγραφείς γίνονται καθημερινά σχεδόν αποδέκτες σπαραξικάρδιων μηνυμάτων ή αιτημάτων για αποστολή δωρεάν βιβλίων. Πού; Σχεδόν παντού: Σε σχολεία, φορείς, ενώσεις, για bazaars, για ενίσχυση συλλόγων, για να γνωρίσουν μαθητές από κοντά τη λογοτεχνία, για…για… Μηνύματα σχεδόν ομοιόμορφα, γεμάτα επαιτεία κι αναξιοπρέπεια αρκετές φορές.

Υπάρχει κάτι μεμπτό εδώ; Κατά τη γνώμη μου ναι. Είναι η ψευτοεπίκληση από πολλούς της κρίσης, όπου το μόνο προϊόν που πρέπει να χαριστεί είναι το βιβλίο. Είναι το γεγονός πως κανείς δεν «ζορίζεται» να δανειστεί το βιβλίο από δανειστικούς φορείς, ενώ είναι το μοναδικό αγαθό που νομίμως δανείζεται (βιβλιοθήκες). Είναι το γεγονός πως ολοένα και περισσότεροι καθηγητές -για λόγους αξιολόγησης- θέλουν να βάζουν στο βιογραφικό τους εκδηλώσεις με συγγραφείς, χωρίς να έχουν δουλευτεί ή διαβαστεί τα βιβλία στην τάξη, χωρίς να έχει γίνει καν παρότρυνση προς τα παιδιά να το αγοράσουν (ίσως το μοναδικό εξωσχολικό ανάγνωσμα που θα αγόραζαν). Είναι πως εδραιώνεται η άκρως αντιπαιδαγωγική νοοτροπία του «γιατί να ξοδευτείς να το πάρεις, αφού θα σου χαριστεί;». Είναι πως εδραιώνεται η δεύτερη άκρως αντιπαιδαγωγική νοοτροπία του «δε βαριέσαι, σάμπως θα ξαναδιαβάσω ποτέ μου; Γιατί να το αγοράσω;». Είναι πως στην ουσία απαξιώνεται ένας ολόκληρος κλάδος, αποκτά μεγαλύτερα προβλήματα από τα ήδη υπάρχοντα. Και δεν μιλώ για τους συγγραφείς, αλλά για τυπογράφους, βιβλιοπώλες, εκδότες καθώς και όλους όσοι δουλεύουν στον κλάδο του βιβλίου. Κι έτσι απαξιώνεται το βιβλίο σαν έννοια στο σύνολό της.

Δεν ξέρω γιατί τα παραπάνω επαγγέλματα του βιβλίου πρέπει ντε και καλά να είναι πιο ευαίσθητα από άλλα (χασάπης, ασφαλιστής, μανάβης, υδραυλικός, αγρότης) για να θεωρείται αυτονόητο πως θα ικανοποιούν όλα αυτά τα αιτήματα για δωρεάν βιβλία-δωρεάν αποστολή βιβλίων. Μήπως επειδή το βιβλίο είναι ένας χώρος πιο «ρομαντικός» ή «ανθρωπιστικός»; Ή μήπως επειδή τελικά λίγοι το αναγνωρίζουν ως ένα αγαθό που θα έδιναν έστω λίγα λεφτά για να το αποκτήσουν, ενώ οι περισσότεροι το θεωρούν ως είδος πολυτελείας που αν τους χαριστεί έχει καλώς, αν όχι, δε χάλασε κι ο κόσμος; Μπορεί να φταίει και το γεγονός ότι αν οι συγγραφείς δε χαρίσουν βιβλία τους θα θεωρούνται ανάλγητοι κι αναίσθητοι ή αν δεν το κάνουν οι εκδοτικοί οίκοι (που ως γνωστόν «κλέβουν» τον πνευματικό μόχθο του άλλου, κατά την επικρατούσα άποψη, έτσι γενικώς και συλλήβδην), δεν θα ξεπλύνουν τις «ενοχές» τους.

Εξηγούμαι: Προφανώς και μιλώ για μια τάση που έχει αρχίσει από καιρό να γιγαντώνεται κι όχι για ένα καθολικό φαινόμενο, ούτε καν για την πλειοψηφία. Ίσως να είναι εξαιρετικά λίγοι κι ενοχλητικοί αυτοί που το κάνουν, ολοένα κι αυξάνονται βέβαια, αλλά στο σύνολο παραμένουν λίγοι. Το θέμα όμως είναι η νοοτροπία. Ή αν θέλουμε να το πούμε κι αλλιώς, η μετάβαση από το αρχαιοελληνικό ρητό του τίτλου, στο νεοελληνικό «με ξένα κόλλυβα…».

Περιοδικό ΦΡΕΑΡ, Τεύχος 9, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2014

Συγγραφείς και αστικοί τους μύθοι (α' μέρος)

Ως γνωστό, ως αστικό μύθο ορίζουμε κάθε τερατολογία που κυκλοφορεί από κάποιον και καταλήγει να γίνεται όχι μόνο πιστευτή, αλλά να ριζώνει ως βαθιά πεποίθηση σε τεράστιο αριθμό ανθρώπων, σε βαθμό που κάθε λογική προσπάθεια να αντικρουστεί η εν λόγω πεποίθηση αποτυγχάνει εξ’ ορισμού. Στο εξωτερικό για παράδειγμα πιστεύεται ότι ο Έλβις Πρίσλεϊ ζει, ή κι ο Τζιμ Μόρρισον, κάποιοι τον είδαν να ψωνίζει πατάκια από το ΙΚΕΑ, ότι η 11η Σεπτεμβρίου ήταν συνομωσία, ότι ο άνθρωπος δεν πήγε ποτέ στο φεγγάρι, αλλά τα πλάνα με τη σελήνη γυρίστηκαν σε στούντιο. Στο εσωτερικό αντιθέτως πιστεύουμε πως μας ψεκάζουν, πως οι ξένοι σχεδίασαν το κακό της Ελλάδας, πως τα Μνημόνια τα επέβαλαν ξένες κυβερνήσεις για να εκποιήσουν τον εθνικό μας πλούτο, πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι γιος της Ντόρας και του Τέρη Χρυσού, πως οι ξένοι θα μας φάνε όλες τις δουλειές, ακόμα κι αυτές που δεν καταδέχεται να τις κάνει ο Έλληνας. Αντίστοιχοι αστικοί μύθοι κυκλοφορούν και μεταξύ των διαφόρων επαγγελματικών ή μη ομάδων. Ας επιχειρήσουμε να δούμε μερικούς από αυτούς, οι οποίοι είναι πολύ βολικοί στο να γίνονται πιστευτοί από συγγραφείς. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων να σημειώσω εδώ, πως όντως, κάποια ή πολλά από τα παρακάτω ισχύουν, σε κάποια κλίμακα (μικρή, μεγάλη ή μεγαλύτερη), όχι όμως σε καθολική.

1.) Οι κακοί εκδότες: Εδώ έχουμε διάφορους εναλλακτικούς μύθους: Ο συγγραφέας έχει εκδώσει το αριστούργημα των αιώνων και οι κακοί εκδότες το απορρίπτουν, ίσως γιατί τον πολεμάνε. Οι κακοί εκδότες πάντα κλέβουν αντίτυπα από το συγγραφέα και τα πουλάνε στη μαύρη αγορά, αλλά ο συγγραφέας δεν καταδέχεται να υπογράψει τα αντίτυπά του για να σταματήσει αυτό το φαινόμενο. Το επιχείρημα που προβάλλεται είναι το «στην εκδήλωση που είχα κάνει τον Απρίλιο, εκεί και μόνο είχα υπογράψει 20 αντίτυπα. Είναι δυνατόν στην εκκαθάριση να έχω πωλήσεις 18;» Απάντηση: Ναι, είναι, λόγω των επιστροφών. Ο κακός εκδότης δεν προβάλλει τον συγγραφέα, δεν του κλείνει συνεντεύξεις, δεν του βγάζει σελιδοδείκτες, δεν του διοργανώνει εκδηλώσεις, πράγματα που ως γνωστόν απογειώνουν τις πωλήσεις σε αστρονομικά νούμερα. Γιατί; Μα, γιατί είναι κακός και προωθεί τους δικούς του, αυτούς που τον γλύφουν.

2.) Τα βραβεία είναι στημένα: Δεν υπάρχει περίπτωση στην Ελλάδα να πάρει ένα βιβλίο κάποιο βραβείο και να μην ακουστούν καθ’ ιδίαν τα χίλια μύρια. Είτε ότι ο βραβευθείς είχε τραπεζώσει όλη την επιτροπή, είτε ότι το πήρε, γιατί είχε σειρά στην επετηρίδα, είτε γιατί «παίζονται χοντρά παιχνίδια» (όπως;). Η μόνη περίπτωση να λειτουργήσει άψογα μια επιτροπή είναι όταν βραβεύει αυτόν που την κατηγορούσε. Ναι, τότε το αξίζει ο πρώην κατηγορών, αλλά αυτό είναι απλά μια εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Όλα τα άλλα είναι συμπαιγνίες.

3.) Τα κυκλώματα: Εδώ υπάρχει μία ποικιλία από όρους, όπως κλίκες, παρέες, παρεάκια, σύστημα, οι δικοί μας, κ.ο.κ. Τα κυκλώματα είναι κάτι υπερφυσικό απ’ ότι φαίνεται, καθώς δεν έχω ακούσει κανέναν να παραδέχεται ότι ανήκει σε κάποια παρέα ή κλίκα, μόνο όλοι οι υπόλοιποι ανήκουν. Υπό αυτήν την έννοια τα εν λόγω κυκλώματα παρουσιάζουν τεράστιες ομοιότητες με τις μασονικές στοές, τη Φιλική Εταιρεία, τους Ιλουμινάτι, κλπ. Όλοι ορκίζονται πως υπάρχουν κι όλοι ορκίζονται πως ποτέ τους δεν υπήρξαν μέλη αυτών των διαβόητων ομάδων. Τα κυκλώματα και τα παρεάκια συνήθως συνεδριάζουν και συνωμοτούν για να φάνε κάποιον, αυτόν που τα καταγγέλλει. Και που συνήθως ο καταγγέλλων είναι ο μόνος άνθρωπος εκτός κυκλωμάτων.

4.) Οι δημόσιες σχέσεις: ο προαναφερόμενος όρος ξορκίζεται συνήθως σαν κάποια βαριά αρρώστια. Ποτέ κανείς δε θα παραδεχτεί ότι κάνει δημόσιες σχέσεις, ίσα-ίσα όλοι τις βαριούνται αφόρητα, απλά τυγχάνει να βρίσκονται όλοι σε κάποια εκδήλωση ενός δημοσιογράφου ή ενός εκδότη (σχεδόν ποτέ ομοτέχνου), γιατί «δεν γινόταν αλλιώς, μερικά πράγματα θες δε θες, είσαι αναγκασμένος να τα κάνεις» ή απλά «δυστυχώς, έπρεπε» (χωρίς περαιτέρω αιτιολόγηση). Έτσι όλοι αποκτούν τα χαρακτηριστικά του εκκεντρικού ροκ σταρ ή του ασκητή ή έστω του μοναχικού σταυροφόρου, που αδιαφορεί για τις κοσμικότητες και τις δημόσιες σχέσεις, ακόμα κι όταν αυτές έρχονται και πέφτουν πάνω του. Τουναντίον είναι αφοσιωμένος στο έργο του, με συνέπεια μοναχισμού. Γιατί το σημαντικότερο απ’ όλα είναι το μέγεθος της αντισυμβατικότητας κάποιου.

5.) E-Books: Αστικός μύθος που άρχισε να αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια. Το κλείδωμα των ηλεκτρονικών αρχείων έχει αναχθεί σε πρωτεύον ζήτημα. Αλίμονο αν τα ηλεκτρονικά βιβλία κυκλοφορούσαν ξεκλείδωτα, ο καθένας θα έτρεχε να πάρει συσκευή ανάγνωσης για να διαβάσει, θα γίνονταν ανταλλαγές αρχείων στο Ίντερνετ, τα πνευματικά δικαιώματα θα εξανεμίζονταν. Το κλείδωμα πρέπει να είναι τόσο αποτελεσματικό, ώστε κανένας χάκερ να μη διανοηθεί, ούτε καν προς επίδειξη των ικανοτήτων του, να τολμήσει να το σπάσει. Ο εν λόγω αστικός μύθος παραβλέπει βέβαια τις έρευνες που έχουν γίνει, αλλά και την εκδοτική εμπειρία, όπου σε περιπτώσεις ελεύθερης διακίνησης ηλεκτρονικού βιβλίου, έχουν αυξηθεί ταυτόχρονα ραγδαία και οι πωλήσεις των έντυπων. Επίσης προτιμά να μη δίνει σημασία στο γεγονός, ότι βιβλία δανείζονται ελεύθερα σε δανειστικές βιβλιοθήκες, θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν φωτοτυπηθεί, δεκαετίες τώρα, αντί να περιμένει όλος ο κόσμος το kindle για να τα κλέψει.

Περισσότεροι αστικοί μύθοι στο επόμενο τεύχος…

Περιοδικό ΦΡΕΑΡ, Τεύχος 8, Ιούλιος - Αύγουστος 2014

And the Oscar goes to…

Τους τελευταίους δυο μήνες είχαμε μια υπερπαραγωγή βραβείων: Κρατικά, Κύκλου Παιδικού Βιβλίου, Βραβεία Public, Βραβεία Αναγνώστη. Αυτό δεν είναι υποχρεωτικά κακό, έστω και σε μια αγορά που φαίνεται άλλοτε κορεσμένη, άλλοτε ανίκανη και άλλοτε αδιάφορη να τα απορροφήσει έστω ως είδηση. Οι Αμερικάνοι για παράδειγμα σε σχέση με την κινηματογραφική βιομηχανία τους έχουν τα υπερπολλαπλάσια βραβεία, και δεν αναφέρομαι μόνο στα Oscar, τα Emmys ή τις Χρυσές Σφαίρες, αλλά και σε ένα σωρό άλλα βραβεία, όπως βραβεία πορνό, βραβεία ταινιών επιστημονικής φαντασίας, βραβεία λατινοαμερικάνων, κλπ. Και σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα αξιόπιστο κι αποδεκτό «γεγονός», μικρής ή ευρύτερης έκτασης, μια γιορτή πέρα από γκρίνιες και σκοτεινά συμφέροντα, στην οποία λαμβάνουν όλοι μέρος.

Ποιο είναι αυτό το μαγικό άραγε, που στο εξωτερικό παρόμοιες εκδηλώσεις –κι όχι μόνο κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές- γίνονται κατά επιτυχημένο τρόπο, ενώ στην Ελλάδα αδυνατούν να προσελκύσουν ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον ή γίνονται αντικείμενο κριτικής; Κι αυτό πέρα από τα μεγέθη που συνοδεύουν το προϊόν.

Ένα πρώτο βασικό στοιχείο κατά τη γνώμη μου είναι η χρονική συνέπεια: Τα βραβεία πρέπει να δίνονται σε προκαθορισμένες, σταθερές ημερομηνίες, έτσι ώστε το κοινό να τα περιμένει, να δίνει ένα ετήσιο ραντεβού κάθε φορά με αυτά. Αντιπαραδείγματα στην Ελλάδα υπάρχουν, μεταξύ αυτών είναι και τα Κρατικά Βραβεία, όπου κανείς δεν ξέρει πότε απονέμονται ή πότε ανακοινώνονται οι βραχείες λίστες, παρόλο που είναι ο πιο παλιός κι έγκριτος (από πλευράς κύρους) θεσμός και παρόλο που υπάρχει και σχετικός νόμος που να ορίζει τις ημερομηνίες. Για παράδειγμα, φέτος ανακοινώθηκαν τα βραβεία που αφορούν σε εκδόσεις του 2012.

Εννοείται πως το «Α» και το «Ω» σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ο τρόπος ψηφοφορίας. Είμαι υπέρ των κριτικών επιτροπών, με τα καλά τους και τα κακά τους, με τις ενδεχόμενες εμπάθειες ή συμπάθειες, με το ριζοσπαστισμό τους ή τη συντηρητικότητά τους. Κι αυτό διότι στο τέλος τα μέλη των επιτροπών φέρουν και την ευθύνη των επιλογών τους, δίνουν το στίγμα, άσχετα αν διαφωνεί κανείς με αυτές τις επιλογές ή τις επικροτεί. Στον αντίποδα είχαμε φέτος τα βραβεία του “Public”, όπου κατά τη γνώμη μου με πρόσχημα το βιβλίο, δημιουργήθηκε μια τεράστια βάση δεδομένων από ηλεκτρονικές διευθύνσεις, προς όφελος του καταστήματος, τσουβαλιάστηκαν όλα ή τα περισσότερα βιβλία της προηγούμενης χρονιάς σε κατηγορίες, δημιουργήθηκαν βραβεία για βιβλία μαγειρικής και συγκίνησης (μεγάλης μάλιστα συγκίνησης, μιλάμε για πολύ χαρτομάντιλο), δόθηκαν τάμπλετς κι άλλα δώρα. Το αποτέλεσμα ήταν να ψηφίσουν χιλιάδες άνθρωποι (καλό αυτό), χωρίς να έχουν διαβάσει απειροελάχιστο κλάσμα των υπό κρίσιν βιβλίων (κακό αυτό) και μάλιστα σε πολλές κατηγορίες να υπάρχουν συνεχόμενες υποψηφιότητες που να αρχίζουν από «Α», λόγω της αβίαστης διαδικασίας του «ψηφίζω ότι να’ναι, αρκεί να μπω στην κλήρωση». Ο συγγραφέας μπαίνει υποθετικά στη διαδικασία (όποιος έμπαινε τέλος πάντων) να αποστέλλει μηνύματα, να το λέει σε φίλους και γνωστούς, να υποχρεώνεται και εντέλει να υποβιβάζεται κατά μίαν έννοια. Παρεμφερείς διαδικασίες υπήρξαν και στα βραβεία του Κύκλου παιδικού βιβλίου, όπως και στο βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ παλιότερα, όμως σε αυτές τις περιπτώσεις υπήρχε η έξωθεν καλή μαρτυρία του σώματος εκλεκτόρων (μέλη του Κύκλου, ή Λέσχες Ανάγνωσης) τουλάχιστον, μέσω του οποίου γινόταν κάποιο αρχικό φιλτράρισμα των βιβλίων. Και σε αυτές τις περιπτώσεις όμως δεν έλειψε η κριτική, δικαιολογημένη εν πολλοίς, ότι το αποτέλεσμα που διαμορφώνεται με sms σημαίνει κινητοποίηση κι όχι απαραίτητα αναγνώριση.

Κι ερχόμαστε τώρα στη διεξαγωγή της τελετής. Έχοντας παραβρεθεί σε αρκετές βραδιές απονομής, τολμώ να πω ότι αυτές του ΔΙΑΒΑΖΩ και του ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ είναι οι καλύτερες. Αποφεύγονται οι μακρόσυρτες ομιλίες, με τη διεξοδική εκφώνηση του σκεπτικού της απονομής, σκεπτικά άλλωστε που δεν είναι δύσκολο να αναζητηθούν στο Ίντερνετ, από την επομένη κιόλας. Ας σημειώσω πως μιλάμε για «γιορτή» κι όχι για φιλολογική συνάντηση. Τη βραδιά της απονομής, οι πρωταγωνιστές είναι τα υποψήφια προς βράβευση βιβλία και οι τελικοί νικητές κι όχι τα επιχειρήματα επιβράβευσης ή απόρριψης των εκάστοτε διαγωνιζομένων. Μια τελετή κρίνεται πετυχημένη κατά τη γνώμη μου, αν είναι σύντομη και σφιχτοδεμένη, αν δοθεί χρόνος στους βραβευθέντες να μιλήσουν, αν τα τιμώμενα πρόσωπα, τιμηθούν κι εμπράκτως, αν φανεί η όποια συγκίνηση. Έχω βρεθεί σε βραδιά βράβευσης που επί δέκα λεπτά άκουγα τον ορισμό της λέξης «διήγημα», ενώ επίσης αναλύθηκαν οι ήδη γνωστοί όροι και προϋποθέσεις του διαγωνισμού. Στο τέλος οι βραβευθέντες δεν πρόλαβαν να παραλάβουν ατομικά τα βραβεία τους και σηκώθηκαν όλοι μαζί στη σειρά, για τις απαραίτητες φωτογραφίες.

Εννοείται πως μεγάλο ρόλο παίζουν οι ίδιοι οι συγγραφείς, κυρίως με τη στάση τους. Το να απονέμεται ένα βραβείο και να μην γίνεται αποδεκτό από τον συγγραφέα (κατόπιν εορτής κι αφού ήξερε ότι είναι υποψήφιος), είναι τουλάχιστον απαράδεκτο για μένα, ανεξάρτητα από τους λόγους, οι οποίοι μπορεί να είναι και οι ευγενέστεροι. Υπάρχει χρονικό περιθώριο πριν από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων για να αποσυρθεί το βιβλίο αθόρυβα και με αξιοπρέπεια. Το να μην παρίστανται όλοι ή τουλάχιστον οι περισσότεροι υποψήφιοι σε τελετές όπου δεν θα βραβευθούν τελικά οι ίδιοι αποδυναμώνει την έννοια του γεγονότος ήδη από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους και απαξιώνει την ίδια τη γιορτή. Το να ακούγονται εκ των υστέρων συνωμοσιολογικές θεωρίες ή ακόμα και εκ τον προτέρων («θα το δώσουν φέτος… γιατί…) υποσκάπτει το όποιο κύρος του θεσμού. Άλλωστε δεν γίνεται όταν βραβεύεται ο ίδιος να είναι όλα καλώς γενόμενα κι όταν βραβεύεται κάποιος άλλος να υπάρχει συμπαιγνία.

Βραβεία υπάρχουν πολλά, από δήμους, από φορείς, από ενώσεις, μετά από διαγωνισμούς, μαθητικά, κλπ. Και μάλλον δεν είναι κακό να υπάρχουν, τόσο γιατί λειτουργούν ορισμένες φορές σαν κίνητρο όσο και σαν αναγνώριση. Το κακό είναι να δυναμιτίζονται αυτά τα βραβεία (ακόμα κι αν οι αστοχίες αφορούν σε λεπτομέρειες) από τους ίδιους τους εμπλεκόμενους. Σε τελική ανάλυση όλα αυτά είναι μια γιορτή, η ποιότητα και η επιτυχία της οποίας κρίνεται τόσο από τις λεπτομέρειες της διοργάνωσή της όσο και από τους καλεσμένους.

 

Περιοδικό ΦΡΕΑΡ, Τεύχος 7, Μάιος - Ιούνιος 2014

Κρίση… κατά την κρίση μας;

Κατά καιρούς έχω λάβει e-mails ή μηνύματα στο Facebook για να συνδράμω το έργο εμπλουτισμού βιβλιοθηκών από σχολεία ή συλλόγους γονέων και έχω ανταποκριθεί θετικά, αποστέλλοντας βιβλία μου. Δεν έχει συμβεί πολλές φορές αυτό, υπάρχουν συνάδελφοι οι οποίοι έχουν βοηθήσει πολύ περισσότερες. Και αυτή την ενέργεια την κάνω, όπως φαντάζομαι και όλοι άλλωστε, με μεγάλη χαρά, νιώθοντας ότι προσθέτω μιαν απειροελάχιστη ψηφίδα σε κάτι καλό. Και η χαρά παραμένει, παρόλο που κάποιες, ευτυχώς λίγες φορές, δεν έχω λάβει, όχι ένα απλό ευχαριστήριο μήνυμα, αλλά ούτε καν μια επιβεβαίωση πως τα βιβλία που έστειλα, έφτασαν στον τελικό παραλήπτη.

Από την κρίση και μετά όμως, κι αυτό το έχω συζητήσει τόσο με συναδέλφους όσο και με ανθρώπους που δουλεύουν σε εκδοτικούς οίκους, τα σχετικά αιτήματα έχουν αυξηθεί κατακόρυφα. Και αυτό είναι φυσιολογικό κατά κάποιον τρόπο. Αυτό που δεν είναι φυσιολογικό είναι η επίκληση της πανταχού παρούσας κρίσης για να επιτευχθεί ένας σκοπός που λίγη σχέση έχει με το βιβλίο ή τη φιλαναγνωσία.

Και εξηγούμαι, χωρίς να θέλω να φανώ στο ελάχιστο ειρωνικός: Την αποστολή δακρύβρεχτων σχεδόν μηνυμάτων, που μιλούν για ανεργίες, ακριτικά χωριά ή νησιά, παράλληλα με την προσπάθεια που γίνεται εθελοντικά κι ανυστερόβουλα για να αγαπήσουν τα παιδιά το βιβλίο, για σχολεία που πήγαιναν γονείς και παππούδες, για μεράκι και αυτοθυσίες, την καταλαβαίνω. Αυτό που αρνούμαι να καταλάβω είναι το τελικό αίτημα: Κάνουμε παζάρι για να εξοπλίσουμε το σχολείο μας, αν έχετε την καλοσύνη να μας δωρίσετε κάποια από τα βιβλία σας, για να τα πουλήσουμε.

Κοινώς ο συγγραφέας να στείλει βιβλία, όχι για να εμπλουτίσουν βιβλιοθήκες, ούτε για να διαβαστούν σε τάξεις, αλλά για να πουληθούν από κάποιον σύλλογο και με τα χρήματα να αγοραστούν καρέκλες, θρανία, ή το οτιδήποτε άλλο. Άραγε να έχει αποσταλεί ποτέ ανάλογο μήνυμα και προς το ΙΚΕΑ, για να δωρίσει έπιπλα, που θα πουληθούν για να αγοραστούν βιβλία; Φαντάζομαι πως όχι.

Αντίστοιχες περιπτώσεις συναντάμε οι συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας όταν καλούμαστε να επισκεφθούμε κάποιο σχολείο. Λόγω της κρίσης τα παιδιά δεν μπορούνε να προμηθευτούν το βιβλίο, πάνω στο οποίο θα δουλέψει η τάξη και για το οποίο θα προσκληθεί και μιλήσει ο συγγραφέας. Με άλλα λόγια το μοναδικό ίσως λογοτεχνικό βιβλίο που θα διαβάσουν κατά τη διάρκεια του έτους, δεν μπορεί, λόγω κρίσης, να γίνει κτήμα τους, να είναι ιδιόκτητο.

Δεν έχω την πρόθεση να παρεξηγηθώ, ούτε να γράψω κάτι προβοκατόρικο. Προφανέστατα τα προβλήματα στα σχολεία είναι μεγάλα. Άλλα δεν έχουν θέρμανση, σε άλλα είναι σπασμένα τα τζάμια, υπάρχουν παιδιά που υποσιτίζονται, υπάρχουν πάμφτωχες οικογένειες, άνεργοι γονείς, υπάρχει φτώχεια και δυστυχία. Και όλα αυτά υπάρχουν σε μεγάλη κλίμακα παντού.

Από την άλλη υπάρχουν και περιπτώσεις όπου ο μαθητής μπορεί να ξοδέψει και 3 κάρτες για κινητό την εβδομάδα, να φωτογραφίζεται σε clubs της πόλης του, να πηγαίνει την τετραήμερη εκδρομή και παράλληλα να μην μπορεί να διαθέσει ποσό μικρότερο από 10 Ευρώ για την αγορά του μοναδικού ίσως βιβλίου της χρονιάς. Και φυσικά μιλώ γι’ αυτές αποκλειστικά τις περιπτώσεις.

Αλλά κυρίως μιλώ για τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζεται το βιβλίο και η ανάγνωσή του: Ως κάτι που πρέπει να προσφερθεί εντελώς δωρεάν, επειδή δεν αξίζει να καταβληθεί το παραμικρό τίμημα γι’ αυτό. Ως πεταμένα λεφτά δηλαδή.

Τα βιβλία παιδικής κι εφηβικής λογοτεχνίας δεν είναι ακριβά. Μπορούν να επιτευχθούν καλύτερες τιμές, ουσιαστικές εκπτώσεις δηλαδή, υπάρχουν ιστοσελίδες ανταλλαγής βιβλίων, υπάρχουν ιστοσελίδες που δωρίζονται βιβλία, υπάρχουν δανειστικές βιβλιοθήκες, sites για δωρεάν κατέβασμα βιβλίων, bazaars βιβλίων σε εξευτελιστικές τιμές, εκδοτικοί οίκοι προσφέρουν δωρεάν ψηφιακά βιβλία. Σε κανένα άλλο προϊόν δεν συναντάμε το εύρος της προσφοράς που υπάρχει, όπως στο βιβλίο. Κι όμως, ακόμα και με αυτές τις ευκολίες, τα βιβλία πρέπει να δωρίζονται ή να αγοράζονται ρεφενέ ή να φωτοτυπούνται. Και μετά βέβαια να μη μένει τίποτα στο σπίτι, στο κάθε σπίτι να μην μπαίνει αυτό το είδος. Άλλωστε και οι βιβλιοθήκες ως οικιακό έπιπλο, τείνουν να καταργηθούν, αν δεν έχουν καταργηθεί ήδη.

Και αυτό είναι που ενοχλεί: η απαξίωση. Το «έλα μωρέ, αφού δε θα ξαναδιαβάσω ποτέ μου, τι να το πάρω; Και μετά τι να το κάνω;». Μια νοοτροπία η οποία δεν είναι καθόλου σπάνια.

Προφανώς και δε γίνεται κουβέντα για διαφυγόντα κέρδη. Αν τα ποσοστά κυμαίνονται μεταξύ ενός 8,5-12% στο παιδικό βιβλίο, κοινώς το κέρδος ανά βιβλίο για τον συγγραφέα είναι λίγο πιο κάτω από 1 Ευρώ, δεν τίθεται θέμα να πουληθούν δέκα βιβλία παραπάνω. Το θέμα που τίθεται είναι καθαρά παιδαγωγικό: Ένα βιβλίο δεν είναι πιο άχρηστο από μια τηλεκάρτα, ούτε από ένα ποτό στο συνοικιακό ή επαρχιακό κλαμπ. Τουλάχιστον δεν νοείται να είναι. Η επίκληση της κρίσης και της συμπόνοιας ή κατανόησης εκδοτικών οίκων και συγγραφέων δεν γίνεται να περιορίζεται μόνο σε αυτό το είδος. Υποτιμάται και ξεφτιλίζεται έτσι και η πραγματική κρίση, προσβάλλονται οι χιλιάδες οικογένειες που όντως δεν έχουν να διαθέσουν 7 Ευρώ για ένα βιβλίο, έστω κι αν αυτό θα είναι το μοναδικό της χρονιάς, για τον απλούστατο λόγο ότι με αυτά τα λεφτά θα αγοράσουν κάποιο είδος πρώτης ανάγκης.

Αν μπορούσα να κάνω κι εγώ μια παράκληση, έχοντας την ελπίδα να εισακουστώ, αυτό θα έλεγα: Ας μη χρησιμοποιείται η κρίση ως άλλοθι για να παραγκωνίζεται κι απαξιώνεται κάτι πραγματικά ωφέλιμο όπως το βιβλίο, από ανθρώπους που δεν την έχουν γνωρίσει ποτέ ή την έχουν γνωρίσει ελάχιστα.

 

Περιοδικό ΦΡΕΑΡ, Τεύχος 6, Μάρτιος - Απρίλιος 2014

Συγγραφείς και social media

Η εικόνα ενός ανθρώπου να πληκτρολογεί με μανία στο κινητό του τους 140 χαρακτήρες, δε θα ήταν παράλογο να αποτυπωθεί στα μελλοντικά αναγνωστικά του Δημοτικού. «Επαγγέλματα της πόλης» θα μπορούσε ενδεχομένως να γράφει η λεζάντα και θα περιέγραφε με καθαρότητα την καθημερινότητα πολλών, που είτε μαθητές, είτε πολιτικοί, είτε συγγραφείς, είτε οτιδήποτε άλλο, ξοδεύουν υπερβολικές ώρες και απίστευτη φαιά ουσία στο κυνήγι για την επίδειξη του τσιτάτου και της εξυπνάδας, δίνοντας παράλληλα στον ιστορικό του μέλλοντος πεδίο δόξης και έρευνας λαμπρό.

Είναι γεγονός πως ειδικά στη χώρα μας η έκρηξη των social media συνέπεσε με την κρίση, δημιουργώντας ένα ταιριαστο-αταίριαστο δίδυμο, όπου το δεύτερο τροφοδοτεί συνέχεια το πρώτο σε έναν ιδιότυπο διαγωνισμό με έπαθλο την αποδοχή, όπως αυτή εκφράζεται μέσω των likes, shares και friend requests, ενδεχομένως και μέσω της αναπαραγωγής της ατάκας σε άλλα ηλεκτρονικά έντυπα. Και έπεται η συζήτηση επί της ατάκας για κάποιες ώρες ή μέρες, με φανατικούς οπαδούς αλλά και ορκισμένους εχθρούς, δημιουργώντας έτσι ένα, εν πολλοίς, χουλιγκανικό κλίμα. Οργή, χυδαιότητα, παρορμητισμός, κατάρες, αμφισβήτηση είναι η νέα μορφή του παλαιότερου «άρτος και θεάματα».

Ρατσισμός, ξενοφοβία, μνημόνιο, κρίση, ηθικές αξίες, πολιτική, όλα έχουν μπει με τον πλέον έντονο τρόπο στην καθημερινότητά μας. Τα προαναφερόμενα συνδυασμένα με κουτσομπολιά αθλητικού, καλλιτεχνικού, δικαστικού περιεχομένου, με πινελιές life-style δημιουργούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ένα απροσδιόριστο χυλό ειδήσεων, νέων και απόψεων, στον οποίον βουλιάζουμε καθημερινά ίσως όλο μας. Κι από αυτό δεν θα μπορούσαν να εξαιρεθούν και οι συγγραφείς.

Χρησιμοποιώ κι εγώ το Facebook (αυτό μόνο) κυρίως για χαζολόγημα, διαφήμιση αλλά και για να παίρνω μια ιδέα από νέες τάσεις, σλόγκαν, μόδες, κλπ που κυριαρχούν στους νέους. Προσπαθώ να κάνω συνειδητοποιημένη χρήση, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έχω υποπέσει στο «πταίσμα» (κατ’εμέ), «παράπτωμα» ή και «κακούργημα» (για τους άλλους, να εκφραστώ πιο παρορμητικά. Μια φορά, πριν από μήνες, έγινα κι εγώ βορά στα ψοφολογικά σχόλια που ακολουθούν πλείστες όσες αναρτήσεις. Είναι φανερό, πως ο διαφωτισμός πέρασε και δεν ακούμπησε το DNA των Ελλήνων.

Ο καθένας μας επιδιώκει (;) κάποιες φορές να προβάλλει μία περσόνα, έναν ιντερνετικό χαρακτήρα στα social media κι αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό. Το ζητούμενο είναι η αυθεντικότητα και ειλικρίνεια αυτού του χαρακτήρα. Το ίδιο συμβαίνει φυσικά και με τους περισσότερους συγγραφείς, όπου πιασμένοι στη φάκα της εύκολης κι ανέξοδης διαφήμισης ή αυτοπροβολής, τείνουν να εκφράζουν απόψεις επί παντός επιστητού.

Δεν ξέρω αν αυτό είναι σωστό ή λάθος, πιστεύω όμως ότι συντελεί κατά κάποιον τρόπο στην τάχιστη «απομυθοποίηση» (ας μην παρεξηγηθεί ο όρος) του οποιουδήποτε ατόμου. Και δυστυχώς, μέσω αυτής, στην ακύρωση του έργου του.

«Τι να μας πεις κι ο/η … με αυτές τις βλακείες που έχει γράψει», έχω διαβάσει κατά καιρούς για συναδέλφους, όταν η γνώμη τους δεν συμβαδίζει με αυτήν της πλειοψηφίας. Από την άλλη βέβαια η αμφίθυμη κοινωνία μας διατυπώνει πάντα και παντού το ερώτημα: «Μα πού είναι ο πνευματικός κόσμος; Γιατί δεν παίρνει θέση;»

Και ανάμεσα σε αυτές τις δύο φράσεις-στάσεις προσπαθούν να σταθούν οι συγγραφείς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ένα στήσιμο δίχως ουσία κατά τη γνώμη μου, το οποίο ακυρώνεται εξ’ ορισμού στα social media, όπου όλοι παίρνουν θέση και κανείς δεν ακούει κανέναν. Και να πάρει θέση κάποιος ποιος θα τον ακούσει; Ποιος θα καταβάλλει έστω την ελάχιστη προσπάθεια να καταλάβει τα λεγόμενα; Στην περίπτωση όμως των συγγραφέων τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή. Κανείς δε θα κατηγορήσει τη λογιστική λ.χ., αν ένας λογιστής εκφέρει τη γνώμη του, ούτε την κηπουρική αν ένας κηπουρός κάνει το ίδιο και πάει λέγοντας με όλα τα υπόλοιπα επαγγέλματα και δεξιότητες. Στους συγγραφείς όμως, απ’ ότι φαίνεται, η εκφορά του λόγου έχει άμεσο αντίκτυπο στο έργο τους, στην αμφισβήτησή του ειδικότερα. Υποτίθεται πως αυτή η ομάδα είναι «αρμόδια για σωστή εκφορά του λόγου, του ορθού λόγου», αυτή η παρανόηση ισχύει και δίνει στρεβλά αποτελέσματα. Ίσως γιατί ο καθένας περιμένει από έναν άνθρωπο των βιβλίων να ακούσει αυτά που ο ίδιος πιστεύει, σε αντίθετη περίπτωση ο συγγραφέας δεν ξέρει τι του γίνεται, δεν είναι από αυτόν τον κόσμο, δεν πιάνει τον παλμό της κοινωνίας κ.ο.κ. Υπάρχουν αρκετά πρόσφατα παραδείγματα άλλωστε διαδικτυακού λιντσαρίσματος για μια ατάκα ή για μια λέξη, υπάρχουν φατρίες που έχουν ατύπως σχηματιστεί, φίλοι-εχθροί, και ανταγωνίζονται μεταξύ τους στο πεδίο της πιο εντυπωσιακής βρισιάς.

Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο συγγραφέας είναι το έργο του, άλλες όπου το έργο στέκει πιο αυτονομημένο και ανεξάρτητο απέναντι στον δημιουργό του. Εν προκειμένω στο Ίντερνετ (μπλογκς, social media, κλπ) το έργο πολλές φορές ακυρώνεται για να βληθεί ο δημιουργός, ελλείψει άλλων «καταδικαστικών» στοιχείων. Κι αυτό μάλλον είναι η παγίδα. Προφανώς και οι δημιουργοί πρέπει να εκφράζουν την άποψή τους, βεβαιότατα οφείλουν να αναλαμβάνουν το ρόλο της αλογόμυγας που θα κεντρίζει μια αποχαυνωμένη, εν πολλοίς κοιμισμένη κοινωνία. Η λύσσα όμως των τελευταίων ετών στη δημόσια ζωή μας, ίσως να μη χρειάζεται πάντα αλογόμυγες, αλλά πιο προσεκτικό και σαφή δημόσιο λόγο. Γιατί ενδέχεται και να υποτροπιάσει…

 

Περιοδικό ΦΡΕΑΡ, Τεύχος 5, Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2014

Βιβλιοφιλικές εκδηλώσεις

Θυμάμαι παλιά, κατά τη δεκαετία του ’80, πρώτα ως μαθητής και μετά ως φοιτητής, με πόση ευχαρίστηση πήγαινα στις εκθέσεις βιβλίου που γίνονταν κάθε χρόνο, πρώτα στην ανθοκομική έκθεση Κηφισιάς, μετά στο Πεδίο του Άρεως. Γύρναγα από περίπτερο σε περίπτερο και μάζευα όλα τα φυλλάδια και τα προσπέκτους, τα οποία μετά μελέταγα και χάζευα στο σπίτι.

Μετά από χρόνια, από άλλη θέση πλέον, τίποτα δε θα μου θύμιζε την ευχαρίστηση εκείνων των χρόνων σε αντίστοιχες εκθέσεις. Αναφέρω αυτό το παράδειγμα, παρόλο που το θέμα είναι οι βιβλιοφιλικές εκδηλώσεις, για έναν και μόνο λόγο: Γιατί σα γεγονός ήταν μοναδικό για όλη τη χρονιά. Και λόγω αυτής της μοναδικότητας, συγκέντρωνε κόσμο, ακουγόταν, έλεγες «να το προφτάσω». Κάτι αντίστοιχο φαντάζομαι θα γινόταν και με τις παρουσιάσεις βιβλίων σε βιβλιοπωλεία, θα ήταν εξίσου λίγες.

Διαβάζοντας στις μέρες μας ένα οποιοδήποτε ημερολόγιο εκδηλώσεων μιας οποιασδήποτε εβδομάδας, εντύπωση προκαλεί η υπερπληθώρα παρουσιάσεων βιβλίων. Πού να πρωτοπάει κανείς; Γιατί; Πότε; Στην Αθήνα, παρόλο που οι αποστάσεις έχουν μικρύνει λόγω του μετρό, τέτοιου είδους εκδηλώσεις μοιάζουν να φυτοζωούν στις περισσότερες περιπτώσεις. Όλα αρχίζουν με την καλή πρόθεση και ευγενή επιθυμία του συγγραφέα να αυτοπαρουσιαστεί και να προβάλει τη δουλειά του. Προσκλήσεις τυπώνονται, αποστέλλονται ηλεκτρονικά, δελτία τύπου γράφονται, διανέμονται και χάνονται στο σωρό των αντίστοιχων δελτίων τύπου. Ο συγγραφέας υποχρεώνεται σε δικούς του ανθρώπους, παίρνει τηλέφωνα, καλεί προσωπικά, κερνά. Οι καλεσμένοι αγοράζουν από ένα αντίτυπο για να το υπογράψει ο οικοδεσπότης κι αφού τελειώσει η εκδήλωση, έχει ήδη ξεχαστεί. Υπερβολικά πολλή προετοιμασία, συσσώρευση υποχρεώσεων, για ένα αμφίβολο αποτέλεσμα. Προβλήθηκε το βιβλίο στον τύπο; Ήρθαν δημοσιογράφοι για να το γράψουν γι’ αυτό; Έγινε ο σχετικός ντόρος; Ακολούθησε συζήτηση, με ερωτήσεις κι απαντήσεις από το κοινό; Τις πιο πολλές φορές σίγουρα όχι. Επιπροσθέτως, κατάφερε ο συγγραφέας να γίνει γνωστός, έστω να ακουστεί κάπως, αυτός και η δουλειά του, πέρα από το στενό κύκλο των γνωριμιών του, που ούτως ή άλλως θα τους ενημέρωνε; Δυστυχώς μάλλον όχι, αν και αυτό είναι το ζητούμενο: Να ακουστεί ο συγγραφέας και σε άγνωστα αφτιά. Το μόνο που μένει τελικά είναι κάποιες φωτογραφίες από τον οικοδεσπότη, το πάνελ των ομιλητών, από τις στιγμές που υπογράφονται τα αντίτυπα. Και γίνονται οι σχετικές αναρτήσεις στα social media.

Αντίστοιχη είναι και η εικόνα στο χώρο του παιδικού βιβλίου, με την επιπλέον εμφάνιση κάποιων ιδιαιτεροτήτων. Εδώ οι εκδηλώσεις γίνονται σε βιβλιοπωλεία κάποιο Σάββατο πρωί κατά τις 12.00. Ο συγγραφέας τις περισσότερες φορές έρχεται αντιμέτωπος με ένα ανομοιογενές κοινό, που το απαρτίζουν από παιδιά σε καροτσάκι, μέχρι μαθητές έκτης δημοτικού, με όλες τις ενδιάμεσες ηλικίες. Αισθάνεται υποχρεωμένος να απασχολήσει κάθε παιδί, να μην το κάνει να βαρεθεί, να βρει μια κοινή γλώσσα για όλους. Τις περισσότερες φορές λειτουργεί και ως ανιματέρ/ διασκεδαστής, ενώ οι γονείς, αρκετοί από αυτούς, έρχονται κι αφήνουν τα παιδιά τους, ρωτώντας για την ώρα λήξης της εκδήλωσης, ώστε να γυρίσουν να τα πάρουν, αφού έχουν κάνει τα ψώνια τους. Κι εδώ θα βγουν φωτογραφίες κι εδώ θα γίνουν αναρτήσεις.

Πού είναι όμως το γεγονός; Τι μένει μετά από όλα αυτά;

Αντιθέτως, έχω παραβρεθεί σε αντίστοιχες εκδηλώσεις στην επαρχία, σε ένα σκηνικό που δε θυμίζει τίποτα την Αθήνα. Εκεί υπάρχει όντως ένα γεγονός, η προετοιμασία πιάνει τόπο. Η παρουσίαση προβάλλεται από τον τοπικό τύπο, παίζεται στα ραδιόφωνα, οι προσκλήσεις γίνονται σε προσωπικό επίπεδο. Εκεί υπάρχει ώσμωση κόσμου, οι άνθρωποι θα κυκλοφορήσουν στο κέντρο, θα συναντηθούν, θα πει ο ένας στον άλλον για την εκδήλωση, για το πού έχει να πάει, θα ακολουθήσουν κι άλλοι. Η αίθουσα θα γεμίσει, θα γίνουν ερωτήσεις, μετά οι ίδιοι άνθρωποι και ο συγγραφέας θα ξαναβρεθούν ενδεχομένως έξω, στο δρόμο, σε κάποιο εστιατόριο, θα γίνουν πιο εξατομικευμένες κουβέντες. Ο προσκεκλημένος θα χαρεί, οι κάτοικοι της πόλης θα νιώσουν πως έκαναν κάτι, το βιβλίο θα κινηθεί. Εκεί όμως τέτοιου είδους εκδηλώσεις δεν γίνονται σε καθημερινή βάση, δεν είναι ο κανόνας.

Συνεπώς είναι ζήτημα συχνότητας, απόστασης, οργάνωσης; Και ναι και όχι. Προπάντων ίσως είναι ζήτημα ανάγκης. Στα μεγάλα αστικά κέντρα δεν υπάρχει αυτή η ανάγκη, καθώς κυριαρχεί η ψευδαίσθηση του «όλα μπορώ να τα κάνω όποτε θέλω», οι επιλογές είναι πάρα πολλές, τόσο πολλές που δεν επιλέγονται τελικά από κανέναν ή ακολουθούνται από πολύ λίγους. Στις μικρές πόλεις η ανάγκη για κάτι διαφορετικό, για κάτι που το ζουν στις μεγάλες πόλεις και αδιαφορούν γι’ αυτό είναι επιτακτική. Ο κόσμος εκεί θέλει και δε βαριέται. Η κάθε εκδήλωση πιάνει τόπο.

Δε θέλω να είμαι αφοριστικός. Προφανώς υπάρχουν και πολύ πετυχημένες παρουσιάσεις στην Αθήνα, κάποιες είναι όντως γεγονός. Αλλά σίγουρα, αν το ψάξουμε καλύτερα, θα δούμε πως κι αυτές είναι τόσο πετυχημένες επειδή ακριβώς καλύπτουν μια ανάγκη, που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν οι υπόλοιπες.

 

Περιοδικό ΦΡΕΑΡ, Τεύχος 4, Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2013

Η κριτική, της κριτικής,…, ω κριτικοί (;)

Είναι γεγονός πως στην ελληνική αγορά κυκλοφορούν υπερβολικά πολλά βιβλία, για ένα αναγνωστικό κοινό που δεν αυξάνεται με τους ίδιους ρυθμούς ή και μένει αριθμητικά στάσιμο, παρόλο που τα τελευταία χρόνια η παραγωγή έχει μια πτωτική τάση. Αυτή η υπερπληθώρα δεν είναι απαραίτητα κακή. Είναι επίσης αναμφισβήτητο πως έχουν πολλαπλασιαστεί τα sites, blogs, έντυπα κ.α. που ασχολούνται με το βιβλίο, αφιερώνοντας μια στήλη τουλάχιστον σε αυτό. Ούτε αυτό είναι κακό. Δυστυχώς όμως ο κύκλος ζωής των βιβλίων έχει μικρύνει πάρα πολύ, κάποια διαμάντια περνούν ίσως απαρατήρητα και κάποια άλλα, αρκετές φορές αμφίβολης αξίας, υπερτονίζονται. Κι εδώ έρχεται συμπληρωματικά ο ρόλος της κριτικής, να βοηθήσει με τον τρόπο της, διαφωτίζοντας τους αναγνώστες ως προς την αξία του κάθε πράγματος.

Δε θα σταθώ στους κριτικούς-κριτικούς, επαγγελματίες, ημι-επαγγελματίες ή ερασιτέχνες, που πραγματικά διαβάζουν το βιβλίο, κάθονται να γράψουν κάτι δικό τους και τονίζουν τις όποιες ατέλειές του. Ευτυχώς, δεν είναι λίγοι σε αριθμό και τιμούν αυτό που κάνουν. Θα σταθώ όμως σε δύο άλλες υποκατηγορίες: Στην κριτική-παρουσίαση και στην κριτική-διθύραμβο (ας τις πούμε έτσι σχηματικά), υποκατηγορίες που έχουν αναπτυχθεί ραγδαία τον τελευταίο καιρό.

Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει μια αναπαραγωγή του οπισθόφυλλου ή του δελτίου τύπου, τα οποία έχουν γραφεί από τον ίδιο το συγγραφέα ή τους αρμόδιους του εκδοτικού οίκου για προφανείς εμπορικούς λόγους, με υποτυπώδη αναδιάταξη των προτάσεων, ώστε να μη φανεί η «ξεπατικωτούρα». Προστίθενται δε κάποιες προτάσεις στην αρχή και στο τέλος, όπως «το καινούριο μυθιστόρημα του/της… είναι εδώ» ή «ένα απρόβλεπτα επίκαιρο ανάγνωσμα που θα σας συναρπάσει» και η κριτική είναι έτοιμη.

Στη δεύτερη περίπτωση προξενεί εντύπωση το διθυραμβικό ύφος του κειμένου, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν στην Ελλάδα γράφονται με τέτοια συχνότητα τέτοια αριστουργήματα.

Ας σημειώσω εδώ και τις περιπτώσεις, υπαρκτές μεν, δε γνωρίζω την έκτασή τους δε, όπου γράφει ο ένας για τον άλλον διθυραμβικά σχόλια, εν είδει «συναλλαγής».

Στις παραπάνω περιπτώσεις δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι ο ρόλος της κριτικής ματιάς και θεώρησης ακυρώνεται. Και εν τέλει αυτό κάνει μεγαλύτερη ζημιά στην όποια τάση φιλαναγνωσίας, γιατί δρα παραπλανητικά και ακόμα και ο πιο καλόπιστος αναγνώστης θα γίνει επιφυλακτικός. Είναι αδύνατον να κυκλοφορούν τόσα πολλά «αριστουργήματα» ανάμεσά μας και ο αναγνώστης να αναρωτιέται διαρκώς για το ποιόν τους ή για την κρίση του.

Πρόσφατα είχα μια συζήτηση με μια κοπέλα που έχει το δικό της blog για βιβλία, ερασιτέχνη μεν κριτικό, αλλά με εξαιρετικά κείμενα, η οποία είχε γράψει για ένα δικό μου βιβλίο ένα πολύ θετικό άρθρο, διατυπώνοντας παράλληλα κάποιες ενστάσεις. Μου εκμυστηρεύτηκε πως το βιβλίο δεν της άρεσε. «Και τότε γιατί δεν το ανέφερες ξεκάθαρα;», τη ρώτησα. «Ξέρεις, το βιβλίο το διάβασα με τα μάτια του ενήλικου, ενώ απευθύνεται σε νεανικές ηλικίες. Ως ενήλικη δε μου άρεσε, αντιλαμβάνομαι όμως πως τα στοιχεία που έχει θα άρεσαν πάρα πολύ στις ηλικίες στις οποίες απευθύνεται. Έτσι δεν ήθελα να γράψω κάτι αποπροσανατολιστικό».

Τελικά, ίσως αυτός να είναι ο ορισμός του κριτικού, να βάζει κανείς πάνω απ’ όλα το κοινό, τι θα του αρέσει και κυρίως τι θα το προάγει, σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια, βάζοντας στην άκρη τα αμιγώς προσωπικά του γούστα!

Passive Aggressive χώρα; - www.tvxs.gr - 16 Αυγούστου 2012

Το e-mail είχε πρωτοκυκλοφορήσει πριν από αρκετά χρόνια. «100 λόγοι που είμαστε Έλληνες» ή «Γουστάρουμε που είμαστε Έλληνες, γιατί…», κάπως έτσι ήταν ο τίτλος του. Ακολουθούσαν μετά εκατό φράσεις, που υποτίθεται πως τόνιζαν το μεγαλείο μας έναντι των υπολοίπων λαών, φράσεις όπως «μπροστά στο μετσοβόνε τι να μας κάνει το καμαμπέρ;», ή «γιατί το καρπούζι το αγοράζουμε ολόκληρο και όχι σε φέτες» ή ακόμα «γιατί δε βάζουμε κέτσαπ στο φαγητό μας. Έχει από μόνο του υπέροχη γεύση» ο συγγραφέας –κυρίως, παιδικών και εφηβικών βιβλίων- Βασίλης Παπαθεοδώρου σχολιάζει στην Κρυσταλία Πατούλη την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της χώρας με αφορμή ένα e-mail, συμμετέχοντας στο δημόσιο διάλογο του tvxs.

...Στην αρχή μπορεί να είχα χαμογελάσει με αυτό το κείμενο, ήταν ακόμα οι εποχές όπου, εγώ τουλάχιστον, είχα ακόμα τη διάθεση να χαζογελώ με οποιαδήποτε μπούρδα. Αναζητώντας το και ξαναδιαβάζοντάς το μετά από χρόνια όμως, διέκρινα κι άλλα ατράνταχτα επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ του μεγαλείου μας.

  • Γιατί στην Ελλάδα όλοι βρίζουμε το Δημόσιο και ταυτόχρονα σκοτωνόμαστε για μια θέση εκεί.
  • Γιατί έχουμε δεν έχουμε λεφτά, ένα μπουζουκάκι θα το πάμε.
  • Γιατί έχουμε νοοτροπία "και αύριο μέρα είναι".
  • Γιατί ξέρουμε καλύτερα να ξοδεύουμε παρά να αποταμιεύουμε.
  • Γιατί ξέρουμε να "κλέβουμε" αλλά και να μην "καρφώνουμε" αυτόν που "κλέβει" στις εξετάσεις.
  • Γιατί έχουμε πάντα μια λύση- έστω και πλάγια- σε όλα.
  • Γιατί δεν το παίζουμε ψευτοπουριτανοί. Τις "λαδιές" μας τις κάνουμε με θράσος.
  • Γιατί τα καταφέρνουμε πάντα... έστω και την τελευταία στιγμή.

Θυμήθηκα επίσης εκείνο το παλιό τραγούδι του Χατζηνάσιου, «σ’ όποιον αρέσουμε, για τους άλλους δε θα μπορέσουμε», κάτι τέτοιο άλλωστε εκφράζουν και τα παραπάνω, μαζί με τους υπόλοιπους λόγους που δεν αναφέρθηκαν.

Κάνοντας μιαν αναζήτηση στη Wikipedia τις προάλλες, είχε πέσει πάνω στο λήμμα passive-aggessive και διαβάζοντάς το, μου ήρθε στο μυαλό το προαναφερόμενο e-mail. Passive aggressive λοιπόν ή παθητική επιθετικότητα (ΠΕ) είναι μια διαταραχή όπου ο φορέας παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά που θα αναφερθούν πιο κάτω.

Καταρχήν ο ΠΕ άνθρωπος άλλα λέει, άλλα κάνει, άλλα εννοεί, άλλα σκέπτεται, με αποτέλεσμα να μπλέκει τους πάντες γύρω από τις προθέσεις και τα πιστεύω του. Π.χ. υπόσχεται ότι οι αγροτικές επιδοτήσεις που θα πάρει από την Ε.Ε. θα διοχετευθούν στην αναδιάρθρωση των καλλιεργειών και τελικά καταλήγουν Πόρσε στο θεσσαλικό κάμπο. Λέει ότι δε θα γίνουν μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις και την επόμενη ημέρα πετσοκόβονται όλα.

Η ΠΕ προσωπικότητα, κρύβει νεύρο και οργή μέσα της, που το ξεσπά συνήθως με πλάγιους τρόπους, ύπουλους στην πλειοψηφία τους, με σκοπό να εκνευρίσει τον άλλον και να αποκτήσει κατά κάποιον τρόπο το πάνω χέρι. Δηλαδή πας σε μια δημόσια υπηρεσία με άλλους πενήντα να εξυπηρετηθείς και η μόνη υπάλληλος παρατά τη δουλειά της στη μέση για να μιλήσει με την κόρη της και να της εξηγήσει πώς να βάλει το φαγητό στο μάτι. Ή πας να βγεις από το βαγόνι του μετρό και ο ΠΕ θα προσπαθήσει να μπει πρώτος, σπρώχνοντάς σε. Ή θα στέκεται στην αριστερή πλευρά των κυλιόμενων. Ή θα μιλά στο κινητό στην αριστερή λωρίδα του δρόμου, με είκοσι αμάξια από πίσω του να κορνάρουν για παρακώλυση κυκλοφορίας. Εννοείται ότι τίποτα από όλα αυτά δε θα τον πτοήσει, έχει άλλωστε πάντα δίκιο.

Ένας ΠΕ θα σκαρφιστεί απίθανους λόγους κι αιτίες για να μην κάνει αυτό που πρέπει, την ώρα που πρέπει. «Δεν μπορεί να φανταστείς τι μου έτυχε», θα τον ακούσεις να σου λέει και θα προβάλει του κόσμου τις δικαιολογίες και τις ιδιαιτερότητες-απιθανότητες, για να αποφύγει τη δουλειά. Είναι σαν να λέμε πως η Ελλάδα είναι ιδιαίτερη περίπτωση, μόνη αυτή σε όλο τον κόσμο, γιατί έχει χιλιάδες νησιά, συνορεύει με τρεις ηπείρους, κλπ και γι’ αυτό χρήζει ιδιαίτερης αντιμετώπισης. Ή σαν να βλέπεις αθλητή που αποκλείστηκε από τα προκριματικά και να παραπονιέται για την ελλιπή προετοιμασία, τον αντίθετο άνεμο, τους κριτές, τους θεατές που αποσπούσαν την προσοχή του και πάει λέγοντας.

Ως εκ τούτου ο ΠΕ είναι πραγματικός μάστορας στο ψέμα για να πετύχει το στόχο του και να τη βγάλει καθαρή, σου βαφτίζει δηλαδή το γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι «ελληνικό» και εισπράττει την αποζημίωση. Ζητά τον οβολό σου για την αποπεράτωση του ναού, ενός ναού που επί 30 χρόνια δε λέει να προχωρήσει, και μετά ενδεχομένως βάζει χέρι στο παγκάρι.

Στην αρχή κανείς δεν ξέρει πώς να αντιδράσει με έναν ΠΕ, έχει όλη την καλή διάθεση να τον πιστέψει και να τον βοηθήσει, αλλά βλέποντας ότι το μόνο που γίνεται είναι να ανακυκλώνεται η ίδια κατάσταση, τελικά νευριάζει και αποφασίζει να του τα σούρει. Αλλά δε λογαριάζει τις αντιδράσεις του ΠΕ: Ενοχές, ατελείωτα συγγνώμη, υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα, με σκοπό να κερδίσει χρόνο και να ξαναγίνουν τα ίδια από την αρχή.

Είναι σαν να ακούς δηλαδή πολιτικό να ισχυρίζεται πως έλαβαν το μήνυμα της κάλπης και θα διορθώσουν την πορεία τους. Ή ότι θα γίνουν αποκρατικοποιήσεις. Ή ότι θα παταχθεί η φοροδιαφυγή και η γραφειοκρατία. Ή πως θα φορολογηθούν τα υψηλά εισοδήματα και θα προστατευθούν οι χαμηλόμισθοι… Όλα αυτά αρκεί να τους ψηφίσουμε.

Έναν ΠΕ δεν τον παίρνεις είδηση από την αρχή, συνήθως είναι γοητευτική προσωπικότητα που προβάλει τις υψηλές αξίες της. Ανθρωπισμός, ισότητα, δικαιοσύνη, όλες αυτές οι έννοιες περικλείονται στην ψυχοσύνθεση του ΠΕ. Ό ίδιος μπορεί όντως και να νομίζει πως τον εκφράζουν. Οι υπόλοιποι όμως θα καταλάβουν τη διαφορά όταν δουν να διαμαρτύρεται για το γηροκομείο/κέντρο αποτοξίνωσης/νοσοκομείο που θα κτιστεί δίπλα στο σπίτι του, τη στιγμή που ο ίδιος πρωτοστατούσε λεκτικά στο να δημιουργηθούν όλες αυτές οι υποδομές… αλλά μακριά από αυτόν.

Ο ΠΕ δεν είναι ρατσιστής. Τώρα αν τον ακούσεις στην οδήγηση να φωνάζει «άντε να πλύνεις κάνα πιάτο, χοντρή» ή «ρε γέρο, φύγε από τη μέση», είναι μάλλον δικό σου το πρόβλημα, δεν άκουσες καλά. Ο ΠΕ είναι επίσης βαθιά ουμανιστής, υπέρ των μεταναστών, κατά των οποιωνδήποτε μέτρων, άσχετα αν μέσα του επιθυμεί να μαντρωθούν όλοι οι ξένοι. Είπαμε άλλωστε, άλλα σκέφτεται, άλλα λέει, το ζήτημα είναι να μείνεις εσύ με την αρχική καλή εντύπωση που είχες γι’ αυτόν.

Αν προσπαθήσεις να μιλήσεις για ένα θέμα με έναν ΠΕ, αυτός θα καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να εκτρέψει την κουβέντα και να μετατοπίσει το πρόβλημα προς τα εκεί που τον συμφέρει. Ενδεχομένως δηλαδή να σε βγάλει στους δρόμους για το Μακεδονικό ή για τις ταυτότητες, να σε πείσει να κλείσεις τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια, σε αποχή διαρκείας, για να μαζέψεις καφέ στη Νικαράγουα (δεκαετία ’80), ή για την παγκόσμια ειρήνη. Το πρόβλημα όμως θα παραμείνει εκεί και θα σε περιμένει κι εσένα και την υπόλοιπη κοινωνία.

Αλίμονο αν νευριάσει μαζί σου ένας ΠΕ, μαύρο φίδι που σε έφαγε. Δε θα σου μιλά για μέρες, εβδομάδες, μήνες, χωρίς εσύ να μπορείς να καταλάβεις το γιατί, θα σου κρατά μούτρα για να πας εσύ πρώτος να τον ρωτήσεις και να λυθεί η παρεξήγηση, μια παρανόηση που πολλές φορές δεν υπάρχει καν, αλλά είναι στο μυαλό του πρώτου. Φαντάζομαι σε πολλά χωριά και γειτονιές πόλεων, αυτή η τακτική είναι ευρέως διαδεδομένη.

Μιλάμε δηλαδή για μια μπλεγμένη προσωπικότητα, το ζήτημα είναι να μην μπλεχτείς κι εσύ. Γιατί όταν ακούς έναν ΠΕ να δηλώνει μάχιμα αριστερός και να απολύει μετά από τη δουλειά τους κάποιους εργαζόμενους, μπλέκεσαι. Όταν σκίζεται για τη δημόσια παιδεία και στέλνει τα δικά του παιδιά σε ιδιωτικά σχολεία, πάλι μπλέκεσαι. Όταν υπογράφει υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα και γράφει με σπρέι στους τοίχους της Ακαδημίας, μπλέκεσαι για τρίτη φορά. Και όταν επίσης μιλά για τα «ομορφότερα νησιά του κόσμου» και το «υπέροχο ελληνικό καλοκαίρι» ρίχνοντας μπετόν στις πλαγιές της Καλντέρας για να χτίσει πισίνα, ε, εκεί πλέον αρχίζεις να απελπίζεσαι.

Ο λόγος δημιουργίας αυτής της ψυχοσύνθεσης είναι κυρίως η αντίθεση σε κάθε μορφή εξουσίας, το μίσος και η οργή προς οποιονδήποτε έχει το πάνω χέρι. Μπορεί να είναι ο/η σύζυγος, οπότε και «δικαιολογείται» ένα μικρό τσιλιμπούρδισμα (αρκεί να μην το μάθει ο άλλος βέβαια), μπορεί να είναι ο μανάβης της λαϊκής που κλέβει στο ζύγι ή δε δίνει απόδειξη.

Προφανώς με αυτή τη συλλογιστική ΟΛΟΙ οι πολιτικοί είναι λαμόγια, ΟΛΟΙ οι γιατροί και δικηγόροι τα αρπάζουν, ΟΛΟΙ οι αστυνομικοί είναι «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Και προφανώς πάλι «η Χούντα δεν τελείωσε το ‘73». Κατά τον ίδιο τρόπο που ΟΛΟΙ οι αμερικάνοι είναι «φονιάδες των λαών». Ο ΠΕ θα αγανακτήσει, θα το εκφράσει συνήθως με πλάγιους τρόπους και μετά για να ηρεμήσει θα φάει χάμπουργκερ σε κάνα McDonald’s ή θα ακούσει ροκ μουσική για να εκτονωθεί.

Αλλά ο ΠΕ στα μάτια του θα είναι πάντα δικαιολογημένος. Θα βάζει σκυλάδικα στη διαπασών πάντα σε ώρες κοινής ησυχίας, έχοντας όλο το δίκιο με το μέρος του, αφού και η διπλανή κατεβάζει τα σκουπίδια όταν έχει περάσει η σκουπιδιάρα ή ο από κάτω βγάζει το σκύλο του βόλτα και τον αφήνει να τα κάνει στο γκαζόν, για να μη μιλήσουμε για την από πάνω που βάζει ηλεκτρική το βράδυ με το πιο φτηνό ρεύμα.

Ο ΠΕ θα καθυστερεί ηθελημένα να φέρει σε πέρας μια εργασία, ελπίζοντας κατά βάθος πως ο άλλος θα απηυδήσει και θα την κάνει από μόνος του. Εν πάση περιπτώσει, αν αποφασίσει να την κάνει τελικά, θα είναι για να μην εκτεθεί στα μάτια του άλλου και κατά συνέπεια και στα μάτια των υπολοίπων. Αυτό θα του εξασφαλίσει κάποια ανοχή, που θα λειτουργήσει σαν παρακαταθήκη-άλλοθι για την επόμενη καθυστέρησή του. Σε κάποιο βαθμό άλλωστε αυτό δεν είχε συμβεί και με τους Ολυμπιακούς του 2004 και τις καθυστερήσεις τους; Δεν είχαν γίνει όλα με γνώμονα «να δείξουμε στους ξένους» και μετά όταν έφυγαν οι ξένοι, όλες οι εγκαταστάσεις χορτάριασαν;

Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο όμως αυτής της προσωπικότητας είναι η διαρκής αγωνία που έχει για να εξισορροπήσουν οι φόβοι που τον διακατέχουν και σχετίζονται με την εξάρτηση, την οικειότητα και την εγκατάλειψη. Ο ΠΕ θέλει ταυτόχρονα να είναι και μαζί και μόνος, να «ανήκει στην Ευρώπη» και να είναι «ανάδελφος λαός», «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο», αλλά να βρίσκεται μέσα σε αυτά, να τον παρατά η μάνα του στην ησυχία του, αλλά και να του φέρνει ταπεράκια. Μια διαρκής πάλη του «γιατί δε μου μίλησε η Μαρία; Δεν ενδιαφέρεται για μένα;», όταν δεν του μιλά η φίλη του και του «είναι πολύ πιεστική η Μαρία, με ρωτά συνέχεια αν έχω κάτι», σε περίπτωση που θα του μιλήσει. Κοινώς δεν ξέρει τι θέλει.

Μα πάνω απ’ όλα ο ΠΕ ζηλεύει, γιατί ο ίδιος πιστεύει πως είναι κάτι διαφορετικό, ανώτερο, κατάγεται από τους Ελ, είναι ο ομφαλός της Γης και «πας μη Έλλην, βάρβαρος». Πολλά από αυτά τα έμαθε στο σχολείο, άλλα από την οικογένεια. «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;», θα τον ακούσεις να λέει συχνά. Ο ίδιος ΔΕΝ ξέρει ποιος είναι.

Προφανώς ΠΕ λαοί υπάρχουν πολλοί, ΠΕ άνθρωποι δισεκατομμύρια. Όλοι μας έχουμε άλλωστε κάποια/ες από αυτές τις ιδιότητες. Όλοι μας τις συναντούμε σε καθημερινή βάση, και τις εφαρμόζουμε ίσως, τις πιο πολλές φορές χωρίς να το καταλαβαίνουμε και σαν άτομα και σαν ομάδες και σαν κοινωνία. Το πρόβλημα έγκειται ότι πλέον το «σ’ όποιον αρέσουμε…» περιλαμβάνει και μας τους ίδιους.

Γιατί εντέλει, ξαναγυρνώντας στο αρχικό e-mail, ΘΑ είναι προβληματικό κατά την άποψή μου, εάν για λόγους επιβεβαίωσης και πέρα από την πλάκα, αρχίζουμε να βαυκαλιζόμαστε με ερωτήματα του στυλ:
«Τι να μας πει στην τελική το Curiosity στον Άρη; Frozen Yoghurt τρώνε αυτοί;»

ΥΓ.: Παρακολουθώντας τους Ολυμπιακούς αγώνες δεν μπορώ να μη σταθώ στις δηλώσεις δυο Ελλήνων αθλητών που «απέτυχαν», σύμφωνα με τις δυνατότητές τους. «Δεν μου έλειψε κάτι στην προετοιμασία μου. Για το γεγονός ότι έχασα σήμερα δεν φταίει η οικονομική κρίση, ούτε κανένας, παρά μόνο εγώ... Απλά δεν ήμουν καλός και δεν μου βγήκε το παιχνίδι...", δήλωσε ο Ολυμπιονίκης Αλέξανδρος Νικολαϊδης. «Ίσως μέχρι εκεί έφταναν οι δυνάμεις και οι ικανότητές μου», δήλωσε ο πρωταθλητής Σπύρος Γιαννιώτης. Ελπίδα για κάτι καλύτερο;

---

Ο Σρεκ, ο Ράνγκο, η Πίπη και η Πάτι, Καθημερινή της Κυριακής 7 Απριλίου 2011

Ο Σρεκ, ο Ράνγκο, η Πίπη και η Πάτι

Τέσσερις ήρωες, δύο ταινίες κινουμένων σχεδίων, δύο τηλεοπτικές σειρές, διαφορετικές εικόνες του σύγχρονου παιδικού θεάματος.

Ένα εύκολο, άκρως εμπορικό προϊόν

Ο.Κ., το παραδέχομαι. Κάθισα κι εγώ να παρακολουθήσω την Πάτι, αυτή την παγκόσμια σειρά - φαινόμενο, που αυτοσυστήνεται ως παιδική. Είδα βέβαια μόνο δέκα λεπτά, καθότι δεν άντεξα παραπάνω. Και μοιραία αναρωτήθηκα, τι είναι αυτό που κάνει αυτή τη σαπουνόπερα τόσο θελκτική, σε σημείο μαζικής υστερίας; Να είναι αυτό το μείγμα μικρομέγαλων παιδιών και ξεμωραμένων ενηλίκων, που δρουν όλοι τους εντελώς αφύσικα για τις ηλικίες τους; Οι βλακώδεις διάλογοι; Οι γκροτέσκες φιγούρες των μεγάλων; Τα τραγούδια και τα χορευτικά; Το όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω, με την έννοια ότι η σειρά είναι τελικά ένας πολτός από τίποτα; Και τελικά κατάλαβα ότι εκεί είναι το μυστικό: Στο τίποτα, στο βλέπω χωρίς να παρακολουθώ, στο «δεν με νοιάζει καν η ιστορία, ούτε αν έχω χάσει 178 επεισόδια, αφού το ίδιο είναι», στο εύκολο.

Πέρα από το αν η σειρά είναι καλή ή κακή, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι είναι άκρως εμπορική. Κι αυτό είναι το δεύτερο δυνατό της σημείο. Το παιδικό θέαμα πλέον είναι ένα προϊόν, με αφορμή το σίριαλ ακολουθούν περιοδείες των πρωταγωνιστών, CD, DVD, μπλουζάκια, κούπες, μπρελόκ, όλη η διαδικασία της «αρπαχτής». Η ποιότητα και τα νοήματα, η καλλιέργεια και η εκπαίδευση περνάνε σε δεύτερη, τρίτη ή και τελευταία θέση, αν τους δώσει βέβαια κανείς σημασία. Η προβολή απενοχοποιεί τις ηλικίες, στοχεύει σε παιδιά που θέλουν να μεγαλώσουν, σε γονείς που θέλουν να μικρύνουν, σε οικογένειες που δεν ντρέπονται να δουν το σίριαλ όλες μαζί.

Αυτή η εμπορικότητα κυριαρχεί και στον αντίποδα της Πάτι, στο ποιοτικό παιδικό θέαμα: Χάρι Πότερ και «Up», «Ρατατούης» και «Σρεκ», εξαιρετικές δουλειές όλα τους, και με προφανείς εμπορικούς στόχους. Και αυτό στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι απαραίτητα κακό.

Το κακό, όμως, είναι όταν οι κώδικες στο παιδικό θέαμα είναι απλώς κωδικοί ISIN, ή αλλιώς όταν επιβεβαιώνεται για πολλοστή φορά ότι «τον βλάκα πολλοί εμίσησαν, τη βλακεία ουδείς»...

Του Δημήτρη Mπούρα

Σαν σπιτική μπεσαμέλ: ούτε νερουλή ούτε «τούβλο», The book’s journal, Τεύχος 5, Μάρτιος 2011

Εισαγωγή

Τι χρησιμεύει λοιπόν η λογοτεχνία για παιδιά και εφήβους;

...Βιβλία όπως το "Στη Διαπασών" του Παπαθεοδώρου, το "Δέντρο το Μονάχο" της Παπαγιάννη, "H Χώρα των Μαγικών Ονείρων" του Δημοκίδη επιτρέπουν άμεσες, απροσποίητες ματιές σε ό,τι, κατά προσέγγιση, είμαστε. Στη βίαιη, ρατσιστική Ελλάδα της υποβαθμισμένης γειτονιάς στη μεγαλούπολη. Στην Ελλάδα του μαγικού μεσογειακού τοπίου, μισο-βάρβαρη, μισο-αρχοντική. Στη ζορισμένη, εφτάψυχη Ελλάδα του αστικού διαμερίσματος που ονειρεύεται κατ’ επάγγελμα (αν μπορεί ας κάνει αλλιώς).
Τρεις εξαίρετοι συγγραφείς καταθέτουν στις σελίδες μας κάτι από τον εαυτό τους, τις συνταγές τους, τα δικά τους «παιδικά» αναγνώσματα. Ας κάνουμε αρχή γνωριμίας μαζί τους. Έπεται συνέχεια.

Μαρία Τοπάλη

Σαν σπιτική μπεσαμέλ: ούτε νερουλή ούτε «τούβλο»

Η παιδική λογοτεχνία σήμερα είναι κάτι σαν την μπεσαμέλ: Θα κριθεί από το τελικό αποτέλεσμα, ανεξάρτητα από το μόχθο, τα υλικά και την όρεξη που έχει κάποιος καταβάλει για να τα δημιουργήσει. Επειδή δε, οι τελικοί αποδέκτες είναι όχι μόνο ιδιαίτερα απαιτητικοί, αλλά συχνά και καχύποπτοι ή επιφυλακτικοί ως προς το προϊόν που θα καταναλώσουν, γι αυτό το λόγο, τα συγκεκριμένα προϊόντα πρέπει όχι μόνο να μη δυσαρεστήσουν τους παραλήπτες, αλλά και να τους παρακινήσουν να τα ξαναδοκιμάσουν. Βλέπετε η μπεσαμέλ, είναι ίσως το πιο παρεξηγημένο παρασκεύασμα: Είναι φαγητό; Συνοδευτικό; Κάτι άλλο; Ότι όμως και να είναι, δεν παύει να χαρακτηρίζει το τελικό προϊόν, να του δίνει χαρακτήρα και νοστιμιά, να θεωρείται απαραίτητο συστατικό για την ύπαρξή του, είτε αυτό ονομάζεται παστίτσιο, είτε μουσακάς. Κατά τον ίδιο τρόπο και η παιδική λογοτεχνία έχει περάσει από σαράντα κύματα αμφισβήτησης, μέχρι να βρει μια στοιχειώδη ταυτότητα: Είναι λογοτεχνία τελικά; Ή είναι απλά αφήγηση ιστοριών (storytelling), χωρίς καμία άλλη αξία; Κι αυτό το λέω, γιατί μέχρι πριν κάμποσα χρόνια, η παιδική λογοτεχνία «ανήκε» για πολλούς στην παραλογοτεχνία. Δυστυχώς σε αυτά τα στεγανά, έχουν εγκλωβιστεί πάρα πολλοί, από κρεατοφάγους που απλά προτιμούν τον κιμά, μέχρι αναγνώστες που σπεύδουν να μπλέξουν το «παιδικό» με το «παιδιάστικο». Παρόλα αυτά, κι αυτό τουλάχιστον πρέπει να αναγνωριστεί, και οι δύο προαναφερόμενες «έννοιες» εμπεριέχουν υψηλή τεχνική: Είναι τόσα τα στοιχεία που πρέπει να συνδυαστούν αρμονικά και με την κατάλληλη δοσολογία, ώστε σε ένα να πέσεις λίγο έξω, καταστρέφεται όλο το δημιούργημα. Και εννοώ φυσικά τόσο το αλεύρι, γάλα, αβγά, κλπ, όσο και το χιούμορ, το ρεαλισμό, την πλοκή, τα μηνύματα, τα συναισθήματα. Τα παρασκευάσματα κραυγάζουν σχεδόν: Πρόσεχε, να ανακατεύεις συχνά για να μη σβολιάσει το αλεύρι! Πρόσεχε τα μηνύματα, να δίνονται στρωτά, για να μη μαζευτεί όλος ο διδακτισμός! Συνεπώς, αμφότερα απαιτούν προσοχή και φαντασία, τόση ώστε να απογειωθούν, αλλά και να τα δέχονται με ευχαρίστηση οι καταναλωτές. Και αμφότερα πάλι κρίνονται ως επιτυχημένα, όταν καταφέρνουν να διαποτίσουν με τη νοστιμιά τους και τη γεύση τους, τόσο τα ανάλατα μακαρόνια Νο 2, όσο και τις καρδιές και συνειδήσεις των παιδιών και των εφήβων. Εννοείται βέβαια ότι αν βαριέσαι να ασχοληθείς με αυτά, μπορείς να τα αγοράσεις και ετοιματζίδικα. Τα ράφια των σούπερ μάρκετ είναι γεμάτα από λαχταριστές συσκευασίες μπεσαμέλ, όπως φανταχτερές είναι και οι εισαγωγές κινέζικων βιβλίων με νεράιδες και ξωτικά, βιβλίων μεταφρασμένων, σελιδοποιημένων, εικονογραφημένων και δεμένων, αλλά προσωπικά είμαι λάτρης του σπιτικού και ντόπιου προϊόντος και άλλωστε ποιος ξέρει τι συντηρητικά έχουν μέσα τους όλα αυτά τα ξένα;

Μία ειδοποιός διαφορά όμως (γιατί σε όλα υπάρχει κι ένα... αλλά) μεταξύ των δύο, διαφορά που δυστυχώς αδικεί την παιδική λογοτεχνία, είναι η εξής: Ενώ για πολλούς, η παραγωγή του προαναφερόμενου εδέσματος αποτελεί το επιστέγασμα και την κορωνίδα των μαγειρικών ικανοτήτων τους, η παιδική λογοτεχνία (και θα ξανατονίσω: δυστυχώς) είναι για κάποιους εφαλτήριο για κάτι άλλο. Μια απλή αρχή δηλαδή, κι ως εκ τούτου εύκολη, προσωρινή και ίσως άνευ σημασίας, για να μπουν απλά στον κόσμο του βιβλίου. Αυτό συνεπικουρείται και από τη γνωστή ερώτηση που απευθύνεται πολλάκις σε συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας: Μα πότε θα γράψεις επιτέλους και κάτι πιο μεγαλίστικο;

Ακυρώνεται έτσι μονομιάς η βασική αρχή της παιδικής λογοτεχνίας: ότι ίσως είναι «πιο» λογοτεχνία από άλλες, ειδικά επειδή ο συγγραφέας, που επ’ ουδενί δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον αναγνώστη του (ηλικιακά, σωματικά, βιωματικά, κλπ), πρέπει να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια για να χαλιναγωγήσει τις ικανότητές του και να τις προσφέρει στο κοινό του. Να κάνει δηλαδή πραγματικά μια τέχνη του λόγου!

Μια τέτοια τέχνη του λόγου που με έχει «σημαδέψει» και επηρεάσει από μικρό, είναι το βιβλίο «Ο άρχοντας των μυγών» του Ουίλιαμ Γκόλντινγκ, ένα κλασσικό cross-over μυθιστόρημα. Δράση, συναίσθημα, αλλά προπάντων μηνύματα δοσμένα με τέτοιο τρόπο, που ο αναγνώστης τίθεται ενώπιον των ευθυνών του, αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να υιοθετήσει κριτική στάση. Μια παρέα εφήβων ναυαγών σε ερημονήσι (βλέπε: Lost), διασπάται σε δύο μέρη. Το πρώτο προσπαθεί να περισώσει τον πολιτισμό που είχε, τις αξίες που διδάχτηκε κατά την ανατροφή του, ενώ το δεύτερο, μακριά από τις σύγχρονες κοινωνίες, ακολουθεί πρωτόγονα και κανιβαλικά πρότυπα συμπεριφορών. Από τη μία πλευρά οι πολυφορεμένες ίσως νόρμες του δυτικού πολιτισμού, από την άλλη η έξαλλη και δίχως όρια «απελευθέρωση» από κάθε είδος συμβατικότητας και κοινωνικότητας. Ο αναγνώστης με ποια από τις δύο ομάδες θα ταυτισθεί; Τι ένστικτα θα κυριαρχήσουν στον ψυχισμό του κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης;

Κι αυτό τελικά είναι ο σκοπός της λογοτεχνίας, κυρίως της εφηβικής-νεανικής: Να αφήνει αναπάντητα ερωτήματα, πεδία σκέψης και δράσης για τον αναγνώστη, διλήμματα που λειτουργούν σε πολλαπλά επίπεδα και στα οποία ο συγγραφέας δε δίνει καμιά ξεκάθαρη απάντηση, απλώς τα εκθέτει.

Η σφικτοδεμένη αφήγηση του «Άρχοντα των μυγών» δρα ως υπόδειγμα (κατ’ εμέ βέβαια, γι’ αυτό και με έχει επηρεάσει τόσο) για τη συγγραφή αντίστοιχων νεανικών βιβλίων. Δηλαδή, για να ξαναγυρίσω στην αρχική παρομοίωσή μου: Η παιδική λογοτεχνία πρέπει, προς όφελος του αναγνώστη, να είναι σαν την επιτυχημένη μπεσαμέλ: Ούτε νερουλή, ούτε βέβαια και τούβλο.

Και είναι τεράστια η πρόκληση για τον τεχνίτη που θα ασχοληθεί να το επιτύχει αυτό!!!

Βασίλης Παπαθεοδώρου

Πού είναι οι συγγραφείς; - 2 Ιουλίου 2010

ΔΝΤ, Δεκεμβριανά, Ασφαλιστικό, Τρομοκρατία, Κρίση, κλπ, κλπ... Όλα αυτά τα προβλήματα που ζούμε στην καθημερινότητά μας. Γνώμες ακούγονται, αναλύσεις γίνονται, συζητήσεις επί συζητήσεων. Και ως κερασάκι στην τούρτα ακούγεται από πολλούς το «μα πού είναι ο πνευματικός κόσμος; Γιατί δεν παίρνει θέση;». Ειλικρινά και εγώ θα το έλεγα αυτό, αν δε σκεφτόμουν αμέσως ότι και να πάρει θέση ο πνευματικός κόσμος, ποιος θα τον ακούσει; Και γιατί; Τη στιγμή μάλιστα που η πλειοψηφία αγνοεί στην Ελλάδα τους περισσότερους επιστήμονες και καλλιτέχνες, σε αντίθεση με τους πρώτους συμμετέχοντες του Big Brother (Τσάκας, Πρόδρομος, Μαίρη Σκόρδου, κλπ... να που τους θυμάμαι κι εγώ), τι να του πουν κάποιες γνώμες καλλιτεχνών, πώς να τον ξεμπλοκάρουν; Και γενικά υπάρχει αυτό το παράπονο, ότι ο πνευματικός κόσμος δεν μιλάει. Πιστεύω ότι μιλάει και παραμιλάει. Δίνονται συνεντεύξεις, αφιερώνονται σελίδες σε ένθετα εφημερίδων και περιοδικών, μαζεύονται υπογραφές (του στυλ ...29 συγγραφείς συνιστούν... Αυτοί ξέρουν). Υπάρχει όμως κανείς να τους ακούσει σοβαρά; Κι όταν λέω κανείς, εννοώ έστω μιαν αξιοπρεπή αριθμητικά μειοψηφία. Δεν είμαστε στην εποχή του Ζολά με την υπόθεση Ντρέυφους, ούτε καν στην εποχή όπου ο Παλαμάς κι ο Σεφέρης κηδεύονταν σε ένα κλίμα αντίστασης κι επαναστατικότητας. Άλλοι καιροί, άλλα έθιμα... Οι καλλιτέχνες (συγγραφείς, σκηνοθέτες, τραγουδιστές, κλπ), εκφράζονται κατά κύριο λόγο, μιλούν μέσα από τα έργα τους. Η Guernica του Πικάσο ήταν η μια από τις μεγαλύτερες επαναστατικές προπολεμικές πράξεις, έργο που προειδοποιούσε. Σε πολλά –αν όχι στα περισσότερα- έργα συγγραφέων υπάρχουν προειδοποιήσεις για την πραγματικότητα και τη σύγχρονη ζωή. Το έργο τους, πολλές φορές λειτουργεί ως προάγγελος γεγονότων. Το ζήτημα είναι: Πόσοι λαμβάνουν αυτό το μήνυμα;

ekebi.wordpress.com

Συγγραφείς σε σχολεία, βιβλιοπωλεία, μπαρ, ζυθεστιατόρια..., 1 Ιουλίου 2010

Πώς λέμε σάμαλι, κοκ, πασατέμπο, παστέλι, λεμονίτα, στα γήπεδα ένα πράγμα; Έτσι κι εδώ. Ο σκοπός της σημερινής ανάρτησης είναι οι βιβλιοφιλικές εκδηλώσεις, οι εκδηλώσεις με συγγραφείς για παρουσιάσεις βιβλίων και ανταλλαγή απόψεων. Καταρχήν να ξεκαθαρίσω, ότι βεβαίως και πρέπει να γίνονται εκδηλώσεις και βεβαίως και οι συγγραφείς πρέπει να παρουσιάζουν τα έργα τους. Δεν είμαι σίγουρος όμως για το σκοπό που εξυπηρετούν οι εκατοντάδες εκδηλώσεις ανά μήνα, κατά πόσο δηλαδή προάγουν τη βιβλιοφιλία και κατά πόσο δημιουργούν ένα μεγαλύτερο κοινό, πλην του ήδη υπάρχοντος. Οι εμπειρίες μου βέβαια προέρχονται από το χώρο της παιδικής λογοτεχνίας, ενδεχομένως στη λογοτεχνία ενηλίκων τα πράγματα να είναι αλλιώς. Θυμάμαι ένα περιστατικό πριν καναδυο χρόνια. Μου είχε τηλεφωνήσει μια κυρία από μεγάλο βιβλιοπωλείο στην Αθήνα, για να μου πει να πάω να παρουσιάσω τα βιβλία μου, σε κάποιο ξενοδοχείο, κάπου στην Πελοπόννησο. Θα πήγαινα π.χ. Σάββατο πρωί με το ΚΤΕΛ (τονίστηκε αυτό), θα έκανα μια παρουσίαση κατά τη μία, μετά άλλη μια το απογευματάκι, μετά μια τρίτη την Κυριακή το πρωί και θα ξανάφευγα με το ΚΤΕΛ. Και βέβαια θα κοιμόμουν και θα έτρωγα δωρεάν (ξανατονίστηκε αυτό). Απ’ ότι κατάλαβα το κοινό θα αποτελείτο από x αριθμό παιδιών, y ηλικίας, όσα έρχονταν, από προνήπια μέχρι τέλος δημοτικού. Αρνήθηκα, διότι αντιλήφθηκα ότι θα ήταν κάτι σαν parking παιδιών για τους γονείς, το οποίο δεν είναι καθόλου μεμπτό βέβαια, αλλά απέχει από το να ονομαστεί αυτό βιβλιοφιλική εκδήλωση. Άσε που δεν θα ήξερα και τι να κάνω με μια τέτοια ευρεία γκάμα ηλικιών. Το ίδιο γίνεται όμως και σε πολλά βιβλιοπωλεία. Γονείς έρχονται, αφήνουν τα παιδιά τους, ρωτάνε για την ώρα πού θα τελειώσουμε, φεύγουν, κάνουν τα ψώνια τους και γυρνάνε να τα μαζέψουν (τα παιδιά εννοώ). Εννοείται ότι δεν ξέρουν ποιος θα μιλήσει και τι θα πει, δεν το κατακρίνω αυτό, αλλά στο τέλος τι μένει από όλα αυτά;
Κακά τα ψέματα υπάρχει ένα συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα, άντε να μεγαλώσει ή να μικρύνει λίγο. Υπάρχουν στίφη συγγραφέων, με στρατιές από τίτλους και βιβλία που πρέπει να παρουσιαστούν. Και μέσα σε όλη αυτή την αφθονία, ίσως χάνεται και το νόημα. Και μιλάω για κάποιες περιπτώσεις, δεν το ισοπεδώνω, διότι σίγουρα υπάρχουν και πολλά άτομα που κερδίζουν πάρα πολλά από αυτές τις συναντήσεις. Το ΕΚΕΒΙ έχει το πρόγραμμα «συγγραφείς και εικονογράφοι στα σχολεία», μια εξαιρετική ιδέα, η οποία εφαρμόζεται χρόνια τώρα με επιτυχία. Εδώ κάποιες φορές παρατηρείται το εξής: Συγγραφείς πηγαίνουν σε σχολεία, και μιλάνε περί ανέμων και υδάτων και περί ποντικών και γάτων, διότι απλά δεν έχει γίνει η κατάλληλη προετοιμασία από πλευρά διδασκόντων. Και ξαναεξηγούμαι: Κάποιες φορές. Έτσι τα παιδιά θεωρούν ότι θα χάσουν ώρα (θεμιτό), οι καθηγητές ότι διοργάνωσαν εκδήλωση στο σχολείο (θεμιτό) και οι συγγραφείς ότι αυτοδιαφημίστηκαν (πάλι θεμιτό). Όμως μετά από όλα αυτά τα θεμιτά, προκύπτει ένα μηδενικό αποτέλεσμα. Σαν να λέμε μάπα το καρπούζι, και οι τρεις έχουν κερδίσει ένα κάτι, χωρίς όμως να έχει γίνει ουσιαστική δουλειά. Επιπλέον θεωρείται σχεδόν εκ των ων ουκ άνευ ότι ο συγγραφέας θα είναι κάτι ανάμεσα σε performer και entertainer για να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον. Άλλη φορά θα πάει με θεατρολόγο, άλλη πρέπει να κάνει οπωσδήποτε κάτι interactive, άλλη φορά τούμπες ενδεχομένως. Μπορεί να είναι πιο θεμιτό να πηγαίνει ο Νίνο στην τελική, που θα είναι και πιο διασκεδαστικό. Θεωρώ ότι το πιο σημαντικό είναι να γίνεται η δουλειά στην τάξη, να διαβάζεται το βιβλίο του συγγραφέα (να δανείζεται, να φωτοτυπείται, αδιάφορο), να δουλεύεται το γραπτό και μετά να έρχεται ο συγγραφέας και να συζητά με τα παιδιά για συγκεκριμένα θέματα. Η γνωριμία με ένα συγγραφέα γίνεται πρωτίστως μέσα από τη δουλειά του και όχι έτσι στο ξεκούδουνο «μας ήρθε ένας συγγραφέας», που πάρα πολλές φορές κανείς δε γνωρίζει το παραμικρό γι’ αυτόν, απλά μαζεύονται τα παιδιά για να ακούσουν «ένα συγγραφέα». Πέρα από αυτά, δεν μπορεί να γίνει δουλειά σε αμφιθέατρα 300 ατόμων, όπου τα μισά παιδιά θα μπαινοβγαίνουν, όπως στο Mall, όποτε βαριούνται θα κάτσουν κι όποτε ξαναβαρεθούν θα σηκωθούν να φύγουν, γιατί έχουν τύχει και τέτοιες περιπτώσεις.
Και το τελευταίο είναι πως δεν πρέπει να τα περιμένουμε όλα από τη χρηματοδότηση του ΕΚΕΒΙ. Για κάθε επίσκεψη μπορεί να ξοδευτούν και 500 ευρώ (αν αυτή είναι στην επαρχία), θα μπορούσαν οι σχολικές επιτροπές να επιβαρυνθούν με κάποια έξοδα.
Έχω πάει σε αρκετά σχολεία. Σε Στυλίδα, Κω, Ρόδο, Πειραιά, Ίο, Βόλο, Χαϊδάρι και αλλού, είχε γίνει φοβερή δουλειά, το χαρήκαμε όλοι. Θεατροποιήθηκαν αποσπάσματα, έγιναν ζωγραφικές, ετοιμάστηκαν ερωτήσεις. Πιστεύω ότι έμεινε κάτι από όλες αυτές τις επισκέψεις σε όλους μας, επειδή αυτά τα πράγματα λειτουργούν πάντα αμφίδρομα. Σε κάποιο σχολείο ένας μαθητής 1ης Γυμνασίου με ρώτησε αν πιστεύω ότι τα παιδιά μπορούν να κάνουν μια επανάσταση, σε άλλο σχολείο μαθητής που είχε όλα τα «προσόντα» να οδηγηθεί στην παραβατικότητα, επέλεξε να πωρωθεί με ένα βιβλίο.
Αυτό είναι το κέρδος των επισκέψεων. Ένας συγγραφέας χαίρεται να διαβάζεται και να έχει αποδοχή από πολλούς, αλλά πολλές φορές, το ένα άτομο, ο ένας και μοναδικός μαθητής, θα του δώσει τέτοια χαρά, που θα είναι σαν να δικαιώνει την ύπαρξη και το έργο του. Ο συγγραφέας απευθύνεται στους πολλούς, στοχεύοντας (ίσως άθελά του) τον έναν...

Μόνιμος σύνδεσμος
ekebi.wordpress.com

3 σχόλια »

maria i. wrote @ 01/07/2010 at 22:20

Να πω κάτι βιωματικό δικό μου; Γιατί ό,τι κι αν πω άλλο, θα είναι μικρότερο.
Ήρθα σε πρώτη επαφή, στη ζωή μου με το βιβλίο, σε μια εποχή που δεν υπήρχε η σημερινή πληθώρα και εξειδίκευση, από την ανάγνωση παραμυθιών, έτσι όπως την έκανε για μένα, ένας άνθρωπος που είχε βγάλει δημοτικό, μόνο. Από ένα βιβλίο, σχδόν χωρίς εικόνες που μου δώρισε το ίδιο άτομο σε κάποια γενέθλια, μαζί με την υπόσχεση να μου διαβάζει κάτι κάθε μέρα. Μαζί με μια ιδιόχειρη και ανορθόγραφη αφιέρωση.
Και χρόνια μετά, διάβασα παραμύθια σε άλλους μικρούς κι αγράμματους ακόμα, τότε, ανθρώπους.
Που τώρα πια πηγαίνουμε μαζί στα ζυθοπωλεία για μπύρα, αληθινή, κι αφού χαλαρώσουμε, μπορεί να μιλήσουμε και για τα βιβλία που διαβάσαμε, όπως άλλοι εκμυστηρεύονται κομμάτια από τη ζωή τους.

Verinos wrote @ 02/07/2010 at 11:29

αγαπητέ κ. Παπαθεοδώρου, ο θεριστής γνωρίζει ότι θα θερίσει το αποκαλόκαιρο το στάρι της χρονιάς έχοντας νωρίτερα, μήνες πριν, ρίξει τον σπόρο...
Ετούτο συμβαίνει εν προκειμένω – όντως, δεν είναι πάντοτε ευοίωνες οι συντεταγμένες της επαφής και της γόνιμης επικοινωνίας του κόσμου του βιβλίου με τον κόσμο των εν δυνάμει αναγνωστών. Ωστόσο, η προσδοκία παραμένει. Καμία άλλη οργανωμένη εκπαιδευτικά και μορφωτικά κοινωνία της Δύσης δεν αμπελοφιλοσοφεί για το "αρχαίο κλέος" της χωρίς να φροντίζει, έστω ελάχιστα, για το παρόν κλέος που μπορεί εφάμιλλα ν’ αποκτήσει σε παγκόσμιο επίπεδο. Στα καθ’ ημάς, γκρινιάζουμε χωρίς αποτέλεσμα...

Terra Computerata » Ο συγγραφέας ως performer wrote @ 03/07/2010 at 03:28

[...] Πηγή [...]

Γυναικεία λογοτεχνία: στην πυρά(;) - 30 Ιουνίου 2010

Το 15ο αιώνα έζησε κι έδρασε στην Ισπανία ο Τορκουεμάδα. Μέγας Ιεροεξεταστής και μέγα κάθαρμα προφανώς. Ο ίδιος καταδικάστηκε απ’ όλους (μετά θάνατον βέβαια), οι τακτικές του όμως παραμένουν απίστευτα γοητευτικές ανά τους αιώνας των αιώνων, αμήν. Δεν μας αρέσει κάτι; Στην πυρά πάραυτα. Ή αλλιώς: Τορκουεμάδα ζεις, εσύ μας οδηγείς.
Πολύ πιο light εκδοχές των πράξεώντου βιώνουμε πολύ συχνά στην καθημερινότητά μας. Είναι το λεγόμενο κυνήγι μαγισσών που γίνεται σε πολλούς τομείς της ζωής μας. Σιγά μη γλίτωνε και το βιβλίο από αυτό... Τον τελευταίο καιρό παρακολουθώ με απίστευτη διάθεση διασκέδασης και ξελιγωμάρας, το ξεκατίνιασμα που γίνεται με αφορμή τη λογοτεχνικότητα κάποιων βιβλίων. Και συγκεκριμένα κάποιων βιβλίων, κάποιων κυριών, κάποιου εκδοτικού οίκου, που ελάτε, μη μου πείτε ότι δεν καταλάβατε ακόμα; Και ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός. Ξέρετε, ανέκαθεν είμαι της άποψης «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα» ή ακόμα και αυτής που λέει «από πίτα που δεν τρως τι σε νοιάζει κι αν καεί;» Μήπως όμως αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα; Ότι η πίτα δεν έχει εντελώς γκαγκανιάσει από το κάψιμο, ενώ απεναντίας τρώγεται από πολλούς; Από εκατοντάδες χιλιάδες μάλιστα; Οι εν λόγω κυρίες λοιπόν γράφουν σύγχρονα Άρλεκιν, χωρίς καμιά λογοτεχνικότητα. Ε, και; Δεν προάγουν επίσης τη λογοτεχνία. So what, λοιπόν; Ούτε οι ίδιες ισχυρίστηκαν ποτέ κάτι τέτοιο...
Νομίζω ότι έχει δημιουργηθεί κάποια σύγχυση σχετικά με τους όρους «λογοτεχνία» και «αναγνωσιμότητα». Οκ, ας δεχτώ ότι δεν προάγουν τη λογοτεχνία. Αυτό μπορώ να το ισχυρίζομαι και να το βροντοφωνάζω. Δεν μπορώ όμως να παραβλέψω το γεγονός ότι προάγουν πάρα πολύ την ανάγνωση, ενώ αντιθέτως υπάρχουν πολλά λογοτεχνικότατα κείμενα, που δεν προάγουν την αναγνωσιμότητα. Προσωπικά έχω διαβάσει σε dt βιβλίο της λεγόμενης «γυναικείας λογοτεχνίας» (πριν πάρα πολλά χρόνια, όταν είχε ξαναδημιουργηθεί αυτό το θέμα με άλλη μυθιστοριογράφο), ενώ έχω παρατήσει στη μέση (για να μην πω από τις πρώτες σελίδες) λογοτεχνικά θωρηκτά. Στην πρώτη περίπτωση πήρα φόρα και διάβαζα μανιωδώς για όλο το καλοκαίρι (όχι γυναικεία λογοτεχνία), ενώ στη δεύτερη σταμάτησα κανά μήνα για να συνέλθω. Αυτό το γεγονός με κάνει αυτόματα ρηχό; Φαντασιόπληκτο μικροαστό που αναζητώ αισθήματα μέσα από φτηνά αναγνώσματα;
Είμαι της άποψης ότι από τις εκατοντάδες χιλιάδες αναγνωστών, κυρίως αναγνωστριών, των βιβλίων αυτής της κατηγορίας, αν βρεθούν έστω καμιά δεκαριά που να ενδιαφερθούν να προχωρήσουν σε λογοτεχνία ή σε άλλα είδη γραπτού λόγου, τότε αυτό θα είναι τεράστιο κέρδος. Δεν είναι δυνατόν να ιδροκοπάμε και να κοπτόμαστε για το μέλλον του βιβλίου στην Ελλάδα και να αγνοούμε παντελώς όλο αυτό το αναγνωστικό κοινό. Δεν είναι πρέπον να λέμε ότι οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο από τους άντρες, θεωρώντας τις το πιο δυναμικό κομμάτι του αναγνωστικού κοινού, ενώ να τις μειώνουμε τόσο πολύ όταν αγοράζουν τα συγκεκριμένα βιβλία. Επιπλέον είναι κοντόφθαλμο να παραβλέπουμε την ευχαρίστηση που προξενούν αυτά τα βιβλία σε τόσο κόσμο. Κάποιες υποθέτω, μπορεί να γλίτωσαν και την αυτοκτονία ή την κατάθλιψη, παίρνοντας κουράγιο από τα γραφόμενα.
Δεν εκθειάζω τα συγκεκριμένα βιβλία. Ούτε όμως και τα απορρίπτω. Προσπαθώ όμως να βάλω κάποια πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις, να κάνω κάποιους διαχωρισμούς, να λάβω υπόψη κάποιες διαφορετικές παραμέτρους, να σεβαστώ. Και για να ξαναγυρίσω στον Τορκουεμάδα και στο ρητό εκείνης της εποχής «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», ας δούμε στην προκειμένη περίπτωση ποιος είναι ο σκοπός μας (άνθηση του βιβλίου) κι ας εκμεταλλευτούμε όλα τα διατιθέμενα μέσα.
Κι αν είναι «ροζ», μην τα φοβάσαι...

Μόνιμος σύνδεσμος
ekebi.wordpress.com

9 σχόλια »

Λένα Μαντά wrote @ 01/07/2010 at 11:24

Επίσημα στοιχεία του ΕΚΕΒΙ (που είχα διαβάσει κάποτε σ’ ένα άρθρο), δείχνουν οτι στην Ελλάδα υπάρχει σαν τακτικό αναγνωστικό κοινό ένα φτωχότατο 8% που δεν είναι για να μας κάνει περήφανους! Από την άλλη, υπάρχουν εκατοντάδες mail που μου λένε οτι πριν με "γνωρίσουν" δεν έπιαναν βιβλίο και τώρα έγιναν αναγνώστριες. Αν βολεύει τους βιβλιοκριτικούς να μας ρίχνουν στην πυρά εμάς τις... ροζ μπεστελλερίστες (δική τους έκφραση), έχω χαίρομαι γιατί όλες μαζί γίναμε ένα μικρό σκαλοπάτι για να την είσοδο του αναγνωστικού κοινού στα βιβλιοπωλεία. Η συνέχεια και οι επιλογές από κει και μετά είναι άλλη υπόθεση.
Οι απόψεις σας πάντως με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνη και τις έχω διατυπώσει επανειλημμένως!

Νίκος Βλαντής wrote @ 01/07/2010 at 15:34

Διαφωνώ με τη θέση σας. Η συζήτηση που γίνεται αφορά ένα πολύ σημαντικό ζήτημα: την πτώση της αισθητικής στάθμης του κοινού και της κοινωνίας. Διαπιστώνεται από το γεγονός πως, έως και την προηγούμενη δεκαετία, βιβλία όπως του Κώστα Μουρσελά, του Παύλου Μάτεση (κ.ά) ήταν αυτά που απευθύνονταν στο ευρύ κοινό, εν συγκρίσει με τα σημερινά και τις συγγραφείς τους.
Άνθηση του βιβλίου είναι η πτώση του συλλογικού αισθητικού κριτηρίου;
Προώθηση της αναγνωσιμότητας η ανάγνωση των άρλεκιν;
Τι αποκομίζει κανείς διαβάζοντάς τα, εκτός από την ταύτιση του βιβλίου με τη φυγή και τον εφησυχασμό σε μια φλέγουσα συγκυρία σαν τη σημερινή;
Κάθε βιβλίο του είδους καταστρέφει δυνάμει αναγνώστες, που εθίζονται να διαβάζουν βιβλία "για να ξεχαστούν".
Τίθεται επίσης ένα ζήτημα ηθικής και εμπορίου, που βλάπτει τους υπόλοιπους εκδότες και τα βιβλία τους.
Βλέπτε, οι εκδότες που κάνουν τη "δουλειά" αυτήν, που εσείς κρίνετε πως δεν πειράζει και πολύ και κακώς τόσος ντόρος, ασκούν επιθετικές τακτικές μάρκετινγκ και πωλήσεων, προωθώντας τα βιβλία αυτής της κατηγορίας, εξαγοράζοντας τεράστιο μερίδιο της αγοράς και αποκλείοντας άλλους, πλασάροντας ένα νέο είδος βιβλίου που ακολουθεί τα τηλεοπτικά πρότυπα, όπως έγινε και με το νέο είδος τηλεοπτικού και σκανδαλοθηρικού τύπου που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια "ανταγωνιζόμενο" τον παραδοσιακό τύπο (Καθημερινή. Βήμα, Ελευθεροτυπία κτλ.) [κατά κύριο λόγο στις προσφορές DVD).

Verinos wrote @ 02/07/2010 at 11:23

...Αδυνατώ, ως σκεπτόμενος αναγνώστης, να λογιστώ την εκ βαθέων θεώρηση αλλά και τη θρασύτητα της κας Μαντά, η οποία ειρωνεύεται τον λογοτεχνικό κόσμο. Εάν οι ευτελείς ιστοριούλες των "ροζ μπεστσελεριστριών" ξεχειλώνουν σε έκταση 300 και 400 σελίδων (τα λεγόμενα και βιβλία-τούβλα) και δοκούν τη σοβαρή αναγνώρισή τους στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τότε, όντως, σαν σε σενάριο μεταμοντέρνης ταινίας τρόμου, ας βγουν έξω από τους τάφους τους οι κάθε λογής Κάλβοι, Σολωμοί, Παπαδιαμάντηδες, Βουτυράδες, Ελύτηδες, Σαχτούρηδες, Γονατάδες για να μας φάνε -ως άλλα ζόμπι- και να ησυχάσουμε ως έθνος εν πνευματική τε και πολιτισμική υπνώσει!...
Συνυπογράφω τα του Νίκου Βλαντή, εννοείται!

Λένα Μαντά wrote @ 02/07/2010 at 12:25

Αυτό που ίσως δεν σας περνάει από το μυαλό, είναι οτι οι εκδότες χάρη στα δικά μας βιβλία, τα ευπώλητα, πατούν γερά στα πόδια τους και εκδίδουν και άλλα βιβλία πιο κοντά στην δική σας ίσως αισθητική που διαφορετικά λόγω της χαμηλής αναγνωσιμότητάς τους δεν θα κυκλοφορούσαν ποτέ. Όπως επίσης θα έπρεπε να σκεφτείτε, οτι ειδικά στις μέρες μας, έχουμε ανάγκη μια τάση φυγής, ν’ απομακρυνθούμε έστω για λίγο από τα προβλήματα για να επιστρέψουμε και να τα λύσουμε με καθαρό μυαλό και ανεβασμένη διάθεση.
Και πριν βάλετε την ταμπέλα του Άρλεκιν, ίσως θα έπρεπε να διαβάσετε κάποιο βιβλίο για να έχετε πιο σαφή και ολοκληρωμένη άποψη. Το "Η νύφη φορούσε μαύρα" λόγου χάρη, έχει κάνει μέσα σε λίγους μήνες χιλιάδες πωλήσεις και μόνο Άρλεκιν δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί... Το "Παιχνίδια ζωής" επίσης και τόσα άλλα... Τέλος θα έλεγα οτι υποτιμάτε πάρα πολύ τον κόσμο με αυτή σας την άποψη. Οι χιλιάδες αναγνώστες που στρέφονται στα... ευπώλητα, κάτι θα βρίσκουν, δεν είναι όλοι τους ανόητοι και χωρίς αισθητική και προτιμούν αυτά τα βιβλία. Κάτι θα έχουν να τους πουν...

Βασίλης Παπαθεοδώρου wrote @ 02/07/2010 at 16:27

Την κυρία Μαντά δεν τη γνωρίζω προσωπικά, δεν την έχω συναντήσει ποτέ μου. Δεν έχω διαβάσει κάποιο βιβλίο της πέρα από κάποια pdf αποσπάσματα, τα οποία δεν ήταν του γούστου μου. Όσο όμως και να κριτικάρω αυτούς που διαβάζουν Μαντά, ως άτομα χαμηλής αισθητικής, η αλήθεια δεν παύει να υπάρχει: Τη διαβάζουν πολλοί. Αυτό σημαίνει ότι χιλιάδες άτομα καλύπτουν κάποια ανάγκη τους με Μαντά. Εκατομμύρια άτομα ΔΕΝ καλύπτουν κάποια ανάγκη τους με εμένα. Αυτό το γεγονός όμως μάλλον πρέπει να προβληματίσει άλλους (εννοείται εμού συμπεριλαμβανομένου), εκτός της κας Μαντά. Δεν έθεσα θέμα λογοτεχνικότητας, ούτε θα βγω στο δρόμο, αρχηγός πικετοφορίας "βάλτε τη Μαντά στην Ακαδημία". Δεν πιστεύω όμως από την άλλη ότι αν εξορίζαμε τη Μαντά σε γκούλαγκ, ακρωτηριάζοντάς της και τα δύο χέρια, ώστε να μην μπορεί να ξαναπατήσει πλήκτρο, να έτρεχαν όλοι σαν αλλόφρονες να σηκώσουν ότι έχει ξεμείνει από Τζόυς στα ράφια. Θέλω να πως ότι μεταξύ εκδοτών, λογοτεχνών, αναγνωστικού κοινού, εφημερίδων, όπου στη στήλη "ευπώλητα-ελληνική λογοτεχνία" βάζουν ένα τουρλού, και Λένας Μαντά, μάλλον λογότερο θα κατηγορούσα την κυρία Μαντά. Στο εξωτερικό υπάρχει η Κάρτλαντ (μεταξύ άλλων βέβαια, αυτή μου’ρχεται τώρα), η οποία υπηρετεί ευσυνείδητα το συγκεκριμένο είδος. Εδώ υπάρχει η κυρία Μαντά, η οποία υπηρετεί ευσυνείδητα (φαντάζομαι αυτό μπορεί να της αναγνωριστεί), το συγκεκριμένο είδος. Τώρα γιατί υπάρχει αυτό το είδος, αν ρίχνει την αισθητική του ατόμου κλπ, κλπ., είναι μια άλλη κουβέντα. Το ζήτημα όμως για μένα είναι αυτό που έγραψε η κυρία Μαντά παραπάνω: "Η συνέχεια και οι επιλογές από κει και μετά είναι άλλη υπόθεση". Θα πρόσθετα και μεγάλη πρόκληση για τους λογοτέχνες. Γίνεται αυτό το κοινό, που καλώς ή κακώς, μπαίνει κατά χιλιάδες στα βιβλιοπωλεία να στραφεί και σε άλλα είδη αναγνωσμάτων; Πώς; Πιστεύω ότι αυτός πρέπει να είναι ο πυρήνας μιας συζήτησης. Όσο για θέματα ηθικής, θεωρώ κατά κύριο λόγο πιο ανήθικο ο κύκλος ενός λογοτεχνικού βιβλίου σήμερα να είναι 20 ημέρες - 2 μήνες, και να χάνονται μετά, όσο καλά και να είναι, παρά το οτιδήποτε άλλο.

Λένα Μαντά wrote @ 05/07/2010 at 10:24

Κύριε Παπαθεοδώρου ούτε εγώ σας γνωρίζω προσωπικά και δυστυχώς ούτε και το έργο σας, αλλά είναι μια καλή αφορμή να το αναζητήσω. Οι απόψεις σας όμως μου έκαναν βαθιά εντύπωση, δεδομένου οτι πρώτη φορά συναντώ ανοιχτόμυαλο συγγραφέα από την... "άλλη όχθη"! Καμιά πρόθεση δεν είχα ποτέ να μπω στην Ακαδημία, δεν θα είχα άλλωστε τα προσόντα! Ούτε και αντιμετώπισα ποτέ με θράσσος τον λογοτεχνικό κόσμο. Δεν έχω πει ποτέ τίποτα εναντίον κανενός, αντίθετα είμαι μάλλον ο αγαπημένος σάκκος του μποξ για πολλούς που μόνο το δικό μου όνομα αναφέρουν με μια εμμονή που γίνεται γραφική. Δεν είμαι η μόνη που πουλάω τόσες χιλιάδες αντίτυπα, αλλά σίγουρα είμαι στην κορυφή και αυτό με κάνει εύκολο στόχο. Θα σταθώ σ΄αυτό που είπατε κύριε Παπαθεοδώρου: Η πρόκληση για όλους εσάς που πιστεύετε οτι έχετε να δώσετε πολλά περισσότερα από μένα και το... συνάφι μου! Πλησιάστε λοιπόν τον κόσμο, κάντε τον ν’ αγαπήσει με πάθος τα έργα σας, δώστε του το χέρι και φροντίστε να τον παρασύρετε να γνωρίσει πιο βαθιά την λογοτεχνία που εσείς θεωρείτε οτι κάνει καλύτερο τον κόσμο. Πέρσι μ’ ένα... ροζ μου μυθιστόρημα, που ζωντάνευε την Αναδυομένη του Ξενόπουλου, έκανα τον κόσμο ν΄αναζητήσει τον μεγάλο κλασσικό και να τον γνωρίσει. Για μένα τίποτα άλλο δεν έχει σημασία. Εννοείται πως με όσα γράφω, δεν απολογούμαι για τίποτα, δεν μετανιώνω για τίποτα και αν μη τι άλλο, πρέπει να μου αναγνωρίσετε οτι τολμώ και απαντώ, όπως ποτέ ισως δεν θα έκανε μια... ροζ μπεστ σελερίστα. Ίσως γιατί κάποια στιγμή πρέπει ν’ ακουστεί και μια διαφορετική άποψη...

Νίκος Βλαντής wrote @ 06/07/2010 at 14:51

Ας δεχτούμε λοιπόν, με σεβασμό (γιατί δημοκρατία έχουμε) την άποψη πως το αναγνωστικό κοινό μιας χώρας που φλέγεται στη σκοτεινότερη περίοδο μετά τη μεταπολίτευση "θέλει να ξεφεύγει" και καλά κάνει, καλά κάνουν και όσοι τον τροφοδοτούν με "οάσεις ευθυμίας και ευδαιμονίας", τουτέστιν "jusqu’ici tout va bien" (βλ. ταινία "Το Μίσος"), που, κατά πώς φαίνεται, "είναι μια άλλη κουβέντα".
Ο καθείς που θα διαβάσει αυτόν το διάλογο, άλλωστε, θα βγάλει και τα συμπεράσματά του, και αυτός είναι ούτως ή άλλως ο ρόλος του διαλόγου.
Ας συνεχίσουμε κανονικά τη ζωή του, ο καθένας και το δρόμο του, με τις απόψεις του, την αισθητική του, την ηθική του, την πολιτική του στάση απέναντι στο βιβλίο και τα πράγματα.
Νίκος Βλαντής

Δημήτρης Αλεξίου wrote @ 16/07/2010 at 18:03

Χαιρετώ το φιλο Βασίλη Παπαθεοδώρου τον οποίο γνώρισα προσωπικά στη Θεσσαλονίκη (αλλά λυπάμαι που τ’ ομολογώ όχι ακόμα ως συγγραφέα). Σε μία αντίστοιχη συζήτηση εκεί είχαμε αναφερθεί στο θέμα της διάκρισης αυτής μεταξύ βιβλίων και "σκουπιδιών" και βιβλίων για αναγνώστες σε αντιδιαστολή προς βιβλία για "γραμματείς και κομμώτριες" (δεν είναι δικά μου λόγια). Η ανησυχία μου λοιπόν είναι μήπως αυτή η διάκριση βολεύει και τους μεν και τους δε αποφασίζοντας ο καθένας για τον εαυτό του σε ποια όχθη θέλει να ανήκει και κανένας δεν τολμάει να μπει μέσα στο ποτάμι; Είναι φαντάζομαι πολύ ευχάριστο για την κυρία Μαντά να έχει κάθε χρόνο (με συγκεκριμένη ημερομηνία έκδοσης) ένα ευπώλητο δεκάδων χιλιάδων αντιτύπων που απευθύνεται στο κοινό της – το οποίο πίνει νερό στο όνομά της- και δεν ξέρω αν θα τολμούσε κάποια στιγμή να βγάλει ένα βιβλίο πιο επώδυνο γι’ αυτήν, πιο δύσκολο που ίσως δε θα είχε εμπορική απήχηση. Από την άλλη πάλι δεν καταλαβαίνω γιατί η "άλλη πλευρά" έχει τέτοιο άγχος να αποδείξει στους ομότεχνους πόσο ρηξικέλευθες προτάσεις και απόψεις έχει στη σύγχρονη ζωή, την κοινωνική δομή και τη διανόηση αλλά πολλές φορές συστηματικά αγνοεί τους αναγνώστες και τις δικές τους ανάγκες επιλέγοντας να γράφουν βιβλία που οι λίγοι και εκλεκτοί θα εκθειάσουν και οι πολλοί θα βαρεθούν. Πιστεύω ειλικρινά ότι αυτή η εμμονική τάση των συγγραφέων δεν είναι παρά ένα ίδιον της ανθρώπινης φύσης που χρειάζεται "αντίπαλο" για να αυτοπροσδιορισθεί καλύτερα πίσω από ένα χαράκωμα. Γι’ αυτό και πάντα θα υπάρχουν διακρίσεις σε "έντεχνο" και "εμπορικό", σε Χόλλυγουντ και "ποιοτικό κινηματογράφο", σε "σοβαρή λογοτεχνία" και "ροζ λογοτεχνία". Και μάλιστα διάκριση όχι βάσει περιεχομένου (γιατί συνήθως δεν καταδέχονται η μία την άλλη πλευρά για να τη διαβάσεουν κιόλας) αλλά βάσει συγγραφέα, τίτλου, εκδοτικού και εξωφύλλου. Και επειδή θα συμφωνήσω και εν μέρει με όλους: Το περιεχόμενο δε φτάνει για να χαρακτηρίσει ένα βιβλίο (ο Θερβάντες έγραψε για τον έρωτα και ο Νταν Μπράουν για τη θρησκεία). Επειδή όλα είναι και θέμα αισθητικής, αισθητική μπορεί να υπάρχει παντού και σε όλα τα είδη. Καλή και κακή.
Ευχαριστώ σας,

Ντροπαλός wrote @ 17/07/2010 at 12:14

Σχετικό, νομίζω και συγγνώμη για την αυτοαναφορικότητα: http://thoughtsofashy.wordpress.com/2009/10/07/post2112/
Καλημέρα

Μα γιατί γράφω επιτέλους; - 29 Ιουνίου 2010

Ένα από τα πιο ιντριγκαδόρικα ερωτήματα που τίθενται σε συγγραφείς είναι το «γιατί γράφετε;» Ομολογώ ότι όταν άκουσα για πρώτη φορά αυτήν την ερώτηση ένιωσα αμήχανα. «Έλα μου ντε...», πήγα να πω, αλλά κατάλαβα, ευτυχώς αμέσως, ότι ίσως και να μην κάλυπτα σφαιρικά το θέμα και να άφηνα το συνομιλητή μου με την απορία. Το «έλα μου ντε...», όσο επαρκές και να το θεωρώ σαν απάντηση, σίγουρα αφήνει πολλά κενά. Ομολογώ επίσης, ότι ενώ μου φαίνεται αρκετά παράξενο σαν ερώτημα, το ίδιο θα έθετα κι εγώ σε ένα συγγραφέα. Και χωρίς να γνωρίζω το γιατί. Κι αυτό ακριβώς είναι το ερώτημα που δε θα τεθεί ποτέ σε έναν τραγουδιστή/ ποδοσφαιριστή/ ηθοποιό. Είναι εμφανές ότι ο τραγουδιστής/ ποδοσφαιριστής/ ηθοποιός, τραγουδά/ παίζει ποδόσφαιρο/ παίζει ένα ρόλο γιατί βιοπορίζεται από αυτό, έχει γίνει γνωστός από αυτό, το κάνει καλά, έχει καλή φωνή, δυνατά πόδια, κλπ. Ενώ ο συγγραφέας; Αν πάλι τεθεί αυτό το ερώτημα στους προηγούμενους, τότε απαντήσεις του στυλ «απ’όταν θυμάμαι το εαυτό μου, ήμουν με ένα μικρόφωνο μπροστά σε ένα καθρέφτη/ έπαιζα μπάλα στον ακάλυπτο/ διοργάνωνα αυτοσχέδια κουκλοθέατρα», ξεκαθαρίζουν αμέσως το τοπίο και θεωρούνται ικανοποιητικές και αυτονόητες, κανείς δε ζητά παραπάνω διευκρινήσεις. Εγώ πάλι τι να πω; Απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, ήμουν με ένα μολύβι στο χέρι; Δε λέει και τίποτα αυτό. Ο συγγραφέας καλείται να απαντήσει σε ένα ερώτημα, για το οποίο ίσως και ο ίδιος δεν έχει επαρκείς απαντήσεις. Κάποιοι άλλοι πάλι, ίσως και να ψιλοντρέπονται γι’ αυτές. «Γιατί έτσι σας αρέσει», ήταν το σλόγκαν μπύρας, το οποίο ενίοτε εφαρμόζει γάντι και στις περιπτώσεις συγγραφέων. Σε πολλά πράγματα απλά δεν απαντιέται το «γιατί», θέλει πολύ ψάξιμο και ίσως μια απάντηση που δίνεται τώρα, να μην ισχύει σε κάποια χρόνια. Το «γιατί γράφω» διαφέρει φεγγάρια ολόκληρα από το «γιατί άρχισα να γράφω». Κι αυτό διότι με τα χρόνια αλλάζουν οι ανάγκες του συγγραφέα που καλύπτονται από τη γραφή. Παλιότερα έδινα την απάντηση «για να εκφραστώ». Ευτυχώς ήταν όλοι πολλοί ευγενείς μαζί μου και κανείς δεν επέμεινε «οκ, εκφράστηκες. Γιατί δεν έχωνες τα γραπτά σου σε κανά συρτάρι, μπας και γλιτώναμε κι εμείς;». Κι όντως, η αρχική ανάγκη έκφρασης, ή όπως αλλιώς θέλετε να την πείτε, ξεπεράστηκε αμέσως με το που ικανοποιήθηκε. Αλλά τότε γεννήθηκε η ανάγκη του «να εκδοθώ, να δω το βιβλίο τυπωμένο». Και πάει λέγοντας... Κακά τα ψέματα, όλοι ευχαριστιόμαστε όταν βλέπουμε ότι το βιβλίο μας πάει καλά, πουλάει, έχει καλή υποδοχή, δέχεται καλές κριτικές, βραβεύεται. Όλων η αυτοπεποίθηση ανεβαίνει, όλων το «εγώ» ικανοποιείται, με μια καλή πορεία. Και είναι ανθρώπινο αυτό. Η ανάγκη για έκφραση και για επαφή με το κοινό και για ανταλλαγή απόψεων κι εμπειριών είναι κατά βάση το ίδιο ανθρώπινη με την ανάγκη για προβολή, ή για οικονομικές απολαβές ή για αναγνωρισιμότητα. Είναι όλα εκφάνσεις του ίδιου ανθρώπου. Για έναν συγγραφέα όμως θεωρώ πως είναι απαραίτητο, όλες αυτές τις εκφάνσεις, αντικρουόμενες μερικές φορές, να τις ισορροπεί μέσα του, να τις κατανέμει κατά τέτοιον τρόπο και σε τέτοια ποσοστά, ούτως ώστε να βγαίνει κάτι αληθινό. Με δυο λόγια να τα έχει καλά με τον εαυτό του. Είχαν ρωτήσει κάποτε αμερικάνο συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων (όλα του τα έργα έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο) «γιατί γράφει», κι αυτός πολύ τίμια και πολύ συνειδητοποιημένα απάντησε «για τα λεφτά». Δεν το κατακρίνω αυτό, πώς θα μπορούσα άλλωστε να κατακρίνω έναν άψογο επαγγελματία, με στόχους, πού δεν κοροϊδεύει το κοινό του; Ίσα-ίσα τιμώ και σέβομαι τις σταράτες απόψεις.
Κι εσύ γιατί γράφεις;, μπορεί να με ρώταγε πάλι κάποιος, μετά από όλα τα παραπάνω. Κατά κύριο λόγο γιατί είμαι ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, είτε συλλαμβάνοντας μιαν ιδέα, είτε με το χειρισμό ενός θέματος, είτε εκδίδοντας το βιβλίο, είτε βλέποντας αν το βιβλίο αρέσει, είτε..., είτε... Κυρίως όμως πιστεύω ότι έχω βρει κάτι, το οποίο για τα δικά μου δεδομένα και με τα δικά μου στάνταρ, και τονίζω «τα δικά μου», το κάνω αξιοπρεπώς για μένα. Μπορεί για άλλους να μην το κάνω καλά, σε πάρα πολλούς να μην αρέσω, και πάει λέγοντας..., αλλά είναι πολύ σημαντικό να κάνεις κάτι, το οποίο αρχικά να αρέσει σε εσένα και να προσπαθείς να εξελιχθείς μέσω αυτού. Δεν έχω και καμιά άλλη ιδιαίτερη δεξιότητα ή κλίση άλλωστε, για να αφήσω το βιβλίο και να πιάσω να κάνω π.χ. ικεμπάνα. Συνεπώς οι λόγοι σε μένα, και πιστεύω σε πολλούς άλλους, είναι βαθιά «ψυχοθεραπευτικοί». Το βιβλίο είναι διαφυγή, διασκέδαση, ταξίδι για τον αναγνώστη, αλλά σίγουρα είναι και για το συγγραφέα, έτσι τουλάχιστον πρέπει να είναι. Ο συγγραφέας πρέπει να χαίρεται το ταξίδι που κάνει, όσο και να διαρκέσει αυτό, και να απολαύσει μετά τον προορισμό στον οποίον έφτασε.
Πολλοί από εμάς με τα χρόνια, πέφτουμε στο τριπάκι του «να βγάλουμε κάτι και φέτος», του «έχω καιρό να γράψω, πρέπει να στρωθώ», ακόμα και του «πρέπει να κρατηθώ στην επικαιρότητα». Δε λέω ότι δεν έχω κάνει κι εγώ αυτές τις σκέψεις, είπαμε άλλωστε ότι ανθρώπινα είναι όλα. Όταν όμως βλέπω, το τι ψεύτικο πράγμα πάω να γράψω, απλά και μόνο για να γράψω κάτι, τότε δεν μπορώ να συνεχίσω και το παρατώ. Πάνω απ’ όλα πρέπει να αρέσω πρώτα σε μένα, για να έχω την πιθανότητα να αρέσω και σε άλλους...

ekebi.wordpress.com

Παιδική λογοτεχνία: λίγες βεβαιότητες και πολλά «δεν ξέρω»... Μέρος 2, 23 Ιουνίου 2010

Και το κράτος; Πού είναι το κράτος; Αυτά και άλλα πολλά θα αναφωνούσε κανείς –ίσως- στην προκειμένη περίπτωση, όπως άλλωστε έχουμε συνηθίσει να φωνάζουμε και να τα περιμένουμε όλα από κάποιον άλλον, και κυρίως το κράτος. Και λέω «ίσως» γιατί το κράτος είναι μάλλον ο μόνος ΜΗ υπεύθυνος σε αυτήν την κατάσταση, ή ο λιγότερο υπεύθυνος, διαλέξτε ό,τι σας βολεύει. ΕΚΕΒΙ, λέσχες ανάγνωσης, sites για το παιδί, προγράμματα όπως «Συγγραφείς και Εικονογράφοι στα Σχολεία», και άλλα πολλά. Δηλαδή έχουν ξοδευτεί αρκετά λεφτά προς αυτήν την κατεύθυνση. Τώρα θα μου πείτε, έπιασαν τόπο αυτά τα λεφτά; Εξαρτάται πώς το βλέπει κανείς και κυρίως πώς θα ήταν η κατάσταση αν δεν υπήρχαν αυτά τα προγράμματα κι αυτές οι πρωτοβουλίες. Και τίθεται πάλι το ερώτημα: Γιατί συνεχίζουν να μην πολυδιαβάζουν οι νέοι; Δεν ξέρω.
Είναι το Ίντερνετ εχθρός; Σίγουρα όχι. Είναι τα e-books εχθροί; Σίγουρα όχι. Τα τελευταία χρόνια μπορούν οι χρήστες να κατεβάζουν εντελώς δωρεάν βιβλία από το Ίντερνετ, αλλά δεν το κάνουν, τουλάχιστον στους αναμενόμενους ρυθμούς.
Άρα τι φταίει; Χμ... ειλικρινά δεν ξέρω. Και όλα και τίποτα. Το γεγονός ότι ελάχιστη σημασία δίνεται από τα μέσα ενημέρωσης στο παιδικό-εφηβικό-νεανικό βιβλίο είναι αναμφισβήτητα ένας παράγοντας. Δε δημιουργείται γεγονός σε μιαν εποχή, όπου τα γεγονότα δημιουργούνται κάθε δευτερόλεπτο. Υπάρχουν Κρατικά Βραβεία, Βραβεία του Διαβάζω, Βραβεία του Κύκλου, της Γ.Λ.Σ., άλλων φορέων, όλα γύρω από το παιδικό βιβλίο, και δεν αφιερώνεται ο ελάχιστος χρόνος δημοσιότητας σε αυτά. Περνάνε εντελώς απαρατήρητα, πράγμα που δε γίνεται με το βιβλίο ενηλίκων. Σπάνια ένας συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας γίνεται γνωστός, σπάνια το έργο του ακούγεται σε ένα ευρύ κοινό.
Επιπλέον το εφηβικό και νεανικό βιβλίο είναι σχετικά «ενοχοποιημένο» από τα ίδια τα παιδιά. Θεωρείται ίσως σαν άθλημα για σπασίκλες και φυτά από κάποιους, σαν κοριτσίστικο από άλλους, σαν χάσιμο χρόνου από τρίτους. Εν ολίγοις του φορτώνονται και του καταμαρτυρούνται αρνητικές ιδιότητες, πράγμα που το κάνει ακόμα πιο απωθητικό. Φταίνε οι γονείς; Οι δάσκαλοι; Οι συγγραφείς; Αναμφισβήτητα όλοι οι προηγούμενοι σε ένα βαθμό, κυρίως για αυτά που ΔΕΝ κάνουν. Πάνω απ’ όλα όμως φταίνε ίσως και οι ίδιοι οι νέοι για τη στρεβλή εικόνα που έχουν για την ανάγνωση, εικόνα που δεν τους την έχει δώσει κανείς. Εδώ έρχεται και η ατομική ευθύνη, ιδιαίτερα σημαντική για άτομα που θέλουν να νιώθουν μεγάλοι και να αναλαμβάνουν ευθύνες. Η μη-ανάγνωση δεν είναι κατόρθωμα, ούτε μαγκιά. Και αντιθέτως η ανάγνωση δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπεται ο νέος.
Θα μπορούσε να γίνει κάτι; Ίσως μια πιο επιθετική πολιτική, αλλά και πάλι ποια είναι αυτή; Ίσως να έπρεπε να αντιμετωπίζεται το εφηβικό βιβλίο σαν εμπορικό προϊόν και οι έφηβοι ως target group; Μήπως τότε υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να αγοράζεται, όπως τα ρούχα, τα dvd ή οι κονσόλες παιχνιδιών;

Ειλικρινά δεν ξέρω...

ekebi.wordpress.com

4 σχόλια »

Verinos wrote @ 24/06/2010 at 09:19

Η μόνη βεβαιότητα κ. Παπαθεοδώρου είναι η εκπαιδευτική ένδεια των Ελλήνων. Στην εποχή που διεθνώς ο πολιτισμός και η παιδεία είναι όπλο πολιτικής και διπλωματίας, στα καθ’ ημάς θεωρείται αλαζονεύουσα πολυτέλεια. Νομίζω πως το αντιλαμβάνεστε στην καθημερινή επαφή σας με τους εφήβους: πώς μεταλλάσσονται σταδιακά, από την παιδική ηλικία, σε αρνητές του βιβλίου… Είναι φανερή η προσπάθεια της πολιτείας, μέσω φορέων όπως το ΕΚΕΒΙ, αλλά είναι προφανέστερη η απουσία υποδομών στο σχολικό σύστημα εδώ και αρκετές δεκαετίες… Ποτέ δεν είναι αργά, πάντως. Ας αισιοδοξούμε.

Anastasia wrote @ 24/06/2010 at 12:56

Κύριε Παπαθεοδώρου, συμφωνώ με την πλειονότητα όσων γραφετε αλλά διαφωνώ κάθετα όσων αφορούν τις ευθύνες των νέων.
Για ότι συμβαίνει σίγουρα δεν φταίνε τα παιδιά. Θεωρώ πως πρωταρχικό ρόλο παίζει η οικογένεια. Αν οι γονείς δεν μυήσουν τα παιδιά, από τα γενοφάσκια τους ακόμη, στη μαγεία της λογοτεχνίας, πως μπορούν τα παιδιά να εντρυφήσουν σε κάτι που ούτε καν δοκίμασαν;
Παρ’ όλα αυτά δεν πιστεύω πως τα πράγματα είναι τόσο άσχημα όσο τα παρουσιάζετε – και δεν εννοώ ότι αυτό γινεται εσκεμμένα. Έχω μία κόρη 16,5 ετών η οποία έχοντας μία μητέρα παθολογική αναγνώστρια, μυήθηκε από πολύ μικρή στην ανάγνωση. Διαβάζει πάρα πολλά βιβλία ακόμη και σε περίοδο εξετάσεων (είναι η ξεκούρασή της όπως ισχυρίζεται) και την καταλαβαίνω απόλυτα! Στις παρέες της τα πράγματα είναι μοιρασμένα. Υπάρχουν παιδιά που διαβάζουν και παιδιά που κανένας από το οικείο περιβάλλον τους δεν έκανε τον κόπο να τους δείξει ότι το διάβασμα δεν είναι άλλη μία πηγή κούρασης αλλά ακριβώς το αντίθετο! Πιστεύω λοιπόν πως η νέα γενιά έχει πολλές ελπίδες να στραφεί προς την ανάγνωση εφόσον όλοι εμείς οι "ενήλικοι" τους δώσουμε τα κατάλληλα ερεθίσματα.
Kαιρός να πάψουμε να ασχολούμαστε αποκλειστικά με τις ευθύνες τους και να ασχοληθούμε λίγο και με τις δικές μας.

Βασίλης Παπαθεοδώρου wrote @ 24/06/2010 at 17:55

Αγαπητέ Verino, δυστυχώς έχετε απόλυτο δίκιο. Ξέρετε σε όλα αυτά, αυτό που ενοχλεί είναι ότι παραμυθιαζόμαστε πάντα, πως κάποιοι άλλοι φταίνε, πάντα οι άλλοι κι όχι εμείς, ούτε καν στο ζήτημα της προσωπικής μας καλλιέργειας που είναι εντελώς ατομική ευθύνη του καθενός (από ένα σημείο και μετά). Αυτό προσπαθώ να πω ως προσωπική άποψη στα σχολεία που επισκέπτομαι. Δυστυχώς και πάλι όλες αυτές οι μυθοπλασίες περί "περιούσιου λαού", που πάντα θα τα καταφέρνει και θα τη σκαπουλάρει, χωρίς καν να προσπαθήσει ούτε στο παραμικρό, έχουν φέρει όλα αυτά τα αποτελέσματα. Αναγκαστικά θα αισιοδοξώ κι εγώ. Επιτέλους πιάσαμε πάτο, μόνο προς τα πάνω πάει το πράγμα πλέον! (για να κάνουμε και λίγο χιούμορ...)

Βασίλης Παπαθεοδώρου wrote @ 25/06/2010 at 15:03

Αγαπητή Αναστασία, γι’ αυτήν την κατάσταση φταίνε πολλά πράγματα. Όπως ανέφερα, οι ίδιοι οι συγγραφείς έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης, μετά εννοείται η εκπαίδευση (όπως έγραψε και ο Verino) και οι γονείς. Και -γνώμη μου- και οι νέοι (εννοείται όχι όλοι, αλλά κάποιοι, αρκετοί κάποιοι), ακριβώς γιατί απορρίπτουν και ενοχοποιούν ένα μέσο, το οποίο δεν έχουν καν γνωρίσει ή κι αν το έχουν γνωρίσει δεν του έχουν δώσει τη δεύτερη ευκαιρία. Εννοείται ότι όλα βασίζονται στην οικογένεια, στο περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει κανείς, στην εκπαίδευση.

Λίγες βεβαιότητες και πολλά «δεν ξέρω»... - Μέρος 1, 21 Ιουνίου 2010

Όπως ειλικρινά και δεν ξέρω από πού να αρχίσω αυτό το κείμενο, το πρώτο του στυλ «ό,τι κατεβάσει η γκλάβα μου», που γράφω. Ναι δεν έχω εμπειρία από blogs ή από καταγραφές σκέψεων, τη μαύρη μου αλήθεια θα την πω. Φαντάζομαι πάντως ότι ένα μεγάλο ευχαριστώ στο ΕΚΕΒΙ, για την πρόσκληση που μου έκανε να γράψω στο ιστολόγιό του, είναι μια καλή αρχή.
Είμαι μάλλον ο πρώτος συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας που γράφω εδώ, και ίσως να είναι καλό να αρχίσω με κάποιες σκέψεις γύρω από το είδος με το οποίο ασχολούμαι. Ίσως πάλι κι όχι. Καταρχήν ο όρος «παιδική λογοτεχνία» είναι αρκετά παρεξηγημένος... από τα παιδιά. Δεδομένου ότι με όλες του τις μορφές (εφηβική, νεανική, κλπ) περιλαμβάνει από ένα προνήπιο μέχρι κι ένα νταγλαρά τρίτης λυκείου, που δίνει εξετάσεις (το τελευταίο δεν είναι υποχρεωτικό βέβαια), καταλαβαίνετε ότι δεν εκφράζει κάτι συγκεκριμένο, αλλά κάτι εντελώς αόριστο. Ποιος είναι ο έφηβος σήμερα; Ποιος ο νέος; Ειλικρινά δεν ξέρω. Φαντάζομαι δεν είμαι και ο μόνος, καθώς στις αντίστοιχες σειρές εκδοτικών οίκων, ως «νεανικά» ή «εφηβικά» μυθιστορήματα, πλασάρονται και αρκετά με ζώα που μιλάνε (συμβαίνει και με ένα δικό μου), κλπ, ό,τι δηλαδή ΔΕΝ ενδιαφέρει έναν πραγματικό νέο. Συνεπώς για έναν έφηβο που βιάζεται να μεγαλώσει και να μην τον θεωρούν έφηβο, ο όρος είναι εξαρχής απωθητικός. Αλλά και πάλι πώς να το πεις αυτό το είδος λογοτεχνίας; Για νεαρούς ενήλικες; Για μαθητές γυμνασίου και λυκείου; Ούρσουλα; Πάλι δεν ξέρω. Συνεπώς αυτό το είδος λογοτεχνίας ξεκινά με ένα αρκετά μεγάλο ντεσαβαντάζ, αυτό της ταυτότητας.
Διαβάζουν οι νέοι σήμερα; Δεν ξέρω. Εντάξει έχω ψυλλιαστεί ότι βγάζουν ηδυπαθείς φωτογραφίες γεμάτες χάρη και τσαχπινιά με το κινητό τους μπροστά από τον καθρέφτη του μπάνιου τους και μετά τις βάζουν στο facebook, απολαμβάνοντας τα σχόλια των άλλων (...μωράκι μου είσαι γλύκα! ...Καλά, Θεός, δεν το συζητώ...), αλλά από τη άλλη όταν βγαίνει κάποιος καινούριος Χάρυ Πότερ ή Twilight, γίνεται της τρελής από πωλήσεις. Συνεπώς... δεν ξέρω τι συμβαίνει κι εδώ. Θεωρώ ότι μεγάλο πρόβλημα υπάρχει στην αναγνωστική παιδεία των σημερινών νέων. Οι νέοι δεν διαβάζουν, γιατί δεν ξέρουν να διαβάσουν, δεν ξέρουν τι να αποκομίσουν από ένα βιβλίο. Όμως σάμπως και στους μεγαλύτερους το έμαθε κανείς αυτό; Όχι βέβαια, αλλά έχω την εντύπωση ότι τα παιδιά παλαιοτέρων εποχών (πριν 20 και 30 χρόνια π.χ.) κατά κάποιο τρόπο, υποσυνείδητα και ασυναίσθητα, αποκτούσαν μια αναγνωστική παιδεία. Πώς; Θα αναφέρω τα Κλασσικά Εικονογραφημένα, που τόσους και τόσους μύησαν με το σωστό τρόπο (κόμικς) στη λογοτεχνία. Θα αναφέρω περιοδικά της εποχής (π.χ. «Το Ρόδι») που συνέβαλλαν κι αυτά με τον τρόπο τους. Τα αγόρια παλιότερα διάβαζαν Μπλεκ και Αγόρι, τα κορίτσια κάτι παρεμφερές κοριτσίστικο. Υπήρχε δηλαδή μια φυσική συνέχεια από τα Μίκυ Μάους και τα Ποπάυ, στα Αστερίξ, στα Μπλεκ, στα Κλασσικά Εικονογραφημένα. Σήμερα είναι σαν να μην υπάρχει φυσική συνέχεια, σαν να μην υπάρχει στέρεη γέφυρα μεταξύ καθαρά παιδικής λογοτεχνίας και νεανικής. Έτσι έχει «καταρρεύσει» η νεανική, έτσι εγκαταλείπουν οι περισσότεροι το διάβασμα. Είναι όμως μόνο αυτό καθοριστικό; Ή είναι αρκετά σημαντικό; Δεν ξέρω.
Από την άλλη εντοπίζεται κι ένα πρόβλημα στη θεματολογία των βιβλίων. Τα παιδιά γυμνασίου, αλλά προπάντων λυκείου, είναι το πιο δύσκολο αναγνωστικό κοινό, ever. Αποκλείεται, όσο αριστούργημα και να είναι, να ταυτιστούν με τον Παπαδιαμάντη, ή τον Καρκαβίτσα ή τόσους άλλους. Αποκλείεται να ταυτιστούν όμως και με τον Καζαντζάκη. Λόγω θεματολογίας και λόγω εποχής. Είναι σαν να ρίχνεις ένα άτομο που δεν ξέρει να κολυμπά, μεσοπέλαγα. Είναι η αναγνωστική παιδεία που λέγαμε προηγουμένως. Έτσι ενώ κάποια αναγνώσματα τους φαίνονται υπερβολικά παιδικά για τα γούστα τους, μεταπηδώντας σε άλλα, αποκομίζουν την εντύπωση του υπερβολικά ακαταλαβίστικου για τα γούστα τους. Δηλαδή εν ολίγοις, λίγα βιβλία είναι για τα γούστα τους, κι αυτά θέλουν πολύ ψάξιμο. Και βέβαια σήμερα είναι αρκετά κουραστικό να ψάχνει κανείς. Ειδικά αν ασχολείται συνέχεια με το Ίντερνετ, τότε ποιος ο λόγος να μπαίνει σε φασαρίες;

ekebi.wordpress.com