Συνεντεύξεις

Ισχυροί «ανταγωνιστές» απέναντι στο παιδικό βιβλίο είναι το Ίντερνετ, η τηλεόραση, τα video-games. Αυτοί είναι ισχυρότατοι ανταγωνιστές και παίρνουν τις ώρες και κοινό παιδικό. Τα βιβλία τα δικά μου συνδυάζουν αστυνομική πλοκή, επιστημονική φαντασία, νέες τεχνολογίες και προσπαθώ να δώσω το βάρος στην δράση και στα μηνύματα για τα οποία η προσπάθειά μου είναι να τα περνάω χωρίς διδακτισμό.

Βασίλης Παπαθεοδώρου

Συνέντευξη στο Σπύρο Γιαννακόπουλο - Ερευνητές του Σαββάτου-Καθημερινή, 13 Απριλίου 2015

Έξω οι «bully-ηδες» από τη ζωή μας!

Ζητήσαμε από δύο συγγραφείς να «μιλήσουν» μαζί μας για το θέμα της ενδοσχολικής βίας. Αλλιώς school bullying. Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου και η Ουρανία Τουτουντζή δε μιλάνε με την ιδιότητα του «ειδικού». Μιλάνε ως συγγραφείς, που έχουν μελετήσει το θέμα της ενδοσχολικής βίας και με τις ευαίσθητες κεραίες τους και την τέχνη τους έφτιαξαν δύο ιστορίες, για μεγαλύτερα και για μικρότερα παιδιά αντίστοιχα, που θα προτείναμε να διαβάσουν όλοι: θύματα, θύτες και θεατές. Οι ιστορίες τους δεν αναμασάνε μία από τα ίδια και δε μας «διδάσκουν». Είναι δύο ωραία βιβλία που «πιάνουν», με διαφορετικό τρόπο το καθένα, το σφυγμό της εποχής μας.
Ο πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος Βασίλης Παπαθεοδώρου είναι ένας συγγραφέας που με αμεσότητα μπορεί και απευθύνεται στους εφήβους, κατανοώντας τα προβλήματά τους και μιλώντας στη γλώσσα τους. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, «Το ημερολόγιο ενός δειλού», καταπιάνεται με ένα θέμα που όπως φαίνεται το γνωρίζει καλά: το bullying.

Στο «Ημερολόγιο ενός δειλού» ακολουθούμε δύο αφηγήσεις, αυτήν του θύματος και αυτήν του θύτη. Ποιος από τους δύο, όμως, είναι ο δειλός;

Και οι δύο, καθένας για τους δικούς του λόγους. Ο Θοδωρής, το «θύμα», φοβάται τους άλλους, ενώ ο Νίκος, ο «θύτης», φοβάται τον εαυτό του. Και οι δύο αρνούνται να αναγνωρίσουν τα συναισθήματά τους και την εικόνα τους, αρνούνται να δουν τι είναι και πώς θέλουν να είναι. Από τη στιγμή που αρχίζουν να συνειδητοποιούν τι νιώθουν, αρχίζουν να αλλάζουν.

Ο θύτης είναι θεωρητικά ο δυνατός, συμβαίνει συχνά όλο το σχολείο να θέλει να τα έχει καλά μαζί του. Το θύμα είναι μόνο του;

Ίσως όχι και τόσο μόνο, όπως πιστεύει το ίδιο ή και εμείς. Υπάρχουν πάρα πολλοί που ξέρουν τι είναι σωστό και τι λάθος, απλώς φοβούνται να το εκφράσουν. Έτσι μοιάζει σαν να είναι το θύμα μόνο του σε έναν εχθρικό κόσμο, πράγμα που χειροτερεύει την κατάσταση. Το άλλο ερώτημα βέβαια είναι: «Ποιος είναι στην ουσία ο “δυνατός”;». Αυτός που φαίνεται και το επιδεικνύει ή αυτός που υπομένει και προσπαθεί να βελτιωθεί; Μερικές φορές, τις πιο πολλές ίσως, αυτές οι συμπεριφορές ακολουθούν τα πρόσωπα σε όλη τη ζωή τους. Γι’ αυτό και πρέπει να αντιμετωπίζονται από νωρίς.

Πλάκες, αστεία, πείραγμα, ποια τα όρια;

Στις πλάκες και στα αστεία γελάνε όλοι, έστω και στο τέλος. Στο πείραγμα όχι. Οι λόγοι είναι διαφορετικοί, τα αστεία γίνονται για το γέλιο, το πείραγμα για την ταπείνωση. Επίσης, το χοντρό πείραγμα αλλοιώνει το χαρακτήρα του θύματος, τον φοβίζει, τον αποκλείει. Κάπου εκεί βρίσκονται και τα όρια. Bullying είναι μια κακοήθης τακτική που προέρχεται από ένα άτομο και απευθύνεται σε ένα άλλο. Το δεύτερο άτομο καταπιέζεται και τρομοκρατείται για να κερδίσει το πρώτο (δημοφιλία, δύναμη, κ.λπ.). Αυτό είναι καθαρή τρομοκράτηση.

Κι εμείς που γινόμαστε μάρτυρες τέτοιων περιστατικών και κάνουμε τα στραβά μάτια;

Κακώς νομίζουμε ότι το θέμα δε μας αφορά, ότι δεν πρέπει να χώνουμε τη μύτη μας στις δουλειές άλλων. Αυτό το βαφτίζουμε «διακριτικότητα» και αποβάλλουμε τις ενοχές μας. Το φαινόμενο όμως δεν έχει να κάνει με διαπροσωπικές διαφορές, έχει να κάνει με τρομοκρατία και ζητήματα ανθρωπιάς. Πρέπει να απενοχοποιήσουμε την όποια παρέμβασή μας στο πρόβλημα. Το πιο απλό που θα μπορούσαμε να κάνουμε θα ήταν να μη λαμβάνουμε μέρος, έστω και παθητικά (με σιωπηλή επιδοκιμασία, γέλια, χαμόγελα, κ.λπ.) σε αυτό. Τότε θα μειωνόταν το φαινόμενο, επειδή τρέφεται αποκλειστικά και μόνο από τις αντιδράσεις των τρίτων, δηλαδή τις δικές μας.

Συνέντευξη στη Δήμητρα Τριανταφύλλου - Περιοδικό Τaλκ - Τεύχος 40, Απρίλιος 2015

Σε δύο πραγματικά ανατριχιαστικές συμπτώσεις και πάντα λίγο πριν από τα αληθινά γεγονότα, τα βιβλία του Βασίλη Παπαθεοδώρου (σχεδόν όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη) μοιάζουν να προεξοφλούν το μέλλον. Το 2007 κυκλοφόρησε το εφηβικό μυθιστόρημά του «Χνότα στο τζάμι» με έναν έφηβο ήρωα της ιστορίας να δολοφονείται. Έναν χρόνο αργότερα η χώρα θρηνούσε τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. Το πολύ πρόσφατο (εκδόθηκε τον περασμένο Νοέμβριο) «Ημερολόγιο ενός δειλού» θυμίζει επίσης χρονικό προεκτελεσθέντος θανάτου αφού τέσσερις μήνες μετά την κυκλοφορία του πολύ δυνατού αυτού νεανικού βιβλίου γύρω από το bullying θρηνήσαμε ένα αληθινό θύμα –το πρώτο εξαιτίας της ενδοσχολικής βίας σε αυτήν τη χώρα. Ο συγγραφέας, στον οποίο οι πιτσιρικάδες εξομολογούνται τα ντέρτια τους στο facebook, γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα. Σπούδασε μεταλλειολόγος και χημικός μηχανικός στο ΕΜΠ και σήμερα εργάζεται ως τραπεζικός υπάλληλος. Το πρώτο βιβλίο του με τίτλο «Σχολική παράσταση» βραβεύτηκε από τη «Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά». Από τότε έως σήμερα γράφει παιδικά και εφηβικά μυθιστορήματα, πέντε από τα οποία («Το μήνυμα», «Οι Εννέα Καίσαρες», «Χνότα στο τζάμι», «Στη διαπασών», «Το μεγάλο ταξίδι της κινέζικης πάπιας») διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, σε μετεκπαιδευόμενους δασκάλους. Έχει τιμηθεί δύο φορές με το «Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας» (2008, 2010), δύο φορές με το Βραβείο του Περιοδικού «Διαβάζω» και με πολλά άλλα λογοτεχνικά βραβεία. Όπως καταλαβαίνετε το Τaλκ είχε πολλά να τον ρωτήσει!

Πως βρεθήκατε να πιάνετε στα χέρια σας το θέμα για το bullying; Έχετε μιλήσει για εκείνο το αγόρι που γνωρίσατε σε μια επίσκεψη σας σε σχολείο, ένα αγόρι με κόμπο στο λαιμό κι υγρά μάτια. Τι σας εξομολογήθηκε; Τι του είπατε εσείς για να τον παρηγορήσετε;

Το αγόρι ήταν η αφορμή, φαντάζομαι γεγονότα, πληροφορίες κι εμπειρίες ετών, βρίσκονταν στο μυαλό μου εδώ και χρόνια κι απλά χρειάζονταν μια «σπίθα» για να βγουν προς τα έξω. Το παιδί στην αρχή αρνιόταν να παραδεχτεί σε τρίτο άτομο, σε μένα δηλαδή, αυτό που συνέβαινε. Για να είμαι ειλικρινής, ντρεπόταν, ντρεπόταν πολύ. Του είπα ότι κι εγώ στα μαθητικά μου χρόνια είχα υπάρξει στόχος, αυτό όμως δεν με εμπόδισε να πάω παραπέρα. Στο τέλος της σύντομης συζήτησής μας, το αγόρι πήγε να δακρύσει νιώθοντας κάπως ανακουφισμένο.

Τι αισθανθήκατε/σκεφτήκατε μόλις ακούσατε για τον θάνατο του Βαγγέλη;

Αυτό που ένιωσε και κάθε σώφρων, λογικός άνθρωπος που έχει τη στοιχειώδη ανθρωπιά μέσα του. Δεν ένιωσα έκπληξη, παρόμοια περιστατικά έχουν συμβεί πολλά στο εξωτερικό. Απλά και λόγω βιβλίου αισθάνθηκα κάπως άβολα, παρόμοια είχα αισθανθεί και το 2008 με τα γεγονότα του Γρηγορόπουλου. Επιπλέον, πέρα από το αποτρόπαιο αυτό γεγονός, είναι απορίας άξιο το κατά πόσο έχει διαβρωθεί και σαπίσει μέρος της κοινωνίας, που απλά δεν μπορεί να καταλάβει, να συνειδητοποιήσει απλά, όχι μόνο τον πόνο που προκαλεί στον άλλον, αλλά και ένα βασικό διαχωρισμό εννοιών, νομίζοντας πως το bullying είναι πλάκα και βγάζοντας τον εαυτό της από τη θέση του ηθικού αυτουργού. Ναι, είναι πρωτίστως θέμα ηθικής για την κοινωνία.

Έφηβος μέσα σε ελληνική οικογένεια εν μέσω κρίσης. Τι βλέπετε σε αυτή την εικόνα;

Δε θα κάνω το διαχωρισμό «μέσα στην κρίση»-«έξω από την κρίση». Οι έφηβοι έχουν τους δικούς τους κώδικες που αντέχουν και είναι διακριτοί, αλλά και διαφορετικοί από αυτούς του περιβάλλοντός τους. Ο εφηβικός μικρόκοσμος είναι εντελώς διαφορετικός από τον δικό μας, υπάρχουν βέβαια πολλά κοινά σημεία, αλλά στα περισσότερα διαφοροποιούνται. Στους εφήβους, τα συναισθήματα και η διαχείρισή τους, οι φιλίες, οι έρωτες, οι χωρισμοί, οι προδοσίες κατέχουν μεγάλο κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Ίσως και γιατί έχουν κάποιον από πάνω τους να τους προσέχει. Παρόλα αυτά δεν μπορώ να πω ότι μένουν ανεπηρέαστοι από την κρίση, απλά τη βιώνουν με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο απ’ότι εμείς.

Πως κόβατε βόλτες στο κεφάλι του δειλού πρωταγωνιστή στο τελευταίο βιβλίο σας; Πως νιώθατε εκεί στη θέση του; Έχετε βιώσει αυτή την περιθωριοποίηση ως παιδί;

Δεν ξέρω το πώς και το γιατί, πάντως μου ήταν εξαιρετικά εύκολο να μπω στο μυαλό των πρωταγωνιστών, και του θύτη και του θύματος. Αφενός βοήθησε η πρωτοπρόσωπη γραφή του βιβλίου, αφετέρου, ναι, έχω κι εγώ βρεθεί κατά κάποιον τρόπο σε παρόμοια θέση, είτε στο σχολικό, είτε κάνοντας κατάμαυρες σκέψεις περί θανάτου, κλπ. Πιστεύω ότι αυτές οι μαύρες σκέψεις και η γρήγορη εναλλαγή ακραίων συναισθημάτων δεν είναι κάτι ασυνήθιστο στους εφήβους. Επιπροσθέτως, επειδή ήμουν κατά βάση ένα μοναχικό παιδί, είχα υπερβολικά πολύ χρόνο για να σκέπτομαι μόνος μου. Και συνήθως αυτές οι σκέψεις δεν είναι ρόδινες.

Μα πως μπορεί τελικά να αποκτά ισχυρό αίσθημα σαδισμού ένα παιδί 4 ή 5 χρονών;

Το παιδί από πολύ μικρό αποκτά τα πρώτες τάσεις που θα διαμορφωθούν αργότερα σε μοτίβα συμπεριφοράς. Πώς είναι δυνατόν να ζηλεύει όντας 1,5 έτους, το νεογέννητο αδερφάκι του; Ε, είναι. Και η κατάσταση θα επιδεινώνεται μέσω της άστοχης ή όποιας άστοχης αντιμετώπισης των γονέων. Στο βιβλίο ήθελα να καταδείξω το ρόλο που παίζει η οικογένεια στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του παιδιού, είτε προς τη μία, είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Και βέβαια ας μην ξεχνάμε, πως επειδή ακριβώς λείπει από τα πολύ μικρά παιδιά η κρίση και η λογική, είναι πολύ ανεπτυγμένη η διαίσθηση. Ένα παιδί μπορεί να διαισθανθεί συμπεριφορές ενηλίκων, ακόμα κι όταν ο ίδιος ο ενήλικας δεν έχει γνώση αυτών. Ένα ελαφρό σημάδι αποδοκιμασίας, ένα παιδί το βιώνει σαν απόρριψη, μια υπαναχώρηση, ενδεχομένως σαν αδυναμία.

Το εφηβικό κοινό που προσεγγίζετε θεωρείται αρκετά δύσκολο. Που έγκειται η δυσκολία του; Ποιες είναι οι προκλήσεις εδώ;

Το νεανικό κοινό είναι δύσκολο γιατί αφενός δεν διαβάζει πολύ, και αφετέρου (πράγμα που είναι και το πιο σημαντικό) μεταβάλλεται ραγδαία. Ένας έφηβος δεν είναι το ίδιο παιδί που ήταν μισό χρόνο πιο πριν. Συνεπώς θεωρώ πως είναι αρκετά δύσκολο να τους προσεγγίσεις ως ενήλικας, προτιμούν και θέλουν έναν μεγάλο αδερφό, ένα μεγαλύτερο φίλο, για να τον εμπιστεύονται. Αυτό προσπαθώ να περάσω στα βιβλία: Αληθινά συναισθήματα, αληθινές καταστάσεις, που να προσφέρουν μια ταύτιση με τον αναγνώστη. Οι πρόκληση να κερδίσεις το εφηβικό κοινό, έγκειται στην εμπιστοσύνη, στο να μην το κοροϊδέψεις ψευτονεανίζοντας.

Βία στα γήπεδα-παρ’ όλες τις εξαγγελίες της νέα κυβέρνησης συνεχίζουμε στο ίδιο μοτίβο. Την έχετε ζήσει τη βία τα γήπεδα, την έχετε δει ως νέος κι έφηβος και γιατί πιστεύετε ότι είναι τόσο ισχυρό ναρκωτικό για τους νέους στη χώρα μας;

Δεν την έχω ζήσει από κοντά για να είμαι ειλικρινής, πέρα απ’ότι έχω διαβάσει ή δει στην τηλεόραση. Κι αυτά όμως είναι αρκετά. Το φαινόμενο είναι αρκετά σύνθετο, ειδικά στους νέους. Οι νέοι θέλουν να ανήκουν κάπου και παράλληλα να ξεχωρίζουν, δυο φαινομενικά αντίρροπες τάσεις που κατά περίεργο κι αρρωστημένο τρόπο συγκλίνουν εύκολα στο να είναι κάποιος μέλος μιας θύρας (ανήκω σε ομάδα) και παράλληλα να ξεχωρίζει μέσω της δύναμης και της οργής με τους ομοίους του. Φυσικά δεν υποτιμώ εδώ τον παράγοντα της καθοδήγησης που είναι υπαρκτός.

Σε άλλο σας βιβλίο σκιαγραφήσατε τον Γρηγορόπουλο. Γενικώς η βία έχει εξέχουσα θέση στα βιβλία σας. Θεωρείτε ότι αυτό είναι το μείζων ζήτημα στις ζωές μας αλλά και στις ζωές των νέων σήμερα;

Καταρχήν το «Χνότα στο τζάμι» δεν είναι βιβλίο για τον Γρηγορόπουλο, αφού έχει γραφτεί το 2006 κι εκδοθεί το 2007. Συνέπεσε η δολοφονία κάποιου ήρωα να έχει αρκετά στοιχεία με τα γεγονότα του 2008. Παραδέχομαι όμως ότι η βία παίζει ρόλο στα βιβλία μου, όχι απλά για να υπάρχει, αλλά ως συστατικό μιας άρρωστης κοινωνίας, που πρέπει να μεταλλαχθεί, να αλλάξει. Κατά κάποιο τρόπο ξορκίζω το κακό παρουσιάζοντάς το. Δεν το θεωρώ μειονέκτημα αυτό, ήδη κυκλοφορούν άπειρα βιβλία που δεν αγγίζουν αυτά τα θέματα που σχετίζονται με την κάθε μορφής βία, δεν πειράζει που υπάρχουν και κάποια στα οποία διαδραματίζει ρόλο. Αρκεί να γίνεται αντιληπτό το μήνυμα περί μη-βίας, εκεί εστιάζω την προσοχή μου.

Όταν μιλάτε τετ α τετ με τους έφηβους για ποια πράγματα σας μιλάνε;

Για όλα, γι’αυτά που τους προβληματίζουν. Θεωρώ μεγάλη μου χαρά και τιμή που αρκετοί έφηβοι μου μιλάνε στο Facebook, μου λένε τα δικά τους, επιδιώκουν να με γνωρίσουν, δείχνουν να με εμπιστεύονται. Η σχέση είναι αμφίδρομη έτσι, κερδίζουν και οι δυο πλευρές και αυτοί κι εγώ. Προσπαθώ να είμαι συμβουλευτικός, αν μου ζητηθεί και προσπαθώ να μην είμαι επικριτικός, αυτό θα διατάραζε την επικοινωνία. Ακούω χωρίς να κρίνω, προσπαθώντας να καταλάβω καταστάσεις και να βοηθήσω, όπου μπορώ και όπου κληθώ.

Πως μπορούν να ζήσουν καλύτερα τα θύματα του bullying στο μέλλον; Πολλοί λένε ότι τα τραύματα μοιάζουν δεν γιατρεύονται ποτέ.

Πιστεύω ότι ο καθένας μπορεί να αλλάξει ή βελτιώσει τον εαυτό του, κάνοντας το πρώτο βήμα με το να αναγνωρίζει τα συναισθήματά του, όσο κακά και να είναι. Με το να έχει επίγνωση δηλαδή για το ποιος είναι και τι θέλει. Είναι δύσκολο να γιατρευθούν ολοκληρωτικά τα τραύματα από το bullying, πάντα κάτι θα μείνει μέσα στις στάχτες. Ένα άλλο βήμα θα ήταν να μπορεί το θύμα να συγχωρέσει τον εαυτό του για το κακό που αφέθηκε να πάθει, πράγμα που πάλι είναι δύσκολο. Το να μην αναλογιστεί κάποιος την όλη κατάσταση, και να προσπαθεί να την απωθήσει χωρίς μια κάποια υποτυπώδη «λύση», οποιασδήποτε μορφής, χωρίς ένα είδος κλεισίματος, αυτό πιστεύω ότι είναι το χειρότερο, αυτό που αργότερα τον οδηγεί σε μια πλήρη σχεδόν παράλυση μπροστά από κάθε δυσκολία. Μα πάνω απ’όλα θα συνιστούσα τα θύματα να μιλάνε στον περίγυρό τους, σε φίλους ή δικούς τους ανθρώπους, όχι για να πάρουν την έτοιμη λύση που δεν υπάρχει, αλλά για να επιβεβαιωθούν ότι δεν φταίνε, να ξεπεράσουν την ντροπή. Η ντροπή και οι ενοχές είναι οι παράγοντες που παίζουν σημαντικό αρνητικό ρόλο στα θύματα.

Από τις επισκέψεις σας στα σχολεία, από το δημοτικό μέχρι το Λύκειο τι κατάσταση βλέπετε να επικρατεί στα σχολεία; Τι σας κάνει εντύπωση;

Η εντύπωση που απεικονίζω είναι πως υπάρχει ένα τεράστιο δυναμικό, μια θέληση εκ μέρους των παιδιών να κάνουν κάτι, να ψαχτούν. Υπάρχει μια δημιουργική ανησυχία, που τις περισσότερες φορές δε βρίσκει την κατάλληλη διέξοδο. Σε αυτό φταίει βέβαια και το εκπαιδευτικό σύστημα και όλο το κύκλωμα του σχολείου. Ειδικά στα Λύκεια που τα παιδιά είναι στο κατώφλι της ενηλικίωσης, διακρίνεις μια έντονη ανάγκη για προσωπική αναζήτηση, άσχετο αν πολλά παιδιά ακόμα δεν ξέρουν προς τα πού να στραφούν και για ποιο λόγο.

Που κινείται σήμερα το παιδικό/εφηβικό βιβλίο; Υπάρχει καταιγισμός τίτλων, υπάρχει όμως και ζουμί; Υπάρχει καινοτομία;

Η ποιότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ποσότητα. Υπάρχει πληθώρα τίτλων που κατά τη γνώμη μου δρα αποπροσανατολιστικά, πληθώρα εκδηλώσεων, σεμιναρίων, επισκέψεων, κλπ. Το αποτέλεσμα είναι πενιχρό σε σύγκριση με τα παλιότερα χρόνια που δεν υπήρχε τίποτα και το αναγνωστικό κοινό είναι περίπου το ίδιο αριθμητικά με το σημερινό. Φταίει που δεν υπάρχει αναγνωστική παιδεία, γιατί άμα δεν διαβάζουν οι γονείς, τότε πώς θα μάθουν τα παιδιά; Φταίει που κυκλοφορούν βιβλία κακά, χωρίς πρωτοτυπία και καινοτομία, ενώ προβάλλονται δυσανάλογα πολύ. Θα έλεγα ότι ο συνδυασμός απαίδευτων συγγραφέων, απαίδευτων γονιών και απαίδευτων εκπαιδευτικών, δημιουργούν απαίδευτους αναγνώστες. Προφανώς και υπάρχουν και πολύ καλά βιβλία και συγγραφείς, γονείς κι εκπαιδευτικοί, εννοείται ότι δεν είμαι αφοριστικός και ισοπεδωτικός. Αν ήταν όμως να επιρρίψω την ευθύνη σε κάποιον, τότε σίγουρα δεν θα την έριχνα στα παιδιά.

Στη «Λευκή Απεργία των Ροζ Φλαμίνγκο» βάλατε στο παιχνίδι και την οικολογία- κάτι που τα νέα παιδιά θεωρούν μάλλον βαρετό. Τα «δύσκολα θέματα» είναι μια συγγραφική πρόκληση ή πιστεύετε στα βιβλία με στόχο;

Τα φλαμίνγκο είναι εμπνευσμένα από πραγματική ιστορία, που την είχα διαβάσει και μου άρεσε να την γράψω. Θεωρώ ότι κάποια θέματα στη θεματολογία των παιδικών βιβλίων είναι ξαφνικά της μόδας και μετά εξαφανίζονται, σαν να λύθηκαν ως δια μαγείας, επειδή μόνο και μόνο κυκλοφόρησαν ένα σωρό βιβλία πάνω σ’αυτό το θέμα. Τώρα είναι το bullying, αμέσως πιο πριν η διαφορετικότητα, παλιότερα η οικολογία, η νευρική ανορεξία κλπ. Σαφώς και δεν επηρεάζομαι από τις μόδες, προσπαθώ τουλάχιστον. Αυτό που έχω σαν πυξίδα στο μυαλό μου είναι να διηγηθώ μια ιστορία που να αρέσει σε εμένα, αλλά παράλληλα να βάλω και μια συγγραφική πρόκληση στον εαυτό μου, ένα «εμπόδιο» στη γραφή, για να αποκτήσω ενδιαφέρον και παράλληλα να εξελιχθώ όσο γίνεται.

Τα βιβλία σας βάζουν και τη σύγχρονη ελληνική πολιτική στο κάδρο. Στο μυθιστόρημα «Στη Διαπασών» που εκδόθηκε το 2009 ο χρυσαυγιτισμός κάνει την εμφάνιση του στα Καμίνια και θυμίζει αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Οι έφηβοι ήταν η πιο …αγαπημένη ηλικιακή ομάδα της Χρυσής Αυγής. Πόσο απομακρυσμένοι ήταν οι νέοι μας από την πολιτική συνείδηση τα τελευταία χρόνια και πως μπορούν να μπουν στο παιχνίδι της συμμετοχής των κοινών με έναν υγιή τρόπο;

Όλα τα βιβλία μου, ακόμα και τα χριστουγεννιάτικα, εμπεριέχουν έντονα το στοιχείο της πολιτικοποίησης, τουλάχιστον της πολιτικής θέσης, του στίγματος. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω αν οι νέοι ήταν απομακρυσμένοι ή απλά δεν είχαν συνειδητοποιήσει το πόσο ενδιαφέρονται για θέματα ευρύτερης πολιτικής ή κοινωνικά θέματα. Για μένα ο πιο υγιής τρόπος θα ήταν να αρχίσουν να επενδύουν στην εξέλιξή τους ως άτομα-μέλη μιας κοινωνίας, στην εκπαίδευσή τους, στην αυτοβελτίωσή τους. Μια εικόνα/ κατάσταση που θυμάστε πολύ έντονα από τη δική σας εφηβεία; Τη μοναξιά θα έλεγα και τις εσωτερικές συγκρούσεις. Αλλά παρόλα αυτά τα σχολικά μου χρόνια ήταν καλά, αν και συντηρητικά. Ποτέ δεν έκανα το «μπαμ» σαν έφηβος, ίσως γι’αυτό το εκτονώνω τώρα κάπως μέσω των βιβλίων μου. Σήμερα κάποια από τα παιδιά που επισκέπτεστε στα σχολεία μπορεί αύριο να θέλουν να σπάσουν μια τράπεζα σαν αυτή που δουλεύετε. Πως μπορούμε να κρατήσουμε τους νέους ενταγμένους με θετικό τρόπο σε μια κοινωνία που σαπίζει; Με το να τους βάλουμε να αντικρίσουν στον καθρέφτη τον εαυτό τους, με το να μη χαϊδεύουμε τα αφτιά τους. Κάθε πράξη έχει συνέπειες, κάθε άνθρωπος έχει δικαιώματα, καθήκοντα και υποχρεώσεις. Μα, πάνω απ’όλα με το να επιμείνουμε στο να ταυτίζονται οι αξίες, με τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Πολλά προβλήματα στην κοινωνία υπάρχουν διότι οφείλονται σε εσωτερικές συγκρούσεις των μελών της κοινωνίας. Το να μην αναγνωρίζει κάποιος με τη συμπεριφορά του σε κάποιον άλλον, αυτό που απαιτεί να του αναγνωριστεί από τον άλλον, αυτό είναι πρόβλημα. Π.χ. το να καταδικάζεις το bullying, χειραγωγώντας και καταπιέζοντας τους δικούς σου ανθρώπους, αυτό είναι πρόβλημα. Βάζετε πάντα κομμάτια της καθημερινότητας στα βιβλία σας- την αληθινή ιστορία ενός κοριτσιού που έστελνε γράμματα σε μια εφημερίδα, τον Γρηγορόπουλο…. Έχει να κάνει με τη ταύτιση των παιδιών/ εφήβων με το θέμα; Όχι, έχει να κάνει με το θέμα αυτό καθαυτό. Το γράψιμο ενός βιβλίου σηματοδοτεί για μένα μια κάποια φάση που περνώ, τη διάθεση στην οποία βρίσκομαι, ένα καθρέφτισμα των εκάστοτε σκέψεων και συναισθημάτων μου. Όταν δεν έχω να γράψω κάτι, απλά δε θα γράψω, δε θα κάνω κάτι ψυχαναγκαστικά. Και προσπαθώ να γράφω «γήινες» ιστορίες, ακόμα κι αν κάποιες φορές κάποια από τα βιβλία μου είναι δυστοπικά ή φαντασιακά. Τα μυθιστορήματα σας έχουν μπόλικες από τις εκφράσεις των νέων ενώ η αφήγηση μοιάζει με επιτόπιο ρεπορτάζ στον τόπο του εγκλήματος. Ποιος σας τροφοδοτεί με όλες αυτές τις πολύτιμες πληροφορίες; Οι επισκέψεις στα σχολεία, το Facebook, οι συναντήσεις με νέους, όλα αυτά είναι «μεγάλοι δάσκαλοι» για μένα. Επιπλέον δεν είμαι το άτομο που μιλώ ακαδημαϊκά, σαν ξεκομμένος από την πραγματικότητα. Πολλές εκφράσεις τις χρησιμοποιώ κι ο ίδιος στην καθημερινότητά μου. Οι διάλογοι είναι το μόνο σημείο του βιβλίου που δεν με προβληματίζει σχεδόν καθόλου.

Εφηβικά βιβλία που διαβάσατε τον τελευταίο καιρό και σας κίνησαν την περιέργεια, σας άρεσαν, τα συστήνετε;

Εννοείται, αυτό εξυπακούεται. Και τα συστήνω και τα ζηλεύω (όχι φθονώ) και μερικές φορές με επηρεάζουν.

Μια συμβουλή για τους γονείς αυτής της χώρας σήμερα;

Τα παιδιά κατά κύριο λόγο διαμορφώνουν χαρακτήρα και κώδικες, επηρεαζόμενα από αυτούς. Συνεπώς προτού βαλθούν να συνετίσουν, ας σκέπτονται καλύτερα τι μπορούν να αλλάξουν οι ίδιοι στη συμπεριφορά τους και στον τρόπο αντιμετώπισης καταστάσεων. Κοινώς, μην απαιτούν από τα παιδιά, πράγματα που δεν τους έχουν δείξει. Αυτό φαντάζομαι πως θα ήταν μια καλή αρχή.

Συνέντευξη στη Σοφία Πολίτου – Βερβέρη,  «Σελίδες για Βιβλιόφιλους» του Ομίλου NAKAS, τεύχος 1o, Απρίλιος 2015

Έχετε ασχοληθεί με πολύ σημαντικά κοινωνικά – και όχι μόνο - θέματα όπως είναι η οικολογία, το bullying, η χρήση των νέων τεχνολογιών και η εξάρτηση από τους Η/Υ, ο ρατσισμός, το μίσος και η βία, η παγκόσμια κρίση κ.α., θέματα που δεν αφορούν μόνο τα παιδιά, αλλά και τους μεγάλους (από αυτούς ξεκινούν όλα!). Συνομιλώντας με τα παιδιά, ποιό από όλα τα παραπάνω θέματα, θα κουβεντιάζατε μαζί τους ως πρώτο σε προτεραιότητα για δράση και άμεση λύση – ανακούφιση και θα ζητούσατε τη βοήθειά τους;

Για να είμαι ειλικρινής, στις επισκέψεις μου στα σχολεία προσπαθώ τουλάχιστον να δω, ποια προβλήματα απασχολούν εκείνη τη στιγμή τα παιδιά και να συζητήσουμε πάνω σε αυτά. Ένα βιβλίο προσφέρει αρκετές αφορμές για συζήτηση και ειδικά στις εφηβικές και νεανικές ηλικίες, τα θέματα που ανακύπτουν είναι πάντα πολλά. Δουλειά μου και υποχρέωσή μου είναι να προσφέρω ένα καλό «αφτί», να αφήνω τα παιδιά να μιλάνε και να εκφράζονται. Τα προβλήματα όμως των σχέσεων ή του μέλλοντός τους ή των αναζητήσεών τους είναι πάντα στην πρώτη γραμμή.

Οι «Ιπτάμενες Σελίδες» είναι ένας ύμνος για τη φιλαναγνωσία, ένα αγαπημένο βιβλίο των μικρών βιβλιοφάγων. Στην παιδική σας ηλικία, ποια ήταν η σχέση σας με το βιβλίο;

Μικρός διάβαζα πολύ, ίσως επειδή ήμουν και κάπως μοναχικός. Τότε βέβαια υπήρχαν πολλά αναγνώσματα που έβαζαν έναν νεαρό αναγνώστη μέσα στο κλίμα της ανάγνωσης: Από τα Κλασσικά Εικονογραφημένα, τα κόμιξ (Μίκυ Μάους, κλπ), τα «αγορίστικα» (Αγόρι, Μπλέικ) ή αντίστοιχα «κοριτσίστικα» περιοδικά (Μανίνα, Κατερίνα) μέχρι τα παιδικά-λογοτεχνικά περιοδικά (Το Ρόδι). Παλιότερα όμως το βιβλίο ήταν ένα αξιοσέβαστο και αξιοπρεπές δώρο, χαιρόμουν να μου φέρνουν βιβλία. Έτσι ανέπτυξα σιγά-σιγά και αβίαστα τη σχέση μου με το βιβλίο.

Υπάρχουν συμβουλές που θα βοηθούσαν τα παιδιά να αγαπήσουν την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων; Σε ποιους θα απευθύνατε τις συμβουλές σας;

Συμβουλές θα έδινα μόνο στους γονείς. Αν θέλουν τα παιδιά τους να αγαπήσουν τα βιβλία και την ανάγνωση, πρέπει να τους βλέπουν και τους ίδιους να διαβάζουν στο σπίτι, μια εφημερίδα, ένα περιοδικό, ένα βιβλίο. Αυτό είναι και το αποτελεσματικότερο βήμα για τη φιλαναγνωσία, σημαντικότερο από όσες προσπάθειες γίνουν είτε από τα σχολεία είτε από τους συγγραφείς. Το βιβλίο δεν είναι φάρμακο, που χρειάζεται να το πάρει κανείς. Πρέπει να αγαπηθεί. Και για να αγαπηθεί, πρέπει να μαθευτεί, να γίνει τουλάχιστον οπτικά οικείο στους μελλοντικούς αναγνώστες, να πάρουν ένα στα χέρια τους, να το ξεφυλλίσουν, να το παρατήσουν ενδεχομένως και να διαλέξουν κάποιο άλλο. Το να γίνονται αξιοσημείωτες κι αξιοσέβαστες προσπάθειες στα σχολεία, είναι καλό, πλην όμως πιάνουμε το πρόβλημα από τη μέση κι όχι από τη δημιουργία του.

Θα θέλατε να μας γράψετε λίγα λόγια για την πορεία του εφηβικού βιβλίου στη χώρα μας; Έχει δυναμική παρουσία; Είναι παραγκωνισμένο; Εκτιμάται η αξία του; Το μέλλον του φαντάζει… ηλεκτρονικό;

Πιστεύω ότι το εφηβικό βιβλίο έχει μια δυναμική η οποία δεν έχει φανεί πλήρως. Τα παιδιά δεν έχουν πρόβλημα να διαβάσουν ένα καλό εφηβικό βιβλίο και να παρακινηθούν από αυτό για να διαβάσουν κι άλλα μετά, αλλά πάνω απ’όλα πρέπει να υπάρχουν βιβλία του είδους που να τους συγκινήσουν και να τους αγγίξουν, τουλάχιστον τους περισσότερους μη-αναγνώστες. Πρέπει να υπάρχουν ενημερωμένοι καθηγητές για να υποδείξουν, εκλεκτικοί για να βάλουν ένα βιβλίο στην τάξη. Δυστυχώς, επειδή κυκλοφορούν πολλά κακά βιβλία, το μεγαλύτερο κακό ίσως γίνεται από wannabe συγγραφείς, που θεωρούν το είδος εύκολο για να διακριθούν ή σκαλί για κάτι άλλο. Η παρουσία του νεανικού βιβλίου αρχίζει να αποκτά αξία, αλλά υπάρχουν ακόμα πάρα πολλά βήματα εξέλιξης. Αναφορικά με το ηλεκτρονικό βιβλίο δεν έχω κάποια ιδιαίτερη άποψη. Εγώ προσωπικά προτιμώ την έντυπη μορφή, κάποιος άλλος την ηλεκτρονική. Αλλά, όπως και να το κάνουμε, είτε στη μια μορφή είτε στην άλλη, το κείμενο μετράει.

Η περίοδος της εφηβείας μπορεί να ενεργοποιήσει ή όχι τα πεδία της φιλαναγνωσίας, της βιβλιοφιλίας, στα νεαρά παιδιά;

Εννοείται πως μπορεί, ίσως και να επιβάλλεται. Η περίοδος της εφηβείας είναι μια περίοδος ανακατατάξεων, αλλαγής προτεραιοτήτων, διαμόρφωσης χαρακτήρα, προσωπικών αναζητήσεων, εσωτερικού ψαξίματος. Αυτό ενδέχεται να κρατήσει πολλά χρόνια, ίσως και μια ολόκληρη ζωή, η αρχή όμως αυτής της περιόδου τοποθετείται στην εφηβεία. Τα βιβλία, τα καλά βιβλία, μπορούν να συνεισφέρουν προς αυτή την κατεύθυνση, να κάνουν ευκολότερα τα βήματα, να φωτίσουν διαφορετικές εναλλακτικές.

Τι κοινά στοιχεία βρίσκετε ανάμεσα στο ταξίδι της κινέζικης πάπιας με το ταξίδι του βιβλίου στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια (στα χρόνια της κρίσης);

Χαχα. Η κινέζικη πάπια ταξίδεψε, αναζήτησε, παιδεύτηκε, έμαθε όλα αυτά τα χρόνια. Υπάρχουν πολλά βιβλία που έκαναν τον ίδιο κύκλο με αυτόν της πάπιας, αλλά υπάρχουν και άλλα που έμειναν στατικά ή που δίνουν μια ψευδή εικόνα αναζήτησης και ταύτισης με την επικαιρότητα.

Οι σκέψεις σας για το μέλλον, την τύχη των νέων Ελλήνων συγγραφέων στην εκδοτική ζωή του τόπου;

Νέοι συγγραφείς υπάρχουν πολλοί και αξιόλογοι. Οι σκέψεις μου είναι όμως ανάμικτες γιατί υπάρχουν και πάρα πολλοί που εμμονικά σχεδόν, προσπαθούν να καταξιωθούν άμεσα σε έναν χώρο, δίχως την απαραίτητη υπομονή και προεργασία. Όλη η ζωή, ακόμα και η εκδοτική, είναι μια αλληλουχία βημάτων (ή αλμάτων σε κάποιες περιπτώσεις) που πρέπει να ακολουθηθούν, τουλάχιστον στις περισσότερες των περιπτώσεων. Συνεπώς θα σύστηνα στους νέους συγγραφείς να είναι περισσότεροι επίμονοι και απαιτητικοί με τη δουλειά τους, καθώς και υπομονετικοί. Η τύχη/καταξίωση μπορεί να αργήσει, αλλά θα τους χτυπήσει την πόρτα, αν τα γραπτά τους αξίζουν. Κυρίως πρέπει να είναι υπεύθυνοι και σοβαροί με αυτό που κάνουν, να μην το υπερεκτιμούν, αλλά συνάμα να ξέρουν και σε ποιο σκαλοπάτι βρίσκονται.

Κάθε βιβλίο είναι καλό να χαρακτηρίζεται ως ένα έργο τέχνης και γιατί;

Προφανώς και όχι, εγώ θα έλεγα ότι κάθε καλό βιβλίο είναι καλό να χαρακτηρίζεται ως έργο τέχνης. Και καλό σημαίνει να έχει λογοτεχνικότητα, να βγάζει σκέψεις και συναισθήματα, να διαθέτει μια κάποια οικουμενικότητα και καθολικότητα ίσως. Όπως είπα και παραπάνω, δεν είναι όλα τα βιβλία καλά. Όπως δεν είναι καλές όλες οι ταινίες, οι θεατρικές παραστάσεις, τα κτήρια. Για να χαρακτηριστεί κάτι ως έργο τένης (ή λόγου για τα βιβλία) πρέπει να συγκεντρώνει κάποια κριτήρια αντικειμενικά, πέρα από τις υποκειμενικές εκτιμήσεις του καθενός.

Τίτλοι βιβλίων που έχετε στην καρδιά σας;

Ο φύλακας στη σίκαλη και ο Άρχοντας των μυγών είναι δύο από τα βιβλία που με έχουν επηρεάσει στη ζωή μου. Μου αρέσει πάρα πολύ η αγγλοσαξονική λογοτεχνία (π.χ. Στάινμπεκ). Αν αναφέρεστε σε δικούς μου τίτλους, κάθε ένα βιβλίο μου σημαίνει κάτι για μένα, τουλάχιστον αναγνωρίζω τη φάση και την ψυχική μου διάθεση όταν το έγραφα. Προσπαθώ πάντως να αποστασιοποιούμαι από αυτά όταν έχουν εκδοθεί.

Μικρές συμβουλές ζωής για τους μικρούς σας αναγνώστες;

Να σέβονται τον απέναντί τους, να βάζουν τα δικά τους όρια και τα όρια του άλλου. Επίσης να μη φοβούνται τα συναισθήματά τους, να τα αναγνωρίζουν, ακόμα και τα άσχημα, γιατί τότε μόνο θα μπορέσουν να τα καταπολεμήσουν και να τα τιθασεύσουν.

Ετοιμάζετε κάτι που θα θέλατε να το πείτε και σε μας; Πού μπορούμε να σας βρούμε;

Αυτή την περίοδο δεν ετοιμάζω κάτι. Αλλά όσοι θέλουν να με βρουν και να επικοινωνήσουν μαζί μου, μπορούν να το κάνουν στο Facebook (σελίδα και προφίλ) ή να επισκεφθούν το site μου, στο www.juvenilebooks.gr.

Συνέντευξη στην Ελένη Κορόβηλα - Bookpress, 6 Μαρτίου 2015

«Στο bullying ο θύτης δεν έχει ενσυναίσθηση»

Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου γράφοντας Το ημερολόγιο ενός δειλού (εκδ. Καστανιώτη) έδωσε φωνή σε ένα θύμα εκφοβισμού, ή αλλιώς bullying, ενός φαινομένου με ανησυχητικές διαστάσεις.

Γράψατε ένα βιβλίο με θέμα το bullying επιλέγοντας να δώσετε φωνή σε ένα «θύμα» για να αφηγηθεί την ιστορία του. Πόσο μεγάλες θεωρείτε πως είναι οι διαστάσεις του φαινομένου;

Θεωρώ πως είναι πολύ μεγάλες και μ' αυτό δεν εννοώ μόνο αυτά που συμβαίνουν στο χώρο του σχολείου, ούτε αυτά που έχουν σχέση με σωματική βία. Το bullying για μένα είναι ένα φαινόμενο που υπήρχε ανέκαθεν, από τότε που υπήρχε η ψυχολογία του δυνατού και ο φόβος του αδυνάμου. Θεωρώ πως έτσι πρέπει να ονομάζεται η σκόπιμη πράξη που γίνεται από τον θύτη προς ίδιον όφελος, και που επηρεάζει με δραματικό τρόπο την ψυχοσύνθεση του θύματος. Προφανώς χρειάζονται τουλάχιστον δυο άτομα για να χορέψουν αυτό το χορό, χορός που άλλες φορές είναι πασιφανής κι άλλες πολύ πιο ύπουλος. Η κακοποίηση, η χειραγώγηση, η εκμετάλλευση, η κακομεταχείριση, καθώς και όσα φαινόμενα της ίδιας κατηγορίας γίνονται επιλεκτικά προς ένα στοχοποιημένο άτομο, μπορούν να θεωρηθούν μια μορφή bullying. Ο επαγγελματικός χώρος, η οικογένεια, οι φιλικές κι ερωτικές σχέσεις, καθώς και οτιδήποτε μπορεί να εξελιχθεί σε σχέση εξάρτησης ή υποταγής, εμπεριέχει όλα τα στοιχεία του bullying.

Στο βιβλίο σας η αφήγηση ξεκινά σε χρόνο μεταγενέστερο από όταν συνέβησαν τα γεγονότα. Το τραύμα άραγε δεν επουλώνεται ποτέ;

Το τραύμα ξεχνιέται από κάποιους ή στοιχειώνει κάποιους άλλους. Ειλικρινά δεν ξέρω αν μπορεί να επουλωθεί ποτέ ολοκληρωτικά, θεωρώ πως κάποια σημάδια μένουν. Η δύναμη του καθενός έγκειται στο να κλείσει αυτές τις πληγές όσο πιο καλά μπορεί. Παρατηρώντας αρκετούς τύπους ανθρώπων γύρω μας, τις δυσλειτουργίες που εμφανίζουν στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, εύκολα μπορούμε να φανταστούμε κάποιες φορές το παρελθόν τους. Απόρριψη, προδοσία, εγκατάλειψη, έλλειψη στοργής ενδεχομένως, αφήνουν το αποτύπωμά τους για μια ζωή. Δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι όλα αυτά είναι bullying, απλώς και τα τραύματα από τη συγκεκριμένη πράξη είναι εξίσου βαθιά.

Γιατί επιλέξατε την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και το προσωπικό ημερολόγιο; (ο ήρωας γράφει στο ημερολόγιό του)

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνει πάντα ζωντάνια στο κείμενο, ενώ οδηγεί τον αναγνώστη στο να ταυτίζεται με πρόσωπα και καταστάσεις. Στο βιβλίο παρουσιάζω σκόπιμα και το θύτη και το θύμα, δυο παράλληλες πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις. Δεν θέλησα να κάνω το θύμα εξαιρετικά συμπαθή τύπο, ενώ τον θύτη πολύ αντιπαθητικό. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει επουδενί δικαιολόγηση των πράξεων του θύτη και απενεχοποίηση. Απλώς ήθελα να δώσω μια πιο ανθρώπινη διάσταση, τις σκέψεις των πρωταγωνιστών, το πώς κινούνται στην καθημερινότητά τους, το γεγονός ότι για το θύμα η μόνη του σκέψη είναι ο εκφοβισμός και πώς θα τον αποφύγει, ενώ ο θύτης ούτε καν το σκέφτεται, δεν διαθέτει την παραμικρή ενσυναίσθηση όταν το κάνει, την παραμικρή ενοχή. Πιστεύω ότι ο θύτης έχει προβλήματα που αγγίζουν την ψυχοπαθολογία, ενδεχομένως και το θύμα, δεν είμαι σίγουρος για το τελευταίο. Υπάρχει μια σαδιστική, υποσυνείδητη αρκετές φορές, ευχαρίστηση του θύτη, στο να βλέπει κάποιον άλλον να υποφέρει. Γι' αυτό και αυτά τα φαινόμενα δεν είναι πλάκα, ούτε παιχνίδια μεταξύ παιδιών.

Ο όρος «εκφοβισμός» εισήχθη στο λεξιλόγιό μας τα τελευταία χρόνια. Στο παρελθόν, την εποχή που ήσασταν έφηβος, πώς αντιμετωπίζονταν ανάλογα περιστατικά;

Κάποια περιστατικά που μου είχαν συμβεί, τα είχα αναφέρει στους γονείς μου, κάποια άλλα όχι. Σήμερα ο κόσμος είναι περισσότερο ευαισθητοποιημένος ως προς αυτό το θέμα, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως κάνει κανείς κάτι γι'αυτό, πως αναλαμβάνει έμπρακτα κάποια ευθύνη. Ελάχιστες είναι μάλλον οι περιπτώσεις αντιδράσεων. Στο παρελθόν τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα (γιατί το θύμα κινδύνευε να χαρακτηριστεί από αδύναμο έως οτιδήποτε άλλο), και πιο συγκεχυμένα, αφού μόνιμη επωδός ήταν το «για πλάκα το έκανε, δεν το εννοούσε, παρεξήγησες την κατάσταση, είναι καλό παιδί». Προφανώς και δεν μιλάμε για καλά παιδιά, ας φανώ λίγο αυστηρός, μιλάμε για κακά παιδιά ή προβληματικά παιδιά, αυτά που ηδονικά αρέσκονται στο να μειώνουν τους άλλους. Αλλά η γενικότερη αντίδραση ήταν πάνω κάτω η ίδια. Ίσως να υπήρχε η διαφορά πως τα σχολεία ήταν πιο αυστηρά τότε και οι γονείς πίστευαν και στην παιδαγωγική διάσταση της εκπαίδευσης πέρα από την καθαρά μαθησιακή. Έτσι, κάποιες φορές εάν τέτοια περιστατικά έφταναν στους καθηγητές ή στο διευθυντή, υπήρχε τιμωρία, πράγμα που περιόριζε κάπως το φαινόμενο εντός του σχολικού χώρου.

Μήπως από υπερβολική ή κακώς εννοούμενη πολιτική ορθότητα αποτρέπουμε τα παιδιά από το να επιλύσουν τις διαφορές τους μόνα τους;

Εδώ δε μιλάμε για διαφορές, μιλάμε για συνεχές, καθημερινό βασανιστήριο. Το θύμα δεν έχει καμία διαφορά με τον θύτη, ούτε αντίστροφα, δεν υπάρχει κάτι για να λυθεί. Υπάρχει μια σαδιστική, υποσυνείδητη αρκετές φορές, ευχαρίστηση του θύτη, στο να βλέπει κάποιον άλλον να υποφέρει. Γι' αυτό και αυτά τα φαινόμενα δεν είναι πλάκα, ούτε παιχνίδια μεταξύ παιδιών. Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, η μία πλευρά εξαναγκάζεται και σύρεται στο να παίξει το παιχνίδι της άλλης, με τους κανόνες που θα θεσπίσει ο θύτης. Γίνεται αρκετές φορές, τις περισσότερες ίσως, παρανόηση μεταξύ πειράγματος, παιχνιδιού και bullying, ενώ τα πράγματα είναι πολύ απλά: Το θύμα ΔΕΝ θέλει, αλλά και ΔΕΝ μπορεί να κάνει αλλιώς, επειδή πάλι θα ζημιωθεί.

Πώς εξηγείται, κατά τη γνώμη σας, το ότι αποδεδειγμένα πιο μορφωμένοι γονείς, με μεγαλύτερη ανοχή και πιο προοδευτικές ιδέες για την ανατροφή έχουν παιδιά που ξεπερνούν τα όρια σε τέτοιο βαθμό;

Δεν θεωρώ τη μόρφωση αποκλειστικό παράγοντα για μια καλή ανατροφή. Μερικές φορές, αν όχι όλες, είναι προτιμότερες οι αξίες από τις ιδέες, κι αν αυτά τα δύο ταυτίζονται ή συμβαδίζουν, τόσο το καλύτερο. Απεναντίας, νομίζω πως η συναισθηματική νοημοσύνη είναι ή πρέπει να είναι το κυρίαρχο στοιχείο της ανατροφής. Έχω δει άτομα εξαιρετικά έξυπνα, αλλά όχι ευφυή, πολύ μορφωμένα, αλλά κοινωνικά υπανάπτυκτα. Μερικές φορές η «ναρκισσιστική» θεώρηση της μόρφωσης και των ιδεών, οδηγεί σε ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, σε ένα είδος συναισθηματικής αναπηρίας. Και όλοι οι άνθρωποι, όχι μόνο τα παιδιά, πρέπει να αναγνωρίζουν τα συναισθήματά τους, είτε αυτά είναι καλά είτε είναι κακά. Στην πρώτη περίπτωση για να τα αναπτύξουν περαιτέρω, ενώ στη δεύτερη για να τα αντιμετωπίσουν. Αργά ή γρήγορα η συναισθηματική έλλειψη γυρνά σαν μπούμερανγκ στο ίδιο το άτομο που την έχει. Όσο πιο γρήγορα τη συνειδητοποιήσει, τόσο αποτελεσματικότερα μπορεί να την αντιμετωπίσει.

Θύμα και θύτης: πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος;

Σίγουρα για να υπάρξει ο ένας πρέπει να υπάρχει και ο άλλος, άθελά του, έστω. Ναι, σε μερικές περιπτώσεις ο θύτης έχει υπάρξει κι αυτός θύμα, ή εξακολουθεί να είναι σε άλλο περιβάλλον. Αυτό όμως δεν του προσφέρει άλλοθι, δεν είναι «το καημένο παιδί που ξεσπά τα προβλήματά του σε άλλον». Μπορεί να είναι το «καημένο παιδί» ως προς τα δικά του προβλήματα, το να τα προβάλλει ή να τα μεταθέτει σε τρίτο άτομο, όμως, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Κι ας μου επιτραπεί, εξαιρετικά κακό.

Τι πιστεύετε πως μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στους εφήβους; Γιατί να διαβάζουν;

Πιστεύω πως η λογοτεχνία μπορεί να προσφέρει, πέρα από ευχαρίστηση, πράγμα που είναι υποκειμενικό, και την ενσυναίσθηση για την οποία μίλησα παραπάνω. Γνωρίζοντας τύπους ανθρώπων, αντιδράσεων και καταστάσεων μέσα από ένα βιβλίο, υποσυνείδητα εξασκούμαστε στο χειρισμό και την καλύτερη αντιμετώπιση ενδεχόμενων δυσκολιών. Δε θα αναφερθώ στα ποικίλα εκπαιδευτικά προτερήματα της ανάγνωσης, είναι γνωστά και θα ήταν κλισέ να τα επαναλάβω. Το γεγονός είναι πως η ανάγνωση λογοτεχνίας μπορεί κάποιες, πολλές φορές να διαμορφώσει αρτιότερους χαρακτήρες.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας για εφήβους; Υπάρχουν θέματα ταμπού;

Στην Ελλάδα ναι, υπάρχουν θέματα ταμπού. Για κάποιους είναι ταμπού ακόμα και οι βωμολοχίες σε κάποιο βιβλίο, οι σωστά ενταγμένες στα πλαίσια της ιστορίας και στην ψυχοσύνθεση του ήρωα βρισιές. Πέρα από αυτά, υπερβολικά πολλά βιβλία στην Ελλάδα έχουν έναν άκρατο συντηρητισμό, μια κακώς νοούμενη πολιτική ορθότητα. Στο εξωτερικό υπάρχουν βιβλία που έχουν ως θεματολογία παιδιά που γεννήθηκαν σε φυλακές, παιδιά τρομοκράτες, ερμαφροδιτισμό, κ.ά. Πέρα από το αν αυτά τα βιβλία αφορούν πολλούς ή λίγους, δεν είναι αυτό το θέμα, τολμούν να ανοίγονται στα βαθιά. Γνώμη μου είναι πως πρέπει να γράφονται βιβλία που να ενδιαφέρουν άμεσα τους εφήβους, να αποτυπώνουν τους δικούς τους κώδικες επικοινωνίας, τους δικούς τους προβληματισμούς κι όχι την ιδεολογία και τη θεώρηση του συγγραφέα, για το τι νομίζει αυτός πως είναι σωστό να διαβάζουν τα παιδιά αυτής της ηλικίας.

Συνέντευξη στον Άρη Δημοκίδη - Lifo, 5 Μαρτίου 2015

Όταν τελείωσα το διάβασμα του βιβλίου, ζήτησα απ' τον Βασίλη Παπαθεοδώρου να μου αφηγηθεί όσα έμαθε για το bullying γράφοντας αυτό το βιβλίο. Να τι μου είπε:

Η αφορμή γι'αυτό το βιβλίο ήταν ένα περιστατικό σε ένα σχολείο που είχα επισκεφθεί. Τέσσερα αγόρια να πειράζουν ένα συμμαθητή τους κι αυτός να μην μπορεί να αντιδράσει. Είδα τον κόμπο στο λαιμό του παιδιού όταν μπήκα στην τάξη, τα νοτισμένα μάτια και μετά την εκδήλωση του μίλησα. Όμως τα αίτια για το βιβλίο είναι περισσότερα. Είναι προσωπικά βιώματα, εξιστορήσεις από γνωστούς μου γονείς, όπως και αυτά που ακούω ότι γίνονται στα σχολεία και πολλές φορές δεν θέλω να τα πιστέψω.
Αν επιχειρούσαμε να δώσουμε έναν ορισμό για το εν λόγω φαινόμενο/μάστιγα και να το ξεχωρίσουμε από τις παρανοήσεις που γίνονται (πλάκα; πείραγμα;), θα λέγαμε ότι είναι η πράξη, που πρέπει ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ να: 1) Είναι συνεχής κι επαναλαμβανόμενη σαν μοτίβο συμπεριφοράς. 2) Στοχοποιεί ένα άτομο που είναι σε πιο αδύναμη θέση ή που δεν μπορεί να αντιδράσει/αποδράσει χωρίς περαιτέρω συνέπειες. 3) Αποτελεί σκόπιμη ενέργεια για να βλάψει κάποιον σωματικά, κοινωνικά, οικονομικά, ψυχολογικά. 4) Βρίσκεται υπό τον πλήρη έλεγχο του ατόμου που το ασκεί. 5) Δεν είναι καλοδεχούμενο από το άτομο που το δέχεται κι επηρεάζει τον ψυχισμό του. Θύτες συναντούμε στο στρατό, στο Πανεπιστήμιο, στην οικογένεια, στην επαγγελματική ζωή, στον έρωτα, στις φιλίες. Το να κατευθύνεις και να χειρίζεσαι τον άλλον ψυχολογικά, είναι bullying. Το περίεργο με το bullying είναι πως ενώ θέλει και τα 5 παραπάνω συστατικά για να χαρακτηριστεί έτσι (ούτε ένα λιγότερο), κατά παράξενο τρόπο αυτά επιτυγχάνονται εξαιρετικά εύκολα κι έτσι είναι τόσο διαδεδομένο. Εδώ να σημειώσουμε ότι οι θύτες α) είναι «κανονικά»-καθημερινά άτομα, β) δεν κακοποιούν όλη την ώρα, γ) δεν κακοποιούν τον οποιονδήποτε, δ) χρειάζονται ένα θύμα. Κοινώς στοχεύουν ώρα, μέρος, άτομο, τρόπο.
Όμως δεν είναι μόνο αυτό: Κατά κύριο λόγο το bullying θέλει ακροατήριο, είναι μια «παράσταση» σαδισμού, χωρίς να λέω υπερβολές. Προφανώς είναι επίδειξη δύναμης, ή ακραία αναζήτηση προσοχής. Χωρίς ακροατήριο ή προσοχή (κι εδώ βάζω και την αδιαφορία ή την παθητική επιδοκιμασία/συνήθεια) το φαινόμενο θα κατέρρεε. Το αρρωστημένο των μυαλών των θυτών θα διοχετευόταν κάπου αλλού, ίσως και σε κάτι πιο δημιουργικό ή κάτι πιο αυτοκαταστροφικό, πάντως δεν θα ξέσπαγε σε αθώους τρίτους.
Στο βιβλίο προσπάθησα να δώσω τη μεριά του θύτη και του θύματος, για μένα παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον και η ψυχοσύνθεση του θύτη. Σίγουρα υπάρχει κάποια διαταραχή προσωπικότητας στους θύτες, δεν εξηγείται αλλιώς η πλήρης απουσία ενοχών ή ενσυνείδησης, το πώς νιώθει δηλαδή ο άλλος. Ο θύτης επιπλέον είναι μια ακραία γοητευτική προσωπικότητα, εξαιρετικά δημοφιλής τις περισσότερες φορές, με εξωπραγματικά χαρίσματα στην εκμετάλλευση και το μανιπουλάρισμα ακόμα και των πιο δικών του ανθρώπων. Και πολλές φορές είναι καταδικασμένος να μείνει μόνος, εγκλωβισμένος στο καταστρεπτικό μοτίβο συμπεριφοράς του. Αυτά όμως δεν είναι αρκετά για να δικαιολογήσουν πράξεις. Ούτε και πρέπει τα θύματα να συμπονάνε τον διώκτη τους και να φορτώνονται επιπλέον ενοχές για οποιαδήποτε αντίδρασή τους. Απλά γιατί οι θύτες δεν νοιάζονται, ούτε εκτιμάνε τίποτα. Ναι, είναι συναισθηματικά κουτσουρεμένοι, ναι, αυτό οφείλεται και στις οικογένειές τους ή στον περίγυρό τους, αυτά είναι γνωστά.
Το bullying αρχίζει από τη στιγμή που θα προβάλλει κάποιος το προσωπικό του πρόβλημα, με βίαιο τρόπο, στον άλλον. Αυτό το φαινόμενο δεν είναι μόνο σχολικό, εννοείται. Θύτες συναντούμε στο στρατό, στο Πανεπιστήμιο (το παράδειγμα του φοιτητή Β.Γιακουμάκη, δυστυχώς τονίζει αυτή την τάση), στην οικογένεια, στην επαγγελματική ζωή, στον έρωτα, στις φιλίες. Το να κατευθύνεις και να χειρίζεσαι τον άλλον ψυχολογικά, είναι bullying. Το να τον εμπαίζεις, αθετώντας συμφωνίες, να προσπαθείς να του πλασάρεις μιαν εικόνα για τον εαυτό σου, με σκοπό να τον παραπλανήσεις και να τον εκμεταλλευτείς, είναι bullying. Κακώς λοιπόν όλοι μας το έχουμε συνδέσει μόνο με άσκηση σωματικής βίας.
Για μένα η λύση θα ήταν η κοινωνική αποδοκιμασία των θυτών και η απομόνωσή τους. Ή, για να το πούμε αλλιώς, το ξεμπρόστιασμά τους. Πρέπει να νιώσουν ντροπή, αφού είναι ανίκανοι να νιώσουν ενοχές. Ειδικά στα σχολεία, ακόμα και η ΜΗ αντίδραση των συμμαθητών, επιτείνει το φαινόμενο. Μπορεί κάποιος να εκφράζεται επιθετικά (ο θύτης και η παρέα του) και κάποιος άλλος καθόλου. Το καθόλου εν προκειμένω, δρα προς όφελος του θύτη. Το «δεν είναι αυτό δουλειά μου, δεν θέλω να ανακατευτώ», είναι ακριβώς το σημείο όπου ο θύτης αισθάνεται πανίσχυρος, πως δεν έχει αλώσει μόνο τα όρια του θύματος, αλλά και την ηθική και ανοχή των υπολοίπων. Γι'αυτό γίνεται κουβέντα περί σιωπής και συνενοχής. Επίσης η όποια αντίδραση ή αποδοκιμασία πρέπει να γίνεται στα πρώιμα στάδια του φαινομένου, καθώς οι θύτες αρέσκονται στο να καταπατούν όρια και ζωτικό χώρο των άλλων. Συνεπώς κάθε ολιγωρία δημιουργεί κεκτημένα εκ μέρους των θυτών...

Συνέντευξη στην Τζίνα Πανδρούλα - mamababa, 31 Ιανουαρίου 2015

Ο συγγραφέας νεανικής λογοτεχνίας Βασίλης Παπαθεοδώρου μιλάει στο www.mamababa.gr για την πορεία του στο χώρο της νεανικής λογοτεχνίας και τονίζει ότι η παιδική, εφηβική, νεανική λογοτεχνία δεν είναι απλά ένα σκαλοπάτι ή ένα πέρασμα προς κάτι άλλο, αλλά ένας αυτόνομος και ανεξάρτητος προορισμός.

Η λογοτεχνία, ελληνική ή ξένη, σας ενδιέφερε από μικρή ηλικία; Διαβάζατε και γράφατε από μικρός;

Διάβαζα από μικρός Κλασσικά εικονογραφημένα, κόμιξ, περιοδικά της εποχής (Το Ρόδι). Τότε υπήρχαν πολλές εναλλακτικές που έβαζαν τον μικρό αναγνώστη σιγά-σιγά στην έννοια της λογοτεχνίας και στην ομορφιά της ανάγνωσης. Κι έβλεπα ότι όσο προχωρούσα ηλικιακά, τόσο επιζητούσα πιο απαιτητικά και σύνθετα αναγνώσματα. Είναι περίεργο, αλλά πολλά από τα κλασσικά αριστουργήματα (όπως συνηθίζεται να λέμε) της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τα έχω διαβάσει μόνο από τα Κλασσικά Εικονογραφημένα και μου έχουν εντυπωθεί τόσα χρόνια μετά. Τώρα, αν έγραφα; Ναι, ίσως, κάποια παιδικά ποιηματάκια, όπως πολλά παιδιά ίσως, όχι όμως διηγήματα ή παραμύθια. Και σίγουρα από τα γυμνασιακά μου χρόνια και μετά σταμάτησε κάθε ενδιαφέρον ή ενασχόλησή μου με το «γράψιμο», μέχρι να το ξαναρχίσω στα 28 μου.

Πως σας προέκυψε η ενασχόληση με το συγκεκριμένο είδος, της νεανικής/εφηβικής λογοτεχνίας;

Εντελώς τυχαία θα έλεγα. Πήρα μέρος σε έναν διαγωνισμό για ανέκδοτο παιδικό βιβλίο, τιμήθηκα με έπαινο και… έμεινα στο είδος. Σιγά-σιγά από τα πιο παιδικά βιβλία μετακινήθηκα σε αυτά της νεανικής λογοτεχνίας κι εκεί ισορρόπησα. Αυτό το είδος με κάνει και νιώθω άνετα. Ίσως μέσω αυτού να θέλω να ξαναζήσω την εφηβική μου ηλικία, που δεν είχε ιδιαίτερα ξεσπάσματα, ήταν αρκετά στρωτή και κάπως συντηρητική. Ίσως να θέλω έτσι να πω πράγματα που δεν τα είχα βγάλει τότε, να μου έχει μείνει κάτι σαν άχτι. Το ζήτημα όμως είναι πως όχι μόνο δεν το έχω μετανιώσει, αλλά ούτε καν σκέπτομαι ή θέλω να γράψω βιβλίο ενήλικης λογοτεχνίας.

Το παιδικό βιβλίο – παρά τη γενικότερη κρίση – παρουσιάζει άνθηση. Μπορείτε να πείτε το ίδιο και για την εφηβική/νεανική λογοτεχνία;

Είναι δύσκολο να πούμε ότι το είδος παρουσιάζει άνθηση, παρόλο που βρίσκεται κάπως στη μόδα. Δεν υπάρχει μεγάλη τάση από τους νέους να διαβάσουν βιβλία νεανικής λογοτεχνίας, τονίζω τη λέξη «μεγάλη». Πιστεύω ότι προς το παρόν το πράγμα κινείται κάπως επιφανειακά και δείχνει πως υπάρχει ζήτηση για εφηβικό βιβλίο ή θέατρο. Θέλω να ξεχωρίσω εδώ τη σειρά του Χάρυ Πότερ ή το Twilight ή τον Σπασίκλα, κλπ. Μέσα σε όλη τη λογοτεχνία, το να κάνουν δυο-τρεις σειρές εμπορική επιτυχία, και μετά οι νέοι από μόνοι τους να μην στρέφονται σε κάτι άλλο, δεν το θεωρώ άνθηση. Γι’αυτό τείνω να το ονομάσω επιφανειακό ή «ψευδοάνθηση».

Από την εμπειρία σας οι μαθητές και οι νέοι «διψούν» για λογοτεχνία; Ποιο είδος τους ενθουσιάζει περισσότερο; Τι διαφορετικό περιμένουν από τη λογοτεχνία σήμερα σε σχέση με το παρελθόν;

Μπορεί να φανεί περίεργο σε σχέση με την προηγούμενη απάντηση, αλλά πιστεύω ότι μαθητές και νέοι θέλουν τη νεανική λογοτεχνία, άσχετα αν αρκετές φορές αντιδρούν ή κάνουν πως δεν τους ενδιαφέρει. Θέλουν όμως βιβλία σύγχρονα, με σημερινό λεξιλόγιο, καθημερινές καταστάσεις που βιώνουν και οι ίδιοι, προβλήματα σχέσεων και ταυτότητας, κάτι που να ταυτιστούν μαζί του. Αυτό το κάτι θα είναι και το κλειδί για τα επόμενα βήματά τους στη λογοτεχνία. Θυμάμαι παλιά εγώ, όπως και χιλιάδες άλλα παιδιά, μπορούσαμε να ταυτιστούμε κάπως με τα βιβλία της Π. Δέλτα ή με αναγνώσματα που μιλούσαν για τη Μικρασιατική καταστροφή ή τους Πολέμους. Κι αυτό συνέβαινε επειδή είχαμε ήδη εξασκηθεί στην ανάγνωση από τα κόμιξ ή τα Κλασσικά. Σήμερα αυτό δε συμβαίνει, δεν μπορεί ένας μαθητής, από το μηδέν, να αρχίσει να διαβάζει βιβλία άλλων εποχών, χωρίς να έχει εξασκηθεί στην ανάγνωση. Συνεπώς πιστεύω ότι οι μαθητές θέλουν, αλλά δεν ξέρουν ή φοβούνται πως θα απογοητευθούν.

Το νέο σας βιβλίο «το ημερολόγιο ενός δειλού» προέκυψε από μαρτυρίες παιδιών ή είναι η δική σας καταγραφή μιας πραγματικότητας που βιώνουν τα τελευταία χρόνια οι μαθητές;

Προέκυψε και από μαρτυρίες γονιών, γνωστών, μαθητών, καθηγητών και από πράγματα που έχω δει εγώ στα σχολεία (όσο μπορούσα να διακρίνω), ακόμα και από καθαρά δικές μου εμπειρίες. Το γεγονός όμως είναι πως αυτή η καταγραφή είναι απλά μια σταγόνα αυτών που γίνονται τα τελευταία χρόνια στα σχολεία, με την πατέντα της «πλάκας», που όμως από πίσω της κρύβεται καθαρή κακία, ψυχολογικά προβλήματα, δυσλειτουργίες της οικογένειας και διάφορες άλλες παθογένειες που ξεσπάνε στους πιο αδύναμους.

Ποιο αισιόδοξο μήνυμα θα μπορούσαμε να στείλουμε στους νέους σήμερα;

Χμ, δύσκολη ερώτηση. Δεν ξέρω. Μήπως να κρατάνε τα όρια και την αξιοπρέπειά τους; Μήπως να προσπαθούν να βελτιώνουν τον εαυτό τους και τις σχέσεις τους; Ή μήπως να αναγνωρίζουν και στους άλλους το δικαίωμα να είναι κι αυτοί οι εαυτός τους;

Ποιο είναι το θέμα του επόμενου βιβλίου σας;

Μέσα στην άνοιξη θα κυκλοφορήσει μια νουβέλα, ένα εκτεταμένο διήγημα ή μικρό μυθιστόρημα, πείτε το όπως θέλετε, σχετικά με τη βία στα γήπεδα.

Σας έχει γίνει πρόταση μέχρι σήμερα για τηλεοπτική μεταφορά κάποιου βιβλίου σας; Θα σας ενδιέφερε και με ποιες προϋποθέσεις;

Κατά το παρελθόν, αλλά δυστυχώς ήρθε η κρίση και πάγωσαν όλα λόγω χρηματοδότησης, μου είχαν γίνει προτάσεις για μεταφορά του βιβλίου «Στη Διαπασών», τόσο στην τηλεόραση όσο και στον κινηματογράφο. Αυτό φαντάζομαι είναι κάτι που ενδιαφέρει όλους τους συγγραφείς. Η υπόθεση κάπου σταμάτησε, δεν ξέρω αν θα αναθερμανθεί στο μέλλον. Η προϋπόθεση που θα έβαζα εγώ θα ήταν η μεταφορά να γίνει με σοβαρότητα κι αξιοπρέπεια, να μην είναι δηλαδή κάτι πρόχειρο, έτσι απλά για να λέω ότι ένα βιβλίο μου μεταφέρθηκε στην τηλεόραση.

Η ελληνική νεανική λογοτεχνία διαφοροποιείται από την ευρωπαϊκή; Σε ποια σημεία;

Υπάρχει κατά τη γνώμη μου εντονότατη διαφοροποίηση. Έχω συγκρίνει τη θεματολογία της ελληνικής νεανικής λογοτεχνίας με την ευρωπαϊκή και οι διαφορές είναι τεράστιες. Το επίπεδο συντηρητισμού στην Ελλάδα είναι μεγάλο, την ίδια ώρα που οι άλλες χώρες ασχολούνται με ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, παιδιά ομόφυλων ζευγαριών, αυτοκτονίες, νέους ενταγμένους σε συμμορίες, για να αναφέρω ορισμένα παραδείγματα. Τα ταμπού, αλλά και τα κλισέ στην Ελλάδα είναι δυστυχώς κανόνας. Αυτό φέρνει αρκετά πίσω την ελληνική λογοτεχνία. Παράλληλα υπάρχει και μια υπέρμετρη εμμονή με την ιστορία και την πατρίδα, όπως και με τον διδακτισμό. Κρίμα!

Δύο συμβουλές που θα δίνατε σε κάποιον που επιλέγει να ασχοληθεί με το είδος της νεανικής λογoτεχνίας.

Να προσπαθήσει να μπει στην ψυχολογία και στο φρασεολόγιο των ηρώων του και της συγκεκριμένης ηλικίας, για να βγει κάτι αυθεντικό. Να γράψει κάτι που θα αντιπροσωπεύει τον ίδιο, χωρίς διδακτισμό. Να μην δώσει ποτέ στον εαυτό του τον τίτλο του συγγραφέα, ας αφήσει να του τον απονείμουν οι άλλοι. Τέλος αν δει ότι δεν μπορεί να ταυτιστεί με τη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα ούτε στο ελάχιστο, ας ασχοληθεί με άλλο είδος. Η παιδική, εφηβική, νεανική λογοτεχνία δεν είναι απλά ένα σκαλοπάτι ή ένα πέρασμα προς κάτι άλλο, είναι ένας αυτόνομος και ανεξάρτητος προορισμός.

Ποια είναι η άποψή σας για την προώθηση των νέων τίτλων βιβλίων μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης;

Πιστεύω ότι όλα έχουν γίνει ένας πολτός. Υπάρχει μια τέτοια υπερπροσφορά τίτλων και μια τέτοια υπερπροβολή τους, συνοδευόμενη πάντα από διθυραμβικά σχόλια, που πλέον έχει χάσει κάθε νόημα. Εννοείται πως ο καθένας θα διαφημίσει και θα προβάλλει στα Μ.Κ.Δ. τη δουλειά του, αλλά το όλο θέμα έχει γίνει ένας αυτοσκοπός, που αφορά πλέον μόνο τους άμεσα εμπλεκόμενους (κοινώς όχι το αναγνωστικό κοινό, που είναι πλήρως αποπροσανατολισμένο ακόμα και να ήθελε να βγάλει μια άκρη), που εμένα προσωπικά με απωθεί. Όλα τα είδη έχουν γίνει ένα πράγμα σχεδόν, τα μέσα βοηθούν τον καθένα να πλασάρει αφιλτράριστα τη δουλειά του, και από μια άποψη αυτό είναι καλό, αλλά πιστεύω πως η ποιότητα έχει πέσει δραματικά. Ένα βιβλίο αν είναι καλό θα ακουστεί από τον έναν στον άλλον, ακόμα και με πολύ λιγότερη διαφήμιση, εμμονικού τύπου, όπως αυτή στα social media.

Συνέντευξη στο blog μαθητών 1ου Γυμνασίου Κω, anamesastoustoixous.blogspot.gr, 24 Ιανουαρίου 2015

Ανακρίνοντας τον συγγραφέα Βασίλη Παπαθεοδώρου για το βιβλίο του Η λευκή απεργία των ροζ φλαμίνγκο.

Ο συγγραφέας Βασίλης Παπαθεοδώρου απάντησε με ταχύτητα φωτός στις ερωτήσεις που του έθεσαν οι μαθητές της λέσχης ανάγνωσης!

1. Όταν ολοκληρώσατε τη συγγραφή του βιβλίου, το ξαναδιαβάσατε; Σας άρεσε όταν το είδατε πια ολοκληρωμένο;

Η αλήθεια είναι ότι γενικά τα βιβλία μου σπάνια τα ξαναδιαβάζω. Το έχω κάνει μόνο δυο-τρεις φορές για την διευκόλυνση της επιμέλειας. Κάθε βιβλίο για μένα αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη φάση της ζωής μου, μια συγκεκριμένη ιδέα και μια συγκεκριμένη διάθεση, συνεπώς πάντα τα γράφω αυθόρμητα. Θεωρώ, κακώς ίσως, πως αν τα ξαναδιαβάσω θα διορθώσω πράγματα που ίσως και να μην πρέπει και αυτό ίσως κοστίσει στον αυθορμητισμό του βιβλίου. Όπως σας είπα, αυτό δεν το θεωρώ και πολύ σωστό. Το κάνω όμως!

2. Για ποιο λόγο διαλέξατε αυτό το θέμα; Γιατί δηλ. αποφασίσατε να μιλήσετε για τα φλαμίνγκο κι όχι για κάποιο άλλο οικολογικό θέμα;

Η ιστορία είναι εμπνευσμένη από πραγματικό περιστατικό που συνέβη το 2007 στη Γαλλία. Δεν διάλεξα αυτό το θέμα, το είχα διαβάσει τότε και μου έκανε εντύπωση. Έτσι, με την πάροδο των ετών, ωρίμασε σαν σκέψη μέσα μου και αποφάσισα να το γράψω. Έχω όμως ασχοληθεί κι άλλες φορές με οικολογικά θέματα, π.χ. «Το μεγάλο ταξίδι της κινέζικης πάπιας» και «Οι άρχοντες των σκουπιδιών» έχουν έντονο το στοιχείο της οικολογίας. Πάντως δεν ήθελα να γράψω ένα οικολογικό μυθιστόρημα. Ήθελα να γράψω για τον ανθρώπινο παράγοντα, τις αποφάσεις που μπορούν να δημιουργήσουν περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται θα έπρεπε να λύσουν.

3. Θεωρείτε ότι αυτό το βιβλίο σας είναι πιο πετυχημένο σε σχέση με τα άλλα βιβλία σας;

Όχι, θεωρώ πως τα καθαρά νεανικά βιβλία μου είναι πιο καλά, τουλάχιστον εμένα μου αρέσουν πιο πολύ (Στη διαπασών, Χνότα στο τζάμι, Το ημερολόγιο ενός δειλού, Οι άρχοντες των σκουπιδιών). Αλλά και πάλι δεν έχει σημασία τι θεωρώ εγώ ως καλό, λιγότερο καλό ή κακό. Κάθε βιβλίο έχει μια συγκεκριμένη δυναμική και απήχηση σε κάθε αναγνώστη, ο καθένας το αντιλαμβάνεται διαφορετικά. Κι αυτό είναι και το ωραίο της υπόθεσης.

4. Είστε οικολόγος ό ίδιος;

Δεν ξέρω πως εσείς ορίζετε αυτόν τον όρο. Ναι, πάω τα σκουπίδια στην ανακύκλωση, αλλά όχι, δεν κυκλοφορώ με ποδήλατο. Το να λέμε ότι είμαστε οικολόγοι είναι κάτι πολύ σχετικό. Προσπαθώ, όπου μπορώ, να είμαι φιλικός με το περιβάλλον, π.χ. τα σκουπίδια που θα κάνω θα τα μαζέψω. Αλλά αυτό είναι κάτι αυτονόητο, τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να είναι. Δεν είναι αυτό που μας χαρακτηρίζει ως οικολόγους.

5. Όταν ήσασταν μαθητής διαβάζατε βιβλία και αν ναι τι είδους;

Διάβαζα από Κλασικά Εικονογραφημένα, Μίκυ Μάους και Αστερίξ, τα παιδικά εκείνης της εποχής και μετά κάποια πιο κλασικά. Φρόντιζα και ήθελα κάθε βιβλίο να είναι και λίγο πιο απαιτητικό από το προηγούμενο, λίγο πιο προχωρημένο, λίγο πιο δύσκολο, ώστε να αναπτύσσεται καλύτερα η γλωσσική ικανότητα και η κριτική σκέψη σε μένα. Φυσικά αυτό το εξηγώ έτσι τώρα, τότε το έκανα υποσυνείδητα. Πάντως θεωρώ ότι ψαχνόμουν ως προς αυτόν τον τομέα, από μικρός.

6. Για ποιο λόγο υπερβάλλατε τόσο πολύ σε κάποιες σκηνές του βιβλίου (εισβολή νυχτερίδων, φιδιών);

Το βιβλίο ήθελα να είναι ένα είδος θρίλερ ή επιστημονικής φαντασίας. Αυτό το είδος εμπεριέχει μέσα του και την υπερβολή. Επειδή όμως η ιστορία είναι πραγματική, και όντως είχαν ανατραπεί οι ισορροπίες στην περιοχή, δε θεωρώ ότι η όποια υπερβολή στερείται λογικής κι επιστημονικής εξήγησης, απλά δεν είχαν φτάσει τόσο μακριά τα πράγματα. Σκοπός της λογοτεχνίας είναι και να κάνει προβολές στο μέλλον, τι θα είχε συμβεί αν είχε γίνει ή δεν είχε γίνει κάτι. Αλλά και πάλι, αν σκεφθούμε, πως λόγω οικονομικών λόγων, δεν είχαν γίνει στα μέρη μας κάποιοι καλοκαιρινοί ψεκασμοί για τα κουνούπια, και δούμε πώς είχε γεμίσει ο τόπος πέρσι και πρόπερσι από κουνούπια το καλοκαίρι, και τι αρρώστιες έφερναν αυτά, τότε δε θεωρώ πως οι όποιες υπερβολές του βιβλίου είναι εντελώς αδικαιολόγητες.

7. Συνεργαστήκατε με τον εικονογράφο του βιβλίου σας; Του υποδείξατε εσείς τον τρόπο που θα το εικονογραφούσε ή δούλεψε μόνος του;

Έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στον Πέτρο Μπουλούμπαση, έχουμε κάνει τέσσερα βιβλία μαζί. Όχι, δεν του είπα απολύτως τίποτα, ούτε το θέλω. Συγγραφή και εικονογράφηση είναι δυο ανεξάρτητες τέχνες, ο καθένας δουλεύει στα χωράφια του. εξάλλου ούτε και μένα θα μου άρεσε να μου δώσει κάποιος εικονογράφος υποδείξεις για το πώς θα γράψω μια ιστορία, οπότε γιατί να το κάνω εγώ; Η εικονογράφηση δεν είναι το δεκανίκι της ιστορίας, αλλά συμπορεύονται μαζί, αλληλοβοηθιούνται και συμπληρώνονται.

8. Αυτό το βιβλίο ήταν αποτέλεσμα επιτόπιας έρευνας ή κάνατε έρευνα μέσω διαδικτύου, εφημερίδων κτλ;

Όλες τις πληροφορίες τις συνέλεξα από το διαδίκτυο και από εφημερίδες. Εννοείται πως έψαξα κι ερεύνησα αρκετά καλά τη διατροφική αλυσίδα και τις συνήθειες των συγκεκριμένων ζώων ή εντόμων που εμφανίζονται στο βιβλίο, για να υπάρχει μια λογική αλληλουχία.

9. Γιατί διαλέξατε να θίξετε τόσα πολλά θέματα στο βιβλίο (απεργία, ανεργία, διαφορετικότητα);

Γιατί η ζωή είναι γεμάτη από πολλά θέματα που συνδέονται μεταξύ τους. Αν κάποιος αλλάξει μια ισορροπία, τότε αυτό θα χτυπήσει κάπου αλλού, σε κάποιον άλλον τομέα, άσχετο ίσως. Επιπλέον ήθελα να δείξω πως οι ανθρώπινες αποφάσεις, επηρεάζουν σχεδόν τα πάντα σ’αυτόν τον πλανήτη. Έτσι δεν είναι; Πάρτε όμως για παράδειγμα κάτι από τη σχολική σας ζωή. Αν τα πράγματα στο σπίτι είναι στενόχωρα και τα νεύρα τεντωμένα, επειδή υπάρχουν οικονομικές δυσκολίες π.χ., και ξεσπούν καβγάδες, τότε αυτό δε θα επηρεάσει κάπως τις επιδόσεις σας στο σχολείο ή τις σχέσεις σας με τους συμμαθητές σας;

10. Γιατί δώσατε αυτόν τον τίτλο στο βιβλίο;

Ο τίτλος μου αρέσει αρκετά είναι αλήθεια. Δε συμβαίνει αυτό με όλους τους τίτλους των βιβλίων μου. Αυτόν τον θεωρώ αρκετά επιτυχημένο, γιατί δίνει στοιχεία από τους «πρωταγωνιστές» (φλαμίνγκο), τη δράση (απεργία), το είδος («οικολογικό») μαζί με μια αντίθεση (λευκό-ροζ). Επίσης εξαιρετικά επιτυχημένο θεωρώ και το εξώφυλλο, όπως και όλη την εικονογράφηση. Πρόσφατα το εξώφυλλο του Πέτρου ψηφίστηκε από τους αναγνώστες ενός βιβλιοφιλικού site ως το τρίτο καλύτερο εξώφυλλο του 2014 για την Ελλάδα. Και είμαι πολύ χαρούμενος και γι’αυτό.

Συνέντευξη στη Χριστίνα Κανάρια - www.teachingtherapy.com, 23 Νοεμβρίου 2014

Κύριε Παπαθεοδώρου, είναι πραγματικά μεγάλη μας χαρά να σας έχουμε στο teaching therapy!

Σας ευχαριστώ πολύ κι εγώ για την επικοινωνία που έχουμε, με εσάς και τους αναγνώστες σας!

Ποια γεγονότα αποτέλεσαν την αφορμή για τα βιβλία σας "Ναι, Βιρτζίνια! Υπάρχει Άγιος Βασίλης" και "Ποιος απήγαγε τον Αϊ-Βασίλη";

Τη Βιρτζίνια την είχα δει για πρώτη φορά σε κινούμενα σχέδια το 1977, όντας μαθητής της Ε’ Δημοτικού. Η ιστορία με είχε εντυπωσιάσει, μάλιστα είχα "ζηλέψει" τότε και ήθελα να την είχα πει εγώ, να την είχα διηγηθεί εγώ. Έκτοτε πέρασαν 35 χρόνια, η Βιρτζίνια ήταν μια ανάμνηση, θαμμένη στη σκέψη μου, την επανέφερα κάθε Χριστούγεννα με την ίδια και αμείωτη μάλιστα επιθυμία να την πω εγώ. Μέχρι που το 2012 έκατσα και την έγραψα, όντας πολύ ευχαριστημένος. Για τον Άγιο Βασίλη εμφανίζονται κάθε χρόνο σε εφημερίδες, περιοδικά, Ίντερνετ, διάφορα άρθρα που προσπαθούν να προσεγγίσουν επιστημονικά τα μεγέθη του χρόνου, της ταχύτητας του έλκηθρου, της μάζας και του όγκου των δώρων. Πήρα αυτά τα στοιχεία κι έγραψα ένα αστείο παραμύθι.

Τι σημαίνουν για εσάς τα γεγονότα αυτά;

Θα σταθώ πιο πολύ στη Βιρτζίνια. Το να τη γράφω μετά από 35 χρόνια είναι σαν να κλείνω το τετράδιο ή να γυρνώ μια σελίδα των παιδικών μου χρόνων, σαν να εκπληρώνω ένα "τάμα". Η Βιρτζίνια για μένα είναι θαλπωρή, είναι παιδικότητα, είναι αναμνήσεις. Και γι’ αυτό την έχω σε περίοπτη θέση στην καρδιά μου.

Ποιες ήταν οι σκέψεις που κάνατε όταν οι συντάκτες του elniplex σας είπαν ότι επιθυμούν να διασκευάσουν θεατρικά τα έργα σας "Ναι, Βιρτζίνια! Υπάρχει Άγιος Βασίλης" και "Ποιος απήγαγε τον Αϊ-Βασίλη";

Ένιωσα πολύ κολακευμένος όταν μου το πρότειναν τα παιδιά, το "ναι" το είπα αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη. Γνωρίζοντας τη δουλειά τους μέσα από το site τους, δεν αμφέβαλλα ή φοβήθηκα ούτε στιγμή για το αποτέλεσμα, δεν αμφισβήτησα τίποτα κι απλά αφέθηκα ή άφησα τις ιστορίες να ξαναειπωθούν μέσα από μια άλλη ματιά.

Συμμετείχατε στην όλη διαδικασία;

Την όλη διαδικασία την πήρα πολύ προσωπικά και μάλιστα όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιο πολύ μου άρεσε. Πιστεύω πως συμμετείχα σε συμβουλευτικό κυρίως επίπεδο, ως προς τα πρακτικά κυρίως ζητήματα της διακίνησης ή εκτύπωσης των θεατρικών. Στο δημιουργικό κομμάτι θεωρώ πως δε μου έπεφτε λόγος, πέρα από το ότι ήθελα να είμαι διακριτικός. Ας μη γελιόμαστε, δε θα μπορούσα να συνεισφέρω παραπάνω στο δημιουργικό, χωρίς να γνωρίζω τις ανάγκες των παιδιών του νηπιαγωγείου ή τη δουλειά που γίνεται σε αυτό. Με τα παιδιά μιλάμε σχεδόν σε καθημερινή βάση, θέλω κι εγώ το εγχείρημα να πετύχει, αφενός επειδή βασίζεται στα βιβλία μου κι αφετέρου επειδή το πλήρες πακέτο είναι κάτι που δεν έχει ξαναδιατεθεί ή ξαναπαρουσιαστεί στην ελληνική αγορά, είναι κάτι εντελώς νέο. Και μ’ αυτό δεν εννοώ μόνο τα θεατρικά, αλλά και το cd, το βιβλίο, τα παιχνίδια και τις δραστηριότητες, τις ιδέες για μουσική, κοστούμια, σκηνικά. Είναι μια πλήρης δουλειά.

Πώς σας φάνηκε το αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής;

Πέρα από κάθε προσδοκία, αν και τονίζω, ότι ως μη ειδικός, δεν ξέρω τι προσδοκίες θα μπορούσα να έχω. Η ομάδα έδωσε μια νέα πνοή, πιο φρέσκια, πιο χαρούμενη, ακόμα πιο γιορτινή στα δυο βιβλία. Τα διάβαζα και γέλαγα με τα στιχάκια, που ας σημειωθεί είναι στιχάκια που δεν υποτιμούν τη νοημοσύνη του παιδιού. Έχω δει πάρα πολλά έμμετρα να κυκλοφορούν και σε λογοτεχνικά βιβλία για παιδιά και τα θεωρώ, πλην εξαιρέσεων, παιδαριώδη και κακογραμμένα, γιατί εκβιάζουν την ομοιοκαταληξία και δεν τηρούν το μέτρο. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια επαγγελματικότατη δουλειά κι όχι απλά με μια πολύ καλή προσπάθεια. Αν δε, συνυπολογίσουμε τις άπειρες ώρες που ξόδεψαν αυτοί οι άνθρωποι όχι μόνο στο να τα γράψουν, αλλά και στο να οργανώσουν την εκτύπωση, την ηχογράφηση, την αποστολή, τη διαφήμιση, κλπ, κλπ, ώρες που δε μεταφράζονται χρηματικά, αλλά μόνο ηθικά, τους οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ.

Τι θα απαντούσατε εάν ήσασταν εσείς συντάκτης σε ένα περιοδικό και κάποιο παιδί έστελνε γράμμα και ρωτούσε αν υπάρχει ο Άγιος Βασίλης;

Μμμ, δύσκολη ερώτηση. Επειδή ήδη από πολύ μικρός είχα δει τη Βιρτζίνια στην τηλεόραση, πιστεύω πως θα τους απαντούσα ό,τι είχε απαντήσει και ο Φράνσις Τσερτς στο γράμμα του μικρού κοριτσιού, ότι δηλαδή ο Άγιος Βασίλης υπάρχει μέσα μας, όλες τις ημέρες του χρόνου, ότι ίσως εμείς είμαστε ο Άγιος Βασίλης για πολλούς. Τελικά μάλλον δεν ήταν και τόσο δύσκολη ερώτηση.

Τι σας κάνει να αγαπάτε τα Χριστούγεννα;

Οι αναμνήσεις, η ζεστασιά, τα φώτα, ο στολισμός. Πέρα από αυτά είναι και η γενικότερη ψυχολογία και αύρα των γιορτών πως μπορούμε για λίγο να αφήσουμε τις έγνοιες και τα προβλήματά μας στην άκρη, τουλάχιστον μέχρι να περάσουν οι γιορτές, πως “δικαιούμαστε” να χαμογελάμε στον δρόμο χωρίς λόγο, και να είμαστε χαρούμενοι.

Τι κάνει τα παιδιά να αγαπούν τα Χριστούγεννα;

Φαντάζομαι όλα τα παραπάνω συν η ξενοιασιά λόγω των σχολείων που είναι κλειστά, οι βόλτες και τα δώρα. Δε διαφέρουμε και πάρα πολύ, μεγάλοι και μικροί, στο γιατί χαιρόμαστε αυτές τις μέρες. Είναι όλα μαζί, αλλά και κάποια πράγματα που δεν μπορούν να εξηγηθούν, αυτά που είναι η αστερόσκονη ή η ζάχαρη άχνη των γιορτών. Αυτά που είναι η μαγεία τους.

Είναι ήδη πάρα πολλά τα σχολεία που ασχολούνται με τις θεατρικές διασκευές των έργων σας. Ποια ανατροφοδότηση θα θέλατε να τους δώσετε;

Ίσα ίσα εγώ θα ήθελα ανατροφοδότηση από τα σχολεία, να μας πούνε (στο elniplex και σε μένα) πώς τους φάνηκαν οι διασκευές, πώς πήγε η παράσταση, να μας δώσουν κι άλλες ιδέες, να μας πούνε τα σχόλιά τους. Γι’ αυτό και παρακαλώ ή προτρέπω όσους θέλουν να μας γράψουν για να ανταλλάξουμε απόψεις και ιδέες. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και για την ομάδα και για μένα.

Ευχαριστούμε πολύ!

Εγώ σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Εύχομαι καλές γιορτές και καλές παραστάσεις!

Συνέντευξη στον Απόστολο Πάππο - elniplex, 18 Οκτωβρίου 2014

"Η ανθρωπιά πρέπει να είναι παντός καιρού"

Πέρασαν 14 χρόνια από τότε που έκανε εκδοτικά την εμφάνισή του με τη Σχολική Παράσταση. Και σε αυτά τα χρόνια, ο Βασίλης Παπαθεοδώρου κατέθεσε στο αναγνωστικό κοινό ισάριθμα βιβλία που κέρδιζαν βραβεία και διακρίσεις, κριτικούς και αναγνώστες. Πολυβραβευμένος, εξαιρετικός χειριστής του λόγου, της πλοκής και της εξέλιξης μιας ιστορίας στο χαρτί, ο Βασίλης Παπαθεοδώρου. Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, το νέο του βιβλίο "Το ημερολόγιο ενός δειλού" ενώ το καλοκαίρι ήρθε "Η λευκή απεργία των ροζ φλαμίνγκο" να υπενθυμίσει ότι δικαίως θεωρείται ένας από τους πιο ταλαντούχους Έλληνες συγγραφείς. Παράλληλα, πριν λίγες μέρες, ανακοινώθηκε ότι το βραβευμένο του μυθιστόρημα "Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης" συμπεριλήφθηκε στους ετήσιους καταλόγους White Ravens 2014, της Διεθνούς Βιβλιοθήκης Νεότητας Μονάχου, με τα 200 καλύτερα παιδικά και νεανικά βιβλία παγκοσμίως για το 2013. Και όχι μόνο αυτό… Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου ήταν η πηγή μιας μοναδικής εκδοτικής καινοτομίας όπου το elniplex έβαλε με αγάπη το χέρι του και δεν το παίρνει πίσω. Μια συζήτηση που αποκαλύπτει πολλά…

Βασίλη, καλησπέρα. Θα ήθελα να ξεκινήσουμε από τα Φλαμίνγκο. Μου έκανε εντύπωση που για ακόμα μια φορά βρίσκεις ένα σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό ειδησεογραφικό γεγονός, το διανθίζεις μυθιστορηματικά, το πηγαίνεις εκεί που θέλεις κρατώντας έναν άξονα του αληθινού γεγονότος. Το έχεις κάνει με αρκετά σου βιβλία (την Κινέζικη πάπια, το Αϊ-Βασίλης στο Ραντάρ). Πού βρίσκεις αυτά τα πολύ ιδιαίτερα ψήγματα ειδήσεων και σου γίνονται βιβλία; Ενημερώνεσαι κάπου ιδιαίτερα; Πέφτουν απλά στην αντίληψή σου και απλά οι περισσότεροι δεν τα κοιτάμε;

Μπορώ να πω ότι είναι όλα αυτά μαζί. Καταρχάς μου αρέσει και διαβάζω ακόμα εφημερίδα. Δε διαβάζω και πάρα πολύ τα ειδησεογραφικά blog και site και δε μένω μόνο σε αυτά. Μου αρέσει η εφημερίδα που προσφέρει κάποιες άλλες ειδήσεις οι οποίες διαβάζονται με έναν διαφορετικό τρόπο, δε διαβάζονται στα πεταχτά. Και τα Φλαμίνγκο και το Ραντάρ και την Αστεία Επιδημία, τα έχω διαβάσει στην εφημερίδα. Τις Ιπτάμενες Σελίδες τις διάβασα απλώς ως τίτλο σε μια εφημερίδα που ήταν για ένα εντελώς άσχετο γεγονός. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτές οι ειδήσεις στο ίντερνετ είναι στην κατηγορία «περίεργα» αλλά δεν είναι έτσι. Εγώ θα έλεγα ότι είναι στα πιο ανθρώπινα, στα πιο καθημερινά, άσχετα αν είναι με ζώα ή όχι, ίσως κι αυτά που επηρεάζουν τις μικρότερες κοινωνίες και για να είμαι ειλικρινής, αυτό δεν το έχω εξηγήσει στον εαυτό μου, πάντα μου αρέσει να ασχολούμαι με τα πιο μικρά και τοπικά προβλήματα τα οποία ουσιαστικά συνθέτουν τα μεγάλα προβλήματα αν μαζευτούν πολλά. Τα Φλαμίνγκο βασίζονται σε ένα πραγματικό γεγονός…

…στην Καμάργκ έτσι;

…στην Καμάργκ… που έγινε το 2007. Δεν είναι ανάγκη να το διαβάσω πολλές φορές το άρθρο. Αρκεί και μια διαγώνια ανάγνωση, μου μένει αμέσως στο μυαλό. Δηλαδή εντυπωσιάζομαι αμέσως από την είδηση και την κρατώ χρόνια στο μυαλό μου μέχρι να δέσει η ιδέα και να αρχίσω να το ψάχνω.

Τι σε κινητοποιεί στην συγκεκριμένη ιστορία; Σε γοητεύει ότι ένας κρίκος της ισορροπίας πατάει παύση και μπλοκάρει τα πάντα ή κάτι ακόμα παραπέρα;

Βασικά με γοητεύει πάντα το ανθρώπινο κι αφετέρου πως κάποια αρνητικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά όπως είναι η απληστία, η προδοσία ή οι ανίερες συμμαχίες μπορούν να επηρεάσουν σε τόσο μεγάλη κλίμακα τις ζωές των ανθρώπων. Κατά κύριο λόγο με ενδιαφέρει -κι ας μην παρεξηγηθεί αυτό- η κακή πλευρά των ανθρώπων. Τι συνέπειες φέρνει στη ζωή των υπόλοιπων ανθρώπων οι οποίοι είναι αμέτοχοι.

Είναι τόσο θέμα λεπτών ισορροπιών τα πράγματα στο περιβάλλον; Μια μικρή μεταβολή στην επιχειρηματικότητα της περιοχής και τα φλαμίνγκο αμέσως διαμαρτύρονται από τη φύση τους…Είναι όλα τόσο ρευστά;

Φαντάζομαι, χωρίς να είμαι ειδικός, ότι είναι, σε ορισμένα οικοσυστήματα είναι πολύ ρευστά όλα…

Ένα πολύ ιδιαίτερο οικοσύστημα αυτό εκεί, έτσι;

Ναι, βέβαια! Στην ουσία, ενώ φαίνεται ότι είναι οικολογικό δεν το έγραψα για να γράψω ένα οικολογικό μυθιστόρημα αλλά κατά κύριο λόγο πάντα γράφω έχοντας στο μυαλό μου κάτι πολιτικό ή κοινωνικό. Η πολιτική και κοινωνική ανισορροπία μπορεί να οδηγήσει και σε μία οικολογική καταστροφή. Πιστεύω ότι στα περισσότερα βιβλία μου, είναι και ο τρόπος σκέψης μου μάλλον, είναι πιο πολύ πολιτικοποιημένος. Κάθε βιβλίο μου θα έχει ένα τέτοιο στοιχείο της πολιτικής ή της κοινωνίας.

Είναι πολιτική στάση κάθε τι που κάνουμε;

Πιστεύω ότι είναι πολιτική στάση ακόμα κι όταν λέμε ότι δεν ασχολούμαι με την πολιτική. Δεν έχω καταλήξει αν είναι καλό ή κακό αυτό. Μερικές φορές όταν διαβάζω ή βλέπω ειδήσεις, σκέφτομαι γιατί όλα να είναι πολιτική και όλα οικονομία και να μην είναι τέχνες, ψυχαγωγία ή άνθρωποι απλά. Γιατί τελικά όλα να είναι πολιτική; Είναι πολύ απλουστευμένο αυτό που είπα, ίσως και αφελές. Σίγουρα η εποχή που ζούμε έχει πολύ έντονες πολιτικές διακυμάνσεις αλλά θα προτιμούσα να έχει και διακυμάνσεις άλλων ειδών, ας πούμε νέα ρεύματα στην τέχνη, καλλιτεχνικές ή εκπαιδευτικές διακυμάνσεις. Κάπου κι εμένα δηλαδή δε μου αρέσει όλη η ζωή μου να περιστρέφεται γύρω από τον οικονομικό ή τον πολιτικό παράγοντα.

Η Λίντσευ και ο Πολ, οι επιστήμονες στα Φλαμίγνκο, είναι οι άνθρωποι που αναζητούν την αλήθεια, να ξεμπλέξουν το κουβάρι που τυλίγει μια υπόθεση, ένα σύμβολο ας πούμε ανθρώπων που προσπαθούν ή είναι απλά δύο συνεπείς, ιδεολόγοι άνθρωποι που κάνουν σωστά αυτό που κάνουν; Γιατί είναι ήρωές σου και σε προηγούμενο βιβλίο σου…

Είναι και σε προηγούμενο και μάλλον θα είναι και σε επόμενο. Έχω άλλες δύο ιστορίες στο μυαλό μου με αυτούς.

Ε, αποκαλύψεις στο elniplex…(γέλια)

Λίντσευ και Πολ ήταν μάλιστα ένα αγγλικό συγκρότημα της δεκαετίας του 70’ (γέλια)… Η Λίντσευ και ο Πολ προσπαθούν να είναι δύο καθημερινοί άνθρωποι, δύο επαγγελματίες που έχουν μέσα τους βαθιά την αίσθηση και της συνέπειας και της ευθύνης των πράξεών τους αλλά και μία ξεχωριστή ηθική, ένα ήθος. Κι αυτοί είναι οι άξονες πάνω στους οποίους βαδίζουν. Είναι πρωταγωνιστές; Είναι και δεν είναι. Στην Κινέζικη Πάπια ήταν πρωταγωνιστές οι πάπιες, στα Φλαμίνγκο είναι η φύση. Είναι δύο άνθρωποι, που κατά κάποιο τρόπο τους έχω βαφτίσει πρωταγωνιστές. Θέλω να είναι δύο κουκίδες σταθερότητας και συνέπειας σε έναν κόσμο που οικολογικά είναι ασταθής.

Είχα διαβάσει μία έρευνα που έλεγε ότι η διαφορά των λαών που προόδευσαν περισσότερο από άλλους δε βρίσκεται στο dna αλλά στο ότι είχαν πολύ υψηλή την αίσθηση του καθήκοντος. Είναι και ο Πολ με τη Λίνσευ τέτοιοι άνθρωποι; Παίζει ρόλο αυτό το πράγμα; Αν ο καθένας μας έκανε αυτό που έπρεπε στον τομέα του, θα καταφέρναμε κάτι καλύτερο;

Θέλω να προσθέσω και μια άλλη διάσταση. Τη διάσταση των ορίων. Και στα δύο βιβλία υπάρχει μια ανισορροπία ορίων. Όλες οι προηγμένες κοινωνίες, όπως οι σκανδιναβικές ας πούμε, δεν είναι, φαντάζομαι, χωρίς να τους ξέρω, μόνο η αίσθηση του καθήκοντος όσο η αίσθηση των ορίων. Γιατί μπορούμε να πούμε ότι και η Αμερική είναι ένα κράτος προηγμένο αλλά σαν κοινωνία δεν είναι τόσο προηγμένη γιατί εκεί δεν υπάρχει τόσο βαθιά η αίσθηση των ορίων. Μπορεί να υπάρχει η αίσθηση του καθήκοντος αλλά όχι των ορίων. Με τα όπλα, την εγκληματικότητα, ότι είμαστε οι καλύτεροι και οι πιο δημοκράτες πάνω στη γη. Αλλά δεν υπάρχει η αίσθηση των ορίων. Οι άλλοι έχουν πιο καλά δομημένο το μέχρι που φτάνουν αυτοί και μέχρι που δίνουν το δικαίωμα στον άλλον να φτάσει. Κάπως έτσι το βλέπω χωρίς και πάλι να είμαι σίγουρος.

Τι περιμένουμε σε βιβλίο;

Σε λίγες μέρες θα κυκλοφορήσει ένα άλλο βιβλίο μου, στη σειρά Γέφυρες, δηλαδή απευθύνεται σε εφήβους και νέους, με θέμα το bullying. Είναι γραμμένο σε πρώτο ενικό πρόσωπο. Θέλω να γίνει κατά κάποιο τρόπο, άτυπα, μία τριλογία με τη Διαπασών, το τωρινό και ένα ακόμα που θα προκύψει στο μέλλον τα οποία να περιγράφουν τους σημερινούς νέους διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων, ιδεολογιών και ιδεοληψιών που κινούνται στη σύγχρονη Ελλάδα.

Το bullying υπήρχε πάντα έτσι; Και μάλλον ο όρος είναι πιο καινούριος…

Ακριβώς! Ναι!

Γιατί οι κοινωνίες ευαισθητοποιήθηκαν τώρα πολύ με αυτό; Τους απασχόλησε παραπάνω; Έγιναν κάποιες αντιδράσεις νέων πιο ακραίες;

Αυτό πράγματι με έχει απασχολήσει κι εμένα. Δε ξέρω. Φαντάζομαι ότι κάποιες κοινωνίες έχουν γίνει λίγο πιο «politically correct» ως υστερικές. Και παλιά στην Ελλάδα γινόντουσαν διάφορες «πλάκες» ως χοντράδες αλλά απουσίαζε κάτι. Η κακία! Φαντάζομαι ότι το καινούριο στοιχείο που έχει προστεθεί αυτές τις μέρες είναι η κακία. Δηλαδή κάποιος το κάνει κάποιος με σκοπό να βλάψει. Παλιά το έκανε κάποιος με σκοπό την πλάκα, το χαβαλέ, όσο χοντρό και να ήταν. Όταν κάποιος σπρωχνόταν στο ποδόσφαιρο, γινόταν γιατί απλά έπαιζε ποδόσφαιρο. Τώρα αν σπρώξει κάποιος τον άλλον, πολλές φορές τον σπρώχνει για να τον χτυπήσει. Πιστεύω ότι το καινούριο στοιχείο είναι η κακία.

Είναι δείγμα ότι οι δυτικές κοινωνίες κυρίως νοιάζονται περισσότερο να προστατέψουν το άτομο, την ιδιαιτερότητά του την ακεραιότητά του; Γίνονται ομιλίες, λαμβάνονται πρωτοβουλίες…

Ένα σημείο είναι η πρόληψη. Ένα άλλο είναι η προστασία των πιο αδύναμων ατόμων. Ένα άλλο όμως πολύ σημαντικό στοιχείο για μένα, που έχει έρθει ως όρος στο προσκήνιο, είναι η απενοχοποίηση των κοινωνιών. Μιλάμε συνέχεια για το ίδιο πράγμα, ανεχόμενοι το ίδιο πράγμα, μιλάμε συνέχεια νομίζοντας ότι το ξορκίζουμε και νομίζοντας ότι κάτι κάνουμε. Στην ουσία δεν κάνουμε τίποτα. Άμα δεν πράξεις, με τα λόγια και το ευχολόγιο, με τα σεμινάρια κι όλα αυτά, λίγα πράγματα καταφέρνεις. Πιστεύω ότι και η απενοχοποίηση και ότι θέλουμε να δείξουμε ότι κάνουμε κάτι ενώ στην ουσία δεν κάνουμε τίποτα, παίζει κι αυτό ένα ρόλο στο ότι έχει γιγαντωθεί όλη αυτή η κουβέντα γύρω από το bullying. Ένα υπαρκτό πρόβλημα, όπως είπαμε πριν είναι η κακία, είναι και η έλλειψη των ορίων αλλά από την άλλη μεριά θεωρώ εξίσου κακό το ο,τιδήποτε γίνεται να ονομάζεται bullying γιατί τότε δίνει συγχωροχάρτι στο πραγματικό bullying.

Τίτλο έχουμε;

Το ημερολόγιο ενός δειλού.

Από ό,τι ξέρω πηγαίνεις σε πολλά σχολεία, γυμνάσια και λύκεια κυρίως. Σου μιλούν γι αυτά τα θέματα είτε οι καθηγητές είτε τα παιδιά;

Όχι! Έχω πιάσει σκηνές bullying κι αυτό ήταν ένα ερέθισμα για να γράψω αυτό το βιβλίο. Μου έχει μιλήσει και φίλος μου για την κόρη του που ήταν θύμα στο σχολείο. Ούτως ή άλλως όλοι τα έχουμε ζήσει. Κι εγώ παλιά, όταν ήμουνα μικρός, υπήρξα κατά κάποιο τρόπο θύμα και η αδερφή μου και άλλα παιδιά, γνωστοί και φίλοι. Αλλά να έρθει κάποιος να κάνουμε κουβέντα για το bullying στο σχολείο δεν έχει γίνει, όχι για κάποιον άλλο λόγο αλλά γιατί η θεματολογία των βιβλίων μου ήταν διαφορετική.

Οπότε τώρα μάλλον θα είναι αφορμή…

Ακριβώς!

Βασίλη να ανοίξουμε μια μικρή ενότητα για τη Βιρτζίνια. Το «Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Αϊ-Βασίλης» κυκλοφόρησε πέρυσι το Νοέμβριο. Ένα βιβλίο που όπως είδαμε κι εμείς αγαπήθηκε πολύ, βραβεύτηκε τον Απρίλιο στον Ελληνικό Κύκλο, λίγο αργότερα πήρε και το βραβείο του Αναγνώστη. Πάλι μια πραγματική ιστορία, πολύ ιδιαίτερη. Πώς έρχεται στην αντίληψή σου η ιστορία της Βιρτζίνια Ο’ Χάνλον;

Απλά την είδα στην τηλεόραση τα Χριστούγεννα του 1977. Οι γονείς μου εργάζονταν μακριά, έμενα με τη γιαγιά και τον παππού. Αν την έβλεπα μαζί με την οικογένειά μου δε ξέρω αν θα με εντυπωσίαζε τόσο. Τότε μου έλειπαν οι γονείς μου, η οικογένειά μου και ρουφούσα την κάθε στιγμή από τις δεκαπέντε μέρες που ήμουνα μαζί τους, το ο,τιδήποτε, ακόμα και μία βόλτα για να ψωνίσουμε με το αμάξι ενώ έβρεχε μπορεί να μου έκανε την ίδια εντύπωση. Εκείνα τα κινούμενα σχέδια με είχαν εντυπωσιάσει γιατί μου είχαν δώσει την αίσθηση της ζεστασιάς και της οικογενειακής θαλπωρής που μου είχε λείψει εκείνη την εποχή. Μπορεί άμα τα έβλεπα το 1976 να μη μου έλεγαν αυτό το πράγμα. Είναι και η ιστορία, είναι μια πολύ ανθρώπινη και ιδιαίτερη ιστορία, αλλά είναι και οι συνθήκες. Όλα είναι και θέμα συνθηκών.

Και είναι ένα γραμμάτιο αυτή η ιστορία που το ξοφλάς 35 χρόνια μετά.

Ναι και χαίρομαι!

Πότε αποφάσισες όμως ότι θα το ξοφλήσεις;

Από τότε, αμέσως!

Αφού δεν ήσουν συγγραφέας…

Δε ξέρω. Αλλά είπα ότι αυτήν την ιστορία θέλω να τη γράψω. Δεν το έχω πει για άλλο πράγμα, ότι θέλω να γράψω το Σκούμπι Ντου, τον Αστερίξ ή τη Χάιντι. Για μία φορά στη ζωή μου το είπα για αυτό το πράγμα κι έκτοτε για κανένα. Ότι έχω δει πράγματα που έχω ζηλέψει και βιβλία άλλων συγγραφέων και έχω πει «αχ τι ωραία θα ήταν να τα έχω γράψει εγώ». Πολλά πράγματα με εντυπωσιάσει και με έχουν επηρεάσει. Δηλαδή «Ο Άρχοντας των Μυγών» και «Ο Φύλακας της Σίκαλης» έχω συνειδητοποιήσει ότι με έχουν επηρεάσει συγγραφικά. Δεν έλεγα όταν το διάβαζα «μακάρι να το ‘χα γράψει εγώ». Η Βιρτζίνια δε με έχει επηρεάσει συγγραφικά αλλά έλεγα «μακάρι να είχα πει εγώ αυτήν την ιστορία. Θα μου άρεσε να είμαι εγώ αυτός που την έλεγε».

Και την είπες την ιστορία…

Την είπα την ιστορία…

Και πολλοί λένε ότι την είπες και καλά…

Για να είμαι ειλικρινής, ακόμα και να έλεγαν ότι την είπα κι άσχημα την ιστορία, μου αρκεί που την είπα κατά τρόπο που εμένα με ευχαρίστησε, μπορεί να μην άρεσε και σε κανέναν. Μου αρκεί δηλαδή πως μου άρεσε όπως την είπα, ανεξάρτητα από το πώς φάνηκε στους άλλους και επίσης μου άρεσε ότι δεν περίμενα πως θα το έκανα μετά από 35 χρόνια κάτι που είχε θαφτεί στη μνήμη.

Η αληθινή Βιρτζίνια είπε ότι «εγώ δεν έκανα τίποτα, το σπουδαίο το έκανε ο Φράνσις Τσερτς με την απάντησή του». Τι το γοητευτικό είχε η Βιρτζίνια για σένα, καθώς είχες μεγαλώσει πια; Ήταν μόνο το γράμμα ή και αρκετά άλλα;

Όχι, δεν ήταν μόνο αυτό γιατί τότε θα έμενα μόνο σε αυτό. Τα κινούμενα σχέδια που είχα δει ήταν μόνο το γράμμα και η απάντηση. Αλλά έπιασα δύο ανθρώπους, τη Βιρτζίνια κατά κύριο λόγο και λιγότερο το Φράνσις Τσερτς. Ο Φράνσις Τσερτς επηρεασμένος από το παρελθόν του απαντά αυτό το πράγμα στο μέλλον του και η Βιρτζίνια εισπράττοντας αυτήν την απάντηση διαμορφώνει το μέλλον της. Ο άνθρωπος αυτός είχε ένα ήθος και μια συνέπεια από τον αμερικάνικο πόλεμο, το μετέφερε στο γράμμα και έδωσε έτσι σκοπό ζωής και ήθος και συνέπεια σε ένα άλλο παιδί που δεν τα είχε διαμορφώσει ακόμα. Προσπάθησα σε αυτό το βιβλίο κατά κύριο λόγο να υπάρχει μία γραμμή ήθους. Ότι μπορεί να περνάνε πόλεμοι, ρατσισμοί, φτώχειες, εγκληματικότητες, να χώρισε η Βιρτζίνια, να μην ήταν εύκολη η ζωή της, ειδικά ως μάνα μόνη, αλλά τελικά εξαρτάται από εμάς να κρατήσουμε την ανθρωπιά μας. Ίσως αυτό είναι το μήνυμα. Η ανθρωπιά πρέπει να είναι παντός καιρού.

Παγκόσμιοι πόλεμοι, φυλετικές διακρίσεις και ρατσισμός, αλλαγή των κοινωνιών. Πώς ένας άνθρωπος μένει και κρατάει το μέσα του αλώβητο και δε γίνεται «παρτάκιας» κι «ωχ αδερφέ» μέσα σε τέτοιες συνθήκες; Η Βιρτζίνια είναι πάντα αυτή που πρέπει για όλους…

Με είχε εντυπωσιάσει πριν κάποια χρόνια ο Ρομπέρτο Μπενίνι που πριν λίγα χρόνια είχε πάρει το Όσκαρ Α’ αντρικού ρόλου για το Η ζωή είναι ωραία κι όταν σηκώθηκε να παραλάβει το Όσκαρ είπε «ευχαριστώ τους γονείς μου που μου έδωσαν το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να μου δώσει κανείς. Τη φτώχεια». Αυτό μου άρεσε πολύ σαν ατάκα. Στο Μπενίνι ήταν η φτώχεια. Στη Βιρτζίνια ήταν ένα γράμμα. Μερικές φορές αυτό που σε καθορίζει σαν άνθρωπο μπορεί να είναι ένα γεγονός, ίσως και τυχαίο κι είναι η δύναμη αυτού του γεγονότος τόσο δυνατή ώστε να σου δώσει σπίθα για μια ολόκληρη ζωή. Αυτό συμβαίνει βέβαια και στον αρνητικό βαθμό, ίσως και πιο εύκολα.

Έρχονται τώρα λοιπόν και οι τρελοί από το elniplex και σου προτείνουν να το κάνουν θεατρικό έργο…

Ίσως είναι αναμενόμενο και τετριμμένο να πω ότι με χαροποιεί και είναι μεγάλη τιμή κτλ. Για μένα είναι μία πρόκληση όλο αυτό το νέο είδος συνεργασίας και κατά κάποιο τρόπο μαθαίνω κι εγώ απ’ όλο αυτό το πράγμα. Έχοντας διαβάσει τα θεατρικά, πήγα κι εγώ ένα βήμα μπροστά για πράγματα τα οποία δε μπορούσα να φανταστώ ότι θα γίνουν έτσι, πέρα ασφαλώς από το ότι είναι τεράστιο κομπλιμέντο να δουλεύει κάποιος το βιβλίο μου κι όχι μόνο το elniplex αλλά και ο οποιοσδήποτε άλλος ή ακόμα και το παιδί που θα το διαβάσει.
Πέρα από το elniplex του οποίου ήταν δική του ιδέα και υλοποίηση, κάπως εκ του μακρόθεν το έχω αγκαλιάσει κι εγώ με το δικό μου τρόπο. Το νιώθω κάπως σα δεύτερο «παιδί» μου.

Πώς αισθάνεσαι που θα μπουν τα δύο αυτά έργα σου σε αρκετές τάξεις;

Προφανέστατα είναι μεγάλη χαρά να δουλευτεί σε όλες τις τάξεις. Για μένα είναι και διπλή χαρά γιατί όλο αυτό το concept που άρχισε το 1977, αφενός συνεχίζεται, αφετέρου αμπαλάρεται υπερβολικά πολυτελώς και παίρνει μία τροπή την οποία δεν περίμενα ειδικά για αυτήν την ιστορία. Ίσως όχι τόσο πολύ για το «Ποιος απήγαγε τον Αϊ-Βασίλη» που με τιμάει και αυτό προφανώς αλλά η Βιρτζίνια έχει άλλο συναισθηματικά βάρος για μένα. Με συνδέει κατά κάποιο τρόπο με το παρελθόν, όχι με μια περίοδο, αλλά με μια συγκεκριμένη στιγμή, τα Χριστούγεννα του 77’, μία μέρα, ένα απόγευμα από εκείνα τα Χριστούγεννα.

Να ευχηθούμε καλά βιβλία σε σένα και καλές παραστάσεις στους εκπαιδευτικούς…

Είμαι σίγουρος ότι οι εκπαιδευτικοί διαβάζοντας και το βιβλίο και τη θεατρική διασκευή θα βρουν διαφορετικά στοιχεία και στο ένα και το άλλο. Και τι εννοώ με αυτό; Εγώ όταν διάβασα τη θεατρική διασκευή, μου φάνηκε ότι διάβαζα κάτι πάρα πολύ φρέσκο, κάτι πάρα πολύ καινούριο και δημιουργικό. Πρώτα απ’ όλα είναι δύο θεατρικές διασκευές οι οποίες έχουνε υπερβολικό χιούμορ το οποίο δε βρίσκεται και τόσο πολύ μέσα στα ίδια τα βιβλία. Ίσως λίγο περισσότερο στον Αϊ-Βασίλη. Δηλαδή έπιασα τον εαυτό μου να γελάει. Είναι μία από τις λίγες φορές που γίνεται ερασιτεχνικά τόσο επαγγελματική δουλειά με πολύ μεράκι και αγάπη που απευθύνεται σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό. Ο καθένας μπορεί να ερμηνεύσει μέσα από αυτές τις δύο διασκευές όπως ο καθένας θέλει τη Βιρτζίνια και τον Αϊ-Βασίλη. Είναι από τα θεατρικά που αφήνουν βαθμούς ελευθερίας και διαφορετικές αναγνώσεις στους εκπαιδευτικούς που θα ασχοληθούν μαζί του. Πιστεύω ότι θα το χαρούν, πέρα από τους εκπαιδευτικούς και τα παιδιά, και οι γονείς οι οποίοι θα χαρούν και την ίδια την παράσταση πέρα από το παιδί τους γιατί είναι πολύ σπιρτόζικο το κείμενο. Το διάβασα και πράγματι εντυπωσιάστηκα. Δεν είμαι εκπαιδευτικός, δεν έχω στήσει παράσταση αλλά μπορώ να πω ότι μετά από αυτά τα δύο θεατρικά μου άνοιξε κι εμένα η όρεξη…

Βασίλη, σε ευχαριστούμε πολύ για όλα…

Εγώ ευχαριστώ!

3 υπέροχες κυρίες για τον ξεχωριστό κύριο Παπαθεοδώρου

Τρεις υπέροχες κυρίες. Τρεις γυναίκες που εκτιμά πολύ το elniplex για το έργο τους, τη γραφή τους, τη στάση ζωής τους. Τους ζητήσαμε να κάνουν εκείνες τον επίλογο για τον Βασίλη Παπαθεοδώρου. Και από τα χείλη και τα χέρια τους βγήκαν λέξεις όμορφες, όχι μασκαρεμένες, μα ντυμένες την αλήθεια. Κι αυτή φάνηκε πριν το μικρό τους κείμενο παρακάτω, από την γλυκύτητα στην αντίδρασή τους στο άκουσμα δυο λόγων για τον Βασίλη Παπαθεοδώρου.

"Τον Βασίλη τον γνωρίζω πολλά πολλά χρόνια όμως πάντα βρισκόμασταν στην χάση και στη φέξη. Συγκεκριμένα το γνωστό σε όλους μας φεγγάρι έχει κάνει πολλούς κύκλους περιμένοντας τη στιγμή που ο Βασίλης κι εγώ θα βρισκόμασταν να πούμε νέα (που είχαν γίνει παλιά) και καινούριες ιδέες. Στο μεταξύ, οι κύκλοι του φεγγαριού κι εγώ πάντα μέναμε έκπληκτοι από όλα όσα είχε στο μεταξύ σκαρώσει ο Βασίλης. Αλλά όλα αυτά είναι τίποτα μπροστά στην σπουδαιότητα αυτού του ανθρώπου για την εφηβική λογοτεχνία της χώρας. Θυμώνω που ακόμα τα βιβλία του δεν έχουν μεταφραστεί ή τουλάχιστον βρει γόνιμα μυαλά έξω από τα σύνορα, θυμώνω που άνθρωποι σαν το Βασίλη με τόσο κοφτερή ματιά, χιούμορ που πάντα σώζει, επιμονή κι αγάπη στη δουλειά του πρέπει να συζητάνε ακόμα για τα αυτονόητα. Είναι δουλευτής των λέξεων και δε μπορώ παρά να τον σέβομαι και να μιλάω για τη δουλειά του εκεί που πρέπει ακόμα να τον μάθουν και να τον διαβάσουν."

Γιολάντα Τσιαμπόκαλου (Sadahzinia, συγγραφέας, μουσικός)

"Είναι πολλά πράγματα ο Βασίλης. Ξεκινώ από αυτό που μας έφερε κοντά. Είναι ο αγαπημένος συγγραφέας του γιου μου. Ο οποίος είναι απαιτητικός και δύσκολος αναγνώστης. Κάθε φορά όμως που παίρνει στα χέρια του ένα βιβλίο του Βασίλη, ξέρει πως δεν θα απογοητευτεί. Ξέρει πως κάπου μέσα στην ιστορία θα βρει τον εαυτό του.
Απολαμβάνω να τον διαβάζω, να τον ακούω, να του μιλάω. Με κάνει να γελάω με το καυστικό του χιούμορ. Τι να λέμε τώρα… Είναι ο Βασίλης Παπαθεοδώρου. Ένας έφηβος με γκρίζα μαλλιά."

Ιωάννα Μπαμπέτα (συγγραφέας)

"Η εξαιρετική πλοκή, η γοργή αφήγηση, οι διαρκείς ανατροπές κι οι ήρωες κάθε ηλικίας συνθέτουν το μυθιστορηματικό κόσμο του Βασίλη Παπαθεοδώρου που δικαιολογημένα καταφέρνει να παρασύρει, κάθε φορά, τους νεαρούς αναγνώστες του σε απολαυστικές αναγνωστικές εμπειρίες".

Αγγελική Δαρλάση (συγγραφέας, σκηνοθέτης)

Συνέντευξη σε μαθητές του Γυμνασίου Νεάπολης Λασιθίου, Μάιος 2014

Oι μαθητές έστειλαν τις ερωτήσεις τους στο συγγραφέα Βασίλη Παπαθεοδώρου και εκείνος με μεγάλη προθυμία απάντησε...

Tις παρακάτω ερωτήσεις διατύπωσαν:
Νίκος Γ., Άννα, Γιώργος Γ., Μιχάλης Δ., Κωνσταντίνα

1. Τι σας παρακίνησε να γράψετε αυτό το βιβλίο; Από πού εμπνευστήκατε το μυθιστόρημα «Χνότα στο τζάμι»;

Το 2005 είχαν γίνει ταραχές στα γκέτο του Παρισιού, όπου ζούσαν μετανάστες. Επίσης, την ίδια χρονιά, είχε γίνει μια τρομοκρατική επίθεση στο Λονδίνο. Αυτά οδήγησαν τόσο στην αύξηση της ανασφάλειας και του φόβου σε αυτές τις δυο χώρες, όσο και στη λήψη μέτρων που περιόριζαν τις ελευθερίες των ανθρώπων. Αυτή ήταν η αρχική ιδέα για το μυθιστόρημα.

2. Πότε σκεφτήκατε να γράψετε το βιβλίο;

Από το 2005, όπου έγιναν τα περιστατικά που προανέφερα, δούλευα το βιβλίο στο μυαλό μου, όχι καθημερινά βέβαια, ούτε τόσο έντονα. Απλά με απασχολούσε κι εγώ το άφηνα να κατακάτσει, να ωριμάσει μέσα μου.

3. Πότε αρχίσατε να το γράφετε;

Το βιβλίο άρχισα να το γράφω το καλοκαίρι του 2006, αν θυμάμαι καλά, ενώ εκδόθηκε το 2007.

4. Πόσο καιρό κράτησε η συγγραφή του βιβλίου;

Από τη στιγμή που μια ιδέα ολοκληρωθεί στο μυαλό μου, η συγγραφή του μυθιστορήματος δεν κρατά πολύ. Έτσι τα «Χνότα στο τζάμι» τα έγραψα περίπου σε 1,5-2 μήνες. Αυτό συμβαίνει και με τα υπόλοιπα βιβλία μου, γράφονται σχετικά γρήγορα. Πρέπει όμως να έχω όλη την ιδέα, αρχή, μέση, τέλος, στο μυαλό μου, να ξέρω τι θα γράψω.

5. Γιατί δώσατε αυτό τον τίτλο; Πώς σκεφτήκατε τον τίτλο του βιβλίου;

Η αλήθεια είναι λίγο παράξενη. «Έβλεπα» στο μυαλό μου μια εικόνα, παιδιά να γράφουν με τα χνότα τους στα τζάμια και να ανταλλάσσουν μηνύματα. Δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν αλλιώς. Άρχισα μετά να σκέπτομαι το «γιατί» κι έτσι πήγαινε η ιστορία μου προς τα πίσω. Όταν έφτασα στο σημείο να έχω απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα, τότε άρχισα να το γράφω κανονικά, από την αρχή προς το τέλος.

6. Είχατε σκεφτεί από την αρχή την εξέλιξη του βιβλίου;

Ναι, βέβαια, αν δεν έχω όλο το βιβλίο στο μυαλό μου, ποτέ δεν κάνω βήμα για να αρχίσω να γράφω κάτι. Σε αντίθεση με άλλους, οι οποίοι οδηγούνται από την πλοκή και δεν ξέρουν πού θα τους βγάλει, εγώ πρέπει να ξέρω από την αρχή τι θέλω να πω, πως θα είναι η πλοκή, πώς θα τελειώνει το μυθιστόρημα.

7. Γιατί επιλέξατε να είναι αστυνομικό και «περιπετειώδες»;

Γιατί μου αρέσει αυτό το είδος, να έχει δράση και γρηγοράδα. Πάντα γράφω πράγματα, που στο τέλος θα αρέσουν και σε μένα να τα διαβάζω, ως αναγνώστης. Κοινώς, η ιδιότητα του αναγνώστη είναι ίσως πιο δυνατή από αυτήν του συγγραφέα. Και ένα περιπετειώδες βιβλίο, σίγουρα μου αρέσει να το διαβάζω.

8. Γιατί επιλέξατε τον Πάμπλο να σκοτωθεί στο μετρό;

Ο χώρος είναι πολυσύχναστος και πολύβουος. Μπορεί να γίνει το οτιδήποτε, να πανικοβληθούν όλοι και παράλληλα κανείς να μην έχει προσέξει το παραμικρό. Άλλωστε ο χώρος παίζει και στη συνέχεια ρόλο στην εξέλιξη. Ο Άλεκ θα πάρει το μετρό για να πάει στα στούντιο της πόλης. Σε τέτοιους χώρους είναι συγχρόνως πολύ εύκολο να παρακολουθηθεί κάποιος και συγχρόνως να παραμείνει αόρατος, ανώνυμος.

9. Είναι το βιβλίο κατάλληλο σε μια ηλικία από 10 και άνω;

Το βιβλίο δεν είναι παιδικό, είναι περισσότερο εφηβικό/νεανικό. Πιστεύω ότι οι ηλικίες, στις οποίες απευθύνεται είναι από 12 και άνω, ίσως και από 15 και άνω. Βέβαια έχω διαψευστεί, καθώς βλέπω ότι διαβάζεται και από μικρότερους αναγνώστες.

10. Τι συναισθήματα σας κυρίευαν όταν τελικά καταφέρατε να ολοκληρώσετε εντελώς το βιβλίο αυτό (αλλά και κάθε άλλο);

Κυρίως χαρά και ανακούφιση γιατί είναι κάτι που το ολοκλήρωσα και το χάρηκα γράφοντάς το. Παράλληλα έχω και ανυπομονησία να εκδοθεί, περιέργεια για το πώς θα φανεί στους αναγνώστες. Βέβαια μετά από κάθε βιβλίο υπάρχει μια αρκετά μεγάλη περίοδος, που δεν ασχολούμαι με το γράψιμο, κυρίως για να ανασυνταχθούν δυνάμεις και να σκεφτώ κάτι άλλο που να μου αρέσει.

11. Η υπόθεση είναι αυτοτελής ή να περιμένουμε τη συνέχειά της στα βιβλιοπωλεία;

Θεωρώ πως η υπόθεση είναι αυτοτελής. Δεν ξέρω αν το βιβλίο προσφέρεται για συνέχεια. Για κάποια βιβλία μου είναι αλήθεια πως έχω σκεφτεί να δώσω μια συνέχεια, αλλά τελικά δεν το έχω κάνει. Ίσως γιατί θέλω να πω μια άλλη, εντελώς διαφορετική ιστορία.

12. Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να δώσετε στα παιδιά με το βιβλίο σας;

Στην ουσία δεν θέλω να δίνω μηνύματα. Ο κάθε αναγνώστης είναι ελεύθερος να παίρνει, αν θέλει, όποιο μήνυμα αυτός θέλει. Εμένα με ευχαριστεί να περνά καλά διαβάζοντας το βιβλίο. Τα «Χνότα στο τζάμι» για μένα είναι ένα βιβλίο που βάζει το ζήτημα των επιλογών και των πράξεων του κάθε ανθρώπου. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως όλοι οι αναγνώστες πρέπει να βρουν αυτό το στοιχείο στο βιβλίο. Το μεγαλύτερο και καλύτερο μήνυμα γενικά αναφορικά με την ανάγνωση είναι η ευχαρίστηση που προκαλεί.

13. Νομίζετε ότι θα εντυπωσιαστούν αρκετά τα άτομα που θα το αγοράσουν;

Αυτό δεν το ξέρω στα σίγουρα. Υποθέτω λόγω εμπειρίας από αυτό το βιβλίο, ότι γενικά θα αρέσει σε αρκετά άτομα. Επειδή είναι γρήγορο και περιπετειώδες, φαντάζομαι πως γενικά θα τραβήξει αναγνώστες.

14. Πόσα αντίτυπα έχουν εκδοθεί και πουληθεί;

Τα «Χνότα στο τζάμι» βρίσκονται στην 7η έκδοση. Αυτό σημαίνει πως έχουν πουληθεί 7-8.000 αντίτυπα. Το ευχάριστο είναι, πως παρόλο που το βιβλίο έχει εκδοθεί το 2007, εντούτοις αγοράζεται σταθερά κάθε χρόνο.

15. Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο βιβλίο να είναι τόσο διαφορετικό από τα υπόλοιπα βιβλία σας;

Δεν ξέρω αν είναι διαφορετικό επί της ουσίας. Εννοώ πως σε όλα τα βιβλία μου προσπαθώ να δώσω ταχύτητα, περιπέτεια και δράση, ενώ όλα έχουν ένα πολιτικό ή κοινωνικό μήνυμα. Αλλά αυτό που ρωτάτε είναι σωστό, επειδή κάθε βιβλίο μου το βλέπω σαν πρόκληση, θέλω να κάνω κάτι διαφορετικό κάθε φορά. Θέλω να πιστεύω ότι τα βιβλία μου δεν μοιάζουν και τόσο πολύ μεταξύ τους.

16. Πιστεύετε ότι καμιά μέρα μπορεί να το δείτε σε ταινία;

Μακάρι, πολύ θα το ήθελα. Αυτό όμως δεν εξαρτάται από μένα, αλλά από πολλούς άλλους παράγοντες. Η έλλειψη χρημάτων είναι ο σημαντικότερος από αυτούς. Πιστεύω ότι επειδή δεν είναι κλασικά ελληνικό το θέμα, αλλά παγκόσμιο, ίσως να του πήγαινε να γίνει ξένη ταινία. Αλλά από το στόμα σας και στου Θεού τ’ αφτί.

17. Σκέφτεστε να γράψετε κι άλλα βιβλία σαν το «Χνότα στο τζάμι»;

Σίγουρα, αν εννοούμε το πολιτικοκοινωνικό μήνυμα του βιβλίου, τη δράση και την πλοκή, τότε όλα τα βιβλία προσπαθώ να είναι κάπως σαν τα «Χνότα». Αν εννοούμε την υπόθεση, νομίζω –για την ώρα- ότι αυτό που είχα να πω, το είπα, σχετικά με τη θεματολογία.

18. Ποιο από τα βιβλία που έχετε γράψει μέχρι τώρα είναι το αγαπημένο σας;

Οι «Άρχοντες των σκουπιδιών» ήταν ίσως το πιο απαιτητικό στη συγγραφή του, θεωρώ πως είναι το καλύτερό μου. Επίσης το «Στη Διαπασών» έχει τη γοητεία του, επειδή είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, συνεπώς είναι πιο άμεσο.

19. Πόσο ετών είστε;

Χμ, 47 χρονών, αλλά σας το λέω και το ξεχνάτε. Και βέβαια δεν το λέτε πουθενά αλλού.

20. Πού ζήσατε τα παιδικά και εφηβικά σας χρόνια;

Στην Αθήνα, στα Κάτω Πατήσια αρχικά, στο Περιστέρι για ένα χρόνο και μετά, μέχρι σήμερα, στη Γλυφάδα.

21. Σε ποια σχολεία σπουδάσετε;

Στο δημοτικό τέλειωσα την Εράσμειο, όπου μάθαινα γερμανικά. Έτσι, Γυμνάσιο και Λύκειο, πήγα στη Γερμανική Σχολή, απ’ όπου και πήρα απολυτήριο.

22. Ήταν κάποιος από την οικογένειά σας συγγραφέας;

Όχι, κανένας. Αλλά όλοι τους διάβαζαν βιβλία. Έτσι μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον που το βιβλίο, το έντυπο γενικότερα (εφημερίδες, περιοδικά), μου ήταν πάρα πολύ οικείο. Συνεπώς έμαθα να διαβάζω από πολύ μικρός.

23. Πόσα βιβλία έχετε γράψει;

Έχουν εκδοθεί 13, το καλοκαίρι θα βγει και το 14ο. Κάποια άλλα υπάρχουν στον εκδοτικό οίκο, και μερικά και στα συρτάρια μου, αλλά τα τελευταία θέλουν πολλή δουλειά ακόμα, μέχρι να αποφασίσω να τα δώσω.

24. Σήμερα εργάζεστε ως συγγραφέας;

Όχι, δυστυχώς στην Ελλάδα, κανείς δεν μπορεί να ζήσει από τα δικαιώματα των βιβλίων του ή για να μην είμαι τόσο απόλυτος, ελάχιστοι –μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού- μπορούν να το κάνουν αυτό. Εργάζομαι σε τράπεζα.

25. Σας αρέσει η δουλειά σας ή θα θέλατε τελικά να κάνετε κάτι άλλο;

Εννοείτε ως συγγραφέας; Μου αρέσει πολύ. Τώρα βέβαια σε κάθε δουλειά υπάρχουν διάφορες φάσεις και διακυμάνσεις, μερικές φορές βαριέσαι, άλλες ζορίζεσαι, γενικά όμως φροντίζω να το ισορροπώ.

26. Τι αγαπάτε πιο πολύ στη δουλειά σας, το ότι γράφετε και ασκείτε το μυαλό σας ή ότι δίνετε ένα μήνυμα στους αναγνώστες;

Το πρώτο. Γράφω κυρίως για μένα, για να τα περνώ εγώ καλά και για να κάνω κάτι που μου αρέσει. Μόνο αν κάνω κάτι με αγάπη κι επειδή μου αρέσει, υπάρχει η πιθανότητα να αρέσει και σε άλλους. Πάντως τον αναγνώστη φροντίζω να μην τον πολυέχω στο μυαλό μου, γιατί ίσως και να έγραφα διαφορετικά, όχι τόσο ελεύθερα.

27. Έχετε βραβευτεί για τα βιβλία σας; Πώς αισθανθήκατε όταν παίρνατε τα βραβεία για το βιβλίο σας;

Πάρα πολύ ωραία. Πέρα από το γεγονός πως μια βράβευση είναι κυρίως μια αναγνώριση για το έργο σου, είναι παράλληλα και μια ώθηση να συνεχίσεις να κάνεις ό,τι έκανες, ένα σπρώξιμο, ένα σημάδι πως βρίσκεσαι σε καλό δρόμο.

28. Ποιο θέμα υπερτερεί στα βιβλία σας;

Κυρίως, όπως είπα προηγουμένως, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Το ζήτημα των επιλογών και των διλημμάτων του κάθε ανθρώπου είναι επίσης ζητήματα που έρχονται κι επανέρχονται στα βιβλία μου.

Tις παρακάτω ερωτήσεις διατύπωσαν:
Ειρήνη, Μαρκέλλα, Ραφαήλ, Κωνσταντίνος

1. Πώς νιώθετε που γράψατε ένα τόσο ωραίο βιβλίο;

Αυτό το βιβλίο είναι και το πρώτο μου, εκδόθηκε το 2000 και επανεκδόθηκε το 2013. Κι ακριβώς επειδή είναι το πρώτο μου βιβλίο, ένιωσα τότε πολύ περήφανος που το είχα γράψει και πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό μου. Αυτή ήταν η αρχή για μένα, οπότε και σημαίνει αρκετά πράγματα, διαφορετικά ίσως σε σύγκριση με τα επόμενα βιβλία μου.

2. Περιμένατε πως το βιβλίο σας θα είχε τόσο μεγάλη επιτυχία;

Δεν ξέρω αν έχει επιτυχία. πιστεύω όμως πως λόγω θέματος είναι αρκετά επίκαιρο και σήμερα, 14 περίπου χρόνια μετά από την πρώτη κυκλοφορία του και 18 από τότε που γράφτηκε.

3. Από πού εμπνευστήκατε τον τίτλο; Μπορεί και να μην είναι ο ιδανικότερος γι’ αυτό το βιβλίο;

Χαχα, ναι, τώρα που το λέτε, μάλλον δεν είναι και ο ιδανικότερος. Επειδή όλη η πλοκή εκτυλίσσεται με φόντο μια σχολική παράσταση, πίστευα πως ο τίτλος θα έδινε μια ιδέα για την πλοκή. Μάλλον την αδίκησε κάπως. Ας μην ξεχνάμε πως το βιβλίο είναι και το πρώτο μου, οπότε δεν είχα και μεγάλη εμπειρία από τίτλους. Ίσως σήμερα να το ονόμαζα κάπως διαφορετικά, χωρίς να ξέρω όμως πώς.

4. Εμπνευστήκατε από κάπου για να γράψετε το βιβλίο; Πώς σκεφτήκατε ένα τέτοιο θέμα;

Στις αρχές τις δεκαετίας του ’90 είχαν γίνει ρατσιστικές ταραχές στη Γερμανία, σε τούρκικη γειτονιά. Αυτή ήταν και η αρχική ιδέα. Εγώ έγραψα για ελληνική παροικία και αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά με τα αληθινά γεγονότα.

5. Είχατε ανθρώπους που σας έδιναν ιδέες ή το γράψατε μόνος σας;

Για να είμαι ειλικρινής όλες τις ιδέες τις αναζητώ μόνος μου, έτσι τις θεωρώ δικές μου. Δεν μπορώ να πω μια ιστορία που θα μου έχει πει άλλος το θέμα. Βέβαια εμπνέομαι και από αληθινά περιστατικά, που είναι σαν να μου τα έχει πει άλλος, το ξέρω, έχει μια αντίφαση αυτό που λέω, αλλά ακόμα και τις πραγματικές ιστορίες μου αρέσει να τις αναζητώ μόνος μου.

6. Πήρατε τη γνώμη των αγαπημένων σας προσώπων πριν πάτε το βιβλίο στον εκδότη σας;

Αρχικά το έδωσα στους γονείς μου, έπειτα το έστειλα σε διαγωνισμό, όπου και πήρε έπαινο. Η αλήθεια είναι πως δεν το περίμενα, ήταν το πρώτο μου βιβλίο και η πρώτη μου διάκριση και είχα συγκινηθεί πολύ. Από κει και πέρα κι επειδή τα βιβλία που θα έπαιρναν διάκριση, έπρεπε να εκδοθούν από συγκεκριμένους εκδότες, ήταν και αρκετά πιο εύκολο να βγει.

7. Σας πήρε πολύ καιρό να το γράψετε;

Κάποιους μήνες, αν θυμάμαι καλά, πάνε και 18 χρόνια πια. Επειδή ήταν το πρώτο μου, είχα μια φυσιολογική ανασφάλεια, δεν ήξερα τι έκανα, πώς έγραφα. Ήταν όλα κάτι πρωτόγνωρο, που δεν ήξερα πώς να τα χειριστώ.

8. Πιστεύετε πως το βιβλίο σας μας δείχνει ένα σύγχρονο πρόβλημα, το ρατσισμό;

Ναι, δυστυχώς, πάνε τόσα χρόνια και δεν έχει γίνει το παραμικρό γι’αυτό το ζήτημα. Το βιβλίο όμως δείχνει πως υπήρξαν εποχές, όπου οι Έλληνες ήταν αυτοί τα θύματα, σε κάποια άλλη χώρα. Ενώ τώρα, στην Ελλάδα, γίνονται πολλές φορές οι θύτες.

9. Γιατί επιλέξατε τη Γερμανία ως τόπο που γίνονται τα γεγονότα;

Γιατί τότε η Γερμανία είχε ένα ιστορικό ρατσιστικών επεισοδίων και ξεσπασμάτων. Επίσης στη Γερμανία ζούσαν και ζουν πολλοί Έλληνες μαζί, στις κοινότητές τους και βοηθά αυτό το στοιχείο πολύ την πλοκή και την εξέλιξη.

10. Θεωρείτε ότι ο Γκέοργκ σας μοιάζει στο χαρακτήρα;

Μμμ, δεν ξέρω. Ήμουν κι εγώ καλός μαθητής, αυτό είναι ένα κοινό στοιχείο. Δεν ξέρω όμως αν θα είχα την καρτερικότητα και την υπομονή, το κουράγιο να αντιμετωπίσω τα γεγονότα, όπως τα αντιμετώπισε αυτός και μάλιστα σε μια τόσο μικρή ηλικία. Η αλήθεια είναι πως σε όλα τα βιβλία μου και σε όλους τους ήρωες (κι αν όχι σε όλους, τότε σε πάρα πολλούς) βρίσκονται σκόρπια στοιχεία από το χαρακτήρα μου, τις σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου.

11. Είχατε παρόμοια εμπειρία όταν ήσασταν μαθητής;

Όχι. Εννοείται πως τα πειράγματα που κάναμε ή δεχόμαστε ως παιδιά ήταν σε κάποιον βαθμό μέρος της καθημερινότητάς μας, αλλά τέτοια εμπειρία δεν είχα ποτέ.

12. Ποια είναι τα συναισθήματά σας για το βιβλίο;

Μεγάλη ευχαρίστηση όταν το τελείωσα, αφού ήταν και το πρώτο μου, καθώς και ευχαρίστηση, που μετά από τόσα χρόνια διαβάζεται ευχάριστα και δεν είναι εκτός εποχής.

13. Τι νομίζετε ότι μένει στο μυαλό του αναγνώστη αν διαβάσει αυτό το βιβλίο;

Αυτό μπορείτε να το απαντήσετε καλύτερα εσείς. Πολλές φορές άλλα νομίζω εγώ και άλλα μένουν. Αυτό ίσως είναι και το πιο φυσιολογικό. Ο κάθε αναγνώστης παίρνει από κάθε βιβλίο αυτό που θέλει και που τον εκφράζει.

14. Αν μπορούσατε να ξαναγράψετε το βιβλίο θα αλλάζατε κάτι;

Ναι, θα άλλαζα. Καταρχήν η σκηνή με το ποδήλατο και το σκύλο είναι σαν να επαναλαμβάνεται. Έπειτα θα έβαζα περισσότερα κεφάλαια προς το τέλος για να δείξω τη μεταστροφή του Κουρτ.

15. Ποιο κεφάλαιο σας άρεσε περισσότερο;

Δεν μπορώ να το προσδιορίσω σε κεφάλαιο. Περισσότερο μου αρέσει το σημείο όπου ο ήρωας μένει μόνος του και πρέπει να το παλέψει, οι σκέψεις και οι έγνοιες που τον ταλαιπωρούν και τον βασανίζουν.

16. Σκεφτήκατε να δώσετε συνέχεια στο βιβλίο σας ή θεωρείτε ότι το κεφάλαιο αυτό έχει κλείσει;

Με το που τελειώνω κάθε βιβλίο μου θεωρώ πως αυτό το κεφάλαιο έχει κλείσει, ακριβώς γιατί έχω πει την ιστορία που θέλω να πω και επειδή έχει περάσει και η φάση ή η ψυχολογία που είχα όταν έγραφα το βιβλίο. Θεωρώ πως στο συγκεκριμένο δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο.

17. Θεωρείτε ότι το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και από μεγαλύτερες ηλικίες

Σα θέμα σίγουρα, άλλωστε το ζήτημα του ρατσισμού μας αφορά όλους. Στην ερώτηση όμως μπορείτε και πάλι εσείς να απαντήσετε καλύτερα μετά από μερικά χρόνια. Θα το ξαναδιαβάζατε;

18. Πιστεύετε ότι αυτό το βιβλίο θα είχε κατανάλωση στο μέλλον από τους λάτρεις του βιβλίου;

Πιστεύω πως κανείς δεν ξέρει πώς μπορεί να πάει κάποιο βιβλίο και αν θα αρέσει και στο μέλλον. Πολλά βιβλία έκαναν ανέλπιστη επιτυχία, άλλα που είχαν όλες τις προδιαγραφές να αρέσουν, δεν άρεσαν τελικά. Θέλω να πιστεύω πως θα έχει μια συμπαθητική πορεία στο μέλλον, κυρίως λόγω θεματικής το πιστεύω αυτό.

19. Θα επιχειρούσατε να γράψετε ένα βιβλίο στο οποίο τονίζεται ένα άλλο πρόβλημα της εποχής μας;

Σε όλα μου τα βιβλία γράφω για θέματα της εποχής μας, κρίση, οικολογία, βιβλία με πολιτικά ή κοινωνικά μηνύματα. Στην ουσία δεν ξέρω αν θα επιχειρούσα να γράψω ένα βιβλίο όπου δε θα τονιζόταν κάποιο πρόβλημα της εποχής μας, για να αντιστρέψω την ερώτηση. Στην ουσία γράφω πάντα για προβληματισμούς της εποχής μας.

20. Ποιο είναι το μήνυμα που προσπαθείτε να δώσετε μέσα από το βιβλίο;

Κανένα συγκεκριμένο. Ο κάθε αναγνώστης ανάλογα με τα συναισθήματα και την κρίση του, πρέπει να λαμβάνει και να διαμορφώνει το δικό του μήνυμα. Το βιβλίο είναι το μέσο για τον προβληματισμό. Τώρα το πού θα οδηγήσει ο προβληματισμός αυτός και αν τελικά θα υπάρχει, εξαρτάται από τον κάθε αναγνώστη ξεχωριστά.

21. Ποιο είναι το αγαπημένο βιβλίο που έχετε γράψει;

Οι «Άρχοντες των σκουπιδιών» ήταν ίσως το πιο απαιτητικό στη συγγραφή του, θεωρώ πως είναι το καλύτερό μου. Επίσης το «Στη Διαπασών» έχει τη γοητεία του, επειδή είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, συνεπώς είναι πιο άμεσο.

22. Όταν ήσασταν μικρός τι θέλατε να γίνετε όταν μεγαλώσετε;

Πάντως δε μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό πως θα έγραφα. Ίσως να ήθελα να γίνει μηχανικός (που σπούδασα), άλλοτε καθηγητής, κάποιες φορές δικηγόρος. Πάντως συγγραφέας δεν το είχα σκεφτεί.

23. Από πόσο χρονών αρχίσατε να γράφετε βιβλία;

Ήμουν 28 χρονών όταν άρχισα να γράφω τη «Σχολική Παράσταση». Ευτυχώς το να γράφει κανείς δεν έχει το άγχος της ηλικίας, μπορεί να αρχίσει και πιο μικρός, αλλά και πιο μεγάλος στην ηλικία. Αυτό είναι από τα καλά της συγγραφής, ότι δεν περιορίζεσαι ηλικιακά.

24. Πώς περάσατε την παιδική σας ηλικία;

Τυπικά, χωρίς ξεσπάσματα. Ήμουν αρκετά μοναχικός, δεν είχα πολλές παρέες, ενώ παράλληλα ήμουν και κοινωνικός. Ίσως γι’ αυτό διάβαζα και πολύ όταν ήμουν μικρός. Έβρισκα μια ωραία παρέα όταν ήμουν μόνος. Επίσης ήμουν και από τους καλούς μαθητές.

25. Από μικρός μένατε στην Αθήνα ή μένατε αλλού και μετά ήρθατε;

Στην Αθήνα γεννήθηκα και μένω από μικρός, τα πιο πολλά χρόνια στη Γλυφάδα. Την Αθήνα σαν πόλη δεν την αγαπώ, ούτε μ’άρεσε ποτέ ή θα μ’αρέσει, αλλά τι να κάνουμε; Συνήθεια…

Συνέντευξη - Διπλωματική, Φεβρουάριος 2014

Τι προσδοκάτε ότι θα αποκομίσει ο έφηβος της σημερινής εποχής από την ανάγνωση του βιβλίου σας;

Ευχαρίστηση. Αυτό θέλω να νιώθει ένας έφηβος όταν διαβάζει τα βιβλία μου, φαντάζομαι ότι όλοι οι συγγραφείς το θέλουν αυτό. Δεν είναι απαραίτητο να γίνει βέβαια, εννοώ πως κάποιο βιβλίο σε κάποιους μπορεί να είναι βαρετό ή ανούσιο. Προφανώς σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορούμε να μιλάμε για μηνύματα ή δεύτερα και τρίτα επίπεδα ανάγνωσης. Όλα αυτά προϋποθέτουν να αρέσει το βιβλίο. Επιπλέον δεν είμαι εγώ αυτός που θα μιλήσω για μηνύματα, ο κάθε αναγνώστης παίρνει από κάθε βιβλίο αυτό που θέλει, αυτό που «χρειάζεται». Ενδεχομένως να έχω άλλα πράγματα στο μυαλό μου, δεν πειράζει αν καταλάβει ο έφηβος κάτι άλλο, αν κάποιο άλλο θέμα του κεντρίσει το ενδιαφέρον. Για μένα το σημαντικό είναι να υπάρχει για ένα βιβλίο μου ενδιαφέρον, να μην σκεφθεί ο αναγνώστης πως έχασε την ώρα του διαβάζοντάς το.

Πιστεύετε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται και ότι ο άνθρωπος δεν διδάσκεται από το παρελθόν του;

Σε γενικές γραμμές ναι, αυτό ισχύει κατά κύριο λόγο για λαούς. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως δεν μπορεί να συμβεί ή δεν έχει συμβεί και το αντίθετο. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις ίσως είναι πιο εύκολο να διδαχτεί κανείς από τα λάθη του. Πιστεύω πως γενικά η άγνοια κινδύνου σε συνδυασμό με την έλλειψη αρχών και ορίων είναι παράγοντες που γενικά οδηγούν σε αυτό που στο βιβλίο αναφέρεται ως «εντροπία», το πλήρες χάος δηλαδή. Ούτως ή άλλως η φυσική ροή των πραγμάτων είναι η εντροπία, αυτό συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Αν δεν υπάρχουν ισχυροί ηθικοί και ανασταλτικοί παράγοντες στο μυαλό και στην προσωπικότητα κάποιου, τότε το πιο πιθανό είναι να γίνουν τα ίδια λάθη.

Όταν γράφατε το βιβλίο είχατε συγκεκριμένα πρόσωπα στο μυαλό σας;

Πριν από 4-5 χρόνια είχα γνωρίσει στο γυμναστήριο έναν τύπο, ταξιτζής τώρα, που σε ηλικία 16 χρονών είχε περάσει από φυλακές ανηλίκων. Έκτοτε υπήρξε χρήστης κοκαϊνης, για να αντικαταστήσει τη ναρκωτική ουσία με κοκτέηλ φαρμάκων στο γυμναστήριο. Επειδή παρουσίαζε μεγάλο «μυθιστορηματικό» ενδιαφέρον, μου είχε κεντρίσει την περιέργια. Σε κάποια συζήτηση μου είχε πει «ξέρω πως οι άλλοι όταν ακούνε αυτά που έχω περάσει, εντυπωσιάζονται. Για μένα όμως αυτά που έζησα δεν είναι καθόλου εντυπωσιακά. Υπήρξα άνθρωπος, δεν ήταν ανάγκη να γίνω ζώο για να ξαναϋπάρξω άνθρωπος. Αυτό το στάδιο μπορούσε και να μην είχε υπάρξει». Αυτή τη φράση την έβαλα, όσο μπορούσα αυτούσια, στο βιβλίο. Αλλά και εκτός από αυτόν, στην Αίγυπτο υπάρχουν όντως οι Τζιμπαλίν, οι σκουπιδάνθρωποι, εξ ου και Τζίμπα. Πέρα όμως από αυτά, πιστεύω πως και άλλοι χαρακτήρες, αν και κινούνται σε ένα περιβάλλον υπερβολικό, είναι αρκετά αναγνωρίσιμοι. Π.χ. η αγωνία της αποδοχής μέσω Facebook είναι κάτι πολύ σύνηθες σήμερα. Η αδιαφορία του κόσμου επίσης.

Θεωρείτε ότι κάποιος ήρωάς σας είναι τραγικό πρόσωπο; Κι αν ναι, ποιος;

Στην αρχή, προτού αρχίσω να το γράφω, πίστευα πως το βάρος της ιστορίας θα έπεφτε κατά κάποιον τρόπο στον Πολ και στην Τζίμπα. Οι χαρακτήρες και των δύο φαντάζουν ίσως οι πιο τραγικοί, καθώς και η σχέση τους, η οποία όμως οδηγεί στη λύτρωση. Αυτό και προσπάθησα να αποφύγω, το δίδυμο Πολ-Τζίμπα να υπερισχύσει των υπολοίπων. Το βιβλίο το έγραψα συνειδητοποιώντας πως όλοι οι ήρωες είναι τραγικοί, αυτό με κατεύθυνε στη συγγραφή. Κι όχι μόνο οι ήρωες, αλλά και οι κοινωνία. Όλοι έχασαν κάτι, είτε αυτό λέγεται οικογένεια, είτε ανθρωπιά, είτε προσδοκίες κι ελπίδες, είτε βιοτικό επίπεδο, είτε πίστη. Δεν είναι τραγικό πρόσωπο ο Ντιέγκο, που κυνηγά το όνειρό του και τη χαμένη παιδική του αθωότητα, μέσω της ανάγκης του για επιβράβευση, μια ανάγκη που τον οδηγεί στην παραβατικότητα; Οι οι ζητιάνοι Τζο, όλοι οι Τζο του βιβλίου; Πιστεύω πως όλοι οι χαρακτήρες των Αρχόντων είναι τραγικά πρόσωπα, ανεξάρτητα από το βαθμό τραγικότητας που φέρουν, καθώς κι από το πόσο θα ταυτιστεί ο αναγνώστης με κάποιον από αυτούς.

Πιστεύετε ότι στη σημερινή πραγματικότητα της κοινωνικής εξαθλίωσης και του αμοραλισμού είναι δυνατή η μεταστροφή μιας προσωπικότητας σαν το μισθοφόρο Πολ;

Παρόλο που ως άτομο δε θέλω να φορτώνω τα πάντα στην κρίση, είναι γεγονός πως έντονοι περίοδοι συντελούν σε μια μεταστροφή του χαρακτήρα των ανθρώπων. Το αν αυτή η μεταστροφή θα αποκτήσει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά, αυτό εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το άτομο, από τη συναισθηματική νοημοσύνη του. Επίσης δεν είναι απαραίτητο αυτή η αλλαγή να είναι προς το καλύτερο. Σε πιο ήρεμες περιόδους είναι αρκετά πιο δύσκολο να γίνουν αλλαγές, υπάρχει η ηρεμία και η ασφάλεια του καθημερινού τέλματος, εύκολα μπορούν να αναβληθούν αποφάσεις. Αν μη τι άλλο δυσχερείς καταστάσεις φέρνουν τον άνθρωπο προ των ευθυνών του, είναι σαν να βάζουν έναν καθρέφτη μπροστά του, να δει καλύτερα ποιος είναι στην πραγματικότητα.

Το τέλος του βιβλίου σας είναι ανοιχτό, ώστε ο κάθε αναγνώστης να δίνει τη δική του ερμηνεία. Ποια είναι η δική σας ως αναγνώστης και ως συγγραφέας;

Δεν πιστεύω πως είναι και τόσο ανοιχτό όπως φαίνεται. Ημιτελές ίσως, απότομο μπορεί, αλλά μάλλον όχι ανοιχτό (σύμφωνα με μένα βέβαια). Όταν το έγραφα είχα στο μυαλό μου να τερματίσει η Παγκόσμια Ιστορία και εκεί να αρχίσει να ξαναγεννιέται ο κόσμος, από αυτή την αχτίδα φωτός που μπήκε στη σπηλιά. Η ανθρωπότητα δηλαδή να πιάσει πάτο, για να αρχίσει να αναπτύσσεται ξανά. Εξ’ ου και οι άνθρωποι των σπηλαίων, οι σπηλαιογραφίες, καθώς και οι πρώτες λέξεις που βγήκαν από το στόμα της Τζίμπα (γυναίκα από την Αφρική, όπως η «προπροπροπρογιαγιά» μας). Γενικά πάντως δε μου αρέσει να βάζω οριστικά τέλη, η έννοια του «ανοιχτού» που αναφέρετε με εκφράζει πιο πολύ.

Υπάρχει κάποιος ήρωας με τον οποίο ταυτιστήκατε και ίσως να εκφράσατε δικές σας απόψεις;

Σε κάθε βιβλίο μου βγαίνει κι από ένα κομμάτι του εαυτού μου, είτε ως σκέψεις, είτε μέσω των αντιδράσεων των ηρώων. Με κάποιους υπάρχει μια σχετική ταύτιση, όπως με το Θανάση της «Διαπασών», με άλλους όχι. Το σίγουρο είναι πως οι απόψεις μου, η ιδεολογία μου, αυτά που θέλω να κάνω και ενδεχομένως να μην έχω κάνει ή να μην κάνω ποτέ, οι αγωνίες μου, οι φόβοι και οι ανασφάλειές μου, βρίσκονται διάχυτα σε κάθε μυθιστόρημα, ακόμα κι αν αυτό απευθύνεται σε πολύ μικρότερα παιδιά. Ενδεχομένως προσαρμόζω κάποια βιώματα δικά μου στην πλοκή, άλλοτε βάζω βιώματα και σκέψεις άλλων, μοιρασμένα στους διάφορους ήρωες, το σίγουρο είναι πως τα πιστεύω μου βρίσκονται μέσα στα γραπτά μου

Συνέντευξη στο http://anamesastoustoixous.blogspot.gr/ - 24 Φεβρουαρίου 2014

1. Από πού εμπνευστήκατε το θέμα του βιβλίου "Στη διαπασών";

Όλα ξεκίνησαν από ένα λογοτεχνικό διαγωνισμό, το 2009, στον οποίον αποφάσισα να λάβω μέρος. Το θέμα του είχε να κάνει με τη μουσική, οτιδήποτε σχετιζόταν με αυτή. Δεν ξέρω πώς, αλλά με το που διάβασα το θέμα μου ήρθε αμέσως αυτή η ιδέα. Ήθελα να γραφτεί κάτι πιο άγριο, η μουσική εξαγριώνει και εξημερώνει ταυτόχρονα. Παράλληλα, κάποιες ιδέες ή σκέψεις που είχα για καιρό στο μυαλό μου και που ενδεχομένως να γράφονταν σε άλλο βιβλίο, θεώρησα πως μπορούσαν να ταιριάξουν μια χαρά στη "Διαπασών".

2. Γιατί στο τέλος δεν γίνεται η αναγνώριση του Θανάση από τον πραγματικό του πατέρα;

Γιατί πολλά πράγματα στη ζωή δεν έρχονται έτσι όπως τα θέλουμε. Ίσως να ήταν και λίγο αφύσικο να γίνει αυτό, ίσως από την άλλη να δίνεται περισσότερος χώρος στη φαντασία του κάθε αναγνώστη να διαμορφώσει το δικό του τέλος. Το ζήτημα είναι πως τόσο ο πατέρας του Θανάση, όσο και ο ίδιος ο ήρωας, έκαναν τις επιλογές τους. Κάποιες έγιναν επειδή έτσι τα έφερε η ζωή, κάποιες άλλες ήταν συνειδητές, κάποιες άλλαξαν. Δεν ήθελα να δώσω ένα απόλυτο χάπυ-εντ, δε θα ταίριαζε κατά τη γνώμη μου με το όλο κλίμα του βιβλίου.

3. Πώς σας έρχονται οι ιδέες για να γράψετε ένα βιβλίο;

Όπως λέγεται ο συγγραφέας έχει συνήθως τεντωμένες τις κεραίες του, κάποια είδηση, κάποια σκηνή στο δρόμο που περνά απαρατήρητη, μπορεί να κάτσει στο μυαλό κάποιου συγγραφέα, ακόμα και για χρόνια. Οι συμμορίες ανηλίκων στις συνοικίες του Πειραιά, οι αγκυλωτοί σταυροί, το κλέψιμο κινητών, το bullying, δεν προέκυψαν ξαφνικά, ήταν ήδη γνωστά ήδη από τη δεκαετία του ’90, απλά κανείς δεν ασχολιόταν με αυτά. Ήταν ζήτημα χρόνου όλο αυτό να ξεσπάσει. Πέρα όμως από όλα αυτά, οι ιδέες υπάρχουν παντού γύρω μας, όταν αποφασίσουμε να τις γράψουμε σε βιβλίο, απλά πρέπει να τους δώσουμε ένα νόημα, μια υπόσταση, μια ουσία. Κοινώς να πειστεί ο αναγνώστης για τη «χρησιμότητα» να γίνει αυτή η ιδέα ιστορία.

4. Γιατί η μητέρα του Θανάση δεν έλεγε από την αρχή την αλήθεια στο Θανάση;

Γιατί ήθελε να τον προστατέψει και να του προσφέρει την ψευδαίσθηση μιας πραγματικής οικογένειας, αυτό τουλάχιστον νόμιζε. Η κυρία Ελευθερία είναι ένα τραγικό πρόσωπο, μια φιγούρα που θυσίασε τη ζωή της και τα όνειρά της για το γιο της. Στο τέλος κατάλαβε πως αυτό που ζούσαν όλοι τους δεν μπορούσε να συνεχιστεί μ’ αυτόν τον τρόπο κι έτσι όταν της μίλησε ο Θανάσης, του έταξε συζήτηση. Μια συζήτηση που δεν έγινε ποτέ…

5. Πώς σας ήρθε η ιδέα να βάλετε το Θανάση να μπλέξει με νεοναζιστικές οργανώσεις; Μήπως προλάβατε λίγο τις εξελίξεις;

Πώς έρχεται η ιδέα σε όλα αυτά τα παιδιά να μπλέκουν με νεοναζιστικές οργανώσεις; Θέλουν να πιστεύουν, ψευδώς, ότι κάπου ανήκουν; Θέλουν ένα υποκατάστατο της οικογένειάς τους; Κάποιον να «νοιάζεται»; Μήπως έλκονται από τη δύναμη, επειδή τα ίδια δεν είναι αρκετά δυνατά στη θέληση ώστε να αντισταθούν; Πολλά ερωτήματα, σίγουρα με πολλές και διαφορετικές απαντήσεις. Το γεγονός όμως είναι ένα: Αυτό το φαινόμενο δεν προέκυψε στα ξαφνικά, ο σπόρος προϋπήρχε, περίμενε να βρει γόνιμο έδαφος για να ωριμάσει. Και σίγουρα ευθύνη φέρουμε όλοι μας.

6. Τελικά ο συγγραφέας αγαπάει το ίδιο όλους τους ήρωες του βιβλίου του; ή εσείς ξεχωρίζετε κάποιον;

Σε όλους τους ήρωες βρίσκονται ψήγματα ή κομμάτια από την ψυχοσύνθεση και της ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα, ακόμα και σε αυτούς με τους οποίους δεν έχει, επιφανειακά, τίποτα κοινό. Ίσως έχουν κάποια χαρακτηριστικά που ποτέ δεν τα είχε αυτός, ίσως ακούει μέσω αυτών μια διαφορετική άποψη, ή εκφράζει μια διαφορετική άποψη που ο ίδιος ντρεπόταν να παραδεχτεί. Πάντως τον Θανάση τον αγάπησα, όχι από την αρχή, αλλά όσο προχωρούσαν τα κεφάλαια ένιωθα μια κάποια ταύτιση μαζί του, πέρα από τη συμπάθεια. Πολλά από αυτά που λέει, πολλές από τις σκέψεις και τα αδιέξοδά του, τα έχω γνωρίσει κι εγώ, σε άλλη κλίμακα και σε άλλες περιστάσεις βέβαια. Έτσι κατέληξε να εξαφανιστεί η όποια αποστασιοποίηση είχα από τον ήρωα και στην ουσία να εκφραστώ πολύ άνετα πίσω από το προσωπείο του. Σε αυτό βέβαια βοήθησε και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση.

7. Έχετε στα αλήθεια γνωρίσει κάποιο παιδί σαν το Θανάση;

Δεν είχα συγκεκριμένο άτομο στο μυαλό μου. Πιστεύω όμως πως ο Θανάσης είναι άμεσα αναγνωρίσιμος από τους περισσότερους, χωρίς ίσως να έχουμε γνωρίσει τον ακριβή τύπο του, ώστε να πούμε «να, αυτός είναι», θεωρώ πως δε ξενίζει κανέναν από μας η σκέψη του, η οργή του, ακόμα και οι πράξεις του. Όλοι κρύβουμε από ένα μικρό Θανάση μέσα μας, η διαφορά είναι πως κάποιοι τον καταπνίγουμε και κάποιοι άλλοι τον αφήνουμε να βγει προς τα έξω. Κι όταη λέω κρύβουμε, εννοώ φυσικά σε κάποια στοιχεία της προσωπικότητάς του, τα οποία διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Ο βαθμός ωριμότητας και ικανότητας χειρισμού του καθενός κρίνεται στο κατά πόσο θα δαμάσουμε εμείς το Θανάση ή θα τον αφήσουμε να μας κυριεύσει και να μας καθοδηγεί εντελώς.

8. Πότε αρχίσατε να γράφετε βιβλία και ποιο ήταν το κίνητρό σας;

Το 1995 άρχισα να γράφω, το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, από καθαρή πλήξη και βαρεμάρα. Ειλικρινά μέχρι τότε δεν είχα κάτι που να μπορώ να το ονομάσω χόμπι, ή κλίση ή έστω ευχαρίστηση. Κι ένιωθα άσχημα γι’ αυτό, εννοώ πως μου έλειπε μια προσωπική απασχόληση. Πάντως με το γράψιμο αισθάνομαι ευχάριστα, για τα δικά μου δεδομένα κάνω κάτι που θεωρώ πως αξίζει, άσχετα αν αρέσει ή όχι στους άλλους. Είναι δε και αρκετά σημαντικό να κατορθώνω να διοχετεύσω την ανία μου σε κάτι δημιουργικό.

9. Επιθυμείτε να συνεχίσετε να γράφετε βιβλία;

Επιθυμώ, για όσο καιρό έχω να πω κάτι και για όσο καιρό το ευχαριστιέμαι, δε θεωρώ πως είναι αυτοσκοπός να γράφω βιβλία, έτσι απλά για να γράψω. Τουλάχιστον προσπαθώ να μην το θεωρώ έτσι. Το γράψιμο είναι μια διαδικασία ευχαρίστησης για μένα και πρέπει να παραμείνει έτσι, αν δε με ευχαριστεί ή αν με έχει κουράσει, τότε το σταματώ, όπως έχω κάνει πάρα πολλές φορές στο παρελθόν.

10. Στην απόφασή σας να γίνεται συγγραφέας είχατε στήριξη από την οικογένειά σας και τους γνωστούς σας; Ποιος σας στήριξε περισσότερο;

Από την οικογένειά μου και μόνο, ακόμα και σε εποχές που είχα απογοητευθεί και δεν ήθελα να ξανασχοληθώ με αυτό, στην αρχή ήταν. Βέβαια δεν το έλεγα κι εγώ ότι γράφω, κάπου ντρεπόμουν, κι έτσι το ήξεραν ελάχιστοι. Ακόμα κι όταν εκδιδόταν ένα βιβλίο πάλι δεν το έλεγα. Ποτέ δε μου άρεσε να λέω «είμαι συγγραφέας», αυτό νομίζω πως πρέπει να το πουν οι άλλοι για σένα. Αυτό το πίστευα και το πιστεύω και τώρα.

11. Ξεχωρίζετε κάποιο από τα βιβλία σας;

Σίγουρα ξεχωρίζω τη "Διαπασών", γιατί είναι άμεσο και αβίαστο. Επίσης τους "Άρχοντες των σκουπιδιών" επειδή θεωρώ πως τεχνικά είναι το πιο καλό από όλα μου. Τέλος αγαπώ πολύ το "Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης", γιατί βασίζεται σε πραγματική ιστορία, που την είχα δει σε κινούμενα σχέδια όταν πήγαινα 5η Δημοτικού και ήθελα να την έχω γράψει εγώ, χωρίς φυσικά τότε να μπορούσα να φανταστώ ότι κάποτε θα έγραφα. Είναι σαν ένα όνειρο, μια παιδική επιθυμία, που έγινε πραγματικότητα μετά από 35 χρόνια.

12. Σκεφτήκατε ποτέ να είχατε βάλει κάποιο άλλο τέλος στο βιβλίο σας;

Σκόπιμα άφησα το τέλος κάπως ανοιχτό, για να μπορεί ο καθένας να φαντάζεται αυτό που θέλει. Άλλωστε η ζωή είναι έτσι που συνήθως πολλές ιστορίες μένουν ημιτελείς, ειδικά οι πιο δύσκολες. Ας μην ξεχνάμε όμως πως το 1ο κεφάλαιο του βιβλίου είναι στην ουσία το τέλος του, ξέρουμε πως ο πρωταγωνιστής άλλαξε και «συμβουλεύει» με την ιστορία του τους υπόλοιπους, να μην κάνουν τα ίδια με αυτόν. Οπότε το κομμάτι 33, στην ουσία είναι το προτελευταίο κομμάτι.

13. Σας πήρε πολύ καιρό να ολοκληρώσετε το βιβλίο;

Όχι, ποτέ δε μου παίρνει κάποιο βιβλίο πολύν καιρό να το γράψω. Ξοδεύω αρκετό χρόνο στο να το σκεφτώ, να το δέσω στο μυαλό μου, αλλά όχι να το γράψω. Ποτέ δεν κάθομαι να γράψω χωρίς να ξέρω τι θα συμβεί σε γενικές αλλά και πιο ειδικές γραμμές. Ας πούμε πως η Διαπασών μου πήρε 1,5 μήνα χοντρικά, με 1-2 ώρες δουλειά τη μέρα, όχι όλες τις μέρες. Εννοείται πως στο μυαλό μου έχω ιστορίες που ακόμα δεν έχουν ωριμάσει και δέσει, αυτό μπορεί να πάρει και χρόνια. Το περίεργο με μένα είναι πως γράφω για να πω μια ιστορία κι έτσι όταν την τελειώσω, θεωρώ πως την είπα και δεν την ξαναδιαβάζω ποτέ. Μόνο τους "Άρχοντες" έχω ξαναδιαβάσει από την αρχή μέχρι το τέλος κι αυτό επειδή με ζόρισε ο επιμελητής του κειμένου. Κι εννοείται πως δεν την ξανακοιτώ για να διορθώσω κάτι.

14. Δεχτήκατε καλά σχόλια από τους ανθρώπους που το πρώτο διάβασαν;

Ναι, πολύ καλά. Γενικά έχω δεχτεί καλά σχόλια γι’ αυτό το βιβλίο. Σε κάποιους δεν άρεσε η γλώσσα που χρησιμοποιώ, δεν πειράζει, τι να κάνουμε; Αυτή είναι η γλώσσα. Μόνο ένας συγγραφέας είπε πως ο Θανάσης του φάνηκε πολύ επίπεδος και ήθελε ένα «γιατί» σε όλη αυτή την ιστορία.

15. Γιατί διαλέξατε αυτό τον τίτλο για το βιβλίο σας;

Ο αρχικός τίτλος ήταν διαφορετικός, "33 τραγούδια". Ήθελα να είναι 33 κομμάτια-κεφάλαια, ειδικά αυτό το νούμερο που είναι τα χρόνια του Χριστού και του Μεγ.Αλεξάνδρου. Κοινώς να εμπεριέχεται κάτι ηρωικό και τραγικό, άλλωστε όλοι μας, στην καθημερινότητά μας βιώνουμε τραγικές και ηρωικές στιγμές, προσαρμοσμένες βέβαια στη ζωή μας. Κατάλαβα πως αυτός ο τίτλος θα ήταν αποτυχημένος και δε θα παρέπεμπε γενικά πουθενά. Μου προτάθηκαν κι άλλοι τίτλοι, όπως «με όλη μου τη δύναμη», γενικά τίτλοι πολύ εύστοχοι. Κατέληξα όμως στη "Διαπασών", τόσο ως προς τη μουσική όσο και ως προς τα συναισθήματα και τις ορμές του ήρωα. Πιστεύω πως ο τίτλος, αν και συνηθισμένος ως φράση, είναι αρκετά καλός, γιατί επιπλέον είναι και σύντομος.

16. Ποιος ο λόγος που διαλέξατε τα συγκεκριμένα τραγούδια ως τίτλους των κεφαλαίων του βιβλίου; Γιατί δε διαλέξατε κάποια πιο μοντέρνα τραγούδια;

Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο πρόβλημα με το βιβλίο. Ήθελα τα κομμάτια να είναι κάπως κλασσικά, για να μην προδίδουν πότε γράφτηκε το βιβλίο, αλλά από την άλλη θα ήταν γνωστά; Και πάλι, μήπως ήταν αρκετά κλασσικά και πολυακουσμένα; Όντως, σίγουρα δεν μπορεί κάποιος να ωθηθεί σε βίαιες πράξεις ακούγοντας αυτά τα κομμάτια. Έτσι κι εγώ έκανα ένα τέχνασμα, με το να τοποθετώ τα κομμάτια είτε στο background της ιστορίας, είτε με το να εκφράζουν τον ψυχισμό του Θανάση, είτε με το να περιγράφουν τις σκηνές και τις καταστάσεις που βίωνε, και όχι με το να είναι ενδεικτικά της βίαιης συμπεριφορά του.

17. Όταν ήσασταν παιδί πιστεύατε πως κάποια στιγμή θα γινόσασταν συγγραφέας; Ήταν κάτι που θέλατε από πάντα ή η επιθυμία αναπτύχθηκε στα επόμενα χρόνια;

Όχι, αυτό είναι κάτι που προέκυψε, όπως σας είπα και παραπάνω. Πάντως για να είμαι ειλικρινής, μετά από τόσα χρόνια, ακόμα δεν το έχω χωνέψει 100% πως κατάφερα κι έγραψα τα βιβλία, χωρίς να έχω ασχοληθεί από παιδί με το γράψιμο, πέρα από κάτι ποιηματάκια Δημοτικού. Το ξέρω πως ακούγεται παράξενο όμως έτσι είναι.

18. Το βιβλίο "Στη Διαπασών" έχει πάρει και βραβείο. Τι πιστεύετε πως ήταν αυτό που το έκανε να ξεχωρίσει και να αγαπηθεί τόσο πολύ;

Η αμεσότητά του, το γεγονός ότι υπάρχει άμεση ταύτιση με το Θανάση και τα προβλήματά του. Κι όπου δεν υπάρχει ταύτιση υπάρχει κατανόηση. Αλλά πιστεύω πως το βιβλίο προσφέρει και αυτή την έννοια του αγώνα, του παιδέματος, της θυσίας. Όλοι μας είμαστε σε κάποιες φάσεις loosers κι αυτό πρέπει να το διαχειριστούμε εμείς. Ο Θανάσης το διαχειρίστηκε μέσω των τραγικών περιστατικών που βίωσε.

19. Ποιος ήταν ο δικός σας αγαπημένος συγγραφέας όταν ήσασταν στην ηλικία μας;

Ο Ιούλιος Βερν στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο και αργότερα ο Τζων Στάινμπεκ, καθώς και όλη η αγγλοσαξονική λογοτεχνία. Πιστεύω πως υποσυνείδητα έχω επιρροές από αυτούς, δεν ξέρω, έτσι το βλέπω εγώ.

Συνέντευξη σε μαθητές του 7ου Γυμνασίου Ιωαννίνων, 4 Φεβρουαρίου 2014

Ευχαριστούμε τον κύριο Βασίλη Παπαθεοδώρου για την ευγένειά του να απαντήσει στις ερωτήσεις μας.
Του ευχόμαστε να είναι καλά και πάντα δημιουργικός!

1. Κύριε Παπαθεοδώρου, σας άρεσε από παιδί να διαβάζετε λογοτεχνία;

Από μικρός διάβαζα, αυτό είναι σίγουρο. Τότε είχαμε τα Κλασσικά Εικονογραφημένα, λογοτεχνία σε κόμικς δηλαδή, που σε έκαναν να αγαπήσεις την πραγματική λογοτεχνία. Πολλά βιβλία τα έχω διαβάσει μόνο ως Κλασσικά και τα έχω αγαπήσει έτσι. Από τότε θυμάμαι δε τις υποθέσεις τους. Για να μην ξεχάσω, ακόμα και τα Μίκυ-Μάους, τα Αστερίξ, κλπ, όλα αυτά με βοηθούσαν να μπω στον κόσμο του βιβλίου. Τα βιβλία για μένα ήταν πράγματι αυτό που λένε «καλή συντροφιά» ή «φίλοι», μικρός δεν είχα και πάρα πολλούς, μόνο τους συμμαθητές μου στο σχολείο, που σε περίοδο διακοπών τους έχανα. Έτσι είχα μια επιπλέον παρέα, τα βιβλία.

2. Πότε αρχίσατε να γράφετε βιβλία και πόσο εύκολο ήταν να εκδώσετε το πρώτο σας βιβλίο;

Άρχισα να γράφω το 1996, με αφορμή ένα διαγωνισμό της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς. Μάλλον είχα γράψει και ένα μυθιστόρημα για ενήλικες το 1995, επειδή υπήρξε ένα καλοκαίρι που βαριόμουν φοβερά και είπα να γράψω κάποιες σκέψεις σε χαρτί και αυτό στη συνέχεια έγινε ολόκληρο μυθιστόρημα. Το κείμενο που έδωσα το 1996 στη Γ.Λ.Σ. πήρε έπαινο και ως εκ τούτου θα εκδιδόταν αυτόματα από εκδοτικό οίκο. Αυτό το «αυτόματα» όμως κράτησε 4 ολόκληρα χρόνια, μου έδωσε μεγάλη απογοήτευση, αλλά μετά κατάλαβα ότι και οι απογοητεύσεις είναι μέρος του παιχνιδιού, αν κατορθώσεις να την νικήσεις, τότε το πείσμα σε ατσαλώνει και σε κάνει πιο δυνατό και υπομονετικό.

3. Πώς σας έρχονται οι ιδέες για να γράψετε ένα βιβλίο;

Ιδέες μπορώ να αντλήσω από παντού, από το Ίντερνετ, από εφημερίδα, από κάτι που είδα, άκουσα ή μου διηγήθηκαν. Ο κινηματογράφος είναι μεγάλη πηγή φαντασίας για μένα, η φωτογραφία επίσης. Μου αρέσει ακόμα να χαζεύω φωτογραφίες μεγάλων φωτογράφων, παλιές και καινούριες, ασπρόμαυρες κι έγχρωμες και υποσυνείδητα ή άθελά μου μου έρχεται στο νου μια ιστορία.

4. Για ποιο λόγο αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας;

Όπως σας είπα προηγουμένως, δεν αποφάσισα, μάλλον έτυχε. Φαντάζομαι θα είχα κάποιου είδους προδιάθεση ή κλίση στα γραπτά, θα μπορούσα να αφηγηθώ ιστορίες και μάλλον δεν θα το ήξερα. Ήταν θέμα συγκυριών να ασχοληθώ και κυρίως να επιμείνω σε αυτό, παρά να το αποφασίσω. Πιστεύω πως τέτοια πράγματα δεν αποφασίζονται. Αρχίζεις να βαδίζεις σε ένα δρόμο κι όπου αυτός σε βγάλει, αν σε βγάλει. Στη διαδρομή δοκιμάζεις τη θέλησή σου και τις ικανότητές σου.

5. Στα βιβλία σας αναφέρεστε σε προσωπικά σας βιώματα;

Φαντάζομαι όλα τα βιβλία φέρουν τα προσωπικά βιώματα, ή κάποια από αυτά, του συγγραφέα. Και για να μην το περιορίσω, εννοώ σκέψεις, ιδέες, τρόπους έκφρασης, λεξιλόγιο, διλήμματα. Με αυτήν την έννοια λοιπόν, ναι, κάθε βιβλίο μου έχει κάτι από μένα, από το ποιος είμαι ή και από το ποιος θα ήθελα να είμαι. Αν μιλάμε πάντως για καθαρά βιώματα, τότε η Διαπασών, το Άλφα και η Σχολική Παράσταση έχουν σκηνές που παρόμοιες έχω ζήσει.

6. Στο βιβλίο σας "Στη Διαπασών", κάθε κεφάλαιο συνδέεται και με ένα τραγούδι. Ποια είναι η σχέση σας με την μουσική;

Ανέκαθεν άκουγα κι ακούω μουσική, όλων σχεδόν των ειδών, από πολύ μικρός. Η μουσική εκφράζει τη συναισθηματική μου κατάσταση της στιγμής, τη φάση που περνώ. Δεν πολυακούω ελληνικά, ούτε κλασσική μουσική, όλα τα άλλα όμως είδη μου αρέσουν. Πάντα ήθελα να έχω μάθει κιθάρα ή πιάνο, φοβάμαι όμως πως είμαι ανεπίδεχτος. Γνωρίζω κάποιους που λένε πως δεν ακούνε μουσική, ούτε ξέρουν, ούτε τους ενδιαφέρει κι αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν.

7. Στο βιβλίο σας "Στη Διαπασών" αναφέρεστε στο θέμα της βίας και του μίσους. Πώς αποφασίσατε να γράψετε για αυτά τα κοινωνικά θέματα;

Σε όλα μου τα βιβλία καταπιάνομαι με κοινωνικά ή πολιτικά θέματα, φαντάζομαι είναι κατάλοιπο της εφηβικής μου ηλικίας, εκείνης της εποχής που είχε πολλή πολιτικοποίηση. Πιστεύω όμως πως ειδικά στις μέρες μας αυτά τα θέματα είναι πρώτης γραμμής και πρέπει να τονίζονται και να προβάλλονται. Είναι άλλωστε τόσα πολλά τα βιβλία που μιλάνε για ανώδυνα θέματα, που ειλικρινά, κάποια ακόμα αυτού του είδους δεν θα πρόσφεραν τίποτα στη λογοτεχνία.

8. Πότε σας αρέσει να γράφετε, το χειμώνα ή το καλοκαίρι, το βράδυ ή το πρωί;

Είμαι πρωινός τύπος, μάλιστα μου αρέσει να προγραμματίζομαι πως στις διακοπές π.χ. θα γράφω το πρωί. Αυτό δεν είναι πάντα δυνατόν. Έτσι προσπαθώ να επεκτείνω το ωφέλιμο για μένα διάστημα της ημέρας, χωρίς αυτό να είναι πάντα δυνατόν. Πάντως εννοείται πως γράφω όταν έχω καθαρό κεφάλι, αυτό συμβαίνει κυρίως το πρωί. Το απόγευμα και μετά σκέπτομαι για το τι θα γράψω το επόμενο πρωί.

9. Πώς σας αρέσει να γράφετε τα κείμενά σας, ηλεκτρονικά ή χειρόγραφα;

Είχα αρχίσει να τα γράφω χειρόγραφα, μετά τα δακτυλογραφούσα στον υπολογιστή. Κατάλαβα ότι έκανα διπλή δουλειά, ότι γινόταν σπατάλη ώρας. Έτσι άρχισα διστακτικά να γράφω απευθείας στον υπολογιστή, παρόλο που φοβόμουν πως θα γυρνώ συνέχεια πίσω για να διορθώνω πράγματα ή μέχρι να πληκτρολογήσω τη μια λέξη θα είχα ξεχάσει τι ήθελα να πω. Ευτυχώς αυτοί οι φόβοι αποδείχτηκαν αστήρικτοι, δε συνέβη τίποτα από αυτά και τώρα πλέον δεν μπορώ να γράψω σε χαρτί. Χειρόγραφα κρατώ μόνο κάποιες, λίγες, σημειώσεις.

10. Θα σας ενοχλούσε αν κάποιος έκανε αρνητική κριτική για τα βιβλία σας;

Θα με ενοχλούσε αν κάποιος έκανε κακόπιστη κριτική ή κριτική χωρίς επιχειρήματα. Δε με ενοχλεί η κακή κριτική, αρκεί αυτή να γίνεται καλόπιστα. Επιπροσθέτως με ενοχλεί και η υπερβολικά καλή κριτική, όλα αυτά τα ενθουσιώδη λόγια, που πιστεύω πως σε κάποιο βαθμό δε στέκουν. Μου αρέσει η εμπεριστατωμένη κριτική, καλή ή κακή, αδιάφορο, αρκεί να με βοηθά αυτή, να μου υποδεικνύει είτε πως βαδίζω καλά είτε πώς να διορθώσω κάτι.

11. Τι θα συμβουλεύατε ένα παιδί που θέλει να γίνει συγγραφέας;

Να επιμείνει. Να μη θεωρεί τον εαυτό του συγγραφέα. Να μην καβαλήσει το καλάμι. Να χαίρεται αυτό που κάνει. Να μπει κι ο ίδιος στη θέση του αναγνώστη, έτσι ώστε όταν διαβάζει το κείμενό του να αρέσει πάνω απ’ όλα σε αυτόν τον ίδιο.

Συνέντευξη στην Ξένια Σ., Β2

1. Από ποια ηλικία αρχίσατε να γράφετε;

Ευτυχώς στο γράψιμο δεν υπάρχει ηλικία. Άρχισα στα 28 μου και συνεχίζω, συνεπώς ούτε μικρός ούτε μεγάλος.

2. Γιατί αποφασίσατε να γράψετε για παιδιά;

Ειλικρινά αυτό το αποφάσισε η τύχη, όταν έπεσε στα χέρια μου η προκήρυξη για ένα διαγωνισμό της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς το 1996. Αμφιβάλλω αν θα έγραφα για παιδιά αν δεν είχα δει αυτήν την προκήρυξη. Από την άλλη όμως, πάλι δεν ξέρω, δεν είμαι κι εντελώς σίγουρος. Μάλλον ζω ξανά την παιδική και νεανική μου ηλικία από διαφορετική σκοπιά.

3. Ασχολείστε αποκλειστικά με τη συγγραφή βιβλίων;

Εννοείται πως όχι, εργάζομαι σε τράπεζα. Ελάχιστοι ζουν αποκλειστικά από τα δικαιώματα των βιβλίων τους και πάντως δεν ανήκω σε αυτούς. Πάντως η καθημερινή δουλειά με βοηθά να έρχομαι σε επαφή με ανθρώπους, να κινούμαι στη πόλη, να κουράζομαι, να έχω μια ισορροπία. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να αφοσιωθώ εντελώς στη συγγραφή, μπορεί ναι, μπορεί και όχι.

4. Πόσο καιρό χρειάζεστε για να ολοκληρώσετε ένα βιβλίο σας;

Κάθε βιβλίο μου το δουλεύω στο μυαλό μου, μπορεί και για χρόνια. Μόνο όταν έχω αρχή, μέση, τέλος, χαρακτήρες, πλοκή, κλπ. Αποφασίζω να κάτσω να το γράψω. Έτσι η διαδικασία μπροστά στον υπολογιστή είναι καθαρά «τυπική», αφού έχει γίνει και κατασταλάξει το δημιουργικό κομμάτι της δουλειάς στο μυαλό μου. Για να δώσω όμως και μια χρονική διάσταση, θα πω πως χοντρικά κάθε κεφάλαιο μου παίρνει περίπου μια ώρα ή λίγο λιγότερο. Μετρώντας τα κεφάλαια βρίσκουμε στο περίπου τις ώρες που ξόδεψα, τονίζω στη δακτυλογράφηση στον υπολογιστή. Η ιδέα και η πλοκή όμως χρειάζονται χρόνο. Γενικά δεν κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή χωρίς να ξέρω τι θα γράψω ή πού θα οδηγήσω την ιστορία.

5. Από τα βιβλία που έχετε γράψει, ποιο είναι το αγαπημένο σας;

Αρκετά, θα αναφέρω τη Διαπασών γιατί είναι πολύ άμεση, τους Άρχοντες των σκουπιδιών γιατί έχω προσπαθήσει πολύ στην τεχνική και τους Εννέα Καίσαρες γιατί… με παραπαίδεψε.

6. Πιστεύετε πως για έναν καλύτερο κόσμο χρειάζεται «Μια αστεία επιδημία»;

Πιστεύω πως χρειάζεται το χιούμορ και το γέλιο, έστω το χαμόγελο, κι ας μην είναι με μορφή επιδημίας. Δυστυχώς είναι στενάχωρο να βλέπει κανείς ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν από αστεία ή εξοργίζονται με αυτά. Ειδικά στο Ίντερνετ το πράγμα έχει παραγίνει, έχει ξεχειλίσει από οργή και σοβαροφάνεια. Ας μην παίρνουμε τον εαυτό μας και τις απόψεις μας και τόσο στα σοβαρά…

Συνέντευξη στoν Θάνο Κ., μαθητή Δημοτικού

Υπεύθυνη καθηγήτρια Σταματία Σταμάτη
http://esynergasia.pbworks.com

Παρουσίαση από την Σάντρα Βούλγαρη - "Καθημερινή", 28 Δεκεμβρίου 2013

Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης

«Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης. Υπάρχει, όπως σίγουρα υπάρχουν η αγάπη, η γενναιοδωρία, η στοργή και η τρυφερότητα, που ξέρεις ότι σε περιστοιχίζουν και δίνουν στη ζωή σου ομορφιά και χαρά. Βιρτζίνια, οι φίλοι σου κάνουν λάθος. Έχουν επηρεαστεί από τον σκεπτικισμό της εποχής μας. Δεν πιστεύουν παρά μόνο σε ό,τι βλέπουν». Ένα από τα πιο συγκινητικά και πολυδιαβασμένα άρθρα εφημερίδας διεθνώς, αυτό που έγραψε ο αρχισυντάκτης της «Σαν» Φράντσις Τσερτς στην οκτάχρονη Βιρτζίνια το 1897, ενέπνευσε τον Βασίλη Παπαθεοδώρου να γράψει το βιβλίο του "Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Αγιος Βασίλης!" που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ενα τρυφερό «δώρο» του γνωστού για τα εφηβικά του κυρίως μυθιστορήματα συγγραφέα στο παιδικό του κοινό.

«Το "Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης" το είχα δει σε κινούμενα σχέδια στην τηλεόραση το 1978, όντας μαθητής δημοτικού. Θυμάμαι κάποια καρέ και κάποιες στιγμές της ταινίας, αλλά πάνω απ’ όλα θυμάμαι την επιθυμία μου να είχα πρωτοπεί εγώ αυτή την ιστορία. Τόσο την είχα ζηλέψει. Έκτατε και για τα επόμενα τριάντα πέντε χρόνια, αυτή η υπόθεση είχε καρφωθεί στο μυαλό μου. Ήταν τόσο έντονη η ανάμνηση, που νόμιζα, λανθασμένα, πως η ιστορία ήταν πολύ γνωστή σε όλους. Φέτος κάνω ένα παιδικό όνειρο, μια παλιά επιθυμία, πραγματικότητα», ανέφερε σε συνέντευξή του στην «Κ» ο Βασίλης Παπαθεοδώρου.

Διαφυγή

Εχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας και δύο φορές με το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω» για τα βιβλία του "Χνότα στο τζάμι" και "Στη διαπασών". Ο ίδιος περιγράφει τη συγγραφική του πορεία ως χόμπι, διαφυγή... «Υστερα από χρόνια προσπαθώ να μη χάσω τον αυθορμητισμό μου. Η συγγραφή αρχικά μου πρόσφερε απογοητεύσεις, εκ των υστέρων κατάλαβα πως ήταν απαραίτητες κι έπαιξαν κι αυτές τον ρόλο τους. Υπήρξαν στιγμές πραγματικά συγκινητικές, από συναντήσεις με μαθητές, από κάποια μηνύματα που μου έστειλαν. Τα βραβεία, η όποια αναγνώριση, το γεγονός ότι έχουν ασχοληθεί κάποιοι άνθρωποι μαζί μου, είναι φυσικό και ανθρώπινο να με ικανοποιούν και να μου δίνουν δύναμη να συνεχίσω. Θέλω να είμαι προσγειωμένος και πάνω απ’ όλα να κρατήσω τον αρχικό μου ενθουσιασμό. Κοινώς, προσπαθώ να συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω, γιατί μ’ αρέσει και μ’ ευχαριστεί και όχι γιατί πρέπει».

Παρουσίαση - Συνέντευξη στον διαδικτυακό τόπο www.elniplex.com, 22 Δεκεμβρίου 2013

Γνωρίστε το Βασίλη Παπαθεοδώρου

Κάναμε έρευνα, μιλήσαμε μαζί του, διαβάσαμε βιβλία του και αυτό στο οποίο καταλήξαμε είναι πως ο Βασίλης Παπαθεοδώρου είναι από τους συγγραφείς που ξεκάθαρα αξίζουν της προσοχής όλων των βιβλιόφιλων. Η εκδοτική του παρουσία -και όχι η συγγραφική- ξεκίνησε με αφορμή ένα τυχαίο γεγονός. Η συγγραφέας Ελένη Δικαίου άφησε στην τράπεζα που εργάζεται μια προκήρυξη διαγωνισμού της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς, στον οποίο τελικά διακρίθηκε για το βιβλίο του "Σχολική παράσταση" το οποίο εκδόθηκε 4 χρόνια μετά!

Από το 1996 έως σήμερα έχει γράψει 13 βιβλία για παιδιά, εφήβους και νέους και έχει αποσπάσει σημαντικά βραβεία.

Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα. Από το 1979 ζει στη Γλυφάδα. Φοίτησε στο γυμνάσιο και λύκειο της Γερμανικής Σχολής Αθηνών. Στη συνέχεια σπούδασε Μεταλλειολόγος Μηχανικός και Χημικός Μηχανικός στο ΕΜΠ, ενώ έκανε μεταπτυχιακά στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Έχει εργαστεί σε αεροπορική εταιρεία και ως καθηγητής Γερμανικών. Σήμερα εργάζεται ως Αναλυτής Κινδύνων σε τράπεζα. Ο ίδιος ομολογεί: "… ίσως αυτά να μην συνδυάζονται μεταξύ τους αλλά πιστεύω από όλα τα παραπάνω έχω πάρει "κάτι", είτε αυτό είναι εμπειρία, είτε τρόπος σκέψης, είτε συναναστροφή με πολλούς και διαφορετικούς τύπους ανθρώπων, που με βοήθησαν και μου έδωσαν ιδέες για το γράψιμο των βιβλίων μου".

Έχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας και δύο φορές με το Βραβείο του περιοδικού "Διαβάζω" (2008, 2010) για τα βιβλία του "Χνότα στο τζαμί" και "Στη διαπασών". Επίσης έχει αποσπάσει άλλα έξι λογοτεχνικά βραβεία για διάφορα έργα του από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά και τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου.

Πέντε από τα βιβλία του (Το μήνυμα, Οι Εννέα Καίσαρες, Χνότα στο τζάμι, Στη διαπασών, Το μεγάλο ταξίδι της κινέζικης πάπιας) διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, σε μετεκπαιδευόμενους δασκάλους.

Εργογραφία:
Ναι Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης. Αθήνα, Καστανιώτη, 2013.
Οι άρχοντες των σκουπιδιών. Αθήνα, Καστανιώτη,2012.
Ο Αϊ – Βασίλης στο ραντάρ – Και άλλες χριστουγεννιάτικες ιστορίες. Αθήνα, Καστανιώτη, 2011.
Ιπτάμενες Σελίδες. Αθήνα, Καστανιώτη, 2011.
Μια Αστεία Επιδημία. Αθήνα, Καστανιώτη, 2010.
Στη Διαπασών. Αθήνα, Καστανιώτη, 2009.
Άλφα. Αθήνα, Καστανιώτη, 2009.
Το μεγάλο ταξίδι της κινέζικης πάπιας. Αθήνα, Καστανιώτη, 2008.
Χνότα στο τζάμι. Αθήνα, Κέδρος, 2007.
Ποιoς απήγαγε τον Αϊ-Βασίλη; Αθήνα, Καστανιώτη, 2007.
Οι εννέα καίσαρες. Αθήνα, Καστανιώτη, 2004.
Το μήνυμα. Αθήνα, Καστανιώτη, 2001.
Σχολική παράσταση. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2000.

Φωτεινή Βαρδάκα

Συνέντευξη

Συναντήσαμε το Βασίλη Παπαθεοδώρου στο πανέμορφο καφέ του Ιανού στη Σταδίου. Παρασκευή, από τη δουλειά και οι τρεις, ρωτήσαμε αν επιτρεπόταν το κάπνισμα, αναζητώντας προφανώς κάποια ολιγόλεπτη χαλάρωση πριν ξεκινήσουμε τα επίσημα. Ο σερβιτόρος φώναξε ως ντελάλης -σα να 'χε καημό να ακουστεί ως το Σύνταγμα- "δεν επιτρέπεται το κάπνισμα εδώ". Γελάσαμε λες κι είχαμε ακούσει το καλύτερο ανέκδοτο. Ας είναι. Ξεκινήσαμε να μιλάμε για το 'να και για τ’ άλλο. Είπαμε πολλά. Και κάποια στιγμή είπαμε να βγάλουμε και το ηχογραφητήρι μας και να γράψουμε και κάποια πράγματα γιατί κινδυνεύαμε να τα πούμε όλα off the record.
Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου έχει πλέον καταξιωθεί στο χώρο του βιβλίου. Μετά από μερικές απορρίψεις, δεκατρία περίπου χρόνια βιβλία, αρκετά σημαντικά βραβεία και όμορφες ιστορίες, πολλά έχεις να ακούσεις από έναν άνθρωπο που δίχως εμμονές, εμπάθειες και περιχαρακώσεις, έχει την άνεση να μιλήσει για όλα όσα μιλούν και τα βιβλία του.

Πώς συνδυάζονται οι σπουδές που έκανες με το χώρο εργασίας σου και τη συγγραφή βιβλίων, χώροι που δεν ταιριάζουν στα μάτια και το μυαλό των περισσότερων ανθρώπων; Πώς τα ταίριαξες;

Μια μέρα δούλεψα σα μηχανικός! Ήθελαν μηχανικό–πλασιέ, να πηγαίνει για να δείχνει βάνες και αναρωτήθηκα "γιατί σπούδασα τόσα χρόνια; Για να δείχνω βάνες;" Με βοήθησαν πολύ όμως οι σπουδές. Το κατάλαβα μετά από χρόνια στον τρόπο γραφής μου γιατί είναι γραφή μηχανικού. Έχω δει κι άλλο ένα άτομο που έγραψε το πρώτο του βιβλίο, ο Γιώργος Μαυρωτάς, ο πολίστας, έγραψε "Το θεώρημα της επτάδας" και λέω "μα γράφουμε σχεδόν το ίδιο". Το συζητήσαμε και έχουμε μηχανικό γράψιμο, δηλαδή αφαιρείς τις φιοριτούρες και έχει αρχή, μέση, τέλος, κάτι σα να 'χει πυλώνες. Με βοήθησε πάρα πολύ το μηχανιλίκι. Φαντάζομαι ότι αν δεν ήμουν μηχανικός και ήμουν κάτι άλλο, θα ήταν εντελώς διαφορετικός ο τρόπος γραφής μου.

Σε σχέση με τη δουλειά σου;

Ο διορισμός στην τράπεζα ήρθε αρκετά μετά τις σπουδές. Γενικά η δουλειά σε κρατά σ’ ένα γήινο επίπεδο. Δεν είμαι δηλαδή ο άνθρωπος του πνεύματος και φαντασιώνομαι ότι είμαι ο τάδε. Δουλεύω και κάνω αυτό σα χόμπι και όπου οδηγηθεί. Δεν γράφω σε καθημερινή βάση. Γράφω σε περίοδο διακοπών. Κατά κάποιο τρόπο, προγραμματίζω τον εαυτό μου να γράφει σε περίοδο διακοπών, κανονίζω δηλαδή τη σκέψη μου κάτι μήνες πιο πριν, ούτως ώστε τα Χριστούγεννα ή το καλοκαίρι να φτάσω να είμαι έτοιμος να κάνω κάτι. Μπορεί να έχω μια ιδέα και δέκα ετών στο μυαλό μου, σαν παζλ. Άμα δεν μπει και το τελευταίο κομμάτι, δεν βγαίνει. Αν όμως μπει και το τελευταίο κομμάτι, μετά θα κάτσω και θα το γράψω γρήγορα αλλά όχι διεκπεραιωτικά. Δε θα το παιδέψω. Η ιστορία θα έχει μπει στη θέση της. Στην ουσία εγώ θέλω να πω μια ιστορία, όσο γίνεται καλύτερα. Δε θεωρώ ότι θέλω να χαράξω νέες οδούς στη γλώσσα -ας πούμε- της Λογοτεχνίας. Θέλω να πω μια ιστορία, να την ευχαριστηθώ εγώ που τη γράφω.

Όταν γράφεις έχεις στο μυαλό σου να αρέσει και σε κάποιους αναγνώστες, από έναν έως χίλιους;

Όχι, όχι. Όταν γράφω έχω στο μυαλό μου το target group, την ηλικιακή ομάδα στην οποία απευθύνομαι, δεν μπορώ να γράψω ξεχνώντας το αυτό. Έτσι προσανατολίζομαι, με βάζει σε κάποια όρια τουλάχιστον για να μη χαθεί το πράγμα.

Αυτό ως προς τα νοήματα και το λεξιλόγιο περισσότερο;

Ναι, ναι. Στις αρχές είχα και κάποιες αναστολές, κατά πόσο θα χρησιμοποιώ βωμολοχίες σε εφηβικά βιβλία

Έχεις δεχτεί κριτική γι’ αυτό, ελαφριά.

Ναι, πριβέ ίσως περισσότερο.

Ενοχλούμαστε κάποιοι, ε;

Εντάξει, τι να κάνουμε, αυτή είναι η ζωή. Το ίδιο ισχύει και για τη βία. Εντάξει έχει γεμίσει ο τόπος όλο με ροζ, με πεταλουδίτσες και ζωάκια. Δεν πειράζει, ας γραφτεί κι ένα βιβλίο με βία, κατ’ εμέ ας γραφτεί κι ένα βιβλίο με βωμολοχία, ας είναι εξαίρεση κι ας μη διαβαστεί. Ενώ στην αρχή ήμουν πιο σφιγμένος, όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο πιο πολύ νιώθω απελευθερωμένος στο να γράψω οτιδήποτε. Δηλαδή, "Οι άρχοντες των σκουπιδιών", που είχε βγει το 2012, ήταν ένα βιβλίο που παράπαιε μεταξύ ενηλίκων και νεανικό. Το βλέπω και λίγο σαν πρόκληση. Θέλω να γράψω ένα βιβλίο που να κινείται μεταιχμιακά, να είναι εφηβικό αλλά να μην έχει κανένα έφηβο μέσα, ούτε εφηβικά προβλήματα -σπυράκια, ναρκωτικά και χωρισμένοι γονείς, ή με τον παππού και τη γιαγιά στο χωριό στις διακοπές. Για να βγει νεανικό πρέπει να είναι στη δομή, να είναι στην ταχύτητα, λίγο στη γλώσσα, να τους δώσω άλλα νεανικά στοιχεία, πέρα απ’ αυτά.

Αν οι Έλληνες διάβαζαν περισσότερο περιπέτειες και ιστορίες ηρώων βιβλίων, όπως ο Γιώργος Χρονόπουλος (σημ.: ο 13χρονος πρωταγωνιστής του βιβλίου "Σχολική Παράσταση"), πιστεύεις ότι θα συνέχιζαν το ίδιο εμμονικά να μισούν τους ξένους, τους διαφορετικούς;

Εγώ αγάπησα το βιβλίο, βασικά από τα κλασσικά εικονογραφημένα και από το Μίκυ Μάους, από τίποτα άλλο. Θέλω να πω ότι δεν έχω διαβάσει το ορίτζιναλ "Έγκλημα και Τιμωρία", το έχω διαβάσει σε κλασσικά εικονογραφημένα και μου έχει μείνει από την έκτη δημοτικού και μάλιστα πολύ έντονα. Πρώτα απ’ όλα αυξήθηκε η φαντασία και προφανώς γνωρίζοντας και άλλες λογοτεχνίες, είσαι πιο δεκτικός και πιο ανοιχτόμυαλος. Πιστεύω ότι αν τα παιδιά δεν δούνε τους γονείς τους να διαβάζουν και αν δεν τα διαβάσουν από μικρά, έστω και οπτικοποιημένα, έχει χαθεί μετά. Δηλαδή και που πηγαίνω εγώ σε γυμνάσια και σε λύκεια ή και σε δημοτικά ακόμα, δε γίνεται κάτι. Έγινε μια ωραία συζήτηση, μετά θα φύγω, μπορεί να ξεχαστεί, μπορεί κάποιος να μην ξανασχοληθεί από εκεί και πέρα με το βιβλίο. Αυτό είναι κάτι που μαθαίνεται από πολύ μικρός, όπως και όλη αυτή η ανεκτικότητα απέναντι στον άλλο. Τώρα, κακά τα ψέματα, όλα αυτά φαντάζομαι ότι προϋπήρχαν στους Έλληνες κρυμμένα, θαμμένα σε συρτάρια και το ότι βγήκαν ενδεχομένως να οφείλεται ότι σε περίοδο κρίσης και οργής βγαίνουν και κάποια πράγματα άσχημα. Το ζήτημα, το πιο ανησυχητικό, είναι ότι φτάνουμε στο επίπεδο να χαιρόμαστε που βγάζουμε άσχημα πράγματα πλέον, δε δίνουμε σημασία, δε μας νοιάζει ο άλλος, που θα τον βρίσουμε στο facebook, θα τον ξεφτιλίσουμε. Χαιρόμαστε να ξελαμπικάρουμε πάνω στον άλλον. Έχει ξεφύγει δηλαδή το όριο. Εγώ είμαι, κατά κάποιο τρόπο, άνθρωπος των ορίων. Άμα φύγει το όριο, δε μου αρέσει, δεν κινούμαι άνετα. Είναι εποχή δίχως όρια. Αν δεν ήταν οι ξένοι, θα ήμασταν εμείς γιατί ούτως ή άλλως έχουμε την τάση να βγάζουμε ο ένας το μάτι του άλλου. Δεν είναι αποκλειστικά και μόνο ρατσιστικό το πράγμα που γίνεται. Εδώ πέρα στην Ελλάδα είναι κοντά σε μια γενικότερη φιλοσοφία μίσους -και να έλειπαν οι ξένοι- θα βρίσκαμε κάποιο άλλο υποκατάστατο για να διοχετεύσουμε όλη αυτή την τεράστια άρνηση και αρνητική ενέργεια. Βεβαίως αυτό είναι έλλειψη παιδείας κοινωνικής, μάλλον συναισθηματικής νοημοσύνης πιο πολύ.

Οι γονείς του Γιώργου Χρονόπουλου είναι δάσκαλοι. Τυχαία το επέλεξες;

Δεν το επέλεξα τυχαία, εγώ έχω τελειώσει τη γερμανική σχολή. Ο κύριος Μίκαελ (σημ.: ο καθηγητής του πρωταγωνιστή Γιώργου στο βιβλίο "Σχολική Παράσταση") ήταν ο δάσκαλος μου στη γερμανική σχολή, ο υπεύθυνος της τάξης με τον οποίο μάλιστα δεν είχαμε και πάρα πολύ καλή σχέση. Γιατί εγώ ήμουν από τους πολύ καλούς μαθητές, που είχα κατοχυρώσει τη θέση μου σαν καλός μαθητής και νόμιζα ότι είχα το δικαίωμα να ενοχλώ όλους όσους ήταν γύρω μου. Οπότε βλέποντας και τους Γερμανούς που έρχονταν στην Ελλάδα με τις οικογένειες τους για να διδάξουν και τους Έλληνες αντιστοίχως που πήγαιναν στη Γερμανία λέω "για κάτσε να πάρω αυτό και να το πάω εκεί".

Η λεπτή γραμμή που χωρίζει τον πατριώτη, με τον εθνικιστή, με τον άνθρωπο, τον κοσμοπολίτη ποια είναι; Ποια είναι αυτή η γραμμή που χωρίζει έναν πατριώτη που αγαπάει ενδεχομένως τον τόπο του από τον εθνικιστή που λέει ότι εγώ αγαπώ περισσότερο;

Είναι εντελώς άσχετες έννοιες για μένα και πρώτα απ’ όλα μη συμβατές. Εντελώς άσχετα πράγματα μεταξύ τους. Αυτό που λέω εγώ -και στα σχολεία- είναι ότι όλο αυτό το πράγμα είναι λατρεία μιας σωματικής δύναμης στις μικρές ηλικίες. Ο νεοναζισμός και ο ρατσισμός, όλο αυτό το concept είναι, ας πούμε, η λατρεία του να βλέπεις κάποιον δυνατό και να τον ακολουθείς, να κολλάς πάνω του επειδή έχει δύναμη. Επειδή δεν υπάρχει κάποιο λογικό υπόβαθρο σ’ αυτά, υπάρχει η πατέντα του εθνικισμού και όχι του πατριωτισμού γιατί ούτε κι αυτοί τολμάνε να πουν ότι είμαστε πατριώτες. Αυτό το έχουν βγάλει οι εθνικιστές, προσπαθώντας να πουλήσουν ότι είμαστε πιο προχωρημένοι πατριώτες. Η λεπτή γραμμή που τα χωρίζει είναι ότι πρώτα απ’ όλα το οτιδήποτε κάνει ένας εθνικιστής ή το πως κινείται είναι εντελώς αντιπατριωτικά, εκθέτοντας τη χώρα, φέρνοντας την πίσω και από πλευράς πολιτικής ωρίμανσης. Δε βλέπω να υπάρχει κάποιο κοινό και σκοπίμως υποβόσκει ότι είναι το ίδιο πράγμα

Η επικοινωνία με τα παιδιά στα σχολεία πώς είναι; Τα παιδιά κατανοούν αυτή τη διαφοροποίηση που αναφέρατε;

Πρώτα απ’ όλα κάποια είναι πολύ ανοιχτόμυαλα, μιλάμε για παιδιά γυμνασίου. Εδώ στην Αθήνα το έχω παρατήσει το παιχνίδι ενώ στην επαρχία το βλέπουν κάπως εξωτικά όλο αυτό το πράγμα γιατί ίσως να μη το έχουν ζήσει. Όταν είχα γράψει εγώ τη "Διαπασών" που είχα βάλει μέσα και δωδεκαθεϊστές ότι ήταν αυτοί οι ακροδεξιοί και ότι έκαναν τελετές μύησης για να μπουν στην ομάδα, πήγαινα στην επαρχία και μου έλεγαν: "συμβαίνουν αυτά τα πράγματα στην Αθήνα;" Τους λέω: "συμβαίνουν". Είχα διαβάσει πριν από κάποια χρόνια, ότι στη Νίκαια είχε γίνει ένα περιστατικό, που είχαν πιάσει κάποια παιδιά ένα συμμαθητή τους, του είχαν κλέψει το κινητό και του είχαν χαράξει έναν αγκυλωτό σταυρό στο μέτωπο. Τότε είχε περάσει πολύ στα ψιλά γράμματα. Τα παιδιά στην επαρχία αυτά δεν τα έχουν ζήσει. Άμα λένε τα παιδιά ότι θέλω να γίνω αεροπόρος, αστροναύτης, δεν θέλουν επειδή τους αρέσει η έλλειψη βαρύτητας. Το λένε επειδή τους αρέσουν οι στολές ή να ντυθώ να πάω στην παρέλαση. Όλο αυτό το πράγμα δηλαδή τους γοητεύει. Το ζήτημα είναι πως όταν πας σε σχολείο, πέφτεις πολλές φορές πάνω σε τοίχο.

Βασίλη έχεις λάβει πολλά βραβεία και διακρίσεις Πώς αισθάνεσαι; Η καριέρα σου, η διαδρομή σου θα ήταν διαφορετική αν δεν είχες αυτά τα βραβεία;

Ναι, εντελώς!

Φαντάζομαι ότι εμπεριέχουν και μια ουσία. Καταρχάς, η καριέρα σου ανοίγει μ’ ένα βραβείο, από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά;

Παρόλο που η γυναικεία λογοτεχνική συντροφιά είναι για ανέκδοτα κείμενα. Τα πιο κύρους βραβεία είναι το κρατικό, το διαβάζω. Αλλά εγώ είδα μεγάλη διαφορά στο πως αντιμετώπιζαν εμένα πριν το βραβείο, από τα "Χνώτα στο τζάμι", από εκεί άρχισε. Είναι σαν να έχω δύο περιόδους: της πλήρους "ανυποληψίας" και στην άλλη φάση της "θεοποίησης".

Ο ευυπόληπτος κύριος Παπαθεοδώρου μετά!

Το οποίο σε σοκάρει αυτό το πράγμα και λες "κάπως πρέπει να το διαχειριστώ", γιατί ξέρεις ότι είναι ψέμα αυτό, από τη μια μέρα στην άλλη, αυτά έγραφες και πριν. Ξέρεις ότι δεν είναι ακριβώς έτσι. Λες "δε θέλω να πάρουν τα μυαλά μου αέρα" και είναι πάρα πολύ εύκολο να πάρουν τα μυαλά σου αέρα. Με ικανοποιούν τα βραβεία, δεν το κρύβω, δεν θα πω ότι τα σνομπάρω. Βοηθάνε το όνομα, βοηθάνε τις πωλήσεις, αλλά προσπαθώ να βοηθήσουν εμένα. Έχω δημιουργήσει ένα κείμενο το οποίο είναι υποδεέστερο, δε μου βγήκε όπως το ήθελα; Δε θα το δώσω. Αν είμαι σ’ ένα επίπεδο, σ’ ένα σκαλί, το σέβομαι αυτό το σκαλί. Λέω "παράτα το, μη βγει για να δώσεις απλά ένα βιβλίο, να πουλήσει ή να ακουστείς. Κάπου με συγκρατούν κι εμένα τα βραβεία να βαδίζω σ’ ένα πλαίσιο."

Τα βιβλία σας διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου στο τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, πέντε βιβλία σας;

Ήρθε τυχαία αυτό το πράγμα, να’ ναι καλά ο Γιώργος Παπαντωνάκης, είχε βάλει το "Μήνυμα". Εγώ το βρήκα στο internet. Όταν γκουγκλάρεις τον εαυτό σου, λες "θα είμαι ευτυχισμένος άμα με βρω μια φορά". Το έβαλε κι εγώ για να τον ευχαριστήσω του έστειλα τους "Εννέα Καίσαρες". Για να είμαι ειλικρινής, πάντα αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για όποιον κάνει κάτι για μένα. Δηλαδή στους καθηγητές που παίρνουν σύνταξη, εγώ τους στέλνω τα βιβλία μου. Δε σημαίνει επειδή δεν πας στο Πανεπιστήμιο ή δεν είσαι σε επιτροπή, εγώ δεν στα στέλνω. Ένα πράγμα που δεν μπορώ καθόλου είναι η αγνωμοσύνη. Δε λέω ότι είμαι ο σούπερ ευγνώμων άνθρωπος. Μπορεί κι εγώ να έχω σταθεί αγνώμων σε κάποιους αλλά προσπαθώ να μην είμαι. Να λέω δηλαδή ευχαριστώ κατά κάποιο τρόπο σ’ αυτούς που μ’ έχουν βοηθήσει.

Αυτή η… κυρία έμπνευση που κατοικεί;

Παντού, ενδεχομένως να έχουν οι πάντες. Εγώ το συνειδητοποίησα -ούτε καν το είχα κατά νου ν’ ασχοληθώ με το γράψιμο -ένα καλοκαίρι που βαριόμουνα μετά το Ναυτικό σε ηλικία 28 ετών. Είπα "ας γράψω κάτι". Έγραψα ένα μυθιστόρημα ενηλίκων εντελώς πρωτόλειο, με όλα τα κλισέ που μπορεί να έχει κάποιος που είναι 28 χρονών, μπαράκια και ξενύχτια, δε ξέρω για ποιο λόγο. Ποτέ δεν την έχω λύσει αυτή την απορία. Μετά όμως μου άρεσε η διαδικασία. Πιστεύω ότι ο καθένας μπορεί να κάτσει να γράψει, το ζήτημα είναι αν θα του αρέσει τελικά η διαδικασία, θα του γεννηθεί η πρόκληση να γράψει. Ο καθένας το’ χει μέσα του.

Ο Άι Βασίλης στο ραντάρ, οι κινέζικες πάπιες, τώρα η Βιρτζίνια. Σου αρέσει να μεταφέρεις στο χαρτί πραγματικές ιστορίες ή με αφορμή μια πραγματική ιστορία να εξελίσσεις μια δική σου…

Δε θέλω να το παρακάνω με τις πραγματικές ιστορίες γιατί συνήθως στα πιο νεανικά, εκεί πρέπει να είναι μυθοπλασία. Αυτές οι πιο παιδικές ιστορίες με τα παπάκια δεν μπορεί να μου βγουν μεγάλο μυθιστόρημα. Δεν αναπτύσσεται σε 70.000 λέξεις, οπότε λέω "να ένα ωραίο story telling". Εγώ δεν έχω πει ποτέ τον εαυτό μου ότι είμαι συγγραφέας, ούτε και μ’ αρέσει να το ακούω αλλά μου αρέσει πολύ η έννοια του story telling. Τη Βιρτζίνια την είχα δει το 1978 στην Πέμπτη δημοτικού σε κινούμενα σχέδια στην τηλεόραση και μου είχε μείνει από τότε. Σκέφτηκα: τι ωραία ιστορία! Μακάρι να την έλεγα εγώ! Με είχε εντυπωσιάσει και είμαι τόσο ευχαριστημένος που έκανα κάτι μετά από 35 χρόνια. Λέω πως έκλεισα τη σελίδα μου που από το 1978 είχε μείνει ανοιχτή, μια εκκρεμότητα του παρελθόντος που την έκλεισα με τρόπο που μ’ ευχαρίστησε.

Επιρροές;

Έχω επηρεαστεί κατά κύριο λόγο συγγραφικά από την αγγλοσαξονική λογοτεχνία, ξεκάθαρα πράγματα. Λίγους Έλληνες έχω ζηλέψει, αλλά όχι να επηρεαστώ. Τον Ραπτόπουλο, τον Τατσόπουλο. Έχω όμως επηρεαστεί πάρα πολύ από τον κινηματογράφο. Επικίνδυνες σχέσεις, Οι συνήθεις ύποπτοι, Ο άρχοντας των μυγών, Ο φύλακας στη σίκαλη. Βλέπω και πολλά αμερικάνικα σίριαλ τα οποία μπορεί να είναι και δευτεροκλασάτα, μου δείχνουν όμως την τεχνική του μοντάζ, να μην πλατειάζω. Θέλω να πηγαίνει γρήγορα το πράγμα. Σε μια σκηνή στους "Άρχοντες των σκουπιδιών" ένας από τους ήρωες αντιμετωπίζει μια ορδή βαρβάρων σε μια πεδιάδα. Έρχεται η ορδή προς τα πάνω του αλλά αυτός στέκει μόνος του, σαν ήρωας. Αυτό είναι κλασικό και μου έχει μείνει αυτή η σκηνή ειδικά από "Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές" με το Gary Cooper που περίμενε ν’ ακούσει το τρένο που θα χτύπαγαν οι ληστές, μόνος του, ενώ είχε κρυφτεί όλη η πόλη κι ήταν μόνος του απέναντι στη μοίρα του.

Θα άλλαζε τη ζωή μας το γέλιο και ειδικά ένα γέλιο που αν ξεκινούσε δε θα 'χε σταματημό όπως στην "Αστεία επιδημία" και το πριγκιπάτο της Σουρλανδίας;

Πρώτα απ’ όλα η αστεία επιδημία νομίζω ότι είναι απ’ τα πιο αδύναμα μου βιβλία. Το κρίνω εκ των υστέρων. Όταν το έγραφα νόμιζα ότι ήταν ωραίο. Μετά βρήκα κάποιες αδυναμίες αλλά πήγα σε ένα ιδιωτικό σχολείο στη Ρόδο και τους άρεσε. Μερικές φορές στο εφηβικό και το νεανικό ξέρω πολύ καλά που πατάω και τι αντίκτυπο θα έχει. Στο πιο παιδικό το χάνω, γράφω κάτι αλλά λίγο στα τυφλά. Πιστεύω ότι ένας λόγος που είμαστε σε τέτοια κατάσταση στην Ελλάδα είναι αυτή η παντελής έλλειψη χιούμορ. Σε όλα έχουμε βάλει εμπάθεια και προκατάληψη. Μνημονιακοί, αντιμνημονιακοί, ο ρατσιστής, ο σεξιστής, ο φασίστας, ο αντιφασίστας, όλα τα ‘χουμε βάλει σε κατηγορίες. Μπορεί να πεις ένα ανέκδοτο για ξανθές, ας πούμε κι ο άλλος να σου πει είσαι σεξιστής, ρατσιστής, φασίστας. Προφανώς αυτή η έλλειψη χιούμορ που ισοπεδώνει τα πάντα, είναι κι επικίνδυνη γιατί αντιμετωπίζεις όλες οι έννοιες με τέτοια αυστηρότητα και έλλειψη χιούμορ. Έχει πλέον τα πράγμα εξισωθεί και αυτό συμφέρει προφανέστατα τις βαριές κατηγορίες, να γίνουν λίγο πιο light, να αποκτήσουν ένα λίγο πιο ανθρώπινο πρόσωπο. Πιστεύω ότι θα άλλαζαν πάρα πολλά πράγματα από το γέλιο, αρχής γενομένης από τη διάθεση μας. Προσωπικά είμαι και γκρινιάρης πολλές φορές και πέφτω σ’ αυτή τη μιζέρια την οποία ανακυκλώνω και πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι "ναι, μου λείπει ο μέσος όρος του γέλιου που έχουν ορίσει για τον άνθρωπο ότι πρέπει να γελάει 18 φορές τη μέρα". Είμαι κάτω απ’ τον μέσο όρο και προσπαθώ να το διορθώσω. Πιστεύω ότι θ’ άλλαζα πολλά σ’ αυτό το πράγμα.

O βασιλιάς Οράτιος είναι αυτός που προσπαθεί να λήξει την επιθυμία του γέλιου. Ουσιαστικά οι εξουσίες δεν το πολυγουστάρουν το γέλιο έτσι;

Το χιούμορ είναι το πιο ανατρεπτικό και όντως το φοβάται η εξουσία και τα απτά παραδείγματα είναι τώρα στη Βόρεια Κορέα άμα ακουστεί κάτι πιο σατυρικό.

Αν φυσούσε και οι σελίδες προσγειώνονταν στο μπαλκόνι σας, τι θα έγραφαν; θα τις διαβάζατε για να μάθετε το μέλλον σας ή προτιμάτε το τυχαίο;

Αυτό δεν το είχα σκεφτεί ομολογουμένως ποτέ. Δεν ξέρω αν θα τις διάβαζα, θα φοβόμουνα γιατί μετά μάλλον άμα δε διάβαζα κάτι που μου άρεσε και αν διάβαζα κάτι καλό θα ζούσα για τη στιγμή που θα το συναντήσω αυτό το καλό, ενδεχομένως χάνοντας όλες τις ενδιάμεσες στιγμές, περιμένοντας αυτό το καλό το οποίο μπορεί και ν’ αργούσε. Αν διάβαζα κάτι κακό θα είχε πέσει εντελώς η ψυχολογία μου οπότε μάλλον δεν θα τις διάβαζα. Έτσι βάζω όλους τους ήρωες να τις διαβάζουν και δεν θα τις διάβαζα εγώ, φάσκω και αντιφάσκω, παρόλο που θα είχα τεράστια περιέργεια. Ενδεχομένως θα έβαζα κάποιον άλλον να τις διαβάσει για να μου δώσει κίνδυνο, να με προϊδεάσει για κάτι. Δε ξέρω τι θα έκανα. Παρ’όλα αυτά έχω επιδείξει μερικές φορές μεγάλη αυτοσυγκράτηση σε κάποια πράγματα. Είχα βρει σε παλιά αντικείμενα, ημερολόγιο της μητέρας μου -την έχω χάσει το 2005- το οποίο είχε από την εποχή που ήταν φοιτήτρια. Άνοιξα να δω τι είναι και έγραφε τα προσωπικά της εκείνης της περιόδου. Το έκλεισα, δεν το είδα καν. Λέω "είναι δικό της, ζει ή δε ζει, είναι τα μυστικά της δεν θέλω να το διαβάσω, δεν θα με βοηθήσει και σε κάτι."

Η ιστοσελίδα σου είναι αφιερωμένη στη μητέρα σου. Σε βοήθησε πολύ, έτσι;

Ναι, γιατί μου είχε πει πριν πεθάνει: "μην το ξεχνάς ότι γράφεις, είσαι συγγραφέας. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό". Και στη "Διαπασών" μια σκηνή στο νοσοκομείο, όπου ο ήρωας χάνει τη μάνα του, είναι ακριβώς αυτά που είχα ζήσει εγώ στον Άγιο Σάββα.

Βασίλη σε απέρριψαν πολλές φορές. Απογοητεύτηκες προφανώς. Αναρωτιόμουν… εάν δεν πέρναγε η Ελένη Δικαίου εκείνη την ημέρα στην τράπεζα, ν’ αφήσει την προκήρυξη για τη γυναικεία λογοτεχνική συντροφιά, θα συνέχιζες να το κυνηγάς με το ίδιο πάθος αυτό το ταλέντο σου στη συγγραφή;

Πιστεύω ότι θα το κυνηγούσα αλλά ενδεχομένως και να το παράταγα ή μάλλον θα του έδινα και μια δεύτερη ευκαιρία. Δε ξέρω που θα οδηγούσε. Γράφοντας κάποιος το πρώτο του βιβλίο νομίζει ότι έχει μπει στο πάνθεον της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας και λες "είναι αδύνατον να απορριφθεί, αυτό είναι αριστούργημα". Και στα πρώτα ευγενικά γράμματα που μου απαντούσαν ότι "οι ήρωες είναι επίπεδοι", είχαν δίκιο. Το κατάλαβα ότι είχαν δίκιο παρότι εγώ έλεγα ότι έτσι τους ήθελα εγώ τους ήρωες. Οι απορρίψεις με βοήθησαν. Το θεωρώ απαραίτητο στάδιο γιατί σε βοηθάει και πεισμώνεις και λες "θέλω να τα καταφέρω".

Σ' αρέσουν οι παρουσιάσεις βιβλίων σου;

Ποτέ! Ούτε οι δικές μου. Αν ήμουν από κάτω και με έβλεπα θα με βαριόμουν αφάνταστα. Μ’ αρέσει όμως να είναι κάτι πρωτότυπο, δηλαδή στη "Διαπασών" το είχα κάνει στο Metropolis live stage και ήταν οι Cyanna που τραγούδησαν, να δένει με μουσική. Δε μου αρέσει το στατικό, το πάνελ (αν και θα το ξανακάνω φυσικά). Το βιβλίο είναι κάτι ευχάριστο, μια ευχαρίστηση.

Τι γράφεις αυτό τον καιρό; Έχεις κάτι κατά νου;

Μετά τη Βιρτζίνια, τίποτα. Έχω κάτι στο μυαλό μου, αν δεν δέσει δεν θα κάτσω να το παιδέψω. Εγώ έχω το εξής: έχω μια ιδέα από το 2003 και δεν έχει δέσει. Δεν θα κάτσω να τη γράψω, μπορεί να μη δέσει ποτέ. Θέλω να βγει κάτι αυθόρμητο μέσα μου που να μ’ αρέσει. Επιπλέον, όποιο κείμενο γράφω εγώ είναι πρώτη γραφή, δεν το ξαναπερνάω, δεν το ξαναδιαβάζω καν. Αν βάλω τέλος δεν το ξαναδιαβάζω, γιατί το βιβλίο για μένα είναι μια φάση. Πέρασα ένα, δυο μήνες ευχάριστα γράφοντάς το, το μυαλό μου ξέφυγε, ευχαριστήθηκα αυτή τη διαδικασία. Να το ξαναδιαβάσω είναι αγγαρεία για μένα.

Πώς είναι η συνεργασία με τον Πέτρο Μπουλούμπαση;

Με τον Πέτρο έχουμε χημεία αλλά εγώ το ξεκαθαρίζω, είναι άλλη τέχνη, δεν θέλω να μπαίνω καν στα χωράφια της, είμαι πανάσχετος. Ο Μπουλούμπασης είναι πιο τρελός. Παρακολουθεί τα ρεύματα από το εξωτερικό, συνεργάζεται, ξέρει. Στους εικονογράφους λέω "κάντε ότι θέλετε, μη μου τα δείχνετε, δείξτε τα στον εκδότη, εγώ ευχαριστημένος θα 'μαι". Εντάξει τώρα με τη "Βιρτζίνια" μου άρεσε πάρα πολύ η εσωτερική εικονογράφηση αλλά στο εξώφυλλο περίμενα έναν Άι Βασίλη, μια νύχτα με αστέρια, λίγο χρυσαφί. Μετά σκέφτηκα πως είναι λίγο πιο παλιομοδίτικο το βιβλίο και το εξώφυλλο βγάζει κάτι σαν μια παλιά καρτ-ποστάλ. Μπράβο της! Εγώ απλά είπα να υπάρχει και λίγο μια φιγούρα του Άι Βασίλη γιατί το μικρό παιδί θέλει να δει και κάτι ζωντανό πάνω οπότε έβαλε τον Άγιο Βασίλη να βγαίνει απ’ το γράμμα, λίγο αφηρημένα. Αλλά το θεώρησα έξυπνο εξώφυλλο, υπαινίσσεται τον Άγιο Βασίλη, δεν τον πετάει στα μούτρα επειδή είναι Χριστούγεννα.

Η τέχνη δεν πρέπει να τα λέει κι όλα, πρέπει να υπαινίσσεται πράγματα…

Ακριβώς και γι’ αυτό το λόγο δεν θέλω να μπω στα χωράφια του άλλου. Ο καθένας στη δουλειά του.

Θέλω να κλείσω με τα δικά μας… Τι καλό μπορούμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε τα πιτσιρίκια μας, είτε στο σπίτι είτε στο σχολείο, να βρουν τους δικούς τους δρόμους, να τα κάνουμε πιο ευτυχισμένα;

Ώρες ώρες, μου φαίνεται ότι λιγάκι είναι σαν να το βάζουμε σε μια γυάλα όλο το πράγμα. Φορτωνόμαστε ενοχές ότι φταίμε και πως θα τα κάνουμε. Προφανώς κι οι δικοί μου γονείς κι οι δικοί σας έκαναν στραβά και κάνουν, ίσως να μη το είχαν συνειδητοποιήσει και όσο περνάνε οι γενιές τα στραβά θα γίνονται στραβότερα, αν μη τι άλλο γιατί λίγο χαλαρώνουν κάποιες αξίες. Το βιβλίο είναι μια αξία, δεν μου αρέσει να το διαφημίζω, δεν μου αρέσει πηγαίνοντας στα σχολεία να λέω "διαβάστε". Μη διαβάσετε καθόλου! Εγώ είμαι της άποψης ότι δεν μπορώ να πιέσω τον άλλον άμα κάτι δεν του αρέσει. Αλλά του τονίζω: "απόρριψε το" αλλά να ξέρεις σε κάποια χρόνια ότι κάποια άλλα πράγματα θα μετράνε πλέον και θα μετράει το πως σκέφτεσαι και μια συγκρότηση, την οποία στην προσφέρει από τώρα σιγά σιγά αυτό το πράγμα. Εγώ είχα προφτάσει αυτό που λέμε παλιά φουρνιά εκπαιδευτικών, άνθρωποι που ήταν εκπαιδευτικοί και επιστήμονες μαζί.

Δηλαδή;

Ο ιστορικός δηλαδή δεν διάβαζε μόνο το μάθημα της Ιστορίας της επόμενης μέρας, αλλά ήταν και ιστορικός. Θα μπορούσε να κάτσει να γράψει βιβλίο και δοκίμιο για την Ιστορία. Οι Φιλόλογοι αντίστοιχα. Θυμάμαι την παλιά μου φιλόλογο, αυτή είναι που μου άλλαξε τον τρόπο γραφής. Είχα πάει τελειώνοντας το δημοτικό που έπαιρνα 10 στις εκθέσεις γράφοντας "η άνοιξη ολάνθιστη με το πέπλο της…" και με τάραξε στα 12 και 13. Πήγαν κι οι γονείς μου: "μα το παιδί μας που γράφει τόσο καλές εκθέσεις". Τους είπε: "έχω δει κάτι στο Βασίλη, ειδικά για να γράφει πιο καλές εκθέσεις θέλω να τον προσγειώσω, να του κόψω τα περιττά". Και μου τα έκοψε και της το οφείλω. Πιστεύω ότι πρέπει λιγάκι οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς να σταματήσουν να είναι τόσο παρορμητικοί, δηλαδή η καθημερινότητα να μπαίνει τόσο πολύ στο έργο τους. Έχω συνεργαστεί με εκπαιδευτικούς πραγματικά διαμάντια στις επαρχίες. Εδώ στην Αθήνα, υπάρχει μια αδιαφορία, η οποία μεταδίδεται και στα παιδιά. Στην επαρχία τα παιδιά έχουν όρεξη, είναι παιδιά, είναι ζωντανά πλάσματα που θέλουν να κάνουν πράγματα. Εγώ όταν ήμουν μικρός δεν με πήγαν σε καμία απολύτως δραστηριότητα. Πήγα 2-3 φορές κολυμβητήριο δεν μου άρεσε το κολυμβητήριο, δε μου άρεσε καν το νερό, δε μου αρέσει η θάλασσα, το παράτησα. Στην πρώτη λυκείου μου τη βάρεσε να παίξω πινγκ- πονγκ, πήγα στον Άρη Βούλας, μετά από 3 προπονήσεις έκλεισε ο Άρης Βούλας, ξανάνοιξε, αλλά πάει εμένα η όρεξη μου για το πινγκ- πονγκ. Μετά δεν είχα απολύτως κανένα ενδιαφέρον. Μέχρι τα 26 που μου τη βάρεσε αυτή η έλλειψη ενδιαφέροντος και τότε ήρθε η συγγραφή. Θέλω να πω… ο κάθε άνθρωπος έχει κάτι μέσα του. Άμα τον τσινάς να το βγάλει, ενδεχομένως να μη το βγάλει ποτέ. Θα το βγάλει το ταλέντο του, την κλίση του, το ενδιαφέρον του, όποτε αυτός είναι έτοιμος. Αρκεί να βρει λίγο χώρο.

Βασίλη σ’ ευχαριστούμε πολύ!

Εγώ σας ευχαριστώ!

Απόστολος Πάππος και Δώρα Πουρή

Αντί επιλόγου: ο Πέτρος Μπουλούμπασης γράφει για τον Βασίλη Παπαθεοδώρου

Γράφει ο Πέτρος Μπουλούμπασης*
Με το Βασίλη γνωριστήκαμε κάπου 5 χρόνια πίσω, με αφορμή το βιβλίο του «το μεγάλο ταξίδι της κινέζικής πάπιας», το οποίο και θα εικονογραφούσα. Θυμάμαι να τον περιμένω, στο studio που είχα τότε στα Εξάρχεια, με εμφανή νευρικότητα και αμηχανία. Οι λόγοι ήταν:
α) αυτές οι συναντήσεις συνήθως δεν είναι και το καλύτερο μου, και β) υποτίθεται ότι θα συζητούσαμε για τις εικόνες που θα γινόντουσαν… με μια μικρή λεπτομέρεια όμως να παραμένει ως τότε κρυφή. Είχα κάνει ήδη το μεγαλύτερο μέρος των εικόνων! …κάτι που σήμαινε ότι οποιαδήποτε κουβέντα για αλλαγές ανήκε για μένα στη σφαίρα της φαντασίας! Ο Βασίλης αποδείχθηκε κάτι παραπάνω από ΚΥΡΙΟΣ! …το βιβλίο έγινε, χωρίς απρόοπτα (χμμ..εκτός από ένα –θα σας πει αν θέλει ο ίδιος!) ...και όλα καλά! Ακολούθησαν άλλα 2 με την ίδια επιτυχημένη συνταγή συνεργασίας, που σημαίνει, ο καθένας κυρίαρχος στον τομέα του -πράγμα που εκτιμώ ιδιαιτέρως. Και αφού με πιέζετε τόσο να σας δώσω 3 χαρακτηριστικά που διέπουν τον Βασίλη Παπαθεοδώρου… Oρίστε: α) καλή γραφή β) ευγένεια γ) βιτριολικό χιούμορ. Αυτά!

*Ο Πέτρος Μπουλούμπασης είναι εικονογράφος. Σπούδασε Γραφιστική, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής με δάσκαλο το ζωγράφο Γιάννη Αδαμάκη και έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Εικονογράφησης για το "Ο Άγιος Βασίλης και το διαβολάκι" (Καστανιώτη, 2007) καθώς και με έπαινο στα Ελληνικά Βραβεία Γραφιστικής και Εικονογράφησης το 2007 για τις "Πριγκιποδουλειές" (Οξύ, 2007) και το "Καλικάντζαρος είσαι και φαίνεσαι" (Παττάκης, 2010). Βιβλία και έργα του έχουν εκδοθεί και εκτεθεί σε αρκετές χώρες όπως Βέλγιο, Ισπανία, Ιαπωνία, Αυστραλία κ.α.

Έχει εικονογραφήσει αρκετά βιβλία, ανάμεσά τους τρία βιβλία του Βασίλη Παπαθεοδώρου: Το μεγάλο ταξίδι της κινέζικης πάπιας (2008), Μια αστεία επιδημία (2010), Ιπτάμενες Σελίδες (2011) αλλά και αρκετά ακόμη όπως "Καλικάντζαρος είσαι και φαίνεσαι" (Φίλιππος Μανδηλαράς, 2009, Πατάκης), "Του σχοινιού τα μανταλάκια" (Αντώνης Παπαθεοδούλου, 2011, Πατάκης), "Η κατάρα των μαθηματικών" (Γιολάντα Τσιαμπόκαλου, 2005, Ερευνητές) κ.α.

Απόστολος Πάππος

Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο - Ο Δρόμος της Αριστεράς, 8 Οκτωβρίου 2013

Βασίλης Παπαθεοδώρου: "Στα παιδιά πρέπει να λέμε την αλήθεια"

Ανακάλυψα τα βιβλία του Βασίλη Παπαθεοδώρου μέσω του… γιου μου. Εντάσσονται στη «λογοτεχνία για νέους», όμως -όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω- ο χαρακτηρισμός αυτός είναι μόνο εν μέρει ακριβής.

Αφορμή ήταν το βιβλίο Σχολική παράσταση (Εκδ. Καστανιώτης) που επανακυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό και παρουσιάζει όχι απλώς μια επικαιρότητα, αλλά θα μπορούσε να είναι κι ένα «όπλο» για τη μάχη κατά του ρατσισμού και του φασισμού. Όταν ήδη γνωρίζουμε πως η Χρυσή Αυγή έχει σημαντική επιρροή και είχε εκπονήσει στρατηγικό σχέδιο για την διείσδυσή της στους μαθητές, τότε θα καταλάβουμε καλύτερα τη μεγάλη αξία που έχει το βιβλίο του Βασίλη Παπαθεοδώρου. Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα σχολείο της Γερμανίας. Αυτή τη φορά ο «ξένος», ο «μετανάστης» είναι ο Γιώργος, ένα Ελληνόπουλο, μαθητής της Β’ γυμνασίου που αντιμετωπίζει το ρατσισμό από μαθητές και γονείς, ειδικά όταν του ανατίθεται από τον καθηγητή του ο βασικός ρόλος της σχολικής παράστασης. Την εποχή εκείνη, μάλιστα, είχαν ξεσπάσει ταραχές και εις βάρος των Ελλήνων από ομάδες νεοναζί. Ο συγγραφέας δείχνει και πως ένα «παιδί της γειτονιάς» καταλήγει σε μια συμμορία νεοναζί... Από αυτό το βιβλίο βρέθηκα να διαβάζω τους Άρχοντες των σκουπιδιών (Εκδ. Καστανιώτης) μια σκληρή εικόνα του μέλλοντος που κατά κάποιον τρόπο ήδη βρίσκεται εδώ... Ένα βιβλίο που σαφώς αξίζει αν διαβάσουμε έφηβοι αλλά και ενήλικες. Η συζήτηση με το συγγραφέα, όπως πιστεύω θα συμφωνήσετε κι εσείς, ήταν άκρως ενδιαφέρουσα.

Καταπιάνεστε με δύσκολα θέματα. Μερικοί γονείς θεωρούν ότι τα παιδιά πρέπει να μένουν μακριά από αυτά. Εσείς τι θα τους απαντούσατε;

Έχω δεχτεί κάποιες φορές κριτική για τη βία, το λεξιλόγιο, τη θεματολογία των βιβλίων μου, ότι είναι βίαια, λίγο «ανάρμοστα» κ.λπ. Κάθε βιβλίο γενικά εμπεριέχει και το στοιχείο της απεικόνισης της εποχής του. Δεν είναι κακό αυτό, αντιθέτως. Άποψή μου είναι πως για να αντιμετωπίσει κανείς το κακό πρέπει να το γνωρίσει κάπως και τα βιβλία αποτελούν μέσο ασφαλούς συνειδητοποίησης. Ζούμε σε μια εποχή όπου η βία, σε όλες της τις μορφές, ανθεί. Αυτό πρέπει να καταδειχθεί, να αποτελέσει αφορμή για προβληματισμό και συζήτηση. Αλλά για να δώσω και μια πιο απλή απάντηση, θα έλεγα πως είναι πάρα πολλά τα βιβλία που κρατάνε τα παιδιά μακριά από αυτά τα θέματα. Ας υπάρχουν και κάποια διαφορετικά.

Στη "Σχολική Παράσταση" σας απασχολεί ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αλλά και τα φαινόμενα νεοναζισμού. Υποθέτω πως αν το διάβαζαν διάφοροι θιασώτες της Χρυσής Αυγής θα πάθαιναν ένα σοκ, αφού τα θύματα είναι Έλληνες μετανάστες. Και τα επιχειρήματα μοιάζουν τόσο με όσα λένε οι εδώ μιμητές τέτοιων ομάδων... Ποια σκέψη σας έκανε να διαλέξετε αυτό το θέμα;

Πάντα υπάρχει κάποιο γεγονός της επικαιρότητας, που ίσως περνά στα «ψιλά» των εφημερίδων, αλλά που αν δεν προσεχθεί σίγουρα θα γίνει προάγγελος κάποιου μελλοντικού πρωτοσέλιδου. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχαν γίνει ρατσιστικές επιθέσεις από νεοναζί σε τούρκικες συνοικίες γερμανικών πόλεων. Αντίστοιχα, πριν κάποια χρόνια (πάνω από δέκα) στη Νίκαια, όταν τα κινητά δεν ήταν και τόσο διαδεδομένα, κάποιοι νεαροί γύρω στα 14-15 είχαν επιτεθεί σε συνομήλικο μαθητή, με σκοπό να του κλέψουν το κινητό του. Στο τέλος του είχαν χαράξει το μέτωπο με σουγιά. Εγώ απλά χρησιμοποίησα Έλληνες ως θύματα στη Σχολική Παράσταση. Το ενδιαφέρον είναι πως 12 χρόνια αργότερα, στη Διαπασών, με βάση το δεύτερο περιστατικό, τα ίδια ακριβώς φαινόμενα περιγράφονται σε ελληνική γειτονιά, με μετανάστες αυτή τη φορά ως θύματα. Συγκρίνοντας τα δυο βιβλία μπορούμε να σταθούμε στην εναλλαγή ρόλων «θύματος» και «θύτη».

Με ενδιαφέρον είδα ότι η προσέγγιση σας είναι αρκετά διαφορετική στο πώς μπορεί κανείς να απαντήσει στο ρατσισμό. Θα θέλατε να μας πείτε πώς αυτό θα μπορούσε να συνδεθεί με τη σημερινή κατάσταση που βιώνουμε; Πώς πολεμά κανείς τον φασισμό στην καθημερινότητά του;

Μια κάποια μορφή ρατσισμού μπορεί να επιδεικνύουμε σχεδόν όλοι στην καθημερινότητά μας, έστω και στις σκέψεις μας. Από τα πολύ μικρά, το πώς εκφραζόμαστε όταν οδηγούμε π.χ., μέχρι τα πιο σοβαρά, το καλό και το κακό, σε διάφορες αναλογίες και αποχρώσεις ενυπάρχει στον καθένα μας. Το πόσο χαλιναγωγούμε και καταπνίγουμε αυτές τις τάσεις είναι μέτρο του πολιτισμικού επιπέδου μας, του συστήματος αξιών μας και της παιδείας μας. Συνεπώς, εάν πρόκειται για τον εαυτό μας, η γενικότερη μόρφωση σε όλες της τις μορφές, είναι σίγουρα μέτρο αντιμετώπισής του. Εάν αφορά τους άλλους, η ατομική και ομαδική κοινωνική αποδοκιμασία/γελοιοποίηση του φαινομένου ίσως να προσφέρει κάτι. Ειλικρινά, όμως, πιστεύω πως άμεσες μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν. Απλά αρχίζεις να εμφυτεύεις στους νεότερους έναν αέρα μη φοβικό.

Στους "Άρχοντες των σκουπιδιών" μας ταξιδεύετε σε μια κοινωνία που έχει καταρρεύσει. Πιστεύετε ότι αυτή η ζοφερή εικόνα μπορεί να γίνει αληθινή; Μήπως είναι ήδη παρούσα κατά κάποιον τρόπο; Τι μπορούμε να κάνουμε;

Θεωρώ ότι η ζοφερή εικόνα στην οποίαν αναφέρεστε είναι ήδη παρούσα. Οι Άρχοντες των σκουπιδιών αποτελούνται από δύο μέρη: Στο πρώτο δίνεται η σημερινή εικόνα, σχεδόν αυτούσια, της οικονομικής εξαθλίωσης αφενός και της ελιτίστικης αδιαφορίας αφετέρου. Υπάρχει και το στοιχείο της μαζικοποίησης-«οχλοποίησης» το οποίο διατρέχει όλη την πλοκή του βιβλίου. Το δεύτερο μέρος, αν και επιφανειακά μελλοντολογικό ή επιστημονική φαντασία, πείτε το όπως θέλετε, είναι μια προβολή του σήμερα στο αύριο. Ο κόσμος γυρνά προς τα πίσω, ήδη οικονομικά, κοινωνικά, εργατικά είμαστε εκεί που ήμασταν χρόνια πριν. Πολιτικά επίσης. Το βιβλίο, καθ’ υπερβολήν ή αλλιώς συγγραφική αδεία, γυρνά πίσω το χρόνο, στον Μεσαίωνα, στις Σταυροφορίες, στην αρχαία εποχή, στον πρωτόγονο άνθρωπο τελικά. Δεν είμαι σε θέση να πω τι μπορούμε να κάνουμε, έτσι ώστε να υπάρχει κάποιο αποτέλεσμα. Απλά πιστεύω πως με τα βιβλία, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τι ενδέχεται να γίνει, αν «δεν» κάνουμε. Κι αυτό ίσως είναι το πρώτο βήμα, η κατανόηση της κατάστασης.

Στην επίσης επίκαιρη "Διαπασών" καταπιάνεστε με το θέμα της βίας γενικότερα. Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί; Πώς να πείσεις τα παιδιά που δεν βλέπουν να έχουν μέλλον;

Η Διαπασών θίγει αρκετά θέματα. Ο ρατσισμός, που είναι ένα από τα κύρια σημεία του βιβλίου, είναι αποτέλεσμα τόσο ενδοοικογενειακής βίας, όσο και αισθητικής. Είναι και αυτοί παράγοντες που οδηγούν στη γένεσή του. Από κει και πέρα το φαινόμενο μπορεί να λάβει πολλές διακλαδώσεις, είτε αυτές λέγονται ενδοσχολική βία, είτε φασίζουσες συμπεριφορές. Και προφανώς η βία γεννά, στο βιβλίο τουλάχιστον, και άλλη βία. Πάντα είμαι της άποψης ότι η κάθε μορφής δημιουργικότητα βοηθά πολύ στην εκτόνωση τέτοιων φαινομένων, όσο κλισέ και να ακούγεται αυτό. Κοινώς το σχολείο πρέπει να είναι αρωγός της δημιουργίας. Μέσω αυτής απομυθοποιείται η έννοια της «σωματικής δύναμης», η λατρεία της οποίας ως μόνης αρετής, που βρίσκεται στον πυρήνα παρόμοιων φαινομένων. Πάντα λέω στα παιδιά, όταν επισκέπτομαι σχολεία, πως στην ουσία η ηλικία τους τα έχει όλα: Νιάτα, ομορφιά, ελπίδα, όνειρα, ξενοιασιά, υγεία. Ας πάρουν κουράγιο από αυτά που έχουν, τα οποία δεν είναι καν αυτονόητα για τους υπόλοιπους και χρησιμοποιώντας τα ως εφόδιο, ας κάνουν κάτι δημιουργικό.

Ποιος πιστεύετε ότι θα έπρεπε να είναι σήμερα ο ρόλος ενός συγγραφέα -ή καλλιτέχνη- που απευθύνεται στα παιδιά;

Να μην «ξεγελάει», να μην «αποδιώχνει», να μην «κοροϊδεύει». Να «εμπνέει», ει δυνατόν, και με το έργο του και με τη γενικότερη στάση του. Προφανώς και δεν ξέρω αν τα εκπληρώνω όλα αυτά, μπορεί και όχι ή μπορεί όχι όλες τις φορές, δεν ξέρω, όμως τουλάχιστον τα έχω πάντα στο μυαλό μου και προσπαθώ να κινούμαι προς αυτήν την κατεύθυνση.

Παρουσίαση από τον Άρη Δημοκίδη - LIFO, 19 Σεπτεμβρίου 2013

Πώς έγραψα το πρώτο μου βιβλίο

Σήμερα ο Βασίλης Παπαθεοδώρου

Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας έγραψε ένα (προφητικό!) παιδικό/εφηβικό βιβλίο για τον νεοναζισμό - πριν από 17 χρόνια. Αυτή ήταν η περιπέτειά του.

Διάβασα πρόσφατα τη «Σχολική Παράσταση» του Βασίλη Παπαθεοδώρου, φέτος, που επανεκδόθηκε. Είναι όντως τόσο επίκαιρη όσο ακούγεται. [Με φόντο μια μαθητική παράσταση σε σχολείο της Γερμανίας, ο Γιώργος, μαθητής της Β’ Γυμνασίου, θα βρεθεί στο επίκεντρο, ως πρωταγωνιστής και θύμα, μιας έξαρσης ρατσιστικών επεισοδίων, από μια κοινωνία που είναι βαθιά διχασμένη. Μέσα σ' όλο αυτό το κλίμα, θα προσπαθήσει να κρατήσει τη δύναμη και την αξιοπρέπειά του. Με συμμάχους τον Τζάφερ και τον Αντρέας, έναν Τούρκο κι έναν Γερμανό συμμαθητή του, αλλά και με τη βοήθεια του καθηγητή κυρίου Μίκαελ, θα καταλάβει και θα νιώσει ότι η φιλία δεν κοιτά χώρες και λαούς, δεν υπολογίζει θρησκείες και κοινωνικές ανισότητες.] Όταν το διάβαζα μάλιστα, δεν είχα πάρει χαμπάρι ότι ήταν βιβλίο που γράφτηκε το 1996 και εκδόθηκε το 2000, νόμιζα ότι ήταν το καινούργιο του Παπαθεοδώρου. Εκ των υστέρων μου το είπε ο ίδιος ο συγγραφέας. Ήταν το πρώτο του βιβλίο, κι έτσι του ζήτησα να μου γράψει για την όλη εμπειρία του...

Όταν πήγαινα Δημοτικό είχα γράψει τα πρώτα μου και συγχρόνως τελευταία μου ποιήματα. Εκεί, κατά την Τετάρτη-Έκτη με είχε καταλάβει ένας φοβερός οίστρος. Έγραφα πάντα με άψογη ομοιοκαταληξία (προτιμούσα το σταυρωτό στίχο, από το ζευγαρωτό ή τον πλεκτό), με θεματολογία και νοήματα που βεβαίως είχαν όλα τα στερεότυπα της ηλικίας: Φύση, ζώα, φίλοι, σχολείο, οικογένεια, παππούδες. Μη με ρωτάτε όμως γιατί έγραφα τότε, έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια και δε θυμάμαι. Θυμάμαι όμως πως εκείνη η εποχή ήταν η πρώιμη δημιουργική μου περίοδος, αφού εκτός από την ποίηση ασχολιόμουν και με την ξυλογλυπτική, έκοβα δηλαδή με ένα πριονάκι, διάφορα σχέδια που υπήρχαν σε κόντρα πλακέ, τα οποία και θαύμαζα για μέρες. Τα κόντρα πλακέ πετάχτηκαν βέβαια συλλήβδην αργότερα, το τετράδιο όμως με τα ποιήματα το έχω ακόμα κάπου, σκονισμένο και κιτρινισμένο, ως δείγμα και ανάμνηση μιας δημιουργικότητας που χάθηκε μετά για πάρα πολλά χρόνια. Με το που μπήκα στο Γυμνάσιο, τελείωσε η πρώιμη αυτή δημιουργική περίοδος, ίσως μια για πάντα, όπως νόμιζα εγώ τότε, αφού το είχα ώρες-ώρες άχτι να κάνω κάτι δημιουργικό και δεν μπορούσα. Από μουσικά όργανα δεν σκάμπαζα καθόλου, αθλητισμό δεν έκανα, ήμουν απλά ένας καλός μαθητής χωρίς περαιτέρω ενδιαφέροντα. Το γεγονός βέβαια σχετικά με τα ποιήματα που παράτησα ήταν ότι ενώ στο Δημοτικό είχα μια τεράστια αυτοπεποίθηση από τις εκθέσεις που έγραφα (του στυλ: «Η ροδοδάκτυλη αυγή ξεπρόβαλε στον κατάμαυρο ουρανό με το άρμα της, που έσερνε τις ακτίνες του υπέρλαμπρου ήλιου», ή πάλι, «η άνοιξη ήρθε και σαν μια νεράιδα άπλωσε το καταπράσινο πέπλο της από λουλούδια σε όλη τη γη»), στο Γυμνάσιο, στη Γερμανική, έπεσα πάνω σε μια φιλόλογο, τη Ρ.Μυλωνά, η οποία ΕΥΤΥΧΩΣ με τάραξε στο 13άρι και 14άρι στην έκθεση, μέχρι που να αποφασίσω να παρατήσω το παιδαριώδες στυλ. Και από πείσμα το παράτησα κι άρχισα να γράφω πιο στρωτές και «γήινες» εκθέσεις. Ναι, αυτή η φιλόλογος με επηρέασε στον τρόπο γραφής μου. Το πρώτο μου βιβλίο-βιβλίο το έγραψα όμως με το που τέλειωσα το Ναυτικό, στην τρυφερή και άγουρη ηλικία των 28 ετών. Το ενδιαφέρον είναι ότι, αντίθετα με πολλούς που στην αρχή πεισμώνουν να γράψουν κάτι και μετά βαριούνται να το συνεχίσουν, εγώ ακολούθησα την ακριβώς αντίθετη πορεία: Βαριόμουν κάποιες μέρες τόσο πολύ, εκείνο το μακρύ καλοκαίρι της απόλυσής μου από το στρατό, που κάθισα να γράψω και μετά πείσμωσα να το τελειώσω. Συνεπώς στην αρχική ερώτηση θα απαντούσα απλά με ένα «βαριόμουν», αλλά το «δίδαγμα» όλης αυτής της ιστορίας είναι πως κατάφερα να δώσω μια δημιουργική διέξοδο στην πλήξη μου, να τη διοχετεύσω κάπου και να ανακαλύψω πως μπορώ να κάνω και κάτι άλλο πέρα από τα καθημερινά. Κάτι που τότε με είχε ευχαριστήσει αφάνταστα, μου γέμιζε ώρες αλλά με γέμιζε και σκέψεις. Οπωσδήποτε ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Το βιβλίο –ενηλίκων- είχε όλα τα κλισέ (κι όταν λέμε όλα εννοούμε όλα) που περιστρέφονται γύρω από σχέσεις, δουλειά, ξενύχτια, ταξίδια, κάτι σαν πρώιμο σήριαλ του Παπακαλιάτη σε μεσοαστικό φόντο. Σαν πλοκή το θεωρούσα σχετικά καλό, ακόμα το θεωρώ, αλλά σαν τεχνική και ως προς τους χαρακτήρες και διαλόγους, προτιμώ να το ξεχάσω. Αυτό άλλωστε έκαναν και όλοι οι εκδοτικοί οίκοι στους οποίους το έστειλα: Το απέρριψαν απαξάπαντες, και εννοείται πως το ξέχασαν, αφού μου επέστρεψαν σχεδόν όλες τις κόπιες, ώστε να μην έχουν τίποτα στα γραφεία τους, που να τους το θυμίζει. Προφανώς όσες κόπιες δεν μου επεστράφησαν, πετάχτηκαν. Και πάλι πείσμωσα και πάλι δεν τα παράτησα. Έτσι όταν περίπου ένα χρόνο μετά κι έχοντας προσληφθεί σε τράπεζα, βρισκόμουν σε ένα job-rotation στο ταμείο, περνά η Ελένη Δικαίου και αφήνει στην ταμία την προκήρυξη για το διαγωνισμό της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς του 1996. Μπορεί να σκυλοβαριόμουν παρακολουθώντας τις τραπεζικές εργασίες, αλλά το μάτι μου έπεσε αμέσως στην προκήρυξη, την οποία η ταμίας έβαλε γρήγορα, από ντροπή, στο συρτάρι. Η συνέχεια είναι απλή: Τη ζήτησα, τη διάβασα, κάθισα κι έγραψα τη «Σχολική Παράσταση» που πήρε έπαινο από τη Γ.Λ.Σ. εκείνη τη χρονιά εκδόθηκε αργότερα από την ΕΣΤΙΑ και επανακυκλοφόρησε τον Ιούνιο 2013 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη μόλις μου ανακοινώθηκε ο έπαινος, η απογοήτευσή μου εξίσου μεγάλη όταν το βιβλίο εκδόθηκε με τέσσερα χρόνια καθυστέρηση παρόλο που είχε θεσμοθετηθεί από την ΕΣΤΙΑ και περίμενα (αδημονούσα) να βγει νωρίτερα, καθώς και όταν έβλεπα πως οι πωλήσεις του τότε και για αρκετά χρόνια ήταν απογοητευτικές. Ναι, μερικά πράγματα οφείλονται στην τύχη: Τύχη ήταν που έπεσε στα χέρια μου η προκήρυξη, τύχη που ήρθε η Ελένη εκείνη τη μέρα στην τράπεζα. Από τύχη ασχολήθηκα με την παιδική και νεανική λογοτεχνία. Άλλα πράγματα οφείλονται στο πείσμα: Απογοητεύτηκα αρκετές φορές, αλλά δεν τα παράτησα. Ίσως τρέναρα ορισμένα πράγματα, ίσως άλλα τα έκανα με μισή καρδιά λόγω της απογοήτευσής μου, αλλά συνέχισα να προσπαθώ. Και κάποια άλλα οφείλονται σε μια περίεργη αποφασιστικότητα: Θεωρώ όντως περίεργο που άρχισα να γράφω, θέλοντας να ξεπεράσω την, έστω και παροδική, πλήξη που ένιωθα εκείνη την περίοδο. Αλλά πάνω απ’ όλα συνειδητοποιώ, μετά από χρόνια, αυτό το κλισέ που λέγεται πολλές φορές από τους συγγραφείς: Ένιωθα την ανάγκη. Μάλλον κι εγώ είχα κάποια ανάγκη να κάνω κάτι διαφορετικό τότε, να αλλάξω σελίδα, να περάσω από την ξένοιαστη και χωρίς ευθύνες εποχή του σχολείου, των σπουδών και –γιατί όχι;- του στρατού, σε κάτι άλλο (και δεν εννοώ με αυτό πιο υπεύθυνο, απλά «κάτι άλλο»). Η «Σχολική Παράσταση» εκδόθηκε το Δεκέμβριο του 2000, λίγες μέρες πριν εκπνεύσει το έτος. Την αφιέρωσα στην πρώτη μου φιλόλογο, που χρόνια μετά κατάλαβα πως και «πώς» με είχε αλλάξει...

Συνέντευξη στο «Εφημεριδάκι μας», Σχολική εφημερίδα 2ου Δημοτικού Αγίου Νικολάου Φύλλο 9, Απρίλιος 2013

1. Σε ποια ηλικία γράψατε το πρώτο σας βιβλίο; Πως δέχτηκαν οι γονείς σας την ενασχόλησή σας με την συγγραφή;

Άρχισα να γράφω από την ηλικία των 27 ετών και έκτοτε, μάλλον δεν έχω σταματήσει. Γράφω και το χαίρομαι, όταν φυσικά βρω κάποιο θέμα που να μου αρέσει. Οι γονείς μου είχαν ενθουσιαστεί με την ενασχόλησή μου αυτή. Πάντα διάβαζαν πρώτοι τα χειρόγραφά μου και πάντα με ενθάρρυναν με την κριτική τους, αλλά και τους επαίνους τους. Οι πολυτιμότεροι συνεργάτες και υποστηρικτές μου…

2. Στη λέσχη ανάγνωσης του σχολείου μας διαβάζουμε το βιβλίο σας "Ιπτάμενες σελίδες" ...είναι απ τα αγαπημένα σας βιβλία και ποιο γεγονός στάθηκε αφορμή για να το γράψετε;

Οι «Ιπτάμενες σελίδες» είναι από τα αγαπημένα μου βιβλία. Είναι περίεργο το γεγονός που υπήρξε η αφορμή για να γραφτούν: Κάποια μέρα στην εφημερίδα είδα τον τίτλο ενός άρθρου, «Ιπτάμενες σελίδες» ήταν, παρόλο που το άρθρο δεν είχε τίποτα σχετικό με το βιβλίο. Αυτό ήταν! Αμέσως σχεδόν άρχισε να πλάθεται η ιδέα στο μυαλό μου, μια ιδέα που θα βασιζόταν σε σελίδες που πετάνε.

3. Πιστεύετε ότι οι ήρωές σας θα μπορούσαν να είναι καθημερινοί άνθρωποι που ζουν δίπλα μας και οι δύο αντίπαλες χώρες να σχετίζονται με μια πολιτική κατάσταση που ίσως ζήσουμε κι εμείς;

Φυσικά και είναι καθημερινοί άνθρωποι, το παιδί των φαναριών, ο επιμελής μαθητής που μόνο τα μαθήματά του σκέφτεται, το άρρωστο παιδί, το κακοποιημένο, τα παιδιά-στρατιώτες. Όσον αφορά τις αντίπαλες χώρες, να θυμίσω την Κύπρο που είναι διαιρεμένη, την Κορέα, τη Γερμανία παλιότερα…

4. Αν στα χέρια σας παίρνατε μια ιπτάμενη σελίδα ποια μηνύματα πιστεύετε ότι θα σας μετέφερε;

Θα ήθελα να μου υποδείξει το δρόμο και τον τρόπο να γελάω καθημερινά, ένα γέλιο αβίαστο και ξένοιαστο.

5. Ποιο είναι το αγαπημένο σας ανάγνωσμα από άλλον συγγραφέα Έλληνα ή ξένο;

Οι «Άρχοντες των Μυγών» του Γκόλντινγκ και «Ο Φύλακας στη Σίκαλη» του Σάλιντζερ είναι δύο βιβλία που με σημάδεψαν στα παιδικά μου χρόνια, αλλά και με επηρέασαν στη συνέχεια ως προς το γράψιμο.

Συνέντευξη στην Ελένη Κορόβηλα, Bookpress - 31 Μαρτίου 2013

18 συγγραφείς & εικονογράφοι ανοίγουν την παιδική βιβλιοθήκη τους

Μεγάλωσα, όπως πολλά παιδιά της εποχής, διαβάζοντας ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ, μαζί βέβαια με τα κλασσικά comics «ΑΓΟΡΙ», «ΜΠΛΕΚ» και Μίκυ Μάους. Από όλα αυτά τα παιδικά αναγνώσματα, πήρα εικόνες σε συνδυασμό με κείμενο. Με βοήθησαν στο να οπτικοποιώ μια ιστορία.

Αργότερα, αρχίζοντας να διαβάζω λογοτεχνία, μπορώ να πω ότι δύο είναι τα βιβλία που με έχουν σημαδέψει: Ο Άρχοντας των Μυγών του Ουίλιαμ Γκόλντινγκ και Ο φύλακας στη σίκαλη του Σάλιντζερ. Από τα δύο αυτά βιβλία δεν πήρα μόνο την έννοια της δράσης, το πώς δηλαδή προχωρά μια ιστορία, αλλά κυρίως την έννοια των επιλογών που έχει κάθε άνθρωπος και καλείται να αποφασίσει.

Πιστεύω ότι ο «Άρχοντας των Μυγών» με επηρέασε ως προς το στοιχείο της δυστοπίας, το οποίο μου αρέσει να επαναφέρω στα βιβλία μου, ενώ ο «Φύλακας» μου έδωσε στοιχεία ρεαλισμού. Έκτοτε δεν έχω «τολμήσει» να τα ξαναδιαβάσω, από φόβο ίσως μην τα απομυθοποιήσω. Πάντως αυτά τα δύο αναγνώσματα δημιούργησαν μέσα μου την αγάπη και εκτίμηση που έχω για την Αγγλοσαξονική λογοτεχνία.

Συνέντευξη στην Έλενα Αρτζανίδου, Thinkfree - 26 Νοεμβρίου 2012

Β. Παπαθεοδώρου: «Βγάζω το καπέλο στη σιωπηλή καρτερικότητα του πόνου»

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΡΩΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΑΠΑΝΤΑ!
Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου στην Έλενα Αρτζανίδου

Ποιό είναι το στίγμα του τελευταίου σας βιβλίου;

«Οι Άρχοντες των σκουπιδιών» είναι ένα βιβλίο περιπετειώδες και «πολιτικοποιημένο», όπως πιστεύω και τα προηγούμενα βιβλία μου. Μιλά για το σήμερα, για μια κρίση που προέρχεται από τα σκουπίδια, τα οποία ως μόνη πλουτοπαραγωγική πηγή πλέον, έχουν κεντρικό ρόλο στη δυστοπική κοινωνία του μυθιστορήματος. Οι χαρακτήρες έρχονται αντιμέτωποι με τη γενικότερη αποκτήνωση, αφού πλέον οι άνθρωποι με το να ασχολούνται, μαζεύουν και κυνηγούν τα σκουπίδια, φτάνουν στο σημείο να γίνουν οι ίδιο ανθρώπινα σκουπίδια. Πάνω απ’ όλα όμως οι ήρωες, κάνοντας ένα ταξίδι στην ιστορία, την Παγκόσμια Ιστορία που κάνει την επανεκκίνησή της και τρέχει ολοταχώς προς τα πίσω, θα καταλάβουν τον πραγματικό τους εαυτό, θα τον αναζητήσουν, θα προσπαθήσουν να γλυτώσουν από τους διώκτες τους και από το παλιό τους «εγώ». Δε θα τα καταφέρουν όλοι…

Πείτε μας πέντε λόγους για να το διαβάσουν οι αναγνώστες.

Το βιβλίο κινείται μεταξύ νεανικής και ενήλικης λογοτεχνίας. Το βάρος δίνεται στη δράση, με κινηματογραφικό ρυθμό, με ένα τέμπο που παραμένει σχεδόν αμείωτο από την αρχή μέχρι το τέλος. Υπάρχουν ανατροπές, λειτουργούν πολλά επίπεδα, τόσο σε καθημερινή βάση όσο και σε συμβολική μορφή. Δεν πρόκειται για διδακτικό-καταγγελτικό κείμενο, είναι μυθιστόρημα που αγγίζει την επιστημονική φαντασία και προ(σ)καλεί σχεδόν τους αναγνώστες να διατρέξουν μαζί του τις διάφορες ιστορικές περιόδους, ίσως και να τις μάθουν οι νεότεροι.

Μιλήστε για δυο ήρωες, είτε δική σας είτε άλλου δημιουργού, που σας σημάδεψαν θετικά ή αρνητικά.

Ελπίζω να μην ευλογήσω τα γένια μου όταν θα πω ότι με έχει «σημαδέψει» ο Θανάσης, ο ήρωας της «Διαπασών». Κι αυτό γιατί ταυτίστηκα μαζί του, εκφραζόμουν μέσω αυτού (χιούμορ, κυνισμός, λεξιλόγιο, κλπ) και στο τέλος τον αγάπησα. Αυτό δε μου έχει ξανασυμβεί με άλλον ήρωά μου. Όμως με έχουν εντυπωσιάσει πραγματικά οι ήρωες, το βάθος των χαρακτήρων που συναντάμε στις «Επικίνδυνες Σχέσεις», μια παλαιότερη ταινία του Φρίαρς, βασισμένη στο επιστολικό μυθιστόρημα του Σαντερλώ ντα Λακλός. Ήρωες διεστραμμένοι και προβληματικοί, κακοί και αλαζόνες, λύκοι που ντύνονταν αρνιά και υποδύονταν τους καλούς και τους φιλεύσπλαχνους. Είναι εκπληκτική η γκάμα των συναισθημάτων, αλλά και των διαστροφών,που συναντάμε σε αυτούς τους ήρωες.

Τι μπορεί να προσφέρει η Λογοτεχνία ειδικά σήμερα;

Αυτά που λέγονται, ότι το βιβλίο είναι ο καλύτερος φίλος και συντροφιά του ανθρώπου, ισχύουν και είναι διαχρονικά. Ειδικά όμως σήμερα η λογοτεχνία προσφέρει «Λογική και Ευαισθησία», για να δανειστώ τον τίτλο παλιότερης ταινίας. Δίνει νηφαλιότητα, κριτική θεώρηση των πραγμάτων και μόρφωση, καθώς λειτουργεί σε πολλά και διάφορα επίπεδα. Ο συνδυασμός ημιμάθειας και οργής που χαρακτηρίζει τις μέρες μας είναι ο πιο επικίνδυνος. Η λογοτεχνία συμβάλλει στην ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων αυτού του συνδυασμού.

Πείτε μας τρία πράγματα που σας θυμώνουν και τρία που θα θέλατε αμέσως να αλλάξετε στην εποχή μας.

Μόνο τρία; Με θυμώνουν η αχαριστία και η έλλειψη χιούμορ, η διάχυτη απόδοση ευθυνών δίχως ατομική ανάληψη, η μοιρολατρία και η κλάψα. Με θυμώνει η ημιμάθεια που πλέον έχει βρει πεδίον δόξης λαμπρό σε έναν ψευτοπατριωτισμό. Και ας μην ξεχάσω την αγένεια, καθώς και τη νοοτροπία του «σ’ όποιον αρέσουμε», μέσω της οποίας απαιτούμε από τον άλλον να μας αποδεχτεί όπως είμαστε, δίχως να κάνουμε την παραμικρή προσπάθεια αυτοβελτίωσης, ενώ συγχρόνως δεν τον αποδεχόμαστε εμείς. Φαντάζομαι ότι αν ήταν να αλλάξω αμέσως κάτι θα άλλαζα το μάθημα της ιστορίας και των κειμένων από όλες τις βαθμίδες της σχολικής εκπαίδευσης, κοινώς θα πρόσθετα ώρες και θα προσπαθούσα να δοθεί μια άλλη κατεύθυνση, πιο προσγειωμένη, πιο οικουμενική, πιο ανθρώπινη.

Αν έπρεπε να πάρετε μόνο τρία πράγματα μαζί σας ποια θα ήταν αυτά;

Επειδή είμαι πρακτικός και ορθολογιστής φαντάζομαι θα έπαιρνα μαζί μου είδη πρώτης ανάγκης (οδοντόβουρτσα, εσώρουχα, ρολόι, σουγιά, κλπ). Μέσα σε όλα αυτά όμως θα έβρισκα χώρο για να βάλω και κάποιο άλμπουμ φωτογραφιών με αγαπημένα πρόσωπα. Ευτυχώς (ή ακόμα και δυστυχώς για πολλούς...) τις σκέψεις και τις αναμνήσεις μας, τις κουβαλάμε πάντα και παντού. Όπως και τα όνειρά μας.

Ποιο από τα βιβλία που έχετε διαβάσει θα θέλατε να το είχατε γράψει εσείς και γιατί;

Με έχουν επηρεάσει και έχω «ζηλέψει» πάρα πολλά βιβλία, Ελλήνων και ξένων, καινούρια και παλιά. Πιστεύω όμως πως τα πρώτα «σπέρματα» συγγραφικών ονείρων, μου τα έδωσαν «Ο φύλακας στη Σίκαλη» του Σάλιντζερ και «Ο άρχοντας των μυγών» του Γκόλντινγκ. Ίσως να μην είναι τυχαίο που ανήκουν και τα δύο στην αγγλοσαξονική λογοτεχνία. Από αυτά τα δύο βιβλία, από τα οποία έχω πάντα πράγματα στο νου μου, ακόμα κι αν έχω ξεχάσει τα περισσότερα σημεία τους, έμαθα να πλάθω χαρακτήρα μέσω της δράσης, αλλά και να φέρνω τον ήρωά μου μπροστά στα διλήμματα και τις επιλογές του.

Ο θάνατος έχει θέση στα συγγράμματά σας και πως οι ήρωες σας τον αντιμετωπίζουν;

Η αλήθεια είναι ότι στα πρώτα μου τέσσερα βιβλία, φοβόμουν πολύ να καταπιαστώ με αυτό το θέμα, έστω και ως αναφορά. Μετά θεώρησα ότι είναι αφύσικο να μην υπάρχει και αυτό το κομμάτι της ζωής. Στα «Χνότα στο τζάμι» ο θάνατος για μένα ήταν ένα εργαλείο της πλοκής, δηλαδή ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας, εκεί βασίστηκε η μυθοπλασία. Στο «Μεγάλο ταξίδι της κινέζικης πάπιας» ο θάνατος υπονοείται στο τέλος, όταν η πάπια βρίσκεται στα τελευταία της, έχοντας ζήσει μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, δυσκολίες κι εμπειρίες και ως τελευταία εικόνα κλείνει ευτυχισμένα και φυσιολογικά τη ζωή της με το να ξαναδεί τα παιδιά της. Το μεγάλο συναισθηματικό φορτίο έρχεται στη «Διαπασών», όπου το γεγονός αποτελεί καταλύτη για την αλλαγή της στάσης ζωής, της νοοτροπίας, της φιλοσοφίας του κεντρικού ήρωα Θανάση. Τέλος, στους «Άρχοντες των σκουπιδιών» ο παράλογος θάνατος υπάρχει παντού, ως στοιχείο μιας παράλογης και αποκτηνωμένης κοινωνίας.

Ένα σχόλιο για όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα σήμερα...

Δε θα μιλήσω για αυτά που έχουν ήδη λεχθεί τόσες φορές και είναι πλέον τετριμμένα, όπως «εδώ που μας έφτασαν», «οι πολιτικοί φταίνε», η τρόικα, το μνημόνιο, κλπ. Άμα ζεις μια κατάσταση δεν έχεις την απαιτούμενη νηφαλιότητα να την κρίνεις αντικειμενικά, οργή ναι, αλλά ηρεμία όχι. Δεν έχει ίσως και νόημα πια, κι εξάλλου ο καθένας το βιώνει διαφορετικά, ανάλογα με την περίπτωση. Σέβομαι απόλυτα τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν με αξιοπρέπεια την τραγικότητα της κατάστασης και τις απώλειές τους. Με απωθούν αυτοί που δεν έχουν χάσει τίποτα, δεν έχουν στερηθεί κάτι ακόμα και κάνουν σαν να τους έχει βρει αυτούς η καταστροφή. Κάποιοι πολιτικοί, κάποιοι καλλιτέχνες, κληρικοί, πολλοί εργαζόμενοι που συνεχίζουν να ζουν όπως ζούσαν, και υποκρίνονται τους καταθλιμμένους και τους κατεστραμμένους. Αποστρέφομαι την προκλητική επίδειξη μη υπαρκτής κακομοιριάς από πολλούς και βγάζω το καπέλο στη σιωπηλή καρτερικότητα του πόνου.

Πως φαντάζεστε πως θα συνεχίσουμε, αν θέλουμε ένα καλύτερο αύριο;

Με το να κοιταχτούμε στον καθρέφτη και να δούμε τον πραγματικό μας εαυτό, αν μας αρέσουμε, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση. Αν είμαστε αυτοί που θα επιθυμούσαμε να έχουμε για φίλους.

 

Παρουσίαση «Οι άρχοντες των σκουπιδιών», στην Κρυσταλία Πατούλη, www.tvxs.gr - 08 Αυγούστου 2012